Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Εμφύλιος’ Category

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 19 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 27 Σεπτεμβρίου, 2022

Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη ένατη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση -ήδη βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε, ενώ η σχέση του με τη νεότερη συνάδελφό του Φανή διακόπτεται αναπάντεχα. Σήμερα ολοκληρώνουμε το δέκατο κεφαλαιο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό καταλαμβάνεται από αναμνήσεις, τις οποίες πυροδοτεί η επίσκεψη σε έναν παλιό φίλο. Σημειώνω ότι ο πατέρας μου πράγματι είχε δραστηριοποιηθεί στη συλλογή οικονομικής ενίσχυσης για την παράνομη ΕΠΟΝ και όσα γράφει στις αναμνήσεις αυτές του ήρωά του έχουν συμβεί στον ίδιο. 

«Τι είχες Γιάννη; – τι είχα πάντα»

μονολόγησε όταν μπήκε, περασμένες έντεκα, στο σπίτι του. Κατάλαβε πως η μοναξιά ήταν το μόνο ορατό μέλλον του.

Παρόλο που ήταν κατάκοπος από το πολύωρο ταξίδι, σαν πλύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι, ύπνος δεν του κολλούσε. Στριφογύριζε για πολλήν ώρα χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε, έπλυνε τα μούτρα του, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Έξω όλα ήταν κατασκότεινα και σιωπηλά. Το ρολόι της Αγίας Φωτεινής χτύπησε τρεις. Περπάτησε προς την πλατεία και τη διέτρεξε με ήρεμο βάδισμα στο μάκρος της. Σιγά σιγά ήρθε στα συγκαλά του.

Θυμήθηκε τα χρόνια που πήγαινε στο Γυμνάσιο, που τότε βρισκόταν στο κτίριο της Ευαγγελικής, στη δυτική πλευρά της πλατείας. Είχε οργανωθεί στην ΕΠΟΝ από τα τέλη του ΄43 και ένα από τα καθήκοντά τους ήταν να γράφουν αντιγερμανικά συνθήματα στους τοίχους. Αυτό γινόταν μόλις σκοτείνιαζε, σε ώρες που επιτρεπόταν ακόμα η κυκλοφορία  και το συνεργείο το αποτελούσαν συνήθως έξι άτομα. Δύο ήταν αυτοί που γράφανε, ο ένας κρατούσε το κουβαδάκι με το χρώμα κι ο άλλος το πινέλο και έγραφε. Οι  άλλες δύο δυάδες κρατούσανε τσίλιες, στις δυο άκρες του δρόμου. Πολύ συχνά τα συνεργεία γραψίματος ήταν μικτά και οι δυάδες ήταν πραγματικά ζευγαράκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Έτσι, στους περαστικούς αλλά και στην αστυνομία δε δίνανε στόχο.

Θυμήθηκε μια πραγματική αποκοτιά τους (η ιδέα ήταν της Αλκυόνης), να γράψουνε συνθήματα στον ψηλό μαντρότοιχο που περιτριγύριζε ένα μεγάλο αγρόκτημα, του «Παπαστράτου» όπως το λέγανε, που βρισκόταν στα χωράφια που χώριζαν την άκρη της Νέας Σμύρνης με τις παρυφές του Παλιού Φαλήρου, στον λεγόμενο τότε Βουρλοπόταμο. Το αγρόκτημα και το μεγάλο οίκημα που ήταν στο κέντρο του, το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί από την αρχή της Κατοχής και μέσα υπήρχε φρουρά. Εντούτοις καταφέρανε και πλησιάσανε ως τη μάντρα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς, ούτε ο σκοπός, ούτε κανένας άλλος και στον τοίχο ζωγραφίσανε ένα πελώριο ρολόι που έδειχνε 12 παρά τέταρτο. Ήταν χαρακτηριστικό σύνθημα εκείνη την εποχή όταν, μετά το Στάλινγκραντ, την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία και τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, όλα δείχνανε πως οι μέρες των Γερμανών ήταν μετρημένες.

Αργότερα μάθανε από αστυφύλακες, που ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, πως οι Γερμανοί λυσσάξανε με την πρόκληση αυτή και ένας «όμπερλόϊτναντ» πήγε έξαλλος ως το ΚΣΤ΄ Αστυνομικό τμήμα και τα έβαλε με τον διοικητή του, καθιστώντας τον υπεύθυνο για την περίπτωση επανάληψης. Αυτό φυσικά δεν τους εμπόδισε να γεμίζουνε κάθε νύχτα τους τοίχους με συνθήματα.

Μεγαλύτερη ζημιά κάνανε τα Τάγματα Ασφαλείας, όταν μια μονάδα τους εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Τότε σκοτώθηκαν τα τρία παιδιά, που νωρίς το απόγεμα βγάλανε χωνί, από τη μεριά των νεκροταφείων. Οι ταγματαλήτες τους πλησίασαν ακροβολισμένοι και οι νεαροί αντί να χωθούν μέσα στη γειτονιά, οπότε θα κρύβονταν σε κάποιο σπίτι ή θα χάνονταν στα δρομάκια, έτρεξαν να φύγουν προς το Μπραχάμι κι εκεί, καθώς ήταν τελείως ακάλυπτοι, τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν.

Ύστερα θυμήθηκε τις μέρες της Απελευθέρωσης, εκείνη την ανεπανάληπτη περίοδο έξαρσης και ενθουσιασμού, που κράτησε τόσο λίγο. Στα Δεκεμβριανά η γειτονιά του βρέθηκε εκτός Σκομπίας, αλλά κατά τα Χριστούγεννα πλάκωσαν από τον Πειραιά τα εγγλέζικα τανκς και οι χίτες ξεμυτίσανε κι άρχισαν τα δικά τους. Όχι φυσικά σπουδαία πράματα, μικρή μειοψηφία ήτανε, αλλά είχαν τις πλάτες της αστυνομίας και της εθνοφυλακής.

Ούτε που λογάριασε πόσες ώρες περπατούσε και συλλογιζόταν, όπως παλιά στις ονειροπολήσεις του στην παραλία της Πλάκας ή στο δασάκι του Άη Διονύση. Όταν γύρισε σπίτι του είχε πια ξημερώσει, αλλά δε νύσταζε. Άλλωστε ήταν εργάσιμη μέρα και τον περίμενε η υπηρεσία. Έτσι, έκανε ένα ντους, ήπιε δυνατό καφέ, ντύθηκε και ξεκίνησε με το αμάξι του για την Παιανία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Εμφύλιος, Μυθιστόρημα, Ογδόνταζ | Με ετικέτα: , , | 52 Σχόλια »

Μίμης Φωτόπουλος: Στο δρόμο για την Ελ Ντάμπα

Posted by sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2021

Θα διαβάσουμε σήμερα ένα απόσπασμα, τις πρώτες εφτά σελίδες, από το χρονικό «Ελ Ντάμπα» που έγραψε ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος (1913-1986). Ο τίτλος του άρθρου είναι δικός μου, δεν υπάρχει στο βιβλίο.

Ο αγαπημένος κωμικός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και στα Δεκεμβριανά πιάστηκε και στάλθηκε αιχμάλωτος στην Ελ Ντάμπα, βρετανικό στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Αίγυπτο, 180 χιλιόμετρα δυτικά από την Αλεξάνδρεια, μαζί με άλλους 8-10.000 Έλληνες αριστερούς. Ο εγκλεισμός διάρκεσε μήνες -ο Φωτόπουλος επέστρεψε τέλη Μαρτίου, άλλοι αργότερα.

Αυτή την περιπέτεια την αφηγείται ο Μίμης Φωτόπουλος στο σύντομο χρονικό Ελ Ντάμπα, από το οποίο θα διαβάσουμε σήμερα τις πρώτες σελίδες, που περιγράφουν τη σύλληψή του. (Άλλα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο μπορείτε να βρείτε και εδώ).

Ο Φωτόπουλος έγραφε και ποιήματα -η πρώτη του συλλογή, Μπουλούκια, κυκλοφόρησε το 1940 ενώ ακολούθησαν και άλλες, όπως και αυτοβιογραφικά έργα. Επίσης έφτιαχνε και κολλάζ χρησιμοποιώντας γραμματόσημα.

Το χρονικό του για την Ελ Ντάμπα το είχα διαβάσει παλιά, σε έκδοση της Σύγχρονης Εποχής. Στο πρόσφατο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο είδα πως έχει επανεκδοθεί από τα 24 γράμματα, όπως και το σύνολο του έργου του Φωτόπουλου, και το πήρα.

Για την Ελ Ντάμπα έχει γράψει και ο Δημήτρης Χριστοδούλου, μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο.

Μεταφέρω το κείμενο χωρίς αλλαγές στην ορθογραφία (ήταν ήδη μονοτονικό, αν και υποθέτω ότι στην πρώτη έκδοση θα είχε πολυτονικό).

 

-Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;

-Ναι.

Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:

-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κά­ψανε το σπίτι;

-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλη­μένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.

-Τότε, γιατί;

-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώ­σουν.

-Από τους Γερμανούς;

-Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…

-Τότε από ποιους;

-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».

-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;

-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.

-Δεν καταλαβαίνω.

-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».

-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;

-Όχι, για την ελευθερία.

-Ποια ελευθερία;

-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες εί­ναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από

αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.

Τότε μπήκες στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθά­ριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, για το μεσημέρι.

-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;

-Από την Αγγλία!

-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;

-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέ­φτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.

-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;

-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καί­νε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.

Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρί­ζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.

Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυ­νομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε… διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παι­διών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλι­ώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…

Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπί­δες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.

Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέ­σον» πανάκριβα.

Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κά­τασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγι­άδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;

Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.

 

 

Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη στη μα­τωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σε εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σε εγγλέζικα αεροπλάνα κι γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Πού και πού άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον… έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλιτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρό­μιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυ­τές για πάντα. Μπορεί και να ’ναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.

Από τις δώδεκα ως τις δύο, το μεσημέρι, ήταν δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κι έπαιρνα τους δρό­μους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον» κι ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σε έναν άνθρωπο.

-Τι ’ναι, βρε παιδιά;

-Κουκουές.

-Πιάστε τον!

Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λιντσά­ρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!

Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλεί­δωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι του ’χάνε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απέξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κι έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κι εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…

 

 

Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο κα­μένο μου σπίτι, στάθηκα στην Πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθει­ες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σε άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ πιτσιρίκος, δεν

είχα αποκτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τις σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμέ­νες. Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τα’ αποκτήσω και μου ’χε μείνει ο καη­μός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…

Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυ­ρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.

-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; Του λέω.

-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Εκείνος, που το πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που έμοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπι­θαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκα­νε εντύπωση, το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.

Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλίτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.

Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κά­ποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό ί ου είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε κάτι ν’ αρπάξουν, πεντέξι απο­τυχημένοι ηθοποιοί κι ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αφτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-,του είπε ένα «ναι». Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.

-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.

-Προχώρα! Ήταν η απάντηση.

Είχε πάρει… γραμμή από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθίσω να το αναλύσω.

Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη, του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σε’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κι οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κι έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύ­ρισε αλλού το κεφάλι της, μόλις με αντίκρισε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αφτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμό­γελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σαν φίδι:

-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;

-Εσύ δεν φώναξες μέσα στους δρόμους «Λαοκρα­τία!»;

-Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπα­θώ, γενικά, τις φωνές. Μου αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.

-Εδώ, βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.

-Ο κύριος Αποστόλης;

-Μάλιστα!

-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.

-Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…

-Κατάλαβα…

-Πάρτε τον!

Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.

Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συ­νεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Απο­στόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αφτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σε έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σε ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σε ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θα ’χε κουραστεί, φαίνεται, από τις… έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σαν βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σαν μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο αγριεμένος:

-Τι είναι αυτό;

-Ποιο;

-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντε­λόνι σου… Τι είναι; Ξαναβρυχήθηκε.

-Α, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!

-Αρχιφύλαξ!

-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη ση­μαία!

-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;

-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κι επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, ι ην άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου για να δει και τα’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.

Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, ίφυγε γρήγορα γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλ­λους. Ο Ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.

-Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;

Περίεργο! Όταν με έπιασε με τον Αποστόλη, ήταν

άγριος σαν τον Μεγαλέξανδρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σαν λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο και οι σκύλοι, από μακριά με γαβγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις… πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά εκεί, στην οδό Καρνεάδου…

Posted in Αναμνήσεις, Εμφύλιος, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 140 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 8 (τέλος)

Posted by sarant στο 2 Σεπτεμβρίου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη και τελευταία. Η προηγούμενη, έβδομη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της, ενώ επίσης μαθαίνουν ότι υπήρξε ένας προδότης στην ομάδα των ανταρτών που έδρασε στο χωριό στην τελευταία φάση των εκκαθαρίσεων το 1949.

Σήμερα έχουμε το τέλος του διηγήματος.

 

ΠΕΝΤΕ

Το πρωί, κατά τις εννέα, αφού πήραμε όλοι μαζί το πρωινό μας, αποχαιρετήσαμε τους οικοδεσπότες μας, τους ευχαρίστησα εκ μέρους του Συλλόγου μας για τη φιλοξενία τους και υποσχέθηκα να στείλουμε σύντομα άλλο συνεργείο να ολοκληρώσει την καταγραφή των αρχείων. Με την Αναστασία πήραμε τη Ματίνα και φύγαμε. Το αυτοκίνητο της Ματίνας ήταν μικρό αλλά με δυνατή μηχανή, καινούργια λάστιχα και αξιόπιστα φρένα. Εξοικειώθηκα με την πρώτη στο χειρισμό του. Είπα στην Αναστασία να καθίσει δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, αλλά εκείνη ζήτησε να καθίσει μαζί με τη Ματίνα στις πίσω θέσεις. Την έβλεπα από το καθρεφτάκι του οδηγού να την φροντίζει με αληθινή τρυφερότητα.

Η Ματίνα δεν είχε αλλάξει ούτε στάση ούτε έκφραση. Αφηνόταν στις φροντίδες μας χωρίς καμιά αντίδραση Τις κουβέντες που έκανα με την Αναστασία σα να μην τις άκουγε, αλλά όπως είχα παρατηρήσει χτες και όπως με διαβεβαίωσε ο γιατρός, η ακοή της ήταν περίφημη. Όταν σε μιαν ισόπεδη διασταύρωση με το τρένο σταθήκαμε περιμένοντας τον συρμό, παρατήρησα πως όταν άκουσε το σφύριγμά του στράφηκε αμέσως προς το μέρος από όπου ακούστηκε και όταν πέρασε μπροστά μας, τα μάτια της το παρακολούθησαν ώσπου χάθηκε.

Η Αναστασία, χωρίς να πάψει να έχει στο νου της τη Ματίνα, μιλούσε συνεχώς. Ίσως από αντίδραση στην κατάθλιψη που ένοιωσε μ΄ αυτό που έγινε, ίσως γιατί ενδόμυχα χαιρόταν που θα γύριζε στην Αθήνα και την παρέα της, κελαηδούσε ασταμάτητα. Και σε μένα έκανε καλό ν΄ακούω τη φωνή της και τα όσα έλεγε.

«Που λέτε κύριε Δημήτρη, τόσον καιρό στο Σύλλογο, δεν είχα καταλάβει πόσο σπουδαία γυναίκα είναι η Ματίνα. Στη διαδρομή που ερχόμαστε, αλλά και στο χωριό την κατάλαβα. Με περνάει τόσα χρόνια, που θα μπορούσε να ήταν όχι μάνα μου αλλά και γιαγιά μου κι όμως σε πολλά σημεία είναι πιο νέα από μένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , | 98 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 7

Posted by sarant στο 18 Αυγούστου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έβδομη. Η προηγούμενη, έκτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της.

Σήμερα ολοκληρώνουμε το τέταρτο κεφάλαιο. Ακολουθεί το πέμπτο και τελευταίο -σήμερα λοιπόν έχουμε την προτελευταία συνέχεια.

Η συζήτηση με τον οικοδεσπότη μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά εγώ ήθελα να μάθω τι απέγινε ο γιος του. Δίσταζα όμως να τον ρωτήσω. Σα να μάντεψε τις σκέψεις μου, μου είπε τη συνέχεια

«Το χωριό μας ήταν έδρα τάγματος της 54ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Τώρα, μεταξύ μας, τι τα θέλανε αυτά; Πήγαν να φτιάξουν κανονικό στρατό χωρίς να διαθέτουν αξιωματικούς. Τους έμπειρους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, οι ίδιοι τους έστειλαν να τεθούν στη διάθεση του Στρατού κι αυτοί τους εξόρισαν στη Νάξο, απ΄ όπου μια χούφτα μόνο δραπέτευσαν, με τον συνταγματάρχη Κούκουρα επικεφαλής  και κατάφεραν και βγήκαν στο βουνό. Οι άλλοι μείνανε στη Νάξο και μετά τους έστειλαν στη Μακρόνησο. Ο Βλάσης μου δεν ήταν της Σχολής Ευελπίδων, ούτε είχε κάνει αξιωματικός στον παλιό στρατό. Ήταν άλλωστε πολύ μικρός τότε. Είχε όμως πολεμήσει στον ΕΛΑΣ και με πρόταση της διοικήσεως της Μεραρχίας πήγε στη Σχολή Αξιωματικών, η οποία λειτουργούσε στο κοντινό χωριό, το Μοναστήρι, και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός.

»Είχα την τύχη να γνωρίσω τον διοικητή της Σχολής, τον Κώστα τον Κανελλόπουλο, ένα πραγματικό παλικάρι. Ήταν υπολοχαγός του Στρατού, πολέμησε στην Αλβανία, συνέχισε με τον ΕΛΑΣ και κατόπιν με τον Δημοκρατικό Στρατό. Τέρας μορφώσεως, πολύ ζεστός άνθρωπος  και ταυτόχρονα πολύ διορατικός και οξύνους. Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, όταν μετά τη Βάρκιζα άρχισαν οι διωγμοί των Χιτών κατά των αριστερών είχε προτείνει στην ηγεσία της Αριστεράς στην Πελοπόννησο να οργανώσουν ένα είδος Αυτοάμυνας, όχι απέναντι της Χωροφυλακής και του Στρατού, αλλά εναντίον των παρακρατικών. Είχε προτείνει τότε να απευθύνουν τελεσίγραφο προς τους Χίτες: «Έναν δικό μας σκοτώνετε; Δύο δικούς σας θα σκοτώνουμε εμείς. Έναν πιάνετε και φυλακίζετε; Δύο θα πιάνουμε ομήρους εμείς». Δυστυχώς η τότε ηγεσία είχε αυταπάτες για ομαλές εξελίξεις και απέρριψε την εισήγησή του ως εξτρεμιστική. Αυτά έγιναν το 1946. Ύστερα τον έστειλαν στο Μπούλκες, από όπου επανήλθε με τον Γκιουζέλη και το επιτελείο του. Στην αρχή ήταν επιτελάρχης της Μεραρχίας αλλά, μετά την αποτυχία των επιθέσεων κατά της Δημητσάνας και της Ζαχάρως, ο Γκιουζέλης τον υποβίβασε, αναθέτοντας του τη Διοίκηση της Σχολής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , , , | 123 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 6

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έκτη. Η προηγούμενη, πέμπτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της.

Σήμερα μπαίνουμε στο τέταρτο κεφάλαιο, που και αυτό θα το χωρίσω σε δυο συνέχεις. Ακολουθεί το πέμπτο και τελευταίο.

4

Την επομένη, ειδοποιημένος από τον κύριο Στάθη, ήρθε ξανά να μας δει ο γιατρός. Ήταν περίπου τριανταπέντε χρονών, τέλειωνε το αγροτικό του και έλπιζε να διοριστεί στο Κέντρο Υγείας της Βυτίνας.

«Τι να σας πω. Εγώ είμαι γενικός παθολόγος και παρόμοιο περιστατικό δεν έχω ξανασυναντήσει. Κλινικώς δεν παρουσιάζει καμία βλάβη. Είμαι δε βέβαιος πως βλέπει και ακούει περίφημα. Μόνο που δεν συμμετέχει σε τίποτα. Δέχθηκε τις εξετάσεις που της έκανα, χωρίς καμιά αντίδραση, αλλά και χωρίς καμιά δικιά της ανταπόκριση. Φοβάμαι πως αντιμετωπίζουμε περίπτωση βαριάς αντιδραστικής κατάθλιψης ή κάποια σοβαρή μορφή καταληψίας. Μήπως θα έπρεπε να την πάμε μερικές μέρες στο νοσοκομείο της Τρίπολης, να την παρακολουθήσουν νευρολόγοι ή ψυχίατροι, που δε διαθέτει το Κέντρο Υγείας;»

«Νομίζω πως είναι καλύτερα να τη μεταφέρουμε στην Αθήνα, όπου και καλύτερη περίθαλψη θα έχει και κοντά στους δικούς της θα βρίσκεται».

«Μου φαίνεται πως έχετε δίκιο. Πάντως μπορεί να ταξιδέψει και τέσσερις και πέντε ώρες, χωρίς κίνδυνο».

Το τελευταίο εικοσιτετράωρο στη Δροσοπηγή το περάσαμε με την Αναστασία εξετάζοντας τις φωτογραφίες και κάποια σχετικά μ΄ αυτές έγγραφα, που ανακαλύψαμε στο αρχείο. Για ολοκλήρωση της μελέτης του αρχείου και καταγραφής του δεν γινόταν φυσικά λόγος. Για την ώρα περιοριστήκαμε να ταχτοποιήσουμε φωτογραφίες και έγγραφα, χωρίσαμε όσα είχαν ψηφιοποιηθεί και αποθηκευθεί στο σκληρό δίσκο του φορητού υπολογιστή και στην ψηφιακή κάμερα, από όσα μέναν αθησαύριστα. Ίσως να έρχονταν αργότερα κάποιοι άλλοι από το Σύλλογο για να την συμπληρώσουν την καταγραφή.

 

Η Δροσοπηγή ήταν έδρα τάγματος της 54ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Κώστας είχε βαθμό υπολοχαγού και διοικούσε μια διλοχία και ο Βλάσης ήταν ανθυπολοχαγός και υποδιοικητής. Σε ένα έγγραφο, που είχε τον χαρακτηρισμό «απόρρητο», μια παράγραφός του μου έκανε εντύπωση, όπως θα έκανε εντύπωση και σε κάποιον άλλον που τη διάβασε πριν από μένα, γιατί ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο μολύβι:

«Χρειάζεται ιδιαίτερη επαγρύπνηση, αναφορικά με τους επιστρατευόμενους αλλά ακόμη περισσότερη με τους εθελοντές ή τους αυτόμολους. Πληροφορίες από άλλες μονάδες αναφέρουν περιπτώσεις ατόμων, που παρουσιάστηκαν σαν εθελοντές ή αυτόμολοι, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατάσκοποι ή πράκτορες των Μ/Φ».

Η τελευταία συντομογραφία σήμαινε βεβαίως «μοναρχοφασιστών». Αναλόγως στην άλλη πλευρά για τους αντάρτες χρησιμοποιούσαν τη συντομογραφία Κ/Σ, δηλαδή «κομμουνιστοσυμμορίται». Όπως γράφει κάποιος ιστορικός της εποχής, ο πόλεμος γινόταν με συντομογραφίες.

Ξεφύλλισα και το μικρό τεφτεράκι, όπου κατέγραφε, δίκην ημερολογίου, τις σκέψεις του ο Βλάσης. Σε ένα σημείο του διάβασα.

Μυστήριος μου φαίνεται ο καινούργιος μαχητής. Όλο ρωτά για πρόσωπα και πράματα. Όταν δεν έχει υπηρεσία, όλο κινείται. Άλλοτε τριγυρίζει στα γραφεία κι άλλοτε φέρνει γύρα το χωριό, σαν κάτι ή κάποιον να αναζητά. Ενημέρωσα τη Διοίκηση και είπα στον Ηλία και το Δημητρό να μην τον χάνουν από τα μάτια τους. Ο Κώστας όμως με διαβεβαιώνει πως πρέπει να είναι εντάξει. Τον ξέρει από την Κατοχή. Εδώ που τα λέμε, παρά τις επιφυλάξεις μου, και σε μένα δεν έχει κάνει άσκημη εντύπωση. Είναι πειθαρχικός, πρόθυμος, εύθυμος, ξέρει ένα σωρό τραγούδια του αγώνα και έχει ωραία φωνή.

Στα διαλείμματα κουβέντιαζα με τους οικοδεσπότες μας. Είχαν πάρει ενεργό μέρος στην Αντίσταση και υπέφεραν στον Εμφύλιο κατά τον οποίο φυλακίστηκε ο Στάθης και λεηλατήθηκε το σπίτι τους. Γλίτωσαν χάρη στις γνωριμίες του πεθερού του, του στρατηγού. Με κάποια έκπληξη διαπίστωσα πως και οι τρεις οικοδεσπότες μας ζούσαν σε μια κατάσταση ψευδαισθήσεων. Γι΄ αυτούς ο αγώνας, που ξεκίνησε από την Αντίσταση και συνεχίστηκε με τον Εμφύλιο, δεν έχει τελειώσει. Τον συνεχίζουν κάποιοι, μεταξύ των οποίων ο Βλάσης, που γι΄ αυτούς εξακολουθεί να ζει, κάπου στην Κούβα ή στη Λατινική Αμερική. Και αυτές τις ψευδαισθήσεις τις διατηρούσε όχι μόνο η κυρία Ουρανία, που οπωσδήποτε από χρόνια τώρα ζει αποτραβηγμένη στον κόσμο της, αλλά και η πρακτική και ρεαλίστρια Παρασκευή, ακόμα και ο κύριος Στάθης κι ας βεβαίωνε πως ήταν αθεράπευτα ορθολογιστής. Όπως μου είπε σε μια από αυτές τις συζητήσεις:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εθνική αντίσταση, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 111 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 5

Posted by sarant στο 21 Ιουλίου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η πέμπτη. Η προηγούμενη, τέταρτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό.

Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται την Αρκαδία και το σπίτι όπου φιλοξενείται η άρρωστη Ματίνα. Γνωρίζονται με την Αναστασία, τη νεαρή συνεργάτρια της Ματίνας, και τους γηραιούς οικοδεσπότες, τον Στάθη και την Ουρανία.

Καθώς συζητούσαμε με την Αναστασία ήρθε και ο οικοδεσπότης. Σηκώθηκα να τον χαιρετίσω. Ήταν ένας ψηλός ξερακιανός γέρος, ευθυτενής, με ζωηρό βλέμμα, που δεν πρόδιδε τα χρόνια του, γιατί υπολόγισα πως θα πλησίαζε τα ενενήντα.

«Έχω ακούσει για σας και για την προσπάθεια που κάνετε με τον Σύλλογό σας, για να διασωθεί η ιστορική μνήμη. Η καημένη η Ματίνα με ενημέρωσε πλήρως».

Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα μου. Είχε διάθεση για κουβέντα.

«Δεν ξέρετε πόσο καλό μάς έκανε η παρουσία της Ματίνας και της Αναστασίας στο σπίτι μας. Τα τελευταία χρόνια μένουμε μονάχα οι τρεις μας η Ουρανία, η Παρασκευή κι εγώ. Τρεις κούκοι, τρεις γέροι κούκοι για την ακρίβεια. Η επίσκεψή τους μας έκανε πολύ καλό, γιατί δεν ήταν μονάχα η παρουσία νέων ανθρώπων, ήταν η ζωντάνια και η ανοιχτή καρδιά τους. Σας λέω, ξαναζωντανέψαμε. Και δεν ήταν μόνο η παρουσία τους, ήταν και το αντικείμενο της επίσκεψης τους. Εμείς όλα αυτά τα ντοκουμέντα και τις φωτογραφίες τα φυλάγαμε τόσα χρόνια τώρα ως κόρην οφθαλμού. Όχι μόνο σαν αγαπημένα ενθύμια, πιο πολύ σαν ιερά κειμήλια. Είναι βλέπετε ό,τι χειροπιαστό μας έμεινε από μιαν αξέχαστη περίοδο της ζωής μας. Κάποιοι συγχωριανοί μου φιλοδοξούν να φτιάσουν κάποτε μουσείο της εποχής εκείνης και να τα βάλουν εκεί. Γι΄ αυτό και στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον κύριο πρόεδρο του Συλλόγου σας, του τόνισα πως δε θα ήθελα να τα αποχωριστώ, αλλά προθύμως να τα θέσω στη διάθεσή σας εδώ, επί τόπου. Έτσι, ήρθαν οι καλές αυτές κοπέλες. Και τώρα να τύχει αυτό το ακατανόητο».

Τον μονόλογό του διέκοψε η εμφάνιση της γυναίκας του. Ήταν μια αδύνατη, μάλλον μικροκαμωμένη γριούλα, που εντούτοις στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της διασώζονταν ίχνη παλιάς ομορφιάς. Συμπέρανα πως στα νιάτα της θα πρέπει να ήταν καλλονή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εθνική αντίσταση, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 74 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 2

Posted by sarant στο 9 Ιουνίου, 2020

Από την προπερασμένη Τρίτη άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η προηγούμενη, πρώτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου νοσηλεύεται.

Σήμερα περνάμε στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου η δράση δεν προχωρεί, αλλά ο αφηγητής θυμάται συζητήσεις, στις οποίες είχε πάρει μέρος και η Ματίνα, για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, που τότε ήταν νωπή η κατάρρευση/ανατροπή του.

Το κεφάλαιο αυτό είναι μεγάλο κι έτσι το διαίρεσα σε δύο τμήματα.

 

2

Αυτά γίνανε Τετάρτη και επειδή την επομένη είχαμε το «παρά-ΚΑΠΗ», όπως λέει χωρατεύοντας ο Μιχάλης τις τακτικές εβδομαδιαίες συνάξεις μας στην «Αίγλη» του Ζαππείου, αποφάσισα να φύγω την Παρασκευή. Είχα σκεφτεί να πάω με το αμάξι μου, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Κικής, που φρονεί πως είμαι πολύ μεγάλος πια, για να οδηγώ πολλές ώρες και σε άγνωστες διαδρομές. Έδωσα μια ψευτομάχη και φυσικά, τελικά υποχώρησα, για τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι το απόφθεγμα του Μιχάλη, που το έχω ενστερνιστεί: «Ο έξυπνος σύζυγος κάνει πάντα, και με απολύτως ελεύθερη βούληση, αυτό που θέλει η γυναίκα του». Ο δεύτερος είναι πως όντως με κουράζει η πολύωρη οδήγηση. Και ο τρίτος και κυριότερος, η σκέψη πως δεν ήξερα αν η Αναστασία οδηγούσε και θα μπορούσε να φέρει πίσω το αμάξι της Ματίνας, μια και η τελευταία δε θα πρέπει να ήταν σε θέση να οδηγήσει.

Στη συζήτηση που είχαμε στην «Αίγλη» οι οχτώ φίλοι, θυμηθήκαμε πολλά σχετικά με τη Ματίνα. Η εικασία του Γιάννη, πως πρόκειται για κάτι το ψυχολογικό, απορρίφθηκε γιατί όλοι συμφωνήσαμε πως είναι μια χαρά βολεμένη. Έχει δικό της σπίτι στη Νέα Σμύρνη, ένα εξοχικό από κοινού με την αδερφή της στο Δήλεσι και παίρνει καλή σύνταξη. Δεν της λείπει τίποτα κι ας μην έκανε δική της οικογένεια.

Εκείνη την ώρα συμφώνησα κι εγώ πως δεν πρέπει να είναι ψυχολογική η αιτία, αλλά όταν το ξανασκέφτηκα άρχισα να έχω αμφιβολίες. Και σε μένα είχε διηγηθεί αρκετά από τη ζωή της η Ματίνα, καθώς είμαι από τους πιο παλιούς και στενούς φίλους της. Παρά τη ζωηράδα, τη ζωντάνια, την ενεργητικότητά και γενικώς την ιλαρή διάθεσή της, είχα διαγνώσει πως πίσω από την όψη αυτή κρυβόταν μια βαθιά μελαγχολία και απογοήτευση, που πάντα μου έκανε εντύπωση. Και αυτό το είχα παρατηρήσει πολύ πριν το ’89. Πολλές φορές μου έλεγε:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Κομμουνιστικό κίνημα | Με ετικέτα: , | 58 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2020

Τους αμέσως προηγούμενους μήνες δημοσίευσα στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τις δύο πρώτες νουβέλες από το βιβλίο «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Σήμερα αρχίζω να δημοσιεύω την τρίτη νουβέλα, που ο τίτλος της είναι ίδιος με τον τίτλο του βιβλίου: Ο βενετσιάνικος καθρέφτης. Θα ολοκληρωθεί, όπως λογαριάζω, σε 5-6 συνεχειες.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995 και έχει επίσης αυτοβιογραφικό χρώμα, αφού ο πατέρας μου πράγματι μετά την συνταξιοδότησή του αφιέρωνε πολύ χρόνο στην ΕΔΙΑ, Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ., με πρόεδρο τον επίσης αείμνηστο Βαρδή Βαρδινογιάννη.

Το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της αγωνίστριας Άννας Τεριακή-Σολωμού

 

1

Η είδηση πως η Ματίνα έπαθε κάτι σοβαρό –είπανε εγκεφαλικό ή αμνησία ή κάτι παρόμοιο– έπεσε στην παρέα μας σαν κεραυνός. Ήταν το μόνο που δεν περιμέναμε ν’ ακούσουμε, για τη Ματίνα εννοείται, γιατί πολλοί άλλοι φίλοι μας έχουν πάθει όχι μόνο εγκεφαλικά επεισόδια, αλλά πολύ χειρότερα συμβάντα και κάποιοι έχουν αποδημήσει οριστικά και αμετάκλητα. Ώρες ώρες, στις ταχτικές εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις μας, παρομοιάζω την παρέα μας με στρατιωτική μονάδα αποδεκατισμένη από τη μάχη της ζωής. Παρόντες οχτώ, απόντες έντεκα: έξι νεκροί τρεις τραυματίες (ένας κατάκοιτος, δύο με ημιπληγία) και δύο αιχμάλωτοι (σε οίκο ευγηρίας).

Η Ματίνα όμως; Αδύνατο να το χωρέσει ο νους μας. Μ’ όλο που πέρασε τα εξηνταπέντε, εξακολουθεί να έχει μια ζωτικότητα που καταπλήσσει. Πάντοτε με μυαλό  ζωντανό και πνεύμα σπινθηροβόλο. Έχει κρατήσει όλη τη φλόγα εκείνης της γενιάς, τη ζωντάνια και το κέφι της. Η «αειθαλής επονίτισσα», έτσι τη λέγαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , , , | 96 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 8 και τέλος

Posted by sarant στο 4 Μαρτίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη και τελευταία, ο επίλογος ας πούμε της ιστορίας -αφού ο αφηγητής, ο Ηλίας, έχει βρει νεκρό τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, που μαζί περιπλανιούνταν μέσα στη σπηλιά στη Λακωνία. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

4

Ο Ηλίας σταμάτησε να μιλά για αρκετήν ώρα, φορτισμένος καθώς ήταν από τις αναμνήσεις του.

«Τελικά πώς γλίτωσες;» τον ρώτησα.

— Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων τύχη. Ώσπου να σκοτεινιάσει έμεινα κρυμμένος πίσω από το τείχος της εισόδου, που με έκρυβε κυρίως από τα σπίτια του χωριού. Φυσικά αν ερχόταν κανένας κοντά θα μ’ έβρισκε αμέσως. Καθρεφτίζοντας το πρόσωπό μου στο νερό, σε μια στιγμή που ήταν τελείως γαλήνιο, τρόμαξα. Σαν τον Άγιο Ονούφριο ήμουνα, αποσκελετωμένος,  με μακριά γενειάδα και άφθονα μαλλιά. Τότε είδα κάπου πενήντα μέτρα πιο πέρα, πάνω στο βράχο που ορθωνόταν δεξιά μου, ένα ξωκκλήσι. Μόλις νύχτωσε για καλά, το επισκέφθηκα. Η πόρτα του δεν ήταν κλειδωμένη κι αυτό στην αρχή μ’ έβαλε σε υποψίες. Σε πολλά εκκλησάκια είχαν παγιδευτεί καταδιωκόμενοι, που καταφεύγαν σ’ αυτά για να προστατευτούν από το κρύο και τη βροχή. Οι χίτες, οι μάυδες και ο στρατός εκεί ψάχνανε πρώτα. Άσε που στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ’49, με διαταγή του Τσακαλώτου ανατινάξανε ένα σωρό ξωκκλήσια, για να μη βρίσκουν στέγη οι αντάρτες. Γι’ αυτό κοιμόμασταν μέσα σε πουρνάρια. Είχε βγει τότε η παροιμία: «Κάλλιο να σε φυλάει η πουρναριά, παρά να σε φυλάει η Παναγιά».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , , | 53 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 7

Posted by sarant στο 18 Φεβρουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έβδομη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, περιπλανιώνται μέσα στη σπηλιά και βρίσκουν τον πυθμένα του αρχαίου Καιάδα.

Μείναμε κάμποσο στο νέο στέκι μας, αλλά τα τρόφιμά μας είχαν λιγοστέψει πολύ. Μας έμεναν δέκα κονσέρβες κρέας, πέντε γάλα και ένα σακούλι γαλέτες. Μόνο νερό είχαμε άφθονο. Τέλειωσαν και οι λάμες της ξυριστικής μηχανής και αναγκαστικά πάψαμε να ξυριζόμαστε. Κάποτε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε. Η πορεία μας στη φάση αυτή, ήταν πραγματικός εφιάλτης. Δε βρήκαμε πουθενά κανένα φωτεινό άνοιγμα. Στο τέλος σώθηκε το πετρέλαιο και περπατούσαμε στα τυφλά, ανάβοντας μόνο σε αραιά διαστήματα ένα κερί. Από τα σπερματσέτα μας είχανε μείνει τρία και τα σπίρτα ήταν λιγοστά. Πραγματικά, τότε ένιωσα πως τα ψωμιά μας σώθηκαν, πως θα μέναμε για πάντα θαμμένοι στα έγκατα της γης. Ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσα μερόνυχτα περπατούσαμε στα σκοτάδια, όταν φτάσαμε πάλι σε μια λίμνη. Στο φέγγος του κεριού κατάλαβα πως ήταν πολύ μεγάλη. Πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δύο που είχαμε βρει στο δρόμο μας.

«Νερό βρε Ηλία» άκουσα το Γρηγόρη να ψιθυρίζει. Καθώς το παγούρι μου είχε αδειάσει έσκυψα και το γέμισα από το νερό της λίμνης. Παραξενεμένος τον είδα να το φτύνει αμέσως

«Θάλασσα» μου λέει.

Δοκίμασα κι εγώ και είδα πως το νερό ήταν αλμυρό! Πού βρέθηκε θάλασσα τόσο βαθιά μέσα στο βουνό; Ή μήπως δεν ήμασταν τόσο βαθιά; Πήρα κουράγιο.

«Γρηγόρη» του λέω, «μου φαίνεται πως γλιτώσαμε. Φτάσαμε στη θάλασσα. Ξεκουράσου εδώ και θα προχωρήσω να δω πού είναι η έξοδος».

«Μην αργήσεις Ηλία, μη μ’ αφήσεις μονάχο» μου λέει, τόσο παρακλητικά, που τόνε λυπήθηκα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , | 73 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου) – 6

Posted by sarant στο 4 Φεβρουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έκτη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, βρίσκονται πάντοτε κρυμμένοι μέσα στη σπηλιά και ο Ηλίας εξερευνώντας την κάτι βρίσκει…

Πραγματικά σε μισή ώρα έφτασα σε ένα είδος θολωτό μπαλκόνι, όπου τέλειωνε ο διάδρομος.

Θαμπώθηκα πάλι από το φως της μέρας, μια που πάνω μου ήταν ο ανοιχτός ουρανός και από το χρώμα του κατάλαβα ότι σουρούπωνε. Πλήθος νυχτερίδες διασχίζανε τον αέρα μπροστά μου, ενώ ψηλότερα, κοράκια κι άλλα πουλιά φτεροκοπούσαν πάνω από τα βράχια για να κουρνιάσουν, όπως κάνουν όλα τα πουλιά πριν πέσει το σκοτάδι. Παρατηρούσα αχόρταγα γύρω μου, γιατί τόσες μέρες στο σκοτάδι είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και τη χαρά να βλέπεις μακριά. Ήταν σα να βρισκόμουν στο θεωρείο ενός πέτρινου θεάτρου. Κάτω μου απλωνόταν μια σχεδόν επίπεδη έκταση, σαν να ήταν η πλατεία αυτού του θεάτρου, που την έκλειναν ολόγυρα πανύψηλοι κάθετοι βράχοι. Επιτέλους, σκέφτηκα, να λοιπόν που βγήκα έξω από τη σπηλιά.

Τρεις ώρες αργότερα έδινα αναφορά στον Γρηγόρη. Χάρηκε πολύ, που βρήκα μιαν έξοδο και ανακουφισμένοι, φάγαμε και  πέσαμε να κοιμηθούμε, για να πάρουμε δυνάμεις. Την επαύριο μας περίμεναν πάλι  μεταφορές και πολλά πηγαινέλα.

Όπως είχαμε καθιερώσει προχώρησα κουβαλώντας όσα μπορούσα να σηκώσω και τα απόθεσα στο «θεωρείο». Ο Γρηγόρης μόνο μια φορά έκανε τη διαδρομή, κουβαλώντας όσα μπορούσε να σηκώσει. Εγώ χρειάστηκε να την κάνω άλλες δυο φορές. Συνολικά η μεταφορά μας έφαγε εννιά ώρες και έτσι περιοριστήκαμε να φάμε για βράδυ και να κοιμηθούμε, για πρώτη φορά κάτω από έναστρο ουρανό. Για λόγους ασφαλείας δεν ανάψαμε φανάρια, αλλά είχαμε πια συνηθίσει να βλέπουμε στα σκοτεινά και μας βοηθούσε η λαμπρή αστροφεγγιά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , , | 92 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου) – 5

Posted by sarant στο 21 Ιανουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η πέμπτη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Σήμερα περνάμε στο τρίτο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, βρίσκονται πάντοτε κρυμμένοι μέσα στη σπηλιά.

3

Σταμάτησε πάλι να μιλά και βυθίστηκε σε σκέψεις. Εμείς, συνεπαρμένοι από τη διήγησή του, περιμέναμε τη συνέχεια, χωρίς να λέμε τίποτα. Κάποτε, συνέχισε:

Ο Γρηγόρης το παρατήρησε πρώτος.

«Δε σου φαίνεται πως το νερό δεν τρέχει πια στο λαγούμι;» μου λέει.

Πραγματικά εκεί που κελάρυζε τρέχοντας στο λαγούμι της μπασιάς, τώρα  έμοιαζε στάσιμο. Άναψα ένα φανάρι και πήγα πιο κοντά να δω. Το νερό όχι μόνο δεν έτρεχε πια, αλλά λίμναζε και ανεπαίσθητα η έκταση που έπιανε στην αρχή του λαγουμιού σα να μεγάλωνε.

«Ώρες είναι να χτίσανε τη μπασιά» μου λέει. «Άλλη εξήγηση δε βρίσκω».

Η διαπίστωση αυτή μας προβλημάτισε πολύ: αν πραγματικά μας πήραν είδηση και χτίσανε τη μπασιά, αργά η γρήγορα το νερό θα ανέβαινε και στον υπόγειο ναό που είχαμε εγκατασταθεί. Πόσο ψηλά θα ανέβαινε δεν μπορούσαμε για την ώρα να υπολογίσουμε. Ο Γρηγόρης έβαλε σημάδια με πετραδάκια στα όρια της λούμπας που σχηματίστηκε εκεί που ήταν πριν η αρχή του λαγουμιού και σημείωσε στο ρολόι του την ώρα. Σε πέντε ώρες είδαμε πως το νερό είχε ξεπεράσει τα σημάδια και απλωνόταν. Μας έζωσαν μαύρα φίδια.

«Πρέπει να δούμε αν αυτό το άνοιγμα εκεί πέρα, οδηγεί πουθενά, γιατί δε μας βλέπω να μένουμε άλλο εδώ» μου λέει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: | 47 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου) – 4

Posted by sarant στο 7 Ιανουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η τέταρτη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Ολοκληρώνουμε σήμερα το δεύτερο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, έχουν καταφύγει στη σπηλιά.

Βέβαια, επειδή σήμερα έχουμε και τη γιορτή του Αγιαννιού, που γιορτάζει η μισή Ελλάδα, το ιστολόγιο εύχεται χρόνια πολλά στους Γιάννηδες και τις Ιωάννες, στον Γιάννη Ιατρού και όλους τους άλλους φίλους που γιορτάζουν, με ένα παλιό άρθρο.

Σιγά σιγά οργανώσαμε τη ζωή μας μέσα στη σπηλιά. Ευτυχώς είχαμε τρόφιμα, άφθονο νερό και ζεστά ρούχα. Μονάχα φως δεν είχαμε κι αυτό στην αρχή μας κόστιζε πολύ. Ζωή τυφλοπόντικων κάναμε. Το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που μόλις το διαπερνούσε το φέγγος από το ένα φανάρι και δεν τολμούσαμε να ανάψουμε τα άλλα τρία. Θα σωνότανε το πετρέλαιο κι ύστερα τι θα κάναμε;  Τα σπερματσέτα θα τέλειωναν κι αυτά πολύ γρήγορα.

«Ώρες είναι να στραβωθούμε, έτσι που ζούμε στο σκοτάδι» λέω μια μέρα του Γρηγόρη.

«Εσύ δεν έχεις ανάγκη, αφού βγαίνεις κάθε τόσο και βλέπεις ήλιο» με παρηγόρησε.

Πραγματικά, επιχείρησα άλλες τρεις κατοπτεύσεις έξω από τη σπηλιά, μόνο που στην πρώτη, όταν βγήκα, ήταν νύχτα. Βλέπεις δεν μπορούσαμε ούτε κατά προσέγγιση να υπολογίσουμε το χρόνο. Αν δεν είχαμε τα ρολόγια μας θα ήταν σα να μην κυλούσε καθόλου. Αλλά κι αυτά δε μας βοηθούσαν σε τίποτα. Δείχνανε να πούμε οχτώ, αλλά αν ήταν οχτώ το πρωί ή οχτώ το βράδυ, δεν το ξέραμε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο οδυνηρό είναι το αίσθημα πως ο χρόνος έχει σταματήσει. Τελικά ο Γρηγόρης προσπάθησε να υπολογίσει τις μέρες που ήμασταν θαμμένοι, με βάση τη συχνότητα που μας ερχόταν η όρεξη να φάμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Μάνη, Πελοπόννησος, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 80 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου) – 3

Posted by sarant στο 24 Δεκεμβρίου, 2019

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Παρά το ότι σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων, προτίμησα να μη διακόψω τη δημοσίευση, αφού και η επόμενη Τρίτη είναι εξίσου σημαδιακή και μάλιστα από τώρα καπαρωμένη αφού την άλλη Τρίτη θα δημοσιευτούν τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για τη Λέξη της Χρονιάς. Αν δεν έχετε ακόμα ψηφίσει, μπορείτε να το κάνετε τώρα!

Η σημερινή συνέχεια είναι η τρίτη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Σήμερα περνάμε στο δεύτερο κεφάλαιο της νουβέλας.

2

Έμεινε για λίγην ώρα σιωπηλός και συλλογισμένος. Εμείς, μ’ όλο που μας είχε συναρπάσει η αφήγησή του δεν λέγαμε λέξη. Περιμέναμε τη συνέχεια.

Είχαμε απομείνει απ’ όλο το τάγμα πέντε. Ο Πρεκεζές σκοτώθηκε, το ίδιο κι ο Καμαρινός, όπως μάθαμε τότε…

«Για στάσου» τον διέκοψα, «ο Καμαρινός, ο Αρίστος Καμαρινός εννοώ, γλίτωσε».

Το ξέρω πως γλίτωσε, τότε όμως είχαμε ακούσει πως σκοτώθηκε. Αργότερα μάθαμε την αλήθεια, πως έμεινε κρυμμένος δεκατρία ολόκληρα χρόνια στο υπόγειο του σπιτιού ενός φίλου του, μέσα στην Καλαμάτα! Σκοτώθηκαν όμως όλοι οι άλλοι ηγέτες του αντάρτικου, ο Σταθάκης, ο Κανελλόπουλος, ο Σφακιανός, ο Ρογκάκος, ο Μπασακίδης, ο Πέρδικας, όλοι. Δύο μονάχα παραδόθηκαν, ο Μπελάς και ο Κονταλώνης. Ο στρατός, αφού ξεκαθάρισε τη βόρεια Πελοπόννησο, ήρθε στα μέρη μας και αυτή τη φορά μας διέλυσε. Δεν ήταν μονάχα η τρομακτική διαφορά σε μαχητές και πολεμικό υλικό, ήταν πως δεν είχαμε πια κανένα έρεισμα στα χωριά, ακόμα και στα τελείως δικά μας.

Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί. Δεν ήταν μαζί μας. Φοβόντουσαν να μας δώσουν την παραμικρή πληροφορία, γιατί θα τους χαρακτήριζαν «αυτοαμυνίτες» ή «καπαπίτες» και τους περίμενε ντουφέκι. Ούτε νερό μας δίνανε, μην τους πούνε «ληστοτρόφους», οπότε θα τους έστελναν εξορία.  Πίσω από το Στρατό αλωνίζανε οι χιτομάυδες. Εσείς που είχατε πάει στην Αθήνα, δεν μπορείτε να συλλάβετε αυτά που γίνονταν εδώ. Δεν πιάνανε πια αιχμαλώτους. Μόλις τους έπιαναν τους εκτελούσαν. Πολλούς αξιωματικούς μας τους λυντσάρανε ή τους έκαψαν ζωντανούς. Γέμισαν οι στύλοι και τα δέντρα με κομμένα κεφάλια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Μάνη, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , | 82 Σχόλια »