Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Επαναλήψεις’ Category

Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2023

Μέρα της Ποίησης η σημερινή και με την ευκαιρία βάζω κάτι ποιητικό -αναδημοσιεύω, επαυξημένο όμως, ένα άρθρο του 2016 για τις ρίμες με ομόηχες λέξεις.

Εννοώ ρίμες με λέξεις όπως «τείχη – τύχη» ή «είχον – ήχον» (και οι δυο από τον Καβάφη).

Τον κατάλογο με τις ομόηχες ρίμες τον συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) και ποτέ δεν σταμάτησα να τον εμπλουτίζω με νέα ευρήματα. Σήμερα παρουσιάζω την τελευταία μορφή του που πλησιάζει τα 100 λήμματα. Ελπίζω με τη δική σας συμμετοχή να εμπλουτιστεί κι άλλο -αναζητούμε, καταρχήν, στίχους από ποιήματα ή από τραγούδια με ομοιοκαταληξίες ομόηχες.

Το ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες. Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».

Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.

Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε να τα τιθασέψουμε και μετά να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».

Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και  σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.

Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους). Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων. Στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.

Όμως το ρεκόρ, που δεν το αναφέρει ο Κοκόλης, το πετυχαίνει ένα άλλο καβαφικό ποίημα, από τα κρυμμένα, το «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου» (1917):

Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν

αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια,

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.

Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι
— να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.

Έξι δίστιχα, από τα οποία τα πέντε έχουν ρίμες με ομώνυμα (δηλαδή ομόηχες λέξεις) -βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, το «(εγώ) ήπια», που προφέρεται δισύλλαβο, δεν είναι ακριβώς ομόηχο με «τα ήπια», που προφέρεται τρισύλλαβο.

Η έκτη ρίμα έχει ομοηχία (στ’ άλλα – στάλα) αλλά ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, τις ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομοηχία, που όμως δημιουργείται από περισσότερες από μία λέξεις στο ένα σκέλος: στ’ άλλα – στάλα ή μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού»:

Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως τις έχουμε συζητήσει σε άλλο άρθρο. Τις ανέφερα μόνο για λόγους πληρότητας και επιστρέφω στις ρίμες ομωνύμων (ή ομοήχων).

Οι ρίμες ομωνύμων, λέει ο Κοκόλης, «είναι καταρχήν όλες τους εντυπωσιακές. Η πλήρης ηχητική σύμπτωση δύο διαφορετικών σημασιών προκαλεί οπωσδήποτε την προσοχή μας: ο Πάρης / να πάρεις ή μιλιά / μηλιά. Το γεγονός αυτό της σύμπτωσης μπορεί να μας φανεί απλώς εντυπωσιακό· ή και διασκεδαστικό· ή και κωμικό. Ούτως ή άλλως ενέχει, σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυτό που ονομάζουμε έκπληξη».

Ενώ οι ρίμες με ομώνυμες λέξεις είναι εντυπωσιακές, εννοείται ότι οι ρίμες με την ίδια λέξη θεωρούνται δείγμα κακής τεχνικής και συνήθως αποφεύγονται. Να πούμε πάντως ότι και οι ρίμες με ομώνυμα από κάποιους θεωρούνται υποδεέστερες. Από κάποιους άλλους, βέβαια, όλη η σύγχρονη ομοιοκατάληκτη ποίηση θεωρείται υποδεέστερη. Είναι αλήθεια, και θα φανεί από την καταγραφή που ακολουθεί, ότι οι ρίμες με ομώνυμα χρησιμοποιούνται συχνά σε σατιρικά στιχουργήματα.

Ο Κοκόλης στο βιβλίο του αποδελτιώνει (πρόχειρα, όπως λέει) τους οχτώ τόμους της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, χρησιμοποιεί το «Ριμάριο Καβάφη» του Καράογλου, και καταγράφει καμιά σαρανταριά ομοιοκαταληξίες ομωνύμων, στις οποίες προσθέτει (σε υποσημειώσεις) και 2-3 από τον Μανούσο Φάσση (το πειραχτικό αλτερέγκο του Μαν. Αναγνωστάκη).

Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτω, σε αλφαβητική σειρά, όλα τα παραδείγματα του Κοκόλη συμπληρωμένα με όσα παραδείγματα μπόρεσα να βρω εγώ ή εσείς στο προηγούμενο άρθρο. Έτσι, το αρχικό δείγμα του Κοκόλη υπερδιπλασιάστηκε αφού το Ριμάριό μας περιλαμβάνει 97 λήμματα, αν μέτρησα σωστά.

Δέχομαι, όπως θα δείτε, όλα τα ομόηχα καθώς και κάποια ομόγραφα, όταν πρόκειται για άλλο μέρος του λόγου ή για άλλο γένος και αριθμό. Καταχρηστικά δέχομαι και τα ομόγραφα που δεν είναι ακριβώς ομόηχα όπως στην περίπτωση «τα ήπια / εγώ ήπια».

Ξεκινάμε λοιπόν, αλφαβητικά, και κατά σύμπτωση με μια καταχρηστική ομοηχία, αφού η άδεια του φαντάρου προφέρεται τρισύλλαβη ενώ η άδεια τσέπη δισύλλαβη.

άδεια (ουσιαστικό) : άδεια (επίθετο)
Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη
(τραγούδι «Ο φαντάρος», στίχοι Μανώλης Ρασούλης)

αιδώ : εδώ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
(…)
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
(Καβάφης, «Τείχη»)

άλλο: (την) άλω
…………….. άλλο
το νόημα φυσικά και άλλο το αντίκρισμα. Φοράς την άλω
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Der Sinn und die Bedeutung»)

αναμένει : αναμμένη
εμπορικό· νεότατος -και που αναμένει
(…)
όλ’ η νεότης του στον σαρκικόν πόθο αναμμένη
(Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»)

ανέμοι : ανέμη
Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι
(…)
χρυσή της νύχτας την ανέμη
(Αθ. Κυριαζής)

αυτί : αυτή
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
(Καβάφης, «Δέησις»)

αυτί: αυτοί

Ως πότε παπαγάλοι, με τεντωμένο αυτί
θα ξαναλέτε πάλι ό,τι σας λεν αυτοί;
(Μαριανίνα Κριεζή, Το τραγούδι του παπαγάλου)

βάζο : βάζω
Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,
με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.
(Τραγούδι «Κακές συνήθειες», στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης)

βάψει : βάψη
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι «Τα παιδιά»)

γείρει : γύρη
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός.
(Σικελιανός, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»)

Γιάννη : (να) γιάνει
και λέει «παίξε Γιάννη»,
ο πόνος του να γιάνει.
(Τραγούδι «Ένας σατράπης θηλυκός», στίχοι Γιάννης Παπαϊωάννου)

(να) γιάνω : Γιάννο
Μάνα μου αν θες να γιάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
(τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω», στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παν. Παπαδούκας)

γνωστοί : γνωστή
Και να μου λεν διάφοροι γνωστών γνωστοί
κάπου η μούρη σου μου φαίνεται γνωστή
(Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδι «Βαφτιστικό»)

γύρω : (να) γείρω
Να ’ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
(Σκαρίμπας, «Σπασμένο καράβι»)

(να) δεις : δις
άκουσε να δεις
(…)
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
(Μανούσος Φάσσης)

δίνει : δίνη, η
Σε φυγαδέψαν οι γονοί σου -κλέφτες τού ό,τι ο Θεός δίνει-
τώρα στ’ ανάβλεμμά σου τ’ άστρα πιάνουν του χαλασμού τη δίνη
(Βάρναλης, «Σε μια μέρα της ζωής μου»)

δίστιχο : δύστυχο

Ποιος απ’ αυτούς, Σοφία μου, θα ’φτιαχνε το δίστιχο

Δεν λέω, λίγοι είν’ καλά παιδιά αλλά το δύστυχο
στιχάκι τους…

(Ευρ. Γαραντούδης, «Οι νεοσσοί του σονέτου», περ. Ποιητική)

δόση : (να) δώσει

Αν θέλεις να με δεις γαμπρό κατέβαινε μια δόση,
από τη προίκα που ’ταξε ο γέρος σου να δώσει.
(Τραγούδι «Αν θέλεις να με δεις γαμπρό», στίχοι Μάρκος Βαμβακάρης)

δούνε : δούναι
δε θέλουν να σε δούνε
(…)
έχεις λαβείν και δούναι
(Μανούσος Φάσσης)

δύστυχα : δίστιχα
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα
(…)
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα
(Μανούσος Φάσσης)

δύο : δύω
Σ’ το’ χα πει, σ’ το’ χα πει μια και δύο
σ’ το ’χα πει, ανατέλλω και δύω.
(Τραγούδι «Προσεχώς», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

είδει : ήδη
Βραχιόλια από κουκουναριές και βελανίδια, εν είδει
(…)
κι απείρου δόξης καύχημα -που έτσι Του στάλθηκε ήδη
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Χους ην»)

είχον : ήχον
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
(…)
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
(Καβάφης, «Τείχη»)

εκίνα : εκείνα
δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.                 [έσμιξες: τα σμιξίματα]
(Ερωτόκριτος Ε779-80)

 

Έλληνες : έλυνες
Λίγο πολύ είναι τρελοί οι Έλληνες,
Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες – τους Έλληνες!
(Τραγούδι «Τρέλα πέρα για πέρα», στίχοι Αιμίλιος Σαββίδης)

 

ζήλια : ζίλια (τα)

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλια
στον αέρα να φέρνω, και να ’χω παλάμες
δυο ζίλια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)

ηλί : ιλύ
μια στο καρφί ο αδερφός μου: «Ηλί, ηλί»
φώναζε χθες, σαν μες του κόσμου την ιλύ.
(Γιώργος Κοροπούλης, Ελλειπτική)

 

(τα) ήπια – ήπια                                 

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

ήτταν : ήταν
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
(…)
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
(Καβάφης, «Τεχνουργός κρατήρων»)

ίσως : ίσος
Τα φώτα σου και τα σκοτάδια σου (ίσως
πιο πολύ τα σκοτάδια σου!), ό,τι λάθος,
ό,τι αλήθεια λογιέται, στέρεος κι ίσος
τ’ αγγίζω …
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

καλή : καλεί
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

καλό : καλώ
άυλο κι ανορμήνευτο, κι απ’ όλα πλιο καλό,
στρατοκόπε θλιβερέ κι αποσπερνέ Διαβάτη,
στου ανέμου το ξεφάντωμα συμπότη σε καλώ
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Maya»)

κάνει : κάννη
κι ένα ζευγάρι ταιριαστό, δυο περιστέρια
φωλιά του κάνει
τη μαύρη κάννη
(Τραγούδι «Παλιό κανόνι», στίχοι Γιώργος Μαυρομουστάκης)

κάμποι : κάμπη (η κάμπια)
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
(Παλαμάς, «Ασάλευτη ζωή»)

καν(ε) : κάνε [κάνε = καν = τουλάχιστον]
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
(Βάρναλης, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου»).

κανίς : κανείς
Το σκυλάκι το κανίς
Ποιος το έκλεψε; Κανείς!
(Τραγούδι «Το σκυλάκι το κανίς», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

κάπως : κάπος
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
(Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας»)

κάτι : κάτι                   [κάτι: η πτυχή, το πόσες φορές διπλώνουμε ένα ύφασμα, βλ. άρθρο]

του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι
το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.(…)»
(Κωστής Παλαμάς, «Η φλογέρα του βασιλιά»-Λόγος πέμπτος)

(να) κεράσει : κεράσι
Μου ’πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.
(τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

κερί : καιροί
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
(Καβάφης, «Δέησις»)

κρίνοι : κρίνει
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
(Καβάφης, «Του μαγαζιού»)

κώμη : κόμμι : κόμη
Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξίδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
(Καβάφης, «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)

κώπη : κόποι
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

κρίση : Κροίσοι
Έλα ας την κρίση
Να μετράει τα βήματα
Έλα έχουνε κι οι Κροίσοι
Τρομερά προβλήματα
(Τραγούδι «Βάλε κατσαρόλα», στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης)

Λάκων : λάκκον (: λάκκων)
Λάκων τις ήνοιξε λάκκον
ίνα πέσει άλλος Λάκων.
(…)
Κι επληρώθη ο τόπος λάκκων.
Κι ίνα εκφρασθώ ως Λάκων:
«Κάθε Λάκων κι έναν λάκκον»…
(Νίκος Δεληπέτρος – Ασμοδαίος, «Μανιάτικη βεντέτα»)

λείπει : λύπη
Αφροδίτη όπου λείπει
η ζωή ’ναι πάντα λύπη
(Αθαν. Χριστόπουλος, «Απόφαση»)
[Και από πολλούς άλλους, ιδίως με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Μια κυρά την τρώει λύπη / για τον άντρα της που λείπει» του Σουρή]

λίαν : λείαν (ουσιαστικό)
Μα σήμερα είναι λίαν (…)
τα πλοία με την λείαν
(Καβάφης, «Εις ιταλικήν παραλίαν»)

και
λίαν : λείαν (επίθετο)
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

λοιπόν : λυπών
Πλήρης πάχους πλήρης λίπους ήτο φυσικό λοιπόν
που με πότισες φαρμάκων και με γέμισες λυπών
(Μποστ, σκίτσο «Όλα για το παιδί της», Ταχυδρόμος 1959)

Μαύρα: μαύρα

Κι άλλος για την Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα

(Βάρναλης, «Η χαρά του πολέμου)

μέλη : μέλει
εκεί λοιπόν εβλέπομεν ’τι εχάμνισαν τα μέλη
για πλούτον, δόξαν και τιμήν δεν πρέπει να μας μέλει
(Πένθος θανάτου, ανώνυμο του 16ου αι.)

μέλη : μέλλει
τη νύχτα ν’ αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη
κι ως ξημερώσει, να το δουν, η τζόγια τίνος μέλλει.
(Ερωτόκριτος Β2365)

μέλι : μέλη : μέλει
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
(Καβάφης, «Η αρρώστια του Κλείτου»)

μέλλει : μέλι
Να ’ξερα ποιος είν’ άντρας μου, ποιος άγουρος μου μέλλει
να τον ταΐζω ζάχαρη, να τον ποτίζω μέλι
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Μήλο : μήλο
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

μιλιά : μηλιά
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
(Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων)

μισώ : μισό
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
τον έχουμε μισό-μισό.
(τραγούδι «Τον κόσμο που κι εγώ μισώ», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

Μοίρα : μύρα
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
(…)
Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα
(Καβάφης, «Εν εσπέρα»)

νέγροι : Νέγρη

Λιβανέζοι και Νέγροι / στη Φωκίωνος Νέγρη

(τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», στίχοι Ν. Γκάτσος)

νίκη : νοίκι
μιαν άπτερο μπροστά μου βλέπω νίκη
(…)
ποτέ μου δε σκοτίστηκα για νοίκι
(Γ. Κοροπούλης, «Επύλλιο»)

όμως : ώμος
Tώρα το χέρι σου κρατάω αλλά όμως
(…)
Λείπει, αλίμονο, ο άσπρος σου ο ώμος,
(Τραγούδι «Το βαμπίρ», Χάρρυ Κλυνν)

πάθη : (να) πάθει
Είναι έτοιμος να πάθει
του Ακταίωνος τα πάθη.
(Ηλίας Τανταλίδης, «Αιγιαλός»)

πάλι : πάλη
Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.
(Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)

πάλλει : πάλι : πάλη
Ο νέος Αντιοχεύς
είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει
μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι,
Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι
μες στην μεγάλη πάλη.
(Καβάφης, «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»)

παν, το : παν (πάνε)
Εμεταβλήθηκε το παν
όλα ανάποδα με παν
(Αλέξανδρος Κάλφογλου, 18ος αιώνας)

Πάρη : πάρει
Η κάθε μια καλόπιανε τον Πάρη
της ομορφιάς το μήλο για να πάρει
(τραγούδι «Ο Πάρις και το μήλο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

Πάρης : πάρεις
Μα εκείνην την απόφαση οπού ’δωκεν ο Πάρης
και τσ’ ομορφιάς το χάρισμα μόνια έκαμε να πάρεις              [μόνια: μονάχη εσύ]
(Χορτάτσης, Ο Γύπαρης)

Πάρο : πάρω
Και τ’ Αγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

πήραν : πείραν
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
(Καβάφης, «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια»)

πλάτη, τα : πλάτη, η
Η γη μια σβούρα στ’ ουρανού τα πλάτη
(…)
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη
(Τραγούδι «Παλίρροια 2002», στίχοι Άλκης Αλκαίος)

πλην : πλειν
Τι τα ’θελες τα «συν» και τα «πλην»
μες στην αναμπουμπούλα;
Δεν την κοπάναγες στη ζούλα;
-ου παντός πλειν…
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένταξη στον αιώνα»)

πολίται : πωλείται
χώρας ελεύθερης και μεις ελεύθεροι πολίται,
που αντί χρήματος το παν και η τιμή πωλείται.
(Στίχος του Πωλ Νορ στο περιοδικό Παπαρούνα, 1933)

πολίται: πωλείτε

Ω της ενδόξου χώρας μας νοήμονες πολίται,
το Κράτος, φευ, σας συνιστά θερμώς: μη τα πωλείτε!
Μα να προσθέσει θα ’πρεπε: και μη τ’ αναπολείτε!
(Χειρόγραφο σατιρικό του Λαπαθιώτη, 1922)

πότε : πόται
Οι ιππόται οι ιππόται
κουτσοπίναν πότε πότε
κι απ’ το πότε πότε πότε
καταλήξαν όλοι πόται.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε», στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

ρήγισσα : ρίγησα
Αντίκρισα μια Ρήγισσα
κι από τον πόθο ρίγησα
(Μανούσος Φάσσης)

(η) ρόδα : (τα) ρόδα
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει
(Καβάφης, «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»)

και, προσθέτω, πιο ωραία στον Λαπαθιώτη («Μια περηφάνια»):

…Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα

ρώμη : Ρώμη

Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη

(Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας»)

σκηνή : σκοινί

Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί
στη σκηνή
(…)
κι αν μας αντέξει το σκοινί
(τραγούδι «Το χειροκρότημα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

Σκώτος : σκότος
Κι ένιωσε χαρά ο Σκώτος
που διαλύθηκε το σκότος
(Μποστ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»)

στέκει : στέκι
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά
(τραγούδι «Στην Καισαριανή», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

ΤΑΣΣ : (επί) τας
Ήταν με το ΤΑΣΣ;
(…)
Ή ταν ή επί τας!
(Νίκος Παπαδόπουλος, «King Kong»)

τείχη : τύχη
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(…)
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, «Τείχη»)

τέλια : τέλεια
Και πώς, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στα ’φιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
[Όπως και στο καβαφικό ήπια – ήπια πιο πάνω, μπορεί να διατυπωθεί εδώ η ένσταση ότι κανονικά η τέλεια δεν είναι ομόηχη με τα τέλια, παρά μόνο αν προφερθεί ιδιότυπα]

(των) τρίτων : (ο) τρίτων
Λογαριασμός, έτσι, υπέρ τρίτων
(…)
πάνω από τον αφρό ένας τρίτων
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένιοι τινές»

τύχει : τοίχοι
κι ό,τι λάχει κι ό,τι τύχει
μα τον ξέρουνε κι οι τοίχοι
(Βάρναλης, «Ακτοπλοϊκό»)

τύχει : τείχη
Όταν τύχει κάποια μέρα, όταν τύχει
να γκρεμίσουνε τα τείχη
(Τραγούδι «Όταν τύχει», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

ύπατος : ήπατος
Ο Ναπολέων, όταν ήταν πρώτος ύπατος,
υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
(Σατιρικό δίστιχο ανωνύμου, δημοσιεύτηκε στην Εκλογή το 1961)

φάμ’ – femme:
κι αν δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
(τραγούδι «Σερσέ λα φαμ», στίχοι Βασίλης Τσιτσάνης)

(τα) φέγγη : φέγγει
Απ’ όλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη [..]
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά κι αν πιο μακριά δε φέγγει
(Κωστής Παλαμάς, «Σκέψη»)

φίλον : φύλλων
Και όταν δίδεις ασπασμόν εις πρόσωπόν τι φίλον
ακούεις ήχον πνέοντος βορρά διά των φύλλων;
(Δ. Παπαρρηγόπουλος, «Η ψυχή μου»)

φίλον : φύλλον : φύλον
Φίλος έδωσε εις φίλον
τριαντάφυλλον με φύλλον
και παρήγγειλε στον φίλον
Φίλε, φύλαττε το φύλλον
απ’ το γυναικείον φύλον…
(παροιμιακό στιχούργημα)

Χάνη : χάνει   [χάνης: ο μεγάλος Χάνος των Κινέζων]
Πράσινη τέντα του πασά και μαστραπάς του Χάνη
όποιος γυρεύει να σε διει, το λογισμό του χάνει
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Χάρου : χάρου (προστακτική)
Κυρά μου τσ’ ομορφάδες σου μην τις φυλάς του Χάρου,
μ’ εμένα παίξε-γέλασε και τη ζωή σου χάρου
(Δημοτικό της συλλογής του Ανδρ. Λασκαράτου, Άγρα 2016)

χάση, η : χάσει
Το φεγγάρι είναι στην χάση,
φεγγαράκι χάσικο.
Το μυαλό μου το ’χω χάσει
για τα σε μπαγάσικο.
(Τραγούδι «Φεγγαράκι χάσικο», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

χήρας : χείρας
Κι όλο πήγαινες στης χήρας
με το τάβλι ανά χείρας
(Τραγούδι «Τσάο τσάο», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

χίλια : χείλια
Όλα ’ταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα· χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
(…)
Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

ψηλά : ψιλά
Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτα ψιλά.
(Σουρής, «Τα μάτια»)

Άφησα για το τέλος, για να το ξεχωρίσω, το μοναδικό απ’ όσο ξέρω ποίημα που είναι αφιερωμένο σε μια ομοηχία –ένα τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από τη συλλογή του Ρήματα, που αξιοποιεί την πλούσια ομοηχία της εξάρτησης:

Τριπλή παραλλαγή
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.

Και περιμένω να συμπληρώσετε τον κατάλογο με τα δικά σας σχόλια!

 

 

 

 

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 194 Σχόλια »

Το 21,67% του ουρανού

Posted by sarant στο 8 Μαρτίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι επικαιροποιημένη επανάληψη ενός παλιότερου άρθρου από το 2017 -και μάλιστα επανάληψη επανάληψης, αφού και εκείνο ήταν επίσης επικαιροποιημένη επανάληψη ενός άρθρου του 2013. Αλλά αυτή η ανακύκλωση δεν γίνεται επειδή σήμερα στην Ελλάδα έχουμε απεργία, ούτε γιατί το παλιότερο άρθρο είχε περάσει απαρατήρητο, ούτε διότι δεν προλαβαίνω να γράψω φρέσκο, αλλά επειδή πιστεύω ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που εξακολουθεί να μην έχει διευθετηθεί και που πρέπει να διευθετηθεί, οπότε δεν βλάφτει να το επαναλαμβάνω. Βέβαια, πρέπει να το πω, λίγοι συμφωνούν μαζί μου -αλλά τι να κάνουμε, θα το αντέξω.

Σήμερα έχουμε 8 Μαρτίου, την παγκόσμια μέρα της γυναίκας, οπότε αναδημοσιεύω ένα παλιότερο άρθρο μου. Επικαιροποιημένο, αφού τα στοιχεία σε σχέση με τη συμμετοχή των γυναικών στη Βουλή και στην κυβέρνηση έχουν αλλάξει από τότε, δεδομένου ότι μεσολάβησαν οι εκλογές του 2019.  Βέβαια, οι ταχτικοί θαμώνες του ιστολογίου θα έχετε μάλλον τοποθετηθεί ήδη -αλλά τίποτα δεν σας εμποδίζει να επαναλάβετε την άποψή σας, αν δεν βαριέστε, χώρια που δεν αποκλείεται να έχετε σε κάποιο σημείο μεταβάλει άποψη.

Σύμφωνα με το γνωστό ρητό, «Οι γυναίκες είναι το μισό του ουρανού». Εδώ θα ταίριαζε το χαριτολόγημα που λέγαμε στα φοιτητικά μου χρόνια («το άλλο μισό στην Κίνα βρίσκεται»), και θα ταίριαζε επειδή το ρητό έχει κινέζικη προέλευση, αφού αν δεν κάνω λάθος το είπε ο Πρόεδρος Μάο. Μάλιστα, η αρχική μορφή είναι: «Οι γυναίκες κρατάνε το μισό του ουρανού». Είτε έτσι είτε αλλιώς, η φράση «μισό του ουρανού» έχει καθιερωθεί διεθνώς, μάλιστα μια διεθνής ΜΚΟ που προωθεί την ισότητα των φύλων λέγεται Half the sky movement. Το μισό του ουρανού στη θεωρία, στην πράξη αρκετά λιγότερο, καθώς σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου οι γυναίκες έχουν λειψή εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στους κρατικούς θεσμούς, ιδίως στα υψηλά κλιμάκια. Οπότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για το μισό του ουρανού -ένα 20% μπορεί να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Στη χώρα μας, η υποεκπροσώπηση των γυναικών είναι σοβαρή και μόνιμη. Βέβαια, στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 2019 σημειώθηκε μια μικρή βελτίωση, αφού αυτή τη στιγμή υπάρχουν 65 βουλεύτριες, ποσοστό 21,67%, αριθμός μεγαλύτερος δηλαδή από την προηγούμενη Βουλή (μόνο 55 γυναίκες, ποσοστό 18,33%), όχι όμως και ο μεγαλύτερος όλων των εποχών, αφού στη βραχύβια βουλή των πρώτων μηνών του 2015 είχαμε 70 γυναίκες (23,3%) που είναι και το ρεκόρ από καταβολής ελληνικού κράτους.

Το κυβερνών κόμμα της ΝΔ έχει το χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας εκπροσώπησης, αφού εξέλεξε το 2019 μόλις 25 βουλεύτριες επί συνόλου 158 βουλευτών, ποσοστό 15,8%. Πολύ χαμηλό ποσοστό, έστω κι αν ήταν ελαφρώς ανώτερο από το προηγούμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε 24 γυναίκες επί συνόλου 86, ποσοστό 27,9% ενώ τα άλλα κόμματα, που τα συνυπολογίζω διότι έχουν ολιγομελείς κοινοβουλευτικές ομάδες, εξέλεξαν συνολικά 16 γυναίκες σε 56 συνολικά έδρες, ποσοστό 28,57%.

Σημειώστε ότι αναφέρομαι στους αριθμούς των βουλευτών που εκλέχτηκαν τότε, όχι στη σημερινή δύναμη των κομμάτων που είναι ελαφρώς διαφορετική. Ωστόσο, δεν μετράω την Ελένη Γερασιμίδου τη Σεμίνα Διγενή, επειδή παραιτήθηκε αμέσως μετά την εκλογή της (στην Ανατολική Αττική ‘ Πειραιώς με το ΚΚΕ). Ετσι, ενώ εξελέγησαν 66 γυναίκες από τις κάλπες, αμέσως μετά έγιναν 65. Αξίζει επίσης να αναδείξουμε ότι το ΜΕΡΑ 25 είναι το μόνο κόμμα που είχε γυναικεία πλειοψηφία στην κοινοβουλευτική του ομάδα, 5 γυναίκες και 4 άνδρες (στο μεταξύ, κάποιες βουλεύτριες αποχώρησαν από το κόμμα). (Τα στοιχεία από εδώ)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βουλή, Δύο φύλα, Επαναλήψεις, Επετειακά, Ευρωπαϊκή Ένωση | Με ετικέτα: , , , | 148 Σχόλια »

Εσείς κουμουλώνετε στα Κούλουμα;

Posted by sarant στο 27 Φεβρουαρίου, 2023

Καθαροδευτέρα σήμερα, ή αλλιώς Κούλουμα, που το ιστολόγιο εύχεται να τα περάσετε ζεστά και όμορφα, με αγαπημένη παρέα και με άφθονο κρασί και μεζέδες. (Ο ιστολόγος δυστυχώς θα τα περάσει στα ξένα, επομένως ξενέρωτα). 

Θα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που το είχα βάλει το 2015, το οποίο, μια και εδώ λεξιλογούμε, περιστρέφεται γύρω από δύο λέξεις, τη μία λόγω της ημέρας και την άλλη από σπόντα. 

Λόγω της ημέρας, για τα Κούλουμα. Από σπόντα, επειδή σε παλιότερο άρθρο είχα αναφέρει το ρήμα «γκουμουλώνω» ή «κουμουλώνω», που εμείς στην οικογένεια το χρησιμοποιούμε σαν σχετλιαστικό συνώνυμο του «τρώω», ιδίως όταν κανείς τρώει πολύ. Τη λέξη την έχω δυο-τρεις φορές χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιο, πχ κάποτε είχα γράψει:

Βέβαια, κάποιοι ξεπερνούν και τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα.

(Λείπει από τον παραπάνω κατάλογο και το «φαρμακώνω» που το έλεγε η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα).

Ωστόσο, η λέξη αυτή δεν υπάρχει στα μεγάλα λεξικά, αλλά και ελάχιστα γκουγκλίζεται, ενώ σε προηγούμενο άρθρο που σας είχα ρωτήσει δεν νομίζω να την ήξερε κανείς. Βρίσκω όμως το «κουμουλώνω» σε κάποια τοπικά γλωσσάρια, με τη σημασία «σωρεύω, μαζεύω πολλά πράγματα το ένα πάνω στο άλλο», και αλλού «γεμίζω δοχείο ξέχειλο», ενώ το έχει χρησιμοποιήσει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια. Κι έτσι δεν πρόκειται για οικογενειακή μας λέξη, αν και ανανεώνω το ερώτημα, αν εσείς ξέρετε τη λέξη «(γ)κουμουλώνω».

Βέβαια, η ετυμολογία της είναι προφανής: από το κούμουλο = σωρός, ιδίως σωρός από χώμα ή πέτρες, δάνειο από το λατινικό cumulus. H λέξη έχει μπει από τον Μεσαίωνα τουλάχιστον στη γλώσσα: ο Μανουήλ Μαλαξός περιγράφει, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τη σκηνή της αποπομπής ενός πρώην Πατριάρχη από το χριστεπώνυμον πλήθος:

καὶ ἔρρυπταν πέτραις ἀπὸ τῆς στράταις καὶ ἀπὸ τοὺς φόρους, καὶ ἔκαμναν κουμούλια μὲ ταῖς πέτραις, ἀναθεματίζοντες αὐτὸν…

Όσο για τα Κούλουμα, τα ενδιαφέροντα σημεία (πέρα από το τι κρασί θα πιούμε και με τι μεζέδες θα το συνοδέψουμε) είναι δύο, αφενός η εξάπλωση του όρου και αφετέρου η ετυμολογία του.

Πράγματι, στις προηγούμενες συζητήσεις πολλοί σχολιαστές επισήμαναν ότι στην παιδική τους ηλικία και στον τόπο καταγωγής τους η λέξη «Κούλουμα» ήταν άγνωστη και ότι την έμαθαν αργότερα, στην Αθήνα ή/και από την τηλεόραση. Φαίνεται ότι η λέξη δεν ήταν γνωστή στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δεν θυμάμαι να την έλεγε κι η μυτιληνιά γιαγιά μου. Αλλού όμως ήταν γνωστή από παλιά, π.χ. στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά, ή στο Γαλαξίδι, άρα δεν πρόκειται για αυστηρά αθηναϊκή λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Εορταστικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , | 151 Σχόλια »

Ποιος ήταν ο Κ. Βάφης;

Posted by sarant στο 15 Ιανουαρίου, 2023

Θα επαναλάβω σήμερα ένα παλιό, παμπάλαιο φιλολογικό άρθρο, που αρχικά το είχαμε δημοσιεύσει πριν από εντεκάμισι χρόνια. Ο λόγος της επανάληψης δεν είναι ότι βαριέμαι να γράψω ή ότι θα ταξιδέψω και δεν προλαβαίνω· είναι ότι το αρχικό άρθρο είχε ένα βασικότατο λάθος, ένα λάθος που διαιωνίζεται, οπότε έκρινα πως δεν αρκούσε να διορθώσω απλώς το παλιό εκείνο άρθρο αλλά έπρεπε να γράψω καινούργιο -με την ευκαιρία, θα πω και δυο λόγια παραπάνω για το θέμα των διορθώσεων. 

Για να επανέλθω στο ερώτημα του τίτλου, ο Κ. Βάφης θυμίζει βέβαια τον Καβάφη. Είναι συνηθισμένο, όταν κάποιοι παρωδούν έργο ενός γνωστού ποιητή, να το υπογράφουν με ένα ψευδώνυμο που παρωδεί το όνομα του ποιητή. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης παρώδησε τον Καββαδία υπογράφοντας ως Καββαθίας, ενώ ο Μίμης Σουλιώτης έβγαλε βιβλίο με καβαφικές παρωδίες («Ποιήματα εν παρόδω»), όπου υπόγραφε ως Κ.Φ.Φαβάκης. Και ο Κ. Βάφης εδώ ανήκει -και από εδώ παραθέτω, τροποποιημένο βέβαια, το παλιό άρθρο.

Ο Καβάφης είναι ο ποιητής μας που τα ποιήματά του έχουν παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον -και με μεγάλη διαφορά. (Δεύτερος πρέπει να έρχεται ο Καββαδίας, σε παρωδίες του οποίου έχουμε αφιερώσει άρθρο). Ο όρος «παρωδία» εδώ είναι αναγκαστικά πολύ ευρύς -ίσως θα έπρεπε να τον κρατήσουμε μόνο για τις περιπτώσεις όπου αυτό γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη σάτιρα, συχνά και του ίδιου του ποιητή, ενώ τις άλλες περιπτώσεις, όπου το ποίημα γράφεται  «με τον τρόπο» του ποιητή, και που μπορεί να αποτελούν ακόμη και φόρο τιμής, να τις πούμε «μιμήσεις». Μια άλλη διάκριση είναι ανάμεσα στις παραφράσεις, δηλαδή τις παρωδίες που ακολουθούν πιστά ένα συγκεκριμένο ποίημα, αλλάζοντας φυσικά κάποιες λέξεις, όπως εδώ ο Γιώργος Κοροπούλης και ο Αλλού Φαν Μαρξ στους Ιδανικούς αυτόχειρες, και σε εκείνες που απλώς εμπνέονται από το ύφος του ποιητή.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Καβάφη. Έλεγα ότι έχει παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον. Το 1997 ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος συγκέντρωσε σε βιβλίο 170 παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, τις περισσότερες από επώνυμους λογίους, ενώ ο καθηγητης Ξ. Κοκόλης έχει εκδώσει δικό του βιβλίο με τριάντα καβαφικές παρωδίες (του τύπου της παράφρασης). Οι πρώτες χρονολογικά καβαφικές παρωδίες που συγκέντρωσε ο Δασκαλόπουλος είναι εχθρικές προς τον ποιητή. Ίσως η καλύτερη ή γνωστότερη από αυτές να είναι η ακόλουθη του Φώτου Πολίτη (1923):

Η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας
απήλθε χθες εις το αβησσυνιακόν επίνειον.
Τούτο ενθυμού. Εις το αβησσυνιακόν επίνειον
απήλθεν η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας.

Φυσικά σατιρίζεται το ποίημα «Εις το επίνειον» του Καβάφη, που ξεκινάει:

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.

Το ποίημα αυτό με τις πολυσύλλαβες  ομοιοκαταληξίες είχε σκανδαλίσει τους αντικαβαφικούς -το παρώδησε και ο Σπυρομελάς, αλλά η δική του παρωδία είναι χειρότερη και εκτενέστερη και βαριέμαι να την αντιγράψω. Έχει την αξία ότι περιέχει τη λέξη «πιπίνιον», άρα μαθαίνουμε ότι το έλεγαν από τότε.

Αλλά ας πάμε στον Κεραυνό.  Η παρωδία αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημ. Πολιτεία στις 7/1/1925 και την υπογράφει ο «Κ. Βάφης». Στόχος της είναι να σατιρίσει όχι τον Καβάφη, αλλά τον Γεώργιο Κονδύλη, τον στρατιωτικό που είχε γίνει πολιτικός. Δεν παρωδείται συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα, αλλά γίνεται μίμηση του ύφους του Καβάφη -και βέβαια, εδώ κι εκεί υπάρχουν ατόφιοι καβαφικοί στίχοι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | 100 Σχόλια »

Το φρούτο των Χριστουγέννων και πάλι

Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2022

Μέρες που είναι, να επαναλάβουμε ένα παλιότερο άρθρο, που το είχα δημοσιεύσει τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια, ενώ επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«. Θυμίζω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της χρονιάς.

Δεν νομίζω να υπάρχει ένα κοινώς αποδεκτό «φρούτο των Χριστουγέννων», οπότε θα μιλήσω για τον εαυτό μου. Για μένα, φρούτο των Χριστουγέννων είναι αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία αριστερά: το μανταρίνι.

Η πιο καθαρή χριστουγεννιάτικη εικόνα που έχω συγκρατήσει από την παιδική μου ηλικία, εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, είναι τα μανταρίνια στη φρουτιέρα, κι ύστερα, στο τραπέζι, ο παππούς να καθαρίζει τα μανταρίνια ώστε να διατηρηθεί το κάτω μέρος ακέραιο, σαν καλαθάκι. Βάζαμε λίγο λάδι και ανάβαμε το άσπρο στέλεχος που απέμενε στον πάτο, σαν φιτιλάκι –και μοσχοβολούσε. Και σήμερα ακόμα, έχω συνδέσει τα Χριστούγεννα μ’ αυτό το φρούτο -αν λείπουν τα μελομακάρονα, ας πούμε, μπορεί να μην το προσέξω, αλλά τα μανταρίνια στη φρουτιέρα είναι απαραίτητα.

Σε παλιότερο άρθρο είχαμε μιλήσει για τα νεράντζια και τα πορτοκάλια. Αν το νεράντζι είναι ο φτωχός συγγενής του πορτοκαλιού, ο μικρός αδελφός του ασφαλώς είναι το μανταρίνι. Μικρότερο σε μέγεθος, ήρθε αργότερα στην Ευρώπη, αλλά εγκλιματίστηκε απόλυτα -και μόνο το όνομά του προδίδει τις ανατολίτικες καταβολές του.

Η μανταρινιά, με βοτανική ονομασία Citrus reticulata, έχει πατρίδα της την Κίνα. Άργησε να έρθει στα μέρη μας· μόλις το 1805 έγινε η πρώτη εισαγωγή μανταρινιών στην Αγγλία. Οι Άγγλοι τα καλλιέργησαν στη Μάλτα, που τότε ήταν κτήση τους και το κλίμα της ήταν πρόσφορο, και από εκεί ο νέος καρπός διαδόθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα, μανταρινιές έφερε πρώτος από τη Μάλτα ο Ρώσος ναύαρχος Χέιδεν, που τον ξέρουμε όλοι από τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (αλλά ίσως δεν ξέρουν όλοι ότι ήταν Ολλανδός στην καταγωγή και ότι στα ρώσικα προφέρεται Γκέιντεν). Τις χάρισε στον Μανώλη Τομπάζη, στον Πόρο. Το 1877 εκείνες οι μανταρινιές σώζονταν ακόμα στον κήπο του πατρογονικού των Τομπάζηδων. Ωστόσο, το «μανδαρίνιον της Μάλτας», όπως αρχικά το αποκαλούσαν, δεν διαδόθηκε αμέσως· πάντως, μετά το 1850 το δέντρο καλλιεργιόταν στην Αθήνα, στην Κέρκυρα και στην Κρήτη. Σε εφημερίδα του 1917, διαβάζω ότι τα καλύτερα μανταρίνια έβγαιναν στα Σεπόλια και στην Κολοκυνθού· από τότε έχουν αλλάξει τα πράγματα!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , , , , | 78 Σχόλια »

Χρόνια σου πολλά, Κατερίνα!

Posted by sarant στο 25 Νοεμβρίου, 2022

Ταξίδευα χτες και δεν είχα καιρό για άρθρο, οπότε εκμεταλλεύομαι το ημερολόγιο για μιαν επανάληψη. Τι εννοώ; Σήμερα είναι της Αγίας Αικατερίνης, γιορτάζουν λοιπόν οι Κατερίνες, οπότε βρίσκω ευκαιρία για να κάνω ένα δώρο, ένα άρθρο δηλαδή αφιερωμένο στο όνομά τους, που έχει και ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον. Βέβαια, πρόκειται για άρθρο που έχει ήδη δημοσιευτεί, δυο φορές μάλιστα, την τελευταία πριν από 5 χρόνια, αλλά με κάποιες αλλαγές, ανάμεσα στ’ άλλα ενσωματώνοντας πράγματα που είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου (τα σχόλια που, πρέπει να πω, μελαγχόλησα διαβάζοντάς τα καθώς πολλά προέρχονταν από φίλους που έχουν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο).

Η Κατερίνα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα γυναικεία ονόματα. Από μια σχετική μελέτη για τα ελληνικά ονόματα, προκύπτει ότι η Κατερίνα είναι το τρίτο συχνότερο γυναικείο όνομα. Φυσικά, το πρώτο συχνότερο όνομα είναι η Μαρία, τουλάχιστον προς το παρόν, γιατί αν κρίνω από τις συμμαθήτριες των παιδιών μου μπορεί σε πενήντα χρόνια να έχει γινει συχνότερο το Φαίδρα ή το Νεφέλη (εντάξει, υπερβάλλω). Όσο για το δεύτερο συχνότερο γυναικείο όνομα, είπα προς στιγμή να το βάλω σε κουίζ, αλλά τελικά είπα να το πάρει το ποτάμι, είναι η Ελένη.

Το επίσημο όνομα είναι, βέβαια, Αικατερίνη, αλλά δεν έχω ακούσει πολλές να τις φωνάζουν έτσι -ήδη και η Κατερίνα έχει τέσσερις συλλαβές, πράγμα που κάτι θειάδες μου στην Αίγινα το θεωρούσαν άτοπο, θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια όμως. Υπήρχε βέβαια η Μεγάλη Αικατερίνη, η τσαρίνα της Ρωσίας, αλλά οι αυτοκράτειρες επιτρέπεται να είναι πεντασύλλαβες (Γιεκατερίνα στα ρώσικα). Έτσι, παρόλο που το Κατερίνα στέκεται και μόνο του μια χαρά και είναι συχνότατο, έχει όμως και άφθονα χαϊδευτικά -παλιότερων εποχών κυρίως, διότι στις νεότερες γενιές υπάρχει γενικά μια αντιπάθεια στα χαϊδευτικά.

Πάντως, υπάρχει, έστω και σπανιότατο, αντρικό όνομα Αικατερίνης, ή τουλάχιστον έτσι είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου. Αν κάποιος έχει περισσότερη εξοικείωση με τα εκκλησιαστικά, ας επιβεβαιώσει.

Να πούμε όμως πρώτα την ετυμολογία του ονόματος, η οποία είναι μάλλον περίπλοκη. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι στην αρχή βρίσκεται το γυναικείο (αμάρτυρο) όνομα *Εκατερίνα/Εκατερίνη, θηλυκό του Εκατερός/Εκάτερος που προέρχεται από την αντωνυμία εκάτερος = ο καθένας από τους δυο. Λίγο περίεργο φαίνεται να προήλθε κύριο όνομα από αντωνυμία, αυτή όμως είναι η πειστικότερη εκδοχή. Δεν φαίνεται πιθανή η πρόελευση από την Εκάτη, ενώ για το όνομα Εκατερός υπάρχουν στέρεες ελληνιστικές μαρτυρίες. Πάντως, το λεξικό Μπαμπινιώτη, που δέχεται την προέλευση αυτή, δίνει μτγν. όνομα ΑικατερίνΗ, ενώ στις πρωτογενείς πηγές εγώ βρίσκω αρχικό τύπο ΑικατερίνΑ -η Αικατερίνη θα μπορούσε να έχει προέλθει από τη γενική: η Αικατερίνα-της Αικατερίνης, απ’ όπου θα μεταπλάστηκε νέα ονομαστική. Άλλωστε, στην εικονογραφία και στα απολυτίκια επικρατεί ο τύπος «Αικατερίνα». (Δυστυχώς, το πρόσφατο Λεξικό Κυρίων Ονομάτων του Μπαμπινιώτη δεν το έχω πρόχειρο, οπότε δεν ξέρω αν λέει κάτι καινούργιο).

Πάντως, από πολύ νωρίς υπήρξε παρετυμολογική σύνδεση με τη λέξη καθαρός, και αυτός είναι ο λόγος του th που εμφανίζεται στην αγγλική και τη γαλλική μορφή του ονόματος (Catherine). Η αγία Αικατερίνη, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση (γιορτάζει επίσης στις 25 Νοεμβρίου), ήταν Αλεξανδρινή, εξαιρετικά μορφωμένη και επειδή κατατρόπωσε στη θεολογική συζήτηση πενήντα εθνικούς σοφούς, ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος διάταξε να πεθάνει με μαρτύρια. Ωστόσο, οι πρώτες διηγήσεις για τον βίο της εμφανίζονται πολλούς αιώνες μετά, και για το λόγο αυτό η Καθολική Εκκλησία την αφαίρεσε το 1969 από τον κατάλογο των αγίων, λόγω της έλλειψης στοιχείων για την ύπαρξή της. Όμως, φαίνεται ότι οι πιέσεις από τις απανταχού του κόσμου Κατερίνες (σε διάφορες βέβαια παραλλαγές ανά τον κόσμο) ήταν μεγάλες κι έτσι την επανέφερε, κατά παραχώρηση, το 2002. Υποστηρίζεται επίσης ότι η Αικατερίνη μπορεί να είναι το χριστιανικό αντίστοιχο της Υπατίας, δηλαδή πλασμένη από τους Χριστιανούς πάνω στο πατρόν της Υπατίας αλλά με το χριστιανικό θρήσκευμα. Πάντως, το όνομά της φέρει η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 98 Σχόλια »

Ο αντίκτυπος του νου, του Παπαδιαμάντη, και το πογκρόμ της Κέρκυρας το 1891

Posted by sarant στο 13 Νοεμβρίου, 2022

Είχα σκοπό να ετοιμάσω κάτι για σήμερα, αλλά δεν προλάβαινα. Κι έτσι καταφεύγω σε μιαν επαναληψη παλιότερου άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο πριν από 13 χρόνια παρά κάτι μέρες. Νομίζω πως αξίζει την αναδημοσίευση.

Το διήγημα «Ο αντίκτυπος του νου» θεωρείται το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το μισό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χαραυγή» της Μυτιλήνης (που ακόμα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) στις 15 Δεκεμβρίου 1910. Ο Παπαδιαμάντης αρρώστησε και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911 χωρίς να έχει στείλει στο περιοδικό το άλλο μισό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κ. Φαλτάιτς επισκέφθηκε τη Σκιάθο, βρήκε τις αδελφές του Παπαδιαμάντη και μαζί με άλλα χαρτιά που του έδωσαν ήταν και το χειρόγραφο με τη συνέχεια του διηγήματος, που όμως μένει ανολοκλήρωτο, λείπει το τέλος. Το διήγημα έτσι συμπληρωμένο ολοκληρωμένο δημοσιεύτηκε το 1929 στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου. Δεν θα παραθέσω ολόκληρο το διήγημα, που έτσι κι αλλιώς έχει περίπλοκη ιστορία, διότι φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης έκανε τροποποιήσεις στο χειρόγραφό του μετά την αποστολή του πρώτου μέρους στη Χαραυγή. Μπορείτε όμως να το διαβάσετε στον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Εδώ θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα.

 Στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει μια παρέα φτωχογλεντζέδων που κάνουν «σπονδάς εις τον Βάκχον» «εις του Καρμάνη το μπακάλικον». Οι πιο αχώριστοι της παρέας είναι τρεις, ο σιτσιλιάνος Αντώνιος Αλμπέργος από την Κατάνια, ο Σαββατίνος Λευί ή Σάλβος, εβραίος από την Κέρκυρα, και ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, «ένας από τους δικούς μας» και ολοφάνερο άλτερ έγκο του Παπαδιαμάντη. «Τρεις άνθρωποι, τρεις φυλαί, τρία θρησκεύματα, ως κοινόν γνώρισμα είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον, με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ηξεύρω διατί, σέλινα». Στην παρέα προστίθεται κι ένας γέρος ιταλοκερκυραίος, ο μπαρμπα-Νιόνιος ο Πούπης, ο οποίος σιγά-σιγά πιάνει μεγάλες φιλίες με τον Σάλβο τον εβραίο.

Μαζύ έτρωγαν, μαζύ έπιναν, μέ τον Σάλβον. Ποτέ δεν τα είχαν τόσον καλά… Αίφνης ένα πρωί, κατά Μάρτιον μήνα, ενώ επλησίαζε το Πάσχα, έρχεται από την Κέρκυραν είδησις, και την ανέγραφον όλ’ αι εφημερίδες, ότι οι εκεί Εβραίοι ήρπασαν μικράν κορασίδα χριστιανήν, και τήν έσφαξαν· της έπιαν το αίμα!…

Άμα ήκουσεν ο μπάρμπα Πούπης την εΐδησιν, ότι εις την πατρίδα του (όπου είχε τριάντα χρόνους να πατήση) συνέβη αυτό το πράγμα, έγεινεν αμέσως πυρ και μανία εναντίον των Εβραίων. Ω! να είχεν ένα Εβραίον νά τον πνίξη!…

Κατά συγκυρίαν, εκείνην την στιγμήν, εισήρχετο εις το καπηλείον ο Σάλβος… Ιδού είς Εβραίος! Και Εβραίος μάλιστα εκ Κερκύρας, εκεί­θεν όπου οι ομόθρησκοί του έπραξαν το ανοσιούργημα…

Ο μπαρμπα-Πούπης εγείρεται, σφίγγει τας πυγμάς απειλητικώς, πάλ­λει ταύτας άνω και κάτω κυκλοτερώς, ως προς πυγμαχίαν, και εφορμά κατά του Σάλβου.

— Μωρέ σκυλί!

Και μπούπ! η μία πυγμή κατέπεσεν εις τον ώμον του Εβραίου. Ο Σάλβος δεν επρόλαβε να είπει: «Τι έχεις; τι έπαθες;» μόνον είπεν ώχ! και ωπισθοχώρησεν. Η δευτέρα πυγμή του Πούπη θα εύρισκε παρ’ ολίγον το στέρνον, αλλά κατέπεσεν εις το κενόν. Ο Καρμάνης, ο κάπηλος, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, όστις έτυχε να είν’ εκεί, και δύο άλλοι, πα­ρενέβησαν, και απεμάκρυναν τον Σάλβον, έξω του καπηλείου. Ο μπάρμπα Πούπης ήθελε να τον κυνηγήση εις τον δρόμον, αλλά μετά κόπου τον εκράτησαν.  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επαναλήψεις, Εβραϊσμός, Λογοτεχνία, Πρόσφατη ιστορία, Παπαδιαμάντης, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , , | 111 Σχόλια »

Η μέγκλα δεν είναι made in England

Posted by sarant στο 21 Οκτωβρίου, 2022

Χτες το πρωί άκουγα στο Κόκκινο την αγαπητή μου Ευγενία Λουπάκη, και σε κάποιο σημείο ανέφερε τη λέξη «μέγκλα», οπότε  σχολίασε, εν παρόδω, απευθυνόμενη στον Χρυσόστομο Λουκά, τον συμπαρουσιαστή της: «Ξέρεις, προέρχεται από το made in England, από τα αγγλικά κασμίρια, που ήταν πρώτης ποιότητας» (ή κάτι τέτοιο).

Η άποψη αυτή κυκλοφορεί ευρέως, τη δέχεται άλλωστε, αν και με επιφύλαξη («ίσως») το ΛΚΝ. Όμως, νομίζω πως δεν ευσταθεί. Φυσικά έχουμε άρθρο στο ιστολόγιο για το θέμα, και μάλιστα πριν από 11 χρόνια, αλλά το παλιό εκείνο άρθρο χρειάζεται ξαναγράψιμο, μεταξύ άλλων για να ενσωματωθούν πολλά πολύτιμα σχόλιά σας. Οπότε γράφω το σημερινό -και όσοι ήταν μαζί μας από τον Μάρτιο του 2011 να με συγχωρήσουν για την επανάληψη, που πιο σωστά είναι ανακαίνιση.

Η λέξη μέγκλα λέγεται για κάτι το πολύ καλό, εκλεκτής ποιότητας. Ανήκει βέβαια στο μάγκικο λεξιλόγιο, αλλά είναι αρκετά διαδεδομένη, τόσο ώστε να λημματογραφείται στα σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας. Χρησιμοποιείται σήμερα ως χαρακτηριστικό ενός εκλεκτού πράγματος: Αγόρασα ένα κουστουμάκι μέγκλα! αλλά και επιρρηματικά: Περάσαμε μέγκλα στο πάρτι. 

Η προέλευση της μέγκλας από το made in England απορρίπτεται καταρχάς για φωνητικούς λόγους. Η συναρπαγή αυτή κρίνεται απίθανη, διότι παραλείπονται συλλαβές χωρίς να πληρούνται οι απλολογικοί όροι.

Όμως εναντίον της αγγλικής προέλευσης συνηγορούν και χρονολογικές παράμετροι. Ένας γενικός εμπειρικός κανόνας είναι ότι λέξεις του 19ου αιώνα ή και των αρχών του 20ού δεν είναι πολύ πιθανό να έρχονται απευθείας από τα αγγλικά  στα ελληνικά (χωρίς μεσολάβηση γαλλικών ή ιταλικών ως ενδιάμεσων) εκτός αν ανήκουν στο ναυτικό λεξιλόγιο. Η λέξη «μέγκλα» είναι βέβαια του λαϊκού λεξιλογίου, οπότε οι καταγραφές σπανίζουν, πάντως, όπως θα δούμε, έχει ανευρέσεις από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ άλλες λέξεις της ίδιας οικογένειας από τον 19ο αιώνα, οπότε η αγγλική προέλευση γίνεται απίθανη.

Το λεξικό του Μπαμπινιώτη (και όμοια το ΜΗΛΝΕΓ) υποστηρίζει, βάσιμα πιστεύω, ότι η μέγκλα = κάτι το εκλεκτό ανάγεται στην ποντιακή λέξη μέγκλα = πέος, που πέρασε μέσω της αργκό ως κάτι εύσημο. Η ποντιακή λέξη με τη σειρά της ανάγεται στο δημώδες λατινικό mencla, και αυτό στο λατιν. mentula, ίδιας σημασίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Πόντιοι | Με ετικέτα: , , , , | 140 Σχόλια »

Ο θεϊκός καρπός ξανά

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2022

Έχω ταξίδια αυτές τις μέρες, οπότε καταφεύγω στις επαναλήψεις, διότι, όπως λέγαμε τις προάλλες, πώς αλλιώς θα καταφέρω να κρατήσω αδιάσπαστο το σερί της καθημερινής δημοσίευσης;

Θα επαναλάβω λοιπόν ένα άρθρο για το σταφύλι, που είχε δημοσιευτεί το 2016, πριν από έξι χρόνια δηλαδή. Να σημειώσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε επίσης δημοσιεύσει άρθρο για τη σταφίδα, καθώς και για τα φρασεολογικά του αμπελιού.

Λοιπόν, το σταφύλι είναι καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος. Βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσαμε να γράψουμε· για να μην πάρει μεγάλη έκταση το άρθρο δεν θα επεκταθούμε καθόλου στο κρασί (για το οποίο ακόμα δεν έχουμε βάλει άρθρο, και βεβαίως γι’ αυτό μπορεί να γραφτεί επίσης άλλο βιβλίο!) και θα κάνουμε την σχεδόν ιερόσυλη επιλογή να αντιμετωπίσουμε τα σταφύλια σαν ένα φρούτο όπως όλα τα άλλα, ενώ δεν είναι.

Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές. Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας –αλλά στη σταφίδα έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.

Οι αρχαίοι έλεγαν άμπελο το φυτό, ενώ για τον καρπό είχαν δυο λέξεις, βότρυς και σταφυλή. Η λέξη βότρυς, που θεωρείται προελληνικό δάνειο, σπάνια χρησιμοποιείται πια, και όταν χρησιμοποιείται σημαίνει το τσαμπί· αλλά η σταφυλή, μέσω του ελληνιστικού υποκοριστικού σταφύλιον έδωσε το δικό μας σταφύλι. Παρομοίως η άμπελος έδωσε το αμπέλι, αλλά αμπέλι σε μας είναι τόσο το μεμονωμένο φυτό, το κλήμα, όσο και, συχνότερα, η έκταση η φυτεμένη με τέτοια φυτά. Η λέξη κλήμα, πάλι, είναι επίσης αρχαία, αλλά στην αρχαιότητα σήμαινε τα κλαδιά του φυτού, που σήμερα τα λέμε κληματσίδες ή κληματόβεργες. Τη διάκριση τη βλέπουμε παραστατικά στο γνωστό ευαγγελικό χωρίο «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάν. 15:5) δηλαδή ο Χριστός είναι το δέντρο και οι μαθητές τα κλαδιά. Το κλήμα προέρχεται από το ρ. κλω, σπάζω, απ’ όπου και το κλάσμα και η άλλη δύσοσμη λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 131 Σχόλια »

Είκοσι χρόνια άκαπνος

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2022

Σήμερα έχω επέτειο και ήδη το μαρτύρησα από τον τίτλο: συμπληρώνονται σήμερα 20 χρόνια που δεν καπνίζω. Στρογγυλή επέτειος, λέω λοιπόν να της αφιερώσω το σημερινό άρθρο -το οποίο κατα μεγάλο μέρος επαναλαμβάνει προηγούμενα άρθρα που είχα αφιερώσει στην προσωπική αυτή επέτειο το 2012 και το 2016.

Κάπνιζα από τις τελευταίες τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, μάλλον από την Ε’ τάξη, δηλαδή περίπου από το 1976. Πρώτα Καρέλια, μετά Άσο φίλτρο, έπειτα Ελλάς σπέσιαλ με το ωραίο πακέτο -αλλά δεν τα έβρισκα εύκολα- ώσπου τελικά κατέληξα στον Άσο σκέτο, πολλά χρόνια.

Όταν έφυγα για το Λουξεμβούργο, είχα πάρει μαζί μου μια ποσότητα, αλλά σύντομα εξαντλήθηκε, οπότε βρήκα μια ντόπια μάρκα, τη μοναδική που έβγαζε και άφιλτρα, σε ροζ πακέτο, Μέριλαντ το όνομα. Επειδή τα εδώ πακέτα είχαν 25 τσιγάρα αντί για 20 των ελληνικών, ασυναίσθητα συνέχιζα να καπνίζω «το ίδιο», δηλαδή λίγο παραπάνω από ένα πακέτο, ενώ βέβαια κάπνιζα περισσότερο -σαν τον γιωταχή που δεν καταλαβαίνει την αύξηση της τιμής της βενζίνης επειδή εκείνος βάζει σταθερά ένα πενηντάρικο.

Ωστόσο, δεν ξέχασα τον Άσο, διότι το κάπνισμα, σε μένα, είχε οικολογικούς περιορισμούς: δεν άντεχα τα ελληνικά τσιγάρα στην Εσπερία και τα ξένα τσιγάρα στην Ελλάδα -και είχα φτιάξει τη θεωρία ότι είναι προσαρμοσμένα για την υγρασία του τόπου άρα ακατάλληλα για μέρη με διαφορετική υγρασία. (Παρόμοια οικολογική ευαισθησία έχω και στα ποτά: δεν μου αρέσει το ούζο έξω ή το κονιάκ στην Ελλάδα, αν και το τσίπουρο περνάει τα σύνορα).

Με τον καιρό είχα φτάσει να καπνίζω περισσότερο, καμιά σαρανταριά τσιγάρα. Ήθελα να το κόψω, δεν το αποφάσιζα όμως. Πρέπει όμως να πω ότι προσαρμοζόμουν χωρίς να δυσανασχετώ σε περιορισμούς: αν απαγορευόταν να καπνίσω, δεν κάπνιζα και δεν αισθανόμουν φοβερό πρόβλημα. Επίσης, από τότε που γεννήθηκαν τα παιδιά, για να καπνίσω έβγαινα έξω ή στο μπαλκόνι.

Πριν από 20 χρόνια τέτοιες μέρες βρισκόμουν στην Ελλάδα με άδεια, και μια αρρώστια των παιδιών μάς είχε κάνει να ματαιώσουμε τις διακοπές που σχεδιάζαμε. Ήμουν εκνευρισμένος και με κάτι άλλες μικροαναποδιές, που τις έχω ξεχάσει, κι έτσι κάπνιζα περισσότερο. Το απόγευμα γυρίζαμε σπίτι από κάτι ψώνια, κι είχα στο νου μου να πάρω τσιγάρα από τη γωνία, αλλά μετά το ξέχασα -και όταν είδα πως έχω απομείνει με δυο τσιγάρα στο πακέτο, από τον εκνευρισμό μου το πέταξα. Το βράδυ εκείνο δεν βγήκαμε -ήταν τα παιδιά άρρωστα- και δεν βγήκα κι εγώ, ούτε για το περίπτερο.

Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί είχα συμπληρώσει 16 ώρες ατσίγαρος -κάτι που ελάχιστες φορές μου είχε συμβεί στη ζωή μου ως τότε. Είπα λοιπόν να μην αγοράσω τσιγάρα, να δω πού θα πάει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα μεγάλη επιθυμία, κι από την άλλη  μου άρεσε η ασυνήθιστη κατάσταση, να μην έχω τσιγάρο στο χέρι ή πακέτο στην τσέπη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Κάπνισμα, Καθημερινότητα, Προσωπικά, Σκάκι | Με ετικέτα: , | 88 Σχόλια »

Ιστολογικά κεσάτια 2022

Posted by sarant στο 12 Αυγούστου, 2022

Παραδοσιακά, οι πέντε-δέκα μέρες γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο είναι από τις περιόδους με τη μικρότερη κίνηση στα ιστολόγια, και η τάση αυτή ισχύει και φέτος.

Οπότε, θα συνεχίσω με μια παράδοση του ιστολογίου, δηλαδή θα ανεβάσω και πάλι σήμερα, ξανακοιταγμένο και ελαφρώς τροποποιημένο, ένα άρθρο που πρώτη φορά το ανέβασα τέτοιες μέρες το 2009 και που έκτοτε το ανεβάζω σχεδόν κάθε χρόνο, τις περισσότερες χρονιές που υπάρχει το ιστολόγιο (πλάκα-πλάκα, τούτος είναι ο δέκατος τέταρτος ιστολογημένος μου Αύγουστος).

Η ανάπαυλα αυτή δίνει και στον ιστολόγο μία μέρα ημιρεπό, μια και το σερί των αναρτήσεων, ένα άρθρο τη μέρα, συνεχίζεται αδιάλειπτο από τα τέλη Ιανουαρίου του 2014. Θα μου πεις, συμβιβάζεται αδιάλειπτο σερί με επαναλήψεις; Ιστορικός συμβιβασμός, θα απαντήσω.

Στη φωτογραφία, που είναι παρμένη το 2009 ή νωρίτερα από την οδόν Αιόλου, βλέπουμε δυο μαγαζάτορες που, επειδή έχουν κεσάτια, παίζουν τάβλι.

Τα κεσάτια βέβαια είναι οι αναδουλειές, στερεότυπη εμπορική απάντηση που την ακούμε ταχτικά στην αγορά, πολύ πριν από την κρίση. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (kesat), αραβοπερσικής αρχής, και φαίνεται ότι οι έμποροι από πολύ παλιά τη χρησιμοποιούσαν, αν θυμηθούμε ένα γουστόζικο ανέκδοτο με τον βασιλιά Όθωνα, όπως το καταγράφει στην Ιστορική ανθολογία του ο Γ. Βλαχογιάννης:

Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
     Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, […] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου […], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
     ― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
     ― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
     Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
     ― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
     Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
     ― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
     ― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
     Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
     ― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.

Προσθέτω ότι η πρώτη εμφάνιση της λέξης στη γραμματεία μας φαίνεται να είναι στον πάπα-Συναδινό, τον 17ο αιώνα, ο οποίος μας λέει ότι ύστερα από μια νομισματική μεταρρύθμιση που αποφάσισε ο βεζιρης Μουσταφά πασάς «και έτζι εγίνην μεγάλο κεσάτι εις τα πάντα εις όλον τον κόσμον και μεγάλην στενοχωρίαν είχαν πάντες άνθρωποι και εζημιώθηκαν όλοι τους, μικροί τε και μεγάλοι».

Κεσάτια λοιπόν αυτή την περίοδο στα ιστολόγια και με αυτή την ευκαιρία είχαμε θυμηθεί ένα αστείο κειμενάκι που κυκλοφορεί εδώ και καιρό στο Διαδίκτυο, με τις απαντήσεις που υποτίθεται ότι δίνουν διάφοροι επαγγελματίες που έχουν κεσάτια. Στο κείμενο αυτό πρόσθεσα μερικές νέες απαντήσεις που είχαν προταθεί όταν αναρτήθηκε το ίδιο κείμενο στο φόρουμ Λεξιλογία, και μερικές από αυτές που προτείνατε με σχόλιά σας τις προηγούμενες φορές που το συζητήσαμε εδώ, οπότε τώρα παρουσιάζω τον συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο κατάλογο. Συμπληρώσεις γίνονται ευχαρίστως δεκτές στα σχόλια.

Ωστόσο, ενώ έχω εμπλουτίσει τον κατάλογο, ενσωματώνοντας και κάποιες απαντήσεις που αφορούσαν την πανδημική πραγματικότητα, δεν έχω προσθέσει απαντήσεις σχετικές με την τρέχουσα επικαιρότητα. Αλλά μπορώ να το κάνω εδώ, στον πρόλογο, για να αναδείξω και αυτή την πτυχή.

Ωτακουστής νόμιμης επισύνδεσης στην ΕΥΠ: Ούτε φωνή ούτε ακρόαση!

«Επαγγελματικές» απαντήσεις στην ερώτηση «Πώς πάει η δουλειά;»

Φούρναρης: ψίχουλα
Μανάβης: κολοκύθια
Αγρότης: ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ανθοπώλης: μαρασμός
Υφασματέμπορος: πανί με πανί
Ψαράς: ούτε λέπι
Φαρμακοποιός: με το σταγονόμετρο
Ηλεκτρολόγος: δεν βλέπω φως
Υδραυλικός: μούφα η δουλειά
Mηχανικός αυτοκινήτων: στο ρελαντί
Έμπορος χαλιών: χάλια
Κομμωτής: τρίχες
Ψιλικατζής: ψιλοπράματα
Νεκροθάφτης: ψόφια πράματα
Ο απέναντι νεκροθάφτης: μεγάλη νέκρα
Οφθαλμίατρος : θολά τα βλέπω…
Μακιγιέρ : χλομά τα πράγματα..
Ορθοπ*δικός : κούτσα-κούτσα…
Βοθρατζής: σκ**
Ο απέναντι βοθρατζής: Χέσε μέσα
Δύτης: πιάσαμε πάτο
Υποδηματοπώλης: άνθρωπος δεν πατάει
Πιλότος: Χαμηλές πτήσεις
Χρηματιστής: Λίμιτ ντάουν
Μάγειρας: βράσε όρυζα
Οδική βοήθεια: μείναμε
Γραφείο συνοικεσίων: ξεμείναμε
Γεωπόνος: χαιρέτα μου τον πλάτανο
Θεατρώνης: Χ… θέατρο
Ηθοποιός: δράμα
Μετεωρολόγος: Βαρομετρικό χαμηλό
Ποδοσφαιριστής: Χάσαμε τη μπάλα
Συγγραφέας: Ούτε λέξη!
Παπάς: Πάμε κατά διαόλου
Εργοστασιάρχης: πάγωσε η τσιμινιέρα
Κηπουρός: δεν κουνιέται φύλλο
Κλειδαράς: λουκέτο θα βάλουμε
Μαθηματικός: μηδέν εις το πηλίκο
Έμπορος λευκών ειδών: μαυρίλα
Αστρονόμος: μαύρη τρύπα
Εφοπλιστής: βουλιάξαμε!
Χρωματοπώλης: τη βάψαμε
Ελαιοχρωματιστής: μαυρίλα
Κηπουρός: Ξεραΐλα
Χαρτοπαίκτης: Ταπί και ψύχραιμος
Άλλος χαρτοπαίχτης: Μείναμε στον άσο!
Ποκαδόρος: Ανέπαφος!
Οπτικός: Σκούρα τα πράγματα
Ζαχαροπλάστης: πίκρα
Αρωματοπώλης: βρώμα η δουλειά…
Καρεκλοποιός: Δεν έχει κάτσει τίποτα
Εταιρεία απεντομώσεων: βαράμε μύγες
Σκακιστής: Νούλα
Σκακιστής (επαγγελματίας):Zugzwang
Συλλέκτης νομισμάτων: πενταροδεκάρες
Σεναριογράφος : Δεν έχω ιδέα
Συντηρητής έργων τέχνης: τα ξύνουμε
Κουφωματάς: κατεβάσαμε ρολά
Βοτανοσυλλέκτης: βάλ’του ρίγανη!
Βουλκανιζατέρ: μείναμε από λάστιχο!
Άλλο βουλκανιζατέρ: Φούιτ
Εστιατόριο: Πείνα!
Οινοποιός: καλά κρασιά!
Αμπελουργός: έπεσε περονόσπορος!
Ψάλτης: άλαλα τα χείλη!
Εκφωνητής: δεν έχω λόγια
Λοιμωξιολόγος: φλάταρε η καμπύλη
Υπεύθυνος κέντρου εμβολιασμού: ούτε τσίμπημα!
Ηλεκτρολόγος: μπλακάουτ
Μουσικός: παύση διαρκείας
Webmaster: 404
Στρατιωτικός: ούτε με σφαίρες
Πωλητής εμφιαλωμένου νερού: στερέψαμε!

 

και βέβαια….

Υπεύθυνος ιστολογίου: Ουδέν σχόλιον!

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα | Με ετικέτα: , , , , , , | 89 Σχόλια »

Από πότε λέμε «γεια σου»; (επανάληψη)

Posted by sarant στο 21 Ιουλίου, 2022

Επειδή έχω ταξίδι αυτές τις μέρες, καταφεύγω στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης, μάλιστα της διπλοεπανάληψης, αφού το σημερινό άρθρο είχε αρχικά δημοσιευτεί στο ιστολόγιο τη δεύτερη μέρα της ζωής του, οπότε δεν το είχαν δει και πολλοί, κι έτσι το ξαναδημοσίευσα τον Ιούλιο του 2012. Ήδη, από εκείνη τη δεύτερη δημοσίευση έχουν περάσει 10 χρόνια -πώς περνάνε! Αρκετοί σχολιαστές έχουν μείνει οι ίδιοι, κάποιοι έχουν σταματήσει να γράφουν, όμως έχουν προστεθεί άλλοι πολλοί -οπότε, σκέφτομαι, δεν είναι άσκοπη η σημερινή επανάληψη, αφού το θέμα έχει, θαρρώ, μεγάλο ενδιαφέρον γλωσσικό. Έχω κάνει μερικές αλλαγές από την προηγούμενη δημοσίευση και μια ουσιαστική προσθήκη στο τέλος.

Ο χαιρετισμός «γεια» ή «γεια σου» ή «γεια χαρά» είναι ο πιο συνηθισμένος στα ελληνικά και τον χρησιμοποιούμε πολλές φορές κάθε μέρα όταν συναντάμε γνωστούς μας ή όταν τους αποχαιρετάμε.

Το «γεια» προέρχεται από το αρχαίο «υγεία» μέσω του μεσαιωνικού «υγειά». Και οι ξένοι που επισκέπτονται την Ελλάδα μαθαίνουν αμέσως το Yassou, και θα σας έχει τύχει, όταν γνωρίζεστε με ξένους εκτός Ελλάδος να σας πουν το Yassou ως φιλοφρόνηση ή για να δείξουν ότι ξέρουν και μια ελληνική λέξη.

Όχι τυχαία, σε έναν διαγωνισμό της Γιουροβίζιον πριν από μερικά χρόνια (το 2007), η ελληνική συμμετοχή, στην επιδίωξη ενός διεθνώς αναγνωρίσιμου τίτλου, ήταν το τραγούδι «Γεια σου Μαρία» ή μάλλον Yassou Maria, που πήρε την 7η θέση στον διαγωνισμό.

Θα λέγαμε λοιπόν ότι έχουμε ταυτισθεί με το «Γεια σου» -από πότε όμως υπάρχει η έκφραση στη γλώσσα μας; Από πότε λέμε «γεια σου»; Στο μεσαιωνικό λεξικό του Δουκαγγίου (Du Cange) που εκδόθηκε το 1688, καταγράφεται το «γειάσου» και ερμηνεύεται, σωστά, με τα αρχαιοπρεπή «χαίρε, έρρωσο, υγίαινε». Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια βρέθηκε μια πολύ πρωιμότερη εμφάνιση της έκφρασης.

Ο φλωρεντινός διδακτικός ποιητής Fazio degli Uberti (1305- μετά το 1367) μπορεί να μην είναι γνωστός παρά σε ελάχιστους, αλλά αξίζει την προσοχή μας από σπόντα. Ήταν γόνος παλιάς φλωρεντινής οικογένειας (του κλάδου των Γιβελίνων) που μνημονεύεται στην Κόλαση του Δάντη, και η οποία είχε εξοριστεί για πολιτικούς λόγους από τη γενέθλια πόλη. Έτσι, ο ποιητής γεννήθηκε στην Πίζα και έζησε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας επιδιώκοντας πάντα να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Μάταια, αφού πέθανε στη Βερόνα.

Το έργο της ζωής του ήταν ένα μεγάλο διδακτικό ποίημα, Il Dittamondo (που είναι εξιταλισμός του λατινικού Dicta Mundi και σημαίνει κάτι σαν «Αφηγήσεις για την οικουμένη»), σαφώς επηρεασμένο από τον Δάντη. Το δούλευε είκοσι χρόνια χωρίς να το τελειώσει και σ’ αυτό αφηγείται τις περιπλανήσεις του σε όλα τα μέρη του γνωστού τότε κόσμου.

Στο τρίτο βιβλίο και στο 23ο κεφάλαιο υπάρχει το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Γιατί μας ενδιαφέρει; Διότι μας διασώζει, σε προφορικό λόγο, φράσεις ελληνικές που δεν έχουν καταγραφεί σε ελληνικά κείμενα παρά πολύ αργότερα -ας όψεται η διγλωσσία που ταλανίζει τον τόπο από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά.

Έτσι, στο ποίημα αυτό, που ξεκίνησε να γράφεται το 1346, βρίσκουμε τις ελληνικότατες φράσεις Γεια σουΚαλώς ήρθεςΞεύρεις φραγκικά; Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω γλώσσεςΠαρακαλώ σε φίλε μουΜετά χαράς, φυσικά γραμμένες στο λατινικό αλφάβητο, αφού το ποίημα είναι γραμμένο στα ιταλικά.

Το απόσπασμα του ποιήματος που μας ενδιαφέρει είναι:

E giunto a lui, de la bocca m’uscio
Jiá su” e fu greco il saluto,
perché l’abito suo greco scoprio. 30
Ed ello, come accorto e proveduto,
Calós írtes allora mi rispose,
allegro piú che non l’avea veduto.
Cosí parlato insieme molte cose,
ípeto: xéuris franchicá? Ed esso: 35
Ime roméos e xéuro plus glose.
E io: Paracaló se, fíle mu; apresso
mílise franchicá ancor gli dissi.
Metá charás, fu sua risposta adesso.

Πρόχειρη μετάφραση:

Φτάνοντας κοντά του, από το στόμα μου βγήκε
ένα «Γεια σου», που είναι ελληνικός χαιρετισμός,
γιατί τα ρούχα του φανέρωναν τον Έλληνα.
Κι εκείνος, σαν να ήταν προετοιμασμένος,
«Καλώς ήρθες», μου απαντάει τώρα
πιο χαρωπός απ’ όσο πριν τον είδα.
Κι  έτσι κουβεντιάσαμε πολλά και διάφορα
και του είπα: «Ξεύρεις φραγκικά;» Κι εκείνος:
«Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω πολλές γλώσσες».
Κι εγώ μετά: «Παρακαλώ σε φίλε μου,
μίλησέ μου φραγκικά», του είπα.
«Μετά χαράς», απάντησε αμέσως.

Και λίγους στίχους πιο κάτω, όταν τον ρωτάει πού πηγαίνει, ο Ρωμιός τού απαντάει χρησιμοποιώντας μια ακόμα ελληνική λέξη:

“Qui presso a una chora, dove il re Pirro anticamente stava”, δηλαδή «Εδώ κοντά σε μια χώρα όπου παλιά ήταν ο βασιλιάς ο Πύρρος».

Στο υπόλοιπο έργο, απ’ όσο κοίταξα, δεν υπάρχουν άλλες ελληνικές λέξεις -αλλά και πάλι, νομίζω πως η ανακάλυψη είναι εντυπωσιακή. Ώστε πριν από 676 χρόνια, οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτό τον τόπο χρησιμοποιούσαν φράσεις πολύ όμοιες με τις σημερινές!

Να προσέξουμε κάτι, ότι από το μέτρο του δεύτερου στίχου τεκμαίρεται πως στην εποχή του ποιήματος το «Γειάσου» το πρόφερναν τρισύλλαβο, είτε «Γει-ά-σου» είτε «Υ-γειά-σου».

Για να μη βλογάω τα γένια μου: το εύρημα δεν είναι δικό μου. Ο γλωσσολόγος Νίκος Νικολάου το βρήκε, ο Nick Nicholas δηλαδή, που σχολιάζει και εδώ κατά καιρούς, ο ελληνοαυστραλός μάγος του TLG και μεταφραστής (μαζί με τον Γιώργο Μπαλόγλου) της Παιδιοφράστου διηγήσεως των τετραπόδων ζώων στα αγγλικά. Μου το είχε στείλει σε ανύποπτο χρόνο, που λένε, πριν από καμιά εικοσαετία, σε κάποια αλλαγή υπολογιστή έχασα το ηλεμήνυμα αλλά τελικά ξαναβρήκα το κείμενο χάρη στο γκουγκλ που βλέπει τα πάντα. Ο Νίκολας είχε γράψει κι αυτός κάτι για το ποίημα αυτό, στο ιστολόγιό του.

Πάντως, θα συμφωνήσετε ότι είναι αρκετά εντυπωσιακό εύρημα! Αν πάλι το μικρό απόσπασμα από το Dittamondo σάς άνοιξε την όρεξη και θέλετε να γνωρίσετε και το υπόλοιπο ποίημα, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ, αν ξέρετε ιταλικά, φοβάμαι όμως πως δεν θα το βρείτε τρομερά συναρπαστικό.

Στην προηγούμενη δημοσίευση του άρθρου, ο φίλος Νότης Τουφεξής είχε παραθέσει αποσπάσματα από ένα άλλο έργο, κατά 150 χρόνια μεταγενέστερο. Πρόκειται για το ταξιδιωτικό κείμενο του Γερμανού ιππότη Άρνολντ φον Χαρφ, ο οποίος το 1496 με 1499 πήγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και πέρασε, το 1497, από τη Ρόδο. Ο Χαρφ παραθετει το ελληνικό αλφάβητο και έχει και έναν σύντομο κατάλογο με λέξεις και φράσεις με την αντιστοιχία τους στα γερμανικά της εποχής,

Το βιβλίο του Χαρφ το βρίσκετε εδώ, κι αν πάτε στη σελίδα 75 θα δείτε τον κατάλογο που αρχίζει με τα βασικά: ψωμί, κρασί, νερό, κρέας:

ipschomij broyt

kressij wijn

nero wasser

kreyas vleysch

Ο Χαρφ μεταγράφει κάπως ιδιότροπα τα ελληνικά, και φαίνεται να έχει κάνει ένα λάθος, αφού μετά τα «κυρά» και «κόρη» έχει το more που σημαίνει «νεαρός» ενώ προφανώς καταγράφει την προσφώνηση «μωρέ».

Προσέξτε ότι ανάμεσα στις φράσεις πρώτης ανάγκης που σημειώνει είναι και kyratza gamysso sena ego, kyrasche nazis gymati meto sena [κυρά μου, να ζεις, άσε με να κοιμηθώ με τα σένα], kyrasche egome panda dycosso [είμαι πάντα δικός σου].

Τις απαντήσεις που του έδωσαν δεν τις έχει, πάντως.

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Επαναλήψεις, Ιστορίες λέξεων, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , , | 155 Σχόλια »

Δαμασκηνά δαμάσκηνα, κορόμηλα, μπουρνέλες

Posted by sarant στο 29 Ιουνίου, 2022

Επανάληψη θα βάλουμε σήμερα, ένα ακόμα από τα άρθρα της σειράς των οπωρικών. Είπα όμως να αλλάξω τον τίτλο του άρθρου για να γίνει πιο φανερό ποιο φρούτο (ή, ποια φρούτα) εννοούμε. Έτσι κι αλλιώς, έχουν περάσει εφτά χρόνια από το προηγούμενο εκείνο άρθρο, οπότε κάποιοι δεν θα το θυμάστε.

Μια από τις πιο παλιές πόλεις του μεσογειακού χώρου που κατοικούνται συνεχώς από την αρχαιότητα ως τα σήμερα, είναι κι η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας. Δαμασκός στα ελληνικά, Ντιμάσκ αλ-Σαμ στα αραβικά, Damas στα γαλλικά, πόλη που κάποτε ήταν ζηλευτή για τα πλούτη της και είχε δώσει τ’ όνομά της σε ένα σωρό περιζήτητα προϊόντα της, όπως είναι το δαμάσκο ύφασμα, πολύχρωμο μεταξωτό με αργυρά και χρυσά νήματα (damask στα αγγλικά), το δαμασκηνό ατσάλι, που διακρινόταν για την σκληρότητα και την αντοχή του ή το δαμασκί σπαθί, φτιαγμένο από δαμασκηνό ατσάλι αλλά και με ένθετα χρυσά ή αργυρά σχέδια.

Το σπαθί αυτό, που το λέγαν διμισκί ή ντιμισκί, ήταν περιζήτητο αν και βεβαια έπρεπε να ξέρεις να το κουμαντάρεις -όπως περηφανεύεται κάπου ο Μακρυγιάννης «τα σπαθιά των τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες».

Αλλά εδώ δεν κάνουμε ιστορία, ούτε γεωγραφία· ταξιδεύουμε στον κόσμο των οπωρικών, και το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στο φρούτο από τη Δαμασκό, το δαμάσκηνο.

Είναι όμως ένα φρούτο το δαμάσκηνο ή μια οικογένεια; Τι γίνεται με τα κορόμηλα; Με τις μπουρνέλες ή βανίλιες; Πρόκειται για ποικιλίες που προέρχονται από πολύ συγγενικά δέντρα· εδώ θα τα εξετάσουμε όλα μαζί: και τα μοβ ελλειψοειδή μεσαίου μεγέθους  (τα δαμάσκηνα), και τα μικρά στρογγυλά πράσινα ή κόκκινα ή κίτρινα (τα κορόμηλα), και τα μεγάλα στρογγυλά μοβ ή κίτρινα (μπουρνέλες ή βανίλιες), ακόμα και τους καρπούς της εικόνας, που εγώ δαμάσκηνα θα τα έλεγα, αλλά η ελληνική βικιπαίδεια τα θέλει κορόμηλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 68 Σχόλια »

Τι εστί βερίκοκο είπαμε;

Posted by sarant στο 14 Ιουνίου, 2022

Διότι βρισκόμαστε στην εποχή του βερίκοκου -και όχι μόνο. Στο ιστολόγιο αγαπάμε τα φρούτα κι έχουμε γράψει άρθρα για όλα σχεδόν τα οπωρικά, άρθρα που συμπεριλήφθηκαν στη συνέχεια στο βιβλίο «Οπωροφόρες λέξεις» (2013). Τα άρθρα εκείνα τα αναδημοσιεύω κάθε πέντε χρόνια περίπου, για να παίρνω μιαν  ανάσα από το μαγκανοπήγαδο της καθημερινής αρθρογραφίας. Οπότε, σήμερα που έχω και ταξίδι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λέει το κλισέ, για να ξαναπαρουσιάσω το άρθρο για τα βερίκοκα, που τελευταία φορά το είχα (ανα)δημοσιεύσει το 2017, περίπου τέτοιες μέρες και τότε. Το εμπλουτίζω όμως λιγάκι, να διαφέρει από την προηγούμενη δημοσίευση, να μην αισθανθείτε ότι σας ρίχνω.

Άλλα φρούτα βρίσκονται σχεδόν ολοχρονίς στην αγορά, άλλα επί μήνες, άλλα όμως μόνο για λίγες εβδομάδες. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι τα βερίκοκα· ακόμα και σήμερα που με την εκμηδένιση των αποστάσεων ο πάγκος του μανάβη γεμίζει καρπούς από μακρινά μέρη, η εποχή του βερίκοκου είναι μάλλον σύντομη, κάτι εβδομάδες τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Αλλά, ας δούμε τι εστί βερίκοκο. Και ξεκινάω μ’ ένα πρόχειρο κουίζ. Ποια είναι η απώτερη καταγωγή της λέξης βερίκοκο; Ελληνική, λατινική, αραβική, ινδική ή άλλη; Αν υποθέσατε καταγωγή από την Ανατολή, λυπάμαι αλλά πέσατε έξω. Το φρούτο από την Ανατολή μάς ήρθε, η λέξη που το περιγράφει όχι, τουλάχιστον όχι η λέξη «βερίκοκο». Το βερίκοκο είναι λέξη που έχει περάσει από σαράντα κύματα.

Η σημερινή του επιστημονική ονομασία, στα λατινικά, είναι Prunus armeniaca, παναπεί «αρμένικο δαμάσκηνο» αλλά δεν είναι ούτε δαμάσκηνο ούτε αρμένικο. Οι εγκυκλοπαίδειες λένε πως πατρίδα του ήταν η Κίνα, αλλά είναι γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι το γνώρισαν (από τις εκστρατείες του Μεγαλέξαντρου ή από τον Λούκουλλο) σαν είδος εισαγόμενο από την Αρμενία κι έτσι τα βερίκοκα τα είπαν armeniaca, αρμενιακά. Κι επειδή το βερίκοκο ωριμάζει νωρίτερα από άλλα παρόμοια φρούτα σαν το ροδάκινο, το είπαν praecoquium, πρώιμο. Η λέξη πέρασε και στα ελληνικά και οι δυο ονομασίες συνυπήρξαν για καιρό, αρμενιακά και πραικόκια (που το γράψαν και με δύο κάπα, πραικόκκια, παρετυμολογία με το κόκκος, που βαστάει ακόμα στη γραφή βερίκοκκο· όσο για την ακόμα συχνότερη ανορθόγραφη παραλλαγή με ύψιλον, βερύκοκκο ή βερύκοκο, δεν έχει καμιά βάση). Καθώς για τους Έλληνες δεν είχε ετυμολογική διαφάνεια η λέξη «πρεκόκια», ήταν εύκολο να εμφανιστεί και τύπος «βρεκόκια». Λέει κάπου ο Διοσκουρίδης, αφού περιγράψει τα περσικά μήλα (δηλ. τα ροδάκινα):

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

Διαβάζοντας κανείς τους διάφορους γιατρούς συγγραφείς της ελληνιστικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, βλέπει να χρησιμοποιούνται για τα βερίκοκα οι εξής ονομασίες: πραικόκκια, πρεκόκια, βρεκόκια, βερεκόκια, βερικόκκια, βερίκοκκα: η αλυσίδα της εξέλιξης της λέξης διαγράφεται αρκετά καλά. Κι έτσι, από τα πραικόκκια που οι έλληνες της ελληνιστικής εποχής τα αντιλαμβάνονταν σαν λέξη λατινική, φτάσαμε στα βερίκοκκα. Η κατάσταση είναι αρκετά μπερδεμένη, πάντως, διότι τυχαίνει ακόμα και ο ίδιος συγγραφέας άλλοτε να θεωρεί τα πραικόκκια συνώνυμα των αρμενιακών και άλλοτε διαφορετικό καρπό.

Έχουμε φτάσει στο βερεκόκκιο ή βερικόκιο της ύστερης αρχαιότητας. Τη λέξη τη δανείζονται οι άραβες, ως μπαρκούκ, ή μάλλον αλ-μπαρκούκ με το άρθρο κι έχει σημασία εδώ το άρθρο, διότι έτσι περνάει η λέξη στα ισπανικά με την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες: albaricoque, και από εκεί στα καταλάνικα abercoc, στα ιταλικά albicocca, στα γαλλικά abricot, στα αγγλικά apricot.

Το αστείο είναι ότι αφού διαδόθηκε η λέξη σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, το barquq στις αραβικές χώρες άλλαξε σημασία και σήμερα σημαίνει «δαμάσκηνο», ενώ το βερίκοκο λέγεται μισμίς.

Να πούμε εδώ ότι ενώ η Δυτική και Βόρεια Ευρώπη έχει ονομασίες για το βερίκοκο που παράγονται από το barquq, το παλιό armeniacum επιβιώνει σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες. Πράγματι, από το armeniacum προέκυψε το ιταλ. armellino, που σήμερα ελάχιστα λέγεται στην Ιταλία, έδωσε όμως το γερμανικό Μarille, απ’ όπου το τσέχικο merunka, το πολωνικό morela, το σερβοκροάτικο marelica και μερικά ακόμα.

Στα ελληνικά έχουμε κι άλλες ονομασίες για τα βερίκοκα. Τα λέμε «καϊσιά», που είναι τουρκικό δάνειο (kaysi). Η ρουμάνικη, η βουλγάρικη και η σερβική λέξη για τα βερίκοκα είναι επίσης δάνειο από το kaysi. Στο στρατό είχα γνωρίσει έναν Καϊσίδη κι έναν Βερικοκίδη. Θαρρώ πρόκειται για το ίδιο επίθετο, μόνο που οι πρόσφυγες πρόγονοι του δεύτερου έτυχαν σε πιο δραστήριο ληξίαρχο. Να πω πάντως ότι σε μερικά μέρη καϊσιά αποκαλούνται όχι όλα τα βερίκοκα αλλά μια ιδιαίτερη ποικιλία τους.

Επίσης, τα βερίκοκα τα λένε, π.χ. στη Θράκη, ζερντέλια ή ζαρταλούδια ή ζέρδελα (ή άλλες παραλλαγές). Όλα αυτά είναι από τα τούρκικα επίσης, zerdali, λέξη που προέρχεται από τα πέρσικα, όπου zardalu είναι το βερίκοκο, κατά λέξη, το «κίτρινο δαμάσκηνο» (zar ο κίτρινος). Από εκεί και ο γλωσσοδέτης: Ανέβηκα στην ζερδελιά, την μπερδελιά και την ζερδελομπερδελοκουκκιά, να κόψω ζέρδελα, μπέρδελα και ζερδελομπερδελόκουκκα. Στην Κύπρο τα λένε χρυσόμηλα.

Οι χώρες γύρω από τη Μεσόγειο παράγουν πολλά βερίκοκα –στη Βικιπαίδεια βρίσκω (στοιχεία 2017) πρώτη σε παραγωγή την Τουρκία, με σχεδόν το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής, και την Ελλάδα ενδέκατη στον κόσμο. Ο Καισάριος Δαπόντες στον Κανόνα περιεκτικό λέει πως τα καλύτερα βερίκοκα είναι της Δαμασκού, πράγμα το οποίο συμφωνεί με την τούρκικη παροιμία bundan iyisi Şam’da kayısı, που λέγεται για κάτι πολύ καλό: «το μόνο καλύτερο απ’ αυτό είναι ένα καϊσί από τη Δαμασκό». Από τη Δαμασκό βεβαίως είναι τα δαμάσκηνα, που τα έχουμε δει σε άλλο άρθρο. Πάντως, επειδή όλα τα φρούτα μπερδεύονται, στα πορτογαλικά το βερίκοκο λέγεται damasco, όπως και σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Οι δυο μεγάλες ποικιλίες βερίκοκου στην Ελλάδα είναι οι Διαμαντοπούλου και Μπεμπέκου. Για τη δεύτερη παραδίδεται ότι την παρουσίασε πρώτος ο παραγωγός Μπεμπέκος από την Ασίνη της Αργολίδας. Συνηθίζεται το όνομα του παραγωγού να δίνεται στην ποικιλία, αλλά, όπως είχε επισημάνει στο προηγούμενο άρθρο ο αείμνηστος φίλος μας ο Γς, υπάρχουν κι άλλες ποικιλίες βερικοκιάς με πιο φαντεζί ονόματα: Λαΐς, Νεφέλη, Νηρηίς, Τύρβη, Δαναΐς, Χαρίεσσα, Νεράϊδα κλπ

Η βερικοκιά είναι καρπός εξαιρετικά συγγενικός με την αμυγδαλιά, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται. Μάλιστα, σε ορισμένες ποικιλίες η ψίχα του κουκουτσιού είναι φαγώσιμη και δεν διαφέρει πολύ από το μύγδαλο, όπως έχει αποτυπωθεί στη μανάβικη κραυγή Σαράντα το βερίκοκο – και το κουκουτσι μύγδαλο. Στο προηγούμενο άρθρο μας, ο παλιός φίλος Σπαθόλουρο είχε βρει δημοσίευση σε εφημερίδα: Το αδόμενον υπό των οπωροπωλών: Σαράντα το βερίκοκο, ρίκο-ρίκο-ρίκοκο (Εμπρός 12/9/1906).

Μια και είπαμε το ρίκο-ρίκο-ρίκοκο, ταιριάζει να βάλουμε και την Αλίκη Βουγιουκλάκη να το τραγουδάει για τον Αντρέα Μπάρκουλη, που είχε μάγουλο βερίκοκο:

Στη φρασεολογία μας, η μοναδική εμφάνιση του βερίκοκου είναι στην παροιμιακή φράση που έβαλα στον τίτλο. Παλιότερα λεγόταν σαν απειλή σε κάποιον που κοκορεύεται ή που μας περιφρονεί: Θα σου δείξω εγώ τι εστί βερίκοκο ή Θα σε μάθω τι εστί βερίκοκο! και έτσι την καταγράφει στο γύρισμα του 20ού αιώνα ο Νικόλαος Πολίτης στη συλλογή του. Σήμερα, η σημασία ίσως έχει κάπως μετατοπιστεί, μια και ο Μπαμπινιώτης πλάι στην απειλή δίνει και τη σημασία της «επισήμανσης της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος».

Το slang.gr αναφέρει ότι η φράση έχει συχνά σεξουαλικό υπονοούμενο, κάτι που δεν είναι αυθαίρετο, αφού πριν πενήντα χρόνια κιόλας, στο 10 του Καραγάτση, υπάρχει το εξής απόσπασμα, σε μια σκηνή όπου εργατοκόριτσα έχουν πιάσει κουβέντα για το σεξ: Οι πιο μικρές σώπαιναν τάχα ντροπιασμένες· με την έκφρασή τους όμως άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι ήξεραν από βερίκοκο, κι ας προσποιούνταν την πάπια.

Περιδιαβάζοντας τα σώματα κειμένων βρίσκουμε κυρίως τη φρ. να χρησιμοποιείται ως απειλή, όχι πολύ διαφορετική από την «θα δεις/θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Άλλωστε, οι δυο σημασίες (απειλή / επισήμανση της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος) τέμνονται. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα «Νύχτες κι αυγές» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, υπάρχει κάποιος στρατηγός που ο αδελφός του, βουλευτής όντας, τις έφαγε στη Βουλή από έναν αντίπαλο βουλευτή. Οπότε ο στρατηγός στέλνει τον γιο του αντίπαλου βουλευτή στο μέτωπο λέγοντας: «Πήγαινε να μάθεις τι εστί βερίκοκο και να μάθει και ο πατέρας σου να σηκώνει μαγκούρα». Εδώ είναι και απειλή και επισήμανση της δυσκολίας.

H παλαιότερη ανεύρεση της φράσης, όπως είχε βρει το Σπαθόλουρο, είναι στον Ρωμηό του Σουρή, το 1891: Γράμμα που μας απέδειξε με γλαφυρά στοιχεία / το τι εστί βερύκοκο και τ’ είναι πειθαρχία.

Ποια είναι όμως η αρχή της φράσης «τι εστί βερίκοκο», δεν σας το είπα… διότι δεν το ξέρω. Ο Νικόλαος Πολίτης λέει ότι πιθανόν στην αρχή της φράσης να κρύβεται μύθος λησμονημένος. Η δική μου εικασία είναι ότι πιθανόν να πρωτοείπε «θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο» ένας νοικοκύρης που έπιασε κάποιον να του κλέβει τα βερίκοκα. Αλλά αυτό είναι σκέτη εικασία. Οπότε, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε ακόμα μάθει τι εστί βερίκοκο, εκτός κι αν καταφύγουμε στον κυκλικό ορισμό που υπάρχει στο γλωσσάριο του πανέξυπνου βιβλίου Ο πάγος του Ξένου Μάζαρη και του Στράτου Μπουλαλάκη: Βερίκοκο είναι αυτό που εστί!

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 94 Σχόλια »