Προχτές τα μεζεδάκια μας τιτλοφορήθηκαν «με τη μάνικα στο χέρι». Και μου στέλνει ένας φίλος προσωπικό μήνυμα στο Μέσεντζερ, και με ρωτάει: «τι σχέση έχει η μάνικα με το μανίκι και με το μανικιούρ;»
Του απάντησα σύντομα, και μου ανταπάντησε «Αξίζει άρθρο, όπως σου αρέσει να λες». Κι επειδή δεν είχα κάτι άλλο έτοιμο, είπα να γράψω ένα αρθράκι για αυτήν την οικογένεια λέξεων.
Αφού μιλώ για «οικογένεια» λέξεων, είναι φανερό πως κάποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη μάνικα, στο μανίκι και στο μανικιούρ -σχέση ετυμολογική. Και μάλιστα, η οικογένεια αυτή είναι πολυμελής, με αμέτρητα αδερφοξάδερφα σκορπισμένα σε όλες τις γλώσσες της Ευρώπης (τουλάχιστον), πολλά από αυτά να σταδιοδρομούν ευδοκίμως στην ελληνική γλώσσα.
Δεν ειναι όμως ελληνικής αρχής παρά λατινικής.
Γενάρχης της μεγάλης αυτής οικογένειας είναι η λατινική λέξη manus, που σημαίνει το χέρι. Βασικότατη λέξη φυσικά, επόμενο ήταν να παράξει (σικ, ρε) αμέτρητα σύνθετα και παράγωγα για ένα σωρό συγκεκριμένα πράγματα και αφηρημένες έννοιες -σκεφτείτε πόσο παραγωγικό είναι και το δικό μας «χέρι, χειρ».
Ένα από τα παράγωγα του manus είναι και το manica, δηλαδή η χειρίδα (ή περιχειρίδα;), ένα σωληνωτό περιβραχιόνιο που αποτελούσε μέρος της στολής του Ρωμαίου λεγεωνάριου. Κάλυπτε το χέρι, ίσως και το μπράτσο, από τον καρπό ως τον αγκώνα τουλάχιστον και ίσως ίσαμε τον ώμο. Αυτή της εικόνας είναι δερμάτινη αλλά πολύ συχνά οι manicae αυτές ήταν μεταλλικές.
Από τις manicae λοιπόν έχουμε το υστερολατινικό manicium που περνάει ως μανίκιον στα βυζαντινά ελληνικά και χρησιμοποιείται για διάφορα προστατευτικά των χεριών του πολεμιστή.
Γράφει ο Νικηφόρος Φωκάς στη στρατηγική του έκθεση πώς πρέπει να είναι η εξάρτυση των στρατευμάτων:
τὰ δὲ μανίκια αὐτῶν εἶναι κοντὰ καὶ πλατέα, ἔχοντα εἰς τὰς μασχάλας σχίσματα πρὸς τὸ ῥᾳδίως ὁμοῦ καὶ εὐκόλως τὰς αὐτῶν χεῖρας ἐκβάλλειν καὶ μάχεσθαι. τὰ δὲ μανίκια αὐτῶν ὄπισθεν εἰς τοὺς ὤμους ὑπὸ κομποθηλυκίων κρατεῖσθαι.
Φυσικά, η λέξη περνάει και στην πολιτική ζωή και περιγράφει ό,τι και η σημερινή, π.χ. είχεν η τραχηλία του και τα μανίκια του λιθάρια υπέρλαμπρα μετά μαργαριτάρια, στην Αχιλληίδα. Παίρνει επίσης η λέξη «μανίκι» και μιαν άλλη σημασία, τη λαβή του όπλου.
Από το ίδιο manica, το λατινικό ή το ιταλικό, ή από το μανίκιον, εμφανίζεται στα μεσαιωνικά χρόνια και η μανίκα ή μάνικα, που περιγράφει πάντοτε το σωληνωτό περιβραχιόνιο του πολεμιστή. Στον κρητικό Στάθη ανάμεσα στ’ άρματα που ζητάει ο ήρωας να του φέρει ο υπηρέτης του είναι «μανίκες και πουνιάλο, γαμπιέρες και μονόπολα».
Από εκεί λοιπόν και η σημερινή μανικα, ο σωλήνας των πυροσβεστών (ή του ποτίσματος); Ναι και όχι. Θέλω να πω, από την ίδια ρίζα. Αλλά η σημερινή μάνικα δεν είναι μετεξέλιξη της μεσαιωνικής μανίκας, αλλά μάλλον νέο δάνειο από το ιταλ. manica στα νεότερα χρόνια, ακριβώς με τη σημασία «σωλήνας για πότισμα» κτλ.
Το μανικιούρ πάλι, για να κλείσουμε την τριάδα των λέξεων που ανέφερε ο φίλος μου, είναι της ίδιας οικογένειας αλλά μας ήρθε μέσω γαλλικών. Ο γαλλικός όρος είναι manucure, που δεν είναι παλιά λέξη, αλλά πλάστηκε τον 19ο αιώνα από το λατινικό manus και το στοιχείο -cure (από το λατ. curare, κουράρω, θεραπεύω) κατ’ αναλογία προς το προϋπάρχον pédicure (των ποδιών), που το έχουμε επίσης δανειστεί ως πεντικιούρ. Υπό την επίδραση του τελευταίου εμφανίστηκε και τύπος manicure στα γαλλικά (όπως είναι και η αντίστοιχη αγγλική λέξη).
Είπαμε όμως ότι η οικογένεια του μανικιού και της μάνικας είναι πολυμελής. Καταρχάς, το ίδιο το μανίκι έχει απογόνους: τα μανικέτια και τα μανικετόκουμπα (για να μην πούμε και τα αμάνικα, κοντομάνικα και μακρυμάνικα). Αλλά υπάρχουν κι άλλα μέλη της οικογένειας.
Πράγματι, ανάμεσα στα ξαδέρφια της βρίσκουμε τη μανιβέλα. Κι αυτή ξεκινάει από το manus, ή μάλλον από το υποκοριστικό manicula που ήταν η χειρολαβή του αρότρου. Από παράλληλο τύπο *manibula και *manabella έχουμε το γαλλ. manivelle, για διάφορα είδη χειρολαβών και εργαλείων, που το πιο γνωστό ήταν ο περιστρεφόμενος μοχλός των παλιών αυτοκινήτων.
Η μανέλα, πάλι, είναι είδος μοχλού και προέρχεται από το βενετικό manoela, της ίδιας οικογένειας.
Άλλο ξαδερφάκι είναι η μανούβρα, από το βενετ. manuvra, που ανάγεται στο λαϊκό λατινικό manuopera, εργασία που γίνεται με το χέρι, από το manus και το opera = δραστηριότητα (από το opus, έργο -κάποτε θα γράψουμε και γι’ αυτήν την οικογένεια). Από τους χειρισμούς (να η λέξη) των πλοίων πρέπει να προέκυψε η μεταφορική σημασία του ελιγμού.
Η μανσέτα είναι απλή περίπτωση, δάνειο από το γαλλ. manchette, που είναι υποκοριστικό του γαλλ. manche («μανίκι»). Μανικάκι, ας πούμε. Από την ίδια γαλλική λέξη και το μανσόν, αφού η ορολογία της ένδυσης είναι σε μεγάλο βαθμό γαλλόπνευστη. Στο προχτεσινό άρθρο, ο φίλος μας ο Άγγελος μάς θύμισε ότι η Μάγχη λέγεται γαλλικά (απ’ όπου πήραμε κι εμείς το τοπωνύμιο και το εξελληνίσαμε) La Manche, που θα πει «το μανίκι» -από το επίμηκες σχήμα.
Απλή περίπτωση είναι και το ρήμα μανιπουλάρω, δηλ. χειραγωγώ, δάνειο από το ιταλ. manipolare ή το γαλλ. manipuler. Στις ξένες γλώσσες μπορεί να έχει και ουδέτερη σημασία (χειρίζομαι) ενώ στα ελληνικά μόνο αρνητική.
Σε αφηρημένες σημασίες έχουμε, πάντα στην ίδια οικογένεια, τη μανιέρα. Mανιέρα είναι ο τρόπος, το στιλ, το ύφος, από ιταλ. maniera και αυτό από γαλλ. manière, που ανάγεται σε παλιό γαλλικό επίθετο manier, «αυτό που λειτουργεί με το χέρι».
Έχουμε και τη φράση μάνι μάνι, για κάτι που γίνεται γρήγορα. Αρχικά ήταν ναυτικός όρος, από το γενουατ. manimani, με σημασία «από χέρι σε χέρι».
Και πάμε στους μακρινούς συγγενείς. Θα ελεγε κανείς πως το μανάρι, το οικόσιτο αρνί που το τρέφουμε για να το σφάξουμε, που βέβαια χρησιμοποιείται και ως χαϊδευτική προσφώνηση προς αγαπημένο πρόσωπο, προέρχεται από τη μάνα, και πράγματι αυτή την ετυμολογία δίνει το ΛΚΝ. Ωστόσο, ο Μπαμπινιώτης θεωρεί πιθανότερη την προέλευση από το αρωμουνικό manari, πληθ. του manaru, «οικόσιτο ζώο», από το υστερολατινικό manuarius, «αυτός που τρέφεται από το χέρι κάποιου, που μεγαλώνει στο χέρι κάποιου».
Κι αν το μανάρι είναι αβέβαιος συγγενής, ο μάνατζερ είναι σίγουρο τριτοξάδερφο. Το αγγλικό manager έρχεται από το ρήμα manage (χειρίζομαι, και αρχικά ‘εκπαιδεύω άλογο’) που ανάγεται στο ιταλ. maneggiare, μέσω γαλλικών, το οποίο επίσης είχε την αρχική σημασία «ελέγχω, διευθύνω άλογο» και που προέρχεται επίσης από το manus. Της ίδιας οικογένειας είναι και το ιδιωματικό-λαϊκό ματζόβολος (ή μανιτζέβελος ή μαϊτζέβελος -έχουμε γράψει άρθρο, που ασφαλώς σηκώνει αναδημοσίευση, ξαναδουλεμένο όμως).
Κάπου εδώ τελειώνουν τα μέλη της οικογένειας του μανικιού και της μάνικας, εξόν κι αν μου ξέφυγε κανένα. Το μανεκέν και το μανιτάρι έχουν αλλη ετυμολογία, αν και το μανιφέστο μπορεί τελικά να ανάγεται στο manus, όμως δεν είναι βέβαιο.
Η λέξη «μανίκι» στα νέα ελληνικά, πέρα από την ένδυση, διατηρεί ακόμα (παρωχημένη όμως) τη σημασία της λαβής του μαχαιριού, γι’ αυτό και λέμε «μαυρομάνικο μαχαίρι».
Βέβαια, έχει και την ελαφρώς χυδαία σημασία της σεξουαλικής πράξης, ενώ σημαινει επίσης τη δύσκολη δουλειά, τον μπελά, το παλούκι που λέμε. Πριν από πολλά χρόνια, αμνημόνευτα πες, είχα γράψει «η επιβίωση κατάντησε μανίκι – αυτό το άγχος πια δεν μου ανήκει». Ευτυχώς όμως οι υπόλοιποι στίχοι έχουν ξεχαστεί…