Γίνεται σήμερα στο Τατόι η κηδεία του τέως βασιλιά. Ένα τραγούδι που έχει έρθει στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες, μια και μιλάει και για τον Τέως και για το Τατόι, είναι το Ο καραγκιόζης και ο Τέως του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το τραγούδι αυτό ανοίγει τον δίσκο Ακούσατε ακούσατε του Ξαρχάκου (1992) και είναι το μοναδικό καινούργιο από τα 20 τραγούδια του δίσκου. Καινούργιο εν μέρει, διότι η μουσική είναι ίδια με το «Της Αμύνης τα παιδιά» από το Ρεμπέτικο του Ξαρχάκου, αλλά οι στίχοι είναι καινούργιοι, του Νίκου Γκάτσου. Τραγουδάει ο καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης και οι Νίκος Μαραγκόπουλος και Κώστας Τσίγκος. Η παραγωγή του δίσκου ήταν του Σκάι (ήταν την εποχή που ο πατήρ Μητσοτάκης είχε αποκαλέσει χαμαιτυπείο αυτό τον ραδιοφωνικό σταθμό). Να το ακούσουμε:
Και οι στίχοι του Γκάτσου:
Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Παντού κερδίζω κι ας μη κρατάω κόζι
Κι αν κάνω κουτσουκέλες κάπου κάπου
Το’χω στο αίμα μου πάππου προς πάππου
Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δε μοιάζω με τους άλλους
Τους τρανούς και τους μεγάλους
Πού’χουνε μακρύ το χέρι
Και κρατάνε και μαχαίρι
Ούτε μοιάζω με τον μάγκα
Που όταν ξέμεινε από φράγκα
Σήκωσε όλο το Τατόι
Να πουλάει και να τρώει
Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Δε με τρομάζουνε μασόνοι και μαφιόζοι
Φοβάμαι μόνο κάθε πολιτσμάνο
Μη με γραπώσει στην κουτσουκέλα επάνω
Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δεν έχω νταραβέρια
Με της τράκας τα ξεφτέρια
Πού’χουν υπουργούς μαζί τους
Και το κράτος μαγαζί τους
Μένω πάντα τελευταίος
Μα δε μοιάζω με τον Τέως
Που του είπαν τα χρυσά μου
Ό,τι θες εσύ πασά μου
Πέρα από τη ρητή αναφορά στον Τέως στο τέλος, υπάρχει και η έμμεση αλλά εύγλωττη για τον μάγκα «που σήκωσε όλο το Τατόι να πουλάει και να τρώει» -ήταν νωπή η αρπαγή των θησαυρών μέσα στα 9 κοντέινερ, το 1991 και πάλι, όχι τυχαία, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη.
Ο Καραγκιόζης του Γκάτσου παραδέχεται ότι κάνει «κουτσουκέλες κάπου κάπου» και φοβάται μονάχα τον πολιτσμάνο, μην τον γραπώσει «στην κουτσουκέλα απάνω». Να σταθούμε σ’ αυτή τη λέξη.
Κατά το ΛΚΝ, κουτσουκέλα είναι «η ζημιά που κάνουμε σε κπ., όταν εκμεταλλευτούμε την εμπιστοσύνη του» και χαρακτηρίζεται λέξη «του προφορικού λόγου. Στον Μπαμπινιώτη είναι «η πονηρή και κρυφή πράξη, η κατεργαριά». Στο Χρηστικό: «Κατεργαριά, μικρή απάτη, συζυγική απιστία» (και χαρακτηρίζεται επίσης του προφ. λόγου). Στο ΜΗΛΝΕΓ: 1. Ύπουλη πράξη, απάτη που γίνεται κρυφά εις βάρος κάποιου, ύστερα από εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, με αποτέλεσμα να τον ζημιώνει, να τον βλάπτει (πρβ. κατεργαριά, λαδιά, παρασπονδία). Ειδικότερα, η ερωτική απιστία. Και 2. Άστοχη, ανόητη πράξη.
Οι ορισμοί δεν συμπίπτουν, αλλά έχουν αρκετά κοινά σημεία. Τη σημασία της συζυγικής απιστίας την έχω επισημάνει κι εγώ σε ζωντανή χρήση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -στο Τουίτερ οι περισσότερες αναφορές αφορούν είτε συζυγικές απιστίες είτε ατασθαλίες αξιωματούχων. Συχνά, όπως και στο τραγούδι που ακούσαμε, υπάρχει μια χροιά μετριασμού όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη, σα να λέμε «δεν είναι και τίποτα το σοβαρό».
Πώς ετυμολογείται η κουτσουκέλα; Το πρώτο μισό της ηχεί κάπως τουρκικό (κιουτσούκ θα πει μικρός) αλλά η κατάληξη ακούγεται ιταλική, ή ίσως γαλλική -κάποτε την έγραφα couchouquelle για να της προσδώσω γαλλικό τίτλο ευγενείας, αν και βέβαια το ch προφέρεται στα γαλλικά σ παχύ. Το ΛΚΝ δεν δίνει ετυμολογία, αλλά ο Μπαμπινιώτης μας λέει ότι προήλθε με αντιμετάθεση από την κουκουτσέλα (γραφ. κουκουτζέλα), που είναι το κουκουνάρι του πεύκου. Θυμάμαι εδώ ότι στον Μεσοπόλεμο στη Μυτιλήνη αγόραζαν για το μαγκάλι κωκ ή πυρήνα (ελιοκούκουτσα από το ελαιοτριβείο) ή γουγουτζέλες δηλαδή κουκουνάρες.
Αλλά νοηματικά πώς φτάσαμε από την κουκουνάρα στη μικροαπάτη; Ίσως θα βοηθούσε να χρονολογήσουμε τη λέξη, να πάμε πιο πίσω από τα καινούργια λεξικά μας.
Στο λεξικό της λαϊκής του Δαγκίτση αλλά και στο λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη, έργα που έχουν συνταχθεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, βρίσκουμε, και στα δύο, τον τύπο «κουτσικέλα». Ο Δαγκίτσης δίνει τις σημασίες «παράτολμη απερισκεψία· απάτη, κατεργαριά· σφάλμα, παραστράτημα».
Στον Τρελαντώνη της Πηνελόπης Δέλτα ο όρος χρησιμοποιείται, με σαφή χροιά μετριασμού και συμπάθειας, για τις αταξίες και τις ζαβολιές του ομώνυμου ήρωα.
Στον Ηπίτη (αρχές 20ού αιώνα) δίνονται οι σημασίες 1. το στραβοπάτημα 2. πράξις (ή λόγος) άνόητος, και αξιόποινος, ή ανοησία. Ο Ηπίτης δίνει τα γαλλικά αντίστοιχα faux pas, sottise, pas de clerc, boulette, τα ίδια ακριβώς και το κάπως παλιότερο ελληνογαλλικό λεξικό του Άγγ. Βλάχου.
Στο γαλλοελληνικό λεξικό του Daviers, στα μέσα του 19ου αιώνα, στο λήμμα sornettes δίνονται ως αντίστοιχα τα: φλυαρίες, μωρολογίες, κουτσουκέλες, φρύγανα.
Στον Βασιλικό, το θεατρικό έργο του ζακυνθινού Αντωνίου Μάτεση, ο Γερασιμάκης πνέει μένεα εναντίον του Γλωσσίδη: Μου έχει πολλές κουτσουκέλες γιαναμένες διά να τες υποφέρω. Το κουτσουκέλα ο επιμελητής το εξηγεί «κόλπο, ατιμία», ενώ το «γιαναμένες» δεν το εξηγεί, αλλά είναι μετοχή του γίνομαι, ζακυθινός τύπος που τον καταγράφει το ΙΛΝΕ -καμωμένες θα λέγαμε σήμερα.
Ατιμίες, αλλά μάλλον φάρσες θα τις λέγαμε, αφού συνεχίζει ο Γερασιμάκης: Μου εξαναθύμισε όλα τα περασμένα η ατιμία που εμπρός μου έκαμες του ξαδέλφου μου, να του πετάξεις τη σκούφια στα βούλουκα [στις λάσπες], να την τσολοπατήσεις και να μου δώσεις εμέ ένα φάσκελο, που σου επαραπονέθηκα.
Μπορούμε όμως να πάμε και πιο πίσω. Οι κουτσουκέλες υπάρχουν στο λεξικό του Σομαβέρα (αρχές 18ου αι.), λημματογραφημένες στον πληθυντικό: κουτζουκέλαις: pastocchie, panzane, δηλαδή επιπόλαιες κουβέντες, παραμύθια, ψέματα. H πρώτη λέξη έχει και τη χροιά του δόλου, ψέματα που αποβλέπουν σε εξαπάτηση.
Και ακόμα πιο πίσω, η λέξη εμφανίζεται στο θρησκευτικό δράμα Ευγένα (1646) του ζακυνθινού Θεόδ. Μοντσελέζε. Ο Κριαράς παραθέτει το (όχι πολύ διαφωτιστικό) απόσπασμα: Ε την, εδώ οπόρχεται μαζί με την κοπέλα – Βαστά και τ’ άσπρα μετ’ αυτή – όμορφη κουτσουκέλα! και εξηγεί «απάτη, κατεργαριά», ίσως επηρεασμένος από τη σημερινή σημασία. Ο Κριαράς θεωρεί άγνωστης ετυμολογίας τη λέξη και συνεχίζει: Για μια απίθανη ετυμολογία, καθώς και για τη χρήση της λέξης βλ. Θ. Παπαδόπουλο [Δαβίδ, σ. 171]». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω την αντιστοιχία στη βιβλιογραφία του λεξικού και κρίμα διότι θα μαθαίναμε κάτι για τη χρήση της λέξης. Ο Θ[εόδωρος] Παπαδόπουλος (υπογράφει και ως Παπαδόπουλλος) ήταν κύπριος μελετητής.
Στην Επιτομή του λεξικού Κριαρά, που συντάχθηκε αργότερα, προστίθεται η ετυμολογία από κουκουτσέλα με αντιμετάθεση, και αποδίδεται ρητά στον Τάσο Καραναστάση, που συνεπιμελήθηκε την Επιτομή. Στο λεξικό υπάρχουν επίσης τα λήμματα κουκουτσέλα και κουκουζέλα, με σημασία κουκουνάρι.
Πώς λοιπόν, για να ξαναθέσω το ερώτημα, φτάσαμε από το κουκουνάρι στη μικροαπάτη; Η απόσταση φαίνεται δύσκολο να γεφυρωθεί, αλλά οι ενδιάμεσες σημασίες, που εξαντλητικά παράθεσα, ίσως υποδεικνύουν τη διαδρομή.
Τους πρώτους αιώνες, η σημασία της λ. κουτσουκέλα φαίνεται να είναι πιο κοντά σε φλυαρίες και ανόητα λόγια (έτσι στον Σομαβέρα) ή σε φάρσες (έτσι στον Βασιλικό). Η σημασία της μωρολογίας καταγράφεται ίσαμε τα λεξικά του 1850, αλλά εν μέρει και στον Ηπίτη.
Αλλά από τα ανόητα και ψεύτικα λόγια ως τη μικροαπάτη δεν είναι μακριά η απόσταση, ούτε από το στραβοπάτημα στην κατεργαριά.
Το να παρομοιαστούν τα κουκουνάρια/κουτσουκέλες, ευτελή δηλαδή και άνευ μεγάλης σημασίας πράγματα, παραπροϊόντα, με επιπόλαια, ανόητα ή αναληθή λόγια δεν είναι διόλου απίθανο. Να θυμηθούμε πως με παρόμοια σημασία είδαμε να χρησιμοποιούνται και τα φρύγανα, ξερόκλαδα δηλαδή.
Θα βοηθούσε να είχαμε κι άλλες παλιότερες ανευρέσεις της λέξης, βέβαια. Υπολογίζω και στη δική σας βοήθεια στα σχόλια.
Όσο για τις κουτσουκέλες του Τέως, με τη σημασία πια που δίνουν νεότερα λεξικά, χωρίς χροιά μετριασμού, δηλ. πονηρή και κρυφή πράξη, ζημιά σε κάποιον με εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, ε, τις αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο. Είπαμε, αφού είναι ο τελευταίος ας είναι ελαφρύ το χώμα.