Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Θεατρικά’ Category

Ντον Τζοβάνι, κάθαρμα γοητευτικό και θαρραλέο

Posted by sarant στο 3 Νοεμβρίου, 2022

Την Κυριακή που μας πέρασε πήγα στη Λυρική, στον Νιάρχο, και είδα τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ, την τελευταία παράσταση αυτού του ανεβάσματος, σε συμπαραγωγή με την όπερα του Γκέτεμποργκ. Ο Ντον Τζοβάνι είναι η αγαπημένη μου όπερα και η μοναδική που την ξέρω απέξω και μ’ αρέσει να την τραγουδάω στο αυτοκίνητο (όταν είμαι μόνος).

Όπως και ο Ριγολέτος του Βέρντι, για τον οποίο είχα γράψει στις αρχές του καλοκαιριού, έτσι και ο Ντον Τζοβάνι είναι μία από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, συχνά στην πρώτη δεκάδα των πιο πολυπαιγμένων έργων παγκοσμίως, ένας κατάλογος βέβαια που αδικεί κάποιες εξαιρετικές όπερες.

Ο Μότσαρτ έγραψε τον Ντον Τζοβάνι σε λιμπρέτο του δαιμόνιου Βενετσιάνου Λορέντζο ντα Πόντε στον οποίο οφείλουμε επίσης τα λιμπρέτα των Γάμων του Φίγκαρο και του Έτσι κάνουν όλες. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Πράγα, στις 29 Οκτωβρίου 1787. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες σχετικά με την πρεμιέρα αυτή, ας πούμε ότι όταν ο Μότσαρτ πήγε στην Πράγα στις αρχές Οκτωβρίου συνάντησε εκεί, εκτός από τον ντα Πόντε και τον Τζάκομο Καζανόβα και μάλιστα ότι συζήτησαν λεπτομέρειες της πλοκής του έργου -το μόνο βέβαιο είναι οτι ο Καζανόβα γνώριζε τον ντα Πόντε και ότι βρισκόταν εκείνη την εποχή επίσης στην Πράγα. Μια άλλη μπεντροβάτη ιστορία λέει ότι ο Μότσαρτ ολοκλήρωσε την εισαγωγή της όπερας μόλις τα ξημερώματα της πρεμιέρας, ύστερα από ένα ιστορικό ξενύχτι, και ότι όταν οι παρτιτούρες έφτασαν στους μουσικούς το μελάνι δεν είχε προφτάσει να στεγνώσει.

Η πρεμιέρα ήταν μια αποθέωση και οι ευγενείς της Πράγας προσπάθησαν να κρατήσουν κοντά τους τον Μότσαρτ, αλλά εκείνος βιαζόταν να επιστρέψει στη Βιέννη (ο Γκλουκ ήταν ετοιμοθάνατος και οι μνηστήρες για τη θέση του πολλοί). Η όπερα παίχτηκε τον επόμενο χρόνο στη Βιέννη, με αρκετές αλλαγές για τις οποίες θα μιλήσω αργότερα.

Το λιμπρέτο βασίζεται στην ιστορία του Δον Ζουάν, που έχει περάσει και στη γλώσσα μας σαν συνώνυμο του γυναικοκατακτητή. Πρώτος που δραματοποίησε την ιστορία αυτή, που πρέπει να κυκλοφορούσε από πιο παλιά, ήταν ο Ισπανός Τίρσο ντε Μολίνα στις αρχές του 17ου αιώνα, με το θεατρικό έργο El burlador de Sevilla y convidado de piedra (Ο ξεγελαστής [σικ, ρε] της Σεβίλλης και ο πέτρινος καλεσμένος), όπου ο ήρωας ονομάζεται Δον Χουάν Τενόριο. Ακολούθησε ο Μολιέρος με το θεατρικό Dom Juan, και το ίδιο θέμα το έχουν αξιοποιήσει δεκάδες άλλοι συγγραφείς πριν και μετά την όπερα του Μότσαρτ. Αλλά και ειδικά στις όπερες, ο Μότσαρτ δεν είναι πρώτος, αφού προηγήθηκε τον Φλεβάρη του 1787 στη Βενετία ένας άλλος Ντον Τζοβάνι, του συνθέτη Τζουζέπε Γκατζανίγκα, σε λιμπρέτο του Μπερτάτι -ο ντα Πόντε βασίστηκε σαφώς στο λιμπρέτο του Μπερτάτι, αλλά αν διαβάσετε αντικριστά τα δυο λιμπρέτα βλέπετε τις μικρολεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τον μεγαλοφυή δημιουργό από τον τίμιο μάστορα.

Την υπόθεση θα την ξέρετε αλλά να τη διηγηθούμε. Στην αρχή, βλέπουμε τον Λεπορέλο, τον υπηρέτη του Ντον Τζοβάνι να περιμένει έξω από ένα μέγαρο. Μέσα στο μέγαρο, ο Ντον Τζοβάνι προσπαθεί να κατακτήσει την ντόνα Άννα. Επεμβαίνει ο πατέρας της, ο γηραιός Κομεντατόρε (Διοικητής) και τον προσκαλεί σε μονομαχία. Ο Ντον Τζοβάνι δεν θέλει, αλλά τελικά συγκρούονται και τον σκοτώνει. Η Ντόνα Άννα με τον μνηστήρα της, τον Ντον Οτάβιο ορκίζονται εκδίκηση -αλλά δεν έχουν δει καθαρά τον δράστη. Ο Ντον Τζοβάνι με τον Λεπορέλο συναντάει μια παλιά του αγαπημένη, την Ντόνα Ελβίρα, που της είχε υποσχεθεί γάμο σε άλλη πόλη και την εγκατέλειψε. Καταφέρνει να την ξεφορτωθεί με τη συνέργεια του Λεπορέλο. Πέφτουν πάνω σ’ έναν χωριάτικο γάμο, όπου ο Ντον Τζοβάνι προσκαλεί το ζευγάρι στο αρχοντικό του, κάμπτοντας με τον τσαμπουκά του ιππότη τις αντιρρήσεις του γαμπρού, του Μαζέτο, και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να ξεμοναχιάσει τη νύφη, την Τζερλίνα.

Πριν όμως συμβεί το ανεπανόρθωτο, ενσκήπτει η Ντόνα Ελβίρα και του κάνει χαλάστρα. Πάνω στην ώρα εμφανίζονται και η Ντόνα Άννα με τον Οτάβιο, που ξέρουν τον Ντον Τζοβάνι για αξιότιμο αριστοκράτη. Ωστόσο, από τον τρόπο που μιλάει και κινείται. η Ντόνα Άννα καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά της τον φονιά του Διοικητή και παρολίγο βιαστή της. Ακολουθούν διάφορες περιπέτειες χωρίς ο Ντον Τζοβάνι να καταφέρνει να κατακτήσει την Τζερλίνα και χωρίς οι άλλοι να καταφέρουν να τον ξεσκεπάσουν -ανάμεσα στ’ άλλα, ο Ντον Τζοβάνι ανταλλάσσει ρούχα με τον Λεπορέλο και τον στέλνει να κάνει καντάδα στη Ντόνα Ελβίρα ώστε εκείνος μασκαρεμένος να σαγηνεύσει την υπηρέτριά της.

Ενώ ο Ντον Τζοβάνι διηγείται στον Λεπορέλο τα κατορθώματά του, ακούει μια σπηλαιώδη φωνή να τον μέμφεται. Όσο κι αν είναι απίστευτο, η φωνή προέρχεται από το άγαλμα του δολοφονημένου Διοικητή. Αψηφώντας το υπερφυσικό, ο Ντον Τζοβάνι καλεί το άγαλμα για δείπνο. Ετοιμάζει ένα λουκούλειο δείπνο με τα καλύτερα εδέσματα. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει η Ντόνα Ελβίρα που τον εκλιπαρεί να αλλάξει ζωή, εκείνος την αποπέμπει, εκείνη κάνει να φυγει αλλά γυρίζει έντρομη. Ο Λεπορέλο πάει στην εξώπορτα να δει περί τίνος πρόκειται και επιστρέφει κι αυτός κάτωχρος: έχει έρθει το άγαλμα στο δείπνο.

Το άγαλμα δηλώνει ότι δεν θα γευτεί τα εδέσματα των θνητών, αλλά ανταποδίδει την πρόσκληση και καλεί τον Ντον Τζοβάνι για δείπνο. Εκείνος, πάντα θαρραλέος δέχεται, του δίνει το χέρι και αμέσως τον κυριεύουν απερίγραπτα ρίγη. Μετανιώνεις αχρείε; του λέει το άγαλμα. Όχι, γεροξεμωραμένε, απαντάει εκείνος. Κι όταν αρνείται οριστικά αυτή την τελευταία ευκαιρία, έρχονται οι δαίμονες και τον παίρνουν στην Κόλαση.

Μετά, όλοι οι άλλοι ήρωες του έργου ξαναβρίσκουν τον Λεπορέλο, ο οποίος ασθμαίνοντας τούς περιγράφει τα απίστευτα που διαδραματίστηκαν και στο τέλος όλοι χαίρονται που έφυγε από τη μέση «εκείνος που έκανε κακό» και ανακοινώνουν τα σχέδιά τους για το μέλλον.

Η παράσταση της Λυρικής ήταν διεθνής: σκηνοθέτης ο Βρετανός Τζον Φούλτζεϊμς, διευθυντής ορχήστρας ο Σλοβάκος Οντρέι Όλος, η διανομή όμως ελληνική, με εξαίρεση την Ελβίρα (Τσέλια Κοστέα). Εδώ το τρέιλερ της παράστασης:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in όπερα, Θεατρικά, Μεταφραστικά, Παραστάσεις | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 64 Σχόλια »

Μεζεδάκια του Δεκατριαύγουστου

Posted by sarant στο 13 Αυγούστου, 2022

Διότι ο μήνας έχει δεκατρείς, αλλά δεν είναι καταραμένη μέρα, όπως θέλει το τραγούδι, είναι τριήμερο απόλυτης χαλάρωσης, αν βέβαια είστε στο 57% των τυχερών που είχαν τα μέσα να πάνε διακοπές έστω και για λίγες μέρες. (Γιατί 57%; Διότι η Ημερησία έγραψε ότι το 43% δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, αν και βλέπω ότι αυτό αφορά το 2020).

Ακούω πάντως ότι σε πολλά νησιά οι μαγαζάτορες έχουν προσαρμόσει τον τιμοκατάλογο στο βαλάντιο του Ευρωπαίου τουρίστα -έτσι, ας πούμε, στην Αλόννησο, μου είπαν, τα γεμιστά τιμώνται 14 ευρώ. Ορφανά μάλιστα, όχι με κιμά καμηλοπάρδαλης.

Και ξεκινάμε με κάτι παραθεριστικό, που κι αυτό δεν ξέρω αν είναι φετινό, διότι το πήρα από δεύτερο χέρι.

Gymnism is forbidden, μεταφράζεται στα αγγλικά η πινακίδα πάνω στο αρμυρίκι (ή στην ελιά; πού είναι οι γεωπόνοι υπηρεσίας;)

Λογικό, αφού όλα από εμάς τα πήρανε.

Και για να προλάβω ενστάσεις από γκουγκλοδίφες, αναγνωρίζω πως η λέξη gymnism δεν είναι ανύπαρκτη, αφού τη χρησιμοποιεί ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Νεπάλ. Αν και μάλλον εννοεί υπηρεσίες γυμναστηρίου.

* Πνέει μένεα εναντίον Μητσοτάκη ο κ. Ν. Καραχάλιος, πρώην στέλεχος της ΝΔ επί Καραμανλή και, ανάμεσα σε πολλα άλλα, τον κατηγορεί ότι «κάνει πράγματα που δεν ενσκύπτουν στο πρωθυπουργικό πλαίσιο».

Θα μου πείτε, σιγά τα λάχανα, η λάθος χρήση του «ενσκήπτω» αντί για το «εγκύπτω» ή το «σκύβω» είναι πολύ διαδεδομένο λάθος που μας έχει απασχολήσει κάμποσες φορές, το ίδιο και η μεσοβέζικη γραφή «ενσκύπτω».

Εδώ όμως υπάρχει και τρίτη πτυχή, ότι κανένα από τα δύο, ενσκήπτω και εγκύπτω, δεν ταιριάζει στη φράση. Θα ταίριαζε ίσως το «δεν εμπίπτουν», αλλά δεν είπε αυτό ο κ. Καραχάλιος (και κατά τη γνώμη μου, πιο πολύ ακόμα θα ταίριαζε το «απάδουν»).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επιγραφές, Θεατρικά, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , | 139 Σχόλια »

Έρως-ήρως (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2022

Βάζουμε ταχτικά Παπαδιαμάντη στο ιστολόγιο, είτε χριστουγεννιάτικα διηγήματα ή πασχαλινά, είτε με άλλην αφορμή. Η αφορμή για το σημερινό διήγημα είναι ότι παρακολούθησα, το περασμένο Σάββατο, ένα θεατρικό ανέβασμά του, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ματζιάρη και μουσική Σιμέλας Εμμανουηλίδου, από το γυναικειο φωνητικό σύνολο Chóres. Επρόκειτο για μια πολυφωνική αφήγηση του κειμένου του Παπαδιαμάντη από δέκα κοπέλες, που απάγγελναν το κείμενο της αφήγησης και τους διαλόγους και υποδύονταν τα πρόσωπα του διηγήματος. Δεν πήγα μόνο επειδή μ’ αρέσει ο Παπαδιαμάντης, πρέπει να πω, αλλά και επειδή στην παράσταση συμμετείχε η μεγάλη κόρη μου, που έπαιξε και το ρόλο της Αρχόντως. Εδώ το σύνολο:

Κάθε άλλο παρά αμερόληπτος είμαι, αλλ’ η παράσταση μού άρεσε πολύ και βρήκα ότι ο σκηνοθέτης και οι αφηγήτριες κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των θεατών παρόλο που ολοφάνερα υπήρχαν πολλές λέξεις και φράσεις που δεν γίνονταν κατανοητές. Κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις χρησιμοποιήθηκαν και σαν επωδοί, ενώ υπήρχε και μια παρένθεση, σε σημερινή γλώσσα, για τον έρωτα, καθώς και εμβόλιμα τραγούδια. Τα τεχνικά στοιχεία του εγχειρήματος, που παρουσιάστηκε ως το δεύτερο μέρος μιας διπλής παράστασης (στο πρώτο μέρος Αντιγόνη του Σοφοκλή και Μήδεια του Μποστ) τα βρίσκετε εδώ.

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην Ακρόπολι την 1η Ιανουαρίου του 1897, αλλά δεν έχει αναφορές στο δωδεκάμερο των Χριστουγέννων. Πήρα το κείμενο από το papadiamantis.net, και με αστερίσκο σημειώνονται οι λέξεις που επεξηγούνται στο γλωσσάρι των Απάντων (το οποίο βέβαια εξηγεί λαϊκές και ιδιωματικές λέξεις μόνο, διότι όλος ο κόσμος ξέρει π.χ. το «κατενύγη» στην τελευταία παράγραφο του διηγήματος). Στο τέλος αναπαράγω τις εξηγήσεις αυτές.

Έρως – Ήρως

Ἡ βάρκα ἀραγμένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ μπαρούμα* δεμένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα εἰς τὴν ἄμμον τοῦ Χειμαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ τὸν βραχώδη κρημνὸν τοῦ Πανωμαχαλᾶ.

Καὶ ὁ μικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργὴς τῆς Μπούρμπαινας, ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα.

Δὲν ἐξήρχετο στεναγμὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸ στῆθός του δὲν ἐκολποῦτο. Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη μόνον ζωὴν ἐνδόμυχον.

Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ. Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόμη λάμποντα ἀμυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα, σιμὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο, καὶ μόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιὰν ὡς ρογχάλισμά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε μελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦμα. Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρας μητρικῆς θωπείας. Καὶ ὁ φωσφορισμὸς τοῦ κύματος ἀπήντα εἰς τὸν σπινθηρισμὸν τοῦ ὄμματος τοῦ ναύτου. Ἦτο καρφωμένον, ἐμπηγμένον ἀτενῶς τὸ ὄμμα του εἰς ἓν σημεῖον, εἰς μίαν οἰκίαν, ὑψηλά, ὄχι μακράν, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἀνοικτὰ ἦσαν τὰ παράθυρα, αἱ ὕαλοι κλεισμέναι, φῶς μέγα ἔφεγγεν εἰς τὰς ὑάλους. Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιὰς κινουμένας, φευγούσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλματα. Ὁ μικρὸς ναύτης ἐκοίταζεν ἀπλήστως, καὶ δὲν ἀνέπνεεν οὔτε ἐμορμύριζεν.

Ἤκουε μετὰ πολλοὺς ἄλλους κρότους καὶ ἤχους καὶ μετὰ ὕπνους καὶ ὄνειρα καὶ νευρικοὺς τιναγμούς, ἤκουε πότε-πότε σιγῶντα καὶ πάλιν θορυβοῦντα διὰ μακρῶν βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Καὶ ἐνωτίζετο ρυθμικὸν κρότον χοροῦ, καὶ ἐνηχεῖτο ᾄσματα καὶ ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ εὐθυμίας. Καὶ ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόμβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτά του. Δι᾽ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσμα οὔτε φθόγγος οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράσῃ τὸ τί ὑπέφερε.

*
* *

Τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ἀποβραδὺς ὁ κυβερνήτης τῆς βάρκας, ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς ὁ Σιγουράντσας:

― Αὔριο, πρωὶ-πρωί, μὲ τὸ καλό, ἔχουμε ναῦλο. Θὰ τοὺς κουβαλήσουμε πέρα· (ἔδειξε τὴν συνοικίαν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, καὶ εἶτα ἔκαμε κυματοειδῆ κίνησιν τῆς χειρὸς πρὸς δυσμάς). Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

― Ποιανοὺς θὰ κουβαλήσουμε; ἠρώτησεν ὁ μικρὸς ναύτης.

― Δὲν ξέρω τί ὥρα θὰ ξεμπερδέψουνε, ἐπανέλαβεν ὁ κυβερνήτης, δεικνύων ἐπιμόνως τὴν συνοικίαν. Μπορεῖ νὰ μᾶς σηκώσουν τὸ ταχὺ-ταχύ, πρὶν φέξῃ. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

― Ποιοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς σηκώσουν; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γιωργής.

― Καλὰ εἶναι νὰ πλαγιάσῃς μὲς στὴ βάρκα. Θέλεις πάλι νὰ πᾷς στὴ γριά σου νὰ κοιμηθῇς, πρὶν χαράξῃ, νά ᾽σαι στὸ πόδι, ἅμα βγῇ ὁ ἀστέρας. Τάχατες πὼς ντρέπεται ἡ νύφη, κατάλαβες, νὰ τὴν καραβώσουνε, νὰ κινήσῃ ἀπ᾽ τὸ χωριὸ μέρα μεσημέρι. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

― Ποιὰ νύφη; ἠρώτησε μὲ χάσκον τὸ στόμα ὁ Γιωργής.

Ἀλλ᾽ ὁ Σιγουράντσας ἀπῆλθε, χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ.

Ὁ μικρὸς ναύτης δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς ὅλας τὰς εἰδήσεις καὶ εἰς ὅλα τὰ συμβάντα τοῦ χωρίου. Ἐταξίδευε δύο φορὰς τὴν ἑβδομάδα, μικρὰ ταξιδάκια, πότε κατὰ διμηνίαν ἓν μακρότερον, τὰ ὁποῖα ὅλα ὁ καραβοκύρης του, ὁ καπετὰν Κωνσταντής, περιέγραφε δι᾽ ἐπιρρημάτων ὡς ἑξῆς: Πότε πέρα, πότε ἀντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εἰς ἕνα χερσαῖον, εὐηρεστήθη νὰ ἐπεξηγήσῃ τί ἐσήμαινον ταῦτα. Ἢ πέρα, στὰ χωριά, ἢ ἀντίκρυ, στὸ Γριπονήσι, ἢ πίσω, στὴν Κεχρεά, ἢ μέσα, στὴ Στυλίδα, ἢ πάνω, στὴ Σαλονίκη, ἢ κάτω, στὸν Πειραιᾶ.

Ὁ Σιγουράντσας εἶχε κάμει πολλὰ ταξίδια, καὶ πρὶν περάσῃ στὰ χαρτιὰ κυβερνήτης μὲ τὴν φελούκαν αὐτήν. Εἶχε φάγει τὴν θάλασσαν μὲ τὴν φούχταν. Ἀπέκτησε δύο ἢ τρεῖς βρατσέρας ἰδικάς του, ἔπεσεν ἔξω ἢ ἐβούλιαξε καὶ μὲ τὰς τρεῖς, καὶ τώρα ἦτο μόνον διὰ τὰ «χαρτιὰ» καραβοκύρης. Ἡ βάρκα αὐτή, ἡ Ἐλεοῦσα, ὅπως τὴν ὠνόμαζαν, ἦτο κτῆμα τοῦ Γιωργῆ τοῦ Μπούρμπα. Τὴν εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τοὺς κόπους του, ὄχι ἀπὸ κληρονομίαν, οὔτε ἀπὸ στραβοῦ διαβόλου, οὔτε ἀπὸ κελεπούρι. Μικρὸς-μικρός, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγύριζε ξυπόλυτος, μ᾽ ἕνα βρακὶ αἰωνίως ἀνασηκωμένον ὣς τὰ γόνατα, μ᾽ ἕνα ὑποκάμισον ἕως τοὺς ἀγκῶνας ἀνασκουμπωμένον, κρατῶν μικρὸν γάντζον μὲ καλαμιάν, τὸν ὁποῖον παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἐχρειάζετο νὰ μάθῃ ὁ ἴδιος τὴν γύφτικην τέχνην διὰ νὰ τὸν κατασκευάσῃ, ἀφοῦ ἐπὶ ἑβδομάδας καὶ μῆνας ἐπαρακαλοῦσε τὸν Γιαλαδρίτσαν, τὸν Γύφτον τοῦ ναυπηγείου, νὰ τοῦ τὸν φτιάσῃ, προσφέρων αὐτὸς τὸ σίδερον, τὸ ὁποῖον εἶχε κλέψει ἀπὸ τὸν πεσμένον ἔξω σκελετὸν μιᾶς σκούνας, καὶ δὲν τὸν ἔπειθε· τέλος, μετὰ πολλά, μίαν Κυριακὴν πρωί, ἐπέτυχε νὰ τὸν εὑρῇ ξεμέθυστον, καὶ τὸν ἐκατάφερε νὰ σφυρηλατήσῃ τὸ σίδερον, ἀναλαβὼν αὐτὸς νὰ δουλεύῃ τὰς φύσας, καὶ οὕτω ἠξιώθη ν᾽ ἀποκτήσῃ γάντζον· ἀπὸ τότε, λέγω, ποὺ ἐγύριζε μὲ τὸν γάντζον του ἀπὸ ἀκρογιαλιὰν εἰς ἀκρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρῶν καὶ βουβώνων, κυνηγῶν τὰ ὀχταπόδια, ἐβγάζων κοχύλια καὶ σκουλήκια διὰ δολώματα, πηγαίνων ὡς μοῦτσος μὲ ὅλες τὲς βάρκες καὶ τὲς ψαροποῦλες, ἀπὸ τότε εἶχεν ἀρχίσει νὰ πιάνῃ λεπτά. Καὶ εἰκοσαετὴς ἤδη εἶχεν ἀποκτήσει τὴν βάρκαν αὐτὴν μὲ τὸν ἱδρῶτά του.

Ἀλλ᾽ ὁ γραμματεὺς τοῦ λιμεναρχείου τοῦ γ´ παραλίου τμήματος δὲν ἠθέλησε νὰ τοῦ δώσῃ πασσάγιο* οὔτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ὅτι ἦτο παραπολὺ νέος διὰ νὰ κυβερνᾷ πλοῖον, καὶ φρονῶν ἴσως ὅτι θὰ εἶχεν ἐξοδεύσει ὅλα ὅσα εἶχεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ κάμῃ ὀλίγα ταξίδια, ὑπὸ ἄλλον κυβερνήτην, διὰ νὰ τοῦ μείνουν τίποτε λεπτά.

Ἐν τοσούτῳ ὁ Σιγουράντσας εἶχε τὴν ἕξιν τοῦ προστάσσειν, καὶ ἐφέρετο πρὸς τὸν Γιωργὴν ὡς πρὸς μοῦτσον, ἤ, ἂν θέλετε, μοῦστον, δηλαδὴ νέον ἀνάγκην ἔχοντα προστασίας καὶ συμβουλῶν. Ὁ νέος τὸν ἠνείχετο πρὸς καιρόν, ἐλπίζων ὅτι τάχιστα θ᾽ ἀπέκτα «τὰς ἀπαιτουμένας ναυτικὰς γνώσεις» διὰ νὰ λάβῃ δίπλωμα.

Χθὲς ἀκόμη, τὸ Σάββατον, εἶχαν ἐπαναπλεύσει ἀπὸ τὸ τελευταῖον ταξίδι, καὶ σήμερον Κυριακήν, τὸ βράδυ, ὁ κυβερνήτης ἔδιδεν εἰς τὸν Γιωργὴν τὰς ἀτελεῖς ἐκείνας πληροφορίας καὶ τὰς ἀσαφεῖς ὁδηγίας, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ διανυκτερεύσῃ ἐπὶ τῆς λέμβου, διότι εἶχαν ναῦλον, καὶ πιθανὸν ἦτο ν᾽ ἀπέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον «ἡ νύφη ἐντρέπετο νὰ μπαρκάρῃ μέρα μεσημέρι». Ποία νύφη;

*
* *

Δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς τὰς εἰδήσεις τοῦ χωρίου. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς θαλάσσης καὶ ὄχι τῆς ξηρᾶς. Ἀλλ᾽ ἦτο πιστὸς εἰς τὸ καθῆκόν του.

Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐδείπνησε λιτῶς μὲ τὴν μητέρα του, τὴν γραῖαν χήραν Μπούρμπαιναν, καὶ μὲ τὰ δύο μικρὰ παιδία τῆς ὑπάνδρου ἀδελφῆς του, εἶτα ἐσηκώθη, ἐφόρεσε τὰ ναυτικά του, ἤναψε τὸ φαναράκι, ἐκαληνύκτισε τὴν γραῖαν μητέρα του, ἐπῆρε τὴν εὐχήν της, λέγων ὅτι θὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν, διότι θὰ ἔχουν ταξίδι αὔριον τὸ πρωί.

Ἡ γραῖα ἠθέλησε νὰ τοῦ κάμῃ μερικὰς παρατηρήσεις, διατί νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν καὶ ὄχι εἰς τὸ σπίτι, ἀλλ᾽ αὐτός, μὴ γνωρίζων ποίας ἀφορμὰς εἶχεν ἐκείνη, δὲν ἔδωκε προσοχήν, οὐδὲ ὑπώπτευσε τίποτε. Ἐπέμεινεν ὅτι ἦτο καλύτερον νὰ πλαγιάσῃ εἰς τὴν βάρκαν, καὶ ἀπῆλθε.

Διευθύνθη εἰς τὸν βράχον τοῦ Πανωμαχαλᾶ, κατέβη μὲ ἀσφαλὲς βῆμα, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν, ἔσυρε τὴν μπαρούμαν, τὸ σχοινὶ τῆς βάρκας, κ᾽ ἐπήδησε μέσα. Ἐκρέμασε τὸ φανάρι ἀπὸ ἕνα σκαλμόν, πρὸς τὰ ἔσω τῆς λέμβου, ἔψαξε κάτωθεν τῆς πλώρης, ἔβγαλε μίαν καπόταν, μίαν βελέντζαν κ᾽ ἓν προσκέφαλον, ἐξεδύθη τὴν καμιζόλαν* του, ἔστρωσεν ἐπάνω τῆς πρύμνης, ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς πρὸς ἀνατολάς, κ᾽ ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ προχείρου στρώματος.

Ἀπεκοιμήθη σκεπτόμενος τοὺς αἰνιγματώδεις λόγους τοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ, τοῦ καραβοκύρη. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἀνετινάχθη ὑπὸ σφοδροῦ κλονισμοῦ κ᾽ ἐξύπνησε. Τί ἦτο;

Τουφεκιές, τρομπονιές. Φῶτα καὶ χαρὲς ἀντικρύ. Ἔπειτα πάλιν ὕπνος, ὄνειρον, ἐγρήγορσις, πνίκτης, κακὸς ἐφιάλτης. Ἔπειτα φθόγγοι μελῳδικοὶ καὶ βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Ποῦ; Ἀπέναντί του, ἄνωθεν τοῦ κρημνοῦ, ὕπερθεν τοῦ κατωφεροῦς βράχου, εἰς μίαν μικρὰν οἰκίαν. Τὰ παράθυρα κατάφωτα, καὶ ζωὴ καὶ κίνησις ἐκεῖ διακόπτουσα τὴν ὁμαλὴν ἠρεμίαν καὶ κρατοῦσα τῶν μονοτόνων ψιθύρων τῆς νυκτός. Τί συνέβαινεν;

Ἐφαίνετο νὰ εἶναι οἰκογενειακή τις χαρὰ κ᾽ ἑορτή. Κάτι ὡς γάμος.

Ὅταν εἶδε τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἀνεγνώρισεν, ὁ νέος ᾐσθάνθη μέσα, βαθιὰ εἰς τὰ σωθικά του, σπαραγμὸν ἀπερίγραπτον.

Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Αὐτὴ τάχα ἦτο ἐκείνη, περὶ ἧς ὡμίλει ὁ Σιγουράντσας; Αὐτή, ἡ νύφη;

*
* *

Εἶχε μάθει πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἡ μάννα της τὴν ἐπανδρολογοῦσε μ᾽ ἕνα νοικοκύρην στεργιώτην, ἀπὸ κεῖ πέραν ἀπ᾽ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά. Ποῦ τὸν ηὗρε;

Τάχα δὲν ὑπῆρχαν γαμβροὶ εἰς τὴν πατρίδα, εἰς τὸ ὡραῖον χωρίον, τὸ παραθαλάσσιον; Καὶ δὲν ἦτο αὐτός, εἷς μεταξὺ ὅλων, καλὸς γαμβρός; Διατί ἐβιάζετο ἡ μάννα της; Ἀλλὰ διατί νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ἐκείνη, περὶ ἧς εἶχεν εἰπεῖ ὁ Σιγουράντσας, ἦτο αὐτή, ἡ εὔμορφη κόρη; Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ; Τάχα δὲν ὑπῆρχον ἄλλαι νύμφαι; Καὶ διατί αὐτή;

Διατί; Διότι ἰδού, γάμος ἐγίνετο, καθ᾽ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἐκεῖ.

Δυνατὸν νὰ ἐγίνετο γάμος. Καμμία πτωχὴ ἐξαδέλφη της θὰ ὑπανδρεύετο εἰς δανεικὸν σπίτι, εἰς τὸ σπίτι τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως. Ὄχι, δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ πιστεύσῃ ὅτι ἦτον αὐτή.

Τὸ Ἀρχοντὼ εἶχε καιρόν. Ἦτο σχεδὸν ὁμῆλιξ μὲ αὐτόν, ἕνα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ἐτῶν. Αὐτὸς τὴν εἶχε γνωρίσει ἀπὸ μικρήν. Μαζὶ ἔπαιζαν. Ἐκείνη μὲ τὲς κοῦκλές της, μὲ τὰ νινιὰ καὶ μὲ τὰ προικιά της. Αὐτὸς μὲ τὰ καραβάκια του, τ᾽ ἀρμίθια* καὶ τὶς ἀπετουνιές του.

Ἐκείνη ἔπαιζε «τὰ συμπεθερικὰ» μὲ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας κορασίδας, ὁποὺ ὑπάνδρευαν τὲς κοῦκλές των κ᾽ ἐψέλλιζαν χελιδονιστὶ ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην:

― Ἄχ, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό, νὰ φέρουμε πλιὸ τὸν μπακλαβά, πῶς καμαρών᾽ ἡ νύφη, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό. Νά κ᾽ ἡ τέμπλα* μὲ τὰ προικιά, νύφη, νύφη κὶ γαμπρός, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό.

Κι αὐτὸς ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὸν μικρὸν αὐλόγυρον ἤκουε τοὺς ψιθυρισμοὺς καὶ τὰ κορασιώδη καμώματα, κ᾽ ἐκολλοῦσε τὸ μάτι του στὴν χαρασμίδα τῆς πόρτας, διὰ νὰ ἰδῇ, ὁποὺ τὴν εἶχαν μανδαλωμένην ἀπὸ μέσα, κλείσασαι αὐτὸν ἔξω, αἱ σκληραὶ καὶ τρυφεραὶ καὶ φίλαυτοι. Καὶ ἄλλοτε ἡ Ἀρχόντω ἔπαιζεν ἐνώπιόν του τὸ «ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο», καὶ αὐτὸς ἔχασκε βλέπων, καὶ ἐφλέγετο ν᾽ ἁρπάξῃ μὲ τὰ δόντια τὸ πορτοκάλι, καθὼς ἀνέβαινεν εἰς τὸ ὕψος καὶ κατέβαινεν εἰς τὸ λευκὸν χεράκι τῆς φιλοπαίγμονος μικρᾶς.

Καὶ ἄλλοτε πάλιν ἔπαιζαν οἱ δύο τους «τὸν δείχτην», ὁποὺ ἦτον μία ἁπλῆ κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εἰς τὴν χεῖρα τῆς μικρᾶς πότε εἰς πριόνι, πότε εἰς καράβι, πότε εἰς τραπέζι, πότε εἰς τυλιγάδι* καὶ εἰς ἀργαλειόν. Καὶ πάλιν ἄλλοτε ἔπαιζαν, ἐκείνη μὲ τὰ δύο χέρια της, αὐτὸς μὲ τὸ ἓν δάκτυλόν του, τὸ «Δῶ‘ μ᾽ φωτίτσα – ἔλα παραπανίτσα»*, ὁπότε, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δάκτυλόν του εἰς τὸ τελευταῖον σκαλοπάτι, τὸ σκυλί, τὸ ὁποῖον ἐνήδρευεν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς δύο παλάμας της, ὁποὺ παρίστων οἰκίαν, καὶ τὰ συνημμένα δάκτυλά της σκάλαν, τὸν ἔπιανε καὶ τὸν ἐδάγκανε καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσε, γαῦ! γαῦ! Ὢ τῆς ἀθώας παιδιᾶς, ὁποὺ εἶναι κρῖμα νὰ μὴν εἶναί τις ἀκόμη παιδὶ διὰ νὰ τὴν παίξῃ!

*
* *

Καὶ τώρα ἡ μάννα της τὴν ἐπροξένευε, καὶ τὴν ἐπανδρολογοῦσε, καὶ ἤθελε νὰ τὴν κάμῃ νοικοκυράν. Τὸ εἶχεν ἀκούσει αὐτὸς πρὸ ἡμερῶν νὰ ψιθυρίζεται εἰς τὴν γειτονιάν, πλὴν ἡ μάννα της ἦτον πολὺ κρυφοδάκωτη γυναίκα, καὶ ὅσον καὶ ἂν τὴν ἐψάρευαν οἱ γειτόνισσες, δὲν θὰ ἐπρόδιδε ποτὲ τὸ μυστικόν της.

― Λόγια τοῦ κόσμου, γειτόνισσα. Ποῦ ἔχω ᾽γὼ καιρὸ ἀκόμα! Ἐμένα τὸ κορίτσι μ᾽ δὲν τὸ πῆραν τὰ χρόνια μπροστά, ἂς παντρευτοῦν οἱ μεγάλες δά! Τοὺ Κατερνιὼ τ᾽ Μπαρμπαγιάννη, κὶ τοὺ Μαριὼ τς Κάλληνας, κὶ τοὺ Βασὼ τς Χατζηγιώργινας, τί σ᾽νέριο* τς ἔχει; Ἐμένα τ᾽ Ἀρχοντώ μ᾽ τώρα ἀκόμα ἄρχισε νὰ κεντᾷ τὰ προικιά τς.

Πολλοὶ ὁποὺ τὴν ἤκουαν νὰ διαμαρτύρεται οὕτω τὴν ἐπίστευαν, καὶ αἱ γειτόνισσαι ἔμενον ἐν ὑποψίᾳ καὶ δυσπιστίᾳ, ἀλλὰ χωρὶς τεκμήριον ἢ βεβαιότητα, καὶ μόνον ὁ Νταλντογιάννης, κατὰ τὸ φαινόμενον ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ὁποὺ ἐγύριζεν εἰς ὅλες τὶς γειτονιὲς κ᾽ ἐκουβαλοῦσε εἰς τὰ σπίτια στάμνες μὲ νερὸ πρὸς μίαν δεκάραν τὴν μίαν, εὗρε φράσεις διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰς ὑποψίας ὅλων:

― Μὴν τὴν ἀκοῦτε, ἔτσι τὰ λέει. Ἀπ᾽ τὴν περηφάνια τς, γιατὶ θὰ κάμῃ καλὸν γαμπρό, νοικοκύρη ἀπ᾽ τὸ Μπρομύρ᾽. Κὶ τὰ λέει τάχα γιὰ νὰ ρίξ᾽ ὄξου τς ἄλλες ἁπού ᾽ναι ἀνύπαντρες. Δὲν τ᾽νε βλέπετε ποὺ δὲν μαζώνει τὰ χείλια τς ἀπ᾽ τὴ χαρά τς;

Πλὴν ὁ Γιωργὴς δὲν ἔτυχε ν᾽ ἀκούσῃ τοὺς συμπερασμοὺς τοῦ Νταλντογιάννη, καὶ ἦτον παιδὶ τῆς θάλασσας, ὄχι ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἀγαποῦν νὰ κάθωνται εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγορὰν καὶ ν᾽ ἀργολογοῦν. Καὶ πάλιν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους εἶχε σπεύσει πρὸ ἡμερῶν νὰ τοῦ πάρῃ τὰ συχαρίκια, ὅτι ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ, ἄλλως θὰ ἦτο ἐν μακαρίᾳ ἀγνοίᾳ. Καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ μάννα του ἦτον, καὶ αὐτή, κρυφὴ γυναίκα, κατ᾽ ἄλλον τρόπον, καὶ δὲν ἐπεθύμει μὲν νὰ νυμφευθῇ ὁ υἱός της τόσον γρήγορα, ἔχαιρε δὲ ἐνδομύχως ἂν ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ.

Τὴν Πέμπτην εἶχεν ἀποπλεύσει ὁ νέος εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδι. Τὴν Παρασκευὴν ἡ γραῖα ἐπληροφορήθη θετικῶς ὅτι ὁ ἀρραβὼν εἶχε γίνει πολὺ κρυφά, καὶ ὅτι ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πάλιν κρυφά, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ἐρχομένην Κυριακήν. Ἡ Μπούρμπαινα εὐχαριστήθη, ἐλπίσασα ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ υἱός της δὲν θὰ ἐπανήρχετο πρὸ τῆς Δευτέρας, καὶ δὲν θὰ ἦτο ἐδῶ εἰς τὸν γάμον. Διότι ὑπώπτευεν, ἤξευρε καὶ ᾐσθάνετο ὅτι ὁ Γιωργὴς ἔτρεφε παιδικὸν αἴσθημα πρὸς τὴν Ἀρχόντω.

Ἀλλὰ παρ᾽ ἐλπίδα, ἡ ὑπόθεσις τοῦ ταξιδίου ἐτελείωσε γρήγορα, ἢ ὁ καιρὸς ἦτο πολὺ εὐνοϊκός, καὶ ἡ βάρκα ἐπέστρεψε τὸ Σάββατον, ἀργὰ τὴν νύκτα. Τότε συνεκινήθη ἡ γραῖα καὶ ἐφοβήθη. Ὁ Γιωργὴς δὲν εἶχε μάθει τίποτε εἰμὴ περὶ ἐπικειμένου ἀρραβῶνος. Τὴν ἄδειαν τοῦ γάμου εἶχαν ἀναβάλει νὰ τὴν λάβουν τὴν Κυριακήν, ἅμα θὰ ἐνύκτωνε. Τὸ μυστήριον θὰ ἐτελεῖτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ὁ Γιωργὴς δὲν ἤξευρε τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά.

Ὅταν ὁ νέος ἀνήγγειλεν ὅτι θὰ εἶχαν ναῦλον διὰ τὴν Δευτέραν τὸ πρωί, ἡ γραῖα τὸν ἠρώτησε διὰ ποῦ, καὶ ποίους θὰ μετέφεραν. Ὁ Γιωργὴς εἶπεν ὅτι ὁ κυβερνήτης του ἤξευρεν, ὅτι δὲν εἶχεν ἐξηγηθῆ, καὶ τὸ κάτω-κάτω ὀλίγον τὸν ἔμελεν. Ἡ γραῖα δὲν εἶχεν ἀφορμὰς νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι τὸ ταξίδι αὐτὸ εἶχε καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν γάμον.

Ἐλέχθη μὲν ὅτι ἡ νύμφη θὰ ἐπήγαινε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὸ χωρίον τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του, ἀλλ᾽ ἐπιστεύετο ὅτι θὰ παρήρχοντο ἡμέραι πρὸ τῆς μετοικεσίας. Ἀλλ᾽ ἡ γρια-Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, φαίνεται ὅτι ἐβιάζετο νὰ κουβαλήσῃ τὴν κόρην της πέραν, καθὼς εἶχε βιασθῆ καὶ νὰ τὴν «κουκουλώσῃ» μίαν ὥραν ἀρχύτερα.

Ἄλλως, ποίαν τάχα ἐνόει ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης, λέγων ὅτι «ἐντρέπετο νὰ καραβωθῇ ἡ νύφη μέρα-μεσημέρι»; Ποία νύφη;

*
* *

Ἡ γραῖα τὸν παρεκίνησε νὰ μείνῃ στὸ σπίτι νὰ κοιμηθῇ. Ἀνελογίζετο ὅτι, ἂν καὶ ἦσαν γείτονες μὲ τὴν οἰκίαν τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως, καὶ ἂν ἤκουε θορύβους καὶ ἐκρήξεις χαρᾶς εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Γιωργής, αὐτὴ θὰ τὸν ἐπαρηγόρει καὶ θὰ ἐπροσπάθει νὰ τὸν ἀποπλανήσῃ· καὶ ἔπειτα θὰ τὸν εἶχε σιμά της, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της.

Ὁ Γιωργὴς ὅμως ἤθελε νὰ ὑπάγῃ στὴν βάρκαν, ὄχι διότι τοῦ εἶχε παραγγείλει οὕτω ὁ κυβερνήτης του, ἀλλὰ διότι πάντοτε ἠρέσκετο κ᾽ ἐπροτίμα νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν βάρκαν. Ἡ μάννα του ἦτο πλέον γραῖα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν νανουρίσῃ εἰς τὴν κούνιαν του οὔτε εἰς τὴν ἀγκαλιάν της. Ἡ ἄλλη μάννα του, ἡ θάλασσα, ἀκόμη τὸν ἐλίκνιζε μὲ τὰ κύματά της. Κ᾽ ἐκείνη εἶχε κούνιαν, κ᾽ ἐκείνη εἶχεν ἀγκάλην καὶ ἀγκάλας πολλάς. Διὰ τὴν πρώτην μητέρα ἦτο πλέον μεγάλος καὶ ἡλικιωμένος υἱός. Διὰ τὴν δευτέραν μεγάλην μητέρα, τὴν προσφιλῆ καὶ ὑγρὰν καὶ ἄπιστον, ἦτο ἀκόμη μικρόν, πολὺ μικρὸν τέκνον της.

Ἡ γραῖα δὲν ἐπέμεινε περισσότερον νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Ἐπροσποιήθη μόνον ὅτι γνωρίζει καὶ αὐτὴ ἀπὸ θάλασσαν (καὶ δὲν ἐγνώριζεν ἄλλο παρὰ τοὺς καημοὺς τῆς θάλασσας), καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἀγκυροβόλιον τοῦ βράχου δὲν ἦτο πολὺ ἀσφαλές, καὶ τοῦ ἐσύστησε νὰ πάγῃ ν᾽ ἀράξῃ τὴν βάρκαν ἐκεῖθεν τῶν βράχων, μεσημβρινώτερα, πρὸς τὴν Σπηλιὰν ἢ τὲς Πλάκες. Τοῦτο τὸ ἔκαμε διὰ νὰ εἶναι ὁ υἱός της μακρὰν ἀπὸ τὴν συνοικίαν καὶ εἰς ἄποπτον ἀπὸ τῆς οἰκίας, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ὁ γάμος. Πλὴν αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ἀπῆλθεν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐσκέπτετο ἡ ἀνήσυχος μητρικὴ στοργή, ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, οὔτε ἰδέαν εἶχεν οὔτε ὑποψίαν οὔτε ἔννοιαν ἂν ὁ Γιωργής, ὁ υἱὸς τῆς Μπούρμπαινας, ἦτο ἐρωτευμένος μὲ τὴν κόρην της τὴν Ἀρχόντω. Καὶ ἂν εἶχεν ἰδέαν, πάλιν δὲν θὰ τὴν ἔμελε τίποτε. Καὶ ἂν ἐγνώριζεν ὅτι ἡ κόρη της ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸ αἴσθημα, πάλιν ὀλίγον θὰ ἀνησύχει. Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ μόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των. «Νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει». Καθὼς ὅλαι αἱ γραῖαι, ἡ Μαρουδίτσα ἦτο συμφωνοτάτη μὲ τὸν Εὐριπίδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν τιμὴν νὰ τὸν γνωρίζῃ.

Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα. Δὲν πρέπει, ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του τοὺς δύο πυροβολισμούς ― διότι ἀφοῦ ἡ «κουλούρα» ἐμβῆκεν εἰς τὸ κεφάλι, δὲν ἦτο πλέον ἀνάγκη μυστικότητος, καὶ αὐτὸς ὁ κίνδυνος μήπως «ρίξουν τὰ κορίτσια* τῆς νύφης» παρῆλθε πλέον· διότι τὰ κορίτσια, καθὼς εἶναι γνωστὸν εἰς πολλούς, τὰ ρίχνουν αἱ ἐχθραὶ τῆς νύμφης, ἐνόσῳ διαρκεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος, ἥτις καὶ δι᾽ αὐτὸ τελεῖται πολὺ μυστικά, κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν πονηρῶν γραϊδίων, χωρὶς νὰ πάρῃ εἴδησιν κανεὶς ἀπ᾽ ἔξω· κ᾽ ἔπειτα ἡ Μαρουδίτσα εἶχε λάβει πρόνοιαν νὰ ὀχυρώσῃ τοὺς κόλπους τῆς κόρης της, καθὼς καὶ τοῦ γαμβροῦ, μὲ δύο μικρὰ ὡραῖα χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οἱ δὲ πυροβολισμοὶ ρίπτονται κατ᾽ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τοῦ Στεφανώματος, εὐθὺς μετὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἀρραβῶνος ― ὅταν, λέγω, ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του δύο τουφεκιὲς ἢ μᾶλλον τρομπονιές, ἐξύπνησεν ἔντρομος μὲ ἀνασκίρτημα, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἦτο κακὸς ἐφιάλτης. Ἀλλὰ δὲν ἦτο σωστὸν ξύπνημα.

Ὁ νέος εὑρίσκετο ἐν ἡμιασυνειδησίᾳ καὶ δὲν ἐνόει τίποτε. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ὡς ἐν ὀνείρῳ ἐκεῖ, ἐπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, μίαν οἰκίαν ἐκτάκτως φωτισμένην. Ἔπειτα ἐκοιμήθη πάλιν, κ᾽ ἐκοιμήθη ἐπὶ πολύ. Ἀλλὰ μέσα εἰς τὸν ὕπνον του εἶχε συνείδησιν ὀνείρου μελῳδικοῦ, οὕτως εἰπεῖν, ἐφέρετο ἐπὶ πτερύγων μουσικῶν φθόγγων, ἐπὶ πτίλων αὔρας ἐναρμονίου, λιγυρᾶς. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἐξύπνησεν.

Ἤκουσεν εὐκρινῶς βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Τί ἦτο; Ἐκοίταξε κατὰ τὸν βράχον. Ἦτο πράγματι οἰκία λαμπρῶς φωτισμένη, παμφαής, καὶ ἡ οἰκία αὕτη ἦτο τῆς Μαρουδίτσας. Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Δι᾽ αὐτὸ ὁ Σιγουράντσας τοῦ εἶχεν εἰπεῖ «ντρέπεται ἡ νύφη»; Ποιὰ νύφη;

Εἶχεν ἀκούσει περί μνηστείας. Ἴσως νὰ ἔκαμαν μνηστείαν, καὶ αὐτὰ ἦσαν τὰ «μβασίδια»* τοῦ γαμβροῦ. Διότι συνήθως, εὐθὺς μετὰ τὴν ἁπλῆν ἀνεπίσημον μνηστείαν, «μβάζουν» τὸν γαμβρόν, δηλαδὴ τὸν εἰσάγουν ἐπισήμως εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γαμβρὸς ἦτο πέραν ἀπὸ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης ἄνθρωπος, ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμβάσουν ἐν πομπῇ εἰς τὴν οἰκίαν, διότι αὔριον θ᾽ ἀπήρχετο πάλιν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ὁ γάμος θ᾽ ἀνεβάλλετο μετὰ μῆνας. Αὐτὸ θὰ ἦτον.

Ἐζήτει νὰ εὕρῃ μικρὰν παρηγορίαν, ἐπροσπάθει νὰ πιασθῇ ἀπὸ ὀλίγην σφαλερὰν ἐλπίδα. Ἐπεθύμει νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὐτὸ μόνον ἦτον. Ὁ γάμος θὰ ἐβράδυνεν. Εἶχε καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ βάλῃ μέσα εἰς ἐνέργειαν, διὰ νὰ χαλάσῃ τοὺς ἀρραβῶνας. Ἦτο ἱκανός, αὐτός, νὰ τὸ κλέψῃ, τὸ Ἀρχοντώ. Καὶ μὲ ὅλα τὰ δίκια του. Διότι ἐπίστευεν ὅτι διὰ τῆς βίας ἤθελαν νὰ τῆς δώσουν ἄνδρα ξένον ἄνθρωπον, οἰκοκύρην.

Ἀλλὰ τόσα φῶτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ἦτο μόνον διὰ τὰ μβασίδια; Ἠμποροῦσε νὰ τὸ πιστεύσῃ;

Ἔπειτα ἐκεῖναι αἱ φράσεις τοῦ Σιγουράντσα ἤρχοντο πάλιν εἰς τὸν νοῦν του. «Μπορεῖ νὰ τοὺς σηκώσουν πρωί. Θὰ μβαρκάρουν τὴ νύφη. Νά ᾽χῃ τὸν νοῦν του».

Νὰ ἦτο λοιπὸν ἀληθές; Ἐτελεῖτο γάμος ἐκεῖ ἐπάνω; Ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ;

Ὤ, Τύχη καὶ Πρόνοια! Ὤ, βουλαὶ ἀνθρώπων ὑποβολιμαῖαι, τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί!

*
* *

Τί νὰ σκεφθῇ; Τί νὰ εἴπῃ; Πῶς ν᾽ ἀρθρώσῃ λόγον; Ἤθελε, κατὰ τὸ ᾆσμα, «ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ πῇ τὰ πάθη του τραγούδια». Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ κάμῃ κι ἄλλη γέννα. Ὄχι! Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου!…

Διατί κοιμᾶται; Πῶς ἀγρυπνεῖ; Πῶς μένει ἐξαπλωμένος; Καὶ δὲν ἐξέρχεται πνοὴ καὶ στεναγμὸς ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ τὸ ὄμμα του ἐκαρφώθη ἐκεῖ ἀπλανές, καὶ ζῇ, καὶ δὲν ζῇ, ἐνδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Ὄχι, δρᾶσις. Νὰ σηκωθῇ… Νὰ πηδήσῃ… Νὰ τρέξῃ… νὰ πετάξῃ… Ν᾽ ἀναβῇ τὸν βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενοὺς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Νὰ φθάσῃ ἐκεῖ ἐπάνω… Νὰ χυθῇ, νὰ ὁρμήσῃ… Νὰ τοὺς ταράξῃ. Νὰ τοὺς θαλασσώσῃ… Νὰ ἐπιβάλῃ χεῖρα εἰς τὴν νύφην, ὁποὺ στέκει στολισμένη καὶ καμαρώνει. «Ἔλα ἐδῶ, σύ!»… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ… Νὰ τὴν σηκώσῃ ψηλά… Νὰ τὴν κατεβάσῃ, κάτω ἀπὸ τὴν σκάλαν… Θὰ ἐξαφνισθοῦν… Θὰ μείνουν ἀπολιθωμένοι… Θὰ τὸν νομίσουν διὰ τρελόν… Θὰ συνέλθουν… Θὰ τρέξουν κατόπιν του… Ἡ γριὰ θὰ τραβήξῃ τὰ μαλλιά της, θὰ χυθῇ ἐπάνω του, καὶ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Οἱ ἄλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενεῖς, θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τοὺς γρόνθους, μὲ ράβδους, μὲ τὰς φιάλας τὰς κενὰς καὶ μὲ τὰς φιάλας τὰς μισογεμάτας… μὲ τὴν σκούπαν… μὲ ὅ,τι τύχῃ. Αὐτὸς μὲ τὴν μίαν χεῖρα θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην ἐμπρός, μὲ τὴν ἄλλην θὰ προσπαθῇ νὰ τοὺς φέρῃ γῦρο ὅλους!… Καὶ ὁ γαμβρός, ὁ νοικοκύρης, μὲ τὸ πανωβράκι του τὸ τσόχινον, μὲ τὸ φέσι του τὸ στιλπνόν, μὲ τὴν τσάκαν* του τὴν βελουδένιαν, μὲ τὸ ζωνάρι του τὸ μεταξωτόν, θὰ τρέξῃ ἀπ᾽ ὀπίσω του, καὶ θὰ γυρεύῃ νὰ τοὺς χωρίσῃ… Ὄχι, θὰ τοῦ ἔλθῃ λιγοθυμιά, καὶ θὰ πέσῃ ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρταν… καὶ τότε αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές, καὶ θὰ πασχίζουν νὰ ξελιγοθυμήσουν τὸν γαμβρόν… καὶ θὰ ἐπέλθῃ μικρὸς ἀντιπερισπασμός… κι αὐτὸς θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην κατὰ τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὴν βάρκαν, κάτω, καὶ μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ἀγκῶνάς του, καταπληγωμένος, ἀφρίζων, αἱματωμένος, ἄγριος, θ᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰ κτυπήματα τῶν λυσσασμένων.

Ἐμπρός! θάρρος, ἀπόφασις. Σηκώσου! θὰ κουνηθῇς ἐπὶ τέλους;

*
* *

Εἶχε κοιμηθῇ ἀποβραδὺς ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης. Εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ἐξύπνησεν. Εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον.

Ἔτριψε τὰ μάτια του, ἐχασμήθη, ἐγόγγυσεν, ἔρριψεν ὀλίγον νερὸν εἰς τὰ βλέφαρά του, ἐφόρεσε τὴν μικρὰν καπόταν του, καὶ κατέβη.

Διευθύνθη εἰς τὸ σπίτι τῆς χαρᾶς, ἐκεῖ ὅπου ἐγίνετο ὁ γάμος.

Δὲν ἦτο καλεσμένος, ὄχι, ἀλλ᾽ ἦτο καραβοκύρης τῆς βάρκας… τοῦ Γιωργῆ καὶ ἦτο ναυλωμένος νὰ μεταφέρῃ τὸ νέον ἀνδρόγυνον πέραν. Ἡ νύφη δὲν εἶχε σπίτι ὡς προῖκα. Ἡ γριὰ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρία μεταξωτὰ καὶ ὀλίγα βαμβακερὰ φορέματα, δύο χαλκώματα, μισὴν δουζίναν χουλιαράκια τοῦ γλυκοῦ, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφην καὶ μίαν ἀνεμοδούραν* κ᾽ ἔγραψεν εἰς τὸ προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμὰς μέτρημα, τὰς ὁποίας εἶναι ἄδηλον ἂν εἶχε σκοπὸν ποτὲ νὰ δώσῃ, καὶ μὲ αὐτὰ τοὺς «ἐκουκούλωσε».

Τὸ νὰ μὴ λάβῃ σπίτι ὡς προῖκα ἡ νύφη ἐσήμαινεν ὅτι δὲν θὰ ἔμενεν ἐγκάτοικος εἰς τὴν πατρίδα της. Ὁ γαμβρός, πέρα, στὰ χωριὰ τὰ δικά του, ἔλεγαν ὅτι εἶχε σπίτι καὶ σπίτια πολλά. Καὶ χωράφια ὄχι ὀλίγα. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος.

Εἶχεν ἀποφασισθῆ, εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον, ἅμα ἐξημέρωνε νὰ μβαρκάρουν ὁ γαμβρός, ἡ νύφη, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὴν γραῖαν, καὶ νὰ περάσουν πέρα εἰς τὸν Πλατανιᾶν, σιμὰ εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωρία τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του κ᾽ εἰς τὰ νοικοκυριά του.

Εἶχαν συμφωνήσει μὲ πολλὴν μυστικότητα ἀπὸ τὸ δειλινὸν τῆς Κυριακῆς (τὴν μυστικότητα τὴν ἤθελεν ἡ γραῖα εἰς ὅλα, φυλαττομένη τὰς κακὰς γλώσσας τοῦ χωριοῦ· ἤθελε ν᾽ ἀποκοιμίσῃ τὴν κοινὴν περιέργειαν· δὲν τῆς ἤρεσκε ν᾽ ἀκούῃ σχόλια, διατί καὶ πῶς ἡ γραῖα Μαρουδίτσα ὑπάνδρευσε τὴν κόρην της καὶ τὴν ἔστειλεν εἰς ξένον μέρος, καὶ τὴν ἐξεπάτρισε, καὶ τὴν «ἐκαράβωσε» μέρα-μεσημέρι· καὶ προσέτι ἂν ἡ νύφη εἶχε καλὰ προικιά, καὶ ἂν «ἐκαμάρωνεν» ὅταν θὰ ἐπήγαινε νὰ μβαρκάρῃ κτλ.), εἶχαν συμφωνήσει, λέγω, μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὸν καραβοκύρην, πρωὶ-πρωὶ νὰ τοὺς περάσῃ πέρα μὲ τὴν βάρκαν, τὴν βάρκαν τοῦ Γιωργῆ. Μὲ αὐτὸ τὸ θάρρος ἐπήγαινεν ὁ καπετὰν Σιγουράντσας τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ εἶναι καλεσμένος. Εἶχε σκεφθῆ ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον ἐνωρίς, ἀφοῦ ἦτον διὰ ταξίδι, καὶ βαθιὰ τὴν νύκτα, περὶ τὸ δεύτερον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ ὑπάγῃ ἀπροσκάλεστος εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι.

Ἤρκει ἅπαξ νὰ εἴπῃ:

―Ἔ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δά. Ἂς εἶναι στερεωμένα. Κοντεύει νὰ φέξῃ. Ὁ ἀστέρας θὰ βγῇ. Ἡ Πούλια πάγει μεσουρανίς. Νά, τώρα θὰ χαράξῃ. Ἐγὼ λέω νὰ τραβιόμαστε ἀγάλι᾽ ἀγάλια. Τώρα μὲ τὸ ἀπόγειο, τὸ πρωί, θὰ κολλήσουμε μιὰ χαρὰ πέρα, πρὶν ψηλώσῃ ἕνα κοντάρι ὁ ἥλιος… Ἂς εἶναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Μὲ γυιούς! Ἐβίβα σας! Στερεωμένο τὸ ἀνδρόγυνο! Στὴν ὑγειά σας! Καλορρίζικα!

Καὶ ὕστερον ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ὥρας θὰ ἐκερνᾶτο καὶ θὰ ἔπινεν ἀνέτως, ὡς καλεσμένος μὲ τοὺς καλεσμένους, ὑπενθυμίζων μόνον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν:

― Κοντεύει νὰ φέξῃ… Νὰ τραβιόμαστε σιγὰ-σιγά. Ἐβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!

― Ἂς φέξῃ! θὰ ἀπήντων ἑκάστοτε ὁ κουμπάρος καὶ οἱ καλεσμένοι.

Καὶ οὕτω συνέβη. Ἦτο ἤδη τετάρτη μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, ἀπόπασχα, Ἀπρίλιος ὁ μήν. Τὰ πουλιὰ ἐκελαδοῦσαν εἰς τὰ δένδρα, γύρω εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Ἡ αὐγὴ ἔδειχνε τὰ ρόδινα δάκτυλά της ψηλὰ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ ἀντικρύ, καὶ ὅλος ὁ ἀὴρ ἐμοσχοβολοῦσεν ἀπὸ τὰ ρόδα τῶν κήπων ὁλόγυρα, τὰ ρόδα τὰ ὁποῖα εἶχον πλασθῆ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν χωρὶς ἀκάνθας· καὶ τώρα, διὰ νὰ δρέψῃ τις ἓν ἀπὸ αὐτὰ ἀνάγκη νὰ ματώσῃ τὰ δάκτυλα… καὶ πάλιν, ὅταν τὸ ρόδον εἶναι ὑψηλὰ πολύ, δὲν τὸ φθάνει ὅσον καὶ ἂν τανυσθῇ τις, μόνον ἀδίκως ματώνει τὰ δάκτυλα… καὶ καμμίαν φορὰν πέφτει καὶ σπάζει τὰ πόδια.

Ἦτο τετάρτη ὥρα γλυκοχαράματα, καὶ κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχε κινηθῆ ἀπὸ τὴν οἰκίαν. Τέλος, ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἥτις ἐπεθύμει νὰ γίνῃ τὸ μπαρκάρισμα ὅσον τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα, ἐπῆρε δύο ἀβασταγὲς μὲ ροῦχα, τὰς ὁποίας εἶχεν ἑτοιμάσει, καί, ἀφοῦ συνεννοήθη μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὰς ἔδωκεν εἰς δύο παιδία, ἀνεψιούς της, νὰ τὰς κουβαλήσουν κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν.

―Ἐκεῖ εἶν᾽ ἡ βάρκα, εἶπεν ὁ καραβοκύρης, δεικνύων διὰ τοῦ παραθύρου. Ὁ Γιωργὴς κοιμᾶται μέσα. Ἂς τὸν φωνάξουν νὰ σηκωθῇ, νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ πράματα. Κι ὅ,τι ἄλλο ἔχετε, στείλετέ το. Δῶστέ μου κ᾽ ἐμένα νὰ κουβαλήσω τίποτα, τώρα ποὺ θὰ κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε* ὅλοι! Τὸ ἀνδρόγυνο στερεωμένο!

*
* *

Νὰ σηκωθῇ… Νὰ τρέξῃ… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ μέσ᾽ ἀπὸ τὰ χέρια τους… Ἡ γριὰ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της… Αὐτὸς θὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸν λαιμὸν νὰ τὴν πνίξῃ… Οἱ καλεσμένοι θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τὶς μπουκάλες, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τὰ ρόπαλα… Αὐτὸς θὰ τοὺς κυνηγήσῃ μ᾽ ἕνα σκαρμόν, μ᾽ ἕνα μπάγκον, μὲ μίαν τροπωτήρα* ὁποὺ μπορεῖ νὰ πάρῃ μαζί του ἀπὸ τὴν φελούκαν… Αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές… Ὁ γαμβρὸς θὰ τὰς καταπραΰνῃ. «Σιωπᾶτε! σιωπᾶτε!». Εἶναι εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.

Δὲν ἐσηκώθη… Δὲν ἔτρεξε. Δὲν ἦτο πλέον καιρός. Ὁ μακρὸς ἐφιάλτης τὸν εἶχε προδώσει.

Τὰ δύο παιδία κατέβησαν κάτω εἰς τὴν ἄκρην τοῦ βράχου, φέροντα τὰς δύο δέσμας τῶν φορεμάτων. Δύο φανάρια ὑπῆρχον ἐξ ἀρχῆς κρεμασμένα εἰς τὸ μπαλκόνι τῆς οἰκίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, διὰ νὰ φέγγῃ τὸν δρόμον εἰς αὐτοὺς ὁποὺ ἤρχισαν νὰ κουβαλοῦν τὴν ἀποσκευήν. Τὸ οὐράνιον δρέπανον, λευκόν, ἐστιλπνωμένον, εἶχεν ἀνατείλει πρὸ ὥρας, καὶ τώρα εἶχεν ὠχριάσει ἀπὸ τὰς ἐρυθρὰς καὶ κυανᾶς λάμψεις τοῦ λυκαυγοῦς. Καὶ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐκοκκίνιζαν ὑψηλά, πρωτογενῆ, ἄφθαστα ρόδα… φλογίνη ρομφαία εἰς τὴν πύλην τοῦ φωτός!

Τὰ δύο παιδία ἐφώναξαν τὸν Γιωργήν. Ἀλλ᾽ ὁ νέος εἶχε σηκωθῆ πρὶν τὸν φωνάξουν.

― Μπάρμπα, εἶπ᾽ οὑ καπιτάνιους, νὰ πάρ᾽ς, λέει, τὰ ροῦχα μέσ᾽ τ᾽ βάρκα.

― Εἶπε, λέει, ἡ θειά μ᾽ ἡ Μαρουδίτσα, νὰ τὰ βάνῃς, λέει, σὲ καλὴ μεριά, τὰ ροῦχα, νὰ μὴ βραχοῦνε.

― Νὰ τὰ βάνῃς, λέει, ἀπουκάτ᾽ ἀπ᾽ τὴν πλώρ᾽ τς βάρκας, ὄμορφα-ὄμορφα.

― Τὰ ροῦχα, λέει, κὶ τὰ μάτια σ᾽.

Καὶ συγχρόνως ἠκούσθη ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχομένη ἡ μεγάλη φωνὴ τοῦ Σιγουράντσα:

― Ἀλέστα*, Γιωργή! Τὰ πῆρες τὰ πράματα μέσα;

Εἶχεν ἐξέλθει ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, κ᾽ ἐκεῖ προπεμπόμενος καὶ ξεκολλῶν ἀργὰ-ἀργά, ἐξηκολούθει νὰ κερνᾶται ἀκόμη.

― Γειά μας! Στερεωμένο τ᾽ ἀνδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!

Καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ κατήρχετο βραδὺς τὴν κλιτὺν τοῦ βράχου, ἐξακολουθῶν νὰ φωνάζῃ καθ᾽ ὁδόν:

― Ἀσένιο*, Γιωργή! Θά ᾽χουμε καλὸ ταξίδι.

*
* *

Δὲν ἦτο πλέον ψέμα, ἦτον ἀλήθεια. Ὁ Γιωργὴς ἔπλεε μὲ τὴν βάρκαν του καὶ μὲ τὸν Σιγουράντσαν. Ἔπλεε καὶ μετέφερε τὴν Ἀρχόντω, μὲ τὴν μητέρα της καὶ μὲ τὸν γαμβρόν, τὴν ὥραν τῆς αὐγῆς. Τοὺς μετέφερεν εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωριὰ τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του.

Καὶ πάλιν ἠμπορεῖ νὰ ἦτον ψέμα, τίς δύναται νὰ εἶναι βέβαιος; Ἦτο ὄνειρον μαγικόν, ἀπαίσιον καὶ τρομερόν, ὄνειρον τὸ ὁποῖον ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια. Κ᾽ ἐσφαλοῦσε τὰ μάτια, καὶ ἀκόμη τὸ ἔβλεπε.

Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐφυλλορροοῦσαν κ᾽ ἐκοκκίνιζαν αἱ παρειαὶ τῆς Ἀρχόντως, ἢ ἐκοκκίνιζαν μόναι των εἰς τὴν θέαν τοῦ Γιωργῆ; Αὐτὸς ἦτο χλωμός, μαραμμένος, ἀδρανής.

Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς δὲν ἤρκουν διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ κοκκινίσῃ. Τὰ χέρια του μηχανικῶς, ὡς ξυλιασμένα, ἐτραβοῦσαν τὸ κουπί. Ξύλον κολλημένον ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον.

Μίαν φορὰν μόνον ἐκοίταξε τὴν Ἀρχόντω. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦτον ἡ τελευταία συγκεντρωμένη ἀκτὶς τῆς ψυχῆς του. Εἶτα ἐκείνη κατεβίβασε τὰ ὄμματα, καὶ τὸ ἰδικόν του ὄμμα κατέστη ἀπλανές.

― Καλὸ κατευόδιο σας!

― Παναγιὰ μπροστά σας!

― Δούλευέ τα*, καπετάνιο.

― Δούλευέ τα! δούλευέ τα!

Ἐμακρύνθησαν, ἐπελαγώθησαν, κ᾽ ἔφευγαν, ἔφευγαν.

Δὲν ἠμποροῦσε νὰ συνάψῃ ἰδέαν πλέον. Δὲν ἦτο τάχα πλέον καιρὸς παλληκαριᾶς; Παρῆλθεν ἡ εὐκαιρία διὰ νὰ ὁρμήσῃ ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι, νὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας ὅλων, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ὀδόντας καὶ μὲ τοὺς ὄνυχας.

Ἡ γραῖα δὲν θὰ τὸν ἔσχιζε πλέον μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Αὐτὸς ἠμποροῦσε ἀκόμη νὰ τὴν πνίξῃ… νὰ τὴν πνίξῃ… Ἔβλεπε τὸν γαμβρὸν καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὡς ὄρνεον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει ἀπὸ ξένον τόπον διὰ ν᾽ ἁρπάξῃ τὴν περιστεράν, τὴν τρυγόνα.

Τοῦ ἤρχετο νὰ ξεστηθωθῇ, νὰ πτύσῃ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ:

― Παλεύουμε, μπάρμπα;

Τοῦ ἤρχετο νὰ συγχαρῇ τὴν γραῖαν διὰ τὸν γάμον της τάχα ― προσποιούμενος ὅτι ἐπίστευεν ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ νύμφη… διότι ἡ ἡλικία τοῦ γαμβροῦ ἐφαίνετο διὰ νὰ εἶναι σχεδὸν πατὴρ τῆς κόρης.

Καὶ νὰ συγχαρῇ τὴν νέαν διότι, μετὰ τόσα ἔτη ὀρφανίας, εἶχεν ἀποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.

Ἔπειτα τοῦ ἦλθεν νὰ εἴπῃ εἰς τὸν γαμβρόν, δεικνύων τὴν θάλασσαν:

― Παραβγαίνουμε στὸ κολύμπι;

*
* *

Ἐκεῖνος θὰ ἐκάγχαζε μὲ τὴν τρέλαν τοῦ νέου. Δὲν εἶχεν ὄρεξιν διὰ θαλάσσιον λουτρόν. Ἦτο χερσαῖος. Θὰ ἐπήγαινεν ὡς μολυβήθρα κάτω εἰς τὸν βυθόν. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ σπίτια του, μὲ τὰ καλά του.

Τὸ ἀπόγειον ἐφύσα. Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Θὰ ἐδυνάμωνε πολύ. Ἦτο ἡμέρα πλέον, καὶ ὁ ἥλιος θ᾽ ἀνέτελλε πυριφλεγέθων ἐπάνω. Καὶ τὰ ρόδα τῶν παρειῶν τῆς νύμφης δὲν θὰ ἐξηλείφοντο. Καὶ ἡ χλωμάδα ἡ ἰδική του ἐνίκα τὴν ἡλιοκαΐαν τοῦ προσώπου του, τὴν παιδιόθεν κτηθεῖσαν.

Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Σαβούραν δὲν ἐφρόντισαν νὰ βάλουν. Ποῖος νὰ τὸ ἐνθυμηθῇ; Αὐτὸν δὲν τὸν ἔμελεν. Ὁ Σιγουράντσας ἦτο «καπνισμένος»*. Ὁ γαμβρὸς δὲν ἤξευρεν ἀπὸ τέτοια. Ἦτο στεργιώτης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ ὑπάρχοντά του.

Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Τάχα δὲν ἠμποροῦσε νὰ δυναμώσῃ ἀρκετά, ὥστε μ᾽ ἕνα σαγανίδι* ν᾽ ἀναποδογυρίσῃ τὴν ἀσαβούρωτην βάρκαν;

Μ᾽ ἕνα σαγανίδι μόνον. Μὲ μικρὰν ἀνεπιτηδειότητα τοῦ Σιγουράντσα εἰς τὸ τιμόνι, μ᾽ ἐλαφρὰν ἀπροσεξίαν τοῦ Γιωργῆ εἰς τὸ πανί.

Καὶ τότε ὅλα θὰ ἔπλεαν εἰς τὴν θάλασσαν… ὅλοι θὰ ἔπεφταν εἰς τὸ κῦμα. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε μολύβι εἰς τὸν πάτον, χερσαῖος, ἀθαλάσσωτος ἄνθρωπος. Τὴν γρια-Μαρουδίτσαν ἂς τὴν ἐγλύτωνεν, ἂν ἤθελεν, ὁ Σιγουράντσας. Ὁ Γιωργὴς θὰ ἐγλύτωνε τὴν Ἀρχόντω κολυμβῶν. «Κ᾽ ἐσένα νὰ γλυτώσω, κορμί μ᾽ ἀγγελικό».

Ἕνα σαγανίδι, ἕνα σαγανιδάκι μόνον. Καὶ τοῦτο τί ἐχρειάζετο; Μία παρατιμονιὰ τοῦ Σιγουράντσα δὲν ἤρκει; Καὶ αὐτὴ τί ἐχρειάζετο; Ἕνα καργάρισμα* τοῦ πανιοῦ δὲν ἦτο ἀρκετόν; Καὶ δὲν ἦτο αὐτὸ εἰς τὸ χέρι τοῦ Γιωργῆ καὶ μόνον;

Μὲ τὸ χέρι του ἠμποροῦσε νὰ βιάσῃ τὸ πανί, καὶ μὲ τὸ πόδι του ἠμποροῦσε νὰ βγάλῃ τὸν πίρον τῆς βάρκας. Ἡ βάρκα εἶχεν ὀπὴν φραγμένην διὰ πίρου, δίπλα εἰς τὴν καρίναν. Ἦτο τοῦτο σχέδιον τοῦ Γιωργῆ, ὅστις ἔσωζεν ἀκόμη παιδικάς τινας κλίσεις εἰς τὰ θαλασσινά του, καὶ ἐπεθύμει, καθὼς βουλιοῦν τὰ παιδιὰ τὲς μικρὲς φελοῦκες κολυμβῶντα, νὰ βουλιᾷ συχνὰ τὴν βάρκαν του, διὰ νὰ χορταίνῃ ἐκείνη θάλασσαν καὶ αὐτὸς κολύμβημα.

Μὲ ἓν λάκτισμα, ἀκόμη ὀλιγώτερον, μὲ ἓν κτύπημα τοῦ δακτύλου τοῦ ποδός, ἠμποροῦσε νὰ στείλῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἄναυλα τρεῖς ψυχάς, τὸν γαμβρόν, τὴν πενθερὰν καὶ τὴν νύφην… ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ γλυτώσῃ τὴν τελευταίαν.

Ὁ κυβερνήτης, ἂν καὶ βαρύς, θὰ ἐκολύμβα ὅπως-ὅπως καὶ θὰ ἐγλύτωνε. Δὲν ἀπεῖχον ἥμισυ μίλιον ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε βολὶς εἰς τὸν πάτον μὲ ὅλα τὰ σπίτια του… ἢ μᾶλλον χωρὶς τὰ σπίτια του, χωρὶς τὰ χωράφια του καὶ τὰ ὑπάρχοντά του. Ἡ γραῖα Μαρουδίτσα… αὐτὴ τὸ ψωμί της τὸ εἶχε φάγει. Τὴν κόρην της τὴν εἶχε «κουκουλώσει» καὶ τὴν εἶχε κάμει νοικοκυρά. Θὰ ἐφρόντιζεν αὐτὸς νὰ τῆς κάμῃ τὰ κόλλυβα… μαζὶ μὲ τὴν Ἀρχόντω.

Ἐμπρός! Καρδιά! Θάρρος!

Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ βουλιάξῃ τὴν βάρκαν διὰ τοῦ ἀνοίγματος τῆς ὀπῆς. Τὸ μέσον δὲν μετεῖχε παλληκαριᾶς, ἦτο δὲ καὶ ἀπαίσιον. Ἔπειτα δὲν θὰ ἦτο πολὺ ἀσφαλές, διὰ τὴν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον προπομπήν.

Μὲ βουλιαγμένην βάρκαν ἐσώθησαν πολλοὶ μὴ γνωρίζοντες νὰ κολυμβοῦν. Μὲ ἀναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοὶ καὶ δεξιοὶ κολυμβηταὶ ἐχάθησαν.

Ὄχι, δὲν θὰ ἐβούλιαζε τὴν βάρκαν· θὰ τὴν ἀναποδογύριζε!

*
* *

Θὰ ἔβλεπεν τερπνὸν θέαμα, τὸν Σιγουράντσαν νὰ κολυμβᾷ ὡς φώκη μακράν του. Θὰ ἐξεπιάνετο ἀπὸ τὸν γαμβρόν, θὰ ἀπηλλάσσετο ἀπὸ τὴν πενθεράν, διὰ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν. Ἡ γραῖα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ κάμῃ τὸν τελευταῖον σταυρόν της, καὶ ἡ φωνὴ τῆς ἀγωνίας της θὰ ἐπνίγετο βαθιὰ κάτω.

Τὴν ἐπαύριον εἰς τὸ χωρίον, οἱ ἱερεῖς θὰ τῆς ἔψαλλον τὸν «κανόνα» της, καὶ θὰ προέτρεπον τοὺς παρεστῶτας νὰ κάμουν μετανοίας διὰ τὴν ψυχήν της. Καὶ ἐπὶ σαράντα ἡμέρας, ὅλαι αἱ εὐλαβεῖς γραῖαι τοῦ χωρίου θὰ ἔπαυον νὰ τρώγουν ὀψάρια, μὲ τὴν ὑποψίαν ὅτι αὐτὰ εἶχον ἐγγίσει τὴν πνιγμένην.

Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα… ἀπὸ τὴν μασχάλην… ὄχι, ἀπὸ τὴν μέσην. Καὶ ἔπλεεν ἤδη, ἔπλεε κ᾽ ἐκολυμβοῦσε μαζί της. Διὰ μίαν φορὰν ἂς γίνῃ γλυκιὰ ἡ πικρὴ καὶ ἁλμυρὰ θάλασσα.

Ἔφευγεν, ἔφευγεν ὡς δελφίνι, ἐφύσα κ᾽ ἐξέρνα τὸ νερὸν ὡς φάλαινα, καὶ προέβαλλε κοπτερὸν τὸν βραχίονα ὡς ξιφίας. Ἔπλεε μὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ᾽ ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν μὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν᾽ ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοματάκι της… «Μὴ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου!» Καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ ὀργυιάς… Θὰ ἐζύγωνε, θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. «Τώρα, τώρα, ἐφτάσαμε, ψυχή μου». Κανὲν δυστύχημα δὲν ἔμελλε νὰ συμβῇ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἐσώζετο. «Ἐζαλίσθης, ψυχή μου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ». Ὤ, πῶς θὰ ἔπεφταν ἀφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον. Ἀναπλασμένοι καὶ ἀναβαπτισμένοι. Νέος Ἀδὰμ καὶ νέα Εὔα, φέροντες τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγμένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερμίδα των, περισσότερον παρὰ γυμνοί.

«Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι μία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ μέσα, φιλτάτη μου, ν᾽ ἀλλάξῃς». Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναμιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος. Ν᾽ ἀλλάξῃ μὲ τί; «Νὰ στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ᾽ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ δάσους, ἀγάπη μου, νὰ σκεπασθῇς».

*
* *

Τέλος, ἀναποδογύρισε τὴν βάρκαν; Ἔπνιξε τοὺς ἐπιβάτας; Τὴν ἔσωσεν ἐκείνην;

Δὲν ἰσχύει τηλαισθησία οὔτε τηλεπάθεια, διὰ νὰ ζητήσωμεν τὰς ψήφους τῶν ἀναγνωστῶν, νοερῶς, ἀκαριαίως, οὐδὲ Κοινοβουλίου τέμενος εἶναι παρ᾽ ἡμῖν ἱερόν, ἀλλὰ ναὸς Εὐβουλίας. Πᾶς συγγραφεὺς ὑποτίθεται ὅτι ἀντιπροσωπεύει τὴν μέσην κρίσιν καὶ τὸ μέσον αἴσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.

Δὲν τὴν ἀναποδογύρισε, δὲν τοὺς ἔπνιξε. Ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε διὰ νὰ τὸ κάμῃ, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν.

Ἔξαφνα εἶδε νοερὰν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς μητρός του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον, παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς;»

Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγῃ, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»

Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ᾽ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του ― ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

μπαρούμα: σκοινί της βάρκας, το «σχοινίον της πρώρας» κατά Ππδ.

πασσάγιο: άδεια ναυσιπλοΐας

καμιζόλα: μάλλινη αντρική μπλούζα

τα αρμίθια: η ορμιά, σκοινί από τρίχα αλόγου και αγκίστρι για το ψάρεμα

τέμπλα: ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο με ντανιασμένα σκεπάσματα, σεντόνια, κιλίμια κτλ. που υπήρχε στα σπίτια της Σκιάθου.

τυλιγάδι: ξύλινο ραβδί για το τύλιγμα του νήματος

παραπανίτσα: λίγο πιο πάνω

συνέριο: τι σ’νέριο τσ’ έχει; Ποια σύγκριση υπάρχει; (Λέγεται για πράγματα που δεν συγκρίνονται, δεν έχουν σχέση)

κορίτσια: να της ρίξουν τα κορίτσια. Να της κάνουν ξόρκι ώστε να γεννάει μόνο κορίτσια.

μβασίδια, μπασίδια: ο επίσημος ερχομός του γαμπρού στο σπίτι της νύφης

τσάκα, τζάκα: επενδύτης

ανεμοδούρα: εργαλείο με το οποίο αποχωρίζουν τους σπόρους από το βαμβάκι.

τέπερτε: ευχετικό επιφώνημα σε συμπόσια, από τα αλβανικά (τέι περ τέι, πέρα για πέρα).

τροπωτήρα: δακτύλιος από σκοινί ή δέρμα με τον οποίο συγκρατείται το κουπί στον σκαρμό

αλέστα: έτοιμος, γρήγορα, αμέσως!

ασένιο: έτοιμος

δούλευέ τα: ναυτικό κέλευσμα, για την ευθείαση των πανιών ώστε να δέχονται καλά τον άνεμο

καπνισμένος: μεθυσμένος

σαγανίδι: απότομο ρεύμα αέρα

 

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Θεατρικά, Παπαδιαμάντης, Παραστάσεις | Με ετικέτα: , , , , | 92 Σχόλια »

Η μάσκα του Ριγολέτου

Posted by sarant στο 10 Ιουνίου, 2022

Για κάποιο λόγο, ο Ριγολέτος του Βέρντι είναι η όπερα που έχω παρακολουθήσει περισσότερες φορές -εννοώ σε ζωντανή παράσταση. Είναι βέβαια από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, συχνά στην πρώτη δεκάδα των πιο πολυπαιγμένων έργων παγκοσμίως, οπότε δεν είναι και τόσο περίεργο. Προχτές πρόσθεσα άλλον έναν Ριγολέτο στον κατάλογό μου, καθώς πήγα στο Ηρώδειο και είδα την καινούργια παραγωγή της Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, με ελληνική διανομή εκτός από τον Δούκα της Μάντοβας που τον τραγούδησε ο Ιταλός Φραντσέσκο Ντεμούρο (αλλά στην αυριανή, τελευταία, παράσταση θα τραγουδήσει Έλληνας τενόρος).

Ο Ριγολέτος ανέβηκε στο Φενίτσε της Βενετίας το 1851, αφού ο Βέρντι και οι άνθρωποι του θεάτρου μπόρεσαν να κάμψουν τις αντιρρήσεις των Αυστριακών λογοκριτών (η Βόρεια Ιταλία ανήκε στην Αυστροουγγαρία). Οι λογοκριτές διαφωνούσαν επειδή το λιμπρέτο της όπερας (από τον Πιάβε, βασικό συνεργάτη του Βέρντι) βασιζόταν σε ένα ανατρεπτικό θεατρικό έργο του Βίκτωρα Ουγκό, Le Roi s’amuse, Ο βασιλιάς διασκεδάζει, το οποίο είχε απαγορευτεί στη Γαλλία μετά την πρεμιέρα του, είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όμως ο Βέρντι επέμεινε, διότι διέκρινε στον χαρακτήρα του Ριγολέτου ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του θεάτρου όλων των χωρών και όλων των εποχών -και με κάποιες δευτερεύουσες παραχωρήσεις (π.χ. ο βασιλιάς υποβιβάζεται σε Δούκα, και μάλιστα σε ένα δουκάτο, της Μάντοβας, που είχε πάψει να υπάρχει) οι λογοκριτές έδωσαν την άδεια. Τότε ήταν που άλλαξε όνομα και ο κεντρικός ήρωας, από Triboulet στον Ουγκό σε Rigoletto, από το γαλλ. ρήμα rigoler, διασκεδάζω, αστειεύομαι, γελάω δυνατά.

Ταιριάζει, διότι ο Ριγολέτος, καμπούρης και δύσμορφος, είναι ο γελωτοποιός στην αυλή του Δούκα. Κοροϊδεύει τους πάντες, ανάμεσά τους και τους συζύγους ή τους πατεράδες των γυναικών που έχει ξεπλανέψει ο αφέντης του, γυναικάς περιωπής. Έχει την άδεια να λέει πράγματα που κανείς άλλος δεν θα τολμούσε, όπως όλοι οι γελωτοποιοί, και βέβαια όλοι οι αυλικοί τον αντιπαθούν, αίσθημα αμοιβαίο. Όταν περιγελά έναν γέρο ευγενή, που του ατίμασε την κόρη ο Δούκας, ο γέρος τον καταριέται -αυτό συγκλονίζει τον Ριγολέτο αλλά από τότε μπαίνει μπροστά και αρχίζει να λειτουργεί αδυσώπητα ο μηχανισμός της κατάρας, που τελικά θα του στερήσει όλα όσα έχει πολύτιμα στη ζωή -δηλαδή ένα, την κόρη του τη Τζίλντα.

Μάλιστα, το τραγικό στον Ριγολέτο ειναι ότι κάθε κίνηση που κάνει τον βυθίζει ακόμα πιο βαθιά -αν ας πούμε δεν είχε επιμείνει στην εκδίκηση ή αν δεν ήθελε να δείξει έμπρακτα στη Τζίλντα ότι ο Δούκας την κοροϊδεύει και φλερτάρει ασύστολα όποιαν βρει μπροστά του, η κόρη του θα ζούσε.

Στα σύγχρονα ανεβάσματα της όπερας συνηθίζεται η υπόθεση να μεταφέρεται σε άλλες περιοχές και χρονικές περιόδους. Έχω δει μεταφορά στη φασιστική Ιταλία της δεκαετίας του 1920 (πριν από μερικά χρόνια στη Λυρική) αλλά και στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, κι άλλα που δεν τα θυμάμαι τώρα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είχε την ιδέα να μεταφέρει την πλοκή στην Ιταλία της δεκαετίας του 80, σε μια επαρχία που ελέγχεται από τη Μαφία, με σαφείς αναφορές στον Νονό του Κόπολα, όπως θα δείτε. Ο Ριγολέτος του Δημήτρη Τηλιακού δεν είναι καμπούρης όπως θέλει το κείμενο, όμως κουτσαίνει. Επίσης, στο ανέβασμα τονίζεται ιδιαίτερα το στοιχείο της κατάρας -που είναι ταιριαστό αν σκεφτούμε ότι ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν La Maledizione, η κατάρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in όπερα, Θεατρικά, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 142 Σχόλια »

Η κριτική και η ποινικοποίησή της

Posted by sarant στο 20 Μαΐου, 2022

Το 2018, η Έλενα Ακρίτα είχε δημοσιεύσει στα Νέα ένα άρθρο στο οποίο ασκούσε δριμεία κριτική στον Μάρκο Σεφερλή για το είδος χιούμορ που παρουσιάζει στις παραστάσεις του. Ο κ. Σεφερλής έκανε αγωγή στην κ. Ακρίτα και στην εφημερίδα, ζητώντας 100.000 ευρώ αποζημίωση και πριν από δυο μήνες περίπου το δικαστήριο τον δικαίωσε, αφού του επιδίκασε ποσό 8.000. Η κ. Ακρίτα έχει ασκήσει έφεση, αν έχω καταλάβει καλά.

Είχα τότε διαβάσει το επίμαχο άρθρο της κ. Ακρίτα και δεν είχα βρει κάτι το επιλήψιμο. Θέλησα να γράψω για το ιστολόγιο, αλλά το ανέβαλα και τελικά το αμέλησα.

Τις προάλλες, ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής δημοσίευσε στο Φέισμπουκ μια ανάρτηση με την οποία συμφωνώ -λέει κάποια πράγματα που κι εγώ τα σκεφτόμουν, αλλά τα διατυπώνει καλύτερα.

Οπότε, στο σημερινό άρθρο θα δημοσιεύσω αρχικά το επίμαχο άρθρο της Έλενας Ακρίτα, που γράφτηκε όταν ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κ. Σεφερλή στο Παλλάς, και στη συνέχεια τη δημοσίευση του κ. Χατζή.

Ραντεβού στα δελφινάδικα, κύριε Σεφερλή

Την αμαρτία μου θα την πω, με όλον τον σεβασμό στον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θεωρείται μέγας ηθοποιός ο Μάρκος Σεφερλής. Ταλαντούχος ναι, αλλά όταν κάνεις το ταλέντο σου παρκέ για τις παντόφλες της στενομυαλιάς, του ρατσισμού και της κάθε μορφής φοβίας να το βράσω το ταλέντο. Ο κύριος Σεφερλής στις επιθεωρήσεις του – που γράφει ο ίδιος, κι αυτό λέει πολλά – χλευάζει τις γυναίκες, τους γκέι, τους ξένους, τους υπέρβαρους, τους διαφορετικούς. Καθησυχάζει τον θεατή πως είναι ΟΚ να έχει μυαλό κότας, είναι ΟΚ να βρίζει ό,τι δεν καταλαβαίνει, να καταριέται ό,τι τον τρομάζει. Αλλωστε, έτσι γεμίζουν τα Δελφινάρια, με χάδια και γλυκόλογα σ’ ένα κοινό που έχει πάντα δίκιο.

Για την ακυρωμένη πλέον συνεργασία του με το Παλλάς να πω ότι έπεσα στα πατώματα, δεν θα το πω. Το Παλλάς μια χαρά φουλ ήταν και είναι, και πέρυσι με τη «Σουσού» και φέτος με τις «Μάγισσες». Δεν είναι να πεις «θα ‘ρθει ο Σεφερλής να μας σώσει απ’ την καταστροφή». Τι τους έπιασε και ρίξαν τον πήχη στα πατώματα, κανείς δεν γνωρίζει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ελευθερία του λόγου, Θεατρικά | Με ετικέτα: , , | 167 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 14: Το Μάγουλο της Παναγίας, του Παντελή Μπουκάλα (απόσπασμα)

Posted by sarant στο 13 Ιουλίου, 2021

Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που κανονικά θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο τέταρτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Το σημερινό κείμενο διαφέρει από τα προηγούμενα της σειράς αυτής: δεν είναι κείμενο του Εικοσιένα αλλά για το Εικοσιένα, γραμμένο όμως στην εποχή μας. Τις προάλλες, που είχαμε το βιβλιοφιλικό μας άρθρο, αναφέρθηκα στο βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Το μάγουλο της Παναγίας», μια «αυτοβιογραφική εικασία» σε θεατρική μορφή για τον Καραϊσκάκη.

Συμμετέχουν τέσσερα πρόσωπα, ο Καραϊσκάκης ή μάλλον το πνεύμα του από τον κάτω κόσμο, ο βιογράφος του Δ. Αινιάν, ένας Τυφλός Λυράρης και η Μαριώ (ή Ζαφείρης), η βαφτισμένη τουρκοπούλα που τον υπηρετούσε ντυμένη αντρικά. Συμμετέχει έμμεσα η Μαυρομάτα, μια εικόνα της Παναγίας που έχει για φυλαχτό ο Καραϊσκάκης.

Στο βιβλίο εξιστορείται, είτε από τον Καραϊσκάκη είτε από τους άλλους, όλη η ζωή του ήρωα, από τα παιδικά του χρόνια, όχι βέβαια με χρονολογική σειρά. Ο Μπουκάλας έχει διαβάσει όλα όσα γράφτηκαν για τον Καραϊσκάκη και χρησιμοποιεί το υλικό αυτό για να χτίσει τον λόγο των ηρώων του, συμπληρώνοντας και προσθέτοντας πινελιές.

Θα παρουσιάσω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το έργο, προς το τέλος. Στο απόσπασμα που παραθέτω γίνεται λόγος αρχικά για το ντροπιαστικό επεισόδιο κατά την παράδοση των Τουρκαλβανών που ήταν οχυρωμένοι στο μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνα, όταν ένας καβγάς είχε αποτέλεσμα να σφαγούν οι περισσότεροι από τους συνθηκολογημένους, παρά τη συνθήκη, και στη συνέχεια για την αψιμαχία που οδήγησε στον θάνατο του Καραϊσκάκη, το ψυχορράγημά του και τη διαθήκη του.

Να σημειώσω ότι σε επίμετρο στο βιβλίο ο Μπουκάλας εξετάζει την πρόσληψη του θανάτου του Καραϊσκάκη από τη δημοτική ποίηση και την απομνημονευματογραφία, καθώς και τις υποψίες μήπως χέρι ελληνικό πυροβόλησε τον καπετάνιο, αλλά και γενικότερα την υστεροφημία του Καραϊσκάκη.

Δυο-τρεις λέξεις σημειωμένες με αστερίσκο (από τον συγγραφέα) εξηγούνται στο τέλος.

Γ.Καραϊσκάκης. – Δίνεις ό,τι πιο βαρύ, που δεν χωράει σέ κανένα κεμέρι, δίνεις το λόγο σου, μπέσα για μπέσα, βάζεις στον όρκο πρώτος την υπογραφή σου, κι όλοι οι καπεταναίοι αποκάτω, να φύγουν οι κλεισμένοι του μονα­στηριού με τ’ άρματα και με το έχει τους. Με το ίρτζι* τους να πω, την τιμή τους. Ορκίστηκαν κι οι Τούρκοι, αυτό ήταν το συνήθειο τους: «Κακό βόλι να μάς πάρει το κεφάλι, αν ξαναρίξουμε ντουφέκι πάνω σε Έλληνες». Βγαίνουν. Μπροστά εγώ, ασπίδα τους. Κι ανάμεσα στους Τούρκους, αμανάτι τους, Τζαβέλας, Βάσος κι ό Γιαννάκης Λογοθέτης. Δίπλα απ’ την τούρκικη κολόνα, ζερβά και δεξιά, οι δικές μας. Πέ­φτει μια ντουφεκιά, κι όπως μετά την αστραπή ακούς μπουμπουνητό που σου τρυπάει τ’ αυτιά, αμέτρητες οι ντουφεκιές, μα κι οι φωνές, πιο δυνατές κι από βρον­τές, «κερατάδες Έλληνες, δεν έχετε μπέσα, άπιστοι, προδότες, θρασίμια». Κλαίγαμε, τ’ ακούς. Κλαίγαμε από τη λύσσα μας πού ντροπιαστήκαμε. Πατήσαμε τον όρκο μας σε θεούς κι ανθρώπους.

Δ.Αινιάν – Ήταν υπόσπονδη φρουρά οι Τούρκοι. Έπρεπε να περάσουν δίχως να πειραχτεί ούτε μια τρίχα τους. Όλοι το μολόγησαν.

Γ.Κ. – «Υπόσπονδη φρουρά»… δεν ξέρω τί πάει να πει «υπόσπονδη φρουρά». Πού να τα μάθω αυτά; Στ’ Αληπασα; Εγώ πήγα σχολείο στη φυλακή του και στους πολέμους του. Αλλά ξέρω τί πάει να πει μπέσα. και κούτελο. Άμα λερωθεί, πάει, λερώθηκε.

Δεν το ξεπλένεις όσο και να κλάψεις. Τα δάκρυα τρέ­χουν, φεύγουν προς τα κάτω. Δεν πάνε στα ψηλά, να σου ξεμαγαρίσουν το κούτελο. Και λέω, αν είναι, να το φκιάξουμ’ έτσι το Ρωμαίικο, μη σώσει και το φκιάξουμε. Τέτοια με δαιμόνιζαν, βλαστήμαγα κι έκλαιγα, γκρέμισα τη σκηνή μου, την κομμάτιασα σαν να κομμάτιαζα προδότες, τέλος, στέλνω τον τεσκερέ* μου, να μάθουν όλοι, φεύγω, τούς λέω, με στρατιώτες άπιστους κι επίορκους χωριό δεν κάνω και πατρίδα. Πέσαν απάνω μου όλοι, τον πιάσαμε τον φταίχτη, καπετάνιο, θα τιμωρηθεί βαριά. Ζήτησε την πιστόλα ενός Τούρκου, έτσι μου ιστορήσανε, αγρίεψαν, πιάστηκαν στα χέρια, τον πιστολίζει ο Τούρκος, άλλο δεν ήθελαν φαίνεται οι δικοί μας, τους μακέλεψαν. Απ’ τους τρακόσους, μόνο πενήντα δεν έκοψαν οι κερατάδες μας. Αλλά το κέρατο όλο δικό μου. Κείνη τη μέρα είπα πως πέθανα. Δεν πέρασε βδομάδα κι ο λόγος μου αλήθεψε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Θεατρικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 73 Σχόλια »

Ο δεκάλογος των γυναικών

Posted by sarant στο 6 Ιουνίου, 2021

Κοιτάζω αυτόν τον καιρό τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, επειδή λογαριάζω να εκδώσω στο τέλος του χρόνου έναν ακόμα τόμο, που αυτός θα είναι αφιερωμένος στον έρωτα και στις σχέσεις των δυο φύλων, όπως και στην έγγαμη συμβίωση.

Ένα από τα πρώτα που έγραψε ο Βάρναλης, τον Αύγουστο του 1939 στην Πρωία (είχε μόλις αναλάβει τη στήλη μετά τον θάνατο του Γ. Σερούιου), έχει τίτλο «Ο Δεκάλογος του Μολιέρου».

Παραθέτω αποσπάσματα:

Λίγοι ίσως θα ξέρουν, ότι ο Μολιέρος έχει φιλοτεχνήσει ένα δεκάλογο, που αποτείνεται εκ μέρους των αντρών προς τις γυναίκες και γι’ αυτό οι εντολές του δεν έχουνε σκοπό να ωφελήσουν τις ίδιες τις γυναίκες, παρά μονάχα τους άντρες! Δίνουνε στις γυναίκες ένα πρόγραμμα διαγωγής τέτοιο, ώστε να εξασφαλίζεται η τιμή και η ησυχία του συζύγου μέσα στο σπίτι, για να είναι αυτός ελεύθερος να κάνει έξω ό,τι του γουστάρει. Ωραίος δεκάλογος!

Αυτόν το δεκάλογο ο Μολιέρος τον διατυπώνει έμμετρα στην κωμωδία του το «Σκολειό των Γυναικών». (…) στην εποχή του Μολιέρου, που τα κοινωνικά ήθη ελευθεριάζανε πολύ και η γκαλαντερί και ο ερωτισμός ήτανε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κοσμικής ζωής, οι γυναίκες είχανε σπάσει τα δεσμά της παράδοσης και μπήκανε μέσα στη ζωή… σημαιοστόλιστες κι αρχίσανε να κυριαρχούνε σ’ όλα τα πεδία της πολιτικής και της πνευματικής κίνησης. Είχανε φιλολογικά σαλόνια, δεχόντανε εκεί τους ποιητές, τους φιλοσόφους, τους συγγραφείς, συζητούσανε για όλα τα θέματα, γράφανε οι ίδιες και πρωτοστατούσανε στον αγώνα του νέου πνεύματος εναντίον του παλιού. Εννοείται, ότι μέσα σ’ αυτά τα σαλόνια η φιλία και ο έρωτας χάσανε τα σύνορά τους. Το παράδειγμα της αριστοκρατίας το μιμηθήκανε κι οι γυναίκες των μπουρζουάδων. Κι άμα κατέβαινε κανείς ακόμα ένα σκαλί, συναντούσε τις γυναίκες του λαού, όπου δεν έβρισκε βέβαια φιλολογία και κομψότητα, έβρισκε όμως έρωτα, συζυγική απιστία και το πάντα αθάνατο και σπιθοβόλο γαλατικό πνεύμα. (…)

Ο δεκάλογος λοιπόν του Μολιέρου εκφράζει τη συνειδητή αντίδραση των ανδρών της εποχής, που δε βλέπανε με καλό μάτι τις γυναίκες (και γυναίκες είναι οι παντρεμένες) να παραβιάζουν τα καλά συνήθεια του παλιού καιρού, ν’ αφήνουνε το σπίτι τους (θα έλεγα το «γυναικωνίτη») και ν’ ανεβαίνουνε αυτές, το «ασθενές φύλον» στην… κοσμική εξουσία. (….) Λίγο πολύ οι Γάλλοι του 17ου αιώνα σκεφτόντανε όπως οι Ρωμιοί του 20ού και γενικά οι σύγχρονοι Ανατολίτες.

Δίνουμε παρακάτω τις δέκα αυτές εντολές μεταφρασμένες στη γλώσσα μας. Ο μεταφραστής προσπάθησε, καθώς φαίνεται, να δώσει το πνεύμα του κειμένου προσαρμοσμένο με τη γλώσσα μας και με τα εκφραστικά μας μέσα  ̶  και με την ψυχολογία μας. Ολάκερο το έργο θα παιχτεί φέτος το χειμώνα από το θέατρο της Κοτοπούλη κι έτσι το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει ένα από τα πιο πνευματώδη αριστουργήματα του Γάλλου Αριστοφάνη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Θεατρικά, Μεταφραστικά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 124 Σχόλια »

Σώζει ο σωσίας;

Posted by sarant στο 21 Οκτωβρίου, 2020

Πριν από δυο μήνες περίπου, σε ένα από τα σαββατιάτικα άρθρα μας, είχαμε δει ένα μεζεδάκι όπου κάποιος στο Φέισμπουκ, σχολιάζοντας την υπόθεση του παιδιού που παραλίγο να πνιγεί δίπλα στο φέρι μποτ, έγραψε αυτό που βλέπετε στην εικόνα: Ευτυχώς που σώθηκε το παιδάκι. Μπράβο στους σωσίες του.

Mπράβο, δηλαδή σε αυτούς που έσωσαν το παιδάκι. Αλλά σώζει ο σωσίας;

Ο σωσίας, όπως ξέρουμε, είναι αυτός που μοιάζει εντυπωσιακά με κάποιον άλλον. Αυτός που σώζει δεν λέγεται σωσίας, αλλά σωτήρας.

Όπως έγραψα τότε, κι άλλη φορά έχω δει να αποκαλείται «σωσίας» αυτός που έσωσε κάποιον, αντί για «σωτήρας», διότι αυτός που σώζει είναι «αναμενόμενο» να λέγεται «σωσίας».

Από τη μια, ο σωσίας δεν έχει καμια ετυμολογική ή άλλη συνάφεια με την «εκπληκτική ομοιότητα»· από την άλλη όμως είναι μια λέξη ζωντανή, που χρησιμοποιείται συνεχώς με την κανονική της σημασία, του εμφανισιακά όμοιου.

Αυτά είχα γράψει πριν από δυο μήνες, και, απαντώντας σε μιαν ερώτηση του φίλου μας του Νεοκίντ συμπλήρωσα τη μοιραία επωδό «Ευκαιρία λοιπόν για ιδιαίτερο άρθρο».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Θεατρικά, Ιστορίες λέξεων, Λαθολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 246 Σχόλια »

Τρεις σκηνές από τη «Βαβυλωνία»

Posted by sarant στο 11 Οκτωβρίου, 2020

Σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, η Βαβυλωνία έχει στην ιστορία του θεάτρου μας την αντίστοιχη θέση που έχει ο Μακρυγιάννης για την πεζογραφία μας. Ίσως υπερβολικό, πάντως το θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου, από το 1836 που ανέβηκε πρώτη φορά μέχρι σήμερα έχει συνεχή παρουσία στις θεατρικές σκηνές, έχει γίνει κινηματογραφική ταινία, είναι οικείο σε πολύ κόσμο (έστω κι αν δεν το έχουν όλοι δει, πάντως ξέρουν μέσες άκρες σε τι αναφέρεται), ενώ έχει δώσει ακόμα και παροιμιώδεις εκφράσεις, όπως το «μπαμπά σου γλώσσα γιατί δεν μιλείς;» που χρησιμοποιούμε και στο ιστολόγιο -και πράγματι, ένα ιστολόγιο σαν το δικό μας είναι περίεργο που δεν είχε αφιερώσει νωρίτερα άρθρο στη Βαβυλωνία.

Θα παρουσιάσω σήμερα τρεις σκηνές από τη Βαβυλωνία, τον Αστυνόμο να ανακρίνει στη σειρά τρεις από τους πρωταγωνιστές του έργου. Όπως είδατε, θεώρησα δεδομένο ότι ξέρετε την υπόθεση του έργου, επειδή όμως μπορεί να μας διαβάζει και κανένας αλλοδαπός, ας δώσω την υπόθεση πολύ συνοπτικά:

Σε μια λοκάντα, πανδοχείο, στο Ναύπλιο, το 1827, οι θαμώνες πληροφορούνται τα χαρμόσυνα νέα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και αποφασίζουν να γιορτάσουν με ένα τσιμπούσι την ελευθερία που ανατέλλει για την Ελλάδα. Ο καθένας προέρχεται από διαφορετικό μέρος του ελληνόφωνου χώρου και μιλά διαφορετική διάλεκτο: ένας Ανατολίτης, ένας Πελοποννήσιος, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αλβανός, ένας Κύπριος, ενώ υπάρχει κι ένας Λογιώτατος που μιλάει σε αρχαΐζουσα (ή μάλλον αρχαία) γλώσσα. Ο συγγραφέας από την αρχή εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες για κωμικό αποτελεσμα, αλλά και η κορύφωση του δράματος σε γλωσσική παρεξήγηση οφείλεται, όταν ο Κρητικός λέει στον Αλβανό ότι «ήρθατε στην Κρήτη και φάγατε τα κουράδια μας» εννοώντας πρόβατα -και ο Αλβανός καταλαβαίνει την πανελλήνια σημασία της λέξης, οργίζεται πάνω στο μεθύσι του, βγάζει την πιστόλα και τον τραυματίζει.

Έρχεται ο Αστυνόμος, που είναι Επτανήσιος και μιλάει σχεδόν ακατανόητα από τους πολλούς ιταλισμούς, τους ανακρίνει και τους βάζει όλους φυλακή. Εμφανίζονται μετά η ερωμένη του Κρητικού με την παραμάνα της και έναν γιατρό και τελικά τους αποφυλακίζει όλους και το έργο τελειώνει με καινούργιο τσιμπούσι. .

Η Βαβυλωνία έχει εκδοθεί πολλές φορές, αλλά σας συστήνω την έκδοση της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης (Ερμής, τώρα Εστία) σε εισαγωγή και επιμέλεια του Σπύρου Ευαγγελάτου, που έχει πολύ διαφωτιστική εισαγωγή από την οποία παραθέτω μερικά, όχι πολλά, πράγματα. Επίσης, η έκδοση αυτή έχει και τις δύο μορφές της Βαβυλωνίας, διότι μετά την πρώτη παράσταση του έργου οι ηθοποιοί πρότειναν στον Βυζάντιο πολλές αλλαγές, κι έτσι η δεύτερη μορφή, που είναι αυτή που ξέρουμε και που παίζεται, διαφέρει πολύ από την πρώτη στις λεπτομέρειες.

Ο συγγραφέας λεγόταν Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζηασλάνης, γεννήθηκε περί το 1790 στην Πόλη και το 1821 κατέβηκε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον ξεσηκωμό (ήταν γλωσσομαθής, αφού πρωτύτερα ήταν διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδας). Πήρε το ψευδώνυμο Βυζάντιος που δείχνει την καταγωγή του και υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις στα χρόνια της επανάστασης και επί Καποδίστρια αλλά επί Αντιβασιλείας ψυχράνθηκε, αποσύρθηκε στην Πάτρα και βιοποριζόταν ως αγιογράφος. Πέθανε το 1853. Εκτός από τη Βαβυλωνία έγραψε και άλλα θεατρικά (Σινάνης, Γυναικοκρατία, Κόλακας) όπου επίσης παίζει με τη γλώσσα και εκμεταλλεύεται τις διαφορετικές διαλέκτους για κωμικό αποτέλεσμα.

Στην εισαγωγή του, ο Ευαγγελάτος συγκαταλέγει τη Βαβυλωνία στην πεντάδα των παλαιών «θεατρικών έργων που ακόμα ζουν», δηλ. που έχουν παρουσία στη σκηνή. Τα άλλα τέσσερα είναι η Ερωφίλη του Χορτάτση (π. 1600), ο Φορτουνάτος του Φόσκολου (1655), ο Χάσης του Γουζέλη (1790) και ο Βασιλικός του Μάτεση (1829). Βέβαια, αυτά τα έγραφε το 1972 -εικάζω πως αν τα έγραφε σήμερα, ή έστω δυο δεκαετίες αργότερα, θα περιλάμβανε περισσότερα έργα, ανάμεσά τους τις κωμωδίες του Χουρμούζη (Τυχοδιώκτης, Υπάλληλος, Λεπρέντης) που παίχτηκαν πολύ μετά τη μεταπολίτευση ή τον Κατζούρμπο και άλλα, που ο ίδιος τα γνώρισε στο ευρύ κοινό.

Αλλά το χαρακτηριστικό είναι ότι από αυτή την πεντάδα έργων, όλα τους ανέβηκαν στη σκηνή και τα γνώρισε το αθηναϊκό κοινό αιώνες μετά τη γραφή τους (η Ερωφίλη παίχτηκε στην Αθήνα 330 χρόνια μετά τη συγγραφή της, ο Βασιλικός περί τα 100) ενώ η Βαβυλωνία παίχτηκε τον επόμενο χρόνο, αμέσως δηλαδή -και ποτέ δεν έπαψε να παίζεται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικά ευτράπελα, Θεατρικά, Ντοπιολαλιές, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 167 Σχόλια »

Μεταβαλεντινικά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 15 Φεβρουαρίου, 2020

Χτες ήταν του Αγίου Βαλεντίνου, οπότε βρήκα τίτλο για το σημερινό εβδομαδιαίο πολυσυλλεκτικό μας άρθρο και ταυτόχρονα -για να θυμηθούμε τα μεζεδάκια της προηγούμενης εβδομάδας- σκότωσα δυο κατοικίδια πουλιά και εμπλούτισα την υπερτρισχιλιετή μας με μιαν ακόμα λέξη. Μετά+Βαλεντίνος μας δίνει μεταβαλεντινικός. Αν πούμε μετά+αγιοβαλεντίνος, μεταγιοβαλεντινικός, θα βρεθεί κάποιος  να μας θυμίσει πως ο άγιος έπαιρνε δασεία, άρα μεθαγιο…. Οπότε καλύτερα να γλιτώσουμε και δυο συλλαβές, μεταβαλεντινικός.

* Ξεκινάω με ένα γράμμα φίλου, ο οποίος μου βάζει τα γυαλιά, ή με αναγκάζει να βάλω γυαλιά, διότι αναφέρεται στο πρόγραμμα μιας θεατρικής παράστασης που είδα κι εγώ πρόσφατα και που μάλιστα την παρουσίασα στο ιστολόγιο, τη Μήδεια του Μποστ. Kι όμως, δεν πρόσεξα το μαργαριτάρι που επισημαίνει ο φίλος μας.

Μου γράφει:

Πριν από μερικές ημέρες παρακολούθησα τη Μήδεια του Μποστ στη Θεσσαλονίκη. Όπως συνηθίζω, αγόρασα το πρόγραμμα που εκδόθηκε για την παράσταση στο θέατρο Αυλαία. Καθώς είχε ορισμένα ενδιαφέροντα κείμενα, εκτός από δηλώσεις των συντελεστών της παράστασης, το διάβασα ολόκληρο.

Σε κείμενο για το έργο, το οποίο προέρχεται από μεταπτυχιακή διατριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, διαπίστωσα με έκπληξη πως ο συγγραφέας κάνει λόγο για μητροκτονία (σε δύο σημεία μάλιστα), ενώ η Μήδεια είναι παιδοκτόνος. Μητροκτόνος είναι αυτός που έχει σκοτώσει τη μητέρα του, έτσι ξέρω τουλάχιστον.
Καθώς η έκδοση είναι φτιαγμένη κάπως στο πόδι με αρκετά λάθη αναζήτησα τη διατριβή και διαπίστωσα πως δεν πρόκειται περί λάθους του προγράμματος, αλλά της ίδιας της μεταπτυχιακής διατριβής (δες σελίδα 17 στο pdf). Πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση «τιμητή»; Θα ήθελα το σχόλιό σου.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βουλή, Θεατρικά, Μποστ, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, κοινωνικά μέσα, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , , | 170 Σχόλια »

Ο Μποστ και οι λαπάδες

Posted by sarant στο 9 Ιανουαρίου, 2020

Πήγα τις προάλλες στο θέατρο Θησείον και είδα τη Μήδεια του Μποστ, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη.

Βρήκα πολύ διασκεδαστική την παράσταση, πολύ κεφάτη -με τον Μάκη Παπαδημητρίου να είναι θαυμάσιος στον ρόλο της Μήδειας, ενώ κι ο Γεράσιμος Σκαφίδας έπαιζε γυναικείο ρολο, την Τροφό, με δυο υπερμεγέθη μαστάρια· αξύριστος ο ένας, με γένια ο άλλος. Πολύ καλή και η Μίνα Αδαμάκη στον ρόλο της καλόγριας Πολυξένης.

Δεν φαίνεται πολύ καλά στη φωτογραφία, αλλά ο θρόνος της Μήδειας στο βάθος είναι κέλυφος μυδιού ενώ μύδια υπάρχουν και πάνω στη σκηνή.

Εύκολο λογοπαίγνιο, θα πείτε. Πάντως η παράσταση είναι μια ομοβροντία από λογοπαίγνια, είτε του Μποστ είτε της διασκευής, ενώ επίσης βρήκα εξαιρετική την κίνηση των ηθοποιών, που συνεχώς επιδίδονται σε μελετημένους «αυτοσχεδιασμούς» (χρειάζονται εδώ τα εισαγωγικά).

Στη Μήδεια ο Μποστ παίζει με τα ομόηχα. Όπως στη Φαύστα έχει τον Παναγιώτου που πούλησε το γιο του (ή το γιοτ του) έτσι στη Μήδεια έχει τον Κρητικό μνηστήρα της Πόλυς που είναι κριτικός καθώς και τους δυο παπάδες (ο ένας είναι επώνυμο).

Να πούμε επίσης, για όσους δεν έχουν δει το έργο, ότι ο Μποστ παρωδεί ασύστολα τη Μήδεια του Ευριπίδη, αλλά παίρνει το ελεύθερο να βάλει στην υπόθεση και τον Οιδίποδα στον Κολωνό.

Αλλά εμείς εδώ δεν θεατρολογούμε -δεν εχω ούτε τα φόντα ούτε τη διάθεση να κάνω θεατρική κριτική, αρκεί να πω ότι χάρηκα τις δυο ώρες που πέρασα στο Θησείον.

Μίλησα πιο πάνω για διασκευή. Δεν θυμόμουν καλά την κλασική παράσταση του 1993 κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω σε ποια σημεία επενέβη ο Χανιωτάκης που έχει κάνει τη διασκευή του κειμένου, πάντως υπήρχαν αναφορές σε πράγματα που δεν είχαν εμφανιστεί ή δεν είχαν διαδοθεί το 1993, όπως τα κινητά τηλέφωνα, που πρέπει να είναι νεότερη προσθήκη. Αλλά και το σημείωμα του σκηνοθέτη στο πρόγραμμα της παράστασης είναι γραμμένο εμμετρο, σε μποστιάζοντες δεκαπεντασύλλαβους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αποφθέγματα, Θεατρικά, Λογοπαίγνια, Μποστ, Ομόηχα, Ποίηση, Πολιτική | Με ετικέτα: , , , , , , | 77 Σχόλια »

Αλαλούμ

Posted by sarant στο 22 Νοεμβρίου, 2019

Δεν κάνω σχόλιο για την κυβερνητική πολιτική, ούτε διαφημίζω ετεροχρονισμένα την ταινία του αξέχαστου Χάρρυ Κλυνν, παρά την εικόνα που συνοδεύει το άρθρο. Όχι, δεν είναι επίκαιρο το άρθρο μου, αντίθετα είναι όσο πιο ανεπίκαιρο θα μπορούσε να γίνει, αφού επιστρέφει και ανακεφαλαιώνει μια συζήτηση που είχε γίνει στο ιστολόγιο πριν από… δέκα χρόνια, τον Οκτώβριο του 2009.

Η συζήτηση αυτή είχε γίνει στο περιθώριο άλλου άρθρου, δηλαδή στα σχόλια (από το σχόλιο 53 και πέρα, σποραδικά) και αν ανατρέξετε θα δείτε πως πήραν μέρος φίλοι που εξακολουθούν να σχολιάζουν και σήμερα, καθώς και κάποιοι που έχουν σταματήσει -αλλά, ενώ η συζήτηση έβγαλε συμπεράσματα που τα θεωρώ αξιόλογα (και, κατά τη γνώμη μου, πειστικά) σχετικά με την ετυμολογία της λέξης «αλαλούμ», τα συμπεράσματα αυτά έμειναν θαμμένα στα σχόλια, διότι δέκα χρόνια τώρα αμέλησα να γράψω ένα ανακεφαλαιωτικό άρθρο, αν και σποραδικά, σε άρθρα του ιστολογίου και σε ομιλίες μου, έχω αναφερθεί στην ετυμολογία της λέξης αλαλούμ.

Οπότε, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να γράψω αυτό το ανακεφαλαιωτικό άρθρο.

Σύμφωνα με τα λεξικά, αλαλούμ είναι «Η κατάσταση κατά την οποία μια ομάδα ανθρώπων βρίσκεται σε σύγχυση, αναστάτωση, συχνά ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς ενημέρωσης, αντικρουόμενων πληροφοριών ή έλλειψης οργάνωσης». Δίνω τον (κάπως φλύαρο αλλά σωστό κτγμ) ορισμό του ΜΗΛΝΕΓ, το οποίο δίνει ως συνώνυμα τις λέξεις κομφούζιο και χάος. Παραδείγματα χρήσης είναι ίσως περιττά αφού η λέξη είναι απολύτως ζωντανή -αλλά ας δώσουμε ένα: Απίστευτο αλαλούμ επικρατεί στο αεροδρόμιο εξαιτίας της απεργίας των ιπτάμενων φροντιστών (πάλι από ΜΗΛΝΕΓ).

Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει ότι έχουν προταθεί τρεις απόψεις για την προέλευση της περίεργης αυτής λέξης: 1. Από το αραβικό επιφώνημα ulalum, με αφομοιωση του u προς το επόμενο α, 2. από τη φράση άλλα άλλων, κατ επίδραση του συνώνυμου [;;] γιουσουρούμ, 3. Από παιδικά παιχνίδια και τραγούδια.

Από τις εκδοχές αυτές το λεξικό θεωρεί επικρατέστερη την πρώτη, του αραβικού επιφωνήματος. Το ΛΚΝ αναφέρει μόνο αυτή την εκδοχή, με επιφύλαξη («ίσως»).

Περιέργως κανένα από τα δύο λεξικά δεν μας λέει τι είδους επιφώνημα είναι το αραβικό ulalum -είναι επιφώνημα χαράς; πόνου; αγανάκτησης; Μας αφήνουν στο σκοτάδι. Αλλά ας το προσπεράσουμε αυτό. Υπάρχει βέβαια και το ποίημα Ulalume του Πόου και το Ουλαλούμ του δικού μας Σκαρίμπα, που το έχει μελοποιήσει ο Άσιμος, αλλά δεν νομίζω πως θα μας φωτίσουν ως προς την ετυμολογία του αλαλούμ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ανακεφαλαιώσεις, Δυσετυμολόγητα, Ετυμολογικά, Θεατρικά, Κινηματογράφος, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 78 Σχόλια »

Μεζεδάκια πριν αλλάξει η ώρα

Posted by sarant στο 30 Μαρτίου, 2019

Όπως ξέρετε, από αύριο περνάμε σε θερινή ώρα, που σημαίνει ότι θα βάλουμε τα ρολόγια μια ώρα μπροστά, δηλαδή απόψε το βράδυ θα κοιμηθούμε μια ώρα λιγότερο. Την ώρα τη χαμένη θα την πάρουμε πίσω στα τέλη Οκτωβρίου. Αφού λοιπόν σε λίγες ώρες αλλάζει η ώρα, τα σημερινά μεζεδάκια παρουσιάζονται πριν ν’ αλλάξει η ώρα.

Βεβαια, καθόλου δεν αποκλείεται να ζούμε μια από τις τελευταίες αλλαγές ώρας. Σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αλλαγή σε θερινή και χειμερινή ώρα θα σταματήσει το 2021, όπου κάθε κράτος μέλος θα κληθεί να διαλέξει αν προτιμάει τη θερινή ή τη χειμερινή. Αλλά αυτό το θέμα θα έχουμε καιρό να το συζητήσουμε ξανά.

* Φίλος του ιστολογίου στέλνει τη φωτογραφία που βλέπετε αριστερά, από συσκευασία ελληνικού καλλυντικού ή φαρμακευτικού προϊόντος που κυκλοφορεί και στο εξωτερικό.

ONE HANDRED KISSES ο ανορθόγραφος τίτλος, να βγάζει μάτι (αντί για ΗUNDRED). Τόση τσαπατσουλιά πια;

[Προσθήκη: Μου λένε ότι μάλλον δεν είναι λάθος αλλά εσκεμμένο λογοπαίγνιο διότι πρόκειται για κρέμα χεριών (hands). Ομολογώ πως δεν το είχα προσέξει, και μάλλον δίκιο έχουν -γράψτε λάθος].

* Χοντρό μεταφραστικό λάθος από την iefimerida (αναμενόμενο, θα πείτε) σε άρθρο για μια υπόθεση που έχει ενδιαφέρον.

Στην Αυστραλία, το γυναικείο φούτμπολ (όχι το ποδόσφαιρο, το Australian Football εννοώ) είναι από τα δημοφιλή αθλήματα. Ένας τηλεοπτικός σταθμός έβαλε στην ιστοσελίδα του μια εντυπωσιακή φωτογραφία παίκτριας αλλά επειδή πολλά από τα σχόλια του νοήμονος κοινού ήταν σεξιστικά αποφάσισαν να κατεβάσουν τη φωτογραφία.

Μάλλον δεν ήταν αυτή η σωστή αντίδραση -κι έτσι αργότερα την ανέβασαν ξανά με το εξής σχόλιο:

We’re sorry. Removing the photo sent the wrong message. Many of the comments made on the post were reprehensible & we’ll work harder to ban trolls from our pages. Our intention was to highlight @taylaharriss incredible athleticism & we’ll continue to celebrate women’s footy.

H iefimerida μεταφράζει την τελευταία πρόταση ως εξής:

Η πρόθεσή μας ήταν να τονίσουμε τον απίστευτο αθλητισμό της Τάιλα Χάρι και θα συνεχίσουμε να επαινούμε τα γυναικεία πόδια.

Μπέρδεψαν οι δύστυχοι το φούτμπολ (footy) με τα πόδια, που βέβαια θα ήταν feet, όχι και τόσο όμοια λέξη, κι έτσι ενώ ο σταθμός δήλωνε ότι θα συνεχίσει να υμνεί, να αναδεικνύει, να τιμά το γυναικείο φούτμπολ, η μετάφραση μίλησε για γυναικεία πόδια!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γεωγραφία, Θεατρικά, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεγάλη Βρετανία, Μεζεδάκια, Το είπε/δεν το είπε | Με ετικέτα: , , , , , | 232 Σχόλια »

Αίαντας, ο περήφανος

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2019

Πριν από λίγο καιρό διάβασα την τραγωδία Αίας του Σοφοκλή στη νέα έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια της φιλολόγου Έφης Παπαδόδημα. Θα παρουσιάσω εδώ αυτήν την αξιόλογη έκδοση και θα πω δυο λόγια για το κείμενο της τραγωδίας και για τον ήρωα.

Όπως επισημαίνεται στην αρχή του βιβλίου, το έργο του Σοφοκλή είναι η μοναδική αρχαία τραγωδία που έχει σωθεί και που δραματοποιεί τον μύθο του ξακουστού ομηρικού πολεμιστή Αίαντα (του Σαλαμίνιου, γιατί υπήρχε και άλλος, ο Λοκρός). Θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή, ίσως το αρχαιότερο.

Από τους Αχαιούς πολεμιστές, ο Αίαντας ήταν ο δεύτερος, μετά τον Αχιλλέα, στην παλικαριά: γιγαντόσωμος (το πιο συχνό ομηρικό επίθετό του είναι «μέγας»), γενναίος και φονικός στη μάχη.

Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται η «όπλων κρίσις», ο διαγωνισμός για ν’ αποφασιστεί ποιος ήρωας θα αποκτήσει τα περιώνυμα όπλα του νεκρού. Διεκδικητές είναι ο Αίαντας κι ο Οδυσσέας. Οι Αχαιοί αποφασίζουν υπέρ του δεύτερου. Ο Αίαντας εξοργίζεται από την απόφαση αυτή, που θεωρεί πως τον αδικεί κατάφωρα. Αποφασίζει να εκδικηθεί, σφάζοντας τη νύχτα τους Αχαιούς που τον αδίκησαν. Η θεά Αθηνά σκοτίζει τον νου του, κι έτσι αντί για τους αδικητές του σφάζει τα ζώα που είχε συγκεντρώσει ο στρατός ως λάφυρα.

Όταν συνειδητοποιεί τι έκανε, ντροπιασμένος αυτοκτονεί. Η αυτοκτονία παρουσιάζεται πειστικά σαν η μόνη λύση, αφού ο ήρωας δεν μπορεί να ξεπλύνει τη ντροπή του με έναν ένδοξο θάνατο στη μάχη (αφού έτσι θα χαροποιούσε τους Ατρείδες, που είναι πια εχθροί του) ούτε όμως μπορεί να επιστρέψει στην πατριδα, αφού δεν θα έχει μάτια ν’ αντικρίσει τους φίλους του εκεί.

Η τραγωδία του Σοφοκλή πατάει πάνω σ’ αυτόν τον μύθο, αλλά δεν σταματάει στην αυτοκτονία του Αίαντα, παρόλο που αυτό είναι το κεντρικό γεγονός. Μάλιστα, η ιδιομορφία αυτή θεωρήθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, μειονέκτημα του έργου, αφού η αυτοκτονία συμβαίνει λίγο μετά τη μέση -η συνέχεια περιστρέφεται γύρω από την τύχη που θα έχει ο νεκρός του Αίαντα: θα τον αφήσουν άταφο, βορά των άγριων θηρίων και των όρνεων, όπως θέλει ο Αγαμέμνονας ή θα τον θάψουν κατά πως πρέπει σε ήρωα, όπως παθιασμένα προσπαθεί ο Τεύκρος, ο ετεροθαλής του αδερφός; Τελικά, με την παρέμβαση του Οδυσσέα, ο νεκρός θάβεται και εκεί τελειώνει το έργο. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, όπως επισημαίνει η εισαγωγή της Έφης Παπαδόδημα, το έργο αυτό του Σοφοκλή είναι από εκείνα που ανεβαίνουν σπανιότερα στην εγχώρια σκηνή.

Χαρακτηριστικό της νέας έκδοσης είναι, ακριβώς, η εκτενής εισαγωγή, που εξετάζει διεξοδικά και πολύ πυκνά μια σειρά ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του έργου και με το ανέβασμά του. Πράγματι, από τις 260 σελίδες μεγάλου σχήματος του βιβλίου, η τραγωδία και η αντικριστή μετάφραση πιάνουν λίγο περισσότερο από 100 ενώ η εισαγωγή μόνο πιάνει 70 σελίδες. (Επειδή όμως το βιβλίο εκδίδεται από την Ακαδημία, η τιμή του είναι προσιτή).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Θεατρικά, Καβαφικά, Μεταφραστικά, Παράλληλα κείμενα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 200 Σχόλια »