Θα βάλω σήμερα ένα χρονογράφημα από τον τόμο Συμποσιακά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Αρχείο σε δική μου επιμέλεια, και που περιέχει 154 χρονογραφήματα, της περιόδου 1939-1957, με θέμα το καφενείο και την ταβέρνα, τον καφέ και το τσιγάρο, το ποτό, το φαγητό και τα συμπόσια των φίλων.
Από τον τόμο αυτό διάλεξα σήμερα ένα χρονογράφημα που αναφέρεται σε ένα θέμα που βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα, και εννοώ το κάπνισμα. Στην εποχή που γράφτηκε το χρονογράφημα (το 1941) δεν υπήρχαν φυσικά αντικαπνιστικοί νόμοι και δεν απαγορευόταν το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, αλλά υπήρχε και πάλι το αιώνιο δίλημμα που βασανίζει τους περισσότερους καπνιστές: να το κόψω ή όχι;
Μάλιστα, το βασικό κίνητρο για να κόψει κανείς το κάπνισμα μέσα στην Κατοχή δεν ήταν λόγοι υγείας, όπως σήμερα, αφού δεν είχε γίνει συνείδηση ότι το τσιγάρο βλάφτει αναπόδραστα, όσο οικονομικοί λόγοι.
Στο αιώνιο αυτό καπνιστικό δίλημμα, ο ήρωας του Βάρναλη επιλέγει μια πρωτότυπη μέση λύση, που παρουσιάζεται ιδανική. Ωστόσο, από την προσωπική μου πείρα ως καπνιστή, ευκολότερο είναι να το αναλύεις το διακοπτόμενο αυτό σύστημα παρά να το εφαρμόζεις στην πράξη.
Το χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 29 Ιουλίου 1941.
Αυτός που το ξανάρχισε
Κυρίως δεν είναι «αυτός που το ξανάρχισε», αλλ’ «αυτός που το ξαναρχίζει και πάλι». Γιατί ως τώρα το έχει κόψει δέκα φορές (εννοώ το κάπνισμα) κι άλλες δέκα το έχει ξαναρχίσει. Κι αυτού είναι το μεγαλείο. Οι επισημότερες στιγμές της ζωής του, οι γεμάτες το υψηλότερο νόημα, σαν τον τρίσβαθο ουρανό, είναι (τώρα που στερέψανε όλες οι πηγές της χαράς μέσα του) η μια όταν πατάει μαχαίρι στο «απαίσιο» συνήθειο και «πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του»*, κι η άλλη, όταν ξαναγυρίζει στο πάθος του, όχι σαν άσωτος υιός, που μετανιώνει, παρά σαν θριαμβευτής σταυροφόρος στη σιδεροζωσμένη «Κυρά» του, ύστερα από πολλά χρόνια, με το κλειδί στην τσέπη. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο τέρματα, που υψώνονται στον ορίζοντά του σαν δυο στήλες πυρός, η άλλη ζωή είναι γούβα από ατελείωτην άμμο, χωρίς αέρα κι ανάσα, ένας φοβερός εφιάλτης.