Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Καβαφικά’ Category

Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2023

Μέρα της Ποίησης η σημερινή και με την ευκαιρία βάζω κάτι ποιητικό -αναδημοσιεύω, επαυξημένο όμως, ένα άρθρο του 2016 για τις ρίμες με ομόηχες λέξεις.

Εννοώ ρίμες με λέξεις όπως «τείχη – τύχη» ή «είχον – ήχον» (και οι δυο από τον Καβάφη).

Τον κατάλογο με τις ομόηχες ρίμες τον συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) και ποτέ δεν σταμάτησα να τον εμπλουτίζω με νέα ευρήματα. Σήμερα παρουσιάζω την τελευταία μορφή του που πλησιάζει τα 100 λήμματα. Ελπίζω με τη δική σας συμμετοχή να εμπλουτιστεί κι άλλο -αναζητούμε, καταρχήν, στίχους από ποιήματα ή από τραγούδια με ομοιοκαταληξίες ομόηχες.

Το ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες. Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».

Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.

Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε να τα τιθασέψουμε και μετά να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».

Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και  σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.

Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους). Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων. Στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.

Όμως το ρεκόρ, που δεν το αναφέρει ο Κοκόλης, το πετυχαίνει ένα άλλο καβαφικό ποίημα, από τα κρυμμένα, το «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου» (1917):

Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν

αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια,

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.

Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι
— να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.

Έξι δίστιχα, από τα οποία τα πέντε έχουν ρίμες με ομώνυμα (δηλαδή ομόηχες λέξεις) -βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, το «(εγώ) ήπια», που προφέρεται δισύλλαβο, δεν είναι ακριβώς ομόηχο με «τα ήπια», που προφέρεται τρισύλλαβο.

Η έκτη ρίμα έχει ομοηχία (στ’ άλλα – στάλα) αλλά ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, τις ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομοηχία, που όμως δημιουργείται από περισσότερες από μία λέξεις στο ένα σκέλος: στ’ άλλα – στάλα ή μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού»:

Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως τις έχουμε συζητήσει σε άλλο άρθρο. Τις ανέφερα μόνο για λόγους πληρότητας και επιστρέφω στις ρίμες ομωνύμων (ή ομοήχων).

Οι ρίμες ομωνύμων, λέει ο Κοκόλης, «είναι καταρχήν όλες τους εντυπωσιακές. Η πλήρης ηχητική σύμπτωση δύο διαφορετικών σημασιών προκαλεί οπωσδήποτε την προσοχή μας: ο Πάρης / να πάρεις ή μιλιά / μηλιά. Το γεγονός αυτό της σύμπτωσης μπορεί να μας φανεί απλώς εντυπωσιακό· ή και διασκεδαστικό· ή και κωμικό. Ούτως ή άλλως ενέχει, σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυτό που ονομάζουμε έκπληξη».

Ενώ οι ρίμες με ομώνυμες λέξεις είναι εντυπωσιακές, εννοείται ότι οι ρίμες με την ίδια λέξη θεωρούνται δείγμα κακής τεχνικής και συνήθως αποφεύγονται. Να πούμε πάντως ότι και οι ρίμες με ομώνυμα από κάποιους θεωρούνται υποδεέστερες. Από κάποιους άλλους, βέβαια, όλη η σύγχρονη ομοιοκατάληκτη ποίηση θεωρείται υποδεέστερη. Είναι αλήθεια, και θα φανεί από την καταγραφή που ακολουθεί, ότι οι ρίμες με ομώνυμα χρησιμοποιούνται συχνά σε σατιρικά στιχουργήματα.

Ο Κοκόλης στο βιβλίο του αποδελτιώνει (πρόχειρα, όπως λέει) τους οχτώ τόμους της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, χρησιμοποιεί το «Ριμάριο Καβάφη» του Καράογλου, και καταγράφει καμιά σαρανταριά ομοιοκαταληξίες ομωνύμων, στις οποίες προσθέτει (σε υποσημειώσεις) και 2-3 από τον Μανούσο Φάσση (το πειραχτικό αλτερέγκο του Μαν. Αναγνωστάκη).

Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτω, σε αλφαβητική σειρά, όλα τα παραδείγματα του Κοκόλη συμπληρωμένα με όσα παραδείγματα μπόρεσα να βρω εγώ ή εσείς στο προηγούμενο άρθρο. Έτσι, το αρχικό δείγμα του Κοκόλη υπερδιπλασιάστηκε αφού το Ριμάριό μας περιλαμβάνει 97 λήμματα, αν μέτρησα σωστά.

Δέχομαι, όπως θα δείτε, όλα τα ομόηχα καθώς και κάποια ομόγραφα, όταν πρόκειται για άλλο μέρος του λόγου ή για άλλο γένος και αριθμό. Καταχρηστικά δέχομαι και τα ομόγραφα που δεν είναι ακριβώς ομόηχα όπως στην περίπτωση «τα ήπια / εγώ ήπια».

Ξεκινάμε λοιπόν, αλφαβητικά, και κατά σύμπτωση με μια καταχρηστική ομοηχία, αφού η άδεια του φαντάρου προφέρεται τρισύλλαβη ενώ η άδεια τσέπη δισύλλαβη.

άδεια (ουσιαστικό) : άδεια (επίθετο)
Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη
(τραγούδι «Ο φαντάρος», στίχοι Μανώλης Ρασούλης)

αιδώ : εδώ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
(…)
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
(Καβάφης, «Τείχη»)

άλλο: (την) άλω
…………….. άλλο
το νόημα φυσικά και άλλο το αντίκρισμα. Φοράς την άλω
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Der Sinn und die Bedeutung»)

αναμένει : αναμμένη
εμπορικό· νεότατος -και που αναμένει
(…)
όλ’ η νεότης του στον σαρκικόν πόθο αναμμένη
(Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»)

ανέμοι : ανέμη
Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι
(…)
χρυσή της νύχτας την ανέμη
(Αθ. Κυριαζής)

αυτί : αυτή
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
(Καβάφης, «Δέησις»)

αυτί: αυτοί

Ως πότε παπαγάλοι, με τεντωμένο αυτί
θα ξαναλέτε πάλι ό,τι σας λεν αυτοί;
(Μαριανίνα Κριεζή, Το τραγούδι του παπαγάλου)

βάζο : βάζω
Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,
με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.
(Τραγούδι «Κακές συνήθειες», στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης)

βάψει : βάψη
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι «Τα παιδιά»)

γείρει : γύρη
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός.
(Σικελιανός, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»)

Γιάννη : (να) γιάνει
και λέει «παίξε Γιάννη»,
ο πόνος του να γιάνει.
(Τραγούδι «Ένας σατράπης θηλυκός», στίχοι Γιάννης Παπαϊωάννου)

(να) γιάνω : Γιάννο
Μάνα μου αν θες να γιάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
(τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω», στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παν. Παπαδούκας)

γνωστοί : γνωστή
Και να μου λεν διάφοροι γνωστών γνωστοί
κάπου η μούρη σου μου φαίνεται γνωστή
(Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδι «Βαφτιστικό»)

γύρω : (να) γείρω
Να ’ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
(Σκαρίμπας, «Σπασμένο καράβι»)

(να) δεις : δις
άκουσε να δεις
(…)
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
(Μανούσος Φάσσης)

δίνει : δίνη, η
Σε φυγαδέψαν οι γονοί σου -κλέφτες τού ό,τι ο Θεός δίνει-
τώρα στ’ ανάβλεμμά σου τ’ άστρα πιάνουν του χαλασμού τη δίνη
(Βάρναλης, «Σε μια μέρα της ζωής μου»)

δίστιχο : δύστυχο

Ποιος απ’ αυτούς, Σοφία μου, θα ’φτιαχνε το δίστιχο

Δεν λέω, λίγοι είν’ καλά παιδιά αλλά το δύστυχο
στιχάκι τους…

(Ευρ. Γαραντούδης, «Οι νεοσσοί του σονέτου», περ. Ποιητική)

δόση : (να) δώσει

Αν θέλεις να με δεις γαμπρό κατέβαινε μια δόση,
από τη προίκα που ’ταξε ο γέρος σου να δώσει.
(Τραγούδι «Αν θέλεις να με δεις γαμπρό», στίχοι Μάρκος Βαμβακάρης)

δούνε : δούναι
δε θέλουν να σε δούνε
(…)
έχεις λαβείν και δούναι
(Μανούσος Φάσσης)

δύστυχα : δίστιχα
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα
(…)
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα
(Μανούσος Φάσσης)

δύο : δύω
Σ’ το’ χα πει, σ’ το’ χα πει μια και δύο
σ’ το ’χα πει, ανατέλλω και δύω.
(Τραγούδι «Προσεχώς», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

είδει : ήδη
Βραχιόλια από κουκουναριές και βελανίδια, εν είδει
(…)
κι απείρου δόξης καύχημα -που έτσι Του στάλθηκε ήδη
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Χους ην»)

είχον : ήχον
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
(…)
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
(Καβάφης, «Τείχη»)

εκίνα : εκείνα
δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.                 [έσμιξες: τα σμιξίματα]
(Ερωτόκριτος Ε779-80)

 

Έλληνες : έλυνες
Λίγο πολύ είναι τρελοί οι Έλληνες,
Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες – τους Έλληνες!
(Τραγούδι «Τρέλα πέρα για πέρα», στίχοι Αιμίλιος Σαββίδης)

 

ζήλια : ζίλια (τα)

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλια
στον αέρα να φέρνω, και να ’χω παλάμες
δυο ζίλια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)

ηλί : ιλύ
μια στο καρφί ο αδερφός μου: «Ηλί, ηλί»
φώναζε χθες, σαν μες του κόσμου την ιλύ.
(Γιώργος Κοροπούλης, Ελλειπτική)

 

(τα) ήπια – ήπια                                 

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

ήτταν : ήταν
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
(…)
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
(Καβάφης, «Τεχνουργός κρατήρων»)

ίσως : ίσος
Τα φώτα σου και τα σκοτάδια σου (ίσως
πιο πολύ τα σκοτάδια σου!), ό,τι λάθος,
ό,τι αλήθεια λογιέται, στέρεος κι ίσος
τ’ αγγίζω …
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

καλή : καλεί
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

καλό : καλώ
άυλο κι ανορμήνευτο, κι απ’ όλα πλιο καλό,
στρατοκόπε θλιβερέ κι αποσπερνέ Διαβάτη,
στου ανέμου το ξεφάντωμα συμπότη σε καλώ
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Maya»)

κάνει : κάννη
κι ένα ζευγάρι ταιριαστό, δυο περιστέρια
φωλιά του κάνει
τη μαύρη κάννη
(Τραγούδι «Παλιό κανόνι», στίχοι Γιώργος Μαυρομουστάκης)

κάμποι : κάμπη (η κάμπια)
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
(Παλαμάς, «Ασάλευτη ζωή»)

καν(ε) : κάνε [κάνε = καν = τουλάχιστον]
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
(Βάρναλης, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου»).

κανίς : κανείς
Το σκυλάκι το κανίς
Ποιος το έκλεψε; Κανείς!
(Τραγούδι «Το σκυλάκι το κανίς», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

κάπως : κάπος
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
(Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας»)

κάτι : κάτι                   [κάτι: η πτυχή, το πόσες φορές διπλώνουμε ένα ύφασμα, βλ. άρθρο]

του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι
το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.(…)»
(Κωστής Παλαμάς, «Η φλογέρα του βασιλιά»-Λόγος πέμπτος)

(να) κεράσει : κεράσι
Μου ’πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.
(τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

κερί : καιροί
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
(Καβάφης, «Δέησις»)

κρίνοι : κρίνει
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
(Καβάφης, «Του μαγαζιού»)

κώμη : κόμμι : κόμη
Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξίδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
(Καβάφης, «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)

κώπη : κόποι
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

κρίση : Κροίσοι
Έλα ας την κρίση
Να μετράει τα βήματα
Έλα έχουνε κι οι Κροίσοι
Τρομερά προβλήματα
(Τραγούδι «Βάλε κατσαρόλα», στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης)

Λάκων : λάκκον (: λάκκων)
Λάκων τις ήνοιξε λάκκον
ίνα πέσει άλλος Λάκων.
(…)
Κι επληρώθη ο τόπος λάκκων.
Κι ίνα εκφρασθώ ως Λάκων:
«Κάθε Λάκων κι έναν λάκκον»…
(Νίκος Δεληπέτρος – Ασμοδαίος, «Μανιάτικη βεντέτα»)

λείπει : λύπη
Αφροδίτη όπου λείπει
η ζωή ’ναι πάντα λύπη
(Αθαν. Χριστόπουλος, «Απόφαση»)
[Και από πολλούς άλλους, ιδίως με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Μια κυρά την τρώει λύπη / για τον άντρα της που λείπει» του Σουρή]

λίαν : λείαν (ουσιαστικό)
Μα σήμερα είναι λίαν (…)
τα πλοία με την λείαν
(Καβάφης, «Εις ιταλικήν παραλίαν»)

και
λίαν : λείαν (επίθετο)
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

λοιπόν : λυπών
Πλήρης πάχους πλήρης λίπους ήτο φυσικό λοιπόν
που με πότισες φαρμάκων και με γέμισες λυπών
(Μποστ, σκίτσο «Όλα για το παιδί της», Ταχυδρόμος 1959)

Μαύρα: μαύρα

Κι άλλος για την Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα

(Βάρναλης, «Η χαρά του πολέμου)

μέλη : μέλει
εκεί λοιπόν εβλέπομεν ’τι εχάμνισαν τα μέλη
για πλούτον, δόξαν και τιμήν δεν πρέπει να μας μέλει
(Πένθος θανάτου, ανώνυμο του 16ου αι.)

μέλη : μέλλει
τη νύχτα ν’ αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη
κι ως ξημερώσει, να το δουν, η τζόγια τίνος μέλλει.
(Ερωτόκριτος Β2365)

μέλι : μέλη : μέλει
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
(Καβάφης, «Η αρρώστια του Κλείτου»)

μέλλει : μέλι
Να ’ξερα ποιος είν’ άντρας μου, ποιος άγουρος μου μέλλει
να τον ταΐζω ζάχαρη, να τον ποτίζω μέλι
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Μήλο : μήλο
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

μιλιά : μηλιά
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
(Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων)

μισώ : μισό
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
τον έχουμε μισό-μισό.
(τραγούδι «Τον κόσμο που κι εγώ μισώ», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

Μοίρα : μύρα
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
(…)
Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα
(Καβάφης, «Εν εσπέρα»)

νέγροι : Νέγρη

Λιβανέζοι και Νέγροι / στη Φωκίωνος Νέγρη

(τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», στίχοι Ν. Γκάτσος)

νίκη : νοίκι
μιαν άπτερο μπροστά μου βλέπω νίκη
(…)
ποτέ μου δε σκοτίστηκα για νοίκι
(Γ. Κοροπούλης, «Επύλλιο»)

όμως : ώμος
Tώρα το χέρι σου κρατάω αλλά όμως
(…)
Λείπει, αλίμονο, ο άσπρος σου ο ώμος,
(Τραγούδι «Το βαμπίρ», Χάρρυ Κλυνν)

πάθη : (να) πάθει
Είναι έτοιμος να πάθει
του Ακταίωνος τα πάθη.
(Ηλίας Τανταλίδης, «Αιγιαλός»)

πάλι : πάλη
Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.
(Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)

πάλλει : πάλι : πάλη
Ο νέος Αντιοχεύς
είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει
μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι,
Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι
μες στην μεγάλη πάλη.
(Καβάφης, «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»)

παν, το : παν (πάνε)
Εμεταβλήθηκε το παν
όλα ανάποδα με παν
(Αλέξανδρος Κάλφογλου, 18ος αιώνας)

Πάρη : πάρει
Η κάθε μια καλόπιανε τον Πάρη
της ομορφιάς το μήλο για να πάρει
(τραγούδι «Ο Πάρις και το μήλο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

Πάρης : πάρεις
Μα εκείνην την απόφαση οπού ’δωκεν ο Πάρης
και τσ’ ομορφιάς το χάρισμα μόνια έκαμε να πάρεις              [μόνια: μονάχη εσύ]
(Χορτάτσης, Ο Γύπαρης)

Πάρο : πάρω
Και τ’ Αγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

πήραν : πείραν
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
(Καβάφης, «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια»)

πλάτη, τα : πλάτη, η
Η γη μια σβούρα στ’ ουρανού τα πλάτη
(…)
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη
(Τραγούδι «Παλίρροια 2002», στίχοι Άλκης Αλκαίος)

πλην : πλειν
Τι τα ’θελες τα «συν» και τα «πλην»
μες στην αναμπουμπούλα;
Δεν την κοπάναγες στη ζούλα;
-ου παντός πλειν…
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένταξη στον αιώνα»)

πολίται : πωλείται
χώρας ελεύθερης και μεις ελεύθεροι πολίται,
που αντί χρήματος το παν και η τιμή πωλείται.
(Στίχος του Πωλ Νορ στο περιοδικό Παπαρούνα, 1933)

πολίται: πωλείτε

Ω της ενδόξου χώρας μας νοήμονες πολίται,
το Κράτος, φευ, σας συνιστά θερμώς: μη τα πωλείτε!
Μα να προσθέσει θα ’πρεπε: και μη τ’ αναπολείτε!
(Χειρόγραφο σατιρικό του Λαπαθιώτη, 1922)

πότε : πόται
Οι ιππόται οι ιππόται
κουτσοπίναν πότε πότε
κι απ’ το πότε πότε πότε
καταλήξαν όλοι πόται.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε», στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

ρήγισσα : ρίγησα
Αντίκρισα μια Ρήγισσα
κι από τον πόθο ρίγησα
(Μανούσος Φάσσης)

(η) ρόδα : (τα) ρόδα
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει
(Καβάφης, «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»)

και, προσθέτω, πιο ωραία στον Λαπαθιώτη («Μια περηφάνια»):

…Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα

ρώμη : Ρώμη

Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη

(Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας»)

σκηνή : σκοινί

Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί
στη σκηνή
(…)
κι αν μας αντέξει το σκοινί
(τραγούδι «Το χειροκρότημα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

Σκώτος : σκότος
Κι ένιωσε χαρά ο Σκώτος
που διαλύθηκε το σκότος
(Μποστ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»)

στέκει : στέκι
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά
(τραγούδι «Στην Καισαριανή», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

ΤΑΣΣ : (επί) τας
Ήταν με το ΤΑΣΣ;
(…)
Ή ταν ή επί τας!
(Νίκος Παπαδόπουλος, «King Kong»)

τείχη : τύχη
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(…)
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, «Τείχη»)

τέλια : τέλεια
Και πώς, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στα ’φιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
[Όπως και στο καβαφικό ήπια – ήπια πιο πάνω, μπορεί να διατυπωθεί εδώ η ένσταση ότι κανονικά η τέλεια δεν είναι ομόηχη με τα τέλια, παρά μόνο αν προφερθεί ιδιότυπα]

(των) τρίτων : (ο) τρίτων
Λογαριασμός, έτσι, υπέρ τρίτων
(…)
πάνω από τον αφρό ένας τρίτων
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένιοι τινές»

τύχει : τοίχοι
κι ό,τι λάχει κι ό,τι τύχει
μα τον ξέρουνε κι οι τοίχοι
(Βάρναλης, «Ακτοπλοϊκό»)

τύχει : τείχη
Όταν τύχει κάποια μέρα, όταν τύχει
να γκρεμίσουνε τα τείχη
(Τραγούδι «Όταν τύχει», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

ύπατος : ήπατος
Ο Ναπολέων, όταν ήταν πρώτος ύπατος,
υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
(Σατιρικό δίστιχο ανωνύμου, δημοσιεύτηκε στην Εκλογή το 1961)

φάμ’ – femme:
κι αν δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
(τραγούδι «Σερσέ λα φαμ», στίχοι Βασίλης Τσιτσάνης)

(τα) φέγγη : φέγγει
Απ’ όλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη [..]
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά κι αν πιο μακριά δε φέγγει
(Κωστής Παλαμάς, «Σκέψη»)

φίλον : φύλλων
Και όταν δίδεις ασπασμόν εις πρόσωπόν τι φίλον
ακούεις ήχον πνέοντος βορρά διά των φύλλων;
(Δ. Παπαρρηγόπουλος, «Η ψυχή μου»)

φίλον : φύλλον : φύλον
Φίλος έδωσε εις φίλον
τριαντάφυλλον με φύλλον
και παρήγγειλε στον φίλον
Φίλε, φύλαττε το φύλλον
απ’ το γυναικείον φύλον…
(παροιμιακό στιχούργημα)

Χάνη : χάνει   [χάνης: ο μεγάλος Χάνος των Κινέζων]
Πράσινη τέντα του πασά και μαστραπάς του Χάνη
όποιος γυρεύει να σε διει, το λογισμό του χάνει
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Χάρου : χάρου (προστακτική)
Κυρά μου τσ’ ομορφάδες σου μην τις φυλάς του Χάρου,
μ’ εμένα παίξε-γέλασε και τη ζωή σου χάρου
(Δημοτικό της συλλογής του Ανδρ. Λασκαράτου, Άγρα 2016)

χάση, η : χάσει
Το φεγγάρι είναι στην χάση,
φεγγαράκι χάσικο.
Το μυαλό μου το ’χω χάσει
για τα σε μπαγάσικο.
(Τραγούδι «Φεγγαράκι χάσικο», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

χήρας : χείρας
Κι όλο πήγαινες στης χήρας
με το τάβλι ανά χείρας
(Τραγούδι «Τσάο τσάο», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

χίλια : χείλια
Όλα ’ταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα· χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
(…)
Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

ψηλά : ψιλά
Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτα ψιλά.
(Σουρής, «Τα μάτια»)

Άφησα για το τέλος, για να το ξεχωρίσω, το μοναδικό απ’ όσο ξέρω ποίημα που είναι αφιερωμένο σε μια ομοηχία –ένα τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από τη συλλογή του Ρήματα, που αξιοποιεί την πλούσια ομοηχία της εξάρτησης:

Τριπλή παραλλαγή
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.

Και περιμένω να συμπληρώσετε τον κατάλογο με τα δικά σας σχόλια!

 

 

 

 

Advertisement

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 196 Σχόλια »

Η μέρα του 23

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2023

Σήμερα έχουμε 23 του μηνός και αν γράψουμε την ημερομηνία ολογράφως χωρίς διαχωριστικά βλέπουμε ότι είναι 23022023, υπάρχει δηλαδή μια συμμετρία γύρω από τα δύο 23άρια. Κι έτσι, διάλεξα τη σημερινή μέρα για να την αφιερώσω στον αριθμό 23 -άλλωστε σας είχα θέσει ερώτημα, αν το άρθρο του 23 έπρεπε να το βάλουμε σήμερα ή στις 23 Μαρτίου, και οι περισσότεροι είχατε προτιμήσει τη σημερινή μέρα.

Συνεχίζουμε έτσι μια παράδοση ετήσιων αριθμοάρθρων. Οι ταχτικοί θαμώνες θα θυμούνται ότι στις 12 Δεκεμβρίου του 2012 (στις 12/12/12) είχα γράψει ένα άρθρο για τη Μέρα με τα τρία δωδεκάρια, συνεχίζοντας μια παράδοση που ήδη μετρούσε τέταρτο χρόνο, αφού στις 11/11/2011 είχαμε τη μέρα με τα τρία εντεκάρια, στις 10/10/ 2010 είχαμε γράψει για τη  μέρα με τα τρία δεκάρια και στις 9/9/2009 για  την αντίστοιχη μέρα με τα τρία εννιάρια. Η ωραία αυτή παράδοση κινδύνεψε να σταματήσει το 2013, διότι μέρα με τρία 13άρια δεν υπάρχει, αφού δεν έχουμε δέκατο τρίτο μήνα, τελικά όμως σκέφτηκα ότι η 13/3/13 ήταν μια καλή προσέγγιση κι έτσι έγραψα το άρθρο για τα δεκατριάρια, και στο ίδιο πατρόν το 2014 το άρθρο για τα δεκατεσσάρια, στις 14/4/14. Στις 15/5/15 αγρόν ηγόραζα, κι έτσι το αντιστοιχο άρθρο με τα δεκαπεντάρια το έβαλα τελικά στις 15 Οκτωβρίου, αλλά το 2016 επανήλθα στην κανονικότητα κι έτσι είχαμε το άρθρο για τα δεκαεξάρια στις 16/6/16 και το άρθρο για τα δεκαεφτάρια στις 17/7/17. Το άρθρo για τα δεκαοχτάρια θα έπρεπε να δημοσιευτεί στις 18 Αυγούστου, αλλά λόγω ραστώνης δημοσιεύτηκε στις 18/9/18. Μετά είχαμε το άρθρο για τα δεκαεννιάρια στις 19/9/19, το άρθρο για τα εικοσάρια στις 20/10/20, πρόπερσι το άρθρο για το 21 στις 21/2/21 και πέρυσι το άρθρο για το 22 στις 22/2/22.

Ξεκινάμε λοιπόν με τον αριθμό 23, ο οποίος είναι πρώτος αριθμός, δεν έχει άλλο διαιρέτη εκτός από τον εαυτό του και τον 1. Προηγούμενος πρώτος είναι ο 19, επόμενος είναι ο 29. Στη Βικιπαίδεια θα βρείτε κι άλλες ιδιότητες του αριθμού 23 αλλά δεν τις βρίσκω αξιομνημόνευτες.

Στη χημεία, ο 23 είναι ο ατομικός αριθμός του βαναδίου, που ονομάστηκε έτσι από τη σκανδιναβική θεότητα Vanadis, χοντρικά αντίστοιχη με την Αφροδίτη. Στη φυσική, ο 23 εμφανίζεται στη σταθερά του Αβογκάντρο, που είναι 6,022 x 10^23 (εκθέτης δηλαδή). Επίσης, τα κύτταρά μας έχουν 23 ζευγάρια χρωμοσωμάτων -το 23ο ζευγάρι είναι αυτό που καθορίζει το φύλο, στις γυναίκες είναι ΧΧ και στους άντρες ΧΥ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αριθμοί, Αριθμολογία, Καβαφικά, Κινηματογράφος, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 131 Σχόλια »

Ποιος ήταν ο Κ. Βάφης;

Posted by sarant στο 15 Ιανουαρίου, 2023

Θα επαναλάβω σήμερα ένα παλιό, παμπάλαιο φιλολογικό άρθρο, που αρχικά το είχαμε δημοσιεύσει πριν από εντεκάμισι χρόνια. Ο λόγος της επανάληψης δεν είναι ότι βαριέμαι να γράψω ή ότι θα ταξιδέψω και δεν προλαβαίνω· είναι ότι το αρχικό άρθρο είχε ένα βασικότατο λάθος, ένα λάθος που διαιωνίζεται, οπότε έκρινα πως δεν αρκούσε να διορθώσω απλώς το παλιό εκείνο άρθρο αλλά έπρεπε να γράψω καινούργιο -με την ευκαιρία, θα πω και δυο λόγια παραπάνω για το θέμα των διορθώσεων. 

Για να επανέλθω στο ερώτημα του τίτλου, ο Κ. Βάφης θυμίζει βέβαια τον Καβάφη. Είναι συνηθισμένο, όταν κάποιοι παρωδούν έργο ενός γνωστού ποιητή, να το υπογράφουν με ένα ψευδώνυμο που παρωδεί το όνομα του ποιητή. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης παρώδησε τον Καββαδία υπογράφοντας ως Καββαθίας, ενώ ο Μίμης Σουλιώτης έβγαλε βιβλίο με καβαφικές παρωδίες («Ποιήματα εν παρόδω»), όπου υπόγραφε ως Κ.Φ.Φαβάκης. Και ο Κ. Βάφης εδώ ανήκει -και από εδώ παραθέτω, τροποποιημένο βέβαια, το παλιό άρθρο.

Ο Καβάφης είναι ο ποιητής μας που τα ποιήματά του έχουν παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον -και με μεγάλη διαφορά. (Δεύτερος πρέπει να έρχεται ο Καββαδίας, σε παρωδίες του οποίου έχουμε αφιερώσει άρθρο). Ο όρος «παρωδία» εδώ είναι αναγκαστικά πολύ ευρύς -ίσως θα έπρεπε να τον κρατήσουμε μόνο για τις περιπτώσεις όπου αυτό γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη σάτιρα, συχνά και του ίδιου του ποιητή, ενώ τις άλλες περιπτώσεις, όπου το ποίημα γράφεται  «με τον τρόπο» του ποιητή, και που μπορεί να αποτελούν ακόμη και φόρο τιμής, να τις πούμε «μιμήσεις». Μια άλλη διάκριση είναι ανάμεσα στις παραφράσεις, δηλαδή τις παρωδίες που ακολουθούν πιστά ένα συγκεκριμένο ποίημα, αλλάζοντας φυσικά κάποιες λέξεις, όπως εδώ ο Γιώργος Κοροπούλης και ο Αλλού Φαν Μαρξ στους Ιδανικούς αυτόχειρες, και σε εκείνες που απλώς εμπνέονται από το ύφος του ποιητή.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Καβάφη. Έλεγα ότι έχει παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον. Το 1997 ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος συγκέντρωσε σε βιβλίο 170 παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, τις περισσότερες από επώνυμους λογίους, ενώ ο καθηγητης Ξ. Κοκόλης έχει εκδώσει δικό του βιβλίο με τριάντα καβαφικές παρωδίες (του τύπου της παράφρασης). Οι πρώτες χρονολογικά καβαφικές παρωδίες που συγκέντρωσε ο Δασκαλόπουλος είναι εχθρικές προς τον ποιητή. Ίσως η καλύτερη ή γνωστότερη από αυτές να είναι η ακόλουθη του Φώτου Πολίτη (1923):

Η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας
απήλθε χθες εις το αβησσυνιακόν επίνειον.
Τούτο ενθυμού. Εις το αβησσυνιακόν επίνειον
απήλθεν η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας.

Φυσικά σατιρίζεται το ποίημα «Εις το επίνειον» του Καβάφη, που ξεκινάει:

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.

Το ποίημα αυτό με τις πολυσύλλαβες  ομοιοκαταληξίες είχε σκανδαλίσει τους αντικαβαφικούς -το παρώδησε και ο Σπυρομελάς, αλλά η δική του παρωδία είναι χειρότερη και εκτενέστερη και βαριέμαι να την αντιγράψω. Έχει την αξία ότι περιέχει τη λέξη «πιπίνιον», άρα μαθαίνουμε ότι το έλεγαν από τότε.

Αλλά ας πάμε στον Κεραυνό.  Η παρωδία αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημ. Πολιτεία στις 7/1/1925 και την υπογράφει ο «Κ. Βάφης». Στόχος της είναι να σατιρίσει όχι τον Καβάφη, αλλά τον Γεώργιο Κονδύλη, τον στρατιωτικό που είχε γίνει πολιτικός. Δεν παρωδείται συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα, αλλά γίνεται μίμηση του ύφους του Καβάφη -και βέβαια, εδώ κι εκεί υπάρχουν ατόφιοι καβαφικοί στίχοι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | 100 Σχόλια »

Οι Οσκέδες, οι Μπεσκέδες και άλλα μικροδιορθωτικά

Posted by sarant στο 23 Νοεμβρίου, 2022

Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με τρεις παρωνυχίδες, τρεις διορθώσεις που έχω να κάνω σε σημαντικά έργα, δύο από τα οποία κυκλοφόρησαν πρόσφατα. (Πρόπερσι, που είχα ένα παρεμφερές άρθρο, είχα βάλει τον τίτλο Παρωνυχίδες).

Το πρώτο, που μας δίνει και την εικονογράφηση του άρθρου, αλλά και τον τίτλο του με τους μυστηριώδεις Οσκέδες και Μπεσκέδες, είναι το τεύχος 34 των Μικροφιλολογικών Τετραδίων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Λευκωσία ως παράρτημα του 52ου τεύχους του περιοδικού Μικροφιλολογικά.

Δυστυχώς, θα είναι το τελευταίο τεύχος των Μικροφιλολογικών, ενός περιοδικού που είχα την τιμή να είμαι συνεργάτης του, τουλάχιστον σε υλική, χάρτινη μορφή. Να ελπίσουμε ότι ο φίλος Λευτέρης Παπαλεοντίου θα έχει το κουράγιο να το συνεχίσει ηλεκτρονικά, που έτσι θα μπορεί να φτάσει και σε άλλους αναγνώστες.

Το τελευταίο τεύχος των Τετραδίων είναι αφιερωμένο στις Παρωδίες στη νεοελληνική ποίηση (από τον μεσοπόλεμο και μετά) -οι προηγούμενες περίοδοι καλύφθηκαν σε προηγούμενα τεύχη. Το επιμελήθηκαν ο Λευτέρης Παπαλεοντίου, ο Τραϊανός Μάνος και ο Γιώργος Κεχαγιόγλου. Είναι μια εξαιρετική δουλειά, που υπόσχομαι πως θα την παρουσιάσω στο ιστολόγιο, μια και η λεπτή τέχνη της παρωδίας μού αρέσει ιδιαίτερα.

Μου άρεσε επίσης ότι οι ανθολόγοι ανθολόγησαν όχι μόνο ποιήματα-παρωδίες αλλά π.χ. και σκίτσα του Μποστ που παρωδούν ποιήματα. Έχω μια επιφύλαξη αν το γνωστό ποίημα του Σεφέρη με τα μονοκοτυλήδονα και τη Μαλάμω είναι παρωδία (του Σουρή, διαβάζω) αλλά μπορεί να λαθεύω.

Ανάμεσα στις παρωδίες του τόμου είναι και τέσσερις του παππού μου, ανάμεσά τους και μια καβαφική, Άλλωστε, το έχουμε ξαναπεί πως ο Καβάφης είναι ο πιο πολυπαρωδημένος ποιητής μας. Και ανάμεσα στις καβαφικές παρωδίες είναι και η ακόλουθη, του Κώστα Βούλγαρη (γενν. 1958):

Η «Σοφοκλέους»

Σαν βγεις στον πηγαιμό στη «Σοφοκλέους»

να εύχεσαι να ’ναι μικρός ο δρόμος,

χωρίς περιπέτειες, γεμάτος κέρδη.

«Μπεσκέδες» και «Οσκέδες» μη φοβάσαι・

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή

αν το μυαλό σου μελετά

των αριθμών και των «δεικτών» το πνεύμα.

Του «καγκελίτη» τις φωνές μην τις ακούς

και μην τρομάζεις όταν σφίγγουν τα χαρτιά,

είναι πολλοί αυτοί που τα «πιέζουν».

Πάντα στον νου σου να ’χεις τα «γερά χαρτιά»,

μην θαρρευτείς ποτέ με τα «σαπάκια».

Μην ξεχαστείς κι αφαιρεθείς ελπίζοντας στο μέλλον.

Σε λίγους μήνες, πολλά να περιμένεις

και νέος πια γρήγορα ν’ απολαύσεις

τα πλούτη που εκέρδισες στον δρόμο

μην προσδοκώντας «τα πολλά» όταν γεράσεις.

Και αν φτωχός βρεθείς, η «Σοφοκλέους» δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η «Σοφοκλέους» τί σημαίνει!…

Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1990 στην Καθημερινή, τις εποχές της άνθισης του χρηματιστηρίου, και προφανώς παρωδεί την Ιθάκη του Καβάφη. Αλλά ποιοι είναι οι Μπεσκέδες και οι Οσκέδες (αντί για τους καβαφικούς Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες) που μας καλεί ο παρωδός να μη φοβηθούμε;

Στο (πολύ καλό) Γλωσσάρι που συνοδεύει το τεύχος, εξηγούνται και οι δυο όροι:

μπεσκέδες (πληθ.): ίσως «μπες και δες», παρωνύμιο για κατηγορία παικτών του χρηματιστηρίου που συμμετέχουν επιφυλακτικά, αλλά θετικά σε συγκεκριμένη αγοραπωλησία

οσκέδες (πληθ.): ίσως αρνητές (< όσκε = όχι), παρωνύμιο για κατηγορία παικτών του χρηματιστηρίου που αρνούνται να μπουν σε συγκεκριμένη αγοραπωλησία

H επιφύλαξη του συντάκτη είναι δικαιολογημένη, διότι οι εικασίες που κάνει για την εξήγηση των δύο όρων είναι λαθεμένες. Εσείς ξέρετε περί τίνος πρόκειται;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Διορθωτικά, Καβαφικά, Μικροφιλολογικά, Παρωδίες | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 80 Σχόλια »

Ποιο χρώμα είναι το μαβί;

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2022

Ακόμα ένα άρθρο με ερώτηση προς τους αναγνώστες. Πράγματι, όπως στα άρθρα της προηγούμενης εβδομάδας, όπου σας είχα ρωτήσει αν γράφετε «κλοτσάω» ή «κλωτσάω», και αν γράφετε «Φρανκφούρτη» ή «Φραγκφούρτη», έτσι και τώρα θα σας ρωτήσω ποιο χρώμα είναι κατά τη γνώμη σας το μαβί. Τι σκέφτεστε όταν ακούτε «ένα μαβί πουκάμισο»; Μοβ; Ή μήπως γαλάζιο;

Θα μου πείτε, γιατί δεν κοιτάζουμε τα λεξικά; Στο κάτω κάτω τα λεξικά αποτυπώνουν τη συναίνεση των ομιλητών της γλώσσας, κατά κανόνα έστω. Για να σας ρωτάω, σημαίνει ότι (κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον) δεν αρκούν τα λεξικά -αλλά ας το επιχειρήσουμε.

Στο ΛΚΝ λοιπόν, βρίσκω ότι μαβής (μαβιά, μαβί) είναι αυτός που έχει μοβ χρώμα.

Στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας όμως, τα πράγματα μπλέκονται: αυτός που έχει βαθύ μπλε ή μοβ χρώμα. Τώρα, βαθύ μπλε και μοβ είναι διαφορετικά χρώματα, έστω και κοντινά. Στο φάσμα των χρωμάτων, θυμίζω, έχουμε: κυανούν-βαθύ κυανούν-ιώδες.

Στο ΜΗΛΝΕΓ, μαβής είναι 1. Αυτός που έχει το μοβ χρώμα του μενεξέ, συνών. μενεξεδής, 2. Αυτός που έχει βαθύ μπλε χρώμα, συνών. λουλακής.

(Αν σας ξενίζουν τα αρσενικά των χρωμάτων σε -ής, δεν είναι λάθος, έτσι τα έχει η γραμματική).

Και για να κλείσουμε τον κύκλο των σύγχρονων μεγάλων λεξικών μας, το λεξικό Μπαμπινιώτη, στην τελευταία του έκδοση, έχει: 1. Αυτός που έχει γαλάζιο χρώμα, 2. Αυτός που έχει ιώδη απόχρωση, μενεξεδής.

Θα συμφωνείτε υποθέτω ότι το γαλάζιο είναι αρκετά μακριά από το ιώδες, το μοβ, το μενεξεδί, περισσότερο απ’ όσο απέχει το βαθύ μπλε από το μοβ.

Όπως βλέπετε, η περιήγηση στα λεξικά δεν μας βοήθησε και πολύ. Όλα τα λεξικά δίνουν μαβί = μοβ, αλλά τα τρία από τα τέσσερα αναφέρουν επίσης, σαν πρώτη ή σαν δεύτερη σημασία, και κάποιαν απόχρωση του μπλε, είτε βαθύ μπλε είτε γαλανό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Καβαφικά, Σφυγμομετρήσεις, Χρώματα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 142 Σχόλια »

Ο ποιητής Άχθος Αρούρης

Posted by sarant στο 29 Μαρτίου, 2020

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 47 (άνοιξη 2020) του καλού περιοδικού Μικροφιλολογικά που κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο στη Λευκωσία. Ο φίλος Λευτέρης Παπαλεοντίου, που αυτόν τον καιρό επιμελείται μιαν ανθολογία σατιρικής ποίησης, είδε κάπου μια καβαφική παρωδία του παππού μου και μου ζήτησε να γράψω μια παρουσίαση του έργου του για το περιοδικό.

Τα περισσότερα ποιήματα που περιλαμβάνω στο σημερινό άρθρο είναι βέβαια γνωστά στο ιστολόγιο, αλλά δεν τα έχουμε βάλει συγκεντρωμένα. Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί για τη σημερινή δημοσίευση στο ιστολόγιο είναι ότι μέσα στην εβδομάδα είχαμε την επέτειο του θανάτου του παππού μου (24.3.1977).

Εδώ παραθέτω την αρχική βερσιόν του άρθρου -στη δημοσιευμένη μορφή έγιναν συντομεύσεις.

Ο ποιητής Άχθος Αρούρης (Νίκος Σαραντάκος, 1903-1977)

Άχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», δηλαδή άχρηστος άνθρωπος. Είναι και το ψευδώνυμο που διάλεξε ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος, και με αυτό δημοσίευε ποιήματά του σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας προπολεμικά.

Παιδί πολυμελούς οικογένειας από τη Γέρμα της Μάνης, που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στον Πειραιά, τελείωσε στα 15 του την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έπιασε δουλειά σε τράπεζες. Στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη ήρθε σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες και τις ενστερνίστηκε. Ως τραπεζικός υπάλληλος στη Μυτιλήνη γνωρίστηκε με την ποιήτρια Ελένη Μυρογιάννη και την παντρεύτηκε.

Η Κατοχή τον βρήκε στη Μυτιλήνη στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς και αργότερα από το μεταπελευθερωτικό καθεστώς για στάση, με αποτέλεσμα να απολυθεί από τη θέση του και να μετοικήσει στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στη σύνταξη της Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου.

Στα πρώτα του ποιήματα και χρονογραφήματα, ο Ν.Σ. χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα, όπως Βριάρεως ή Ηρόστρατος. Με αυτό το τελευταίο δημοσίευσε στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Επιθεώρηση (τχ. 10, Οκτώβριος 1928) το ποίημα “Η κάσα”:

Η κάσα

Όγκος βαρής κι ασήκωτος τ’ αφέντη μας η κάσσα,
με ζηλεμένονε παρά σε στήθια σιδερένια.
Κι ανοιγοκλεί με σφυριχτήν -σα δουλευτής- ανάσα
κι ο αφέντης τής χαμογελά με σεβασμό κι ευγένεια.

Από μαντέμι δυνατό κι αστραφτερόν ατσάλι
-Το μέταλλο που φτιάνουνε της φυλακής τους κρίκους-
Σαν το καλύβι ενού φτωχού, μπορεί και πιο μεγάλη
και ξεπερνά σ’ αχορταγιά τους πεινασμένους Λύκους!

Κρύβει τ’ αργάτη τον ιδρό, το γαίμα του στρατιώτη
το μαύρο δάκρυ τ’ αρφανού, το στεναγμό της χήρας
του φαμελίτη το ψωμί, της πόρνης την αγνότη
και της γυναίκας την τιμή και την τιμή της λίρας!

Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού, ο Μίλιος Χουρμούζιος (τότε με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζευγάς) δημοσίευσε μεν το ποίημα, αλλά επέκρινε τον ποιητή για την επιλογή του ψευδωνύμου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Εις μνήμην, Καβαφικά, Παρωδίες, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 94 Σχόλια »

Προεδρευόμενα μεζεδάκια

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2020

Το περασμένο Σάββατο είχαμε «προεδρικά» μεζεδάκια, τούτη τη φορά έχουμε «προεδρευόμενα», αφού μέσα στη βδομάδα εκλέχτηκε Προεδρίνα της Δημοκρατίας η Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Όπως είχα προβλέψει, και μόνο με την εκλογή της τέθηκε θέμα έμφυλου τύπου. Ο φίλος μου ο Τάσος Καπλάνης γράφει σχετικά με το θέμα:

Η κ. Σακελλαροπούλου πάντως, που σύντομα, όπως όλα δείχνουν, θα αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας, δεν χρειάζεται να αποποιηθεί γλωσσικά το φύλο της. Δεν χρειάζεται να γίνει ΠρόεδρΟΣ. Ας είναι η πρώτη Προεδρίνα της Δημοκρατίας. Ή αν μας ενοχλεί αυτός ο τύπος ως «λαϊκός», «υποτιμητικός» ή ό,τι άλλο, ας νεολογίσουμε με βάση το κλιτικό παράδειγμα και ας την πούμε Πρόεδρη.

Θα προτιμούσα να αποφύγουμε τον νεολογισμό -όχι μόνο επειδή η πολυτυπία κάνει κακό (αλλά στην περίπτωση της βουλεύτριας/βουλευτίνας δεν με ενοχλεί) αλλά κυρίως επειδή η ύπαρξη ενός και μόνο έμφυλου τύπου για τη γυναίκα που κατέχει αυτό το μοναδικό αξίωμα είναι πολύ πιθανό να αποκαθάρει τον τύπο «προεδρίνα» από οποιες λαϊκές-υποτιμητικές αποχρώσεις έχει ή από τα οποια υπολείμματα της σημασίας «σύζυγος του αξιωματούχου». Ας το δοκιμάσουμε λοιπόν.

(Καλύτερα βεβαια θα ήταν να το δοκίμαζε κι η ίδια η κ. Σακελλαροπούλου, οπότε θα το επέβαλλε, όπως επέβαλε η αείμνηστη Νικόλ Φονταίν τον τύπο la présidente όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1995(;) ή η κ. Βιτσαλάκη τον τύπο Πρυτάνισσα στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου, ή η κ. Κογκίδου ή η κ. Καμπάκη-Βουγιουκλή τον τύπο Κοσμητόρισσα στα πανεπιστήμια όπου υπηρετούν).

* Παρασύρθηκα όμως. Αλλά θα συνεχίσω περίπου στο ίδιο θέμα. Ένας ακόμα που χρησιμοποίησε τον τύπο «προεδρίνα» ήταν ο Κώστας Ζουράρις, ο οποίος, αν προσέξατε, απουσίασε από την ψηφοφορία για την εκλογή της κ. Σακελλαροπούλου. Όπως λέει ο ίδιος, δεν ψήφισε την «καθ’ όλα ευθύδικον δικαστίνα» επειδή θεωρεί ότι τον έχει προσβάλει ο Κ. Μητσοτάκης, ο οποίος τον έβρισε και «ουδόλως, μέχρι σήμερα, χλανίσκιον έστω μετανοίας ενεδύσατο».

Η δύσκολη λέξη είναι υποκορ. του «χλανίς», λεπτό μάλλινο φόρεμα, ίδια ρίζα με τη χλαίνη. Τη λέξη «χλανίσκιον» τη βρίσκουμε στην αρχαία γραμματεία πχ σε Αριστοφάνη ή Αισχίνη.

Η όλη φράση (ουδέ χλανίσκιον μετανοίας ενεδύσατο, ας πούμε) δεν φαίνεται να υπάρχει στην αρχαία γραμματεία, αλλά είναι λογοπαίγνιο με τον σάκκο, που είναι καθιερωμενο σύμβολο της μετάνοιας.

* Στα Υπογλωσσια σχολιάσαμε αυτήν την επιγραφή, που μας φάνηκε πλεοναστική.

«Eπιμελειται τη φροντίδα του στεγάστρου», τι διαφέρει από το «φροντίζει το στέγαστρο»; Κάποιος μάλιστα, χαριτολογώντας, είπε ότι καλύτερα θα ήταν «επιμελείται τη μέριμνα της φροντίδας του στεγάστρου».

Από την άλλη, αν χρησιμοποιόταν άλλο ρήμα, π.χ. «τη φροντίδα του στεγάστρου έχει αναλάβει η Τάδε» δεν θα ξένιζε, νομίζω.

* Μαργαριτάρι από τον άριστο Πάσχο Μανδραβέλη στην κατακλείδα πρόσφατης επιφυλλίδας του στην Καθημερινή. Γράφει:

… ουδείς από τα πάνελ των «διανοουμένων, επιστημόνων, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών» φιλεδωρήθη ποτέ με κυβερνητική θέση…

Ο τύπος «φιλεδωρήθη» είναι, για να το πω κομψά, ανύπαρκτος -και δεν μπορεί να υπάρξει διότι εσωτερική αύξηση παίρνουν, αν θέλουμε να τη βάλουμε, τα ρήματα που είναι σύνθετα με προθέσεις, π.χ. «αντέκρουσα». Το φιλοδωρώ είναι από τα λεγόμενα παρασύνθετα ρήματα, που έχουν δηλ. ως πρώτο συνθετικό όχι πρόθεση αλλ’ άλλη λέξη, και αυτά παίρνουν αύξηση όπως τα απλά ρήματα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Ανέκδοτα, Βουλή, Δύο φύλα, Θηλυκό γένος, Καβαφικά, Μαργαριτάρια, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , , , | 234 Σχόλια »

Ο Μποστ πριν από το μποστάνι του – 5

Posted by sarant στο 3 Μαΐου, 2019

Εδώ και λίγο καιρό, το ιστολόγιο παρουσιάζει, τις Παρασκευές, μια μικρή σειρά πέντε άρθρων με γελοιογραφίες του Μποστ που δημοσιεύτηκαν τους πρώτους μήνες του 1959 στο περιοδικό Ταχυδρόμος, υποτίθεται ως εικονογράφηση του εύθυμου αφηγήματος «Σταυροφορίες» του Νικ. Τσιφόρου που δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό.

Λέω «υποτίθεται», επειδή, όπως είπα και στο πρώτο άρθρο, τα σκίτσα του Μποστ αυτονομούνται, στην αρχή δειλά και στη συνέχεια απροκάλυπτα. Κάποια από αυτά τα σκίτσα έχουν στόχο τους Άγγλους και με τα σημερινά κριτήρια μπορεί και να τα λέγαμε ομοφοβικά. Να θυμόμαστε ότι το 1959, με τη συμφωνία της Ζυρίχης στην επικαιρότητα, το αντιαγγλικό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν έντονο.

Το πρώτο άρθρο της σειράς το είδαμε εδώ. Το δεύτερο άρθρο της σειράς αυτής δημοσιεύτηκε εδώ., ενώ εδώ είχαμε το τρίτο άρθρο. Πριν από δεκαπέντε μέρες είχαμε την τέταρτη συνέχεια, ακολούθησε μια ανάπαυλα τη Μεγάλη Παρασκευή, και η σειρά ολοκληρώνεται σήμερα.

Το πρώτο από τα σημερινά σκίτσα δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο στις 11 Απριλίου 1959. Και σε αυτό παρουσιάζεται μια γάτα, όπως στα προηγούμενα, αλλά μάλλον σε διακοσμητικό ρόλο.

 

Το σκίτσο δεν ασχολείται βέβαια με τις Σταυροφορίες αλλά με ένα γεγονός της επικαιρότητας, τους γάμους του διαδόχου του ιαπωνικού θρόνου, του Ακιχίτο, με τη Μιτσούκο Σόντα. Κατά σύμπτωση, πριν από μερικές μέρες ο Ακιχίτο παραιτήθηκε αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του, ύστερα από τριάντα χρόνια βασιλείας (1989-2019).

Τα λογοπαίγνια ξεκινούν φυσικά από τον τίτλο του σκίτσου (Η άπονος – Ιάπωνος) ενώ στον μονόλογο της γάτας ο Μποστ παίζει με τις ομοιοκαταληξίες σε -ίτο, δίνει όμως και το καταπληκτικό λογοπαίγνιο «ο χιροχιτών» όπως και την ομόηχη ρίμα «ο χιτών – των χιτών».

Άλλου είδους λογοπαίγνια στο κείμενο της μπορντούρας:

Έχει η Μιτσίκο Σόντα – τα κατάλληλα προσόντα
κι έτσι η τυχερή Μιτσίκο – μπαίνει στο βασιλικό τον οίκο
μέσα δε στας αρετάς της – και τη γλώσσα της προσέχει
μύλον έχει ο μπαμπάς της – μα αυτή μιλιά δεν έχει
Τα μάτια της είναι λοξά – τύπος Ιαπωνίας
κι έχουν την κλίση τη λοξή – του κρουνού της Ομονοίας
Και διά τας φίλας που την καλωσόριζαν
δίδει εις τα ανάκτορα διαταγήν να βράσουν όρυζαν.

Ο κύριος Σόντα, ο μπαμπάς της Μιτσίκο, δεν είχε απλώς μύλο αλλά μεγάλη αλευροβιομηχανία. Και, όπως και σε άλλα σκίτσα της εποχής, ο Μποστ δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί στο λοξό σιντριβάνι της Ομόνοιας.

Το δεύτερο σκίτσο δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο στις 18 Απριλίου και σε αυτό βρίσκουμε πάλι τη γάτα, ενώ  επανέρχονται και οι Άγγλοι σταυροφόροι που είδαμε σε προηγούμενα σκίτσα:

Tο σκίτσο ίσως να το λέγαμε ομοφοβικό σήμερα, με τα τροφαντά οπίσθια των αιχμαλώτων και την πολύ αστεία παρωδία του «Πώς τον λεν τον ποταμό». Ομολογώ όμως ότι, αν και έψαξα (όχι πολύ) δεν βρήκα σε τι παραπέμπουν οι συνεχείς αναφορές στον παστουρμά και στην Καισάρεια, που συνεχίζονται και στο επόμενο σκίτσο. Ο Μπορίς Παστερνάκ είχε βέβαια τιμηθεί το 1958 με το βραβείο Νόμπελ, αλλά ούτε αυτός βρισκόταν ιδιαίτερα στην επικαιρότητα τον Απρίλιο του 1959.

Ίσως η συλλογική σας σοφία βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο του παστουρμά.

Ο Αθανάσιος Ρουσσόπουλος, που αναφέρεται, ήταν καθηγητής του ΕΜΠ και βρισκόταν συχνά στην επικαιρότητα με τα μεγάλα έργα της Αθήνας -αργότερα βγήκε βουλευτής με την ΕΚ και το 1965 ήταν από τους αποστάτες.

Να βάλουμε και το κείμενο της μπορντούρας:

Μέσα σε τόσους διγενείς – πού να βρεθεί ο Διγενής [ο Γρίβας, βέβαια]
Θα έρθουμε του είπανε και συμφωνήσαν όλοι
εάν μετά τον παστουρμά μάς δείξεις και την Πόλη
Έθεσαν με άλλους λόγους ζήτημα πολιτικόν
Από ψηλά το θέαμα είναι μαγευτικόν
Εδέχθη ο δόκτωρ πάραυτα κι είπε αμέσως Ναι
και ήρχισαν αμφότεροι έναν γλυκύ αμανέ
«Καλύτερος ο θάνατος παρά ο χωρισμός
η εύρεσις του παστουρμά είναι βαρύς καημός».

Ξαναλέω πως δεν μπορώ να ξεδιαλύνω με βεβαιότητα τις αναφορές.

Το τρίτο σκίτσο, που δημοσιεύτηκε στις 25 Απριλίου 1959, παρουσιάζει και πάλι Άγγλους σταυροφόρους με καβαφικούς τόνους:

Ο τίτλος φυσικά παραπέμπει στο ποίημα του Ελύτη (…της Αλβανίας) αλλά το κείμενο της μπορντούρας έχει καβαφικές αναφορές.

Ήτον εύμορφος ο Οθωμανίδης (1)
και τον έγραψα να μιλήσωμεν διά τους Αλεξανδρινούς ποιητάς
και ο άθλιος, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ (2)
μας έδωσεν ραντεβού εδώ
και κρατώ κερί
για να γυρίση γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί (3)
όμως θ΄αργήσωμεν να λάβωμεν ειδήσεις
ο βάρβαρος αυτός θα ήτο μία κάποια λύσις. (4)

Οι αναφορές:

(1) Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»

(2) Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

(3) Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί —

(4) Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Ας επισημάνουμε επίσης την εσκεμμένα πρωτόγονη ρίμα «ησυχίαν- ανησυχίαν» που πότε-πότε χρησιμοποιούσε ο Μποστ, καθώς και τον γενικομανή σχηματισμό «φοβούμαι των αγρίων θηρίων».

Το τελευταίο σημερινό σκίτσο, με το οποίο ολοκληρώνεται η μικρή σειρά των άρθρων μας, δημοσιεύτηκε στις 2 Μαΐου 1959 και έχει τη μορφή χάρτη:

Και εδώ η Καισάρεια φιγουράρει σε περίοπτη θέση, οπως και ο παστουρμάς, και πολύ με εκνευρίζει που δεν μπορώ να εξηγήσω τον υπαινιγμό.

Θα προσέξατε επίσης τα τόξα που δείχνουν προς τη Μάλτα, προς όλες τις κατευθύνσεις -σαφης υπαινιγμός στο «Μάλτα γιοκ» που υποτίθεται ότι αναφώνησε ο Οθωμανός ναύαρχος όταν δεν κατάφερε να βρει τη Μάλτα. (Βέβαια, τη Μάλτα τη βρήκαν οι Οθωμανοί, αλλά δεν κατάφεραν να την κυριέψουν αν και την πολιόρκησαν και έδωσαν σκληρές μάχες).

Μετά το σκίτσο αυτό ακολούθησε μια ανάπαυλα περίπου ενός μηνός και από τον Ιούνιο του 1959 ο Μποστ αποκτά πλέον δική του αυτόνομη γελοιογραφική στήλη, με τον γενικό τίτλο Το μποστάνι του Μποστ. Πολλά από τα σκίτσα αυτά τα έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο και ίσως δούμε και άλλα στο μέλλον.

 

Posted in Γελοιογραφίες, Καβαφικά, Μποστ, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | 102 Σχόλια »

Αίαντας, ο περήφανος

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2019

Πριν από λίγο καιρό διάβασα την τραγωδία Αίας του Σοφοκλή στη νέα έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια της φιλολόγου Έφης Παπαδόδημα. Θα παρουσιάσω εδώ αυτήν την αξιόλογη έκδοση και θα πω δυο λόγια για το κείμενο της τραγωδίας και για τον ήρωα.

Όπως επισημαίνεται στην αρχή του βιβλίου, το έργο του Σοφοκλή είναι η μοναδική αρχαία τραγωδία που έχει σωθεί και που δραματοποιεί τον μύθο του ξακουστού ομηρικού πολεμιστή Αίαντα (του Σαλαμίνιου, γιατί υπήρχε και άλλος, ο Λοκρός). Θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή, ίσως το αρχαιότερο.

Από τους Αχαιούς πολεμιστές, ο Αίαντας ήταν ο δεύτερος, μετά τον Αχιλλέα, στην παλικαριά: γιγαντόσωμος (το πιο συχνό ομηρικό επίθετό του είναι «μέγας»), γενναίος και φονικός στη μάχη.

Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται η «όπλων κρίσις», ο διαγωνισμός για ν’ αποφασιστεί ποιος ήρωας θα αποκτήσει τα περιώνυμα όπλα του νεκρού. Διεκδικητές είναι ο Αίαντας κι ο Οδυσσέας. Οι Αχαιοί αποφασίζουν υπέρ του δεύτερου. Ο Αίαντας εξοργίζεται από την απόφαση αυτή, που θεωρεί πως τον αδικεί κατάφωρα. Αποφασίζει να εκδικηθεί, σφάζοντας τη νύχτα τους Αχαιούς που τον αδίκησαν. Η θεά Αθηνά σκοτίζει τον νου του, κι έτσι αντί για τους αδικητές του σφάζει τα ζώα που είχε συγκεντρώσει ο στρατός ως λάφυρα.

Όταν συνειδητοποιεί τι έκανε, ντροπιασμένος αυτοκτονεί. Η αυτοκτονία παρουσιάζεται πειστικά σαν η μόνη λύση, αφού ο ήρωας δεν μπορεί να ξεπλύνει τη ντροπή του με έναν ένδοξο θάνατο στη μάχη (αφού έτσι θα χαροποιούσε τους Ατρείδες, που είναι πια εχθροί του) ούτε όμως μπορεί να επιστρέψει στην πατριδα, αφού δεν θα έχει μάτια ν’ αντικρίσει τους φίλους του εκεί.

Η τραγωδία του Σοφοκλή πατάει πάνω σ’ αυτόν τον μύθο, αλλά δεν σταματάει στην αυτοκτονία του Αίαντα, παρόλο που αυτό είναι το κεντρικό γεγονός. Μάλιστα, η ιδιομορφία αυτή θεωρήθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, μειονέκτημα του έργου, αφού η αυτοκτονία συμβαίνει λίγο μετά τη μέση -η συνέχεια περιστρέφεται γύρω από την τύχη που θα έχει ο νεκρός του Αίαντα: θα τον αφήσουν άταφο, βορά των άγριων θηρίων και των όρνεων, όπως θέλει ο Αγαμέμνονας ή θα τον θάψουν κατά πως πρέπει σε ήρωα, όπως παθιασμένα προσπαθεί ο Τεύκρος, ο ετεροθαλής του αδερφός; Τελικά, με την παρέμβαση του Οδυσσέα, ο νεκρός θάβεται και εκεί τελειώνει το έργο. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, όπως επισημαίνει η εισαγωγή της Έφης Παπαδόδημα, το έργο αυτό του Σοφοκλή είναι από εκείνα που ανεβαίνουν σπανιότερα στην εγχώρια σκηνή.

Χαρακτηριστικό της νέας έκδοσης είναι, ακριβώς, η εκτενής εισαγωγή, που εξετάζει διεξοδικά και πολύ πυκνά μια σειρά ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του έργου και με το ανέβασμά του. Πράγματι, από τις 260 σελίδες μεγάλου σχήματος του βιβλίου, η τραγωδία και η αντικριστή μετάφραση πιάνουν λίγο περισσότερο από 100 ενώ η εισαγωγή μόνο πιάνει 70 σελίδες. (Επειδή όμως το βιβλίο εκδίδεται από την Ακαδημία, η τιμή του είναι προσιτή).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Θεατρικά, Καβαφικά, Μεταφραστικά, Παράλληλα κείμενα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 200 Σχόλια »

Ποιος Θανάσης;

Posted by sarant στο 18 Ιανουαρίου, 2019

Παλιότερα, η ερώτηση δεν άφηνε περιθώρια δισταγμού ως προς την απάντηση. Ποιος Θανάσης; Ποιος άλλος; Ο Θανάσης Βέγγος φυσικά.

Ωστόσο, από το 2011 ο Θου Βου δεν είναι πια μαζί μας, οπότε η ερώτηση του τίτλου επιδέχεται και άλλες απαντήσεις. Και βέβαια, σήμερα εννοούμε τον κάθε Θανάση που γιορτάζει, στον οποίο είναι αφιερωμένο το σημερινό άρθρο, όπως άλλωστε και στις Αθανασίες.

Προσθέτουμε έτσι έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των ονοματολογικών μας άρθρων, το τελευταίο από τα οποία το ανεβάσαμε πριν τα Χριστούγεννα, όταν ευχηθήκαμε χρόνια πολλά στον Μανώλη.

Να θυμίσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιέψει κι άλλα τέτοια άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και έχουμε καλύψει τα περισσότερα διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο πρόσφατα και παλιότερα στον Θωμά και στον Στέφανο.

Ο Θανάσης είναι μάλλον συχνό αντρικό όνομα. Σύμφωνα με μια έρευνα, κατέχει την 9η θέση ανάμεσα στα αντρικά ελληνικά ονόματα, ενώ το θηλυκό, η Αθανασία, είναι σπανιότερο, αφού βρίσκεται στην 26η θέση των γυναικείων ονομάτων.

Βέβαια, τα ονόματα δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα στον ελλαδικό χώρο: υπάρχουν περιοχές όπου σπανίζουν και περιοχές όπου έχουν μεγαλύτερη συχνότητα. Για τον Θανάση, είχα κάπου διαβάσει (αν το θυμάμαι καλά) ότι έχει πολύ μικρή συχνότητα στην Κρήτη και σε άλλα νησιά, αλλά πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου στη Στερεά Ελλάδα.

Η ετυμολογία του Θανάση είναι απλή, ο Θανάσης είναι παιδί της Αθανασίας ή μάλλον της αθανασίας, δηλαδή ο Αθανάσιος προέρχεται από το ουσιαστικό αθανασία. Φυσικά το γυναικείο όνομα Αθανασία ταυτίζεται με το ουσιαστικό.

Ο Άγιος Αθανάσιος έζησε τον 4ο αιώνα και ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας -ένας από τους τέσσερις αγίους της Ορθόδοξης εκκλησίας που αποκαλούνται «Μέγας» (οι άλλοι τρεις είναι Βασίλειος, Φώτιος και Αντώνιος). Ο Αθανάσιος ήρθε σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό και σε ένα από τα Ατελή ποιήματά του ο Καβάφης θυμάται ένα επεισόδιο της ζωής του.

Όπως και άλλα ελληνικά χριστιανικά ονόματα, ο Αθανάσιος είναι πολύ σπάνιος στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενώ αρκετά συχνός στην ορθόδοξη Ανατολική Ευρώπη. Βέβαια, επειδή οι Ρώσοι δεν συμπαθούν τον φθόγγο θ, λένε «Αφανάσι», ενώ στα βουλγάρικα, όπου το όνομα είναι συχνό, έχουμε Ατανάς.

Το όνομα έχει κάμποσες παραλλαγές. Αθανάσιος είναι το επίσημο και Θανάσης η συνήθης μορφή. Από κει και πέρα έχουμε την πολύ κοινή συντομευμένη μορφή Θάνος, όπως ο Μικρούτσικος, την επίσης συνηθισμένη Νάσος, όπως ο ποιητής Νάσος Βαγενάς ή ο Νάσος Ηλιόπουλος, υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Τα χαϊδευτικά Σάκης και Σούλης πολύ συχνά κρύβουν Θανάση αν και μπορεί να ανήκουν και σε άλλα ονόματα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κόμικς, Καβαφικά, Κινηματογράφος, Ονόματα, Τραγούδια, Χαρτοπαίγνιο | Με ετικέτα: , , , , , , | 200 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στον Μανώλη (ή τον Μανόλη)!

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2018

Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σήμερα, γιορτάζουν οι Μανώληδες, ευκαιρία να τους αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο και να προσθέσουμε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των ονοματολογικών μας άρθρων, το τελευταίο από τα οποία το ανεβάσαμε πριν από δυο ακριβώς εβδομάδες, όταν γιόρταζε ο Σπύρος.

Να θυμίσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιέψει κι άλλα τέτοια άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και έχουμε καλύψει τα περισσότερα πολύ διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο πρόσφατα και παλιότερα στον Θωμά και στον Στέφανο.

Όπως και ο Σπύρος, έτσι και ο Μανώλης δεν είναι από τα πολύ συχνά αντρικά ονόματα. Σύμφωνα με μια έρευνα, ο Μανώλης έχει τη 17η θέση ανάμεσα στα αντρικά ελληνικά ονόματα, ενώ το θηλυκό, η Εμμανουέλα, είναι αισθητά σπανιότερο, αφού βρίσκεται στην 134η θέση των γυναικείων.

Όμως, αυτή είναι η γενική εικόνα, που ισχύει για το σύνολο της χώρας. Τοπικά, υπάρχουν παραλλαγές -και θα το ξέρετε ότι ο Μανόλης (ή Μανώλης) είναι όνομα πολύ συχνό στην Κρήτη, το συχνότερο μάλιστα, σύμφωνα με διάφορες έρευνες.

Γιατί τους Κρητικούς τούς λένε Μανώληδες; Ακριβώς αυτό το ερώτημα το είχαμε θέσει στο ιστολόγιο σε ένα άρθρο πριν από οχτώ χρόνια. Κι ενώ από τη σχετική συζήτηση είχε επιβεβαιωθεί η θέση για τη συχνότητα του ονόματος στη Μεγαλόνησο, δεν καταλήξαμε ως προς την αιτία της συχνότητας. Πάντως δυο επισημάνσεις που φαίνεται να έχουν βάση είναι οι εξής: α) Η Κρήτη ήταν πεδίο μαζικών εξισλαμισμών-εκτουρκισμών με προσφορά προνομίων. Οπότε, οι Κρητικοί που έμεναν πιστοί στη χριστιανική πίστη ήταν εύλογο να επιλέγουν ένα όνομα εμφανώς δηλωτικό όπως το Εμμανουήλ. β) Ωστόσο, όχι μονο το Εμμανουήλ, αλλά και άλλα δύο ονόματα συχνά στην Κρήτη, Μιχαήλ και Ιωσήφ, είναι εβραϊκά, προέρχονται από το ιερό βιβλίο που είναι κοινό στις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, την Παλαιά Διαθήκη.

Όμως το πιάσαμε κάπως «ιν μέντιας ρες» το θέμα. Ποια η ετυμολογία του ονόματος; Ο Μανώλης έχει την επίσημη μορφή Εμμανουήλ, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εβραϊκής προέλευσης και σημαίνει «ο Θεός μαζί μας». Η πρόταση δεν έχει ρήμα, οπότε μπορεί κανείς να το θεωρήσει είτε ως ευχή είτε ως διαπίστωση. Στα εβραϊκά είναι Ιμμανουέλ, όπου το «Ελ» αντιστοιχεί στον Θεό.

Το όνομα εμφανίζεται σε προφητεία του Ησαΐα (7.14) στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί (με μόνη διαφορά το «καλέσεις» που γίνεται «καλέσουσιν») στο Κατά Ματθαίον (1.23):

ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει καὶ τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὅνομα αὐτοῦ Ἐμμανουηλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.

Οπότε, το Εμμανουήλ («ο Θεός μαζί μας») είναι όνομα που προφητεύτηκε πως θα δώσει ο λαός του Ισραήλ στον Ιησού αναγνωρίζοντας πως είναι υιός Θεού.

Καθώς ήταν όνομα του Ιησού, οι πατέρες της Εκκλησίας το συζήτησαν και το ανέλυσαν, αλλά το όνομα δεν δινόταν σε ανθρώπους κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και, όταν δόθηκε στους ώριμους αιώνες του Βυζάντιου, δόθηκε με τη μορφή Μανουήλ. Ήταν ταμπού να δίνεται σε θνητούς όνομα Θεού. (Ωστόσο, στη γαλλική μόνο Βικιπαίδεια βρισκω έναν Εμμανουήλ που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού -θα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα).

Στη βάση δεδομένων των συγγραφέων του TLG, ο αρχαιότερος Μανουήλ είναι ο Μανουήλ Στραβορωμανός, που έζησε τον 11ο αιώνα, και ακολουθούν, τον 12ο αιώνα, ο Μανουήλ Καραντηνός και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1118-1180). Σε κάποιο σημείο των Πτωχοπροδρομικών, ο Πρόδρομος για να κολακέψει τον αυτοκράτορα Μανουήλ τον αποκαλεί «Εμμανουήλ παρά σαρανταπέντε», εννοώντας την αξία των γραμμάτων ΕΜ (ή μάλλον ΜΕ) κατά τα οποία διαφέρουν τα δυο ονόματα.

Αλλά αυτά τα έχει πει καλύτερα από μένα ο Καβάφης (ναι, ο Καβάφης!) οπότε μεταφέρω:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Ετυμολογικά, Καβαφικά, Ονόματα, Ρεμπέτικα, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 191 Σχόλια »

Από πότε υπάρχουν κοψοχέρηδες;

Posted by sarant στο 13 Σεπτεμβρίου, 2018

Το σημερινό σύντομο άρθρο έρχεται να διορθώσει μιαν ανακριβή πληροφορία που αντιλήφθηκα ότι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο και για την οποία είμαι κι εγώ έμμεσα υπεύθυνος.

Ξέρουμε βέβαια τι είναι ο κοψοχέρης. Δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του από κάποιο ατύχημα ή, παλιότερα, στον πόλεμο. Αυτός είναι ο μονόχειρας ή, αν θέλουμε να το πούμε πιο τραχιά, ο κουλοχέρης. Ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας είχε χάσει τα δάχτυλα και την παλάμη του δεξιού χεριού του το 1969 όταν εξερράγη ο εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκεύαζε ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Αργότερα, όταν το ΠΑΣΟΚ άρχισε να μεταλλάσσεται σε αρχηγικό κόμμα και ο Καράγιωργας εξέφραζε από το βήμα κάποιου κομματικού οργάνου τις διαφωνίες του, οι οπαδοί του αρχηγού τού φώναξαν «Κάτσε κάτω κουλοχέρη!».

Βέβαια, η λέξη «κουλοχέρης» πολύ περισσότερο χρησιμοποιείται για τα μηχανήματα των καζίνων, όπου στοιχηματίζεις ρίχνοντας κέρματα -και μετά τραβάς το μοχλό και, αναλόγως, κερδίζεις ή χάνεις. Κι επειδή συνήθως χάνεις, τα μηχανάκια αυτά λέγονται και «ληστές με το ένα χέρι».

Αλλά πλατειάζω. Κοψοχέρης, έλεγα, δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του, αλλά, «αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε, που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή». Το έβαλα σε εισαγωγικά, επειδή είναι ο ορισμός από το ΛΚΝ.

Ασφαλώς τον παλιό καιρό, στα μεσαιωνικά χρόνια που δημιουργήθηκε η λέξη, κοψοχέρης ήταν μόνο αυτός που του είχε κοπεί το χέρι, ο μονόχειρας. Όμως, η νεότερη σημασία του μετανιωμένου ψηφοφόρου, έχει εκτοπίσει την κυριολεκτική.

Λοιπόν, τις προάλλες, σε έναν ιστότοπο όπου δημοσιεύονται σύντομα ενδιαφέροντα γλωσσικά σημειώματα, είδα το εξής:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γελοιογραφίες, Δημήτρης Σαραντάκος, Εφημεριδογραφικά, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων, Καβαφικά, Ονόματα, Παρωδίες | Με ετικέτα: , , , , , , | 170 Σχόλια »

Στον πηγαιμό για την Ιθάκη

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2018

Από την Ιθάκη τελικά προτίμησε να εκφωνήσει ο πρωθυπουργός το διάγγελμά του για την έξοδο από τα μνημόνια.

Την Ιθάκη, που συμβολίζει την πολυπόθητη επιστροφή σε οικείο και αγαπητό περιβάλλον ύστερα από μια μακρά περίοδο περιπλάνησης και περιπετειών σε αφιλόξενα και αχαρτογράφητα νερά, όπως πράγματι οδυνηρές και από πολλές απόψεις πρωτόγνωρες για ευρωπαϊκή χώρα ήταν οι δοκιμασίες που πέρασε ο ελληνικός λαός στα οχτώ χρόνια που πέρασαν.

Κι έτσι ο Αλέξης Τσίπρας ενέδωσε στη γοητεία του ισχυρού συμβόλου, αντί, ας πούμε, να εκφωνήσει το διάγγελμά του από το πρωθυπουργικό γραφείο -οπότε ίσως δεν θα γράφαμε αυτό το άρθρο.

Και επειδή ο συμβολισμός είναι πανίσχυρος, στο κείμενο της ομιλίας υπάρχουν άφθονες ακόμα ομηρικές αναφορές, σε Οδύσσεια που πήρε τέλος, σε Συμπληγάδες, που τις αφήσαμε πίσω, σε Σειρήνες της ματαιότητας, σε Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, που στέκονταν απέναντί μας, σε λωτοφάγους (που δεν πρέπει να γίνουμε) και σε μνηστήρες που θέλουν να ξαναπάρουν την Ιθάκη στα χέρια τους. Συμπληγάδες στον Όμηρο; Ναι, γίνεται και γι’ αυτές λόγος, αν και όχι με το όνομα αυτό, στην Οδύσσεια.

Προσωπικά επιδοκιμάζω άλλα σημεία του διαγγέλματος, όπως την αναφορά στον ευτελισμό της δημοκρατίας στα μνημονιακά χρόνια, όταν «Τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες», ένα φαινόμενο άλλωστε που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα αφού επίσης χρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία -κατά την ταπεινή μου γνώμη, με εξαίρεση τους υπηρεσιακούς πρωθυπουργούς, ο χειρότερος εκλεγμένος πρωθυπουργός είναι απείρως προτιμότερος από τον καλύτερο εξωκοινοβουλευτικό, μη εκλεγμένο πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου. Αλλά ας… επιστρέψουμε στην Ιθάκη.

Αν η Ιθάκη είναι ο προορισμός, υπάρχει και μια αφετηρία. Στο ομηρικό έπος η αφετηρία είναι η Τροία, αλλά η σύγχρονη ελληνική τραγωδία (κατά το κλισέ του διεθνούς τύπου) εγκαινιάστηκε με ένα άλλο πρωθυπουργικό διάγγελμα από ένα άλλο νησί, από το Καστελλόριζο όπου ο Γιώργος Παπανδρέου ανάγγειλε τον Μάιο του 2010. Κατά σύμπτωση, το Καστελλόριζο (με το νησιωτικό του σύμπλεγμα) είναι το ανατολικότερο άκρο της ελλαδικής επικράτειας, ενώ η Ιθάκη ένα από τα δυτικότερα σημεία της, αν και ασφαλώς όχι το δυτικότερο (που είναι τα Διαπόντια νησιά). Οπότε, από το Καστελλόριζο στην Ιθάκη μέσα σε οχτώ χρόνια, κάτι λιγότερο από τον ομηρικό Οδυσσέα (που όμως ναι μεν χρειάστηκε δέκα για τον δικό του νόστο, αλλά τα εφτά από αυτά τα πέρασε στην αγκαλιά της Καλυψώς).

Στην Ιθάκη, βέβαια, ο Οδυσσέας έφτασε μόνος του -όλοι οι άλλοι σύντροφοί του είχαν εξοντωθεί στον δρόμο, άλλοι από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, άλλοι από τους Λαιστρυγόνες, κάμποσοι από την τρικυμία που ξέσπασε όταν «μαζί τα έφαγαν» στην ακρογιαλιά του Ήλιου τ’ αργά γελάδια. Αυτό το στοιχείο του ομηρικού έπους φυσικά δεν τονίστηκε. (Να θυμηθούμε τι ωραία που έπιασε ο Λούτσιο Ντάλα και μετέπλασε ο Σαββόπουλος αυτή την λαϊκή οπτική).

Πάντως, και άλλες πολιτικές δυνάμεις σχολίασαν το πρωθυπουργικό διάγγελμα με ατάκες σχετικές με την Ιθάκη -οι Έλληνες δεν είναι λωτοφάγοι, τόνισε ο εκπρόσωπος τύπου του ΚΙΝ.ΑΛ. ενώ το γραφείο τύπου της Νέας Δημοκρατίας είχε σπεύσει πριν ακόμα γίνει το διάγγελμα να σχολιάσει τη φημολογούμενη επιλογή της τοποθεσίας με στίχους από τον Καβάφη, σημειώνοντας ταυτόχρονα ένα μνημειώδες αυτογκόλ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Καβαφικά, Παρωδίες, Ποίηση, νησιά | Με ετικέτα: , , , , , , | 211 Σχόλια »

Τα μωσαϊκά των στίχων

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2018

Σήμερα έχουμε 21 Μαρτίου, τη μέρα με την οποία συμβατικά μπαίνει η άνοιξη. Συμβατικά, σήμερα είναι κι η μέρα της εαρινής ισημερίας. Ωστόσο, η ισημερία δεν φυλακίζεται σε συμβάσεις -κι έτσι φέτος μας ήρθε απο χτες κιόλας.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να τιθασέψουν απόλυτα τα αστρονομικά φαινόμενα, μπορούν όμως να κυριαρχήσουν στους θεσμούς που φτιάχνουν οι ίδιοι -κι έτσι, ενώ η ισημερία είναι άστατη και μπορεί να πέσει είτε στις 20 είτε στις  21 είτε στις 22 του μηνος, η σημερινή μέρα είναι σταθερά και μόνιμα αφιερωμένη σε ένα από τα μεγάλα ανθρώπινα δημιουργήματα: είναι η Ημέρα της Ποίησης.

Το ιστολόγιο, καθώς ενδιαφέρεται «για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και όλα τ’ άλλα» αγαπά και την ποίηση, και αρκετές φορές έχουμε αφιερώσει άρθρο σε ποιήματα -είτε στις 21 Μαρτίου (όπως πέρυσι αλλά και παλιότερα) είτε άλλες μέρες.

Πριν από δυο χρόνια και κάτι είχα παρουσιάσει εδώ ένα άρθρο με τίτλο «Το ριμάριο των ομωνύμων«, στο οποίο παρουσίαζα ποιήματα και στίχους στα οποία οι ομοιοκαταληξίες αφορούσαν ομόηχες λέξεις, ας πούμε στα Τείχη του Καβάφη:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

Οι ομοιοκαταληξίες «αιδώ: εδώ» και «τείχη : τύχη» αφορούν ομόηχες λέξεις (ομώνυμες στη φιλολογική ορολογία).

Στο άρθρο εκείνο το προπέρσινο έγραφα:

Συναφείς με τις ομοιοκαταληξίες ομωνύμων είναι οι ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομόηχα, αλλά στη μια περίπτωση έχουμε περισσότερες από μία λέξεις: μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού«:

Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως θα τις αφήσουμε για άλλο άρθρο.

Ε, σήμερα ήρθε η ώρα γι’ αυτό το άλλο άρθρο. Θα δούμε ομοιοκαταληξίες-μωσαϊκά, όπως τις αποκάλεσε ο μακαρίτης Ξ. Κοκόλης, όπου υπάρχει ομοηχία, αλλά τουλάχιστον στον ένα στίχο (ή και στους δύο) έχουμε όχι μία αλλά περισσότερες λέξεις όπως στο με τάξη : μετάξι.

Ενώ οι ομοιοκαταληξίες με ομόηχες λέξεις  είναι σχετικά συχνές, ίσως επειδή η ελληνική γλώσσα έχει πολλά ομόηχα, η ειδική περίπτωση των μωσαϊκών είναι μάλλο σπάνια γι’ αυτό και οι περιπτώσεις που θα παρουσιάσω είναι μετρημένες στα δάχτυλα.

Εννοείται ότι αφού μιλάμε για ομοιοκαταληξίες περιοριζόμαστε στα ποιήματα με παραδοσιακό στίχο ή στα τραγούδια. Επιπλέον, τόσο οι ρίμες με ομόηχα όσο και οι ρίμες-μωσαϊκά δινουν την εντυπωση παιχνιδιού (ο Σεφέρης τις έλεγε ρίμες-καλαμπούρια) κι έτσι εμφανίζονται περισσότερο στη σατιρική ποίηση.

Αν και όχι αποκλειστικά. Ο Καβάφης ειδικευόταν τόσο στις ρίμες με ομόηχα όσο και στην υποπερίπτωσή τους, τα μωσαϊκά. Μάλιστα, ένα από τα Κρυμμένα ποιήματά του, το Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου, καταρρίπτει κάθε ρεκόρ, αφού όλες του οι ρίμες είναι με ομόηχες λέξεις και μία από αυτές είναι ρίμα-μωσαϊκό:

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Έχουμε ομόηχη ρίμα (στάλα-στ’ άλλα), που είναι μωσαϊκό επειδή ο ένας όρος της ομοιοκαταληξίας δεν είναι μία λέξη, αλλά δύο. Κατά σύμπτωση, την ιδια ρίμα (μες στ’ άλλα – ζει κι η στάλα) τη χρησιμοποιεί και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης στο ποίημα «Ανοιξιάτικη μπόρα«.

Η διασημότερη ρίμα-μωσαϊκό είναι βέβαια στην Πόλι του Καβάφη:

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν’ η καρδιά μου —σαν νεκρός— θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού —μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Η ρίμα που μας ενδιαφέρει είναι θαμμένη : θα μένει.

Στα μωσαϊκά μπορεί, ακόμα πιο σπάνια, το ένα σκέλος της ρίμας να απαρτίζεται όχι από δύο αλλά από τρεις λέξεις. Παράδειγμα από το τραγούδι Οι ιππόται πότε πότε:

Αι ωραίαι δεσποσύναι
ολο πίνανε κι εκείναι
κι απ’ το πίνε πινε πίνε
δες πώς – δες πώς – δες πώς είναι.

Το μωσαϊκό ειναι η ρίμα «δεσποσύναι : δες πώς είναι». Το ίδιο τραγουδάκι εχει και μια ρίμα με ομόηχα, πόται : πότε, ενώ η ρίμα «ιππόται : πόται» λέγεται ρίμα-ηχώ επειδή η μια λέξη «αγκαλιάζει» την άλλη, όπως στην αντήχηση -αλλά αυτή την κατηγορία θα την αφήσω για άλλο άρθρο.

Τέλος, ένα πιο περίπλοκο μωσαϊκό έχουμε όταν και τα δυο σκέλη της ομοιοκαταληξίας είναι περισσότερες από μία λέξεις, όπως στο εξής κομψοτέχνημα του Αθ. Κυριαζή:

Η αγάπη μας, τι λιγοστή!
ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμιση τυλίγω στη
χρυσή της νύχτας την ανέμη.

Και θα την πω τραγουδιστά
σε παραμύθια φτερωτά μου
Το πιο πικρό τραγούδι στα
χαμένα χρόνια του έρωτά μου.

Σε οχτώ στίχους ο Κυριαζής χώρεσε μια ρίμα με ομόηχα (ανέμοι : ανέμη), ένα απλο μωσαϊκό (τραγουδιστά – τραγούδι στα), ένα σύνθετο μωσαϊκό (τι λιγοστή – τυλίγω στη), ενώ ο τρίτος στίχος και στις δύο στροφές έχει έναν από τους τολμηρότερους διασκελισμούς που αντέχει η ελληνική γλώσσα. Αλλά για τους διασκελισμούς θα γράψουμε άλλη φορά.

Συγκεντρώνω εδώ, σε χαλαρή αλφαβητική σειρά, όλες τις ρίμες μωσαϊκά που έχω βρει είτε σε ποιήματα είτε σε τραγούδια.

δεσποσύναι : δες πώς είναι

Αι ωραίαι δεσποσύναι
ολο πίνανε κι εκείναι
κι απ’ το πίνε πινε πίνε
δες πώς – δες πώς – δες πώς είναι.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε«, στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

θαμμένη : θα μένει
κι είν’ η καρδιά μου —σαν νεκρός— θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
(Καβάφης, Η πόλις)

Ιάπωνες : οι άπονες
κι οι κοπελιές οι άπονες
ερωτευτήκαν τους Ιάπωνες
(Μανούσος Φάσσης = Μαν. Αναγνωστάκης)

Ισπανοί : οι σπανοί: εις πανί / ισπανικό : εις πανικό

Οι σπανοί
Ισπανοί
ζωγραφίσαν εις πανί
ιππικόν Ισπανικόν
εις πανικόν.
(Ευτράπελο στιχούργημα)

Κάντο : καν’ το
Άλλο το να γράφεις Canto
κι άλλο να σου λένε: κάν’ το
(Μανούσος Φάσσης = Μαν. Αναγνωστάκης)

μεγάλα : με γάλα

Τα μάτια της μαργιόλισσας δεν είν’ τόσο μεγάλα
μόνο μικρά και νόστιμα, μέλι μαζί με γάλα
(Ερωτικό δίστιχο της συλλογής Passow)

μετάξι : με τάξη
Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο, πολύτιμο μετάξι.
(Καβάφης, Του μαγαζιού)

στάλα : στ’ άλλα
δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.
(Καβάφης, Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου)

τι λιγοστή : τυλίγω στη
Η αγάπη μας, τι λιγοστή!
ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμιση τυλίγω στη
χρυσή της νύχτας την ανέμη.
(Αθ. Κυριαζής)

τ’ όχι : το ‘χει
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
(Καβάφης, Che fece … il gran rifiuto)
* βέβαια, ο Καβάφης γράφει «το Όχι» αλλά στο διάβασμα προφέρουμε μαλλον τ’ Όχι.

τραγουδιστά : τραγούδι στα
Και θα την πω τραγουδιστά
σε παραμύθια φτερωτά μου
Το πιο πικρό τραγούδι στα
χαμένα χρόνια του έρωτά μου.
(Αθ. Κυριαζής)

Μάλλον πενιχρή η συγκομιδή μας, μόλις δέκα λήμματα. Μπορείτε να την εμπλουτίσετε με δυο τρόπους. Ο ένας είναι να βρείτε ποιήματα ή τραγούδια που να έχουν ομοιοκαταληξίες-μωσαϊκά, αν και αυτό ίσως φανεί δύσκολο.

Ο άλλος τρόπος είναι να φτιάξετε εσείς δικές σας ομοιοκαταληξίες. Για παράδειγμα, στο προπέρσινο άρθρο, ο φίλος μας ο Πάνος (με πεζά) είχε φτιάξει δυο ωραία μωσαϊκά:

Θα μου πείτε, Μήτρο, Πάνο,
αν ακούτε Μητροπάνο;

Θα μου πείτε, ω φελλοί,
το κρασί πού ωφελεί;

Να βάλω κι ένα δικό μου, που το σκάρωσα τώρα:

Μου λέει: έχω ιδανικά
του λέω: δικά σου ή δανεικά;

Ή μπορείτε να βάλετε όποιο ποίημα θέλετε στα σχολια, μέρα της ποίησης είναι!

 

 

 

Posted in Καβαφικά, Λογολογία, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 181 Σχόλια »