Πριν από καμιά δεκαριά μέρες, σε μια συζήτηση που είχα στο Φέισμπουκ με μια φίλη, που έχει καταγωγή (και) από την Κύπρο, ήρθε ο λόγος, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς, στη λέξη «τσαέρα», όπως λέγεται στην κυπριακή ελληνική η καρέκλα.
Τότε κάποιος ανέφερε ότι η τσαέρα είναι δάνειο από την περίοδο της αγγλοκρατίας, από τη λέξη chair, και η φίλη μου συμφώνησε, προσθέτοντας πως η κυπριακή έχει δανειστεί πολλές λέξεις από τα αγγλικά, όπως είναι η τσαέρα ή το σταφύλι βέρικο.
Είναι αλήθεια ότι η κυπριακή έχει δανειστεί από τα αγγλικά λέξεις που δεν τις έχει δανειστεί η κοινή νέα ελληνική, ενώ πολύ περισσότερα αγγλικά δάνεια έχει το λεξιλόγιο των Κυπρίων του Λονδίνου (των Τσάρληδων). Όμως, ούτε η τσαέρα ούτε το βέρικο έχουν αγγλική αρχή -και σε αυτά τα δήθεν αγγλικά δάνεια θα αφιερώσω το σημερινό άρθρο.
Βέβαια, η ομοιότητα του «τσαέρα» με το chair είναι μεγάλη, αλλά η ομοιότητα δυο λέξεων δεν σημαίνει ότι η μία προέκυψε με δανεισμό της άλλης: θα μπορούσε η ομοιότητα να είναι συμπτωματική ή θα μπορούσε οι δυο λέξεις να συγγενεύουν, αναγόμενες σε μια τρίτη κοινή αρχή. Θέλω να πω ότι δεν μπορούμε όπου βλέπουμε ομοιότητες να δεχόμαστε αμέσως γλωσσικό δανεισμό -χρειάζονται και άλλα στοιχεία.
Στην περίπτωση της τσαέρας, η υπόθεση του δανεισμού από τα αγγλικά αποδεικνύεται αβάσιμη αν κοιτάξουμε την ιστορία της λέξης -πρόκειται για λέξη παλιά, που υπάρχει σε δημοτικά τραγούδια («τζαι κάτσετε τους φίλους μου πάνω γρυσές τσαέρες»), επομένως αποκλείεται να οφείλεται σε επίδραση της αγγλικης γλώσσας αφού η αγγλική κυριαρχία στην Κύπρο χρονολογείται από το 1877. (Αυτός ο εμπειρικός κανόνας διατηρεί την ισχύ του και για την κοινή νέα ελληνική: λέξεις που υπήρχαν στη γλώσσα από τον 18ο-19ο αιώνα είναι απίθανο να έχουν αγγλική αρχή).