Το καλοκαίρι, καθώς περίμενα στο αεροδρόμιο, έβγαλα μια φωτογραφία με το βιβλίο που είχα μαζί μου συντροφιά στο ταξίδι, και ανακοίνωσα στο Φέισμπουκ ότι επιστρέφω στα πάτρια, μην στερηθεί ο κόσμος κι ο ντουνιάς το βαρυσήμαντο νέο και χάσει η Βενετιά βελόνι. Το βιβλίο ήταν το Συμβόλαιο γάμου, του Μπαλζάκ, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.
Ένας σοφός φίλος, μου έγραψε: «Γιατί όμως διάλεξες την παλιά αυτή μετάφραση;»
Γιατί δεν έκανα έρευνα αγοράς πριν το πάρω, θα μπορούσα να του απαντήσω. Το αστείο είναι ότι το είχα ήδη το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή, που μου το είχε χαρίσει ένας άλλος φίλος, το πεντέφι από μια παλιά και προ πολλού εξαντλημένη έκδοση του Κάλβου, σε μετάφραση της Ρενέ Ψυρούκη -αλλά, κακά τα ψέματα, λογοτεχνία στην οθόνη δεν μου αρέσει να διαβάζω. Γενικά, την οθόνη την έχω κυρίως για να ανατρέχω σε ηλεσυγγράμματα, όχι για μακρόχρονο διάβασμα. Κι έτσι, προτίμησα να αγοράσω την έκδοση σε βιβλίο παρόλο που είχα ήδη την ηλεκτρονική.
Οπότε βρέθηκα με δυο παλιές μεταφράσεις του έργου του Μπαλζάκ. Παλιά και καλή, λέει το κλισέ, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο σοφός φίλος είχε δίκιο, στην έκδοση του Ζαχαρόπουλου η «παλιά» μετάφραση είναι κάκιστη.
Κι έτσι, θα αφιερώσω το σημερινό σημείωμα σε αυτή την κάκιστη μετάφραση και σε μερικά διασκεδαστικά λάθη της. Στον παλιό μου ιστότοπο συνήθιζα να ανεβάζω κριτικές μεταφράσεων και να επισημαίνω μεταφραστικά ατοπήματα, είχα και ειδική σελίδα, τις Μεταφραστικές γκρίνιες, και μετά έφτιαξα και μιαν άλλη ενότητα, για πιο σύντομα μεταφραστικά σχόλια, το Κομπολόι του δραγουμάνου. Εδώ τα μεταφραστικά μαργαριτάρια τα επισημαίνω κυρίως στα σαββατιάτικα μεζεδάκια, αλλά αυτοτελή άρθρα για κριτική μεταφράσεων δεν έχω δημοσιεύσει πολλά, επειδή σκέφτομαι πως είναι ένα μάλλον ειδικό θέμα που ενδιαφέρει μόνο όσους έχουν την πετριά κι έτσι τα αποφεύγω, κάνοντας εξαίρεση κυρίως για μερικά γνωστά βιβλία (π.χ. του Ουμπέρτο Έκο). Αλλά τώρα το άρθρο το έγραψα, οπότε το δημοσιεύω -κι αν είναι βαρετό για τους μη γαλλομαθείς ζητώ συγνώμη.