Θα κάνουμε σήμερα μιαν εξαίρεση στις συνήθειες του ιστολογίου, που θέλουν την Κυριακή να δημοσιεύουμε λογοτεχνική ύλη. Θα αναδημοσιεύσω ένα άρθρο, όχι λογοτεχνία λοιπόν, όμως από λογοτεχνικό περιοδικό, από την Επιθεώρηση Τέχνης, το θρυλικό αριστερό λογοτεχνικό και γενικότερα πολιτιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1954 έως το 1967.
Ο λόγος για αυτή την έκτακτη, ας πούμε, δημοσίευση είναι ότι προχτές γιόρτασε τα 78α γενέθλιά του ο Διονύσης Σαββόπουλος, και με την ευκαιρία αυτή ο ηλεφίλος Κωστής Δήμος θυμήθηκε, στη σελίδα του στο Φέισμπουκ, ένα άρθρο του Γιάννη Καλιόρη στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1965, όπου παρουσιάζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε ήδη κυκλοφορήσει κάποια σαρανταπεντάρια (με δύο ή με τέσσερα τραγούδια το καθένα) αλλά όχι ακόμα μεγάλο δίσκο.
Δανείστηκα το κείμενο από τον Κ. Δήμο, κάνοντας αντιπαραβολή με το πρωτότυπο που έχω στο αρχείο μου. Για εικονογράφηση, επειδή το άρθρο δεν είχε φωτογραφίες ή άλλες εικόνες, πήρα το εξώφυλλο και το σημείωμα από ένα extended 45άρι του Σαββόπουλου.

Μια και το άρθρο είναι εκτενές, δεν θα πω άλλα, μόνο θα επισημάνω κάτι αξιοπερίεργο. Το τεύχος στο οποίο δημοσιεύτηκε το άρθρο για τον Σαββόπουλο (μαζί με πλουσιότατη λογοτεχνική ύλη: τις Τρεις άδειες καρέκλες του Σκαρίμπα, 33 ποιήματα του Ρίτσου, άρθρο του Καζαντζάκη για τη Θεία Κωμωδία, πεζογράφημα του Β. Βασιλικού κτλ.) είχε χρονολογική ένδειξη Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1965 (άρα ήταν διπλό), αλλά αριθμό τεύχους 130-132, που θα ταίριαζε σε τριπλό τεύχος. Το λαθάκι έμεινε, κι έτσι το επόμενο τεύχος, του Ιανουαρίου 1966, είχε αριθμό 133.
Το άρθρο του Γιάννη Καλιόρη (διατηρείται η ορθογραφία αλλά με μονοτονικό):
Ένας τραγουδιστής
Μια σύμπτωση οδήγησε κάποιο βράδυ τα βήματά μας στο σπίτι ενός νέου τραγουδιστή — του Διονύση Σαββόπουλου. Είναι ένας νέος εικοσιενός περίπου έτους, ο οποίος σαν τους παλιούς εκείνους «ραψωδούς», τους περιπλανώμενους τροβαδούρους του Μεσαίωνα —που εκφράζονταν μέσα απ’ όλα τα στοιχεία του τραγουδιού πριν το τελευταίο καταμεριστεί σέ «τομείς»—, γράφει τους στίχους και τη μουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας με την κιθάρα του.
Μας τραγούδησε αρκετά απ’ τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη, μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για ν’ αποδόσει αυτήν ακριβώς τήν «ειδοποιό» αίσθησή τους.
«Φύγαμε από το σπίτι του Σαββόπουλου με το κεφάλι γεμάτο μελωδίες, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό που ανελέητα είχε γαντζωθεί πάνω μας».
Ε, λοιπόν όχι, όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ-μοτίβ, απ’ αυτά που τ’ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι «μελωδικά», δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας «μαγνητικά» σημεία αποτυπώνονται εύκολα –ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση, το έξωτερικά «τακτοποιημένο» βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δε μας «αρέσουν» γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις, δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες.
Τα τραγούδια αυτού του είδους, είναι αδύνατο να τα οικειωθούμε σε κάποιο βάθος, με την πρώτη ακρόαση, ή με ακροάσεις ασυνειδητοποίητης προσοχής —αντιστέκονται με πείσμα σε μια τέτοια προσπέλαση. Αλλά όσες φορές τ’ ακούμε με ζωντανή προσοχή, τόσο και εξιχνιάζουμε τις αφανείς τους δυνατότητες, κι ανασύρουμε από μέσα τους τον κρυμμένο πλούτο.
Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου, είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα, ή το όχημα έστω, για ν’ αναδειχτεί η μουσική· ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ’ αυτήν, ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα απ’ τα δυο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητά του με το άλλο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η σύλληψη του νοήματος ή ενός μηνύματος άν θέλουμε, είναι ταυτόχρονα «εννοιολογική» και μουσική. Έτσι το λεπτόσαρκο μέλος, δέν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο, λ.χ. σε διασκευή για σκέτη ορχήστρα, γιατί δεν έχει εκείνη την πληθωρικότητα, που θα του επέτρεπε να αναλυθεί και να ανασυσταθεί εμπλουτισμένο, μέσα στην ενορχήστρωση ή την πολυφωνία —αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξ αρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία.
Πέρ’ απ’ αυτά τα στοιχεία, που η παραπέρα ανάλυση και η αξιολόγησή τους ανήκει σ’ ένα μουσικολόγο, τα τραγούδια είναι τέτοια που η διαφάνειά τους, ή καλύτερα η ίδια τους η ζωή, εξαρτάται από τη δική μας προσπάθεια, ν’ αυτενεργήσουμε πάνω τους —όχι μόνο δέν μάς μουδιάζουν, δέν μας αποκαρώνουν με μελωδικές φαντασμαγορίες κ’ εύκολες συγκινήσεις, αλλά προϋποθέτουν και προκαλούν την ενεργό συμμετοχή μας, τη δική μας πρωτοβουλία. Και κάτι περισσότερο —προϋποθέτουν μιαν αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας που μόνο μέσα της μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί και να γονιμοποιηθεί ο πλούτος τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε, πως τα τραγούδια του Σαββόπουλου εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα, στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές, για να μας εκσφενδονίσουν κάποιες πολύτιμες αισθήσεις και βιώματα ανεκτίμητα, που τα εξευτελίσαμε ή τά «διασκευάσαμε» ξεγελώντας τους εαυτούς μας — φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε.
Λέξεις με τραχειά αφή, με «άηθες ήθος», μπολιάζονται μέσα τους, κομίζοντα όχι τη γυμνή χυδαιότητα, ή την ακαλαισθησία τους, αλλά το θάνατο μιας ήδη τραυματισμένης απ’ τη βαναυσότητα των ανθρώπινων σχέσεων λυρικής αίσθησης, την ασεβή σπίλωση κάποιας παρθενικής συνείδησης του κόσμου. Λέξεις όπως «νταρντάνα», «σωματική ανάγκη», «νταβατζής», «βλαστημάει», έρχονται απροσδόκητα, κοφτά, ν’ αντιπαραταχθούν σαρκαστικά για να υπενθυμίσουν τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας και την ασάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »