Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Λεξικογραφικά’ Category

Κρεμώδες, φρουτώδες και αλοιφώδες

Posted by sarant στο 31 Μαΐου, 2023

Περιμένοντας στα τυριά στο σουπερμάρκετ, χάζευα τα τυποποιημένα στο ψυγείο. Εκεί  είδα το τυρί της φωτογραφίας -έχω κόψει το πάνω μέρος που έχει τη μάρκα να μην με κατηγορήσετε για γκρίζα ή άλλου χρώματος  διαφήμιση.

Το τυρί λοιπόν αυτό λέγεται Αλειφωτό και αυτοπροσδιορίζεται ως Φρέσκο κρεμώδες τυρί. Πιο πέρα υπήρχε ένα άλλο, από την Αμφιλοχία, το Τσαλαφούτι,  που αυτοσυστηνόταν ως Φρέσκο ελληνικό αλειφώδες τυρί. Εγώ θα το έγραφα «αλοιφώδες», και πράγματι γράφεται και έτσι.

Μετά ήρθε  η σειρά μου να πάρω φέτα και γραβιέρα, αλλά είχα και το θέμα  για το σημερινό άρθρο. Μετά, ανέβηκα στον επάνω όροφο, όπου έριξα μια ματιά στα κρασιά, πολλά από τα οποία καμάρωναν για τη φρουτώδη γεύση τους, κι έτσι τρίτωσαν τα επίθετα στον τίτλο.

Το θέμα λοιπόν είναι αυτά τα επίθετα σε -ώδης, που κάποτε ανήκαν στην  κατηγορία των λόγιων επιθέτων. Λέω ότι «ανήκαν» διότι δεν τα χρησιμοποιούσε ο πολύς κόσμος, παρά ελάχιστα από αυτά. Με την  ώσμωση όμως που έχει επέλθει, χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο, αλλά και φτιάχνονται και νέα επίθετα της κατηγορίας αυτής, όχι μόνο ή τόσο σε επιστημονικά συμφραζόμενα, αλλά κυρίως στην εμπορική και διαφημιστική πιάτσα.

Τα τρία επίθετα που μας απασχόλησαν ως τώρα, κρεμώδης, φρουτώδης και αλειφώδης  ανήκουν στην κατηγορία αυτή και αποτελούν λίγο-πολύ νεολογισμούς. Το «κρεμώδης» είναι ασφαλώς το παλιότερο. Λεξικογραφείται και στα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας.  Ορισμός: αυτό που έχει υφή κρέμας και ο όρος είναι πανταχού παρών στις μαγειρικές συνταγές και στις διαφημίσεις.

Το «φρουτώδης» είναι νεότερο, νομίζω. Μόνο στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας  το βρίσκω να  λημματογραφείται (με ορισμό: «που θυμίζει φρούτο»). Στο Χρηστικό δίνεται και ουσιαστικό, «το φρουτώδες» (γεύση φρέσκου φρούτου, που θεωρείται θετικό χαρακτηριστικό του ελαιολάδου κατά την  οργανοληπτική του εξέταση, πχ ισχυρός βαθμός φρουτώδους).

Το «αλοιφώδης/αλειφώδης», πάλι, είναι ακόμα πιο καινούργιο. Δεν το βρήκα σε κανένα λεξικό, ούτε με ει ούτε με οι. Στην  πιάτσα, όπως είπα, βρίσκονται και οι δυο γραφές. Υπερέχει, αλλά όχι συντριπτικά, η γραφή με οι, αλοιφώδης, που τη βρίσκω σωστότερη, αφού παραπέμπει στην αλοιφή και όχι στο ρήμα, αλείφω.

Τα δυο πρώτα, κρεμώδης και φρουτώδης, ενδέχεται να φτιάχτηκαν για να αποδώσουν τα αγγλικά creamy και fruity, σαν μεταφραστικά δάνεια δηλαδή. Αν δούμε παλαιότερα αντίστοιχα επίθετα σε -ώδης (θα τα δούμε όλα μαζί πιο κάτω), θα παρατηρήσουμε ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία (πλειονότητα, αν  είστε από την άλλη φράξια) είναι παράγωγα λέξεων ελληνικής ετυμολογίας. Είναι σπάνιο να έχουμε δάνειες λέξεις που να σχηματίζουν παράγωγα σε -ώδης, όπως γενικά οι δάνειες λέξεις κάπως αντιστέκονται στο να δίνουν παράγωγα (γι’ αυτό και έχουμε στην κοινή νεοελληνική λέξεις πολιτιστικός και πολιτισμικός αλλά όχι κουλτουρικός). Είναι λοιπόν ενδιαφέρον  πως ο κρεμώδης και φρουτώδης  αψήφισαν τη δυσκολία αυτή -ο αλοιφώδης έχει ελληνική ρίζα.

Η ετυμολογία του επιθήματος -ώδης έχει ενδιαφέρον. Αυτό είναι αρχαίο, και ανάγεται (με έκταση λόγω της σύνθεσης) σε θέμα οδ-, απ’ όπου και το αρχαίο όζω, και η οσμή / οδμή. Και πράγματι, αρχικά το επίθημα -ώδης εμφανίζεται σε επίθετα που δηλώνουν οσμή: «ευώδης», «δυσώδης» (εκείνος που έχει καλή ή κακή μυρωδιά). Όμως ύστερα η κατάληξη -ώδης γενικεύτηκε σε άλλα επίθετα δηλώνοντας είδος, μορφή και ιδιότητα, π.χ. λυσσώδης, μυθώδης, δηλητηριώδης, χωρίς να έχει καμιά σχέση με τη μυρωδιά. Ευτυχώς που δεν υπήρχε από κοντά κανένας λαθοθήρας, να αρχίσει να τους κουνάει το δάχτυλο: μη λες «κυματώδης» γιατί δεν μυρίζει κύμα, απλώς έχει πολλά κύματα.

Βέβαια, το επίθημα αυτό δεν κλίνεται σύμφωνα με το τυπικό της νέας ελληνικής, γι’ αυτό και οι παλιοί δημοτικιστές είχαν επιχειρήσει να κάνουν χτηνώδικο τον  κτηνώδη και λυσσώδικο τον λυσσώδη (που βέβαια πιο εύκολα γίνεται λυσσασμένος). Η τροπή του -ώδης σε -ώδικος δεν έπιασε, οπότε τώρα μείναμε με το αρχαιοπρεπές,  που βέβαια μάς δυσκολεύει στη χρήση κι έτσι διαρκώς ακούμε ότι το τάδε πιάτο «έχει  κρεμώδες υφή», αλλά μπρος στο τρισχιλιετιλίκι τ’ είν’ τα λάθη;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Νεολογισμοί | Με ετικέτα: , , , , | 132 Σχόλια »

Πόσα κόμματα υπάρχουν;

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2023

Το ερώτημα του τίτλου επιδέχεται πολλές απαντήσεις. Τι εννοούμε; Πόσα κόμματα υπάρχουν γενικά; Αμέτρητα. Πόσα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές; Ήταν πενήντα, αλλά κόπηκαν για τυπικούς ή για ουσιαστικούς λόγους πεντέξι, του Κασιδιάρη και μερικά που απειλούσαν να κόψουν ψήφους από τη Νέα Δημοκρατία, κι έτσι έχουν απομείνει πάνω από σαράντα.

Αλλά όταν λέμε κόμμα δεν εννοούμε μόνο «τον πολιτικό οργανισμό που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντα και τις απόψεις ορισμένου κοινωνικού συνόλου, τάξης ή ομάδας και έχει ως στόχο την κατάκτηση της εξουσίας» (ορισμός από το ΛΚΝ). Μπορεί επίσης να εννοούμε «σημείο στίξης (,) με το οποίο δηλώνουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα της φωνής στο εσωτερικό της περιόδου ή σε μεγάλες φράσεις».

Παρόλο που η οικογένειά μου ήταν  πολιτικοποιημένη, νομίζω ότι τα πρώτα κόμματα που έμαθα ήταν ακριβώς  τα σημεία στίξης -μάλιστα, στη δευτέρα δημοτικού (τόσο νωρίς που μου φαίνεται  περίεργο, αλλά επειδή θυμάμαι την κυρία Δανάη που μας έβαλε την άσκηση είμαι βέβαιος) η δασκάλα μάς είχε βάλει να μάθουμε απέξω τους κανόνες για το πότε μπαίνει κόμμα, και θυμάμαι πως ήταν μια σελίδα πυκνογραμμένη, με εξαιρέσεις και κόντρα εξαιρέσεις, οπότε πήγα στη γιαγιά μου και την έβαλα να με ακούει μέχρι που έμαθα να απαγγέλλω απέξω τη σελίδα  με τους κανόνες, αλλά βέβαια τους κανόνες δεν τους έμαθα. Ύστερα ήρθε η δικτατορία και απαγόρεψε τα κόμματα, οπότε δεν ασχοληθήκαμε πλέον με το θέμα.

Η λέξη «κόμμα» λοιπόν στα νέα ελληνικά έχει αυτές τις δύο βασικές σημασίες. Για την άρση της αμφισημίας, θα μπορούσαμε στην πρώτη περίπτωση να προσδιορίσουμε «πολιτικό κόμμα», αλλά στην πράξη τα συμφραζόμενα  ξεδιαλύνουν σχεδόν πάντα  το νόημα. Βέβαια, τον καιρό που ξέσπασε η κρίση  υπήρχε το λογοπαίγνιο, διπλό μάλιστα, ότι ένα λάθος κόμμα μπορεί να σου χαλάσει τη σύνταξη.

H λέξη κόμμα είναι αρχαία, και όπως συνήθως συμβαίνει άλλαξε κάμποσες σημασίες.

Το κόμμα ετυμολογείται βέβαια από το ρήμα κόπτω, και αρχικά σήμαινε την ανάγλυφη σφραγίδα πάνω στο νόμισμα και πιο γενικά την κοπή νομίσματος (χαλκίοις … κοπείσι τω κακίστω κόμματι, χάλκινα νομίσματα με ελεεινή κοπή, στους Βατράχους του Αριστοφάνη). Στη συνέχεια, η λέξη δήλωσε το κομμένο τμήμα και στην ελληνιστική εποχή το βραχύ μέλος πρότασης, ενώ στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε και για το σημείο στίξης που χρησίμευε για να χωρίσει το βραχύ μέλος της πρότασης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 93 Σχόλια »

Εσείς κριντζάρετε;

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2023

Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε ένα άρθρο για τους φασαίους, που είναι  λέξη της αργκό των  νέων, οπότε αναφέρθηκε και η λέξη του τίτλου και  υποσχέθηκα ότι θα βάλουμε  σχετικό άρθρο. Να ξεπληρώσω λοιπόν την  υπόσχεση, πριν κλείσει μήνας και αρχίσουν  και τρέχουν οι τόκοι.

Κριντζάρω λοιπόν, σημαίνει ότι αισθάνομαι έντονη αποστροφή και αηδία, μαζί όμως και αμηχανία, με κάτι που βλέπω, ντρέπομαι για κάτι που κάνει κάποιος άλλος και που δεν με αφορά άμεσα. «Φαντάσου ότι βλέπεις κάποιον σε μια ταινία να κάνει κάτι τόσο ηλίθιο, τόσο αναξιοπρεπές, που να ανατριχιάζεις και να βάζεις τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο για να μην το βλέπεις», μου έδωσε παράδειγμα η κόρη μου.

Το ουσιαστικό του, το να αισθάνεσαι έτσι, λέγεται «κριντζάρισμα» ενώ «κριντζ» ή «κριντζιά» λέγεται κάτι που προκαλεί το συναίσθημα αυτό: «αυτό είναι κριντζ».

Σε ένα σχετικό άρθρο (του 2019) διαβάζω μερικά εύστοχα και μερικά άστοχα:

Ένας από τους όρους που δανειστήκαμε τα τελευταία χρόνια κυρίως στην ας πούμε ιντερνετική διάλεκτο είναι ό όρος cringe, τον οποίον πολύ γρήγορα ελληνοποιήσαμε δίνοντάς τους ελληνικά επιθήματα: κριντζάρω, κριντζάρισμα, κριντζαρίας (το τελευταίο δικό μου, ο τύπος που προκαλεί συχνά το cringe). Τι είναι όμως τελικά αυτό το cringe;

Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδώσεις στα ελληνικά τον όρο. Ακόμα και περιφραστικά δηλαδή. Το cringe μπορεί να μεταφραστεί ως ντροπή, ανατρίχιασμα, αηδία, εξευτελισμός. Αλλά μάλλον δεν μπορεί. Ίσως ο όρος ‘ετεροντροπή’ να είναι ο πιο κοντινός αλλά προφανώς δεν ταιριάζει καθόλου μέσα στα context στα οποία χρησιμοποιείται.

Γενικά, ας πούμε, cringe είναι ένα συναίσθημα που συνδυάζει το συναίσθημα της αποστροφής με τη σωματική εκδήλωση της ανατριχίλας, όχι της ανατριχίλας από φόβο ή αισθητική μέθεξη. Περισσότερο εκείνης της ανατριχίλας που έχεις όταν μασουλάς παλιά και τελείως ξερή πετσέτα.

Επειδή όμως δεν είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς πώς είναι το να μασουλάς πετσέτα, υπάρχει και ένας δεύτερος τρόπος, για να καταλάβει κανείς τι είναι cringe. Να του φέρεις παραδείγματα.

Και το πρώτο παράδειγμα που φέρνει είναι η εικόνα του τύπου που την πέφτει άβολα σε κάθε ασυνόδευτη γυναίκα που βλέπει στο μπαρ,  με γλοιώδεις ατάκες και ανάλογο χαμόγελο.

Ένα άλλο κλασικό παράδειγμα κριντζοκατάστασης είναι η έντονη  αμηχανία  που νιώθεις όταν έχεις βγει παρέα με ζευγάρι και αρχίσουν  να τσακώνονται μπροστά σου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , | 131 Σχόλια »

Oι φασαίοι και η φάση

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2023

Τις προάλλες πήγαινα κάπου συν γυναικί και κόρη, και περάσαμε από ένα εναλλακτικό καφενείο, όπως αυτοχαρακτηριζόταν στην ταμπέλα στην πόρτα (παρόλο που αν πρέπει να το δηλώσεις μάλλον δεν είσαι). «Γεμάτο φασαίους είναι», σχολίασε η κόρη μου, οπότε η Νικοκυρά παραξενεύτηκε από την άγνωστη λέξη.

Ο φασαίος είναι λέξη καινούργια, θα έλεγα πως δεν πρέπει να έχει πάνω από 10-12 χρόνια ζωής -και βέβαια δεν τη χρησιμοποιούν οι παλιότεροι, είναι λέξη των νέων. Τι είναι όμως ο φασαίος;

Η κόρη μου έδωσε ορισμό «Αυτοί που όλα τους τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ντύσιμο κτλ., και ο τρόπος που φέρονται, είναι σύμφωνα με ένα κίνημα, αλλά συμμετέχουν σ’ αυτό μονάχα για τη φάση, για πλάκα».

Στο reddit βρήκα έναν (προ τριετίας) ορισμό:

Φασαιος/α είναι αυτός/η που κάνει πράγματα ή συμμετέχει σε ομάδες και δράσεις «για τη φάση». Χωρίς να νοιάζεται για τους στόχους ή τη φιλοσοφία αυτού με το οποίο εμπλέκεται.

Πχ στις θεατρικές ομάδες, φασαιος είναι κάποιος που δεν θα έρχεται σε πρόβες, θα αργεί κλπ, αλλά θα σκάει σε όλα τα πάρτυ και τις εξόδους

Φασαίος πχ είναι και εκείνος που συμμετέχει σε εκδρομές οπαδών με λεωφορείο σε εκτός έδρας για να πίνει μπάφους και μόνο χωρίς να νοιάζεται για την ομάδα, την εξέδρα και πάει λέγοντας.

Υπάρχουν ομως και ουδέτεροι ορισμοί, όπως στο Βικιλεξικό: αυτός που κοινωνικά και πολιτισμικά κινείται και δρα αποκλειστικά εντός μιας «φάσης», δηλαδή εντός ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν παρόμοιες συμπεριφορές οι οποίες θεωρούνται εναλλακτικές, χωρίς ωστόσο να είναι περιθωριακές, που συχνάζουν σε συγκεκριμένα μαγαζιά, που έχουν κοινούς ενδυματολογικούς κώδικες, μουσικές προτιμήσεις κ.τ.π.

Κάπως διαφορετικός και πολύ εκτενέστερος ο ορισμός στο slang.gr, από το 2016:

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

Το βέβαιο είναι πως ο φασαίος προέρχεται από τη φάση, οπότε αν θέλουμε να λεξιλογήσουμε πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί.

Στα αρχαία, ήταν «φάσις» βέβαια, αλλά στο Λίντελ Σκοτ θα βρούμε δύο ομόγραφα ουσιαστικά «φάσις», το ένα που προέρχεται από το «φαίνω» και το άλλο από το «φημί». Αυτά τα δυο ρήματα είναι ομόρριζα αφού ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημασία «λάμπω, φωτίζω» αλλά και «εξηγώ, μιλώ». Από το «φάσις» του «φημί» έχουμε όλα τα σημερινά σύνθετα, την απόφαση, την κατάφαση, την πρόφαση κτλ.

Εμάς μας ενδιαφέρει σήμερα η «φάσις» από το «φαίνω/φαίνομαι». Φαίνω σήμαινε (και) «αποκαλύπτω, καταγγέλλω» γι’ αυτό και φάσις ήταν και η καταγγελία και, στο κωμικό λεξιλόγιο, φάσαξ αυτός που είχε μανία να καταγγέλλει τους άλλους. Αλλά η βασική σημασία του αρχαίου «φάσις» ήταν η εμφάνιση, και ειδικότερα η εμφάνιση των αστέρων στον ουρανό. Αντίθετο ήταν η κρύψις (για κάποιο λόγο η Πόρσε δεν δέχεται βαρείες οπότε τις όξυνα):

Καί ἔστιν ἀνατολή μέν ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη πρός τόν ὁρίζοντα φάσις, δύσις δέ ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη ὑπό τόν ὁρίζοντα κρύψις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 129 Σχόλια »

Νιώθω ή νοιώθω; Εσείς πώς το γράφετε;

Posted by sarant στο 3 Απριλίου, 2023

Την περασμένη βδομάδα, ο ακροδεξιός πολιτικός (και νομικός) Φαήλος Κρανιδιώτης έγραψε ένα τουίτ που έδωσε λαβή σε σχολιασμό της ορθογραφίας και των αλλαγών της.

Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας μια είδηση που κυκλοφόρησε, ότι μετά τη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου κάποια μικρά παιδιά ανέβηκαν σε άρμα μάχης, ο στρατολάγνος πολιτικός έγραψε:

Όταν θα έχουμε λόγο στην κυβέρνηση, όλα τα παιδάκια θα ανεβαίνουν στα άρματα μάχης 25/3 και 28/10 και θα τα βάζουμε να γράφουν και έκθεση στο σχολείο με θέμα «Πως ένοιωσα πάνω στο τανκ».

Οπότε, επειδή είχα καιρό για χάσιμο, απάντησα:

Κύριε Φαήλε, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, το σωστό είναι «νιώθω». Νιώθω και νοιάζομαι. Θα τα στραβώνατε τα παιδάκια από κάθε άποψη, αλλά ευτυχώς δεν υπάρχει τέτοιος φόβος.

Πράγματι, σύμφωνα με όλα τα σημερινά λεξικά αλλά και με τη σχολική ορθογραφία το σωστό είναι «νιώθω». Οπότε, αν ποτέ σε ένα δυστοπικό μέλλον θα είχε το κόμμα των Τζήμερου-Κρανιδιώτη λόγο στην κυβέρνηση και στα εκπαιδευτικά πράγματα ή θα έπρεπε να αλλάξει τη σχολική ορθογραφία ή να έβαζε θέμα «Πώς [με τόνο] ένιωσα…», όχι «Πως ένοιωσα…». Αυτό βέβαια θα ήταν το μικρότερο από τα δεινά.

Σε αυτό, ο κ. Κρανιδιώτης απάντησε:

Είσαι και κομμούνι και αγράμματος, που κάνεις υποδείξεις. Οι παλιοί νοιώθω το γράφουμε, ο Μπαμπινιώτης το έκανε νιώθω. Πιες τώρα μια σόδα.

Ανάμεσα στις πολλές ανακρίβειες αυτής της πρότασης, δεν είναι του Μπαμπινιώτη πατέντα το «νιώθω». Ακολουθεί βέβαια κι αυτός στα λεξικά του τη γραφή ‘νιώθω’, αλλά σε αυτό συμφωνεί με όλους τους άλλους σημερινούς λεξικογράφους. Όμως, επειδή ο κ. Μπαμπινιώτης έχει, δίκαια ή άδικα, ανακηρυχθεί σε εθνικό μας λεξικογράφο και εθνικό μας γλωσσολόγο, είναι πολύ συνηθισμένο διάφοροι συντηρητικοί, όταν θρηνούν για την παρακμή της γλώσσας, που κινδυνεύει από την απαίσια απλοποίηση, να χρεώνουν κάθε στραβό κι ανάποδο στον Μπαμπινιώτη, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να κατηγορείται πολλές φορές για πράγματα που δεν έχει ποτέ υποστηρίξει (παράδειγμα).

Δεν θα μεταφέρω τον υπόλοιπο διαξιφισμό, αλλά θα αναφέρω μόνο ότι στη συζήτηση πήρε μέρος και ο παλιός ποδοσφαιριστής κ. Βασίλης Τσιάρτας, υποψήφιος επικρατείας του κόμματος του κ. Κρανιδιώτη, ο οποίος κάτι μου είπε, κάτι του είπα, και μετά δήλωσε ότι δεν θέλει να συζητήσει μαζί μου, οπότε του απάντησα κι εγώ «Καλά κάνετε, ούτε κι εγώ θα έπαιζα μπάλα εναντίον σας».

Επιστρέφω στο «νιώθω» και στο «νοιώθω». Ο κ. Κρανιδιώτης δεν είναι βέβαια και τόσο «παλιός», αφού γεννήθηκε το 1965, είναι όμως αλήθεια ότι «παλιότερα» η γραφή «νοιώθω» ήταν η επικρατέστερη. Κατά πάσα πιθανότητα, η αλλαγή στη σχολική ορθογραφία έγινε με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 -άρα στον Τριανταφυλλίδη και όχι στον Μπαμπινιώτη πρέπει να πιστώσουμε ή να χρεώσουμε την αλλαγή, διότι τις αρχές του Τριανταφυλλίδη ακολούθησαν οι υπεύθυνοι αυτής της μεταρρύθμισης. Ο ίδιος ο Τρ. βέβαια είχε αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο από το 1957, αλλά στα κείμενά του έγραφε «νιώθω» -δεν έχω πρόχειρα τα άπαντά του για να δω αν έχει γράψει κάτι ειδικότερο για την ορθογραφία της λέξης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Ορθογραφικά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , , | 115 Σχόλια »

Καταπατητές τότε και σήμερα

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2023

Προχτές είχαμε την επέτειο της Επανάστασης του Εικοσιένα και δημοσιεύτηκαν κάμποσα άρθρα για τον ξεσηκωμό. Πρόσεξα ένα λεξιλογικό κουίζ με λέξεις του Εικοσιένα, που ο θεματοθέτης ισχυρίζεται ότι «ούτε ο Μπαμπινιώτης δεν μπορεί να πιάσει πάνω από 8 στα 10».

Το κουίζ είναι εδώ, και μπορείτε να το δοκιμάσετε, κατά προτίμηση πριν διαβάσετε το άρθρο.

Εγώ Μπαμπινιώτης δεν είμαι, αλλά στο συγκεκριμένο κουίζ έπιασα 10/10 διότι όλες οι λέξεις υπάρχουν στο βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, που έχει 300 λήμματα από το λεξιλόγιο του Εικοσιένα. Μάλλον ο θεματοθέτης άντλησε το υλικό του από το βιβλίο μου, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία.

Σας είπα να δοκιμάσετε το κουίζ πριν διαβάσετε το άρθρο, διότι μία από τις ερωτήσεις του κουίζ είναι και η σημασία της λέξης «καταπατητής» στα κείμενα του Εικοσιένα. Δεν είναι ίδια με τη σημερινή.

Σήμερα, καταπατητής είναι βέβαια αυτός που καταπατά, που παραβιάζει θεσμοθετημένο αγαθό (πχ καταπατητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), κυρίως όμως, και χωρίς ανάγκη για περαιτέρω προσδιορισμό, καταπατητής είναι αυτός που ιδιοποιείται παράνομα εδαφική έκταση ή κτίσματα που ανήκουν  σε άλλον, ιδίως του δημοσίου. Οι καταπατητές αυτοί λέγονται και οικοπεδοφάγοι.

Kαταπατητές δασικών εκτάσεων οικοπεδοποίησαν εκατοντάδες στρέμματα είναι η παραδειγματική φράση που δίνεται στο ΛΚΝ.

Σε ιστότοπο σχετικό με τα φορολογικά, βρίσκω ότι:

Σήμερα στα «χέρια» καταπατητών βρίσκεται το 40,04% της γνωστής δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Οι καταπατητές, εμφανίζονται στην εφορία και στα δικαστήρια ως νόμιμοι ιδιοκτήτες των ακινήτων με τίτλους ιδιοκτησίας που είτε δημιούργησαν οι ίδιοι ή δικαιοπάροχοί τους ή έχουν τίτλους που δημιούργησαν απώτατοι καταπατητές μετά το 1884!

Στα καταπατημένα δημόσια κτήματα έχουν ανεγερθεί κατοικίες ακόμη και πολυκατοικίες, εργοστάσια, αποθήκες, αγροτικά ακίνητα, εργαστήρια και κτήρια για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση που είτε ιδιοκατοικούνται είτε εκμισθώνονται σε τρίτους και οι αυθαίρετοι κάτοχοι εισπράττουν μεγάλα ποσά από ενοίκια.

Αλλά, όπως είπα, η σημασία του όρου έχει αλλάξει, στα χρόνια του Εικοσιένα ήταν διαφορετική. Ποια ήταν, θα το δούμε παρακάτω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ιστορίες λέξεων, Κουίζ, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 83 Σχόλια »

Οι πετσέτες του κ. Πεσμαζόγλου

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2023

Θα ρωτήσετε ποιον κύριο Πεσμαζόγλου εννοώ, διότι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί και πολύ γνωστοί με το επώνυμο αυτό (ή το δίδυμό του, Πεσματζόγλου), άλλοι βουλευτές και υπουργοί, άλλοι συγγραφείς, άλλοι διάσημοι για άλλους λόγους, από τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου του ΚΟΔΗΣΟ, που ήταν και ευρωβουλευτής και συνήθιζε να αγορεύει σε ξένη γλώσσα, τον πατέρα του τον Στέφανο Πεσμαζόγλου, διευθυντή της παλιάς Πρωίας (εκεί που δημοσίευε χρονογράφημα ο Βάρναλης), τον γιο του Γιάγκου, τον συγγραφέα Βασίλη Πεσμαζόγλου που έχει γράψει και το Τυφλό σύστημα που μου άρεσε, έως τον Τζώνη Πεσμαζόγλου τον ραλίστα και κυρίως τον φίλο μου τον Στέλιο που κάναμε μαζί φαντάροι και που όποτε περνάω από τη Θεσσαλονίκη βλεπόμαστε και θυμόμαστε τα παλιά.

Η οικογένεια Πεσμαζόγλου έχει και δικό της λήμμα στη Βικιπαίδεια, άλλωστε. Στο λήμμα αυτό αναφέρεται ότι ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Γεώργιος Πεσμάς, ο οποίος ήταν εξ απορρήτων σύμβουλος του σουλτάνου Αχμέτ Β’ (1691-1695) αλλά αποκεφαλίστηκε από τον επόμενο σουλτάνο, Μουσταφά Β’, κάτι που έγινε περί το 1700. Τα παιδιά του Πεσμά πήραν το επώνυμο Πεσμαζόγλου, λέει το άρθρο.

Η γενεαλογία της οικογένειας όπως εκτίθεται στο άρθρο μπορεί να είναι αληθινή, αλλά όχι σε όλα της τα σημεία. Διότι, ο γιος του Πεσμά, που θανατώθηκε το 1700, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, αναγκαστικά θα γεννήθηκε το πολύ το 1700, άντε 1701 αν ήταν κοιλάρφανος. Αλλά κάποιος που γεννήθηκε το 1700 δεν μπορεί να έχει εγγονό γεννημένο το 1859, όπως ισχυρίζεται το άρθρο της Βικιπαίδειας, μιας και ο πρώτος Πεσμαζόγλου που έχει χρονολογία γέννησης είναι ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Πεσμαζόγλου (1859-1939), γιος του μεγαλέμπορου Γεωργίου Πεσμαζόγλου και εγγονός του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, του γιου τού Πεσμά που αποκεφαλίστηκε το 1700. Δεν βγαίνουν τα χρόνια. Κανονικά πρέπει να μεσολάβησαν τουλάχιστον καναδυό κρίκοι ακόμα στη γενεαλογική αλυσίδα.

Μια άλλη παρατήρηση στο άρθρο της Βικιπαίδειας είναι η ετυμολογία του επωνύμου. Τα επώνυμα, ως γνωστόν, συχνά είναι πολύ σκληρά καρύδια ως προς την ετυμολόγησή τους διότι μπορεί ένα επώνυμο να  έχει μεταβληθεί με όχι προφανείς τρόπους, που η οικογένεια τους ξέρει αλλά που δεν είναι εύκολο να τους ξέρει κάποιος εκτός της οικογενείας. Από την άλλη, οι οικογενειακές ιστορίες δεν είναι πάντα αξιόπιστες, διότι οι οικογένειες εξευγενίζουν συχνά (και διά της ετυμολογίας) τις απαρχές τους.

Με μια πρώτη ματιά, η ετυμολογία που προτείνεται στο άρθρο της Βικιπαίδειας, και που εικάζω ότι προέρχεται από επικοινωνία με την οικογένεια, φαίνεται ισχυρή -αν και έχει ένα αδύνατο σημείο, ότι δεν ξεκαθαρίζεται η ετυμολογία του επωνύμου Πεσμάς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επώνυμα, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 80 Σχόλια »

Τα τρένα που φεύγουν

Posted by sarant στο 3 Μαρτίου, 2023

Οι νεκροί από το δυστύχημα στα Τέμπη έχουν φτάσει τους 57, αριθμός που δεν αποκλείεται να αυξηθεί αφού ακόμα βγάζουν διαμελισμένα πτώματα από τα πρώτα βαγόνια του επιβατικού τρένου. Στο φοβερό δυστύχημα αφιερώσαμε το χτεσινό μας άρθρο και κανονικά σήμερα θα έπρεπε να πούμε κάτι άλλο και ν’ αλλάξουμε παραστάσεις -θα έπρεπε, αλλά δεν είχα όρεξη να γράψω για κάποιο εντελώς άλλο θέμα.

Οπότε, σκέφτηκα μια μέση λύση: να μη γράψω πάλι για το δυστύχημα, αλλά να λεξιλογήσω για τον σιδηρόδρομο και τα τρένα, σήμερα που τελειώνει η βδομάδα και από Δευτέρα να ξεκινήσουμε την καινούργια βδομάδα με κάτι φρέσκο.

Για το τρένο και τον σιδηρόδρομο δεν έχουμε λεξιλογήσει, αν και έχουμε αφιερώσει ένα άρθρο, σχετικά πρόσφατα στην ορθογραφία της λέξης, δηλ. τραίνο ή τρένο, ενώ παλιότερα είχαμε φιλοξενήσει μια συνεργασία φίλου σιδηροδρομικού για το λεξιλόγιο του σιδηροδρόμου. Το άρθρο αυτό το θυμήθηκα χτες, που άκουσα στο ραδιόφωνο ότι, στο πλαίσιο της περικοπής θέσεων στον ΟΣΕ, καταργήθηκαν πριν από μερικά χρόνια θέσεις «πασαγιοφυλάκων» -και στο λεξιλόγιο που λέμε θα δείτε ότι «πασάγιο» είναι η ισόπεδη διάβαση.

Η λέξη «σιδηρόδρομος» εμφανίζεται στα ελληνικά ως μεταφραστικό δάνειο του γαλλ. chemin de fer, λένε τα λεξικά (υπάρχει και το όμοιο γερμανικό Eisenbahn). Στον Μπαμπινιώτη δίνεται χρονολογία εμφάνισης το 1833, μια πληροφορία αντλημένη από τον Κουμανούδη, ο οποίος σημειώνει ότι βρήκε τη λέξη στους Ελληνικούς κώδικες, που είναι μια συλλογή νομολογίας, στην έκδοση του 1833. Κάπως παράξενο το βλέπω να υπήρχε τόσο παλιός ελληνικός νόμος που να μνημονεύει τον σιδηρόδρομο, αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω. (Βέβαια, chemin de fer υπήρχε και πριν από την ατμομηχανή, στα ορυχεία, από τον 18ο αιώνα κιόλας).

Η παλαιότερη ανεύρεση της λέξης «σιδηρόδρομος» που βρήκα εγώ μέσω Google books χρονολογείται από το 1842, στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού «Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων» του 1842, πριν έρθει σιδηρόδρομος στην Ελλάδα.

Η εικόνα δείχνει ένα όρυγμα του «εκ Λισερπάλου εις Μαγκεστρίαν» σιδηροδρόμου. Μαγκεστρία είναι το Μάντσεστερ και Λισέρπαλον είναι περιέργως το Λίβερπουλ. Το «Όρος των Ελαιών» είναι το Olive Mount αγγλιστί, και υπάρχει άρθρο στη Βικιπαίδεια για το όρυγμα αυτό. Ελιές δεν υπάρχουν στο Λίβερπουλ απ’ όσο ξέρω, αλλά έτσι ονομαζόταν μια έπαυλη στην περιοχή.


Ο νόμος για τον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς ψηφίζεται το 1855. Ο Κουμανούδης στη Συναγωγή νέων λέξεων σημειώνει: Η λέξις ει και ένεκα του εν αυτή δρόμου ουχί κυριολεκτική, όμως εξενίκησεν εν τη κοινή, επειδή η οδός προ αιώνων είχεν εκλείψη από τα στόματα του λαού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Σιδηρόδρομος | Με ετικέτα: , , , , , , | 258 Σχόλια »

Ο Γιωργάκης έχει πάντα δίκιο

Posted by sarant στο 20 Φεβρουαρίου, 2023

Δεν εννοώ τον Γιώργο Παπανδρέου, που όταν ήταν νεότερος τον λέγαμε «Γιωργάκη». Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω καν αν ο μαθητής της ιστορίας μας λέγεται Γιώργος -ας πούμε ότι πήγα με τις πιθανότητες, μια και είναι το συχνότερο αντρικό όνομα.

Ποια ιστορία, θα ρωτήσετε. Είναι μια ιστορία που προκάλεσε τρικυμία στο φλιτζάνι του ελληνικού Τουίτερ στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, μια ιστορία για την άσκηση ενός μαθητή, τις διορθώσεις που έκανε η δασκάλα του και την οργισμένη αντίδραση της μητέρας του. Τώρα που ο τουιτερικός σαματάς καταλάγιασε (κάθε θάμα τρεις ημέρες, γαρ) ταιριάζει να σχολιάσουμε κι εμείς, είτε το θέμα καθαυτό είτε τη γενίκευσή του.

Λοιπόν, τις προάλλες μια χρήστρια του Τουίτερ δημοσίευσε μια φωτογραφία από μαθητικό τετράδιο, προφανώς του γιου της, με το εξής δικό της σχόλιο:

Δασκάλα κομπλεξικιά. Και πολύ καλά της απάντησα πιστεύω για να μη πάω από κει και της εξηγήσω το ονειρο.Σίγουρα δεν είναι κανονικο παντως να γραφεις τοσες μαλακιες σε ένα παιδάκι που έφαγε μια ώρα να ψάχνει στο λεξικό για να απαντήσει.

Δεν βλέπουμε ποια είναι η εκφώνηση της άσκησης, αλλά κάτι έχει να κάνει με ορισμούς λέξεων. Ο μαθητής, της Β’ Δημοτικού, έχει γράψει τις απαντήσεις.

Η δασκάλα έχει κάνει κάποιες δευτερεύουσες διορθώσεις, σε σημεία στίξης και σε έναν τόνο, ενώ στην τελευταία απάντηση του μαθητή, που ήταν:

μικρός: κάτι είναι μικρό, το μέγεθός του είναι κάτω από το κανονικό.

Η δασκάλα σημείωσε: μικρός σε μέγεθος, λίγος σε ποσότητα, νέος σε ηλικία και «το κανονικό» είναι σχετικό.

Η μητέρα αντιπαρατήρησε:

Αυτά έγραφε στο λεξικό. 

Ο ….. έκανε αρκετή προσπάθεια για να γράψει όλα αυτά. Δεν συμφωνώ να μαυρίζετε το τετράδιό του με τόσα λόγια.

Η μητέρα αναφέρεται «στο λεξικό», από το οποίο πήρε ο μαθητής τους ορισμούς που παρέθεσε στο τετράδιο. Δεν εννοεί κάποιο από τα «σύγχρονα μεγάλα λεξικά» μας, που μου αρέσει να λέω, αλλά ένα σχολικό βιβλίο, το Εικονογραφημένο Λεξικό Α’, Β’, Γ’ Δημοτικού, που εδώ και αρκετά χρόνια μοιράζεται στους μαθητές του Δημοτικού.

Το λεξικό αυτό μπορείτε να το δείτε εδώ. Ο μαθητής της ιστορίας μας, ο Γιωργάκης που τον είπα, αντέγραψε τους ορισμούς από το λεξικό. Πιθανότατα, στην εκφώνηση της άσκησης να οριζόταν ακριβώς αυτό, ότι οι μαθητές έπρεπε να αντιγράψουν τους ορισμούς από το συγκεκριμένο λεξικό ή ότι έπρεπε να ανατρέξουν στο λεξικό και να απαντήσουν στη συνέχεια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκπαίδευση, Λεξικογραφικά, Μεταμπλόγκειν | Με ετικέτα: , , | 326 Σχόλια »

Ποιος κάνει ματσαράγκες;

Posted by sarant στο 15 Φεβρουαρίου, 2023

Πριν από ένα μήνα περίπου, είχαμε ένα άρθρο για τις κουτσουκέλες. Η αρχική μου σκέψη ήταν εκείνο το άρθρο να το τιτλοφορήσω «Κουτσουκέλες και ματσαράγκες», όμως τελικά είδα ότι είχα αρκετά να πω για την πρώτη λέξη, τις κουτσουκέλες, οπότε άφησα τις ματσαράγκες για άλλο άρθρο -το σημερινό.

Είναι βέβαια παρεμφερείς λέξεις οι δυο τους, αφού έχουν κοινό στοιχείο την απάτη. Για να κάνουμε τον γύρο των λεξικών, στο ΛΚΝ η ματσαράγκα ορίζεται ως «απάτη, δόλος» –Βγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του. Στον Μπαμπινιώτη: απάτη. Στο Χρηστικό: απάτη, κομπίνα, δόλος. Στο ΜΗΛΝΕΓ: απάτη, κομπίνα, κατεργαριά. Μια ζωή με ματσαράγκες προσπαθεί να επιβιώσει.

Και τα τέσσερα λεξικά δίνουν τον παράλληλο τύπο «ματσαραγκιά», ενώ τα τρία από τα τέσσερα (πλην του ΛΚΝ) δίνουν και το αρσενικό «ο ματσαράγκας», που είναι βέβαια αυτός που κάνει ματσαράγκες. Υποθέτω πως ο τύπος «ματσαραγκιά» προέκυψε ακριβώς από τον ματσαράγκα. Όπως ο μπαγαμπόντης κάνει μπαγαμποντιές και ο κατεργάρης κατεργαριές, έτσι και ο ματσαράγκας θα κάνει και ματσαραγκιές.

Τόσο ο Μπαμπινιώτης όσο και ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ συμφωνούν ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλ. mazzeranga / mazzaranga που σημαίνει «κόπανος», ειδικότερα «κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών». Πώς ομως Η από αυτό το σύνεργο φτάσαμε στην απάτη, και από τη συγκεκριμένη έννοια στην αφηρημένη;

Δεν ξέρω. Στο ΛΚΝ υπάρχει η επεξήγηση: «πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας», που τη βρίσκω σκοτεινή. Στα ιταλικά, επιπλέον, αν πιστέψω τα λεξικά, mazzeranga είναι μόνο ο κόπανος, χωρίς μεταφορικές σημασίες. Προς το παρόν, ο σχηματισμός της λέξης στα ελληνικά θα μείνει αξεκαθάριστος. Πάντως και η λοβιτούρα, που είναι κάπως παρεμφερής έννοια με τη ματσαράγκα, προέρχεται από ρουμάνικη λέξη που σημαίνει «χτύπημα».

Κλείνουμε τη λεξικογραφική περιήγηση με την παρατήρηση ότι το Λεξικό της πιάτσας, του Καπετανάκη, δεν έχει, περιέργως, λήμμα «ματσαράγκα» (ενώ έχει «κουτσικέλα»).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κύπρος, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , | 78 Σχόλια »

Το γιουκαλίλι του Σεφέρη

Posted by sarant στο 6 Φεβρουαρίου, 2023

Τη λέξη «γιουκαλίλι» την άκουσα πρώτη φορά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν βγήκε ο δίσκος Τετραλογία του Δημου Μούτση, που περιείχε μελοποιημένα ποιήματα τεσσάρων μεγάλων ποιητών μας: του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Ρίτσου. Ανάμεσά τους και το Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι, ας το ακούσουμε εδώ από τον Μανώλη Μητσιά:

Τότε έμαθα ότι το γιουκαλίλι είναι κάποιο εξωτικό μουσικό όργανο και δεν ασχολήθηκα περισσότερο με το θέμα -εξάλλου η εξήγηση ήταν πειστική, το περίεργο όνομα ακουγόταν εντελώς εξωτικό.

Αργότερα, που πήρα τον τόμο των Απάντων του Σεφέρη από τον Ίκαρο, είδα ότι το ποίημα που είχε μελοποιήσει ο Μούτσης δεν λεγόταν «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι» αλλά Fog, δηλαδή «Ομίχλη», όπως η φράση αυτή επανέρχεται διαρκώς στο ποίημα. Να το διαβάσουμε:

FOG
Say it with a ukulele

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ‘ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να ‘ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Έχω βάλει με πλάγια τις στροφές που ο Μούτσης επέλεξε να μη μελοποιήσει: πράγματι, από τις 10 στροφές του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί οι μισές: η 1η, η 6η, η 7η, η 9η και η 10η. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επωδός («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι») αλλά βέβαια στο μυαλό μένουν οι μελοποιημένες στροφές και οι άλλες περνάνε στο περιθώριο, ένα πρόβλημα κοινό στην μελοποιημένη ποίηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά, Μελοποιημένη ποίηση, Μουσική, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 115 Σχόλια »

Παρμεζάνα και σαμπάνια μέσα στη μπορντό λιμουζίνα

Posted by sarant στο 30 Ιανουαρίου, 2023

Τι κοινό έχουν οι τέσσερις (εκτός από τις συνδετικές, δηλαδή) λέξεις του τίτλου; Ίσως δεν έπρεπε να βάλω το μπορντό, παραείναι εύκολο: και οι τέσσερις λέξεις προέρχονται από τοπωνύμια.

Παλιά είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για ουσιαστικά που έχουν παραχθεί από κύρια ονόματα, στο σημερινό θα δούμε ένα ειδικότερο θέμα: ουσιαστικά που προέρχονται από τοπωνύμια, κυρίως από ονόματα πόλεων και περιοχών.

Την ιδέα την πήρα από μια πρόσφατη δημοσίευση του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη στο Φέισμπουκ. Αντλώντας υλικό από το πρόσφατο Λεξικό κυρίων ονομάτων (το έχουμε παρουσιάσει) ο καθηγητής δημοσίευσε ένα πλαίσιο κι ένα συνοδευτικό κείμενο με «αντικείμενα που  το όνομά τους προέρχεται από τοπωνύμια».

Το πλαίσιο το βλέπετε αριστερά, ενώ το συνοδευτικό κείμενο, που θα το παραθέσω, είναι μεταφορά (κόπι-πάστε, αν πρόσεξα καλά) μιας ενότητας του Λεξικού -όπως είχα γράψει, το λεξικό εκτός από τα αλφαβητικά λήμματα έχει και 114 θεματικές ενότητες, που είναι τερπνό ανάγνωσμα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν άρθρο του ιστολογίου.

Πριν προχωρήσω, ένα μικρό κουίζ. Το κείμενο του πλαισίου που βλέπετε αριστερά, περιέχει ένα όχι ασήμαντο πραγματολογικό λάθος. Μπορείτε να το βρείτε;

Στο πλαίσιο αναφέρονται 15 «αντικείμενα» που πήραν το όνομά τους από τοπωνύμια (αντικείμενα με την ευρεία έννοια, αφού έχουμε και το χρώμα μπορντό). Στο συνοδευτικό κείμενο του κ. Μπαμπινιώτη, είναι κάπως περισσότερα, 22. Ωστόσο, μπορούμε να συμπληρώσουμε τον κατάλογο -και αυτό θα κάνω ή μάλλον θα το κάνουμε μαζί αφού περιμένω και τα δικά σας σχόλια.

Το συνοδευτικό κείμενο:

ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ η μετωνυμική λειτουργία, σύμφωνα με την οποία ορισμένα κύρια ονόματα μετατρέπονται σε κοινά. Συχνός τρόπος μετωνυμίας είναι η μετατροπή ονομάτων περιοχών όπου παράγεται κάποιο προϊόν σε ονόματα των ίδιων των προϊόντων.
Μερικές ενδιαφέρουσες λέξεις που προήλθαν από τοπωνύμια έχουν την αφετηρία τους στα αρχαία χρόνια.

Από το τοπωνύμιο Πέργαμος προήλθε η λέξη περγαμηνή. Προέρχεται συγκεκριμένα από την ελληνιστική φράση περγαμηνὴ τέχνη / μεμβράνη, η οποία αναφερόταν στην τεχνική κατεργασίας τού δέρματος αιγοπροβάτων που αναπτύχθηκε στην Πέργαμο τον 4ο-3ο αιώνα π.Χ., προκειμένου να αντικατασταθεί ο σπάνιος και εύθρυπτος πάπυρος ως υλικό γραφής. Από το αρχαίο Μάγνης, -ητος (της Μαγνησίας) και την αρχαία περίφραση Μαγνῆτις (λίθος) (ἡ) προήλθε η ελληνιστική λέξη μαγνήτης, καθώς ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστή η σύνδεση τού μαγνήτη με την εν λόγω περιοχή (χωρίς όμως τεκμηριωμένη ερμηνεία). Το όνομα Βερενίκη τής πόλης τής Κυρηναϊκής (η σημερινή Βεγγάζη) έδωσε το ελληνιστικό βερενίκιον «νίτρο αρίστης ποιότητας» (που παραγόταν εκεί), από όπου προήλθε το σημερινό βερνίκι. Από το όνομα τού νησιού Κίμωλος έλαβε το όνομά της ήδη στην αρχαιότητα η κιμωλία, επειδή εκεί βρέθηκε τέτοιου τύπου πέτρωμα. Η γάζα προήλθε από την πόλη Γάζα (εβραϊκό ‘Az(z)a), όπου παρασκευαζόταν (από βαμβάκι ή λινάρι) το συγκεκριμένο προϊόν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Ονόματα, Τοπωνύμια | Με ετικέτα: , , , , , , | 246 Σχόλια »

Από πότε γίνεται τζερτζελές;

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2023

Προχτές, ένας γνωστός δημοσιογράφος αποφάνθηκε από τη στήλη του ότι όλα όσα γίνονται με την ΑΔΑΕ ανήκουν στην κατηγορία «τζερτζελές να γίνεται».

Ο τζερτζελές, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η μεγάλη φασαρία, η αναστάτωση, ιδίως όμως η ευχάριστη, η ευπρόσδεκτη αναστάτωση. Τα τρία από τα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας συμφωνούν με την απόχρωση της «ευχάριστης φασαρίας». Το τέταρτο, στην προκειμένη περίπτωση το ΛΚΝ, δεν διαφωνεί, απλώς… απέχει. Θέλω να πω, το ΛΚΝ (έκδ. 1998) δεν περιλαμβάνει λήμμα «τζερτζελές» -θα επανέλθω σε αυτό.

Ακόμα, τζερτζελές είναι και χαρακτηρισμός προσώπου -ο σαματατζής, ο πλακατζής. Λέμε επίσης και «το τζέρτζελο», που είναι παράλληλος τύπος, χωρίς, αν δεν σφάλλω, διαφορά στη σημασία.

Σημειώνω ακόμα ότι στο πρόσφατο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά του Μπέμπης (μονόλογος που βιογραφεί μυθιστορηματικά τον θρυλικό μπουζουκτσή Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη) ο Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί τη λέξη «τζερτζελιάστρα» (αυτή που κάνει τζερτζελέ, που δημιουργεί γύρω της μπερδέματα).

Ως προς την ετυμολογία της λέξης, οι πρώτες εκδόσεις του λεξικού Μπαμπινιώτη ανέφεραν «ονοματοποιημένη λέξη» ενώ σε επόμενες εκδόσεις (και στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη) προστίθεται: πρβλ. τουρκ. cırcır που δηλώνει επαναλαμβανόμενο θόρυβο.

Το Χρηστικό Λεξικό δεν δίνει ετυμολογία, ενώ το ΜΗΛΝΕΓ υιοθετεί την άποψη για το τουρκ. cırcır.

Η εξήγηση της ονοματοποιίας είναι ευλογοφανής, ωστόσο δεν είναι αυτή η σωστή ετυμολογία. Η τελευταία, 5η έκδοση (2019) του λεξικού Μπαμπινιώτη, που έχει αρκετές βελτιώσεις στο ετυμολογικό μέρος, σωστά παράγει την ελληνική λέξη από την τουρκική zelzele, που σημαίνει «σεισμός», και που ανάγεται στην αραβ. zalzala, ίδιας σημασίας.

Η λέξη zelzele είναι κάπως παρωχημένη στη σημερινή τουρκική γλώσσα, αλλά ακόμα χρησιμοποιείται –αν τη βάλετε στο γκουγκλ θα πάρετε ειδοποιήσεις για τους σεισμούς που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες.

Η τροπή του πρώτου λ σε ρ με ανομοίωση, στα ελληνικά, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ο τύπος «ζερζελές» (με σημασία τον σεισμό) καταγράφεται, αν και σπάνια, σε μικρασιατικές διαλέκτους. Δεν υπάρχει όμως στο γλωσσάριο των λέξεων τουρκικής προέλευσης του Κουκκίδη (του υπαρκτού) κάτι που δείχνει τη σπανιότητά του. Βρισκω και (σπάνιο επίσης) επώνυμο Ζερζελές.

Για να τα λέμε όλα, τη σωστή ετυμολογία του τζερτζελέ πρέπει την είχε αναφέρει πρώτη φορά στην ελληνική λεξικογραφία το slang.gr, το οποίο έχει λήμμα «τζερτζελές» (και «τζέρτζελος») και σημειώνει ότι κακώς ο Μπαμπινιώτης προτείνει ηχοποίητη λέξη διότι η λέξη προέρχεται από το τουρκ. zelzele = σεισμός. Το λήμμα αυτό συντάχθηκε το 2009.

Το slang.gr σημειώνει ακόμα: Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Και παραθέτει το εξής απόσπασμα: Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε … Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 88 Σχόλια »

Κουτσουκέλες

Posted by sarant στο 16 Ιανουαρίου, 2023

Γίνεται σήμερα στο Τατόι η κηδεία του τέως βασιλιά. Ένα τραγούδι που έχει έρθει στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες, μια και μιλάει και για τον Τέως και για το Τατόι, είναι το Ο καραγκιόζης και ο Τέως του Σταύρου Ξαρχάκου.

Το τραγούδι αυτό ανοίγει τον δίσκο Ακούσατε ακούσατε του Ξαρχάκου (1992) και είναι το μοναδικό καινούργιο από τα 20 τραγούδια του δίσκου. Καινούργιο εν μέρει, διότι η μουσική είναι ίδια με το «Της Αμύνης τα παιδιά» από το Ρεμπέτικο του Ξαρχάκου, αλλά οι στίχοι είναι καινούργιοι, του Νίκου Γκάτσου. Τραγουδάει ο καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης και οι Νίκος Μαραγκόπουλος και Κώστας Τσίγκος. Η παραγωγή του δίσκου ήταν του Σκάι (ήταν την εποχή που ο πατήρ Μητσοτάκης είχε αποκαλέσει χαμαιτυπείο αυτό τον ραδιοφωνικό σταθμό). Να το ακούσουμε:

Και οι στίχοι του Γκάτσου:

Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Παντού κερδίζω κι ας μη κρατάω κόζι
Κι αν κάνω κουτσουκέλες κάπου κάπου
Το’χω στο αίμα μου πάππου προς πάππου

Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δε μοιάζω με τους άλλους
Τους τρανούς και τους μεγάλους
Πού’χουνε μακρύ το χέρι
Και κρατάνε και μαχαίρι

Ούτε μοιάζω με τον μάγκα
Που όταν ξέμεινε από φράγκα
Σήκωσε όλο το Τατόι
Να πουλάει και να τρώει

Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Δε με τρομάζουνε μασόνοι και μαφιόζοι
Φοβάμαι μόνο κάθε πολιτσμάνο
Μη με γραπώσει στην κουτσουκέλα επάνω

Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δεν έχω νταραβέρια
Με της τράκας τα ξεφτέρια
Πού’χουν υπουργούς μαζί τους
Και το κράτος μαγαζί τους

Μένω πάντα τελευταίος
Μα δε μοιάζω με τον Τέως
Που του είπαν τα χρυσά μου
Ό,τι θες εσύ πασά μου

Πέρα από τη ρητή αναφορά στον Τέως στο τέλος, υπάρχει και η έμμεση αλλά εύγλωττη για τον μάγκα «που σήκωσε όλο το Τατόι να πουλάει και να τρώει» -ήταν νωπή η αρπαγή των θησαυρών μέσα στα 9 κοντέινερ, το 1991 και πάλι, όχι τυχαία, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη.

Ο Καραγκιόζης του Γκάτσου παραδέχεται ότι κάνει «κουτσουκέλες κάπου κάπου» και φοβάται μονάχα τον πολιτσμάνο, μην τον γραπώσει «στην κουτσουκέλα απάνω». Να σταθούμε σ’ αυτή τη λέξη.

Κατά το ΛΚΝ, κουτσουκέλα είναι «η ζημιά που κάνουμε σε κπ., όταν εκμεταλλευτούμε την εμπιστοσύνη του» και χαρακτηρίζεται λέξη «του προφορικού λόγου. Στον Μπαμπινιώτη είναι «η πονηρή και κρυφή πράξη, η κατεργαριά». Στο Χρηστικό: «Κατεργαριά, μικρή απάτη, συζυγική απιστία» (και χαρακτηρίζεται επίσης του προφ. λόγου). Στο ΜΗΛΝΕΓ: 1. Ύπουλη πράξη, απάτη που γίνεται κρυφά εις βάρος κάποιου, ύστερα από εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, με αποτέλεσμα να τον ζημιώνει, να τον βλάπτει (πρβ. κατεργαριάλαδιάπαρασπονδία). Ειδικότερα, η ερωτική απιστία. Και 2. Άστοχη, ανόητη πράξη.

Οι ορισμοί δεν συμπίπτουν, αλλά έχουν αρκετά κοινά σημεία. Τη σημασία της συζυγικής απιστίας την έχω επισημάνει κι εγώ σε ζωντανή χρήση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -στο Τουίτερ οι περισσότερες αναφορές αφορούν είτε συζυγικές απιστίες είτε ατασθαλίες αξιωματούχων. Συχνά, όπως και στο τραγούδι που ακούσαμε, υπάρχει μια χροιά μετριασμού όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη, σα να λέμε «δεν είναι και τίποτα το σοβαρό».

Πώς ετυμολογείται η κουτσουκέλα; Το πρώτο μισό της ηχεί κάπως τουρκικό (κιουτσούκ θα πει μικρός) αλλά η κατάληξη ακούγεται ιταλική, ή ίσως γαλλική -κάποτε την έγραφα couchouquelle για να της προσδώσω γαλλικό τίτλο ευγενείας, αν και βέβαια το ch προφέρεται στα γαλλικά σ παχύ. Το ΛΚΝ δεν δίνει ετυμολογία, αλλά ο Μπαμπινιώτης μας λέει ότι προήλθε με αντιμετάθεση από την κουκουτσέλα (γραφ. κουκουτζέλα), που είναι το κουκουνάρι του πεύκου. Θυμάμαι εδώ ότι στον Μεσοπόλεμο στη Μυτιλήνη αγόραζαν για το μαγκάλι κωκ ή πυρήνα (ελιοκούκουτσα από το ελαιοτριβείο) ή γουγουτζέλες δηλαδή κουκουνάρες.

Αλλά νοηματικά πώς φτάσαμε από την κουκουνάρα στη μικροαπάτη; Ίσως θα βοηθούσε να χρονολογήσουμε τη λέξη, να πάμε πιο πίσω από τα καινούργια λεξικά μας.

Στο λεξικό της λαϊκής του Δαγκίτση αλλά και στο λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη, έργα που έχουν συνταχθεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, βρίσκουμε, και στα δύο, τον τύπο «κουτσικέλα». Ο Δαγκίτσης δίνει τις σημασίες «παράτολμη απερισκεψία· απάτη, κατεργαριά· σφάλμα, παραστράτημα».

Στον Τρελαντώνη της Πηνελόπης Δέλτα ο όρος χρησιμοποιείται, με σαφή χροιά μετριασμού και συμπάθειας, για τις αταξίες και τις ζαβολιές του ομώνυμου ήρωα.

Στον Ηπίτη (αρχές 20ού αιώνα) δίνονται οι σημασίες 1. το στραβοπάτημα 2. πράξις (ή λόγος) άνόητος, και αξιόποινος, ή ανοησία. Ο Ηπίτης δίνει τα γαλλικά αντίστοιχα faux pas, sottise, pas de clerc, boulette, τα ίδια ακριβώς και το κάπως παλιότερο ελληνογαλλικό λεξικό του Άγγ. Βλάχου.

Στο γαλλοελληνικό λεξικό του Daviers, στα μέσα του 19ου αιώνα, στο λήμμα sornettes δίνονται ως αντίστοιχα τα: φλυαρίες, μωρολογίες, κουτσουκέλες, φρύγανα.

Στον Βασιλικό, το θεατρικό έργο του ζακυνθινού Αντωνίου Μάτεση, ο Γερασιμάκης πνέει μένεα εναντίον του Γλωσσίδη: Μου έχει πολλές κουτσουκέλες γιαναμένες διά να τες υποφέρω. Το κουτσουκέλα ο επιμελητής το εξηγεί «κόλπο, ατιμία», ενώ το «γιαναμένες» δεν το εξηγεί, αλλά είναι μετοχή του γίνομαι, ζακυθινός τύπος που τον καταγράφει το ΙΛΝΕ -καμωμένες θα λέγαμε σήμερα.

Ατιμίες, αλλά μάλλον φάρσες θα τις λέγαμε, αφού συνεχίζει ο Γερασιμάκης: Μου εξαναθύμισε όλα τα περασμένα η ατιμία που εμπρός μου έκαμες του ξαδέλφου μου, να του πετάξεις τη σκούφια στα βούλουκα [στις λάσπες], να την τσολοπατήσεις και να μου δώσεις εμέ ένα φάσκελο, που σου επαραπονέθηκα.

Μπορούμε όμως να πάμε και πιο πίσω. Οι κουτσουκέλες υπάρχουν στο λεξικό του Σομαβέρα (αρχές 18ου αι.), λημματογραφημένες στον πληθυντικό: κουτζουκέλαις: pastocchie, panzane, δηλαδή επιπόλαιες κουβέντες, παραμύθια, ψέματα. H πρώτη λέξη έχει και τη χροιά του δόλου, ψέματα που αποβλέπουν σε εξαπάτηση.

Και ακόμα πιο πίσω, η λέξη εμφανίζεται στο θρησκευτικό δράμα Ευγένα (1646) του ζακυνθινού Θεόδ. Μοντσελέζε. Ο Κριαράς παραθέτει το (όχι πολύ διαφωτιστικό) απόσπασμα: Ε την, εδώ οπόρχεται μαζί με την κοπέλα – Βαστά και τ’ άσπρα μετ’ αυτή – όμορφη κουτσουκέλα! και εξηγεί «απάτη, κατεργαριά», ίσως επηρεασμένος από τη σημερινή σημασία. Ο Κριαράς θεωρεί άγνωστης ετυμολογίας τη λέξη και συνεχίζει: Για μια απίθανη ετυμολογία, καθώς και για τη χρήση της λέξης βλ. Θ. Παπαδόπουλο [Δαβίδ, σ. 171]». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω την αντιστοιχία στη βιβλιογραφία του λεξικού και κρίμα διότι θα μαθαίναμε κάτι για τη χρήση της λέξης. Ο Θ[εόδωρος] Παπαδόπουλος (υπογράφει και ως Παπαδόπουλλος) ήταν κύπριος μελετητής.

Στην Επιτομή του λεξικού Κριαρά, που συντάχθηκε αργότερα, προστίθεται η ετυμολογία από κουκουτσέλα με αντιμετάθεση, και αποδίδεται ρητά στον Τάσο Καραναστάση, που συνεπιμελήθηκε την Επιτομή. Στο λεξικό υπάρχουν επίσης τα λήμματα κουκουτσέλα και κουκουζέλα, με σημασία κουκουνάρι.

Πώς λοιπόν, για να ξαναθέσω το ερώτημα, φτάσαμε από το κουκουνάρι στη μικροαπάτη; Η απόσταση φαίνεται δύσκολο να γεφυρωθεί, αλλά οι ενδιάμεσες σημασίες, που εξαντλητικά παράθεσα, ίσως υποδεικνύουν τη διαδρομή.

Τους πρώτους αιώνες, η σημασία της λ. κουτσουκέλα φαίνεται να είναι πιο κοντά σε φλυαρίες και ανόητα λόγια (έτσι στον Σομαβέρα) ή σε φάρσες (έτσι στον Βασιλικό). Η σημασία της μωρολογίας καταγράφεται ίσαμε τα λεξικά του 1850, αλλά εν μέρει και στον Ηπίτη.

Αλλά από τα ανόητα και ψεύτικα λόγια ως τη μικροαπάτη δεν είναι μακριά η απόσταση, ούτε από το στραβοπάτημα στην κατεργαριά.

Το να παρομοιαστούν τα κουκουνάρια/κουτσουκέλες, ευτελή δηλαδή και άνευ μεγάλης σημασίας πράγματα, παραπροϊόντα, με επιπόλαια, ανόητα ή αναληθή λόγια δεν είναι διόλου απίθανο. Να θυμηθούμε πως με παρόμοια σημασία είδαμε να χρησιμοποιούνται και τα φρύγανα, ξερόκλαδα δηλαδή.

Θα βοηθούσε να είχαμε κι άλλες παλιότερες ανευρέσεις της λέξης, βέβαια. Υπολογίζω και στη δική σας βοήθεια στα σχόλια.

Όσο για τις κουτσουκέλες του Τέως, με τη σημασία πια που δίνουν νεότερα λεξικά, χωρίς χροιά μετριασμού, δηλ. πονηρή και κρυφή πράξη, ζημιά σε κάποιον με εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, ε, τις αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο. Είπαμε, αφού είναι ο τελευταίος ας είναι ελαφρύ το χώμα.

Posted in Ετυμολογικά, Θέατρο σκιών, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 84 Σχόλια »