Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Κριτική μεταφράσεων’ Category

Κιμ Φίλμπι, μυστικός πράκτορας

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2021

Ο Βρετανός Κιμ Φίλμπι (1912-1988) ήταν πιθανώς ο πιο επιτυχημένος πράκτορας της ΕΣΣΔ στη Μεγάλη Βρετανία και από πολλούς θεωρείται ο μεγαλύτερος κατάσκοπος όλων των εποχών. Γεννημένος στην αποικιακή Ινδία φοίτησε στο Τρίνιτι του Κέμπριτζ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στράφηκε προς τον κομμουνισμό και αποτέλεσε μέλος της ομάδας των «πέντε του Κέμπριτζ» που αργότερα στρατολογήθηκαν από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες ως πράκτορες. Αφού πέρασε μερικά χρόνια ως φρι λανς δημοσιογράφος (ανάμεσα σ’ αυτά ως πολεμικός ανταποκριτής στην Ισπανία, στο τμήμα που ελεγχόταν από τις δυνάμεις του Φράνκο), ο Φίλμπι προσλήφθηκε στη ΜΙ6 (ή SIS, την Ιντέλιτζενς Σέρβις που λέγαμε εμείς).

Κατάφερε να φτάσει σε υψηλές διευθυντικές θέσεις στη βρετανική μυστική υπηρεσία, και μάλιστα να διοριστεί το 1949 πρώτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον και σύνδεσμος με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Το 1951, όταν οι φίλοι του Μακλήν και Μπάρτζες διέφυγαν στη Μόσχα, οι υποψίες έπεσαν πάνω του (τότε χαρακτηρίστηκε «ο τρίτος άνθρωπος») και τελικά παραιτήθηκε από τη θέση του στη ΜΙ6 και συνέχισε ως δημοσιογράφος. Το 1955 η υπόθεσή του έφτασε στο Κοινοβούλιο αλλά απαλλάχτηκε, όμως το 1963, ενώ βρισκόταν ως δημοσιογράφος στη Βηρυτό, διαισθάνθηκε ότι ο κλοιός των υποψιών έσφιγγε πάνω του και διέφυγε και αυτός στη Μόσχα.

Στη Μόσχα τιμήθηκε ως ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης και του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη στον Κόκκινο στρατό. Πέθανε το 1988.

Ο Φίλμπι έγραψε το 1968 το αυτοβιογραφικό βιβλίο My silent war. Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2016 από τη Σύγχρονη Εποχή.

Το βιβλίο είναι αυτονόητα ενδιαφέρον, παρά το γεγονός ότι ο Φίλμπι δεν εξιστορεί το σύνολο της ζωής του ως τότε, αλλά μονάχα τα χρόνια που πέρασε στις γραμμές της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας, δηλαδή από το 1940 έως το 1951, ενώ αναφέρεται επίσης στην αποτυχημένη προσπάθεια να τον ενοχοποιήσουν το 1955. Παραλείπει εντελώς τα μετέπειτα χρόνια που τα πέρασε ως δημοσιογράφος στη Μέση Ανατολή («θα ήταν ωραίο θέμα για κάποιο άλλο βιβλίο», λέει στον επίλογο), ενώ δεν λέει σχεδόν τίποτε για τα φοιτητικά του χρόνια, τη στροφή του προς τα ιδανικά του κομμουνισμού ή τη στρατολόγησή του από τη σοβιετική μυστική υπηρεσία. Αφηγείται αναλυτικά ένα μόνο επεισόδιο από τα χρόνια που πέρασε στην Ισπανία, φέρνοντάς το σαν παράδειγμα των ασήμαντων γεγονότων που μπορούν να φέρουν σε θανάσιμο κίνδυνο έναν μυστικό πράκτορα. Αντιθέτως, εκθέτει σε μεγάλη λεπτομέρεια τη σταδιοδρομία του στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

Παρά τις επισημάνσεις αυτές, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, ανάμεσα στ’ άλλα επειδή ο Φίλμπι γράφει πολύ καλά. Δυστυχώς, η μετάφραση δεν στάθηκε στο ύψος του πρωτοτύπου. Συχνά, το ελληνικό κείμενο δεν καταφέρνει να μεταφέρει την ειρωνεία του συγγραφέα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της μεταφράστριας.

Να το διαβάσουμε στα αγγλικά λοιπόν; Δεν θα το πρότεινα στους περισσότερους, παρά τα όσα θα επισημάνω στη συνέχεια. Εγώ τουλάχιστον προτιμώ να διαβάζω σε μετάφραση -ίσως επειδή είμαι μεταφραστής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά, Μεγάλη Βρετανία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , , | 100 Σχόλια »

Οι 12 Καρέκλες σε οχινέα μετάφραση

Posted by sarant στο 11 Απριλίου, 2021

Ένα από τα αγαπημένα βιβλία της νεανικής μου ηλικίας ήταν το σατιρικό μυθιστόρημα «Οι 12 καρέκλες» των σοβιετικών συγγραφέων Ηλία Ιλφ και Ευγενίου Πετρόφ.

Μου το είχε δώσει ο πατέρας μου, που πολύ το αγαπούσε, στην παλιά (1945) μετάφραση του Κώστα Μερτβάγου, επί δικτατορίας. Το βιβλίο αυτό το δάνεισα μετά κάπου -δανεικό κι αγύριστο όπως αποδείχτηκε, και ο πατέρας μου είχε καταστενοχωρηθεί. Μετά τη μεταπολίτευση, γύρω στο 1978, το ξανακυκλοφόρησε η Σύγχρονη Εποχή, σε καινούργια μετάφραση, μάλιστα πληρέστερη, αλλά εμάς μάς άρεσε πιο πολύ η παλιότερη -άλλο είναι ο γαλανούλης κλεφταράκος κι άλλο ο γαλάζιος κλεφταράς, και τον λάκκο από μαλαχίτη ο νεότερος μεταφραστής τον είχε κάνει «μαλαχιτική μπάρα», αρρώστησα όταν το διάβασα. Πριν από 10-12 χρόνια, βρήκα την παλιά μετάφραση του Μερτβάγου στον Αλφειό και την έδωσα στον πατέρα μου, και χάρηκε πολύ.

Πριν από λίγο καιρό έμαθα εδώ στο ιστολόγιο ότι το βιβλίο αυτό των Ιλφ/Πετρόφ, όπως και το δεύτερο σατιρικό τους αριστούργημα, το Χρυσό Μοσχάρι, επανεκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή σε μετάφραση Πλάτωνα Καραντάνη, ο οποίος υπογράφει επίσης μερικές ακόμα μεταφράσεις σοβιετικών συγγραφέων (σε μία από αυτές είχα βρει πολλά ψεγάδια) . Με λαχτάρα έσπευσα να τα προμηθευτώ -αλλά η αδημονία μου μετατράπηκε σε αμηχανία όταν, διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο από τις 12 Καρέκλες, η μετάφραση μού φάνηκε γνώριμη, και με ψεγάδια.

Στην πατρική βιβλιοθήκη βρήκα τις παλιές εκδόσεις των δύο βιβλίων. Kαι με έκπληξη διαπίστωσα ότι και στα δύο βιβλία το κείμενο των νέων εκδόσεων είναι σχεδόν ταυτόσημο με τις αντίστοιχες εκδόσεις του 1979 και του 1977! Βέβαια έχει μονοτονιστεί, η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί και έχουν γίνει κάποιες επουσιώδεις αλλαγές, αλλά κατά τα άλλα το κείμενο είναι ολόιδιο!

Για του λόγου το αληθές, έχω ανεβάσει εδώ την πρώτη σελίδα του 4ου κεφαλαίου από τις 12 Καρέκλες στην παλιά έκδοση της Σύγχρονης Εποχής (βρήκα την 3η ανατύπωση, του 1984) και εδώ την αντίστοιχη σελίδα από την έκδοση του 2020. Αν τις διατρέξετε, θα δείτε ότι το κείμενο είναι σχεδόν πανομοιότυπο. Το «τραίνο» του 1977/84 έχει γίνει «τρένο» το 2020, ο Προύσης έγινε Προύσι, η καυγατζίδικη έγινε καβγατζίδικη, το «κύτταξε» έγινε «κοίταζε» και το «λαθεμένο εισιτήριο» έγινε «λάθος εισιτήριο» -αλλά αυτές δεν ειναι βεβαίως αλλαγές ουσίας.

Έκανα έλεγχο στις πρώτες 40 σελίδες από τις 12 Καρέκλες και στις 20 πρώτες σελίδες από το Χρυσό μοσχάρι, καθώς και δειγματοληπτικά σε άλλα σημεία των βιβλίων και το συμπέρασμα είναι το ίδιο: το κείμενο του 2020 είναι ίδιο, εκτός από τριτεύουσες τροποποιήσεις και εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, με το κείμενο του 1977/79/84.

Αυτό βάζει ένα πρόβλημα δεοντολογίας. Τι εννοώ; Στο Χρυσό Μοσχάρι αναφέρεται μεταφραστής ο Απόστολος Κοτσιώλης. Για τις 12 Καρέκλες, η έκδοση του 1984 που έχω βρει δεν αναφέρει όνομα μεταφραστή, αλλά την εποχή εκείνη η Σύγχρ. Εποχή συχνά δεν ανέφερε ονόματα μεταφραστών. Επειδή τότε συνεργαζόμουν με το εκδοτικό, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο Κοτσιώλης είχε μεταφράσει το 1977 και τις 12 Καρέκλες.

Αν όμως την αρχική μετάφραση την έκανε πριν από 40-45 χρόνια ο Απ. Κοτσιώλης, πώς τώρα εμφανίζεται μεταφραστής ο Πλ. Καραντάνης ενώ το κείμενο είναι πρακτικά το ίδιο; Αυτό είναι το δεοντολογικό φάουλ. Οι επεμβάσεις στην ορθογραφία ή οι επουσιώδεις αλλαγές (τύπου «ύστερα από» –> «μετά από») δεν συνιστούν βεβαίως νέα μετάφραση αλλά απλώς επιμέλεια ή μάλλον απαρχές επιμέλειας διότι κανονικά η επιμέλεια προχωράει πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζω τη μετάφραση «οχινέα» στον τίτλο του άρθρου -αλλά για να είμαι δίκαιος πρέπει να πω ότι δεν είδα να διαφημίζεται ως νέα παρά μονο να αναφερεται νέος μεταφραστής.

Προφανώς οι υπεύθυνοι της Σύγχρονης Εποχης θεώρησαν περιττό να αναφέρουν ότι επανεκδίδουν «επιμελημένη» την παλιά μετάφραση της προ πολλού εξαντλημένης έκδοσης, ενδεχομένως με τη συναίνεση του Απ. Κοτσιώλη ή των κληρονόμων του -αλλά αυτό δεν το βρίσκω σωστό και με λυπεί πολύ από έναν εκδοτικό οίκο με τον οποίο έχω συνεργαστεί για πολλά χρόνια και πολλά βιβλία, πάντοτε ανέφελα.

Ακόμα περισσότερο όμως με λυπεί ως αναγνώστη. Όχι επειδή η μετάφραση του Κοτσιώλη είναι κακή. Δεν είναι κακή όπως θα δείτε πιο κάτω. Αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερη -η νέα έκδοση λοιπόν είναι μια ευκαιρία που χάθηκε. Το χειροτερο, η παλιά έκδοση είχε λάθη επιμέλειας τα οποία η «νέα» έκδοση δεν έχει διορθώσει. Αναφέρω δυο περιπτώσεις από τις πρώτες σελίδες:

Στη σελ. 37 (της έκδοσης του 2020) ο Βορομπιάνινοφ επιστρέφει στο σπίτι του και βρίσκει την πεθερά του ετοιμοθάνατη. Η γειτόνισσα τού λέει: Είναι πολύ άσχημα, μόλις που κατάλαβε. Το ίδιο έχει και η έκδοση του 1977/84 (στη σελ. 34). Εδώ προφανώς υπάρχει λάθος.

Tο ρωσικό κείμενο λέει: Ей хуже, она только что исповедовалась, δηλαδή Είναι χειρότερα, μόλις εξομολογήθηκε. Ο Μερτβάγος στη μετάφραση του 1945: Η κατάστασή της χειροτέρεψε, μόλις ξομολογήθηκε. Στοιχηματίζω ότι ο Κοτσιώλης είχε γράψει στο χειρόγραφο (υπήρχε μια εποχή που ο κόσμος έγραφε με το χέρι) «μόλις που μετάλαβε» και αυτό έγινε στο τυπογραφείο «μολις που κατάλαβε». Και ο «μεταφραστής» του 2020 άφησε το λαθος!

Παρόμοια περίπτωση στη σελ. 42: «Στο μεταξύ, η Κλαύδια Ιβάνοβνα πέθανε. Πότε ζητουσε νερό, πότε έλεγε ότι πρέπει να σηκωθεί και να πάει στον τσαγκάρη για να πάρει τα καλά μποτίνια….» Κατά πάσα πιθανότητα εδώ ο μεταφραστής είχε «πέθαινε» στο χειρόγραφο (ο Μερτβάγος βάζει «ξεψυχούσε», ίσως καλύτερο) και στο τυπογραφείο έγινε το λάθος.

Ξαναλέω. Η μετάφραση του Κοτσιώλη τόσο στις 12 Καρέκλες οσο και στο Χρυσό Μοσχάρι δεν είναι κακή. Αφενός όμως δεν έχει καλή επιμέλεια, αφετέρου θα μπορούσε να είναι καλύτερη, λιγάκι πιο εμπνευσμένη σε κάποια κρίσιμα σημεία. (Και, οσο κι αν μ’ αρέσουν οι ιδιωματικές λέξεις, πόσοι ξέρουν σήμερα τη μπάρα με τη σημασία της λιμνούλας, του λάκκου με νερά;)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μυθιστόρημα, Μεταφραστικά, Παρουσίαση βιβλίου, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 117 Σχόλια »

Μην πυροβολείτε πάντα τον μεταφραστή -ή, τα φασούλια της θεώρησης

Posted by sarant στο 21 Δεκεμβρίου, 2018

Δημοσιεύω σήμερα, με κάποιες επικαιροποιήσεις, ένα άρθρο που το είχα γράψει πριν από 11 χρόνια και το δημοσίευσα, τότε, στον παλιό μου ιστότοπο. Το θυμήθηκα επειδή τις προάλλες ειχαμε στο ιστολόγιο το ερώτημα πώς λέγεται η συγγενεια «αδελφός του παππού», και ένα από τα μεταφραστικά στιγμιότυπα που θα διαβάσετε στο άρθρο έχει σχέση με το όνομα αυτής της συγγένειας.

Πριν προχωρήσω, να θυμίσω ότι σήμερα στις 6-8 το απόγευμα θα είμαι καλεσμένος στον ραδιοφωνικό σταθμό 105.5 στο Κόκκινο.

Στο ιστολόγιο συχνά επισημαινουμε μεταφραστικά λάθη, δηλαδή λάθη σε μεταφρασμένα κείμενα. Πολλά από τα λάθη αυτά βρίσκονται σε ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις. Στο σημερινό σημείωμα όμως θα επικεντρωθούμε σε μεταφραστικά λάθη που εντοπίζονται σε βιβλία.

Όταν διαβάζουμε ενα μεταφρασμένο βιβλίο, λογοτεχνικό ή όχι, και αντιληφθούμε μεταφραστικό λάθος, θεωρούμε ότι είναι υπεύθυνος ο μεταφραστής. Κι όμως, μερικές φορές το λάθος δεν είναι δικό του ή δεν είναι όλο δικό του, παρόλο που σ’ εκείνον πηγαίνει ο νους μας όταν βλέπουμε σημεία και τέρατα στη μετάφραση ενός βιβλίου.

Το μεταφρασμένο κείμενο, το κείμενο που παραδίνει ο μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο, σχεδόν πάντα στις μέρες μας σε ηλεκτρονική μορφή, περνάει κι από άλλα χέρια ώσπου να φτάσει στο τυπογραφείο: από τον θεωρητή ή αναθεωρητή του κειμένου, από κάποια επιμέλεια ενδεχομένως (αν και αυτά τα δύο, αναθεώρηση και επιμέλεια, συνήθως τα αναλαμβάνει το ίδιο άτομο), από τον διορθωτή τέλος. Σ’ αυτά τα στάδια, το κείμενο βελτιώνεται και διορθώνονται λάθη, αλλά όχι πάντοτε. Υπάρχουν φυσικά και λάθη που ξεφεύγουν, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μερικά κείμενα με πολλά και ευμεγέθη μαργαριτάρια, που σχολιάζω στις σελίδες αυτές, είχαν περάσει από θεώρηση και επιμέλεια, μερικά μάλιστα τα είχε (ή τουλάχιστον φέρεται ότι τα είχε) επιμεληθεί στρατιά ολάκερη από αναθεωρητές και λοιπούς …., αλλά ως δια μαγείας τα λάθη παραμείναν, για να επιβεβαιωθεί και η παροιμία για τους πολλούς κοκόρους.

Εδώ όμως θα ασχοληθώ όχι με λάθη που ξέφυγαν από την αναθεώρηση, την επιμέλεια ή τη διόρθωση, αλλά λάθη που τα προκάλεσε η αναθεώρηση ή κάποιο από τα επόμενα στάδια. Σε άλλα σημειώματα του παλιού μου ιστοτόπου έχω σχολιάσει δυο μαργαριτάρια τα οποία είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι έργο των χειρών του επιμελητή ή του διορθωτή. Να τα θυμίσω πρόχειρα:

 

  • ο επιμελητής διόρθωσε τη φράση «το Μπασέν ντε Λαντρ» σε «τον Μπασέν ντε Λαντρ», αγνοώντας ότι Bassin des Ladres ήταν κάποια περίφημα ιαματικά λουτρά, προφανώς νομίζοντας ότι πρόκειται για πρόσωπο.
  • ο ίδιος νυμανής επιμελητής κόλλησε νι στο Ρόμπερτ δε Μπρους, τον σκοτσέζο πολέμαρχο (Robert the Bruce), και τον έκανε «Ρόμπερτ δεν Μπρους»!

 

Στο ίδιο πνεύμα, αλλά με μεγαλύτερη ποικιλία, θέλω να αφηγηθώ τα εξής τρία περιστατικά, που όλα τους αφορούν βιβλία που βρίσκονται σε κυκλοφορία.

Πρώτο περιστατικό, ο ξαναμεταφρασμένος Σεφέρης

Σε βιβλίο του γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, τα μότο των κεφαλαίων είναι από στίχους του Σεφέρη, φυσικά στα αγγλικά. Ο ελληνικός εκδοτικός οίκος αναθέτει το βιβλίο σε μια μεταφράστρια. Η μεταφράστρια μεταφράζει το κείμενο και αφήνει προς το παρόν τα μότο αμετάφραστα διότι δεν έχει στο σπίτι της τα ποιήματα του Σεφέρη (να σημειωθεί ότι αυτά έγιναν τον… προηγούμενο αιώνα, όταν δεν υπήρχε διαθέσιμο το σώμα των ποιημάτων του Σεφέρη σε ηλεκτρονική μορφή όπως τώρα στην Ανεμόσκαλα).

Κάποια στιγμη, η μετάφραση έχει τελειώσει αλλά ακόμα δεν έχουν ελεγχθεί τα μότο. Η μεταφράστρια λέει στην επιμελήτρια ότι δεν μπορεί να παραδώσει ακόμα το βιβλίο, αν και είναι κατά τα άλλα έτοιμο, επειδή θέλει να ταυτοποιήσει τους σεφερικούς στίχους. Η επιμελήτρια τη διαβεβαιώνει ότι θα τους βρει η ίδια, που έχει τον Σεφέρη (τα Άπαντα στον τόμο του Ίκαρου, όχι τον ποιητή τον ίδιο) σπίτι της.

Το κείμενο παραδίδεται, η μεταφράστρια επαφίεται στη διαβεβαίωση της επιμελήτριας, άλλωστε και ιεραρχικά δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα, δεν έχει θάρρος με τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο. Το βιβλίο κυκλοφορεί και όταν η μεταφράστρια το πιάνει στα χέρια της πέφτει από τα σύννεφα. Αντί για τους αυθεντικούς στίχους του Σεφέρη, κάθε κεφάλαιο έχει σαν μότο ξαναμεταφρασμένη την αγγλική μετάφραση και μάλιστα ξανακακομεταφρασμένη!!

Αν βαρέθηκε η επιμελήτρια ή αν ανάθεσε την εργασία σε άλλον και αυτός ο άλλος τα θαλάσσωσε, δεν το ξέρουμε και δεν θα το μάθουμε. Το γεγονός είναι ότι η μεταφράστρια εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, μια και πολλοί (και καθόλου αδικαιολόγητα) επέκριναν το ατόπημα σε συζητήσεις ή και στον Τύπο. Ακόμα και όταν πρωτοέγραψα αυτό το άρθρο, δέκα και βάλε χρόνια μετά το περιστατικό, μπορούσες να βρεις στο Διαδίκτυο να στηλιτεύεται η ξαναμετάφραση του Σεφέρη, η οποία, άδικα βέβαια, είναι δεμένη με το όνομα της μεταφράστριας.

Κινέζικα του υποκόσμου

Το δεύτερο παράδειγμα είναι ευτυχώς λιγότερο δραματικό ως προς την έκταση και τις συνέπειες. Σε γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα για μεγάλον εκδοτικό οίκο, γίνεται λόγος για την Κίνα, και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την έκφραση L’ Empire du Milieu, που είναι γαλλική απόδοση της έκφρασης που χρησιμοποιούν οι Κινέζοι για το κράτος τους. Ο μεταφραστής το αποδίδει «Μεσαία αυτοκρατορία». Γράφει συγκεκριμένα: Από τότε που είχε έρθει στο Πεκίνο πριν από μερικούς μήνες, πρώτη φορά είχε την αίσθηση ότι εισέδυε στο μυστήριο της Μεσαίας Αυτοκρατορίας.

Και επειδή δεν είμαστε όλοι σινολόγοι, βάζει και υποσημείωση (Σ.τ.Μ.) όπου διευκρινίζει: «Ονομασία που έδιναν οι ίδιοι οι Κινέζοι στην αυτοκρατορία τους».

Το βλέπει αυτό η επιμελήτρια, που ήξερε γαλλικά αλλά προφανώς το μυαλό της ήταν πολλά έτη φωτός μακριά, και διορθώνει το «Μεσαία Αυτοκρατορία» σε «Αυτοκρατορία του Υποκόσμου»!!! Δηλαδή: Από τότε που είχε έρθει στο Πεκίνο πριν από μερικούς μήνες, πρώτη φορά είχε την αίσθηση ότι εισέδυε στο μυστήριο της Αυτοκρατορίας του Υποκόσμου.

Το λάθος έχει την εξήγησή του –στα γαλλικά, le milieu, πέρα από το «μέσο» είναι και ο υπόκοσμος. Les gens du milieu είναι οι κύκλοι του υποκόσμου. Εξήγηση έχει, αλλά δεν παύει να είναι εξωφρενικό ή μάλλον σχιζοφρενικό αν σκεφτούμε ότι η επιμελήτρια, ενώ άλλαξε τη φράση, διατήρησε την υποσημείωση, θέλοντας να μας κάνει να πιστέψουμε ότι οι ίδιοι οι Κινέζοι θεωρούν τη χώρα τους αυτοκρατορία του υποκόσμου! Ευτυχώς όμως εδώ το λάθος λίγοι το κατάλαβαν, ίσως επειδή έγινε σε αστυνομικό βιβλίο οπότε η ανάμιξη του υποκόσμου είναι δικαιολογημένη.

Ο αδελφός της γιαγιάς του Καίσαρα

Στο τρίτο παράδειγμα, φίλος μεταφραστής μεταφράζει βιβλίο στρατιωτικής ιστορίας, όπου γίνεται λόγος για τον Αύγουστο, τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Εδώ έχω ολόκληρη την αφήγηση του παθόντος μεταφραστή, που τα λέει πιο γουστόζικα από μένα, αλλά θα τα πω και με δικά μου λόγια, περιληπτικά.

Το κείμενο έλεγε ότι ο Αύγουστος αναγνώρισε ότι η στρατιωτική επιτυχία είναι το πρώτο βήμα για την πολιτική ανέλιξη, like his great uncle Caesar. Διότι πράγματι, ο Καίσαρας ήταν αδελφός της γιαγιάς του Αυγούστου. Τώρα, στα ελληνικά εμείς αυτή τη συγγένεια, τον αδελφό του παπού ή της γιαγιάς, δεν την πολυεξειδικεύουμε. Τους λέμε ή παπούδες ή θείους.

Θέλοντας να ακριβολογήσει, ο μεταφραστής μας έγραψε «όπως και ο μεγάλος θείος του Καίσαρας». Θα μπορούσε βέβαια να γράψει και «μεγαλοθείος» αλλά το φοβήθηκε, επειδή δεν βρήκε τη λέξη στο google (τώρα η λέξη υπάρχει, εγώ του την έμαθα!)· άλλωστε του άρεσε που ο συγκεκριμένος μεγαλοθείος ήταν και μεγάλος (αλλά και θείος).

Αγαθές προθέσεις, αλλά…. Αλλά το βιβλίο επρόκειτο να το αναθεωρήσει στρατηγός ε.α., ο οποίος δεν βρήκε του γούστου του τον μεγάλο θείο και αποκατάστησε την ιστορική ακρίβεια: όπως και ο αδελφός της γιαγιάς του Καίσαρας. Σωστό, αλλά τρομερά επικίνδυνο.

Διότι βέβαια, ακολούθησε ο διορθωτής, ο οποίος δεν χαμπαρίζει από αυτοκράτορες: είδε «του Καίσαρας», χτύπησε καμπανάκι ότι κάτι δεν πάει καλά, έσβησε το σίγμα και γέννησε νέο ιστορικό πρόσωπο: όπως και ο αδελφός της γιαγιάς του Καίσαρα.

Επιμύθιο

Θα μπορούσε κάποιος αυστηρός κριτής να πει ότι και οι τρεις μεταφραστές έκαναν, ο καθένας, από ένα τοσοδά λαθάκι. Η μεταφράστρια έπρεπε να είχε σπίτι τον Σεφέρη (τα Άπαντα, επαναλαμβάνω, όχι τον ποιητή) ή να τον δανειζόταν από κάπου και να έκανε τη δουλειά της μόνη της. Ο πρώτος μεταφραστής ίσως θα μπορούσε να διαλέξει μια κάπως πιο κομψή απόδοση, ξερωγώ «Η κεντρική αυτοκρατορία» ή «Η αυτοκρατορία του Μέσου» (αλλά κι αυτό χωράει παρερμηνεία). Ο τρίτος έπρεπε οπωσδήποτε να προφυλάξει τον εαυτό του και τις επερχόμενες γενεές, βάζοντας μια λεξούλα, ένα γραμματάκι: όπως και ο μεγάλος θείος του ο Καίσαρας, αν και βέβαια δεν ξέρουμε αν αυτό θα περνούσε από τα καυδιανά δίκρανα του στρατηγού ε.α.

Όμως και στις τρεις περιπτώσεις, πάνω στο αρχικό λαθάκι, το συγχωρητέο ή και σχεδόν ανύπαρκτο, στηρίχτηκε τερατούργημα, κοτζάμ Μέγαρο παρανόησης και παρερμηνείας. Οπότε, γι’ αυτό λέω ότι και οι τρεις μεταφραστές είναι τραγικές μορφές, αφού χωρίς να φταίνε βρέθηκαν εκτεθειμένοι.

Ωστόσο, πρέπει να το πω αυτό πριν κλείσω και να το υπογραμμίσω, το ξανακοίταγμα του μεταφράσματος από ένα άλλο μάτι είναι πάντοτε απαραίτητο, μακάρι το κείμενο να το έχει μεταφράσει ο θεός ο ίδιος· και πολύ περισσότερα είναι τα λάθη που αποσοβούνται χάρη στην αναθεώρηση-επιμέλεια-διόρθωση παρά εκείνα που παράγονται εξαιτίας τους, όπως αυτά που μόλις είδαμε. Αρκεί βέβαια ο θεωρητής-επιμελητής να κάνει τη δουλειά του και να μην αρκείται να ευπρεπίζει καταλήξεις.

Και κλείνω, αναδημοσιεύοντας ολόκληρη την καλογραμμένη αφηγηση του παθόντα για το τρίτο περιστατικό:

Ποιος σκότωσε τον αδερφό της γιαγιάς του Καίσαρα;

Ή

Πώς κατασκευάζεται ένα λαμπρό μαργαριτάρι

(μια ιστορία μεταφραστικού τρόμου και μυστηρίου)

Αφηγείται ο μεταφραστής του βιβλίου

Ένα ωραίο πρωινό, άνοιξα αμέριμνος μια μετάφρασή «μου» για να επιβεβαιώσω μια λεπτομέρεια σχετικά με τη διάταξη της ρωμαϊκής λεγεώνας (δεν είχα υψιπετείς σκοπούς – να παίξω στρατιωτάκια με τα παιδιά μου ήθελα, χωρίς όμως να μεταλαμπαδεύω εσφαλμένες πληροφορίες). Στην αρχή της παραγράφου «Οι αυτοκρατορικές λεγεώνες», έπεσα πάνω στην εξής φράση:

Αναγνωρίζοντας, όπως και ο αδερφός της γιαγιάς του Καίσαρα, ότι η στρατιωτική επιτυχία αποτελούσε βάση για πολιτική καριέρα, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Αύγουστος, ακολούθησε πολιτική συνετής επέκτασης, που συνδυαζόταν με τη μέριμνα για τη σταθεροποίηση της άμυνας της αυτοκρατορίας. (σελ. 63).

Δε χρειάζονται βαθιές γνώσεις ρωμαϊκής ιστορίας ή πολύχρονη μεταφραστική εμπειρία, αρκεί η κοινή λογική για να καταλάβει κανείς ότι η φράση που υπογράμμισα εδώ (ο αδερφός της γιαγιάς του Καίσαρα) αποτελεί μαργαριτάρι πρώτης γραμμής. Αν και δε μπορώ να ξέρω ή να θυμάμαι ποια ήταν η γιαγιά του Καίσαρα, πόσο μάλλον ποιος ήταν ο αδερφός της, εννοείται ότι εδώ γίνεται λόγος για τον ίδιο τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος, ναι, ήταν αδελφός της (μητρικής) γιαγιάς του Αύγουστου (μια πρόχειρη παραπομπή: Σουητώνιος, Αύγουστος, IV, 1). Όντας σίγουρος ότι δεν έχω κάνει εγώ τούτο το λάθος (κάνω κι εγώ λάθη, φυσικά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά σφάλματα τέτοιου είδους δεν κάνω ποτέ), υπόθεσα ότι θα είχα γράψει «ο αδερφός της γιαγιάς του, ο Καίσαρας» ή στη χειρότερη περίπτωση «ο αδερφός της γιαγιάς του Καίσαρας», και ο επιμελητής (ή κάποιος «αντ’ αυτού») είχε κάνει μια μηχανική και εντυπωσιακά άστοχη διόρθωση.

Έμεινα για ένα εικοστετράωρο μ’ αυτή την εντύπωση. Μετά, βρήκα τον καιρό να τσεκάρω το δικό μου αρχείο (αυτό που είχα στείλει στον εκδότη), όπου βρήκα τη φράση:

Αναγνωρίζοντας, όπως και ο μεγάλος θείος του Καίσαρας, ότι η στρατιωτική επιτυχία πρόσφερε μια καλή βάση για την πολιτική δημοτικότητα, ο πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Αύγουστος, ακολούθησε μια πολιτική συνετής επέκτασης, που συνδυαζόταν με τη μέριμνα για τη σταθεροποίηση της άμυνας της αυτοκρατορίας.

Και, κοιτώντας στο αγγλικό:

Recognizing, like his great uncle Caesar, that military success was a good basis for political popularity, the first Roman Emperor Augustus, followed a policy of cautious expansion, alternated with consolidation of the Empire’s defences. (p. 63).

Δε μας ενδιαφέρουν, εδώ, οι άλλες διαφοροποιήσεις – ούτε αν η φράση είναι περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη μεταφραστικά. Great uncle σημαίνει βέβαια μεγαλοθείος (θείος του πατέρα ή της μητέρας), αλλά εδώ δημιουργείται μια δισημία, ίσως κι ένα παιγνίδισμα, καθώς ο Καίσαρας ασφαλώς ήταν κι από μόνος του Great (άσε που ο Καίσαρας ήταν κι από μόνος του «Θείος», αν κι αυτό δε φαίνεται στα αγγλικά). Νομίζω ότι είχα προσθέσει μια χειρόγραφη παρατήρηση πάνω στο print out. Εκ των υστέρων, θα ήταν προτιμότερο να μην το ψιλοκοσκινίσω και να έγραφα απλώς «μεγαλοθείος» – με την ελπίδα ότι η λέξη θα γινόταν γλωσσικά αποδεχτή. Ή και σκέτο «θείος» (στα ελληνικά, ονομάζουμε συνήθως τους μεγαλοθείους απλώς θείους, αν δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για διάκριση), αφήνοντας στη μπάντα τα μεγαλεία.

Τι έχει συμβεί εδώ; Προφανώς, ο στρατηγός-επιμελητής (ή κάποια ορντινάντσα του) θεώρησε τη λύση μου αδέξια και προτίμησε να αναλύσει τη συγγενική σχέση, γράφοντας «ο αδερφός της γιαγιάς του Καίσαρας», ή κάτι τέτοιο. Θεμιτό ως εδώ, ας πούμε (αν και κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει πιο αδέξιο απ’ το δικό μου). Μετά, ήρθε με όλο του το πάσο ο τελικός διορθωτής για να προσέξει ότι αυτό το «ς» αποτελεί παραδρομή – μετά το «του» πάει γενική (οι διορθωτές για κάτι τέτοια ζούνε, και πληρώνονται για να σκέφτονται τυποποιημένα). Στο κάτω-κάτω, τι φταίει αυτός αν οι σοφοί δεν υιοθέτησαν την πολύ λογική ορθογραφία των εκδόσεων «Κάλβος»: ο αδερφός της γιαγιάς-του; (ίσως με τη φιλεύσπλαχνη σκέψη ν’ αφήσουν και κανένα εύλογο επιχείρημα στους πολυτονιστές) Και έτσι, μέσα απ’ αυτή τη μακρόχρονη και περίπλοκη διαδικασία, υποθέτω, σχηματίστηκε ένα ολοστρόγγυλο και λαμπερό μαργαριτάρι.

Κι έτσι εκτέθηκα λοιπόν. Όχι όμως και πάρα πολύ. Στο χοντρό εξώφυλλο του βιβλίου αναγράφεται μόνο ο τίτλος και η ένδειξη «Επιμέλεια: Δ…Γ…» (το όνομα του στρατηγού ε.α. -επιμελητή). Ούτε καν οι συγγραφείς δεν αναφέρονται, «τι να ξέρουν κι αυτοί;»), πόσο μάλλον ο μεταφραστής. Στη σελίδα τίτλου πάλι, οι (πέντε) συγγραφείς στριμώχνονται, κακήν κακώς, μόνο με τα αρχικά τους και κατά παραχώρηση, σε μιαν αράδα, ώστε να προβάλλει με μεγάλα γράμματα και μ’ όλα του τα γαλόνια ο στρατηγός: «Επιμέλεια: Δ… Γ…., ΥΠΤΓΟΣ ε.α.».[1] Πάλι δεν αναφέρεται μεταφραστής. Αυτόν μπορούμε να τον ανακαλύψουμε, με μικροσκοπικά γράμματα, μόνο στη σελίδα του copyright, μόλις δυο αράδες πάνω απ’ το «Τυπογραφικές διορθώσεις: Θ….Γ…». Ένδειξη που εντοπίζει επιτέλους, σύμφωνα με την προηγούμενη ανάλυση, τον πιθανό δράστη του εγκλήματος.

Ευγνωμονώ λοιπόν τις εκδόσεις …. που φρόντισαν, με τόσο τακτ, να με προστατέψουν.

[1] Στο αυτί του εξώφυλλου επίσης, τα βιογραφικά των συγγραφέων που με τόση επιμέλεια είχα μεταφράσει από τα αγγλικά απλοποιήθηκαν στο έπακρο στην ελληνική έκδοση, ώστε να γίνει χώρος για το βιογραφικό του στρατηγού – που πιάνει τόσο χώρο όσο των άλλων πέντε μαζί. Μα τι περίμεναν λοιπόν; Κανένας απ’ αυτούς δεν είχε καν το βαθμό του λοχία, κάτι ψωρολέκτορες και κάτι ψωροκαθηγητές πανεπιστημίων μονάχα – και μάλιστα πανεπιστημίων που κανείς δε μας βεβαιώνει ότι έγιναν ή θα γίνουν ιδιωτικά.

 

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , | 144 Σχόλια »

Ο Εδμόνδος Αμπού στην Ελλάδα -και στην Αίγινα

Posted by sarant στο 9 Σεπτεμβρίου, 2018

Κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο το κλασικό έργο του Εδμόνδου Αμπού (Edmond About) «Η Ελλάδα του Όθωνα», τίτλος εκσυγχρονισμένος, αφού ο τίτλος του πρωτοτύπου, «Η σύγχρονη Ελλάδα» (La Grèce contemporaine) θα ηχούσε εντελώς παραπλανητικά 165 χρόνια μετά.

O Αμπού (1828-1885) επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1852 και έμεινε ως το 1854. Εργάστηκε για τη Γαλλική Σχολή των Αθηνών και με την επιστροφή του στη Γαλλία μετέφερε στο γαλλικό κοινό τις εντυπώσεις του από το νεοπαγές κράτος.

Το βιβλίο αυτό του Αμπού, αλλά κυρίως το επόμενο που έγραψε για την Ελλάδα της εποχής του, «Ο βασιλεύς των ορέων», προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, αφού θεωρήθηκαν ανθελληνικά. Όπως θα φανεί και από τα αποσπάσματα που δημοσιεύω, που πάντως δεν είναι και τα πιο καυστικά, ο Αμπού στηλιτεύει τα πολλά στραβά που βλέπει, αλλά αγαπά την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Μπορεί πάντως να σταθεί η κριτική πως αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως ανώριμα παιδιά, με τόνο συγκαταβατικό.

Το βιβλίο είχε εκδοθεί παλιότερα σε μετάφραση του (κομμουνιστή διανοούμενου) Απόστολου Σπήλιου και πρόλογο του Τάσου Βουρνά. Σήμερα μεταφράζεται ξανά, κάτι πολύ λογικό αφού η παλιά έκδοση είναι εξαντλημένη και αφού τα σημαντικά βιβλία καλό είναι να ξαναμεταφράζονται κάθε 1-2 γενιές.

Πάντως, θα χρειαζόταν πιστεύω εκτενέστερη αναφορά στην υποδοχή που είχε ο Αμπού και το έργο του στην Ελλάδα του 1860, κάτι που θίγεται μόνο περιστασιακά στον έτσι κι αλλιώς ισχνότατο πρόλογο (σκάρτες τέσσερις σελίδες!) του Τάκη Θεοδωρόπουλου.

Δυστυχώς, ο πρόλογος είναι γραμμένος στο γόνατο. Ξεχώρισα την άστοχη έκφραση ότι το 1850 «το αεροπλάνο δεν έχει ακόμη καθιερωθεί ως μέσο μεταφοράς» -κάτι που θα ταίριαζε για μια εποχή όπου το αεροπλάνο έχει μεν εφευρεθεί αλλά δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε μεταφορές πχ περί το 1910. Αλλά η ακριβολογία δεν ήταν ποτέ το ατού του κ. Θεοδωρόπουλου.

Η μετάφραση της κ. Αριστέας Κομνηνέλλη είναι καλή. Το κείμενο ρέει ευχάριστα, ενώ η μεταφράστρια, πολύ δεοντολογικά, αναγνωρίζει τις οφειλές της στην παλιότερη μετάφραση όταν σε ορισμένα σημεία υιοθετεί μια έκφρασή της ή μεταφέρει μια υποσημείωση της παλιότερης έκδοσης.

Δυστυχώς όμως, ενώ η μετάφραση ρέει, δεν είναι απαλλαγμένη από λάθη και λαθάκια. Παρόλο που δεν έκανα συστηματικό έλεγχο, θα αναφέρω μερικές περιπτώσεις που δεν μπόρεσα να μην τις προσέξω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αττική, Αίγινα, Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά, Παρουσίαση βιβλίου, Ταξιδιωτικά, Τι λένε για μας | Με ετικέτα: , , , , | 176 Σχόλια »

Η πτώση του Παρισιού, μυθιστόρημα του Ηλία Έρενμπουργκ

Posted by sarant στο 17 Μαΐου, 2018

Παλιομοδίτης όπως είμαι, οι αγαπημενοι μου συγγραφείς ειναι επίσης παλαιοί -ένας απ’ αυτους ο σοβιετικός Ηλίας Έρενμπουργκ, που αποσπάσματα απο τα απομνημονεύματά του και από άλλα έργα του έχω ξαναβάλει στο ιστολόγιο.

Περνώντας προσφατα από το βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής είδα ότι εκδόθηκε, σε δύο τόμους και συνολικά 720 σελίδες, το μυθιστόρημα «Η πτωση του Παρισιού» του Ερενμπουργκ. Το πήρα και το διάβασα σχεδόν απνευστί -το ένιωθα πως θα μου άρεσε και δεν έπεσα έξω. Είχε βγει και παλιά από άλλον εκδοτικό οίκο, όμως τούτη η έκδοση της Συγχρονης Εποχής πρέπει να είναι φετινή (αν κάνω λάθος, διορθώστε).

Στην Πτώση του Παρισιού, ο Έρενμπουργκ δινει μια τοιχογραφία της Γαλλίας από το 1936 και τις εκλογές που έφεραν τη νικη του Λαϊκού Μετώπου έως το 1940 και την είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι μετά τη συνθηκολόγηση. Ο Έρενμπουργκ, με διαφορά ο πιο δυτικός από τους Σοβιετικούς συγγραφείς, περιγράφει πράγματα που τα έζησε από πρώτο χέρι, αφού εκείνην την περίοδο ζούσε στο Παρίσι ως ανταποκριτής σοβιετικών εφημερίδων (αν και ειχε περάσει αρκετους μήνες και στην Ισπανία ως πολεμικός ανταποκριτής στον εκεί εμφύλιο· άλλωστε και η Ισπανία φιγουράρει στο μυθιστόρημα). Καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα, εδώ κι εκεί αναγνώριζα σκηνές και φράσεις που τις είχε επίσης περιγράψει και αναφέρει ο Έρενμπουργκ, αν και κάπως διαφορετικά, στα απομνημονεύματά του.

Ειναι παραδοσιακό μυθιστόρημα, όπου παρελαύνουν δεκάδες ήρωες, οι περισσότεροι απ’ αυτους ζωγραφισμένοι πολύ πετυχημένα. Ο ίδιος ο Έρενμπουργκ, κρίνοντας το έργο του, έγραψε ότι «ορισμενοι ήρωες μού φαίνονται ζωντανοί, με τρεις διαστάσεις, άλλοι επίπεδοι, κατάλληλοι για πλακάτ» και συνεχίζει λέγοντας ότι κακώς έκανε αψεγάδιαστους τους «καλούς» (τον κομμουνιστή εργάτη Μισό ή Μιχιό, θα πούμε μετά, ή τη Ντενίζ). Πέτυχε όμως πολύ καλά τους ενδιάμεσους, σαν τον έξυπνο και ευαίσθητο καπιταλιστή Ντεσέρ. Ίσως ο πιο καλοσχεδιασμένος χαρακτήρας να είναι ο πολιτικός Τεσά, βουλευτής του ριζοσπαστικού κόμματος, που ξεκινάει από βουλευτής του Λαϊκού Μετωπου και καταλήγει υπουργός του Πετέν -ο συγγραφέας περιγράφει με μεγάλη επιτυχία και πολύ πειστικά την αλυσίδα των συμβιβασμών και των υποχωρήσεων.

Το βιβλίο έχει ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία δεν θα την πληροφορηθεί ο αναγνώστης της σπαρτιατικής έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής. Τη λέω σπαρτιατική, επειδή παρουσιάζει σκέτο το κείμενο: δεν έχει ούτε προλογο, ούτε μεταφραστικές ή άλλες υποσημειώσεις, ούτε επίμετρο, ούτε τίποτα, μόνο ένα σημείωμα στο οπισθόφυλλο, για το οποίο θα πω μετά. Βέβαια, το κείμενο αρκεί και αποζημιώνει τον αναγνώστη με το παραπάνω, παρά τα μεταφραστικά προβλήματα (βλ. παρακάτω). Αλλά στην εποχή μας, ο αναγνωστης θέλει και κάτι παραπάνω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, ΕΣΣΔ, Κριτική μεταφράσεων, Μυθιστόρημα, Μεταφραστικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , | 181 Σχόλια »

Οι ελληνικοί χαιρετισμοί και ο δύσμοιρος Ουμπέρτο Έκο

Posted by sarant στο 15 Φεβρουαρίου, 2018

Το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο σε ένα θηριώδες μεταφραστικό μαργαριτάρι που εντόπισε φίλος του ιστολογίου σε βιβλίο -και προφανώς από τα μεταφρασμένα βιβλία έχουμε περισσότερες απαιτήσεις ποιότητας παρά από τις μεταφράσεις άρθρων σε ιστότοπους ή υποτίτλων.

Στην αρχή σκεφτόμουν να το αφήσω για τα μεζεδάκια του Σαββάτου, είδα όμως ότι δεν είναι μεμονωμένο κρούσμα, οπότε έγραψα το σημερινό άρθρο. Κι έτσι το ιστολόγιο θυμάται τις ρίζες του, διότι στον παλιό μου τον ιστότοπο η επισήμανση μεταφραστικών ατοπημάτων και γενικά η κριτική των μεταφράσεων καταλάμβανε συγκριτικά αρκετά μεγαλύτερο χώρο απ’ ό,τι στο ιστολόγιο -είχα μάλιστα και ειδική ενότητα με «μεταφραστικές γκρίνιες«.

Λοιπόν, πριν από μερικές μέρες, ο φίλος μας ο Skol έγραψε το εξής σχόλιο:

Την Κυριακή πήρα το Βήμα για να ρίξω μια ματιά στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, ένα οχτάτομο έργο σε επιμέλεια Ουμπέρτο Έκο και Ρικάρντο Φεντρίγκα που μοιράζει το κυριακάτικο Βήμα. Έχει ενδιαφέροντα κείμενα, μερικά από τα οποία τα έχει γράψει ο ίδιος ο Έκο, αλλά η μετάφραση βγάζει μάτι ότι έγινε με το google translate. Παρακάτω ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο “Το ηχοτοπίο του αρχαίου κόσμου”.

Ακόμα και ο Πορφύριος, Έλληνας φιλόσοφος και θεολόγος του 3ου αιώνα, μας πληροφορεί ότι οι ελληνικοί χαιρετισμοί σημείωσαν την ερμηνεία πολλών αντιληπτών διαφορών ανάμεσα στις φωνές των κοράκων και της κουρούνας, αλλά από ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά, σταματούν ακόμα και οι ίδιοι και το αφήνουν να περάσει επειδή είναι ελάχιστα αντιληπτή από το ανθρώπινο αυτί!

Έτσι ακριβώς, δεν κάνω πλάκα!

Πρόκειται για τον 2ο τόμο («Από τους ελληνιστικούς χρόνους στον Άγιο Αυγουστίνο») από ένα οχτάτομο έργο που μοιράζει το Βήμα -ήδη έχουν διανεμηθεί οι τρεις πρώτοι τόμοι- και που το χαρακτηρίζει, κάπως μεγαλόστομα, «το κορυφαίο εκδοτικό γεγονός της χρονιάς«.

Ωστόσο, το απόσπασμα που παρέθεσε ο φίλος μας ο Skol περιέχει ένα χοντρό μεταφραστικό λάθος, ίσως «το λάθος της χρονιάς». Κι επειδή όλη η πρόταση δείχνει να έχει τα χάλια της, ζήτησα από τον φίλο μας και μου έστειλε σε φωτογραφία πέντε σελίδες του βιβλίου στις οποίες ο ίδιος είχε εντοπίσει μεταφραστικά προβλήματα και σε αυτο το μικρό δείγμα θα στηριχτω για το σημερινό άρθρο. Εξ όνυχος τον λέοντα.

Να ξαναδιαβάσουμε το επίμαχο απόσπασμα (στην εικόνα αριστερά δίνω περισσότερα συμφραζόμενα), που βρίσκεται στη σελίδα 253 του βιβλίου:

Ακόμα και ο Πορφύριος, Έλληνας φιλόσοφος και θεολόγος του 3ου αιώνα, μας πληροφορεί ότι οι ελληνικοί χαιρετισμοί σημείωσαν την ερμηνεία πολλών αντιληπτών διαφορών ανάμεσα στις φωνές των κοράκων και της κουρούνας, αλλά από ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά, σταματούν ακόμα και οι ίδιοι και το αφήνουν να περάσει επειδή είναι ελάχιστα αντιληπτή από το ανθρώπινο αυτί!

Βγάζετε νόημα; Πολύ δύσκολα. Επιπλέον, επικρατεί συντακτική τρικυμία αφού «το αφήνουν» αλλά είναι «ελάχιστα αντιληπτή», οπότε δεν αδικώ τον φίλο μας τον skol που γνωμάτευσε πως η μετάφραση «έγινε με google translate». Έτσι δείχνει αν και κατά πάσα πιθανότητα έγινε από άνθρωπο. Φυσικά ο τόμος έχει όνομα μεταφραστή (μεταφράστριας για την ακρίβεια) και επιμελητή, αλλά το ζητούμενο δεν είναι να τους διασύρω -αν κάποιος αξίζει χλεύη είναι ο εκδότης, αυτός κυκλοφορεί το βιβλίο και το χαρακτηρίζει γεγονός της χρονιάς.

Μπόρεσα να βρω το ιταλικό πρωτότυπο, το οποίο έχει ως εξής:

Anche Porfirio, filosofo e teologo greco del III secolo, ci informa che gli auguri greci hanno annotato l’interpretazione di numerose differenze percepibili all’intemo delle voci di corvi e cornacchie; ma al di là di una certa soglia si arrestano perfino loro, e lasciano perdere, perche si tratta di sottigliezze scarsamente percepibili all’orecchio umano!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Νομανσλάνδη | Με ετικέτα: , , , , , , , | 162 Σχόλια »

Ο Μικάδος στον Νιάρχο

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2017

Την Παρασκευή που μας πέρασε πήγα στο ΚΠΙΣΝ και παρακολούθησα την κωμική όπερα «Ο Μικάδος» των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν, και είπα να γράψω κάτι σύντομο, που μάλιστα σκέφτηκα να το βάλω εμβόλιμο προχτές.

Τελικά όμως έγραψα κάτι εκτενέστερο, το οποίο, αφού θα δοθούν παραστάσεις και τούτη την εβδομάδα (από αύριο) ταιριάζει να μπει και σήμερα, μέρα αργίας και ραστώνης έτσι κι αλλιώς, να κάνει και λίγη αντίστιξη, αφού χτες και προχτές είχαμε χριστουγεννιάτικη λογοτεχνική ύλη.

Είπα για κωμική όπερα, θα μπορούσα να πω και οπερέτα (όπως συνήθως χαρακτηρίζονται τα έργα του Όφενμπαχ ή του Στράους περίπου την ίδια εποχή). Πάντως είναι είδος διαφορετικό από την κλασική όπερα της χρυσής εποχής, αφού περιλαμβάνει εκτεταμένα διακριτά μέρη με διαλόγους, που εκφωνούνται θεατρικά και όχι τραγουδιστά όπως στα ρετσιτατίβα και που προωθούν σημαντικά την πλοκή -όχι όπως στο ζίνγκσπιλ όπου έχουν μάλλον συνδετικό ρόλο. Πρόδρομος του μιούζικαλ, ας πούμε. Βεβαια, ο Μικάδος και τα άλλα έργα της δυάδας είναι παιδιά της βικτοριανής εποχής, αφού όλα γράφτηκαν μεταξύ 1871 και 1896, στο απόγειο της δόξας και της δύναμης της αποικιακής αυτοκρατορίας. Ο Μικάδος είναι η πιο πολυπαιγμένη από τις κωμικές όπερες των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν.

Ενδεικτικό της σημασίας που έχει ο λόγος στο είδος αυτό είναι ακριβώς ότι το δημιουργικό δίδυμο στο οποίο οφείλουμε τον Μικάδο έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «Γκίλμπερτ και Σάλιβαν», δηλαδή το όνομα του λιμπρετίστα (Γκίλμπερτ) προτάσσεται, ενώ θα ήταν αδιανόητο να πούμε π.χ. ότι ο Κουρέας της Σεβίλλης είναι έργο των Στερμπίνι-Ροσίνι. Στην κλασική όπερα το όνομα του λιμπρετίστα σπανίως αναφέρεται και, όταν αναφέρεται, έρχεται πάντοτε δεύτερο.

Η παράσταση δόθηκε στην Εναλλακτική Σκηνή του ΚΠΙΣΝ, όπου είναι εύκολο να βρεις σχετικά καλή θέση ακόμα και την τελευταία στιγμή, ενώ για την Κεντρική Σκηνή τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα. Έτσι, είχα βρει μια θέση στην πρώτη σειρά, αν και πλάγια (που όμως το προτιμώ). Η παράσταση ετσι κι αλλιώς έχει διασκευαστεί για μικρή ορχήστρα 6 μουσικών ενώ ο διευθυντής, ο Μιχάλης Παπαπέτρου, παίζει επίσης και ένα από τα πρόσωπα του έργου, τον Πις-Τας.

Η υπόθεση του έργου: Στη φανταστική πόλη Τιτιπού της Ιαπωνίας καταφθάνει ο Νάνκι-Που, γιος του Μικάδου (του αυτοκράτορα) μεταμφιεσμένος σε περιπλανώμενο τροβαδούρο, αναζητώντας την αγαπημένη του Γιαμ-Γιαμ. Ταξιδεύει με ψεύτικο όνομα επειδή ήταν υποχρεωμένος να παντρευτεί με την Κάτισα, μια ώριμη αριστοκράτισα που τον ερωτεύτηκε σφόδρα, και για να την αποφύγει το έσκασε.

Η Γιαμ-Γιαμ είναι λογοδοσμένη με τον κηδεμόνα της, τον ράφτη Κο-Κο. Ωστόσο, συνέβησαν ορισμένα γεγονότα που έχουν μπλέξει το κουβάρι. Πρώτα, ο Μικάδος θέσπισε νόμο που θεωρεί έγκλημα το φλερτ και το τιμωρεί με την ποινή του θανάτου. Μετά, ο Κο-Κο καταδικάστηκε σε θάνατο για φλερτ. Ταυτόχρονα όμως, με απόφαση του Μικαδου, ο θανατοποινίτης ορίστηκε Μέγας Εκτελεστής της πόλης -οπότε, βέβαια, είναι αδύνατον να αποκεφαλίσει τον εαυτό του.

Έτσι, δεν γίνεται καμιά εκτελεση και ετοιμάζεται ο γάμος του Κο-Κο με τη Γιαμ-Γιαμ προς μεγάλη απογοήτευση του Νανκι-Που. Ωστόσο, ο Μικάδος με γράμμα του εκφράζει τη δυσφορία του που δεν έχει γίνει καμιά εκτέλεση τόσον καιρό, και διατάζει να γίνει η επόμενη εκτέλεση μέσα σε ένα μήνα -και επισκέπτεται την πόλη μαζί με την ακολουθία του και με την Κάτισα.

Ύστερα από διάφορες παλινωδίες που τις αφήνω για έκπληξη, και επειδή ο Κο-Κο δεν είναι καλός στους αποκεφαλισμούς, παρουσιάζουν στον Μικάδο ένα πλαστό πιστοποιητικό εκτέλεσης του Νάνκι-Που -αλλά ο Μικάδος εξοργίζεται όταν συνειδητοποιεί ότι εκτέλεσαν τον μονάκριβο γιο του, οπότε τελικά του φανερώνουν ότι ο γιος του ζει. Ο Κο-Κο παντρεύεται την Κάτισα κι έτσι απαλλάσσει τον Νανκι-Που ο οποίος παίρνει τη Γιαμ-Γιαμ και ζουν αυτοί καλά κι εμεις καλύτερα.

Πρόκειται δηλαδή για μια εντελώς σουρεάλ υπόθεση, ένα παιχνίδι παραλόγου. Ο σκηνοθέτης, Ακύλλας Καραζήσης, επέλεξε μια πολιτική ματιά, κι έτσι αντί για μια άχρονη στιλιζαρισμένη Ιαπωνία όπως συνήθως στις παραστάσεις του Μικάδου, διανθίζει την παράστασή του με σύμβολα που παραπέμπουν ολοφάνερα στην Κίνα του Μάο, με κόκκινα αστέρια στο πηλήκιο και κομσομόλικα μαντίλια στο λαιμό, και για όποιον δεν το κατάλαβε το αναφέρει και στο πρόγραμμα: «οι συνειρμοί που γεννάει η παράλογη απαγόρευση … θα έλεγα ότι δεν είναι γιαπωνέζικης αλλά κινέζικης και μάλιστα μαοϊκής απόχρωσης». Προσωπικά, βρήκα εκβιασμένη την ερμηνεία του. Στο έργο γίνεται παράλογο χιούμορ, δεν καταγγέλλεται καμιά… φονική γραφειοκρατία -και πώς να είναι φονική αφού κατάφερε την απόλυτη συνθήκη ώστε να μην αποκεφαλιστεί ποτέ κανείς, διορίζοντας Αρχιεκτελεστή έναν θανατοποινίτη, που μάλιστα είναι αλλεργικός στα αίματα.

Μου άρεσαν πολύ οι τραγουδιστές, ιδίως ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης στον ρόλο του Μικάδου, που με εντυπωσίασε καθώς με πολύ μεγάλη άνεση τραγουδούσε πάνω στην κίνηση. Όλοι έδειξαν πέρα από φωνητικά προσόντα και υποκριτικό ταλέντο όχι ευκαταφρόνητο, κάτι απαραίτητο για το είδος αυτό.

Επειδή, όπως είπα πιο πάνω, ο λόγος παίζει καίριο ρόλο, ο Μικάδος, όπως και όλες θαρρώ οι κωμικές όπερες των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν, παιζεται μεταφρασμένος -κάτι που γίνεται σπάνια πλέον με τις κλασικές όπερες. Η μετάφραση των κειμένων της παράστασης έγινε από τον Γιωργο Τσακνιά, ενώ οι στίχοι των τραγουδιών ανατέθηκαν στην Κατερίνα Σχινά.

Μου άρεσε η δουλειά και των δυο. Η μετάφραση του πεζου ειναι σαφώς πιο απλή υπόθεση, αλλά έγινε με κέφι, με καλή αξιοποίηση των επιπέδων ύφους, χωρίς πολλές επικαιροποιήσεις, με λελογισμένες δόσεις καθαρεύουσας και με μερικές καλές ατάκες, από τις οποίες συγκράτησα μόνο μία -εκεί που συζητούν για διάφορους τρόπους θανάτωσης, «το να θάβεσαι ζωντανός είναι χάλια τρόπος να πεθάνεις -πιο χάλια πεθαίνεις».

Η Κατερίνα Σχινά είχε σαφώς πιο δύσκολο έργο, διότι έπρεπε να δώσει στίχους που να τραγουδιούνται κι αυτό δεν είναι απλό. Ξέρουμε ότι στη μετάφραση απο τ’ αγγλικά οι συλλαβές αυξάνονται πολύ (το sad γίνεται ‘λυπημένος’) αλλά από την άλλη δεν υπάρχει η υποχρέωση να είναι ακριβής η μετάφραση, αρκεί να είναι στρωτή και ευρηματική.

Στα τραγούδια υπήρχε προβολή των (ελληνικών) στίχων με υπερτίτλους στο πάνω μέρος της σκηνής -αλλιώς δεν είναι εύκολο να διακρίνεις τα λόγια μόνο με το αυτί. Νομίζω ότι η Σχινά τα κατάφερε πολύ καλά με τη μετάφραση, ιδίως στα χιουμοριστικά κομμάτια (που είναι και τα περισσότερα) -στα αισθηματικά μέρη μού φάνηκε ότι αφέθηκε σε εύκολες λύσεις. Και για να τολμήσω μια γενική παρατήρηση, νομίζω πως όταν μεταφράζει κανείς κωμική όπερα πρέπει να προσπαθήσει να δώσει και μερικές απρόσμενες πλούσιες ρίμες (πλούσιες είναι οι ρίμες όπου ριμάρουν δύο ή περισσότερες συλλαβές, αλλά βέβαια όχι «χέρια-μαχαίρια») διότι έτσι ξαφνιάζεται ευχάριστα ο ακροατής. Επίσης χρειάζονται ρίμες με λέξεις που ανήκουν σε διαφορετικά μέρη του λόγου, κάτι που αυξάνει την πρωτοτυπία και το ξάφνιασμα -η Σχινά είχε μερικές πετυχημένες π.χ. «αν το πεις – απρεπής» αλλά θα ήθελα περισσότερες.

Βρήκα πολύ πετυχημένη τη μετάφραση των στίχων της Λίστας (I’ve got a little list) που ειναι και το «σουξέ» του έργου. Εδώ ο Κο-Κο διαβάζει έναν μακρύ κατάλογο ανθρώπων που με χαρά θα αποκεφάλιζε.

Μπορείτε να το ακούσετε εδώ στα αγγλικά, αλλά οι στίχοι διαφέρουν από τους αρχικούς του Γκίλμπερτ επειδή είναι έθιμο να επικαιροποιούνται με κάθε νέα παράσταση του Μικάδου:

Παρακάλεσα την Κατερίνα Σχινά να μου στείλει την ελληνική μετάφραση των στίχων της και την παρουσιάζω εδώ πλάι στο αγγλικό πρωτότυπο.

As some day it may happen that a victim must be found2

 

Βρίσκω ότι η μεταφράστρια έκανε εδώ καλή δουλειά, κράτησε κάποια σημεία του πρωτοτύπου κι έδωσε ένα κείμενο που τραγουδήθηκε πολύ καλά.

Σε άλλα κομμάτια, η Σχινά δεν απέφυγε στη μετάφρασή της τις υπαινικτικές ή ευθείες αναφορές στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα της Ελλάδας -και πολύ καλά έκανε, κατά τη γνώμη μου, με μια εξαίρεση που θα αναφέρω πιο κάτω.

Ετσι, γέλασα με την αναφορά στον πρωθυπουργό που περνάει Συμπληγάδες (ή κάτι τέτοιο) ή στον υπουργό που σηκώνει αεροπλάνα. Κάπου άκουσα ένα «πλεονέκτημα ηθικό» αλλά δεν συγκράτησα τα συμφραζόμενα, και υπήρχαν και αναφορές σε τροπολογίες. Όλα αυτά είναι αναμενόμενα -είπαμε ότι και οι ίδιοι οι Άγγλοι διασκευάζουν τα λόγια του Γκίλμπερτ όταν ανεβάζουν σήμερα τις οπερέτες αυτές- και άλλωστε η σάτιρα είναι για τις κυβερνήσεις.

Με ενόχλησε πολύ όμως η ταύτιση της αυστηρής, ηλικιωμένης και δυσκολοαγάπητης αριστοκράτισσας Κάτισα με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, ταύτιση που έγινε αφού στα λόγια της προστέθηκαν στη μετάφραση οι φράσεις «επονείδιστο και επαχθές» και «παράνομο και απεχθές». Αυτό και σεξιστικό το βρίσκω και όχι έντιμο πολιτικά, το θεωρώ στραβοπάτημα της παράστασης.

Κι ένα άλλο γλωσσικό, με το οποίο θα κλείσω. Αν είχα κάτι να προσάψω στη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά θα ήταν ότι χρησιμοποιούσε λόγιες λέξεις λιγάκι συχνότερα απ’ όσο συνηθίζω εγώ. Μη φανταστείτε όμως τρομερές υπερβολές -υπάρχουν πολύ χειρότερα, και τα είχαμε δει σε μερικές όπερες που παίχτηκαν πρόσφατα από το κανάλι της Βουλής όπου ο υποτιτλιστής μετέφραζε βυθισμένος στο Λίντελ Σκοτ και χρησιμοποιούσε λέξεις όπως… ριγεδανός.

Όχι, η Σχινά απέφυγε τέτοιες ακρότητες. Και δεν θα έγραφα τίποτα αν δεν συνέβαινε το περιστατικό που θα σας αφηγηθώ.

Ο διπλανός μου στο θέατρο, νεότερος από εμένα, με χαιρέτισε πριν αρχίσει η παράσταση και δήλωσε αναγνώστης του ιστολογίου. Στο πρώτο μέρος του έργου, λίγο μετά το τραγούδι που είδαμε πιο πάνω, υπάρχει το τρίο των μαθητριών, όπου σε ένα ρεφρέν τραγουδούν όλες μαζί:

Three, little maids who, all unwary,
Come from a ladies’ seminary,
Freed from its genius tutelary –
Three little maids from school!

Η ελληνική μετάφραση:

Τρεις κοπελιές κι οι τρεις αθώες
Απ’ το σχολειό βγήκαμε σώες
Απαλλαγμένες απ’ τους νόες
Απ’ το σχολειό κι οι τρεις!

Αυτό το ρεφρέν ακούστηκε δύο φορές και το είδαμε να προβάλλεται στους υπέρτιτλους. Μου έκανε εντύπωση ο πληθυντικός «νόες», τον βρήκα άκομψο, βεβιασμένη επιλογή για χατίρι της ρίμας -και σημείωσα στη μέσα σελίδα του προγράμματος: νόες! (Το έχω συνήθεια να κρατάω σημειώσεις όταν παρακολουθώ παραστάσεις).

Στο διάλειμμα, βγήκα έξω μαζί με τον διπλανό μου και, όπως είχε αναπτυχθεί οικειότητα, είπαμε δυο λόγια για την παράσταση. Οπότε, κάποια στιγμή με ρωτάει.

— Συγνώμη, τι θα πει «νόες»;

Ανοιξα το πρόγραμμα, τού έδειξα τη σημείωση που είχα κάνει, του είπα ότι είναι ο πληθυντικός του «νους», που βέβαια είναι δύσχρηστος και σπάνιος διότι σχεδόν πάντα λέμε «μυαλά» (πχ είναι λαμπρός νους – αλλά: είναι από τα πιο λαμπρά μυαλά της γενιάς του) και συμφωνήσαμε ότι ήταν λάθος αυτή η επιλογή της μεταφράστριας.

Ζητησα την άδεια από τον συνομιλητή μου να αναφέρω εδώ ότι είναι λίγο κάτω από 40 χρονών και με μεταπτυχιακές σπουδές, φίλος του μουσικού θεάτρου. Οπότε, αν η λέξη είναι άγνωστη στον συνομιλητή μου που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά σαφώς ήταν κακή επιλογή.

Αλλά δεν είναι πρέπον να κατακρίνεις μια επιλογή χωρίς να προτείνεις εναλλακτική. Μια λύση που θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τους ασυμπάθιστους νόες θα ήταν:

Τρεις κοπελιές, κορίτσια αθώα
Απ’ το σχολειό βγήκαμε σώα
Γλιτώσαμε κι απ’ τα μητρώα
Απ’ το σχολειό κι οι τρεις!

Βέβαια, κάπως σκαμπανεβάζει στις εναλλαγες του γένους. Ισως υπάρχουν λύσεις με -όες, αλλά χωρίς νόες και πλόες.

Κάντε κάτι κι εσείς! (Μη μου φέρετε όμως τις Φερόες!)

 

Posted in όπερα, Θεατρικά, Κριτική μεταφράσεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 134 Σχόλια »

Το Φύλλο μηδέν του Ουμπέρτο Έκο

Posted by sarant στο 20 Αυγούστου, 2015

eko-fillo-midenΤον περασμένο μήνα, στο άρθρο μου για τα «βιβλία για το καλοκαίρι», είχα αναφερθεί στο τελευταίο βιβλίο του  Ουμπέρτο Έκο Φύλλο μηδέν.  Στα σχόλια, ο φίλος μας ο Pedis με κάλεσε να πω τη γνώμη μου για το βιβλίο, ενώ ένας άλλος φίλος σχολίασε ότι δεν είναι βιβλίο «για το καλοκαίρι», αφού μπορείς να το βγάλεις σε μια καθισιά, σ’ ένα απόγευμα. Ο Pedis, πρέπει να πω, σε ένα παλιότερο σχόλιό του είχε κάνει μια εκτενή, αν και όχι πολύ επαινετική, αναφορά στο βιβλίο του Έκο.

Και οι δυο έχουν δίκιο: και ο φίλος που είπε ότι μπορείς να το τελειώσεις γρήγορα, και ο Pedis που δεν ενθουσιάστηκε. Το «Φύλλο μηδέν» δεν είναι σαν τα μυθιστορήματα του Έκο που διαβάσαμε με ενδιαφέρον ή και με απληστία, έργα ογκώδη και πλούσια από το Όνομα του Ρόδου ίσαμε το πιο πρόσφατο Κοιμητήριο της Πράγας (που το παρουσιάσαμε κι εδώ), περνώντας από τον Μπαουντολίνο ή το Εκκρεμές του Φουκώ. Είναι πιο μικρό, από πολλές απόψεις, πιο ρηχό, αν και πιο ευκολοδιάβαστο, τουλάχιστον σε σύγκριση με κάποια παλιότερα, μια και δεν είναι καθόλου μπερδεμένο.

Βέβαια, το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά (και, υποθέτω σε άλλες γλώσσες) με πολλές τυμπανοκρουσίες, και, όπως διαφημίστηκε, σε τιράζ 50.000 αντιτύπων -δεν είναι η πρώτη φορά που το αναξιόλογο έργο ενός ηλικιωμένου μεγάλου συγγραφέα προβάλλεται δυσανάλογα και δέχεται κριτικούς επαίνους που ουσιαστικά αντανακλούν την εκτίμηση προς το σύνολο του έργου του δημιουργού του.

Ο τίτλος εννοεί το δοκιμαστικό φύλλο μιας εφημερίδας, που έχει καθιερωθεί να παίρνει τον αριθμό μηδέν -έτσι ονομάζονται τα φύλλα που ετοιμάζουν οι συντάκτες μιας υπό έκδοση εφημερίδας για να πάρουν το κολάι της δουλειάς, να ρονταριστούν σαν ομάδα, να δουν τι τεχνικά και άλλα προβλήματα υπάρχουν, φύλλα που δεν κυκλοφορούν στα περίπτερα και δεν τα βλέπει το μάτι του αναγνώστη.

Στο μυθιστόρημα, ο κεντρικός ήρωας είναι ένας αποτυχημένος γραφιάς, ο Κολόνα, που τον πλησιάζει ένας γνωστός του δημοσιογράφος, ο Σιμέι, και του προτείνει να συμμετάσχει στο επιτελείο μιας καινούργιας εφημερίδας, που θα βγάλει κάμποσα δοκιμαστικά φύλλα, όχι όμως σαν προετοιμασία για την κανονική της έκδοση αλλά για να τα χρησιμοποιήσει ο ανώνυμος χρηματοδότης για να εκβιάσει υψηλά ιστάμενους και να πετύχει άλλους επιχειρηματικούς σκοπούς του: εφημερίδα δεν πρόκειται να βγει, και αυτό το μυστικό δεν το ξέρουν οι άλλοι δημοσιογράφοι, που όλοι τους είναι τρίτης και τέταρτης διαλογής. Ο Κολόνα τυπικά θα έχει το ρόλο του συμβούλου σε θέματα σωστού χειρισμού της γλώσσας, αλλά στην πραγματικότητα δουλειά του θα είναι να συγγράψει για λογαριασμό του Σιμέι ένα μυθιστόρημα στο οποίο θα αφηγείται την ιστορία της έκδοσης (που πρόκειται να ματαιωθεί) -ο Κολόνα θα πληρωθεί για να το γράψει, αλλά ο Σιμέι θα το υπογράψει.

Από τους υπόλοιπους συντάκτες ξεχωρίζουν η Μάια, μια νεαρή παραλίγο φιλόλογος, που τα φτιάχνει με τον Κολόνα, και ο Μπραγκαντότσο, που συνεχώς ερευνά θεωρίες συνωμοσίας και παρουσιάζει κομματιαστά στον Κολόνα μια φοβερή αποκάλυψη: ο Ντούτσε δεν είχε εκτελεστεί από παρτιζάνους τις τελευταίες μέρες της κατάρρευσης του Άξονα, ένας σωσίας πήρε τη θέση του -ο αληθινός Μουσολίνι φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, οι δε ακροδεξιοί προετοίμαζαν μεθοδικά την επάνοδό του. Ωστόσο, πριν ο Μπραγκαντότσο αποφασίσει πώς θα χειριστεί το φοβερό του εύρημα, πέφτει θύμα δολοφονίας -με αποτέλεσμα ο ανώνυμος χρηματοδότης να φοβηθεί και να διακόψει την (υποτιθέμενη) έκδοση κι έτσι να ματαιωθεί και το βιβλίο που θα έγραφε ο Κολόνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική βιβλίου, Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά, Υποσημειώσεις | Με ετικέτα: , , , | 110 Σχόλια »

Μεταφράζοντας από τα αρχαία ελληνικά (άρθρο του Βασίλη Κάλφα)

Posted by sarant στο 30 Σεπτεμβρίου, 2014

Αναδημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του Βασίλη Κάλφα, καθηγητή φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ, σχετικά με τις μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων, που δημοσιεύτηκε το Σάββατο στην Εφημερίδα των Συντακτών. Το διάλεξα επειδή λέει πράγματα που κι εγώ τα έχω διαισθανθεί, αλλά τα διατυπώνει πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσα να τα διατυπώσω εγώ.

Όπως θα δείτε, στο άρθρο του ο κ. Κάλφας αναφέρεται σε ένα απίστευτο (αλλά αληθινό) γεγονός: η μετάφραση από τα αρχαία που βραβεύτηκε φέτος με Κρατικό Βραβείο περιέχει κραυγαλέα μεταφραστικά λάθη, και μάλιστα λάθη της κατηγορίας των «ψευτοφίλων εσωτερικού». Για παράδειγμα, το «ζει» (που είναι το ζέει, δηλ. βράζει) μεταφράστηκε… ζει! Επειδή είναι θέμα που με ενδιαφέρει πολύ και έχω γράψει κι εγώ γι’ αυτό, εμβαθύνω λίγο περισσότερο σε αυτά τα λάθη, παραθέτοντας τμήματα από ένα άλλο σχετικό άρθρο.

Μεταφράζοντας από τα αρχαία ελληνικά (Βασ. Κάλφας)

Ξεκινώ από μια διαπίστωση. Οι νεοελληνικές μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι πάρα πολύ κακές. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει αν συγκρίνει κανείς μεταφράσεις κλασικών αρχαιοελληνικών έργων στις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες και στα νέα ελληνικά. Προσπαθώντας να αιτιολογήσω το γεγονός, μπορώ να επικαλεστώ μια τετριμμένη και μια πιο εκλεπτυσμένη εξήγηση.

Η εκλεπτυσμένη εξήγηση είναι ότι ο μεταφραστής παγιδεύεται από την κοινότητα της νέας ελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Λειτουργώντας ως «ενδογλωσσικός» μεταφραστής, διστάζει να προτάξει την αυτονομία της νέας ελληνικής και συνειδητά ή ασυνείδητα έλκεται από τη διαφορετική μορφολογία και σύνταξη της αρχαίας. Ετσι το μεταφρασμένο κείμενο, ενώ ανήκει τυπικά στη νέα ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο του και χρειάζεται τη συνεχή βοήθεια του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου (αν υποθέσουμε ότι ο αναγνώστης μπορεί κάτι να καταλάβει από αυτό).

Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ακόμη και στις πιο πρόχειρες σύγχρονες εκδόσεις μεταφρασμένων κειμένων παρατίθεται και το βαρύγδουπο πρωτότυπο – να είναι καλά η αρχαιογλωσσία μας και η χαλαρή μας αντίληψη περί πνευματικών δικαιωμάτων. Το υποτιθέμενο, και υπαρκτό κατ’ αρχήν, πλεονέκτημα της κοινότητας της γλώσσας του μεταφραστή και της γλώσσας του κειμένου έχει μετατραπεί σε εμπόδιο.

Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και ο υπερβολικός σεβασμός -που είναι μάλλον φόβος- του μεταφραστή απέναντι στον μεταφραζόμενο συγγραφέα. Πώς να τολμήσεις να μεταφράσεις έναν όρο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αν «ακούγεται» ακόμη κάπως στα νέα ελληνικά, έστω κι αν σήμερα σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Ετσι, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, στη βραβευμένη με το φετινό κρατικό βραβείο «ενδογλωσσικής» μετάφρασης έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών του Προτρεπτικού του Ιάμβλιχου, λέξεις της αρχαίας ελληνικής, όπως «ζεῖ», «ἀδάμας», «χρήζει», «ὀξίς», «ἀποκνῶ», μεταφράζονται με τις φαινομενικά κοντινές νεοελληνικές «ζει», «διαμάντι», «με τη χρήση του», «αιχμή του ξίφους», «τεμπελιάζω», όταν οι σωστές θα ήταν «βράζει», «χάλυβας», «χρειάζεται, ταιριάζει», «δοχείο για ξύδι», «διστάζω» [βλ.Θ. Στεφανόπουλου, «Κρατικά βραβεία και (αν)αξιοκρατία», The books’ journal 47 (2104), σ. 24-26].

Το παράδειγμα όμως που μόλις ανάφερα μάλλον δεν έχει να κάνει με το δέος του μεταφραστή απέναντι στο βαρυσήμαντο κείμενο, αλλά εντάσσεται στην εξήγηση που προηγουμένως χαρακτήρισα τετριμμένη. Γιατί θα έπρεπε οι νεοελληνικές μεταφράσεις μας να είναι καλές, όταν από πουθενά δεν τεκμαίρεται το υψηλό επίπεδο της αρχαιογνωσίας μας; Ποιοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να μεταφράσουν κείμενα διάσημα για την πυκνότητα και τη δυσκολία τους, σε όλες αυτές τις απίθανες εκδόσεις που έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια την ελληνική αγορά (και τηλεαγορά) του βιβλίου; Σε ποιες σπουδές και ποιες γνώσεις στηρίζονται;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Αρχαία ελληνικά, Αναδημοσιεύσεις, Κριτική μεταφράσεων, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , , , , | 243 Σχόλια »

Κάποιος να προστατέψει τους ποιητές! (συνεργασία της Τάνιας Ραχματούλινα)

Posted by sarant στο 25 Ιουνίου, 2014

Στον παλιό μου ιστότοπο δημοσίευα πότε-πότε κριτικές μεταφράσεων, κάτι που δεν το κάνω και τόσο συχνά στο ιστολόγιο, ίσως επειδή το θέμα είναι πολύ ειδικό. Μια τέτοια κριτική θα δημοσιεύσω και σήμερα, όμως στο μεγαλύτερο μέρος της γραμμένη από μια καινούργια γνωριμία αλλά ήδη καλή φίλη, μια και τη διαβάζω από παλιά, την Τάνια Ραχματούλινα, που σχολιάζει πότε-πότε και στο ιστολόγιο. Η Τάνια δεν είναι Ρωσίδα (είναι Κύπρια), αλλά έχει σπουδάσει στην τότε ΕΣΣΔ και έχει ζήσει πολλά χρόνια στη Ρωσία. Το κείμενό της αφορά τα απαράδεκτα λάθη στη μετάφραση της ποίησης του Βλαντίμιρ Βισότσκι στη συλλογή «Ο Άγιος Βλαδίμηρος του πάθους» (μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης). Η κριτική δημοσιεύτηκε ήδη στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», στη στήλη του κοινού μας φίλου Στέλιου Ελληνιάδη, εδώ όμως την παραθέτω μαζί με κάποια δικά μου σχόλια, που για να ξεχωριζουν τα βάζω με κόκκινο χρώμα, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στο ιστολόγιο δεν έχω περιορισμό χώρου όπως στις εφημερίδες. Καναδυό σημεία της αρχικής δημοσίευσης τα παρέλειψα.

Για να μπορεί να ακουστεί και η άλτερα παρς, στις περισσότερες περιπτώσεις παρατίθεται ο αριθμός της σελίδας του βιβλίου, ενώ βάζω και λινκ προς μεταφράσεις των ίδιων ποιημάτων σε άλλες γλώσσες. Να προσθέσω ότι και πριν από πέντε χρόνια είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο μιαν άλλη αρνητική κριτική για μετάφραση του ίδιου μεταφραστή, τότε στον Μαγιακόφσκι («Σύννεφο με πλαστικά παντελόνια«), δυστυχώς όμως ίδιου τύπου λάθη και παρανοήσεις επαναλαμβάνονται και εδώ.

 

ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ!

Τάνια Ραχματούλινα

vyssb192369Αγόρασα πρόσφατα τρία βιβλία, το ένα είναι το «Βλαδίμηρος Βισότσκι – Ο άγιος Βλαδίμηρος του πάθους», εκδόσεις bibliotheque, 2013, με την ένδειξη: Συλλεκτική έκδοση σε 500 αριθμημένα αντίτυπα (εγώ είμαι το 132ο θύμα). Το δεύτερο είναι το «Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Βέρστια», εκδόσεις Ενδυμίων, 2013, και το τρίτο είναι το: «Β.Μ. Γκάρσιν, Το κόκκινο λουλούδι», εκδόσεις Πόλις, Μάρτιος 2014. Μεταφραστής και των τριών βιβλίων, από τα ρωσικά, είναι ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.

Κάθε φορά που βλέπω στα βιβλιοπωλεία μια καινούργια μετάφραση ρωσικών βιβλίων χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί θέλω αυτή η σπουδαία λογοτεχνία –κλασική και σύγχρονη– να φτάνει στα χέρια του Έλληνα αναγνώστη, να του δίνεται η δυνατότητα να τη γνωρίσει. Και πραγματικά υπάρχουν εξαιρετικοί μεταφραστές που μεταφράζουν απευθείας από τα ρωσικά, φανερώνοντας πολύ καλή γνώση της ρωσικής και άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας.

Αν και έχει πάνω από χρόνο που διάβασα τη «Μήδεια και τα παιδιά της» της Λιουντμίλας Ουλίτσκαγια (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2000), εξακολουθώ να είμαι γοητευμένη από τη μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά, και από το μυθιστόρημα φυσικά. Διαβάζοντάς το, ξεχνιόμουν και δεν παρακολουθούσα τόσο την υπόθεση όσο τη μετάφραση. Συχνά μάντευα από κάτω το ρωσικό κείμενο και θαύμαζα το πόσο άρτια μεταφερόταν στα ελληνικά. Δυστυχώς δεν έτυχε να δω κι άλλες μεταφράσεις του Λ. Καρατζά αλλά ελπίζω να συνεχίσει να μας δίνει, χωρίς ο ίδιος να το υποπτεύεται, μαθήματα μεταφραστικής τέχνης.

Από τα τρία βιβλία που ανέφερα στην αρχή, θα σταθώ ιδιαίτερα στον «Άγιο Βλαδίμηρο του πάθους». Και πρέπει να πω αμέσως ότι είναι πολύ δύσκολο να μεταφράσεις Βισότσκι, αν όχι ακατόρθωτο. Ο Βλαντίμιρ Βισότσκι, o βάρδος, όπως αρέσει στους Ρώσους να τον αποκαλούν, έγραφε τους στίχους των τραγουδιών του, τα έπαιζε στην κιθάρα του και τα τραγουδούσε με τη βραχνή φωνή του. Δηλαδή έγραφε στίχους που προορίζονταν να μελοποιηθούν και να τραγουδηθούν. Στην πλειοψηφία των τραγουδιών η μελωδία είναι υποτυπώδης, ρυθμική, περισσότερο για να στηρίξει τους στίχους. Στίχους μεστούς νοήματος, με δυνατή, στέρεη ομοιοκαταληξία και αυστηρή δομή. Επομένως εκτιμώ ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών είναι η ομοιοκαταληξία και ο ρυθμός. Αυτά πρέπει να τηρηθούν ευλαβικά στη μετάφραση, αλλιώς χάνεται η μαστοριά και η μαγεία τους.

Ο Βισότσκι έγραψε φαρμακερά σατιρικά τραγούδια και αριστοτεχνικές παρωδίες. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι μερικών από αυτά: «Γράμμα των εργατών ενός εργοστασίου στο Ταμπόφ προς Κινέζους ηγέτες», «Διάλεξη για τη σύγχρονη επιστήμη», «Πρωινή γυμναστική», «Για τον Τζέημς Μποντ», «Γι’ αυτούς που πάνε στο εξωτερικό και επιστρέφουν» (εδώ υποθέτω πως θα ήθελε να γράψει γι’ αυτούς που δεν επιστρέφουν, αλλά δεν θα τον άφηνε η λογοκρισία), «Στις μπιραρίες ξημεροβραδιαζόμουν», «Διάλογος στο τραμ», και τόσα άλλα. Έγραψε όμως και τραγούδια που διαπνέονται από βαθύ λυρισμό για τον έρωτα και τη φιλία, για την απελπισία και τα αδιέξοδα, όπως είναι το συγκινητικό «Δεν γύρισε απ’ τη μάχη» ή το σπαρακτικό «Άλογα ατίθασα» και πάρα πολλά άλλα.

Ήταν ένας μοναδικός στο είδος του τραγουδοποιός που με τόση αμεσότητα και τέχνη αποτύπωνε στα τραγούδια του, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να έχουν τεράστια απήχηση, τον κόσμο της εποχής του. Έναν κόσμο όμως όχι και τόσο ιδανικό, όπως ήθελε να τον παρουσιάζει η επίσημη πολιτεία και η επίσημη διανόηση. Στις μπαλάντες του συχνά παρελαύνουν μέθυσοι, μαχαιροβγάλτες, παρακμιακοί τύποι της πόλης, κλεφτρόνια, και φυσικά όλοι αυτοί μιλάνε με το ύφος και τη γλώσσα του περιθωρίου, την αργκό. Ποιος Έλληνας μεταφραστής γνωρίζει τη σοβιετική αργκό; Νομίζω κανείς!

Κάνω μια μικρή παρένθεση για να πω ότι είχα την τύχη να δω τον Βισότσκι και να τον ακούσω μία μοναδική φορά, κάπου εκεί γύρω στο ΄70, στην αίθουσα συναυλιών του πανεπιστημίου μας. Ήταν κατάμεστη από φοιτητές που κάθονταν, στέκονταν και κρέμονταν απ’ όπου έβρισκαν. Εμείς είχαμε σφηνωθεί, όρθιοι πίσω από τις τελευταίες σειρές, και πιο πολύ τον ακούγαμε παρά τον βλέπαμε. Η εικόνα του όμως έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου: ένας μάλλον μικρόσωμος νέος άντρας, καθισμένος κατάχαμα στην άκρη της σκηνής, με τα πόδια να κρέμονται κάτω από το πάλκο, να μας μιλά και να τραγουδά με τη βραχνή φωνή του, που τότε ακόμα δεν ήταν και τόσο βραχνή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 156 Σχόλια »

Οι Τιμπώ, κριτική μιας ιδιότροπης μετάφρασης

Posted by sarant στο 10 Μαρτίου, 2013

Thibault_ad6c3b068265080c86ec88d308d8675cΣτον παλιό μου τον ιστότοπο, είχα δημοσιεύσει αρκετά εκτενή άρθρα με κριτικές μεταφράσεων. Σε τούτο εδώ το ιστολόγιο, αν και ασχολούμαι με μεταφραστικά λάθη, πολύ σπάνια γράφω τέτοια άρθρα, γιατί έχω τον φόβο ότι ελάχιστους θα ενδιαφέρουν, με λίγες εξαιρέσεις, ας πούμε όταν το βιβλίο είναι γνωστό (όπως με το τελευταίο του Ουμπέρτο Έκο). Σήμερα έχουμε άλλη μια τέτοια εξαίρεση.

Πρόκειται για το μυθιστόρημα Οι Τιμπώ, του νομπελίστα Γάλλου συγγραφέα Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ (1882-1958), από τις εκδόσεις Εστία. Να πω ότι έχω διαβάσει μόνο τον πρώτο από τους δύο τόμους, αλλά έχει 800 σελίδες, δεν είναι μικρό πράμα. Το βιβλίο μού το δάνεισε μια φίλη, η οποία επέμενε να το διαβάσω για να κρίνω τη μετάφραση, που ήταν κατά τη γνώμη της απαράδεκτη. Τον διάβασα, της έγραψα τη γνώμη μου αναλυτικά, σκέφτηκα να γράψω στο ιστολόγιο, το αμέλησα, μετά διάβασα μια έντονα αρνητική κριτική (πράγμα σπάνιο) στην Athens Review of Books, οπότε αποφάσισα να πω κι εγώ τη γνώμη μου, αλλά πέρασαν και δυο-τρεις μήνες μέχρι να υλοποιήσω την απόφαση, επειδή σκεφτόμουν να βρω και να διαβάσω και τον δεύτερο τόμο, όμως αυτό δεν θα γίνει σύντομα, έχω πολλά πολυσέλιδα στο ράφι με τα αδιάβαστα, οπότε ας βγάλω από μέσα μου το κείμενο, που έλεγε κι ο Καζαντζάκης, να μην έχω την έγνοια του.

Οι Τιμπώ είναι σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που εκδόθηκε αρχικά σε έξι ξεχωριστά βιβλία (ο πρώτος τόμος) και σε ένα μεγάλο (συν τον επίλογο) ο δεύτερος τόμος. Είναι το γνωστότερο έργο του νομπελίστα συγγραφέα. Παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας, της οικογένειας Τιμπώ, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν θα δώσω περίληψη της πλοκής, μπορείτε να τη διαβάσετε στην παρουσίαση της Καθημερινής,  όπου η δημοσιογράφος γράφει κοινότοπα ότι «Αξιέπαινη είναι η μετάφραση του Γ. Νίκα, ο οποίος επέτυχε να μεταφέρει τους Τιμπώ στη γλώσσα μας με ζωντάνια και ευαισθησία». Πιο συνοπτικός, αλλά πιο προσωπικός, ο Ν. Μπακουνάκης στο Βήμα επίσης επαινεί τη μετάφραση, που την αποκαλεί μεταφραστικό άθλο: Εχω πολλές παρατηρήσεις να κάνω για τη μετάφραση αλλά δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ ενώπιον του μεταφραστικού άθλου του Γ. Νίκα. Αισθάνθηκα διαβάζοντας το βιβλίο ότι ο μεταφραστής είχε κάποιον παραπάνω λόγο για να κάνει τη μετάφραση – και όχι μόνο επαγγελματικό. Μια αναγνωστική ή συναισθηματική εμμονή – και αυτό μου άρεσε.

Και πράγματι, από το Διαδίκτυο μαθαίνουμε ότι  ότι ο μεταφραστής με δική του πρωτοβουλία άρχισε να μεταφράζει το βιβλίο, από μεράκι και αγάπη προς τον συγγραφέα, και μετά το πρότεινε στον εκδοτικό οίκο, χωρίς να το έχει ολοκληρώσει (ίσως είχε κάνει μόνο τον πρώτο τόμο). Έμεινε στο συρτάρι για καιρό, και το ολοκλήρωσε καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα. Εδώ ο μεταφραστής χαρακτηρίζεται «ηρωικός». Εδώ που τα λέμε, να μεταφράσεις 1600 σελίδες δεν είναι και αστείο.

Αντίθετα, στην ΑRB,. η καθηγήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας (και ειδική στη μετάφραση) Μαρία Παπαδήμα έχει σοβαρότατες αντιρρήσεις για τη μετάφραση των Τιμπώ. Το άρθρο της δεν υπάρχει ονλάιν, αλλά και σε πρόσφατη συνέντευξή της ξεχώρισε (αρνητικά) το έργο και μίλησε για τα «τόσα πραγματολογικά και συντακτικά λάθη». Στις περισσότερες επισημάνσεις της η κ. Παπαδήμα έχει δίκιο, αν και σε ένα σημείο διαφωνώ σοβαρά μαζί της: για να δώσει παράδειγμα των πραγματολογικών λαθών του βιβλίου αναφέρει ότι ο Walt Whitman μεταγράφηκε Χουίτμαν, που το θεωρεί λάθος, και μάλιστα ενδεικτικό «άγνοιας και αβλεψίας». Μα, φιλτάτη, στη γλώσσα μας υπάρχουν τρεις τρόποι να μεταγράψεις τον μεγάλο ποιητή: Ουίτμαν, Γουίτμαν, Χουίτμαν. Συμφωνώ ότι το Χουίτμαν είναι η σπανιότερη απόδοση, αλλά την έχουν επιλέξει και λογοτέχνες, όπως ο ποιητής Κλείτος Κύρου, ή συγγράμματα αναφοράς (Πάπυρος). Άρα, δεν πρόκειται για λάθος που δείχνει άγνοια ή αβλεψία, αλλά για μεταφραστική επιλογή -κακή ίσως, αλλά επιλογή. Και μειώνει την αξιοπιστία της κριτικής αυτή η αναφορά, τη στιγμή που υπάρχουν άλλα αναντίλεκτα λάθη στα κύρια ονόματα (π.χ. Σαλλούστος, στις σελ. 62 και 127 ενώ τον λέμε Σαλλούστιο). Πρέπει όμως να πω ότι οι άλλες παρατηρήσεις της κ. Παπαδήμα είναι εύστοχες, όπως εύστοχη είναι και η μπηχτή της για τους κοινότοπους επαίνους.

Ωστόσο, εγώ δεν θα καταδικάσω τόσο απόλυτα τη μετάφραση, και ακόμα περισσότερο τον μεταφραστή, παρόλο που στα επόμενα θα αραδιάσω δεκάδες λάθη και λαθεμένες επιλογές. Δίκιο έχει η Παπαδήμα, αλλά και ο Μπακουνάκης. Η συνολική μου ετυμηγορία, να το πω από τώρα, είναι ότι έχουμε μια ιδιότροπη μετάφραση από έναν ιδιότροπο αλλά καλό μεταφραστή. Η μετάφραση δεν είναι τόσο καλή όσο ο μεταφραστής, επειδή η άλλη μεταβλητή της εξίσωσης είχε μηδενική τιμή: εννοώ ότι η επιμέλεια του έργου ήταν ανύπαρκτη από κάθε άποψη και εδώ θα παραπονεθώ για τον ιστορικό εκδοτικό οίκο, την Εστία, που φαίνεται να μην έκανε θεώρηση της μετάφρασης ή/και επιμέλεια του κειμένου, παρά μόνο τυπογραφική διόρθωση (που κι αυτής της ξέφυγαν όχι λίγα). Άκουσα ότι η Εστία αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, και συμφωνώ ότι η έκδοση ενός βιβλίου με 2 επί 800 σελίδες είναι άθλος, η δε τιμή, 39 ευρώ για 800 σελίδες, είναι μάλλον χαμηλή (απόλυτα βέβαια, είναι υψηλή). Να σημειώσω ότι η έκδοση ενισχύθηκε από το γαλλικό Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, και προφανώς ο εκδότης αξιοποίησε την επιδότηση για να κρατήσει χαμηλή την τιμή, αντί να πληρώσει θεώρηση της μετάφρασης. Δεν ήταν καλή επιλογή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 147 Σχόλια »

Δυο ποιητές περιγράφουν τον θάνατό τους

Posted by sarant στο 21 Οκτωβρίου, 2012

Το «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι» είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Κώστα Ουράνη (1890-1953), ίσως το γνωστότερο, που απόκτησε μια δεύτερη νεότητα όταν το μελοποίησαν τα Διάφανα Κρίνα.  Βέβαια, ο Ουράνης έχει δυο πολύ γνωστούς στίχους, από άλλα ποιήματα, το «Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε» και κυρίως το  «Αν είναι νάρθει θε ναρθεί αλλιώς θα προσπεράσει», που έχει γίνει παροιμιώδες χωρίς να θυμόμαστε τον ποιητή του, αλλά ως ποίημα το «Θα πεθάνω…» νομίζω ότι είναι γνωστότερο. Φυσικά, κι άλλοι ποιητές έχουν γράψει για τον θάνατό τους και περιγράψει τον θάνατό τους, είναι ένα από τα βασικά θέματα της ποίησης.

Να δούμε το ποίημα:

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ‘ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα ‘ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψei
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα ‘ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου – κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μελοποιημένη ποίηση, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 85 Σχόλια »

Έρικ Χόμπσμπομ (1917-2012)

Posted by sarant στο 2 Οκτωβρίου, 2012

Χτες έφυγε από τη ζωή, στα 95 του χρόνια, ο μεγάλος ιστορικός Έρικ Χόμπσμπομ (Eric Hobsbawm, για τη μεταγραφή του ονόματος θα τα πούμε αναλυτικά πιο κάτω). Όπως έγραψε μια νεκρολογία του, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πολύ κατάλληλο μέρος για έναν ιστορικό, το 1917, σημαδιακή χρονιά για έναν κομμουνιστή -λίγους μήνες πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση. Ο πατέρας του ήταν Αγγλοεβραίος έμπορος, η μητέρα του συγγραφέας, εβραία από την Αυστρία. Όταν ήταν δύο χρονών, η οικογένειά του μετακόμισε πρώτα στη Βιέννη και μετά στο Βερολίνο. Έχασε σχετικά μικρός και τους δυο γονείς του και τον υιοθέτησε ο θείος του. Το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, μετακόμισαν στην Αγγλία. Τότε ήταν ήδη κομμουνιστής και έμεινε μέλος του Βρετανικού Κ.Κ. σχεδόν ως το τέλος (του κόμματος).

Το βασικό έργο του ίσως είναι οι «τέσσερις εποχές», δηλαδή τα βιβλία «Η εποχή των επαναστάσεων» (1789-1848), «Η εποχή του κεφαλαίου» (1848-1875), «Η εποχή των αυτοκρατοριών» (1875-1914) και «Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας» (1914-1989). Έγραψε επίσης για τους ληστές της νότιας Ευρώπης, για τα έθνη και τον εθνικισμό, για την επινόηση της παράδοσης, αλλά και για τη τζαζ, που τη λάτρευε -μάλιστα διατηρούσε για χρόνια τη στήλη της τζαζ στο Νιου Στέιτσμαν, αλλά με ψευδώνυμο. Έγραψε επίσης την αυτοβιογραφία του, Interesting times, που ο Έλληνας εκδότης προτίμησε να το μετατρέψει, σαν πιο πιασάρικο, σε Συναρπαστικά χρόνια, χαλώντας το βρετανικό φλέγμα του τίτλου.

Για την αξία του Χόμπσμπομ ως ιστορικού δεν θα μιλήσω εγώ, το ιστολόγιο έχει ανάμεσα στους σχολιαστές του πολύ ειδικότερους από εμένα, αν θέλετε λοιπόν μπορείτε να αναφέρετε στα σχόλια τη γνώμη σας. Θα ομολογήσω μάλιστα ότι δεν έχω διαβάσει την τετραλογία του, παρά μόνο αποσπασματικά, δηλαδή ορισμένα (λίγα) κεφάλαια μόνο. Έχω διαβάσει άλλα βιβλία του, όπως θα δείτε πιο κάτω -και, μπορώ να το πω, έγραφε πολύ καλά, αλλά για την επιστημονική αξία του επαναλαμβάνω ότι άλλοι είναι αρμοδιότεροι. Πάντως, όποιος θέλει να πάρει μια γεύση της γραφής του, μπορεί να κοιτάξει τη σύντομη μελέτη του The Machine Breakers, που έχει αντικείμενο τους Λουδίτες (εύστοχη σύσταση του φίλου Earion στη Λεξιλογία). Επίσης, μπορείτε να δείτε μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε φέτος στην εφημ. Εποχή, όπου θίγει αρκετά εντελώς φρέσκα θέματα.

Όμως εμείς εδώ είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, οπότε το υπόλοιπο άρθρο θα επικεντρωθεί σε (δευτερεύοντα ίσως) ζητήματα που έχουν γλωσσικό ενδιαφέρον, δηλαδή τη μεταγραφή και την προφορά του ονόματός του, και μερικές ελληνικές μεταφράσεις έργων του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εις μνήμην, Ιστορία, Κριτική μεταφράσεων, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , , , | 114 Σχόλια »

Καλύμματα ασφαλείας και Αχαιοί τηλευαγγελιστές

Posted by sarant στο 8 Αυγούστου, 2012

Κανονικά σήμερα δεν είχα σκοπό να ανεβάσω άρθρο, διότι αυγουστιάτικα δικαιούμαι κι εγώ να με πιάσει το ραστόνι που τ’ αρνάκια χαυνώνει. Όμως, σε μια κουβέντα που είχαμε στο φέισμπουκ με τον φίλο Λύο Καλοβυρνά, έγινε λόγος για το βιβλίο του Ντόκινς «Η περί Θεού αυταπάτη», ή μάλλον για την ελληνική μετάφρασή του. Οπότε, μια και είχα πριν από τέσσερα χρόνια γράψει δυο άρθρα (επι)κριτικά της ελληνικής μετάφρασης, σκέφτομαι να τα παρουσιάσω εδώ, ζητώντας συγνώμη απ’ όσους δεν ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα. Εμένα όμως με ενδιαφέρουν πολύ.

Το πρώτο άρθρο:
Διαβάζω το τελευταίο βιβλίο του Ντόκινς, το «Η περί Θεού αυταπάτη» από τις εκδόσεις Κάτοπτρο. Με έχει ήδη εντυπωσιάσει το γεγονός ότι η μετάφραση και επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης υπογράφεται όχι από έναν και δύο, ή έστω τρεις, αλλά από μισή ντουζίνα, κυριολεκτικά, μεταφραστές, από έξι άτομα.

Παρά τη συρροή μεταφραστών, το κείμενο δεν ρέει πάντοτε και συχνά με κάνει να θέλω να ανατρέξω στο πρωτότυπο. Επίσης, προσωπικά με ενοχλούν αρκετά κάμποσες καθαρευουσιανιές που βρίσκω, όπως επίσης ότι όλα τα κύρια ονόματα, ακόμα και πασίγνωστα, ακόμα και μικρά ονόματα, είναι λατινογραμμένα, κάτι που διασπά την οπτική ενότητα του κειμένου και το κάνει να μοιάζει βλογιοκομμένο.

Ωστόσο, αυτό είναι επιλογή, κατακριτέα ίσως, αλλά όχι μεταφραστικό λάθος. Και σε άλλες επιλογές της μεταφραστικής εξάδας έχω ενστάσεις, αλλά τις προσπερνάω. Αισίως έχω φτάσει στη σελ. 19 (αν και ακόμα σε Πρόλογο βρίσκομαι) και διαβάζω μια ρήση του Ισαάκ Ασίμοφ (Asimov βεβαίως στο βιβλίο):

«Εξέτασε κάθε στοιχείο της ψευδοεπιστήμης και θα ανακαλύψεις ένα κάλυμμα ασφαλείας, ένα δάχτυλο να πιπιλίσεις, ένα φουστάνι να κρατήσεις».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , | 156 Σχόλια »