Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ιστορίες λέξεων’ Category

Πόσα κόμματα υπάρχουν;

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2023

Το ερώτημα του τίτλου επιδέχεται πολλές απαντήσεις. Τι εννοούμε; Πόσα κόμματα υπάρχουν γενικά; Αμέτρητα. Πόσα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές; Ήταν πενήντα, αλλά κόπηκαν για τυπικούς ή για ουσιαστικούς λόγους πεντέξι, του Κασιδιάρη και μερικά που απειλούσαν να κόψουν ψήφους από τη Νέα Δημοκρατία, κι έτσι έχουν απομείνει πάνω από σαράντα.

Αλλά όταν λέμε κόμμα δεν εννοούμε μόνο «τον πολιτικό οργανισμό που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντα και τις απόψεις ορισμένου κοινωνικού συνόλου, τάξης ή ομάδας και έχει ως στόχο την κατάκτηση της εξουσίας» (ορισμός από το ΛΚΝ). Μπορεί επίσης να εννοούμε «σημείο στίξης (,) με το οποίο δηλώνουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα της φωνής στο εσωτερικό της περιόδου ή σε μεγάλες φράσεις».

Παρόλο που η οικογένειά μου ήταν  πολιτικοποιημένη, νομίζω ότι τα πρώτα κόμματα που έμαθα ήταν ακριβώς  τα σημεία στίξης -μάλιστα, στη δευτέρα δημοτικού (τόσο νωρίς που μου φαίνεται  περίεργο, αλλά επειδή θυμάμαι την κυρία Δανάη που μας έβαλε την άσκηση είμαι βέβαιος) η δασκάλα μάς είχε βάλει να μάθουμε απέξω τους κανόνες για το πότε μπαίνει κόμμα, και θυμάμαι πως ήταν μια σελίδα πυκνογραμμένη, με εξαιρέσεις και κόντρα εξαιρέσεις, οπότε πήγα στη γιαγιά μου και την έβαλα να με ακούει μέχρι που έμαθα να απαγγέλλω απέξω τη σελίδα  με τους κανόνες, αλλά βέβαια τους κανόνες δεν τους έμαθα. Ύστερα ήρθε η δικτατορία και απαγόρεψε τα κόμματα, οπότε δεν ασχοληθήκαμε πλέον με το θέμα.

Η λέξη «κόμμα» λοιπόν στα νέα ελληνικά έχει αυτές τις δύο βασικές σημασίες. Για την άρση της αμφισημίας, θα μπορούσαμε στην πρώτη περίπτωση να προσδιορίσουμε «πολιτικό κόμμα», αλλά στην πράξη τα συμφραζόμενα  ξεδιαλύνουν σχεδόν πάντα  το νόημα. Βέβαια, τον καιρό που ξέσπασε η κρίση  υπήρχε το λογοπαίγνιο, διπλό μάλιστα, ότι ένα λάθος κόμμα μπορεί να σου χαλάσει τη σύνταξη.

H λέξη κόμμα είναι αρχαία, και όπως συνήθως συμβαίνει άλλαξε κάμποσες σημασίες.

Το κόμμα ετυμολογείται βέβαια από το ρήμα κόπτω, και αρχικά σήμαινε την ανάγλυφη σφραγίδα πάνω στο νόμισμα και πιο γενικά την κοπή νομίσματος (χαλκίοις … κοπείσι τω κακίστω κόμματι, χάλκινα νομίσματα με ελεεινή κοπή, στους Βατράχους του Αριστοφάνη). Στη συνέχεια, η λέξη δήλωσε το κομμένο τμήμα και στην ελληνιστική εποχή το βραχύ μέλος πρότασης, ενώ στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε και για το σημείο στίξης που χρησίμευε για να χωρίσει το βραχύ μέλος της πρότασης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in 1821, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 93 Σχόλια »

Κάλπες και κάλπηδες

Posted by sarant στο 4 Μαΐου, 2023

Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, σκέφτηκα να βάλω μερικά εκλογολεξιλογικά άρθρα κι  έτσι την περασμένη εβδομάδα είχαμε ένα άρθρο για τη λέξη «ψήφος». Την ψήφο (ή τον ψήφο; ) ή τέλος πάντων το ψηφοδέλτιο το ρίχνουμε στην κάλπη, οπότε σήμερα, όπως κάποιοι ήδη ζητήσατε στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου, θα δούμε  τη λέξη «κάλπη». Κάποια  από αυτά που θα πούμε  σήμερα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε προηγούμενα άρθρα, που δεν είναι περίεργο τη στιγμή που τόσες και τόσες εκλογικές διαδικασίες έχει δει το ιστολόγιο στα 14+ χρόνια που λειτουργεί.

Η κάλπη είναι τύπος της ελληνιστικής περιόδου, ενώ ο τύπος κάλπις είναι λέξη ομηρική. Σήμερα η κάλπη είναι ένα μεγάλο κιβώτιο, σε σχήμα κύβου, ξύλινο ή από διαφανές πλαστικό, με μια σχισμή στην επάνω πλευρά του για να ρίχνουμε τον φάκελο με το ψηφοδέλτιο. Στην αρχαιότητα, όμως, η κάλπις είχε διάφορες σημασίες που όλες τους αναφέρονται σε κάποιου είδους δοχείο, στάμνα, υδρία, αγγείο.

Στον Όμηρο η κάλπις είναι κανάτι για νερό. Στην  Οδύσσεια, στη ραψωδία ζ, η Αθηνά παρουσιάζεται στον Οδυσσέα παρθενικῇ εἰκυῖα νεήνιδι κάλπιν ἐχούσῃ -κι έμοιαζε κόρης τρυφερής, τη στάμνα τζη κρατούσε, το αποδίδει ο Ψυχουντάκης.

Αλλού είναι αγγείο που το χρησιμοποιούσαν σαν τεφροδόχο, αλλά επίσης και μια λήκυθος όπου έβαζαν κλήρους ή που χρησίμευε ως ψηφοδόχος. Στον διάλογο «Ερμότιμος» του Λουκιανού γίνεται λόγος για τον τρόπο που κληρώνονται οι αντίπαλοι στους αγώνες της  πάλης:

Κάλπις ἀργυρᾶ πρόκειται ἱερὰ τοῦ θεοῦ. ἐς  ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῖοι τὸ μέγεθος, ἐπιγεγραμμένοι.

Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο, δηλαδή σε μια εκλογική περιφέρεια που εξέλεγε 10 βουλευτές μπορεί να υπήρχαν  σε κάθε εκλογικό τμήμα 30 ή 40 κάλπες.

Εσωτερικά, η κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το Ναι· στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το Όχι. Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του. Τα σφαιρίδια ήταν μικρά, σαν κορόμηλα, για να μπορούν να κρύβονται εντελώς μέσα στη γροθιά του ψηφοφόρου. Σε ένα φύλλο του Ρωμηού περί το 1885, ο Φασουλής συμβουλεύει τον Περικλέτο:

Ζήτησε το σφαιρίδιον, βάλε στην κάλπη χέρι
και τι ποιεί η δεξιά η άλλη να  μην ξέρει.

Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες (όπου υπήρχαν πέντε υποψήφιοι για να  εκλεγεί ο ένας): Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον.

Όταν τελείωνε η ψηφοφορία, άνοιγαν τις κάλπες και μετρούσαν τα Ναι και τα Όχι για κάθε υποψήφιο και εκλέγονταν αυτοί με το μεγαλύτερο θετικό ισοζύγιο. Μια λεπτομέρεια είναι ότι σε περίπτωση που το άθροισμα των Ναι και των Όχι ήταν μεγαλύτερο από τον αριθμό των ψηφισάντων, τα πλεονάζοντα σφαιρίδια αφαιρούνταν από το Ναι. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκλογές, Ιστορίες λέξεων, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 90 Σχόλια »

Τι δουλειά κάνει ο αλμπάνης;

Posted by sarant στο 3 Μαΐου, 2023

Κάποιος βιαστικός, διαβάζοντας τον τίτλο θα αναρωτηθεί ίσως «Ποιος Αλμπάνης;» Αλλά εδώ δεν εννοώ κάποιον που έχει το επώνυμο Αλμπάνης, όπως ο δημοσιογράφος Γιάννης Αλμπάνης ή ο ηθοποιός Αντίνοος Αλμπάνης, εννοώ το επάγγελμα του αλμπάνη, ένα επάγγελμα που το συζητήσαμε στα σχόλια πρόσφατου άρθρου.

Πράγματι, τις προάλλες, στο άρθρο για τον αχάμπαρο, σε κάποιο σχόλιο έγινε λόγος για μια γλωσσική ερώτηση στο παιχνίδι του Εκατομμυριούχου, και μετά για μιαν  άλλη, την εξής:

Η λέξη «αλμπάνης» βέβαια  έχει  μιαν αρχική, κυριολεκτική σημασία, παρωχημένη, και μια μεταφορική. Εδώ η ερώτηση αφορούσε την αρχική, κυριολεκτική σημασία.

Ο παίκτης στον οποίο έτυχε η ερώτηση δεν διακινδύνευσε να δώσει απάντηση. Σταμάτησε εκεί, κρατώντας το όχι ευκαταφρόνητο κέρδος που είχε εξασφαλίσει ως τότε, 3000 ευρώ.

Στην εδώ συζήτηση, φάνηκε ότι ενώ όλοι όσοι  σχολίασαν ήξεραν τη μεταφορική σημασία, κάμποσοι αγνοούσαν την αρχική, οπότε δεν θα ήταν περιττό ένα άρθρο του ιστολογίου -αυτό που διαβάζετε σήμερα.

Όπως λέει και το ΜΗΛΝΕΓ, με τη  μεταφορική σημασία ο αλμπάνης είναι επιστήμονας, συνήθως γιατρός, ή τεχνίτης που είναι άπειρος και αδέξιος στη δουλειά του και γι’ αυτό αναξιόπιστος.

Ποια είναι όμως η αρχική σημασία; Τι δουλειά κάνει ο αλμπάνης; Στην οθονιά από την εκπομπή βλέπετε τέσσερις δυνατότητες, μία από τις οποίες είναι σωστή. Τι θα απαντούσατε αν βρισκόσασταν στη θέση του παίκτη του Εκατομμυριούχου; Παρακάτω θα το φανερώσω, οπότε αν θέλετε να το μαντέψετε διακόψτε για λίγο την ανάγνωση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επώνυμα, Επαγγέλματα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 105 Σχόλια »

Χαμπάρι ο αχάμπαρος!

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2023

Πριν από λίγο καιρό, όταν είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ορθογραφία της λέξης «νιώθω», ο φίλος μας ο Missing Ink, αναφερόμενος στη λέξη «άνιωθος» τη χαρακτήρισε εκτός μόδας, διότι τώρα τρεντάρει η λέξη «αχάμπαρος» και  με ρώτησε – αναρωτήθηκε αν αξίζει άρθρο. «Αν βάλουμε και το χαμπάρι μαζί, γιατί όχι;» του απάντησα. Σήμερα έρχομαι να εξοφλήσω το χρέος, πριν κλείσει μήνας και αρχίσουν  να μπαίνουν τόκοι υπερημερίας.

Χαμπάρι είναι η είδηση, το νέο. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο, από το haber, αραβικής  αρχής. Υπάρχει και τύπος «χαμπέρι», που είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο. Στα τουρκικά, σήμερα, το haber είναι η επίσημη λέξη για τις ειδήσεις, τα νέα. Λένε, ας  πούμε,  haberleri izliyorum, βλέπω τις ειδήσεις.

Σε μας όμως είναι λέξη της καθομιλουμένης, ελαφρώς παλιωμένη και χρησιμοποιείται πια σε ειδικές χρήσεις και στερεότυπες φράσεις. Δεν θα πούμε «έμαθα ένα χαμπάρι». Λέμε όμως, κάπως μάγκικα, «τι χαμπάρια;» και «τι χαμπάρια μάστορα;» εννοώντας «τι νέα;» ή  απλώς «τι κάνεις, πώς πάει;» και κυρίως  λέμε «παίρνω χαμπάρι» δηλαδή «αντιλαμβάνομαι», που το λέμε συνήθως αρνητικά, ας πούμε «πότε έφυγε ο Γιάννης  και δεν το πήρα χαμπάρι;».

Το λέμε και στην προστακτική, για νουθεσία: Πάρ’το χαμπάρι, δηλαδή κατάλαβέ το. «Πάρ’το χαμπάρι, αν δεν στρωθείς στο διάβασμα δεν παίρνεις πτυχίο φέτος».

Και «δεν έχω χαμπάρι», είμαι άσχετος, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω ιδέα π.χ. από άλγεβρα δεν έχει χαμπάρι.

Επίσης, «δεν δίνω χαμπάρι», που λέγεται και ελλειπτικά, σημαίνει «αδιαφορώ» π.χ. Τόση ώρα σε φωνάζω, χαμπάρι εσύ. Έτσι και στον τίτλο του άρθρου μας.

Έχουμε και το ρήμα «χαμπαριάζω» ή «χαμπαρίζω», που συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά. Δεν χαμπαριάζω μπορεί  να σημαίνει α) δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω κάτι, πχ δεν χαμπαριάζει από μαθηματικά, ή β) δεν δίνω σημασία, δεν υπολογίζω κάποιον ή κάτι, πχ αυτός δεν χαμπαριάζει κανέναν.

Παλιότερα ιδίως το χαμπάρι, έστω και χωρίς άλλον προσδιορισμό, ήταν η κακή είδηση, και μάλιστα όχι η οποιαδήποτε κακή είδηση  αλλά ειδικώς η είδηση του θανάτου κάποιου. Στην Κάλυμνο, ας πούμε, το χαμπάρι ήταν η είδηση ότι κάποιος σφουγγαράς είχε πνιγεί. Ακόμα πιο συγκεκριμένα «τα χαμπάρια του», που ακουγόταν και σαν κατάρα: «Που να’ρθουν τα χαμπάρια σου!» δηλ.  μακάρι να μαθευτεί η είδηση του θανάτου σου.

Πάμε  τώρα στον αχάμπαρο. Ο αχάμπαρος είναι αυτός που δεν δίνει χαμπάρι, που αδιαφορεί και δεν δίνει σημασία, ο αναίσθητος, ο άνιωθος. Όταν ανακοινώθηκε ότι ο Κώστας Καραμανλής θα κατεβεί στις επικείμενες εκλογές παρά τις ευθύνες του στην τραγωδία των Τεμπών, το Λούμπεν κυκλοφόρησε ένα βίντεο με τίτλο «Αχάμπαρος Κώστας Καραμανλής ξανακατεβαίνει με ΝΔ σα να μην έγινε τίποτα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ιστορίες λέξεων, Κύπρος, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 143 Σχόλια »

Η ψήφος, ο ψήφος και τα ψηφαλάκια

Posted by sarant στο 27 Απριλίου, 2023

Έτσι που το έγραψα στον τίτλο, θυμίζει οικογένεια, με πατέρα, μητέρα και παιδιά. Εκλογές όμως έρχονται, οπότε σκέφτηκα να γράψω μερικά άρθρα για τα λεξιλογικά των εκλογών.

Τόσα χρόνια που λειτουργεί το ιστολόγιο, από το 2009, έχουμε δει πολλές εκλογικές διαδικασίες: έξι εθνικές εκλογές, τρεις ευρωπαϊκές, το δημοψήφισμα του 2015, για να μην αναφερθώ και στις δημοτικές και περιφερειακές. Κι όμως, τόσα χρόνια δεν  έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο για τη λέξη «ψήφος», αν και την πρώτη φορά που είχαμε εκλογές με το ιστολόγιο, τον  Ιούνιο του 2009, είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για πολλές εκλογικές λέξεις.

Η ψήφος λοιπόν. Ή μήπως ο ψήφος;

Η λέξη ψήφος κανονικά είναι θηλυκή, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται και στο αρσενικό, ο ψήφος, τύπος που πέρασε και στα λεξικά για ν’ ανατριχιάζουν οι γλωσσαμύντορες. Υπάρχει μια τάση, τα δευτερόκλιτα θηλυκά να αποκτούν και αρσενικό τύπο,  όπως ο άμμος πλάι στην άμμο -κάποια αρχαία έχουν παγιωθεί (αν και δεν μου έρχεται κάποιο παράδειγμα τώρα).

Η ψήφος είναι λέξη αρχαία και ανήκει σε μια λεξιλογική οικογένεια που ανάγεται στο ρήμα *ψήω, «τρίβω, λειαίνω».

Η λέξη αρχικά σήμαινε, στα αρχαία, το βότσαλο, τη μικρή στρογγυλή πέτρα, ας πούμε της θάλασσας -όπως λέει ο Πίνδαρος «οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν».

Κι επειδή με τέτοιες πέτρες μπορούσε κανείς να κάνει υπολογισμούς, το ρήμα ψηφίζω αρχικά σήμαινε «μετράω (χρησιμοποιώντας βότσαλα), λογαριάζω, αριθμώ πράγματα». Να προσέξουμε ότι και στα λατινικά τα βότσαλα συνδέθηκαν με τους υπολογισμούς (calx, calculus).

Όμως, τα βοτσαλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν επίσης στις ψηφοφορίες στα δικαστήρια, κι έτσι πήρε η ψήφος τη σημερινή της σημασία. Αργότερα χρησιμοποιούσαν μικρούς χάλκινους δίσκους: οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν τρύπιοι δίσκοι, οι αθωωτικές συμπαγείς (οπότε κάθε δικαστής μπορούσε να διαλέξει χωρίς να ανοίξει τη γροθιά του). Τις ψήφους τις έριχναν σε υδρίες. Και αν ερχόταν ισοψηφία, ο κατηγορούμενος αθωωνόταν -η λεγόμενη «ψήφος Αθηνάς».

Την ίδια περίοδο πήρε τη σημερινή σημασία το ρήμα «ψηφίζω», αν και στα αρχαία χρησιμοποιούσαν συνήθως τη μέση φωνή, ψηφίζομαι, για τη σημασία «ψηφοφορώ, αποφασίζω με ψήφο», ας πούμε ο Ηρόδοτος «Ἀθηναῖοι μὲν δὴ ἀναπεισθέντες ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι βοηθοὺς Ἴωσι».

Υποκοριστικά της ψήφου, με την αρχική σημασία του βότσαλου, ήταν η ψηφίδα, απ’ όπου και τα ψηφιδωτά, αλλά και το ψηφίο, στην αρχή χαλικάκι, που πήρε τον Μεσαίωνα τη σημασία του αριθμού και που κυριαρχεί στην ψηφιακή εποχή μας. Οπότε, να το ξέρετε, η ψήφος είναι ψηφιακή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , | 106 Σχόλια »

Πώς έγινε η όρνιθα κότα;

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2023

Μερικές μέρες μετά το Πάσχα, ένας φίλος του ιστολογίου ήρθε με αναστάσιμες ευχές και πέντε απορίες. Τις τέσσερις από τις πέντε τις έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, την πέμπτη όχι. Του υποσχέθηκα πως θα γράψω κάτι -και επειδή στις μέρες μας δεν είναι για να κάνεις καινούργια χρέη την ώρα που κυνηγάμε τον εθνικό στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, σπεύδω να εξοφλήσω αμέσως το χρέος μου.

Γράφει λοιπόν ο φίλος Γρηγόρης:

Χριστός Ανέστη!
Έχω 5 λέξεις που άλλαξαν στην πορεία του χρόνου….
Απορία 1η Πώς έγινε ο Άρτος Ψωμί;
Απορία 2η Πώς έγινε ο Ιχθύς Ψάρι;
Απορία 3η Πώς έγινε το Ήπαρ Συκώτι;
Απορία 4η Πώς έγινε το Ύδωρ Νερό;
Απορία 5η Πώς έγινε η Όρνιθα Κότα;…. (αντιδάνειο; )

Όπως είπα, στα τέσσερα πρώτα έχουμε δώσει απαντήσεις στο ιστολόγιο, είτε σε ειδικά άρθρα είτε παρεμπιπτόντως, αλλά δεν βλάφτει να επαναλάβουμε εδώ σύντομα την απάντηση, για όσους  δεν τη θυμούνται.

Το ψωμί είναι  το ελληνιστικό ψωμίον. Στα αρχαία ψωμός είναι η μπουκιά, το κομμάτι, πιθανώς και κρέατος, αλλά στην ελληνιστική εποχή η σημασία εξειδικεύτηκε, και σήμαινε κυρίως τη μπουκιά ψωμί. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, χρησιμοποιείται πάντοτε για το ψωμί η λέξη άρτος (πέντε άρτοι κρίθινοι, στο θαύμα του πολλαπλασιασμού) όταν όμως στον μυστικό δείπνο ο Ιησούς θέλει να υποδείξει τον μαθητή που θα τον παραδώσει, παίρνει μια μπουκιά ψωμί και λέει «εγώ βάψω το ψωμίον και δώσω αυτώ» και βουτάει το ψωμί στο κρασί και το δίνει στον Ιούδα (διότι το βάπτω σήμαινε εμβαπτίζω). Με τον καιρό, το ψωμίον δεν σήμαινε πια τη μπουκιά ψωμί αλλά το ψωμί γενικώς· αλλά ο άρτος, σαν λέξη, επέζησε βέβαια· «αυτό δεν είναι ψωμί, είναι άρτος» μας έλεγε η γιαγιά όποτε έφερνε αντίδωρο από την εκκλησία.

Το ψάρι ετυμολογείται από το οψάριον, που είναι υποκοριστικό της λέξης όψον. Όψον ήταν στα αρχαία ελληνικά το προσφάι που συνοδεύει το ψωμί ή ο μεζές που συνοδεύει το κρασί. Λοιπόν, ο φτωχόκοσμος στην αρχαιότητα έτρωγε ψωμί με κάποιο συνοδευτικό για να νοστιμίσει, ή ελιές ή κρεμμύδι ή κάποιο λαχανικό ή ψαράκι (μαρίδα ή γόπα βέβαια, όχι σφυρίδα αθηναϊκή). Ήδη από τον Όμηρο συναντάμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για όψον ή όψα, ας πούμε στο Λ της Ιλιάδας ο Νέστορας κερνάει τον Πάτροκλο κρόμυον ποτῷ ὄψον, δηλαδή «κρεμμύδι, μεζέ για το ποτό»

Σε κάποιο απόσπασμα κωμωδίας του Αριστοφάνη διαβάζουμε ότι ο καλύτερος μεζές είναι η φακή (φακῆν ἥδιστον ὄψων) αλλά δεν είχαν όλοι αυτή τη γνώμη. Φαίνεται πως οι Αθηναίοι ειδικά προτιμούσαν ψαράκι για προσφάι και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά του, την τερπνότατη αυτή συλλογή «προβλημάτων» που συζητιούνται μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Λοιπόν, ενώ εξετάζουν αν η θάλασσα ή η ξηρά βγάζει τις πιο νόστιμες λιχουδιές (ποια από τις δυο είναι «ευοψωτέρα»), λέει κάποιος από τους συμποσιαστές ότι «πολλῶν ὄντων ὄψων ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γ’ ὄψον καλεῖσθαι διὰ τὸ πολὺ πάντων ἀρετῇ κρατεῖν», δηλαδή ενώ τα όψα είναι πολλά, τα ψάρια, επειδή είναι πολύ ανώτερα, κατάκτησαν το δικαίωμα να αποκαλούνται αυτά μονάχα «όψα». Παναπεί, το προσφάι που σέβεται τον εαυτό του είναι ψαράκι.

Όψον λοιπόν ήταν το προσφάι, ο μεζές, και οψάριον το υποκοριστικό του, το μεζεδάκι ας πούμε. Αρχικά η λέξη χρησιμοποιείται ακριβώς ως υποκοριστικό του προσφαγιού, αλλά σιγά σιγά, καθώς ο ιχθύς είναι το κατεξοχήν όψον, το οψάριον παίρνει τη σημασία «ψάρι» και έτσι βρίσκουμε τη λέξη πχ στα Ευαγγέλια, όπου στο γνωστό θαύμα του Ιησού, που το αναφέραμε και πιο πάνω, το παιδάριον είχε «πέντε άρτους κριθίνους και δυο οψάρια». Κι έτσι, σιγά σιγά το ψάρι εκτόπισε τον ιχθύ στην καθομιλουμένη γλώσσα, ενώ ο ιχθύς έμεινε στα ζώδια και στις σύνθετες λέξεις (ιχθυάλευρα, ιχθυόσκαλα κτλ.)

Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, είδαμε τον ρόλο που έπαιξε ο υποκορισμός στη δημιουργία νέων λέξεων, που δεν είναι  πια υποκοριστικά. Στις επόμενες  δύο, έχουμε ένα  άλλο γλωσσικό φαινόμενο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Απορίες, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , | 85 Σχόλια »

Λεξιλογικά του Πάσχα ξανά

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2023

Mε τούτα και με κείνα, πήγε Μεγάλη Παρασκευή και δεν βάλαμε κάτι πασχαλινό στο ιστολόγιο. Νιώθω πως θα με επιτιμήσουν κάποιοι, σαν τον πρωθυπουργό που μάλωσε τις προάλλες μια παρέα που τους είδε να τρώνε κρέας σε εστιατόριο: «Από την Παρασκευή θα νηστέψετε;» τους είπε. Οπότε, επανορθώνω όσο μπορώ με το σημερινό άρθρο -που όμως θα είναι επανάληψη, αφού, όχι να το παινευτούμε, το φετινό είναι το δέκατο πέμπτο ιστολογικό μας Πάσχα, οπότε αναπόφευκτα όλες τις πασχαλινές λέξεις και φράσεις τις έχουμε εξαντλήσει (με μιαν εξαίρεση -δείτε το άρθρο). Κι έτσι επαναλαμβάνω ένα άρθρο που το έχω πολλές φορές ανεβάσει, τελευταία φορά το 2020, για τις λέξεις του Πάσχα, προσθέτοντας κάποια πράγματα από τα σχόλιά σας. Τα οποία σχόλια με μελαγχόλησαν σαν τα διάβασα τρία χρόνια μετά, καθώς είδα να λείπουν πολλοί, που δυστυχώς έχουν φύγει για πάντα, σαν τον Γιάννη τον Ιατρού και τον Γς, ή που απλώς σταμάτησαν να σχολιάζουν (Γιάννης Κ., Γιώργος Κ.) και ελπίζω να μας θυμηθούν ξανά. Πολλά είπα όμως, περνάω στο άρθρο.

Ξεκινώντας την περιήγησή μας στις πασχαλινές λέξεις, πρώτα πρώτα έχουμε το ίδιο το Πάσχα, που είναι λέξη άκλιτη, δάνειο από το αραμαϊκό pasha και αυτό από το εβραϊκό pesah (πέσαχ είναι το σημερινό εβραϊκό Πάσχα), από τον αόριστο ενός ρήματος που σημαίνει «αυτός προσπέρασε». Και το «προσπέρασε» μας πηγαίνει στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έξοδο, όπου στη δέκατη πληγή του Φαραώ ο άγγελος Κυρίου θανάτωσε τους πρωτότοκους γιους των Αιγυπτίων· πέρασε γραμμή τα σπίτια και έσπειρε τον όλεθρο, είχε όμως προηγουμένως ειδοποιήσει τους Εβραίους να σφάξουν ένα αρνάκι και να βάψουν με το αίμα του την πόρτα του σπιτιού τους για να τα προσπεράσει. Ή, όπως το λέει στην Έξοδο: και παρελεύσεται κύριος πατάξαι τους Αιγυπτίους και όψεται το αίμα επὶ της φλιάς και επ’ αμφοτέρων των σταθμών͵ και παρελεύσεται κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολεθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι. Άγρια πράγματα τα παλαιοδιαθηκικά, αλλά από εκεί θαρρώ προήλθε το αρνάκι που σουβλίζουμε –βέβαια με νέα σηματοδότηση μετά τη σταύρωση του Χριστού που ήταν ο αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.

(Για να απαντήσω και σε μια ερώτηση που έγινε σε πρόσφατο σχόλιο, επαναλαμβάνω πως το Πάσχα είναι άκλιτο -αν θελετε να το κλίνετε, να πείτε «η Πασχαλιά» ή «η Λαμπρή»).

Το Πάσχα το λέμε και Λαμπρή, μια και είναι η μεγαλύτερη γιορτή, και παρόμοια ονομασία υπάρχει στα βουλγάρικα, όπου επισήμως το Πάσχα λέγεται βελικντέν, δηλαδή «μεγάλη μέρα», ενώ στους δυτικούς σλάβους λέγεται συχνά «μεγάλη νύχτα» (π.χ. Wielkanoc στα πολωνικά και αναλόγως στα σλοβένικα ή στα τσέχικα) -στα σερβοκροάτικα λέγεται Uskrs, που υποψιάζομαι πως σημαίνει Ανάσταση. Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες η ονομασία προήλθε από το ελληνικό, συνήθως μέσω λατινικών, κι έτσι έχουμε το γαλλικό Pâques ή το ιταλικό Pasqua, αν και στα αγγλικά έχουμε Εaster, που προέρχεται από μια παγανιστική γιορτή προς τιμήν μιας τευτονικής θεάς της άνοιξης και του φωτός, της ανατολής του ήλιου (άλλωστε east είναι η ανατολή). Κάτι ανάλογο ισχύει και στα γερμανικά (Ostern).

Το φετινό Πάσχα πέφτει στο πρώτο τρίτο της περιοχής ημερομηνιών του (οι πιθανές ημερομηνίες του ορθόδοξου Πάσχα πηγαίνουν από 4 Απριλίου έως 8 Μαΐου) και έχει μία βδομάδα διαφορά από το καθολικό, που μόλις προηγήθηκε. Του χρόνου θα έχουν διαφορά 5 εβδομάδων, που είναι και η μεγαλύτερη: 31 Μαρτίου οι Καθολικοί και 5 Μαΐου εμείς. Όπως είχε σχολιάσει εδώ παλιά ο φίλος Βιοάννης: Το ορθόδοξο Πάσχα από το δυτικό διαφέρουν 1, 4, 5 εβδομάδες (το ορθόδοξο πάντα έπεται) ή συμπίπτουν. Ποτέ δεν διαφέρουν 2 ή 3 εβδομάδες. Η διαφορά των 4 εβδομάδων είναι σπάνια, μόνο στο 5,2% των περιπτώσεων για τα έτη 1583-2100. Από το 1583 έχουμε διαφορά στις ημερομηνίες εορτασμού, μια και εμφανίστηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Καθώς τα χρόνια θα περνούν και θα αποκλίνει το ορθόδοξο από την αστρονομική πραγματικότητα, θα εμφανιστούν και διαφορές 6 εβδομάδων (πρώτη φορά το 2437) και θα εξαφανιστεί η ταύτιση (τελευταία φορά το 2698), όπως και θα εμφανιστεί διαφορά 2 εβδομάδων (το 2725) όχι όμως διαφορά 3 εβδομάδων (έως το 4100, που το έχω ψάξει). Να πω ότι αυτά δεν τα έχω τσεκάρει προσωπικά, κι έτσι αν το 2437 δεν εμφανιστεί διαφορά έξι εβδομάδων μην μου κάνετε επικριτικά σχόλια, σας παρακαλώ. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε τότε.

Πάντως, επειδή ο τρόπος υπολογισμού του Πάσχα είναι περίπλοκος, η εκκλησία κάθε χρόνο βγάζει το πασχάλιον του σωτηρίου έτους τάδε, το οποίο αναφέρει όλες τις κινητές γιορτές –και από εκεί βγήκε και η φράση «έχασε τα πασχάλια του» που τη λέμε όταν κάποιος έχει περιέλθει σε πλήρη σύγχυση. Και επειδή το Πάσχα έχει συνδεθεί αξεχώριστα με τα κόκκινα αυγά, η παροιμιακή αυτή φράση συμφύρθηκε με την άλλη που λέει «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια», για όποιον έχει πάθει μεγάλη ζημιά, κι έγινε «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια», που εκ πρώτης όψεως είναι «λάθος» αλλά απόλυτα εύλογο. (Περισσότερα για τις εκφράσεις αυτές εδώ, ενώ για τα κόκκινα αυγά ειδικώς έχουμε ανεβάσει το 2013 ένα κείμενο του Εμμ. Ροΐδη).

Πέρα από τα αυγά, το Πάσχα έχουμε και τον οβελία. Οβελίας αρχικά ήταν οτιδήποτε ψήνεται στη σούβλα (ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές κάνει λόγο για οβελίαν άρτον, ψωμί στη σούβλα), αλλά έχει επικρατήσει πια να τη λέμε για το αρνάκι. Η λέξη οβελός για τη σούβλα είναι αρχαία, ήδη ομηρική: οι ήρωες του Ομήρου κατ’ επανάληψη παρουσιάζονται να κόβουν κρέατα και να τα περνούν σε οβελούς. Και επειδή κάποτε θα χρησιμοποιήθηκαν μικροί οβελοί από μέταλλο ως μονάδες συναλλαγής, υπήρχε στην Αθήνα το νόμισμα οβολός που ήταν το ένα έκτο της δραχμής. Και με τον εξαίσιο συντηρητισμό της γλώσσας, δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, κι ας έχει στο μεταξύ καταργηθεί η δραχμή, ακόμα μας ζητούν να συνεισφέρουμε τον οβολό μας (όταν δεν μας τον παίρνουν δηλαδή, με το έτσι θέλω και με φοροεπιδρομές). Να πούμε πάντως ότι και η Ιόνιος Πολιτεία το 1819 είχε θεσπίσει ως νόμισμα τον οβολό, με μικρότερο νόμισμα τον ημιώβολο -απ’ όπου και η παλιά φράση «δεν έχω μιώβολο», αλλά και τα όβολα, λαϊκή ονομασία για τα χρήματα.

Βέβαια, ο οβελίας είναι λέξη αναστημένη από τους λογίους. Η σούβλα, πάλι, είναι δάνειο λατινικό (από το subula, που σήμαινε χοντρή βελόνα ή το σουβλί των παπουτσήδων), λέξη που εμφανίζεται ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη γραμματεία σε διάφορες περιγραφές βασανιστηρίων, και που επικρατεί εκτοπίζοντας τον οβελό. Υποκοριστικό της το σουβλάκι, που ήταν στην αρχή το καλαμάκι στο οποίο περνούσαν το κρέας (για την ορολογία του σουβλακιού και τη διαμάχη Βορρά-Νότου, έχουμε επιτέλους άρθρο).

Για το αρνάκι που σουβλίζουμε, τα είπαμε· ετυμολογικά η λέξη είναι αρχαία (αρνίον, ήδη της κλασικής εποχής, υποκοριστικό του αρήν, αρνός = πρόβατο, λέξη που είχε και δίγαμμα μπροστά και που παράγωγά της βρίσκουμε και σε επιγραφές της γραμμικής Β’), όπως τόσες άλλες λέξεις της δημοτικής που η καθαρεύουσα τις περιφρονεί. Ωστόσο, δεν είναι πανελλήνιο έθιμο το σούβλισμα: σε κάποια μέρη φουρνίζουν το «κουτάλι» (ένα χεράκι αρνιού), σε άλλα ολόκληρο κατσικάκι αλλά στον φούρνο, κάποτε σκεπασμένο με ζύμη.

(Παρένθεση από σχόλιο του φίλου μας του Πέπε: Η ζύμη έκανε παλιά τη δουλειά που κάνει τώρα το αλουμινόχαρτο. Δεν είναι για να τρώγεται. Σχηματίζει μια άνοστη κρούστα, που τη σπας, την πετάς και τρως το απομέσα, το οποίο όμως έχει διατηρηθεί ζουμερό. Το αρνί ψήνεται σε χαμηλό φούρνο επί πάρα πολλές ώρες, οπότε αλλιώς θα στέγνωνε. Μάλιστα στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο χτίζουν και την πόρτα με λάσπη για να μην έχει διαρροές θερμότητας (ή μήπως για να περιοριστεί η είσοδος οξυγόνου και να μη φουντώσει η φωτιά;)

Ανυπέρβλητο πασχαλινό έδεσμα είναι το καλύμνικο μουούρι [Εδώ κάποιο δ θα υπήρχε που θα έπεσε]. Αρνάκι/ρίφι με γέμιση από ρύζι και από τα εντόσθια ψιλοκομμένα, ψημένο μ’ αυτό τον τρόπο. Όσο δεν φαγωθεί την πρώτη φορά, όταν αργότερα το ξαναζεσταίνουν, σπάνε μέσα κι ένα αβγό σε κάθε μερίδα και ψήνεται μαζί. Παρότι μπελαλήδικο, το μουούρι το κάνουν για καλό φαγητό και εκτός Πάσχα.

Το αντίστοιχο καρπάθικο είναι το υζάντι (=βυζάντι), δηλαδή βυζανιάρικο, αρνάκι ή ρίφι γάλακτος, αν και οι ντόπιοι βεβαιώνουν ότι το όνομα δηλώνει τη βυζαντινή προέλευση του εθίμου. Πάλι καλά, γιατί για τα περισσότερα άλλα δικά τους λένε ότι είναι δωρικά. Η πανελλήνια πασχαλινή σούβλα πρέπει να ήταν αρχικά αρκετά περιορισμένη τοπικά, μάλλον στα κεντρικά έως νότια στεριανά μέρη.)

Τα γαστρονομικά του Πάσχα κλείνουν με τη λαμπροκουλούρα ή το τσουρέκι, που ως λέξη είναι τουρκικό δάνειο (çörek, λέξη που αρχικά σήμαινε το στρογγυλό ψωμί αλλά και άλλα στρογγυλά αντικείμενα). Παρόμοιες λέξεις (και γλυκίσματα) υπάρχουν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, μέχρι τα αρμένικα, όπου το λαμπρόψωμο λέγεται cheoreg και βάζουν μέσα και νόμισμα. Και πάλι, έχουμε τοπικές διαφορές: στην Κρήτη, πιθανώς και αλλού, λένε ή έλεγαν «κουλούρα» αυτό που οι Αθηνάιοι λένε «τσουρέκι», και αντίστροφα λένε «τσουρέκια» αυτά που εμείς θα λέγαμε κουλούρια.

Μπορεί ο Πόντιος Πιλάτος να ένιψε τας χείρας του (κάτι που έγινε παροιμιώδες, αν και δεν ξέρουμε κατά πόσον τας έπλυνε «πολύ σχολαστικά» όπως ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο πασίγνωστο πλέον αντικορονικό μήνυμα) και να δήλωσε αθώος από του αίματος τούτου, ωστόσο δεν απέφυγε την ηθική καταδίκη. Από το όνομά του προέρχεται το ρήμα «πιλατεύω», που έχει τη σημασία «ταλαιπωρώ, βασανίζω». Στο μεσαιωνικό λεξικό του ο Κριαράς δίνει και το «πιλατήριο» με σημασία «μαρτύριο, βασανιστήριο» αλλά και «φυλακή». Βέβαια, στη σημερινή γλώσσα «πιλατεύομαι» σημαίνει «ασκούμαι κάνοντας πιλάτες». Βασανιστήριο είναι κι αυτό αλλά ετυμολογικώς δεν συνδέεται άμεσα με τον Πιλάτο.

Μια άλλη μεγαλοβδομαδιάτικη λέξη που έχει περάσει από τα Ευαγγέλια στη γλώσσα μας είναι ο Γολγοθάς. Γολγοθάς είναι ο λόφος της Ιερουσαλήμ όπου σταυρώθηκε, σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, ο Ιησούς. Το όνομα παραδίδεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια, π.χ. στον Ιωάννη: Παρέλαβον οὖν τόν Ἰησοῦν·  καί βαστάζων αὑτῷ τόν σταυρόν  ἐξῆλθεν εἰς τόν λεγόμενον Κρανίου Τόπον, ὃ λέγεται Ἑβραϊστί Γολγοθᾶ, ὅπου αὐτόν ἐσταύρωσαν, καί μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καί ἐντεῦθεν, μέσον δέ τόν Ἰησοῦν. ἔγραψεν δέ καί τίτλον ὁ Πιλᾶτος καί ἔθηκεν ἐπί τοῦ σταυροῦ· ἦν δέ γεγραμμένον, Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων.

[Άσχετη παρένθεση: Από την περασμένη Κυριακή παρατήρησα ότι στον έντιτορ της WordPress οι βαρείες πλέον εμφανίζονται μετατοπισμένες, δηλαδή: τὸν. Έτσι, στο παραπάνω παράθεμα τις αντικατάστησα όλες με οξείες. Παλιότερα δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν ξέρω τι άλλαξε, ούτε και πώς να το διορθώσω. Οπότε, θα κάνουμε αβαρία στις βαρείες μέχρι νεοτέρας].

Όπως μάς λέει ο Ιωάννης, Γολγοθά στα εβραϊκά σημαίνει «Κρανίου τόπος». Πράγματι, στα αραμαϊκά Gulgulthā είναι το κρανίο. Στην αρχή το γένος του Γολγοθά επαμφοτερίζει στα ελληνικά, αλλά τελικά σταθεροποιήθηκε στο αρσενικό: ο Γολγοθάς. Κάποιοι λένε ότι η ονομασία «Κρανίου τόπος» οφείλεται στο ότι ο Γολγοθάς ήταν ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων», άλλοι ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι απλώς επειδή είχε σχήμα κρανίου· αυτή η δεύτερη εκδοχή ακούγεται συχνότερα. Η κάποια φωνητική ομοιότητα μεταξύ Γολγοθά και Γολιάθ γέννησε τον γλωσσικό μύθο ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι επειδή ο Δαβίδ έθαψε εκεί το κρανίο του Γολιάθ. Μύθος είναι.

Στα ελληνικά, έχει μείνει και η έκφραση «κρανίου τόπος», που τη λέμε για ένα εξαιρετικά ξερό και αφιλόξενο μέρος, χωρίς απαραίτητα να τη συνδέουμε στο μυαλό μας με τον Γολγοθά και το μαρτύριο του Ιησού. Λέμε επίσης κρανίου τόπο ένα μέρος που έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση· συχνά το χρησιμοποιούμε για περιπτώσεις πυρκαγιάς (π.χ. κρανίου τόπος το φοινικόδασος της Πρέβελης), αλλά και πιο μεταφορικά, π.χ. ότι η ελληνική διαφημιστική αγορά είναι κρανίου τόπος λόγω της κρίσης. Η βιβλική αναφορά μεταφράστηκε Calvariae Locus στα λατινικά, που έδωσε το αγγλικό calvary και το γαλλικό calvaire, που επίσης σημαίνουν όχι μόνο τον Γολγοθά καθαυτόν αλλά και μια μεγάλη ταλαιπωρία, δοκιμασία –έναν γολγοθά μεταφορικά.

Φυσικά και στα ελληνικά χρησιμοποιούμε το κύριο όνομα σαν ουσιαστικό, δηλ. τον Γολγοθά μεταφορικά, σαν μια σειρά από ταλαιπωρίες και βάσανα που περνάει κάποιος, μια μακρά πορεία πόνου και ταπεινώσεων – «Ο Γολγοθάς μιας ορφανής» ήταν μια παλιά ελληνική ταινία. Βέβαια, με τον γλωσσικό πληθωρισμό που επικρατεί σε ορισμένους δημοσιογραφικούς κύκλους, διαβάζεις ότι κάποια σταρ περνάει Γολγοθά και δεν ξέρεις αν χαροπαλεύει ή αν απλώς πήρε δυο κιλά που δεν μπορεί να τα χάσει (και όλα τα ενδιάμεσα στάδια), ωστόσο γενικά ο Γολγοθάς δείχνει μια επώδυνη και μακρόχρονη διαδικασία.

Ο Γολγοθάς κατέληξε στη σταύρωση. Περιέργως, τόσα χρόνια δεν έχω γράψει άρθρο για τον σταυρό, ίσως επειδή το θέμα είναι πολύ εκτενές και με πιάνει δέος. Κάποτε θα το αποφασίσω, πού θα πάει. Πάντως, να πούμε προς το παρόν ότι στα αρχαία ελληνικά η λέξη «σταυρός» δεν δηλώνει το σημερινό σχήμα αλλά είναι, απλώς, ένας πάσσαλος. Πολλή συζήτηση γίνεται επίσης και για το σχήμα του ξύλου που πάνω του θανατώθηκε ο Ιησούς, αν συνέβη κάτι τέτοιο, δηλαδή αν ήταν πάσσαλος, δύο ξύλα σε σχήμα Τ ή δύο ξύλα σε σχήμα +.

Εδώ τελειώνει η πασχαλινή λεξιλογική μας επισκόπηση. Το ιστολόγιο εύχεται καλή Ανάσταση, με υγεία και αγάπη!

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ημερολογιακά, Ιστορίες λέξεων, Λαογραφία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 89 Σχόλια »

Λούμπεν

Posted by sarant στο 12 Απριλίου, 2023

Την πάσα για το σημερινό μας άρθρο την έδωσε ο Κ. Μητσοτάκης, ο οποίος προχτές, σχολιάζοντας τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι κάποιοι υποψήφιοι «περισσότερο σε λούμπεν ψηφοδέλτια παραπέμπουν». Οπότε σήμερα λεξιλογούμε για το λούμπεν.

Η λέξη λούμπεν προέρχεται από τη μαρξιστική ορολογία -ο Κάρολος Μαρξ αποκάλεσε Lumpenproletariat, λούμπεν προλεταριάτο, εκείνο το εξαθλιωμένο τμήμα της εργατικής τάξης που έχει χάσει την ταξική του συνείδηση και τον ρόλο του στην κοινωνία, οπότε δεν είναι σε θέση να συμβάλει στην υπόθεση της εργατικής τάξης.

Στα γερμανικά Lumpen είναι το κουρέλι και από εκεί Lump είναι ο ρακένδυτος και κατ’ επέκταση ο τιποτένιος άνθρωπος (να γράψουμε κάποτε άρθρο για την παρομοίωση της στόφας των ανθρώπων με υφάσματα ευτελή, λινάτσες, ρετάλια και πατσαβούρες). Η γερμανική λέξη είναι τελικά ομόρριζη με την αγγλική lump, σβόλος.

Κουρελοπρολεταριάτο λοιπόν κατά Μαρξ το λούμπεν προλεταριάτο και η λέξη έγινε διεθνής και σταδιακά επεκτάθηκε. Ας πούμε, στα ελληνικά, το ΛΚΝ γράφει: (επέκτ.) για κάθε κοινωνικά εξαθλιωμένο στοιχείο: Στην περιοχή συχνάζουν λούμπεν στοιχεία. Ο όρος έχει χροιά σαφώς αρνητική στη μαρξιστική βιβλιογραφία (διορθώστε με αν κάνω λάθος). Η συμπάθεια προς τον εξαθλιωμένο υπάρχει σε ατομικό επίπεδο, όχι συλλογικά.

Η λέξη πρέπει να μπήκε αρκετά νωρίς στα ελληνικά, χάρη ακριβώς στη μαρξιστική ορολογία. Το (όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο) ψαχτήρι της Εθνικής Βιβλιοθήκης με πληροφορεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Ριζοσπάστη τον Δεκέμβριο του 1926 σε «μορφωτική επιφυλλίδα» της εφημερίδας, με τίτλο, ακριβώς «Το λούμπεν προλεταριάτο». (Το ψαχτήρι βρίσκει επίσης αρκετές εμφανίσεις στο Εμπρός του… 1896, αλλά αυτές αφορούν κάποιο γαλλικό καλλυντικό Λουμπέν!)

Είπαμε ότι με τον καιρό η έννοια του λούμπεν επεκτάθηκε από το εξαθλιωμένο τμήμα της εργατικής τάξης στα εξαθλιωμένα στρώματα γενικώς. Οι περισσοτεροι παλιότεροι θα θυμούνται το ακρώνυμο λ.μ.α.τ. (ή ΛΜΑΤ) που εμφανιζόταν στις αναλύσεις της 17 Νοέμβρη: η λούμπεν μεγαλοαστική τάξη. Βρίσκω άρθρο της Καθημερινής από το 2002 (αλλά πριν από τη σύλληψη των μελών της 17Ν) στο οποίο ο επιφυλλιδογράφος (δεν φαίνεται ποιος είναι) εξηγεί στο κοινό του τη λέξη «λούμπεν» (διότι αρκετοί τηλεφώνησαν, όπως γράφει) και βρίσκει εξαιρετικά εύστοχο και χρήσιμο τον όρο ΛΜΑΤ για την κρατικοδίαιτη και φοροδιαφεύγουσα μερίδα της αστικής τάξης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων, Κομμουνιστικό κίνημα | Με ετικέτα: , , , , | 146 Σχόλια »

Oι φασαίοι και η φάση

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2023

Τις προάλλες πήγαινα κάπου συν γυναικί και κόρη, και περάσαμε από ένα εναλλακτικό καφενείο, όπως αυτοχαρακτηριζόταν στην ταμπέλα στην πόρτα (παρόλο που αν πρέπει να το δηλώσεις μάλλον δεν είσαι). «Γεμάτο φασαίους είναι», σχολίασε η κόρη μου, οπότε η Νικοκυρά παραξενεύτηκε από την άγνωστη λέξη.

Ο φασαίος είναι λέξη καινούργια, θα έλεγα πως δεν πρέπει να έχει πάνω από 10-12 χρόνια ζωής -και βέβαια δεν τη χρησιμοποιούν οι παλιότεροι, είναι λέξη των νέων. Τι είναι όμως ο φασαίος;

Η κόρη μου έδωσε ορισμό «Αυτοί που όλα τους τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ντύσιμο κτλ., και ο τρόπος που φέρονται, είναι σύμφωνα με ένα κίνημα, αλλά συμμετέχουν σ’ αυτό μονάχα για τη φάση, για πλάκα».

Στο reddit βρήκα έναν (προ τριετίας) ορισμό:

Φασαιος/α είναι αυτός/η που κάνει πράγματα ή συμμετέχει σε ομάδες και δράσεις «για τη φάση». Χωρίς να νοιάζεται για τους στόχους ή τη φιλοσοφία αυτού με το οποίο εμπλέκεται.

Πχ στις θεατρικές ομάδες, φασαιος είναι κάποιος που δεν θα έρχεται σε πρόβες, θα αργεί κλπ, αλλά θα σκάει σε όλα τα πάρτυ και τις εξόδους

Φασαίος πχ είναι και εκείνος που συμμετέχει σε εκδρομές οπαδών με λεωφορείο σε εκτός έδρας για να πίνει μπάφους και μόνο χωρίς να νοιάζεται για την ομάδα, την εξέδρα και πάει λέγοντας.

Υπάρχουν ομως και ουδέτεροι ορισμοί, όπως στο Βικιλεξικό: αυτός που κοινωνικά και πολιτισμικά κινείται και δρα αποκλειστικά εντός μιας «φάσης», δηλαδή εντός ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν παρόμοιες συμπεριφορές οι οποίες θεωρούνται εναλλακτικές, χωρίς ωστόσο να είναι περιθωριακές, που συχνάζουν σε συγκεκριμένα μαγαζιά, που έχουν κοινούς ενδυματολογικούς κώδικες, μουσικές προτιμήσεις κ.τ.π.

Κάπως διαφορετικός και πολύ εκτενέστερος ο ορισμός στο slang.gr, από το 2016:

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

Το βέβαιο είναι πως ο φασαίος προέρχεται από τη φάση, οπότε αν θέλουμε να λεξιλογήσουμε πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί.

Στα αρχαία, ήταν «φάσις» βέβαια, αλλά στο Λίντελ Σκοτ θα βρούμε δύο ομόγραφα ουσιαστικά «φάσις», το ένα που προέρχεται από το «φαίνω» και το άλλο από το «φημί». Αυτά τα δυο ρήματα είναι ομόρριζα αφού ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημασία «λάμπω, φωτίζω» αλλά και «εξηγώ, μιλώ». Από το «φάσις» του «φημί» έχουμε όλα τα σημερινά σύνθετα, την απόφαση, την κατάφαση, την πρόφαση κτλ.

Εμάς μας ενδιαφέρει σήμερα η «φάσις» από το «φαίνω/φαίνομαι». Φαίνω σήμαινε (και) «αποκαλύπτω, καταγγέλλω» γι’ αυτό και φάσις ήταν και η καταγγελία και, στο κωμικό λεξιλόγιο, φάσαξ αυτός που είχε μανία να καταγγέλλει τους άλλους. Αλλά η βασική σημασία του αρχαίου «φάσις» ήταν η εμφάνιση, και ειδικότερα η εμφάνιση των αστέρων στον ουρανό. Αντίθετο ήταν η κρύψις (για κάποιο λόγο η Πόρσε δεν δέχεται βαρείες οπότε τις όξυνα):

Καί ἔστιν ἀνατολή μέν ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη πρός τόν ὁρίζοντα φάσις, δύσις δέ ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη ὑπό τόν ὁρίζοντα κρύψις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 129 Σχόλια »

Καταπατητές τότε και σήμερα

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2023

Προχτές είχαμε την επέτειο της Επανάστασης του Εικοσιένα και δημοσιεύτηκαν κάμποσα άρθρα για τον ξεσηκωμό. Πρόσεξα ένα λεξιλογικό κουίζ με λέξεις του Εικοσιένα, που ο θεματοθέτης ισχυρίζεται ότι «ούτε ο Μπαμπινιώτης δεν μπορεί να πιάσει πάνω από 8 στα 10».

Το κουίζ είναι εδώ, και μπορείτε να το δοκιμάσετε, κατά προτίμηση πριν διαβάσετε το άρθρο.

Εγώ Μπαμπινιώτης δεν είμαι, αλλά στο συγκεκριμένο κουίζ έπιασα 10/10 διότι όλες οι λέξεις υπάρχουν στο βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, που έχει 300 λήμματα από το λεξιλόγιο του Εικοσιένα. Μάλλον ο θεματοθέτης άντλησε το υλικό του από το βιβλίο μου, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία.

Σας είπα να δοκιμάσετε το κουίζ πριν διαβάσετε το άρθρο, διότι μία από τις ερωτήσεις του κουίζ είναι και η σημασία της λέξης «καταπατητής» στα κείμενα του Εικοσιένα. Δεν είναι ίδια με τη σημερινή.

Σήμερα, καταπατητής είναι βέβαια αυτός που καταπατά, που παραβιάζει θεσμοθετημένο αγαθό (πχ καταπατητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), κυρίως όμως, και χωρίς ανάγκη για περαιτέρω προσδιορισμό, καταπατητής είναι αυτός που ιδιοποιείται παράνομα εδαφική έκταση ή κτίσματα που ανήκουν  σε άλλον, ιδίως του δημοσίου. Οι καταπατητές αυτοί λέγονται και οικοπεδοφάγοι.

Kαταπατητές δασικών εκτάσεων οικοπεδοποίησαν εκατοντάδες στρέμματα είναι η παραδειγματική φράση που δίνεται στο ΛΚΝ.

Σε ιστότοπο σχετικό με τα φορολογικά, βρίσκω ότι:

Σήμερα στα «χέρια» καταπατητών βρίσκεται το 40,04% της γνωστής δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Οι καταπατητές, εμφανίζονται στην εφορία και στα δικαστήρια ως νόμιμοι ιδιοκτήτες των ακινήτων με τίτλους ιδιοκτησίας που είτε δημιούργησαν οι ίδιοι ή δικαιοπάροχοί τους ή έχουν τίτλους που δημιούργησαν απώτατοι καταπατητές μετά το 1884!

Στα καταπατημένα δημόσια κτήματα έχουν ανεγερθεί κατοικίες ακόμη και πολυκατοικίες, εργοστάσια, αποθήκες, αγροτικά ακίνητα, εργαστήρια και κτήρια για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση που είτε ιδιοκατοικούνται είτε εκμισθώνονται σε τρίτους και οι αυθαίρετοι κάτοχοι εισπράττουν μεγάλα ποσά από ενοίκια.

Αλλά, όπως είπα, η σημασία του όρου έχει αλλάξει, στα χρόνια του Εικοσιένα ήταν διαφορετική. Ποια ήταν, θα το δούμε παρακάτω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ιστορίες λέξεων, Κουίζ, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 83 Σχόλια »

Οι νονοί και το καλάθι τους

Posted by sarant στο 27 Μαρτίου, 2023

Σύμφωνα με τις εξαγγελίες, από μεθαύριο αρχίζει η εφαρμογή ενός νέου καλαθομέτρου της κυβέρνησης, του καλαθιού των νονών, που θα περιλαμβάνει παιχνίδια και λαμπάδες, δηλαδή τα δώρα που παραδοσιακά παίρνουν οι νονοί και οι νονές στα βαφτιστήρια τους πριν από το Πάσχα.

Αρχικά, το νέο μέτρο είχε κυκλοφορήσει ως «Καλάθι του νονού» αλλά τελικά διευκρινίστηκε ότι ο τίτλος θα είναι, στον πληθυντικό, «των νονών». Υποθέτω ότι η αλλαγή έγινε για τον ίδιο λόγο που τελικά το Καλάθι της νοικοκυράς μετονομάστηκε σε Καλάθι του νοικοκυριού: να μη δίνεται η εντύπωση ότι μόνο ένα φύλο έχει τον ρόλο της προσφοράς δώρων στα βαφτιστήρια.

Αν όντως αυτή ήταν η σκέψη πίσω από την υιοθέτηση της ονομασίας «Καλάθι των νονών», δηλαδή το να παραπέμπει τόσο στον νονό όσο και στην νονά, έχω να πω ότι απέτυχε. Απέτυχε διότι, εγώ τουλάχιστον, όταν ακούω «των νονών» σκέφτομαι πολλούς άντρες νονούς, μάλιστα μαφιόζους όπως στην ταινία του Κόπολα. Αν ήθελε το υπουργείο Ανάπτυξης να αποφύγει την ταύτιση με τον άντρα νονό αλλά και με τον άντρα μαφιόζο, δεν είχε παρά να ονομάσει το μέτρο Καλάθι του νονού και της νονάς ή, ακόμα καλύτερα, Καλάθι της νονάς και του νονού.

Οπότε, καλό είναι να λεξιλογήσουμε γι’ αυτή τη λέξη σήμερα, ώστε από μεθαύριο νονοί και νονές να είναι έτοιμοι για να αναλάβουν καθήκοντα.

Ο νονός, όπως ξέρουμε, είναι αυτός που δίνει το όνομα στο παιδί που βαφτίζεται και που, θεωρητικά τουλάχιστον, αναλαμβάνει την υποχρέωση της θρησκευτικής και πνευματικής διαπαιδαγώγησής του -και αντίστοιχα, αν είναι γυναίκα, η νονά. Ο νονός λέγεται και πνευματικός πατέρας, η νονά πνευματική μητέρα. Λέμε επίσης, στο λαϊκότερο, νουνός ή νουνά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Θηλυκό γένος, Ιστορίες λέξεων, Κινηματογράφος | Με ετικέτα: , , , , | 174 Σχόλια »

Οι ραγιάδες κάνουν ράι

Posted by sarant στο 22 Μαρτίου, 2023

Πλησιάζει η 202η επέτειος της Επανάστασης του 1821. Τα 200 χρόνια τα τιμήσαμε με τυμπανοκρουσίες, τα 201 με ό,τι δεν πρόλαβε τη σημαδιακή επέτειο, τα 202 προβλέπω να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Όμως το ιστολόγιό μας και παλιότερα αφιέρωνε άρθρα στο Εικοσιένα και θα συνεχίσει και τώρα.

Σήμερα θα λεξιλογήσω με τις λέξεις του τίτλου. Δεν σας κρύβω, βέβαια, ότι, επειδή ταξίδευα χτες, στην ουσία παίρνω λήμματα από το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, αλλά τα εμπλουτίζω αρκετά.

Τον καιρό του Εικοσιένα, ραγιάς ήταν ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η λέξη έρχεται από το τουρκ. raya, αραβικής αρχής (αρχική σημασία: κοπάδι, τσούρμο).

Στο τραγούδι για την απηνή καταδίωξη των κλεφτών από τον Αλή Πασά, «οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες, κι άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια», αλλά το μικρό κλεφτόπουλο αρνείται: «Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες»

Πριν ακόμα ξεσπάσει η Επανάσταση, ο Σουλτάνος έστειλε εγκύκλιο «να προσέχουν τους ραγιάδες και να είναι πάντοτε έτοιμοι εις τα όπλα». Και στην αρχή του ξεσηκωμού, σε ένα διάσημο απόσπασμα του Μακρυγιάννη, ένας μπέης ομολογεί: «Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι». Ο ίδιος ρωτούσε «να μάθομε μόνος του ο ραγιάς πολεμεί ή και οι Δυνάμες».

Τον καιρό της Επανάστασης, ο όρος «ραγιάς» χρησιμοποιείται σπάνια από Έλληνα για άλλους Έλληνες. Το κάνει καμιά φορά ο Μακρυγιάννης ειρωνικά, π.χ. «Ο στραβοραγιάς ας δουλεύει διά μας· εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι αρνάκια», ενώ αλλού ο όρος χρησιμοποιείται για Χριστιανούς από προσκυνημένες περιοχές που τους χρησιμοποιούσε ο τουρκικός στρατός π.χ. στην πολιορκία της Ακρόπολης «έως πενήντα ραγιάδες εκουβαλούσαν πλίθες και κεραμίδια» (από ημερολόγιο της εποχής).

Ομόρριζη λέξη με τον ραγιά είναι το ράι ή ράγι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 79 Σχόλια »

Όλοι φταίμε;

Posted by sarant στο 10 Μαρτίου, 2023

Στο χτεσινό υπουργικό συμβούλιο, το πρώτο μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε επαναλαμβάνοντας «τη δημόσια συγνώμη μου στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια, αλλά κυρίως προσωπικά».

Αυτό δεν το καταλαβαίνω πολύ καλά -ζήτησε συγγνώμη και εξ ονόματος, ας πούμε, του Κωνσταντίνου Καραμανλή; του Ανδρέα Παπανδρέου; του Κώστα Σημίτη; Όσους από τους προκατόχους του ζουν, τους ρώτησε πριν τους συμπεριλάβει στη συγγνώμη; Μπορεί βέβαια να μη μιλιέται με τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά τουλάχιστον ρώτησε τον Αντώνη Σαμαρά ή τον Κώστα Καραμανλή;

Διότι, αν δεν τους ρώτησε κι αν δεν έχει τη συμφωνία τους, τότε η συγγνώμη εξ ονόματος άλλου θυμίζει εκείνη τη σκηνή από την Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη, όπου ο Δημήτρης Νικολαΐδης, ψευτοδάσκαλος ιταλικών στην ταινία, ορκίζεται «στη ζωή του Μπιθικώτση».

Είπε όμως και κάτι άλλο ο πρωθυπουργός, που θα μας δώσει αφορμή για το σημερινό άρθρο. Μεταφέρω κοπιπάστε:

Το τελευταίο το οποίο με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να μπούμε σε μία στείρα αντιπαράθεση για το ποιος φταίει. Απαντώ: όλοι φταίμε και ας το ομολογήσουμε με θάρρος. Από κυβερνήσεις και διοικήσεις που επί χρόνια κατάντησαν ένα κρίσιμο έργο «γιοφύρι της Άρτας», μέχρι κάποιες συντεχνίες που ταυτόχρονα εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση του προσωπικού των τρένων μας.

Όλοι φταίμε λοιπόν για το δυστύχημα. Όχι μόνο οι κυβερνήσεις ή οι διοικήσεις του οργανισμού, αλλά και όλα τα κόμματα, είτε κυβέρνησαν είτε όχι, και όλοι οι εργαζόμενοι στον οργανισμό, και οι επιβάτες πιθανώς, ίσως επειδή δεν ξεκίνησαν απεργία πείνας για να διορθωθούν τα στραβά του ΟΣΕ. Και βέβαια, φταίνε και οι συντεχνίες που «εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κύπρος, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , | 134 Σχόλια »

Τα τρένα που φεύγουν

Posted by sarant στο 3 Μαρτίου, 2023

Οι νεκροί από το δυστύχημα στα Τέμπη έχουν φτάσει τους 57, αριθμός που δεν αποκλείεται να αυξηθεί αφού ακόμα βγάζουν διαμελισμένα πτώματα από τα πρώτα βαγόνια του επιβατικού τρένου. Στο φοβερό δυστύχημα αφιερώσαμε το χτεσινό μας άρθρο και κανονικά σήμερα θα έπρεπε να πούμε κάτι άλλο και ν’ αλλάξουμε παραστάσεις -θα έπρεπε, αλλά δεν είχα όρεξη να γράψω για κάποιο εντελώς άλλο θέμα.

Οπότε, σκέφτηκα μια μέση λύση: να μη γράψω πάλι για το δυστύχημα, αλλά να λεξιλογήσω για τον σιδηρόδρομο και τα τρένα, σήμερα που τελειώνει η βδομάδα και από Δευτέρα να ξεκινήσουμε την καινούργια βδομάδα με κάτι φρέσκο.

Για το τρένο και τον σιδηρόδρομο δεν έχουμε λεξιλογήσει, αν και έχουμε αφιερώσει ένα άρθρο, σχετικά πρόσφατα στην ορθογραφία της λέξης, δηλ. τραίνο ή τρένο, ενώ παλιότερα είχαμε φιλοξενήσει μια συνεργασία φίλου σιδηροδρομικού για το λεξιλόγιο του σιδηροδρόμου. Το άρθρο αυτό το θυμήθηκα χτες, που άκουσα στο ραδιόφωνο ότι, στο πλαίσιο της περικοπής θέσεων στον ΟΣΕ, καταργήθηκαν πριν από μερικά χρόνια θέσεις «πασαγιοφυλάκων» -και στο λεξιλόγιο που λέμε θα δείτε ότι «πασάγιο» είναι η ισόπεδη διάβαση.

Η λέξη «σιδηρόδρομος» εμφανίζεται στα ελληνικά ως μεταφραστικό δάνειο του γαλλ. chemin de fer, λένε τα λεξικά (υπάρχει και το όμοιο γερμανικό Eisenbahn). Στον Μπαμπινιώτη δίνεται χρονολογία εμφάνισης το 1833, μια πληροφορία αντλημένη από τον Κουμανούδη, ο οποίος σημειώνει ότι βρήκε τη λέξη στους Ελληνικούς κώδικες, που είναι μια συλλογή νομολογίας, στην έκδοση του 1833. Κάπως παράξενο το βλέπω να υπήρχε τόσο παλιός ελληνικός νόμος που να μνημονεύει τον σιδηρόδρομο, αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω. (Βέβαια, chemin de fer υπήρχε και πριν από την ατμομηχανή, στα ορυχεία, από τον 18ο αιώνα κιόλας).

Η παλαιότερη ανεύρεση της λέξης «σιδηρόδρομος» που βρήκα εγώ μέσω Google books χρονολογείται από το 1842, στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού «Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων» του 1842, πριν έρθει σιδηρόδρομος στην Ελλάδα.

Η εικόνα δείχνει ένα όρυγμα του «εκ Λισερπάλου εις Μαγκεστρίαν» σιδηροδρόμου. Μαγκεστρία είναι το Μάντσεστερ και Λισέρπαλον είναι περιέργως το Λίβερπουλ. Το «Όρος των Ελαιών» είναι το Olive Mount αγγλιστί, και υπάρχει άρθρο στη Βικιπαίδεια για το όρυγμα αυτό. Ελιές δεν υπάρχουν στο Λίβερπουλ απ’ όσο ξέρω, αλλά έτσι ονομαζόταν μια έπαυλη στην περιοχή.


Ο νόμος για τον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς ψηφίζεται το 1855. Ο Κουμανούδης στη Συναγωγή νέων λέξεων σημειώνει: Η λέξις ει και ένεκα του εν αυτή δρόμου ουχί κυριολεκτική, όμως εξενίκησεν εν τη κοινή, επειδή η οδός προ αιώνων είχεν εκλείψη από τα στόματα του λαού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Σιδηρόδρομος | Με ετικέτα: , , , , , , | 258 Σχόλια »