Περιμένοντας στα τυριά στο σουπερμάρκετ, χάζευα τα τυποποιημένα στο ψυγείο. Εκεί είδα το τυρί της φωτογραφίας -έχω κόψει το πάνω μέρος που έχει τη μάρκα να μην με κατηγορήσετε για γκρίζα ή άλλου χρώματος διαφήμιση.
Το τυρί λοιπόν αυτό λέγεται Αλειφωτό και αυτοπροσδιορίζεται ως Φρέσκο κρεμώδες τυρί. Πιο πέρα υπήρχε ένα άλλο, από την Αμφιλοχία, το Τσαλαφούτι, που αυτοσυστηνόταν ως Φρέσκο ελληνικό αλειφώδες τυρί. Εγώ θα το έγραφα «αλοιφώδες», και πράγματι γράφεται και έτσι.
Μετά ήρθε η σειρά μου να πάρω φέτα και γραβιέρα, αλλά είχα και το θέμα για το σημερινό άρθρο. Μετά, ανέβηκα στον επάνω όροφο, όπου έριξα μια ματιά στα κρασιά, πολλά από τα οποία καμάρωναν για τη φρουτώδη γεύση τους, κι έτσι τρίτωσαν τα επίθετα στον τίτλο.
Το θέμα λοιπόν είναι αυτά τα επίθετα σε -ώδης, που κάποτε ανήκαν στην κατηγορία των λόγιων επιθέτων. Λέω ότι «ανήκαν» διότι δεν τα χρησιμοποιούσε ο πολύς κόσμος, παρά ελάχιστα από αυτά. Με την ώσμωση όμως που έχει επέλθει, χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο, αλλά και φτιάχνονται και νέα επίθετα της κατηγορίας αυτής, όχι μόνο ή τόσο σε επιστημονικά συμφραζόμενα, αλλά κυρίως στην εμπορική και διαφημιστική πιάτσα.
Τα τρία επίθετα που μας απασχόλησαν ως τώρα, κρεμώδης, φρουτώδης και αλειφώδης ανήκουν στην κατηγορία αυτή και αποτελούν λίγο-πολύ νεολογισμούς. Το «κρεμώδης» είναι ασφαλώς το παλιότερο. Λεξικογραφείται και στα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας. Ορισμός: αυτό που έχει υφή κρέμας και ο όρος είναι πανταχού παρών στις μαγειρικές συνταγές και στις διαφημίσεις.
Το «φρουτώδης» είναι νεότερο, νομίζω. Μόνο στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας το βρίσκω να λημματογραφείται (με ορισμό: «που θυμίζει φρούτο»). Στο Χρηστικό δίνεται και ουσιαστικό, «το φρουτώδες» (γεύση φρέσκου φρούτου, που θεωρείται θετικό χαρακτηριστικό του ελαιολάδου κατά την οργανοληπτική του εξέταση, πχ ισχυρός βαθμός φρουτώδους).
Το «αλοιφώδης/αλειφώδης», πάλι, είναι ακόμα πιο καινούργιο. Δεν το βρήκα σε κανένα λεξικό, ούτε με ει ούτε με οι. Στην πιάτσα, όπως είπα, βρίσκονται και οι δυο γραφές. Υπερέχει, αλλά όχι συντριπτικά, η γραφή με οι, αλοιφώδης, που τη βρίσκω σωστότερη, αφού παραπέμπει στην αλοιφή και όχι στο ρήμα, αλείφω.
Τα δυο πρώτα, κρεμώδης και φρουτώδης, ενδέχεται να φτιάχτηκαν για να αποδώσουν τα αγγλικά creamy και fruity, σαν μεταφραστικά δάνεια δηλαδή. Αν δούμε παλαιότερα αντίστοιχα επίθετα σε -ώδης (θα τα δούμε όλα μαζί πιο κάτω), θα παρατηρήσουμε ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία (πλειονότητα, αν είστε από την άλλη φράξια) είναι παράγωγα λέξεων ελληνικής ετυμολογίας. Είναι σπάνιο να έχουμε δάνειες λέξεις που να σχηματίζουν παράγωγα σε -ώδης, όπως γενικά οι δάνειες λέξεις κάπως αντιστέκονται στο να δίνουν παράγωγα (γι’ αυτό και έχουμε στην κοινή νεοελληνική λέξεις πολιτιστικός και πολιτισμικός αλλά όχι κουλτουρικός). Είναι λοιπόν ενδιαφέρον πως ο κρεμώδης και φρουτώδης αψήφισαν τη δυσκολία αυτή -ο αλοιφώδης έχει ελληνική ρίζα.
Η ετυμολογία του επιθήματος -ώδης έχει ενδιαφέρον. Αυτό είναι αρχαίο, και ανάγεται (με έκταση λόγω της σύνθεσης) σε θέμα οδ-, απ’ όπου και το αρχαίο όζω, και η οσμή / οδμή. Και πράγματι, αρχικά το επίθημα -ώδης εμφανίζεται σε επίθετα που δηλώνουν οσμή: «ευώδης», «δυσώδης» (εκείνος που έχει καλή ή κακή μυρωδιά). Όμως ύστερα η κατάληξη -ώδης γενικεύτηκε σε άλλα επίθετα δηλώνοντας είδος, μορφή και ιδιότητα, π.χ. λυσσώδης, μυθώδης, δηλητηριώδης, χωρίς να έχει καμιά σχέση με τη μυρωδιά. Ευτυχώς που δεν υπήρχε από κοντά κανένας λαθοθήρας, να αρχίσει να τους κουνάει το δάχτυλο: μη λες «κυματώδης» γιατί δεν μυρίζει κύμα, απλώς έχει πολλά κύματα.
Βέβαια, το επίθημα αυτό δεν κλίνεται σύμφωνα με το τυπικό της νέας ελληνικής, γι’ αυτό και οι παλιοί δημοτικιστές είχαν επιχειρήσει να κάνουν χτηνώδικο τον κτηνώδη και λυσσώδικο τον λυσσώδη (που βέβαια πιο εύκολα γίνεται λυσσασμένος). Η τροπή του -ώδης σε -ώδικος δεν έπιασε, οπότε τώρα μείναμε με το αρχαιοπρεπές, που βέβαια μάς δυσκολεύει στη χρήση κι έτσι διαρκώς ακούμε ότι το τάδε πιάτο «έχει κρεμώδες υφή», αλλά μπρος στο τρισχιλιετιλίκι τ’ είν’ τα λάθη;