Ο τίτλος, βέβαια, είναι φόρος τιμής στον Πέκινπα, αν και γκουγκλίζοντας βλέπω ότι το «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία» έχει βρει πολλούς μιμητές. Σπεύδω πάντως να σας βεβαιώσω ότι στην απίθανη περίπτωση που ο Οδυσσέας Φουσλουλάκης είναι υπαρκτό πρόσωπο, δεν τρέφω δολοφονικά αισθήματα εναντίον του· ούτε εγώ ούτε ο φίλος μου ο Μάνθος. Έχουν άλλωστε περάσει σχεδόν 40 χρόνια από τότε.
Αλλά πρώτα θα σας πω γιατί θυμήθηκα αυτή την παλιά ιστορία. Συζητούσα σε μια φιλική παρέα εκείνο το ρεπορτάζ της γερμανικής Μπιλντ, πριν από κανένα μήνα, η οποία ανακάλυψε μιαν ελληνίδα συνταξιούχο των ΕΛΤΑ που παίρνει 3.500 ευρώ σύνταξη. Η 85χρονη αυτή κυρία ονομάζεται, αν θέλουμε να το πιστέψουμε, Μαρίκα Ελένη. (Δείτε εδώ το άρθρο στην αγγλόφωνη έκδοση της Bild).
Τέτοιες συντάξεις στα ΕΛΤΑ δεν ξέρω να υπάρχουν (αν και θα μπορούσε η κυρία να παίρνει και τη σύνταξη του θανόντος άντρα της ή του αξιωματικού πατέρα της, που ίσως ήταν ήρωας των βαλκανικών πολέμων). Όσο για επώνυμο «Ελένης» υπάρχει, αν και είναι πολύ σπάνιο. Στο ίδιο όμως άρθρο, υπάρχει κι ένας ταξιτζής, που αρνείται να δώσει απόδειξη στον ρεπόρτερ, ο οποίος ονομάζεται Νίκος Παναγιώτης. Κι άλλο σπανιότατο επώνυμο, σαν κεραυνός που χτυπάει δυο φορές στο ίδιο σημείο. Μπορεί βέβαια να υπάρχουν αυτοί οι Έλληνες και να έδωσαν ψεύτικα ονόματα στον δημοσιογράφο, μπορεί να είναι και πλάσματα της φαντασίας του, ποτέ δεν θα μάθουμε.
Από παλιά βέβαια οι λόγιοι και οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούσαν ανύπαρκτους επιστολογράφους, όταν ήθελαν να προβάλουν μια άποψη στις εφημερίδες τους. Θα θυμάστε τον Διονύσιο Σουρλή, τον γέροντα από το Αγρίνι, που σε αλλεπάλληλες επιστολές του το 1866 στην εφημερίδα Αυγή υπερασπίστηκε την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη από την καταδίκη της Ιεράς Συνόδου. Φυσικά, Σουρλής δεν υπήρχε· ήταν άλτερ έγκο του ίδιου του Ροΐδη. (Μια επιστολή του εδώ).
Το ίδιο τέχνασμα το έχουν χρησιμοποιήσει πολλοί άλλοι και, όπως φαίνεται, όχι μόνο στην Ελλάδα. Αν ξέρετε κάποιαν ονομαστή περίπτωση, προσθέστε την στα σχόλια. Αλλά θέλω να ξαναπιάσω την ιστορία που άφησα πριν στη μέση. Πριν από 35 και βάλε χρόνια, επί χούντας, στην παρέα μου παρακολουθούσαμε σαν μανιακοί το αγγλικό ποδόσφαιρο, υποστηρίζαμε ο καθένας τη δικιά του αγγλική ομάδα, αγοράζαμε αγγλικά περιοδικά. Κι άλλοι θα έχουν περάσει αυτή την παιδική αρρώστια, οπότε δεν ντρέπομαι και πολύ που το ομολογώ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν τύχαινε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις να συγκρουστεί βρετανική ομάδα με άλλη, π.χ. ιταλική ή γερμανική, όλοι μας υποστηρίζαμε την ομάδα από το νησί. Κι έτσι, στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης του 1973, Μίλαν-Λιντς, που έγινε στο Καυταντζόγλειο, στη Θεσσαλονίκη, ήμασταν όλοι με τη Λιντς, φανατικά.
Όμως, κέρδισε 1-0 η Μίλαν, και όχι με το σπαθί της παρά με τη σκανδαλώδη εύνοια του διαιτητή, που μάλιστα ήταν Έλληνας (λεγόταν Μίχας). Απέβαλε παίχτη της Λιντς, δεν έδωσε δυο πέναλτι, και το γκολ της Μίλαν ήταν ύποπτο κι αυτό. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που διαβάζω στη Βικιπαίδεια, ότι αποδείχτηκε πως ο Μίχας είχε δωροδοκηθεί, αλλά η εντύπωσή μας τότε αυτή ήταν.
Με τον φίλο μου τον Μάνθο αγοράζαμε δυο αγγλικά περιοδικά, το Σουτ και το Γκολ, δηλαδή ο ένας αγόραζε το ένα και ο άλλος το άλλο και ανταλλάζαμε. Το ένα από τα περιοδικά αυτά είχε στήλη αλληλογραφίας, και μάλιστα επιβράβευε την καλύτερη επιστολή αναγνώστη κάθε τεύχους με όχι ευκαταφρόνητη αμοιβή (ίσως με μια ετήσια ή εξάμηνη συνδρομή). Οπότε, όπως ήμασταν αγανακτισμένοι με το σφάξιμο, και νοιώθαμε και λίγο άβολα που ένας συμπατριώτης μας είχε τόσο βάναυσα παραβιάσει το φερ-πλέι, ήταν πολύ φυσικό να αποφασίσουμε να γράψουμε στο περιοδικό.
Μια και δυο, έρχεται ο Μάνθος σπίτι μου με τα λεξικά του υπό μάλης, κατεβάζω κι εγώ τα δικά μου, γράψαμε και τι δεν γράψαμε, το βγάλαμε δυο σελίδες. Έπειτα το συντομέψαμε να είναι μέσα στο καθορισμένο μέγεθος, το χτενίσαμε, το καλλωπίσαμε, έγινε ένα γράμμα μούρλια, το διαβάζαμε και μας έρχονταν δάκρυα στα μάτια. Βέβαιοι για τη βράβευσή μας, βάλαμε φαρδιά-πλατιά τα ονόματά μας και όσο περιμέναμε να κυκλοφορήσει το τεύχος που θα είχε το γράμμα μας καταστρώναμε σχέδια για το πώς θα μοιράσουμε το έπαθλο.
Το τεύχος κυκλοφόρησε, και μάλιστα απ’ την ανυπομονησία μας το αγοράσαμε κι οι δυο. Φανταστείτε την απογοήτευσή μας όταν δεν είδαμε την επιστολή μας, αλλά μιαν άλλη, ενός συμπατριώτη μας, από το Ηράκλειο Κρήτης· απογοήτευση που έγινε οργή, όταν προσέξαμε το όνομα του ανθρώπου που μας πήρε τη δόξα: Odysseus Fousloulakis. Γκουγκλ δεν υπήρχε τότε, αλλά ο τηλεφωνικός κατάλογος ενίσχυσε την υποψία μας ότι επώνυμο «Φουσλουλάκης» δεν υπάρχει. Για ένα διάστημα ρωτούσαμε γονείς, μπαρμπάδες και πολυταξιδεμένους ενηλίκους αν ξέρουν τέτοιο όνομα· δεν το ’ξερε κανείς. Ύστερα το ξεχάσαμε –και το ξαναθυμήθηκα τις προάλλες, όταν είδα την κ. Μαρίκα Ελένη και τον κ. Νίκο Παναγιώτη, που μου φάνηκαν εξίσου υπαρκτοί.
Βέβαια, δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο να υπάρχει η 85χρονη θαλερή κυρία και να χαίρεται τη συνταξάρα της. Αν πάλι υπάρχει κάπου ένας Οδυσσέας Φουσλουλάκης και κρατάει σε κάποιο πατάρι ένα κιτρινισμένο απόκομμα από τη βραβευμένη επιστολή του στο εγγλέζικο περιοδικό, ας με συγχωρέσει για τη δημοσιότητα.