Σήμερα έχω επέτειο και ήδη το μαρτύρησα από τον τίτλο: συμπληρώνονται σήμερα 20 χρόνια που δεν καπνίζω. Στρογγυλή επέτειος, λέω λοιπόν να της αφιερώσω το σημερινό άρθρο -το οποίο κατα μεγάλο μέρος επαναλαμβάνει προηγούμενα άρθρα που είχα αφιερώσει στην προσωπική αυτή επέτειο το 2012 και το 2016.
Κάπνιζα από τις τελευταίες τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, μάλλον από την Ε’ τάξη, δηλαδή περίπου από το 1976. Πρώτα Καρέλια, μετά Άσο φίλτρο, έπειτα Ελλάς σπέσιαλ με το ωραίο πακέτο -αλλά δεν τα έβρισκα εύκολα- ώσπου τελικά κατέληξα στον Άσο σκέτο, πολλά χρόνια.
Όταν έφυγα για το Λουξεμβούργο, είχα πάρει μαζί μου μια ποσότητα, αλλά σύντομα εξαντλήθηκε, οπότε βρήκα μια ντόπια μάρκα, τη μοναδική που έβγαζε και άφιλτρα, σε ροζ πακέτο, Μέριλαντ το όνομα. Επειδή τα εδώ πακέτα είχαν 25 τσιγάρα αντί για 20 των ελληνικών, ασυναίσθητα συνέχιζα να καπνίζω «το ίδιο», δηλαδή λίγο παραπάνω από ένα πακέτο, ενώ βέβαια κάπνιζα περισσότερο -σαν τον γιωταχή που δεν καταλαβαίνει την αύξηση της τιμής της βενζίνης επειδή εκείνος βάζει σταθερά ένα πενηντάρικο.
Ωστόσο, δεν ξέχασα τον Άσο, διότι το κάπνισμα, σε μένα, είχε οικολογικούς περιορισμούς: δεν άντεχα τα ελληνικά τσιγάρα στην Εσπερία και τα ξένα τσιγάρα στην Ελλάδα -και είχα φτιάξει τη θεωρία ότι είναι προσαρμοσμένα για την υγρασία του τόπου άρα ακατάλληλα για μέρη με διαφορετική υγρασία. (Παρόμοια οικολογική ευαισθησία έχω και στα ποτά: δεν μου αρέσει το ούζο έξω ή το κονιάκ στην Ελλάδα, αν και το τσίπουρο περνάει τα σύνορα).
Με τον καιρό είχα φτάσει να καπνίζω περισσότερο, καμιά σαρανταριά τσιγάρα. Ήθελα να το κόψω, δεν το αποφάσιζα όμως. Πρέπει όμως να πω ότι προσαρμοζόμουν χωρίς να δυσανασχετώ σε περιορισμούς: αν απαγορευόταν να καπνίσω, δεν κάπνιζα και δεν αισθανόμουν φοβερό πρόβλημα. Επίσης, από τότε που γεννήθηκαν τα παιδιά, για να καπνίσω έβγαινα έξω ή στο μπαλκόνι.
Πριν από 20 χρόνια τέτοιες μέρες βρισκόμουν στην Ελλάδα με άδεια, και μια αρρώστια των παιδιών μάς είχε κάνει να ματαιώσουμε τις διακοπές που σχεδιάζαμε. Ήμουν εκνευρισμένος και με κάτι άλλες μικροαναποδιές, που τις έχω ξεχάσει, κι έτσι κάπνιζα περισσότερο. Το απόγευμα γυρίζαμε σπίτι από κάτι ψώνια, κι είχα στο νου μου να πάρω τσιγάρα από τη γωνία, αλλά μετά το ξέχασα -και όταν είδα πως έχω απομείνει με δυο τσιγάρα στο πακέτο, από τον εκνευρισμό μου το πέταξα. Το βράδυ εκείνο δεν βγήκαμε -ήταν τα παιδιά άρρωστα- και δεν βγήκα κι εγώ, ούτε για το περίπτερο.
Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί είχα συμπληρώσει 16 ώρες ατσίγαρος -κάτι που ελάχιστες φορές μου είχε συμβεί στη ζωή μου ως τότε. Είπα λοιπόν να μην αγοράσω τσιγάρα, να δω πού θα πάει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα μεγάλη επιθυμία, κι από την άλλη μου άρεσε η ασυνήθιστη κατάσταση, να μην έχω τσιγάρο στο χέρι ή πακέτο στην τσέπη.