Ενόψει της επετείου των 200 χρόνων από το Εικοσιένα, το Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία επανεκδίδει ορισμένα σημαντικά συγγράμματα της εποχής του ξεσηκωμού, με νέα επιμέλεια. Ορισμένα βιβλία της σειράς έχουν εκδοθεί ενώ άλλα ετοιμάζονται.
Ένα από τα ήδη εκδομένα βιβλία είναι τα «Απομνημονεύματα πολεμικά» του Χριστόφορου Περραιβού σε επιμέλεια και σχολιασμό του Στέφανου Παπαγεωργίου. Ο Περραιβός είναι από τις μορφές του Εικοσιένα που έχουν δράση και πριν από τον ξεσηκωμό, αφού ήταν σύντροφος του Ρήγα Φεραίου και έδρασε και στα Επτάνησα στις αρχές του 19ου αιώνα (τότε έγραψε και την Ιστορία Σουλίου και Πάργας).
Στο βιβλίο αυτό περιγράφει τα γεγονότα στα οποία συμμετείχε από το 1820 έως το 1829. Ο Περραιβός είχε οριστεί από τον Υψηλάντη «αρχηγός των ηπειρωτικών όπλων» και θα συναντήσει τους Σουλιώτες, που συμμάχησαν με τον Αλή Πασά όταν ο τελευταίος ήρθε στη μοιραία σύγκρουση με την Πύλη, κι έτσι από την εξορία στα Επτάνησα ξαναβρήκαν τα πάτρια εδάφη τους.
Το καλοκαίρι του 1821 οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη, και σε επισφαλή συμμαχία με τους Αλβανούς του Άγου Μουχουρδάρη, συγκρούονται με τους Οθωμανούς -παραλίγο να καταλάβουν την Πρέβεζα, ύστερα στρέφονται προς τα Λέλοβα (σήμερα Θεσπρωτικό), που τα υπερασπίζεται ο Σουλεϊμάν Πασάς, ο οποίος ύστερα από δώδεκα μέρες συνθηκολογεί.
Μετά, στρέφονται στους Βαρειάδες (ή Βαριάδες) όπου «απήντησαν ισχυροτέραν ανθίστασιν». Πράγματι, οι Τουρκαλβανοί που υπερασπίζονταν το φρούριο αυτό ήταν σκληροτράχηλοι μαχητές και απέρριπταν τις προτάσεις συνθηκολόγησης των πολιορκητών τους, λέγοντάς τους «να μην καυχώνται ότι ενίκησαν τον Σουλεμάν πασάν εις τα Λέλοβα, όντα Ανατολίτην και όχι ρουμελιώτικον και μακεδονικόν παλικάρι».
Και στο σημείο αυτό, ο Περραιβός βάζει την εξής υποσημείωση:
«Όσοι Οθωμανοί και Έλληνες γεννώνται εις την Ελλάδα, Ήπειρον και Μακεδονίαν, φορούν δε κατ’ εξοχήν απέξω το υποκάμισον, αποστρέφονται τους Ασιανούς ως ανάνδρους και ασώτους, τους προσκολλούν και τινα υβριστικά επίθετα, λέγοντές τους Δουδούμηδες, Χαλδούπηδες, Κονιάρηδες και τα παρόμοια».
Το σημερινό άρθρο είναι επανάληψη, επειδή δεν προλάβαινα να γράψω καινούργιο αλλά και επειδή το παλιό άρθρο, που δημοσιεύτηκε ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, αξίζει και επανάληψη και συμπλήρωση και επικαιροποίηση. Εδώ έχω ενσωματώσει κάποια σχόλια της αρχικής δημοσίευσης και έχω αλλάξει μερικά πράγματα.
Τον όρο «αυτοφαυλισμός» μόλις τον έπλασα, αφορμή παίρνοντας από το ξένο ethnophaulism, που κι αυτό είναι λέξη ελάχιστα διαδεδομένη, πάντως υπάρχει στον τίτλο ενός βιβλίου που έχω, ενός είδους λεξικού των αρνητικών χαρακτηρισμών του ενός λαού προς τον άλλο.
Το θέμα των εθνοφαυλισμών είναι τεράστιο και δεν αποκλείεται να το θίξουμε στο μέλλον, δεν είδα όμως να έχουν καταγραφεί πουθενά τα όσα υποτιμητικά λέμε εμείς για εμάς τους ίδιους. Κάνω λοιπόν εδώ μια πρώτη καταγραφή και καλώ σε μπρέιν στόρμιν (καταιγισμό ιδεών αν προτιμάτε) την ομήγυρη ώστε να προστεθούν κι άλλα στοιχεία στον κατάλογο. Μαζεύουμε υποτιμητικούς όρους που λέμε εμείς για εμάς: για τους Έλληνες και το ελληνικό κράτος ή για ορισμένους Έλληνες.
Προσοχή, κάνουμε καταγραφή, δεν βάζουμε μόνο όρους που βρίσκουμε εύστοχους ή που συμφωνούμε μαζί τους. Και η καταγραφή δεν σημαίνει και αποδοχή.
Λοιπόν, έχουμε πρώτο-πρώτο το Ελλαδιστάν, πολύ διαδεδομένο, το ρωμέικο κρατίδιο του Δαυλού ή το ελλαδικό κρατίδιο του κ. Χρ. Γιανναρά, τους τσιφτετέλληνες και τους κωλοέλληνες του Σαββόπουλου, τους ελληνέζους που λένε κάποιοι εθνικιστές (και ελλαδιστανούς από το Ελλαδιστάν παραπάνω). Πιο παλιά ο Σεφέρης είχε πει Ελλαδέξ αν θυμάμαι καλά, ενώ υπάρχει και το κλασικό Γραικύλος (το οποίο να θυμόμαστε πως ο Κικέρων αρχικά το χρησιμοποίησε για Ρωμαίους, και άλλοι για τον ίδιο, ενώ στον εικοστό αιώνα το έχουν χρησιμοποιήσει όλοι για όλους τους αντίθετους και αξίζει χωριστό άρθρο, οπότε παρακαλώ να μην πολυεπεκταθούμε στην ιστορία της λέξης αυτής).
Έχουμε το ελληναράς και το ελληνάρας, με τη λεπτή διάκριση που υποστηρίζουν αρκετοί ότι υπάρχει μεταξύ τους: δηλαδή ότι ελληνάρας είναι χαρακτηρισμός μειωτικός για τη συμπεριφορά του Νεοέλληνα (που π.χ. οδηγεί χωρίς σεβασμό στους άλλους, πετά σκουπίδια όπου του καπνίσει και δεν καταλαβαίνει Χριστό), ενώ ελληναράς είναι χαρακτηρισμός μειωτικός σε πολιτικό επίπεδο (εθνικιστής κτλ.). Οι οπαδοί της λεπτής διάκρισης λένε ότι οι περισσότεροι ελληναράδες είναι και ελληνάρες, αλλά υπάρχουν ελληνάρες που όμως δεν είναι ελληναράδες και το αντίστροφο. [Δέκα χρόνια μετά την πρώτη γραφή του άρθρου, αμφιβάλλω αν επιζεί ακόμα η διάκριση -θα ζητήσω τη γνώμη σας] Κάπου εκεί και η ελληναρία ή το ελληναριό, που αναφέρονται στην κακή συμπεριφορά και όχι στην εθνικιστική στάση.
Όπως και σε άλλα άρθρα, ο τίτλος ειναι παραπλανητικός. Οι Γερμανοί ασφαλώς μιλάνε, παρά το ανέκδοτο με τον Κολ και τον φύλακα του νεκροταφείου. Λέω ανέκδοτο, αλλά το έχω ακούσει για πραγματικό περιστατικό. Μια φορά, λέει, που ο Χέλμουτ Κολ ως καγκελάριος της Γερμανίας, είχε επισκεφθεί το γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο στο Μάλεμε, στα Χανιά, είπε κάτι στον φύλακα, ο οποίος του απάντησε στα αγγλικά. Ο υψηλός προσκεκλημένος σαν να ενοχλήθηκε από αυτό, και κάποιοι το μετέφεραν στον φύλακα, ο οποίος, λένε, απάντησε πως δεν του χρειάζεται να ξέρει γερμανικά διότι «Οι δικοί μου οι Γερμανοί δεν μιλάνε».
Οι άλλοι Γερμανοί, όμως, μιλάνε -αν και μπορεί, σε όποιον δεν ξέρει τη γλώσσα, η ομιλία τους να φανεί σαν ακατανόητο βαττολόγημα, φλάχτεν-φλούχτεν όπως το θέλει το στερεότυπο. Αλλά η ομιλία σε κάθε άγνωστή μας γλώσσα μας φαίνεται ασυνάρτητη -από το μπαρ μπαρ που άκουγαν οι αρχαίοι Έλληνες κι έβγαλαν τη λέξη βάρβαρος μέχρι το «σαν ποπκόρν που σκάνε στην κατσαρόλα» όπως είχε πει μια απωανατολίτισσα ακούγοντας να μιλάνε ελληνικά.
Όμως οι Γερμανοί έχουν επίσημα χαρακτηριστεί ότι «δεν μιλάνε» ή ότι «μιλάνε ακατανόητα». Ή μάλλον, όχι ακριβώς οι Γερμανοί. Ίσως θα ήταν ακριβέστερο να αλλάξω τον τίτλο και να τον κάνω: Οι Νέμτσοι δεν μιλάνε.
Αλλά ποιοι είναι οι Νέμτσοι; Πάω στοίχημα πως οι περισσότεροι αναγνώστες δεν θα ξέρουν τη λέξη, αν και βέβαια με τόσον πρόλογο που έκανα θα υποθέτουν πως πρόκειται για τους Γερμανούς.
Νέμτσοι ή Νέμιτσοι ή Νέμτσηδες είναι παλιές ονομασίες για τους Γερμανούς ή ακριβέστερα για τους γερμανόφωνους, που τις βρίσκουμε καταρχάς σε βυζαντινά και μεσαιωνικά κείμενα.
Τον 9ο αιώνα ο χρονογράφος Γεώργιος Μοναχός αναφερόμενος σε Νεμίτζους μισθοφόρους σημειώνει ἔθνος δ’ οἱ Νέμιτζοι Κελτικὸν. Έναν αιωνα μετά ο Πορφυρογέννητος σημειώνει: εἰς τὸν ῥῆγα Βαϊούρη [της Βαυαρίας]· (ἔστιν δὲ αὕτη ἡ χώρα οἱ λεγόμενοι Νεμίτζιοι·)
Στους Νεμίτζους αναφέρεται και η Άννα η Κομνηνή: ἀλλαχόσε δὲ τοὺς Νεμίτζους (ἔθνος δὲ καὶ τοῦτο βαρβαρικὸν καὶ τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων δουλεῦον ἀνέκαθεν). Ανέκαθεν ήταν τότε, τώρα οι όροι έχουν αλλάξει.
Πολλές λέξεις αρχίζουν, βέβαια, από κ. Ίσως θα έπρεπε να το γράψω λίγο διαφορετικά, η λέξη που αρχίζει από k-. Το γράμμα k είναι σχετικά σπάνιο στα αγγλικά και οι λέξεις που αρχίζουν από k δεν είναι πάρα πολλές, σήμερα όμως θα ασχοληθούμε μόνο με μία, μια λέξη που χρησιμοποίησε ένας ομογενής και βρήκε τον μπελά του -και, προσωπικά, δεν στενοχωρήθηκα καθόλου.
Ο ομογενής, ο Adam Catzavelos, Αδάμ Καντζαβέλος θα λέγαμε στα ελληνικά, ήρθε οικογενειακώς από το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου γεννήθηκε και κατοικεί, για διακοπές στην Ελλάδα και από κάποια ακρογιαλιά, ίσως της Πελοποννήσου, έβγαλε ένα σελφοβιντεάκι, στο οποίο ξεκινάει σε στιλ μετεωρολογικού δελτίου και ύστερα εκφράζει τη χαρά του που δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος στην πλαζ -χρησιμοποιώντας, μάλιστα, μια λέξη ιδιαίτερα φορτισμένη στη Νότια Αφρική, μια λέξη που αρχίζει από k.
«Let me give you a weather forecast here; blue skies, beautiful day, amazing sea and not one kaffir in sight… Fucking heaven on earth. You cannot beat this. You cannot beat this, τονίζει κουνώντας το δάχτυλο.
H λέξη που αρχίζει από k, που πολύ σπάνια θα τη δείτε ακέραια γραμμένη στα αγγλόφωνα άρθρα που είναι αφιερωμένα στο περιστατικό, είναι η λέξη kaffir. Είναι τόσο προσβλητική, που θα τη δείτε γραμμένη είτε με αστερίσκος (k***r) είτε, το συχνότερο, να αναφέρεται ως the k-word.
Ποράιμος θα πει Αφανισμός στη γλώσσα Ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά.
Η σημερινή μέρα, η 2α Αυγούστου, έχει ανακηρυχθεί εδώ και μερικά χρόνια ως ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ρομά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επιλογή της μέρας δεν είναι τυχαία: στις 2 Αυγούστου 1944 περίπου από 3.000 Ρομά –κυρίως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά– δολοφονήθηκαν
στους θαλάμους αερίων του Zigeunerlager (στρατόπεδο τσιγγάνων) στο ναζιστικό στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Συνολικά, στο ίδιο στρατόπεδο θανατώθηκαν τουλάχιστον 23.000 Ρομά, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 500 000 Ρομά εξοντώθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο από τους Ναζί και από φιλικά τους καθεστώτα, κι έτσι σε ορισμένες χώρες εξοντώθηκε πάνω από το 80% του πληθυσμού των Ρομά.
Όπως είχε επισημάνει παλιότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η γενοκτονία των Ρομά έχει παραμείνει άγνωστη στο ευρύ κοινό και συχνά δεν αναγνωρίζεται ούτε διδάσκεται στα σχολεία, με αποτέλεσμα ο λαός των Ρομά να κατατάσσεται στα «άγνωστα» θύματα γενοκτονίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την ευκαιρία της φετινής Ημέρας Μνήμης, η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά «Ελλάν Πασσέ», που νομίζω ότι θα πει «έλα κοντά» στη Ρομανί, διοργανώνει απόψε εκδήλωση μνήμης στο Ζάππειο.
Η αφίσα της εκδήλωσης φαίνεται αριστερά -δεν θυμάμαι ποιος είναι ο εικονιζόμενος πυγμάχος, αν και κάπου πρέπει να τον έχω ξαναδεί.
Παραθέτω το δελτίο τύπου της εκδήλωσης.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Εκδήλωση: Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά
2 Αυγούστου 2018, Ζάππειο Μέγαρο, Αθήνα, 21:00 μ.μ.
Η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά «Ελλάν Πασσέ» έχει την χαρά και την τιμή να σας ανακοινώσει την ιστορική για την ελληνική Ρομά κοινότητα διοργάνωση εκδήλωσης επετειακού χαρακτήρα της Ημέρας Μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Ρομά, στις 2 Αυγούστου 2018 στην Αθήνα, στο Ζάππειο Μέγαρο, στις 9 η ώρα το βράδυ.
Η Ημέρα Μνήμης τιμά τα θύματα του «Αφανισμού» («Ποράιμος») των Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έλαβε διαστάσεις πανευρωπαϊκής εθνοκάθαρσης των Ρομά, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να οδηγούνται στον αποτρόπαιο-φρικαλέο θάνατο από τα ναζιστικά στρατεύματα. Η Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά στην Ευρώπη καθιερώθηκε ως επίσημη ημέρα Μνήμης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2015.
Στόχος μας είναι η θεσμική καθιέρωση της διεξαγωγής τελετής σε ετήσια βάση για την Ημέρα Μνήμης και στη χώρα μας, με τρόπο ο οποίος όχι μόνο θα τιμά τα θύματα της Γενοκτονίας αλλά θα συνεισφέρει στην ενδυνάμωση της συλλογικής μνήμης, την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ρητορικής του μίσους. Στην φετινή εκδήλωση, στην οποία θα τιμηθεί για πρώτη φορά στη χώρα μας η Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά, έχουν προσκληθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Βουλής, η ελληνική Κυβέρνηση, η Εκκλησία της Ελλάδας, η Περιφέρεια Αττικής, η ηγεσία των πολιτικών κομμάτων, καθώς και άλλοι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς του τόπου.
Η Ημέρα Μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Ρομά, αποτελεί μία ημερομηνία-σταθμό στην ιστορία όχι μόνο της τσιγγάνικης κοινότητας, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας και του 20ου αιώνα. Το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει χαιρετισμούς, σύντομες εισηγήσεις και ομιλίες για το ζήτημα, προβολή βίντεο για το Ολοκαύτωμα των Ρομά από το αρχείο της ΕΡΤ, ενώ θα ακολουθήσει 30λεπτο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, με τη συμμετοχή των Κώστα Χατζή, Θανάση Βασιλόπουλου και ερμηνεία του έργου «Εξαΰλωση-Ρέκβιεμ» του αείμνηστου μουσικού και συνθέτη Κώστα Σαμσαρέλου.
Με την ευκαιρία της εκδήλωσης, μπορείτε επίσης να διαβάσετε μια παλιότερη συνέντευξη του προέδρου της Ελλάν Πασσέ.
Πριν από μερικούς μήνες είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο για τα «νεοελληνικά ακληρήματα» δηλ. τα περιπαιχτικά ή μειωτικά παρατσούκλια που έχουν βγει για τους κατοίκους διαφόρων περιοχών της Ελλάδας. Στα σχόλια του άρθρου εκείνου επισημάνθηκε, σωστά, ότι πολλά από τα παρατσούκλια αυτά διαδίδονται από τους φαντάρους που υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο. Κάποια ίσως και να τα έχουν επινοήσει φαντάροι.
Σήμερα δημοσιεύω ένα άρθρο που επιχειρεί να καταγράψει όλα τα ειρωνικά ονόματα που χρησιμοποιούνται από φαντάρους. Θα ήταν ιδανικό να έχω και πραγματικό χάρτη της Ελλάδας με τα ονόματα σημειωμένα, αλλά δεν διαθέτω γραφιστικές ικανότητες. Αν έχει κανείς καιρό και όρεξη….
Το άρθρο που θα διαβάσετε ήταν ενταγμένο σε ένα βιβλίο για τη γλώσσα του στρατού, που είχαμε ξεκινήσει να γράφουμε, το 2009, ένας φίλος κι εγώ, αλλά που δεν ολοκληρώθηκε, ελλείψει ενδιαφέροντος από εκδότες. Οπότε, ας αξιοποιηθεί εδώ.
Ο χάρτης του φαντάρου
Σύμφωνα με το στερεότυπο, ο φαντάρος μισεί τον τόπο όπου υπηρετεί, περίπου ανεξάρτητα από τις φυσικές του καλλονές, τον χαρακτήρα των ντόπιων ή τις ευκαιρίες διασκέδασης που προσφέρει. Όσο καλά κι αν έχει περάσει, όταν έρθει το χαρτί της μετάθεσης ή της απόλυσης (η «ροζαλία») θα αναφωνήσει θριαμβευτικά: Πουτάνα (π.χ.) Γκασμαδία, δεν έμεινε καμία!
Το σημερινό άρθρο είναι επανάληψη ενός παλιότερου άρθρου -για να είμαι ακριβέστερος, ενός πολύ παλιότερου άρθρου, που δημοσιεύτηκε όταν το ιστολόγιο μόλις έκλεινε τρεις μήνες ζωής. Η σημερινή επανάληψη δεν γίνεται επειδή δεν προλαβαίνω να γράψω κάτι φρέσκο, αλλά επειδή, καθώς οι αναγνώστες και οι σχολιαστές του ιστολογίου έχουν αλλάξει (και πολλαπλασιαστεί) μέσα σε αυτά τα εφτάμισι χρόνια, δεν αποκλείεται ο κατάλογος που θα παρουσιάσω να εμπλουτιστεί ουσιαστικά με τα σχόλιά σας. Άλλωστε, και στην πρώτη δημοσίευση είχαν γίνει πολύ καίρια σχόλια, τα οποία ενσωματώνω στην τωρινή αναδημοσίευση, κάτι που έτσι κι αλλιώς ήθελα εδώ και καιρό να το κάνω, και μάλιστα το είχα υποσχεθεί παλιότερα.
Όταν λέω ‘ακληρήματα’, εννοώ τα τοπωνυμικά παρατσούκλια, πάντα σχεδόν χλευαστικά ή έστω σατιρικά, που λέγονται για τους καταγόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Τα «ακληρήματα» είναι τίτλος ενός βιβλίου που έχει βγει και είναι αφιερωμένο στο θέμα, αλλά επειδή δεν έχω δει το βιβλίο (μάλιστα νόμιζα πως είναι εξαντλημένο) δεν ξέρω αν ο όρος αναφέρεται ειδικά στα παρατσούκλια ή αν εννοεί γενικά τον αλληλοσατιρισμό. Θα μπορούσαμε να τα πούμε και αλληλοφαυλισμούς ή κάτι τέτοιο.
Τον όρο «ακλήρημα» μαζί με τον αντίθετό του (ευκληρήματα) τον χρησιμοποιεί και μια εργασία που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου, με τον τίτλο Ακληρήματα – ευκληρήματα Καρπάθου. Εννοείται ότι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι πολύ περισσότεροι από τους επαινετικούς, διότι αν δεν ειρωνευτείς τον κοντοχωριανό σου πώς θα τονώσεις το αίσθημα της αυτοεκτίμησής σου;
Οι δεύτερες μέρες των μεγάλων γιορτάδων, του Πάσχα και των Χριστουγέννων δηλαδή, είναι από τις πιο ανθεκτικές αργίες, εκείνες που δεν μπόρεσε μήτε ο θριαμβολογών καπιταλισμός να εξαρθρώσει. Είναι αργίες και για τη μπλογκόσφαιρα, καθώς έτσι κι αλλιώς η κίνηση έχει μειωθεί. Άλλες χρονιές δεν έβαζα καθόλου άρθρο τέτοια μέρα, είτε επειδή είχα φύγει μακριά είτε γιατί δεν άντεχα να στρωθώ να γράψω έχοντας μόλις σηκωθεί απ’ το γιορταστικό τραπέζι. Πέρσι, η δεύτερη μέρα του Πάσχα έπεφτε εικοστή πρώτη Απριλίου κι έβαλα ένα κομμάτι με αναμνήσεις από κείνη τη μέρα. Για φέτος, σκεφτόμουν κάτι λογοτεχνικό, που να μην είναι ακριβώς πασχαλινό, αφού τέλειωσαν οι γιορτές, αλλά να μην είναι και τελείως άσχετο -και τελικά νομίζω πως το βρήκα.
Πριν από κάμποσες μέρες, φίλος του ιστολογίου είχε εκφράσει την επιθυμία να βάλουμε ένα διήγημα από τα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα. Πολλά θα μπορούσα να διαλέξω, τα έχω άλλωστε ανεβάσει όλα στον παλιό μου ιστότοπο, με την ωραία παλιά εικονογράφηση και σε μερικά με εξηγήσεις των ναυτικών όρων που χρησιμοποιούνται, πληκτρολογημένα τα περισσότερα από τον πολύτιμο φίλο Γιάννη Π., φιλόλογο, που έχει πλουτίσει το ελληνικό λογοτεχνικό Διαδίκτυο με δεκάδες μεγάλα κείμενα. Διάλεξα τα «Πειράγματα», παρόλο που το θέμα του δεν είναι καθαυτού ναυτικό, δεν έχει δηλαδή σύγκρουση με τη θάλασσα και με τα στοιχιά της, αφενός επειδή έχει στην πλοκή κάποια σχέση με το Πάσχα, και αφετέρου επειδή πιάνει τα πειράγματα για τους κατοίκους διάφορων τόπων, θέμα που ενδιαφέρει το ιστολόγιο -δείτε, ας πούμε, τα παλιότερα άρθρα μας για τα Ακληρήματα και για τον Υμνούμενο. Τέτοιες ιστορίες ήταν πολύ΄διαδεδομένες παλιότερα,πριν γίνουμε οι μισοί Αθηναίοι.
ΤΑ ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ
Είδες τόνε, είδες τόνε; – Είδα τόνε. – Κι ίντα φορούσε; – Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα! – Κι ακόμα δεν την έβαψε!…
Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έριξε αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί. Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελοριζίτες, αφήνοντας το νησί τους για να ζητήσουνε στα ξένα τύχη, φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και τη βάφουν μόλις καλυτερέψουν τα οικονομικά τους. Γι’ αυτό κάποιου ξενιτεμένου η γυναίκα συχνορωτά όσους γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγειά του αντρός της, όσο για την προκοπή του και κράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τώρα, στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στο θερμαστή και τα λόγια του. Ο Στελόγιωργας όμως, που γνώριζε πατρίδα του αυτό το ξερονήσι, αν και είχε γεννηθεί στη Νάξο, πήδηξε άξαφνα σαν τον κέντησαν στον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξει ο Σαντορινιός με τα λόγια του! Μα αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξερε να χτυπά το σίδερο. Και λυγίζοντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης, ανταπόδωκε αμέσως το πείραγμα.
– Και μπρε το πουλί μου… Τσ’ αν πας στο Ταϊγάνι τσ’ ερθείς με το καλό, να μου φέρεις ένα φλασκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!…
Ο θερμαστής είχε το ένα πόδι στη σκάλα κι ετοιμαζόταν να βάλει και τ’ άλλο. Πήγαινε ν’ αλλάξει τα βρεμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια πισωπάτησε αλαφιασμένος, σα να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!… Τ’ ήθελε ν’ ανακατέψει τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· η μάνα του έβαζε ταμπάκο κι η αδερφή του· συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δε θα ειπεί πως η γυναίκα εκεί άλλαξε ολωσδιόλου· πως από τα στολίδια και τα ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλασκί ταμπάκο!… Ο θερμαστής κοίταξε κατάματα το ναύτη, να γνωρίσει αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να προσβάλει στ’ αληθινά. Ξέρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ’ εύκολα τις προσβολές. Είδε όμως το πρόσωπό του να λάμπει από ειλικρίνεια· γνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά που κατόρθωσε να τον θυμώσει τόσο εύκολα. Έφτυσε δυο τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλια και άρχισε ν’ αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελοριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως πειράχτηκαν τα νεύρα του και το μυαλό σταμάτησε απότομα, όπως σταματά η μηανή στο βαπόρι μ’ ένα κατέβασμα της λάμας. Δε δούλευε καθόλου π’ ανάθεμά το! Διάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα, όμως κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών, που δε γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι. Θυμήθηκε τη χαρά του πεθερού, όταν είδε το γαμπρό του ξεβράκωτο: – «Γεια σου, καλέ γαμπρέ, που θα χορτάσεις το καημένο το κορίτσι μου!»· ξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται σε όλα τα προικοσύμφωνα, μα δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: Γράψε, γράψε! – Γράψε και τι να γράψω; – Γράψ’ ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!…
Το καλοκαίρι, το έχουμε ξαναπεί, βάζουμε πότε-πότε επαναλήψεις, άρθρα από τα πρώτα χρόνια του ιστολογίου μας, που πιθανώς οι σημερινοί αναγνώστες να μην τα έχουν διαβάσει. Και το σημερινό άρθρο επανάληψη είναι, αν και αυτή τη φορά διάλεξα να αλλάξω εντελώς τον αρχικό τίτλο, που ήταν «Όπου πατάει ο Έλληνας, χορτάρι δε φυτρώνει!» Το παλιό εκείνο άρθρο, που είχε δημοσιευτεί πριν από πέντε χρόνια και βάλε, ήταν συνεργασία του φίλου Ηλεφούφουτου. Εδώ τη μεταφέρω έχοντας προσθέσει μερικά πράγματα από τα σχόλια του αρχικού άρθρου.
Με χαρά παρουσιάζω μια ενδιαφέρουσα εργασία του αγαπητού Ηλεφούφουτου, που εστιάζεται σε μια πτυχή του ευρύτερου θέματος των εθνικών στερεοτύπων: στα στερεότυπα που υπάρχουν σε διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς για τους Έλληνες. Έχει περισσότερο ιστορικό ενδιαφέρον, με την έννοια ότι οι παροιμίες και φράσεις τις οποίες θα δείτε πιο κάτω είναι εντελώς άγνωστες σε σημερινούς Βούλγαρους. Το βασικό στερεότυπο που υπάρχει σήμερα στα βουλγάρικα για τους έλληνες είναι «βυζαντινός» (βιζαντίετς), που χρησιμοποιείται συχνά στις εφημερίδες. Περισσότερα για τον εθνοφαυλισμό αυτόν μπορείτε να δείτε σε άρθρο των Ιών, εδώ.
Ο Ηλεφούφουτος αντλεί το υλικό του από ένα πολύτομο βουλγάρικο λεξικό, του Νάιντεν Γκέροφ, που κυκλοφόρησε πριν από έναν αιώνα και κάτι. Στο τέλος, προσθέτω κι εγώ τα δικά μου.
Το λήμμα Έλληνας από το λεξικό του Γκέροφ
Найден Геров, Речник на блъгарский язик с тлъкувание речити на блъгарски и руски ( = Λεξικό της βουλγάρικης γλώσσας με ερμηνείες στα Βουλγάρικα και στα Ρώσικα) (1895–1904), 5 τόμοι + συμπλήρωμα το 1908 από τον Πάντσεφ
Παρά τον τίτλο του λεξικού, οι εξηγήσεις στα Ρωσικά είναι καθ’ όλο το λεξικό λίγες και σποραδικές.
Λίγα λόγια για τον κυριούλη:
Την πανεπιστημιακή του παιδεία την απέκτησε στη Ρωσία, μέρος όμως από τη σχολική του εκπαίδευση το έλαβε στο ελληνικό σχολείο της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ). Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων κατά το 19ο αι.
Το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε ήταν η προώθηση της συμμαχίας των Βουλγάρων με τη Ρωσία και η καταπολέμηση, με ιδιαίτερη εμπάθεια, της ελληνικής (φαναριώτικης) επιρροής στα μέρη του. Ιδιαίτερα ευαίσθητος ήταν στο θέμα των Βούλγαρων που “προσπαθούν να γίνουν Έλληνες”. Όλα αυτά τον έκαναν ιδιαίτερα μισητό στους Φαναριώτες που πρωταγωνίστησαν σε εκείνες τις κόντρες, πράγμα που αποδεικνύεται από τα επανειλημμένα διαβήματά τους προς τις οθωμανικές αρχές εις βάρος του, με τα οποία προσπαθούσαν να τις πείσουν (γλιτς γλιτς) ότι είναι επικίνδυνος και Ρώσος κατάσκοπος.
Μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε μεταξύ άλλων και προκειμένου να προβάλει στους Βουλγάρους τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, ώστε να γίνουν σημεία αναφοράς της εθνικής τους συνείδησης. Ανέπτυξε ένα δικό του σύστημα γραφής για τη βουλγαρική γλώσσα, όπου το μεν αλφάβητο είναι σχεδόν ίδιο με το καθαυτού κυριλλικό η δε ορθογραφία ακολουθεί αυστηρά το ετυμολογικό κριτήριο, ώστε να αναδεικνύεται η σχέση της σύγχρονής του Βουλγαρικής με την παλιά εκκλησιαστική Σλαβική. Τελικά το σύστημά του δεν υιοθετήθηκε και ξενίζει έντονα τους σημερινούς Βουλγάρους. Το υλικό του για το λεξικό προέρχεται από τη λαϊκή γλώσσα της εποχής και αποθησαυρίζει χιλιάδες παροιμίες και δημοτικά τραγούδια. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η λαογραφία ανθούσε κι έθαλλε στη Ρωσία την εποχή του και αποτέλεσε βάση (ίσως περισσότερο από τις αναγωγές σε κάποιο ένδοξο απώτερο γλωσσικό παρελθόν) για την ανάπτυξη του ρωσικού εθνικισμού αλλά και των εθνικισμών άλλων σλαβικών και μη εθνών της Ανατολικής Ευρώπης. Το πώς ευνόησαν όλα αυτά έμμεσα και τον δικό μας δημοτικισμό νομίζω ότι δεν έχει τονιστεί αρκετά στην ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος.
Όπως έχω ξαναπεί, τώρα το καλοκαίρι το ιστολόγιο θα βάζει και επαναλήψεις, δηλαδή άρθρα που έχουν δημοσιευτεί παλιότερα (με τον όρο να έχουν περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια από την πρώτη δημοσίευση, ώστε, σύμφωνα με το κλισέ, «να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι). Επανάληψη είναι λοιπόν το σημερινό μας άρθρο, αφού είχε ξαναδημοσιευτεί πριν από τεσσεράμισι περίπου χρόνια.
Σε ένα ιστολόγιο που ειδικευόταν στο ρεμπέτικο τραγούδι, βρήκα μια ηχογράφηση του “Υμνούμενου”, που είναι ένα επιθεωρησιακό νούμερο με τον Πέτρο Κυριακό, ηχογραφημένο, όπως λένε, το 1929. Σε μια παρωδία τροπαρίου, ο Κυριακός σε ύφος ψάλτη απαριθμεί πειραχτικούς (ή και ουδέτερους) στερεότυπους χαρακτηρισμούς για τους κατοίκους 45 περιοχών της Ελλάδας και του ελληνικού εξωελλαδικού χώρου, ενώ κάθε τόσο όλοι μαζί, σαν ρεφρέν, ψέλνουν “Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον”, απ’ όπου και ο τίτλος του νούμερου. Δεν νομίζω ότι παρωδείται κάποιο συγκεκριμένο τροπάριο, αλλά το «ρεφρέν» μάλλον είναι παραφθορά των στίχων Υμνούμεν σε, ευλογούμεν σε, δοξολογούμενσε από τη Δοξολογία της λειτουργίας.
Επειδή βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα τον κατάλογο, έχω βάλει κάποια δικά μου σχόλια αλλά σας προτρέπω και σας παρακαλώ να καταθέσετε όλοι τον σχολιαστικό οβολό σας.
Μεταφέρω το γιουτουμπάκι εδώ:
Στον ιστότοπο stixoi.info βρήκα και τους στίχους, αλλά είχαν πολλά λαθάκια οπότε τα διόρθωσα, και ιδού:
-Ρε κυρ-Γιώργη, πίνεις-πίνεις και δεν μας λες τίποτα.
-Μα τι διάολο θες να σου πω, αφού θέλω πρώτα να κανονίσω τα ορεκτικά μου με το κρασάκι μου, να πιω το κατοσταράκι μου πρώτα και ύστερα να δούμε τι διάολο θα γίνει.
-Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη.
-Άντ’ εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα.
Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.
Αθηναίος γκάγκαρος.
Περαιώτης μαουνιέρης.
Αιγενίτης κανατάς.
Ναυπλιώτης ντιστεγκές
Τριπολιτσιώτης μπεκρής.
Μανιάτης κουμπουράς.
Λειβαδίτης μπαμπακάς.
Δημητσανίτης μπαρουτάς
και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε»
Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο
Όπου Χιώτης Παντελής
και Καρυστιανός Αλής.
Ηπειρώτης φούρναρης.
Συμιακός σφουγγαράς.
Ελληνοαμερικάνος μπίσνεζμεν.
Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης.
Συριανός λουκουμιτζής
και Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει».
Γενικό σχόλιο: Αν προσέξουμε λίγο τους στίχους, θα δούμε ότι υπεραντιπροσωπεύονται οι περιοχές της Παλιάς Ελλάδας, ενώ από τις νέες χώρες βρίσκει κανείς νησιά Αιγαίου και Κρήτη, Ήπειρο και Θεσσαλονίκη, αλλά πλήρη απουσία της Θράκης και της Μακεδονίας. Αντίθετα, υπάρχει αντιπροσώπευση του εξωελλαδικού ελληνισμού, Κύπρου, Μικρασίας, αλλά και Αμερικής. Όλα αυτά με κάνουν να τοποθετώ τη γέννηση του κειμένου σίγουρα πριν από το 1922 (διότι μετά δεν υπήρχαν Αϊβαλιώτες και Σμυρνιοί, οι δε Μυτιληνιοί δεν μπορούσαν πια να επιδίδονται στο λαθρεμπόριο), κατά πάσα πιθανότητα πριν από το 1912, ίσως μάλιστα στα τέλη του 19ου αιώνα (έτσι εξηγείται η αναφορά σε Κρητικό επαναστάτη, αν και αυτό μπορεί να πηγαίνει και στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα).
Σχόλια:
Ντιστεγκές είναι ο κομψευόμενος· από το γαλλ. distingué. Λέξη αρκετά συχνή πριν από εκατό χρόνια, σχεδόν ξεχασμένη σήμερα, αν εξαιρέσουμε το τραγούδι για το ευζωνάκι, όπου «ποιος ντιστενγκές, ποιος κουραμπιές μπορεί να βγει μπροστά σε μένα». Ενδεικτικό είναι ότι τη λέξη δεν την έχει κανένα λεξικό της πιάτσας από τα τρία που κοίταξα, την έχει όμως το slang.gr αλλά και (εντελώς απροσδόκητα) ο Μπαμπινιώτης!
Το έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε σχεδόν σίγουρα είναι απόηχος μύθου· δεν είμαι βέβαιος ότι είναι σωστή μια εξήγηση που βρήκα, ότι σημαίνει πως «μπορεί να καταφέρνει και τα αδύνατα». Εγώ για μειωτικό το καταλαβαίνω.
Το «τι χαμπάρια μάστορα» στον Πατρινό, το ερμηνεύω ότι του μιλάς κι αυτός πέρα βρέχει.
Βάτικα είναι η Νεάπολη της Λακωνίας
Το «γεια σου κυρ Αντρέα» στον Βολιώτη αγνοώ τι εννοεί. Πάλι απόηχος μύθου πρέπει να είναι.
Το κλαπαδόρας (ή –δόρος; ) για τους Κερκυραίους δεν ξέρω τι σημαίνει. Καλό πάντως δεν μοιάζει (όλη αυτή η στροφή έχει μειωτικούς χαρακτηρισμούς). Κάποιος σχολιαστής της πρώτης δημοσίευσης θυμήθηκε ότι στον Τσιφόρο «κλαπαδούρα» είναι η μπάντα της φιλαρμονικής -ίσως είναι από εκεί.
Το σκαλτσοβιομήχανος το λέγαμε παλιά σε μια παρέα, με τη σημασία του απατεώνα (περίπου) αλλά νόμιζα ότι ήταν πατέντα κάποιου από μας. Τελικά, όχι: λέγεται στην Πελοπόννησο με την έννοια του πολυπράγμονα και του απατεώνα.
Καρυστιανός Αλής. Στην Κάρυστο είχε μουσουλμάνους που έφυγαν το 1833. Υπάρχει και δημοτικό τραγούδι, θρήνος των μουσουλμάνων που φεύγουν, σε καρυστινό (ελληνικό) ιδίωμα.
Αγιοπετρίτης: από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας (Αρκαδίας). Παραδοσιακά ήταν καρβουνιάρηδες.
Αξιώτης είναι ο Ναξιώτης, βέβαια.
Οι Σιφνιοί ήταν πασίγνωστοι για τα πήλινά τους. Ο πατέρας μου μού έμαθε μια αστεία παροιμία που δεν την έχω βρει καταγραμμένη αλλού (αν και την έχει το γκουγκούλ): Όλοι φοβούνται το Θεό / κι ο Σιφονιός τον τοίχο (επειδή το μουλάρι πάει τοίχο-τοίχο και σπάει τα πήλινα)
Το «Κούμπωσε το σακάκι σου» το λέμε εννοώντας ότι ο άλλος είναι πονηρότατος απατεώνας. Να προσεχτεί ότι οι νιουγιορκέζοι (έλληνες) δεν θεωρούνται αφελείς σαν τ’ αμερικανάκια.
Υπάρχει και ένα ρεμπέτικο τραγούδι αντίστοιχο του Υμνούμενου: ο “Φασολάς” του Μπάτη.
Να δούμε και τους στίχους, που και πάλι τους βρήκα με λαθάκια στο Διαδίκτυο:
Εδώ η πρώτη στροφή αφορά εθνικά χαρακτηριστικά ενώ οι επόμενες τοπικά χαρακτηριστικά και παρατσούκλια με εστίαση στον Αργοσαρωνικό. Ο χαρακτηρισμός του Αιγενήτη συμπίπτει με τον Υμνούμενο: καλαμαράς, αλλά στον Ναυπλιώτη, τον Υδραίο, τον Αθηναίο και τον Πειραιώτη υπάρχει διαφωνία.
Αρκετοί από τους χαρακτηρισμούς των δυο τραγουδιών αφορούν τις καλλιέργειες ή τα επαγγέλματα που συνηθίζονται σε κάθε τόπο, ενώ κάποιοι έχουν γίνει στερεότυπα, όπως ο γκάγκαρος Αθηναίος. Αυτά τα στερεότυπα, τα σατιρικά παρατσούκλια για τους καταγόμενους από κάθε τόπο, λέγονται από μερικούς «ακληρήματα» αν θέλετε έναν εντυπωσιακόν όρο, ενώ οι κακίες που λέγονται από τον έναν λαό για τον άλλον έχουν ονομαστεί «εθνοφαυλισμοί» (τον όρο τον πρότεινε ο Αμερικανός μελετητής A.A.Roback, στα ελληνικά πρέπει να τον έχω πρωτομεταφέρει εγώ, όχι ότι ήθελε και μεγάλη φιλοσοφία). Για τα νεοελληνικά ακληρήματα είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο τους πρώτους μήνες ζωής του ιστολογίου, που κάποιαν άλλη φορά θα το ξαναπαρουσιάσω εμπλουτισμένο με τα σχόλια που κάνατε.
Τώρα που η μικρή Μαρία αποδείχτηκε τσιγγανάκι, και μάλιστα από τη Βουλγαρία, τα κανάλια έπαψαν να ολοφύρονται για το «ξανθό αγγελούδι», που δεν έχει καμιά σχέση, τάχα, με τα τσιγγανάκια. Βέβαια, το ίδιο το παιδί έχει άλλα ντράβαλα τώρα, πολύ σοβαρότερα, καθώς, όπως όλα δείχνουν, οδεύει προς κάποιο ίδρυμα, έχοντας χάσει την οικογένειά του τη θετή, χωρίς να βρει τη βιολογική –μπορεί να το ανέλαβε το Χαμόγελο του Παιδιού, αλλά το παιδί έχασε το χαμόγελό του.
Το ξανθό αγγελούδι βγήκε γυφτάκι, έγραψε σαρκαστικά κάποιος, χρησιμοποιώντας επίτηδες τη μειωτική ονομασία γύφτος που είναι καθιερωμένη για τους Ρομά, και που δεν θα μας απασχολήσει στο σημερινό άρθρο, επειδή σήμερα λογαριάζω να περιοριστώ στην ιστορία της λέξης «τσιγγάνος», που κι αυτή βέβαια έχει πάμπολλες αρνητικές συμπαραδηλώσεις, έχει όμως και θετικές, και πιστεύω ότι μπορεί να χρησιμέψει εναλλακτικά σαν ελληνικό συνώνυμο του άβολου Ρομά, που καλό είναι στον πληθυντικό, αλλά δεν έχει ούτε θηλυκό ούτε ουδέτερο, τουλάχιστον στα ελληνικά.
Βέβαια στη Ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά, ο ενικός αριθμός είναι Ρομ στο αρσενικό και Ρομνί στο θηλυκό γένος, ενώ Ρομά είναι ο πληθυντικός (και, αν δεν κάνω λάθος, Ρομνιά ο πληθυντικός στο θηλυκό). Όμως είναι αμφίβολο αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στα ελληνικά τους κανόνες κλίσης μιας άλλης γλώσσας, αν και όχι αδιανόητο, εφόσον έχουμε να κάνουμε με μια μειονότητα που ζει στη χώρα μας εδώ και τόσους αιώνες. Η χρήση πάντως των όρων ρομ/ρομνί/ρομά βοηθάει προσωρινά, αν και τελικά προβλέπω να καθιερωθεί το «ο/η/οι ρομά». Δεν βοηθάει βέβαια η λατινογραφή (roma), ούτε ο παρατονισμός «Ρόμα», που κύριος οίδε πού τον ψάρεψε το λεξικό Μπαμπινιώτη και τον κατέγραψε και τον χρησιμοποιεί ακόμα και στην τελευταία έκδοσή του. Σε μιαν άλλη εποχή, θα είχε ίσως καθιερωθεί ή έστω επιχειρηθεί κάποιος εξελληνισμός (Ρομαΐτες, ας πούμε).
Το άρθρο θα λεξιλογήσει, και θα σταθεί ειδικά στην ετυμολογία των τσιγγάνων -και των Ρομ. Σε ένα παλιό κείμενό του (εδώ βρίσκετε ένα καίριο απόσπασμα) ο καθηγητής Γεωργακάς είχε προτείνει ελληνική αρχή για τη λέξη Ρομ, από το Ρωμαίος/Ρωμιός, κάτι όχι παράλογο αφού οι Τσιγγάνοι πρώτα στο Βυζάντιο ήρθαν. Ωστόσο, οι περισσότεροι δέχονται ότι η λέξη Ρομ έχει ινδική/σανσκριτική ετυμολογία (παράδειγμα, αν και υπάρχουν κι άλλες εκδοχές).
Τον παλιό τον καιρό, αλλά ακόμα και στα εβδομήνταζ, στα εστιατόρια έβρισκε κανείς, πέρα από την ολόκληρη μερίδα, και την «ολίγη». Η ολίγη ήταν λίγο παραπάνω από το μισό της κανονικής μερίδας, αλλά πουλιόταν στη μισή τιμή, άρα συνέφερε τον πελάτη. Κάποιος που ήθελε να δοκιμάσει και ένα δεύτερο πιάτο, έπαιρνε και «ολίγη από (π.χ.) γιουβέτσι», χωρίς να επιβαρύνει υπερβολικά το βαλάντιο ή το στομάχι του. Πρέπει να συνέφερε και τους εστιάτορες, αφού αύξανε την κατανάλωση. Ο λόγος που σταμάτησε να προσφέρεται η «ολίγη» (αν σταμάτησε) πρέπει να βρίσκεται, περισσότερο, στην υποχώρηση του παραδοσιακού εστιατορίου.
Όλα αυτά δεν τα λέω επειδή ξεκίνησα διατριβή για την παραδοσιακή εστιατορία (ή εστίαση όπως το λέμε τώρα), αλλά για να δικαιολογηθώ που η σημερινή πιατέλα με τα μεζεδάκια μου είναι λειψή -και το λέω εκ των προτέρων για να μη βρεθεί κανείς και διπλώσει την ελλιπή μερίδα και πάει να τη ζυγίσει, όπως το (αληθινό) περιστατικό με τον αστυνόμο που περιγράφει ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα. Επίσης, τα περισσότερα από τα μεζεδάκια μας δεν θα είναι μαργαριτάρια από τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, όπως συνήθως. Μια δικαιολογία είναι ότι χτες ο Νικοκύρης είχε γενέθλια και δεν στρώθηκε να μαγειρέψει.
Και πάλι επανάληψη, θερινή περίοδος γαρ, με ένα από τα πρώτα άρθρα του ιστολογίου, τώρα όμως σε αρκετά επαυξημένη έκδοση, αφού έχω ενσωματώσει τα σχόλια του αρχικού άρθρου και έχω προσθέσει και κάμποσο υλικό στο τέλος.
Η φωτογραφία από το giapraki.com
Πολλές φορές το ‘μπακάλης’ το λέμε υποτιμητικά, για κάποιον που κάνει χονδροειδείς υπολογισμούς και προχειροδουλειές και πιο συχνό ακόμα είναι το ‘μπακάλικος’ ή ‘μπακαλίστικος’ που το λέμε για έναν εμπειρικό και πρόχειρο τρόπο εργασίας· βέβαια, όταν ο τρόπος αυτός φέρνει αποτελέσματα χωρίς να χολοσκάει για τη θεωρία, μπορεί η λέξη ‘μπακάλικος’ να πάρει και ελαφρώς θετική απόχρωση. Όμως, δεν θα μιλήσω γι’ αυτή καθαυτή τη λέξη.
Θα μιλήσω για την τουρκική λέξη bakkal, από την οποία βέβαια προέρχεται και η δικιά μας ελληνική. Ο bakkal ήταν ο μπακάλης, ο παντοπώλης, αλλά στα χωριά της εποχής εκείνης συχνότατα το μπακάλικο ήταν το μοναδικό μαγαζί. Ο bakkal λοιπόν ήταν και λιγάκι πανδοχέας, και λιγάκι σαράφης, και λιγάκι τοκογλύφος.
Στα χωριά της Μικρασίας και της Αιγύπτου, αυτός ο bakkal ήταν σχεδόν πάντα Ρωμιός. Σε ταξιδιωτικούς οδηγούς Μπαίντεκερ της Αιγύπτου πριν από τον πόλεμο, βρίσκει κανείς φράσεις όπως: Στις περισσότερες πόλεις, ο έλληνας bakkal θα σας δώσει ένα απλό δωμάτιο για ύπνο. Στο βιβλίο Cairo and its environs των Lamplough και Francis διαβάζουμε (στη σελ. 91): every village contains one Greek ” bakkal ” or grocer-moneylender, παναπεί κάθε χωριό έχει και τον δικό του έλληνα μπακαλοσαράφη. Αφού το ισλαμικό δίκαιο απαγόρευε τον έντοκο δανεισμό, οι μπακάληδες αντικατέστησαν τις τράπεζες. Ό,τι έγινε και με τους Εβραίους στη Δύση και την απαγόρευση αυτή τη φορά απ’ την Kαθολική εκκλησία.
Προειδοποίηση: Ακολουθεί σεντόναρος και μάλιστα αφιερωμένος σε μεταφραστικά θέματα.
Στο πλοίο για την Κέρκυρα διάβαζα τη «Στέπα», ένα ωραίο εκτενές διήγημα του Τσέχοφ (και νουβέλα μπορεί να το πείτε) από μιαν έκδοση που μοίραζε πέρσι το Βήμα, με τον όχι πολύ πρωτότυπο τίτλο Διηγήματα,που περιλαμβάνει συνολικά πέντε μεγάλα διηγήματα, διαλεγμένα από δύο παλιότερες συλλογές διηγημάτων του Τσέχοφ, που είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα σε «κανονικά» βιβλία από τις εκδόσεις Ροές. (Λέγοντας «κανονικά» εννοώ τα βιβλία που πουλιούνται μέσω βιβλιοπωλείου). Δεν ξέρω ποια είναι τα διηγήματα που έμειναν απέξω στο διάλεγμα, αλλά τα πέντε που διαλέχτηκαν είναι εξαιρετικά, ένα κι ένα, ανάμεσα στ’ άλλα «Ο μαύρος καλόγερος» και «Η κυρία με το σκυλάκι». Οπότε, η συλλογή είναι εξαιρετικά συμφερτική και από τιμή και από ποιότητα, κι αν όλοι αγοράζουν μόνο τέτοια βιβλία (εφημεριδάδικες επανεκδόσεις, είτε τζάμπα είτε σε χαμηλή τιμή) γεννιέται το ερώτημα τι θα γίνουν οι κανονικοί εκδότες και πού θα βρίσκουν μετά υλικό για να εκδίδουν κοψοχρονιά τα δικά τους συμφερτικά βιβλία οι εφημεριδάδες. Αλλά πλατειάζω.