Το σημερινό άρθρο δεν το έγραψα εγώ, διότι είναι άρθρο «αναπληροφόρησης». Με τον όρο “αναπληροφόρηση” εννοώ αυτό που λέμε ελληνικά feedback, αλλά με τη μεταφορική του σημασία, όχι την κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανατροφοδότηση) ή την οιονεί κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανάδραση) στις θετικές επιστήμες.
Εδώ μιλάμε για το φίντμπακ με τη σημασία “γνώμες, παρατηρήσεις, σχόλια”, αλλά επειδή οι λέξεις αυτές είναι πολύ γενικές νομίζω ότι δεν ταιριάζουν και προσωπικά προτιμώ την αναπληροφόρηση, έστω κι αν η λέξη δεν νομίζω να έχει λεξικογραφηθεί. (Το θέμα έχει φυσικά συζητηθεί στη Λεξιλογία). Θα παρουσιάσω λοιπόν την αναπληροφόρηση που έχω πάρει από έναν εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, τον Άρη Γαβριηλίδη, ο οποίος έκανε τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο μου Η γλώσσα έχει κέφια με χαρτί και μολύβι και να μου γράψει όσα συνειρμικά του έρχονταν στο νου καθώς διάβαζε τα λήμματα του βιβλίου. Αφενός με τιμά που αφιέρωσε τόση προσοχή στο βιβλίο μου, αφετέρου βρίσκω ότι έχουν αξία τα σχόλιά του και γι’ αυτό τα παραθέτω πιο κάτω. Ο ίδιος φίλος έχει ήδη φτιάξει παράδοση, αφού έχει στο παρελθόν σχολιάσει με παρόμοιο τρόπο τρία προηγούμενα βιβλία μου, τις Λέξεις που χάνονται (τα σχόλιά του τα είχα δημοσιεύσει εδώ) και τις Οπωροφόρες λέξεις (αντίστοιχο άρθρο εδώ) και τα Λόγια του αέρα (εδώ το άρθρο μας).
Το βιβλίο Η γλώσσα έχει κέφια είναι το τελευταίο μου βιβλίο -για να προλάβω το γνωστό αστείο, εννοώ το πιο πρόσφατο, όχι το τελευταίο που θα βγάλω διότι, καλώς εχόντων των πραγμάτων, έχω σκοπό να γράψω κι άλλα ενώ κάτι βρίσκεται στα σκαριά.
Κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο (εδώ το άρθρο που είχαμε βάλει τότε) και θα παρουσιαστεί στις 20 Απριλίου σε εκδήλωση (θα ενημερωθείτε εγκαίρως).
Αλλά πολλά είπα εγώ, δίνω τη σκυτάλη στον φίλο Άρη. Δικά μου σχόλια, αν βάλω, θα είναι μέσα σε αγκύλες με πλάγια.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΧΕΙ ΚΕΦΙΑ
ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ
Αγαπητέ Νίκο
Διαβάζοντας το τελευταίο σου βιβλίο, συνδύασα το τερπνόν μετά του ωφελίμου: μάθαινα και διασκέδαζα. Όπως έκανα και στα τρία προηγούμενα βιβλία σου (Οπωροφόρες λέξεις, Λέξεις που χάνονται και Λόγια του αέρα) καθώς διάβαζα, κρατούσα σημειώσεις, αλληλεπιδρώντας με το κείμενο. Ήταν μια απολαυστική διαδικασία για μένα και ταυτόχρονα κρατούσε αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μου από την αρχή ως το τέλος. Ιδού τα σχόλιά μου, για την περίπτωση που τα βρεις ενδιαφέροντα.
Κεφάλαιο 1: «Αχ τα αγάπαγα τα καθαρά πράγματα»
- «Αχ τα αγάπαγα τα καθαρά πράγματα»μπορεί εύκολα να γίνει «Αχ, να τα αγάπαγα τα καθαρά τα πράγματα» κερδίζοντας δύο Α παραπάνω και αυξάνοντας σε 68 τα Α στην μακρύτερη μονόφθογγή φράση της σελίδας 21.
- Στο στρατό, υπάρχουν τα Α που προσδιορίζουν το αντικείμενο του κάθε γραφείου (Α1 , Α2 (ασφάλεια), Α3 (εκπαίδευση), κλπ.
- Ποιο είναι το μονοφθογγικό ανέκδοτο με τα περισσότερα Α; Ρωτά ο πάπιος την πάπια «Πάπα, πάπα, πάπα, πά;»και εκείνη απαντά «Άπα, πάπα, πάπα, πά!».
- Το Α είναι το μοναδικό γράμμα που, συντιθέμενο με 19 από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, σχηματίζει μια λέξη. Μετρείστε: δα (τώρα, δα), εά (επιτρέπει, «ουκ εά με καθεύδειν…»), ζα (ζώα), θα, ία (λουλούδια), λα (νότα), μα, να, πα (σύντμηση του πάει «δεν πά να πνιγεί», σα (σα δεν ντρέπεσαι!), τα, φα (νότα), χα (σαρκαστικό επιφώνημα), ωά (αυγά), αν, ας, αι (άρθρο), αμ («αμ πώς»-Κώστας Χατζηχρήστος), αχ. [Μπορούμε να τα ανεβάσουμε και στα 21, αν προσθέσουμε το Γ, γα, τη βυζαντινή νότα, και το Ξ, ξα, στην κρητική έκφραση «ξα σου»]
- Το Α είναι από μόνο του μια λέξη: (α) επιφώνημα: «Α, ώστε έτσι!»,«Α! κύριε, κύριε Μαλακάση», (β) αναφορική αντωνυμία.
- Συντιθέμενο με το σύμπλεγμα μπ, φτειάχνει τρεις ακόμη μονοφθογγικές λέξεις αλλάζοντας τον τονισμό: Μπά; (αλήθεια; ), μπα (όχι), άμπα (όχι).
- Το Α είναι ο φθόγγος που κυριαρχεί στην νηπιακή διάλεκτο: μαμά, μπαμπά, άτα (βόλτα), μαμ, κακά, γιαγιά, παπά (παπούτσια), νάνι, βαβά (τραύμα), μάκια (φιλί), νταντά (να το κάνουμε νταντά, να το δείρουμε).
Κεφάλαιο 2: Είναι ελληνική η μεγαλύτερη λέξη στον κόσμο;
- Γράφεις «Τα νέα ελληνικά είναι γλώσσα με γενικά μεγάλες λέξεις, αν συγκριθεί με τα γαλλικά και ιδίως με τα αγγλικά». Πράγματι. Και αυτός είναι ο λόγος που, όταν στέλνω SMS σε κάποιους φίλους, το γράφω στα αγγλικά.
- Γνωστό και το ανέκδοτο. Διάλογος στο φαρμακείο:
-Παρακαλώ, μου δίνετε ένα κουτάκι ακετυλοσαλικυλικό οξύ;
-Εννοείτε ασπιρίνη;
-Ακριβώς! Όμως δυσκολεύομαι να θυμηθώ αυτή την λέξη!
- Ο υπερσυντέλικος δεν σου θυμίζει λίγο υπερσιβηρικό;
- Οι φτιαχτές πολυσύλλαβες λέξεις δεν σου θυμίζουν Φρανκενστάϊν.
Κεφάλαιο 3: Από τον Λω στον Παπατριανταφυλλόπουλο
Στην πρώτη γυμνασίου, όταν κάναμε καμιά σκανταλιά, η φιλόλογος μας έβαζε να γράψουμε το όνομά μας 50 φορές. Ζήλευα τότε τον χιώτη συμμαθητή μου με το όνομα Ίων Ρες. Το δικό, Αριστείδης Γαβριηλίδης, ήταν 3,5 φορές μεγαλύτερο. Για να μειώσω την αδικία στο μισό, κρατούσα ταυτόχρονα δύο στυλό, γράφοντας σε δύο γραμμές, πάνω κάτω…
[Αφου δεν ξέρουμε αν εντοπίζεται η Ιώ Λω, ο Ίων Ρες πρέπει να διεκδικεί μετάλλιο συντομότερου ονοματεπώνυμου!]
Κεφάλαιο 4: Σούρδοι και Ακανέδες
Επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, μία διόρθωση στη σελίδα 47: Αούτοι λέγονταν αποκλειστικά οι πόντιοι και όχι οι ανατολίτες, αφού μόνον αυτοί χρησιμοποιούν την λέξη. Μικρός, στην προσφυγική γειτονιά που μεγάλωσα, είχα ακούσει έναν «ανατολίτη» να αποκαλεί, περιπαικτικά ένα πόντιο «αούτο». Και εκείνος του έδωσε την πληρωμένη απάντηση: «φάε του κώλου μου το φρούτο!».
Παρατσούκλια είχαμε, τα παιδιά, και στις γειτονιές που μεγαλώσαμε. Γράφω, χαρακτηριστικά, στο νέο μου βιβλίο «Νοσταλγώντας την δεκαετία του ’50-Η ζωή σε μια συνοικία του Πειραιά»:
Τους βόθρους άδειαζαν, όπως σήμερα, τα ειδικά βυτιοφόρα, που έγραφαν απέξω ΕΚΚΕΝΩΣΕΙΣ ΒΟΘΡΩΝ και ακολουθούσε η επωνυμία, συνήθως χιουμοριστική: «Ο μια κι έξω», «Ο Γαργαντούας», «Ο Φαταούλας». Σε ένα έγραφε «Ο Λάκης», προφανώς από το όνομα του ιδιοκτήτη. Έλα όμως που, το κάθε αγόρι στη γειτονιά, είχε το παρατσούκλι του: ο Κολόβιος, ο Ακματζής, ο Βούδας, ο Τσοτσόριας, ο Ζαζά καφές, ο Περούκας, ο Φωτίκας και πάει λέγοντας. Ένας από τα παιδιά, που είχε την ατυχία να ονομάζεται Λάκης, απέκτησε αυτοδικαίως και αδιαμαρτύρητα το παρατσούκλι «Σκατατζής» -ώ, ναι, τα παιδιά είναι όντως σκληρά…
(περισσότερα για το βιβλίο στη ιστοσελίδα μου www.arisgavriilidis.gr)
Κεφάλαιο 5: Ο χάρτης του φαντάρου
Γράφεις: «Ο φαντάρος…αισθάνεται ότι οι ντόπιοι τον αντιμετωπίζουν περίπου σαν κινούμενο εικασάευρο». Για αυτό και, οσάκις κάποιος πολιτικός τόλμησε να προτείνει κατάργηση άχρηστων στρατοπέδων στην επαρχία, η ιδέα καταπνίγηκε εν τη γενέσει της από την λυσσαλέα αντίδραση των ντόπιων. Επίσης, μήπως εκτός από εικοσάευρο τον βλέπουν και σαν υποψήφιο… γαμπρό;
Κεφάλαιο 6: Διακοπές στο Μπουρντάκιοϊ
Μου το διηγήθηκαν ως αυθεντικό: Στην Κατοχή, ρωτούν τον δάσκαλο, στο καφενείο, τι έφαγε το μεσημέρι. «Γιουβέτσι», απαντά εκείνος. «Γιουβέτσι, δάσκαλε;» τον ρωτούν απορημένοι. «Μάλιστα, κύριοι, γιουβέτσι! Άνευ κρέατος και μακαρονίων», συμπληρώνει. «Δηλαδή, δάσκαλε;» ξαναρωτούν μπερδεμένοι. «Νεράκι, κύριοι, νεράκι σκέτο» διευκρινίζει αυτός.
Το λικέρ ΤΙΠΟΤΑ το θυμάμαι να το σερβίρουν στο μικρό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς μου, γύρω στο 1970.
Θύμα της «σηκωβάρας» είχα πέσει και εγώ, μικρός, όπως διηγούμαι στο «Νοσταλγώντας την δεκαετία του ’50». Ιδού το σχετικό απόσπασμα:
«Άλλη σκανταλιά ήταν να δώσεις σε ένα μικρότερο παιδί μια εικοσάρα (νόμισμα είκοσι λεπτών) και να του ζητήσεις να πάει στον μπακάλη και να ζητήσει «μια δεκάρα σηκωβάρα και μια δεκάρα σηκωχτύπα». Πεντάχρονο θύμα των μεγαλύτερων παιδιών υπήρξα κι εγώ που εισέπραξα την απάντηση της κυρά Αλίκης, που είχε το μπακαλικάκι: «άντε φύγε βρε παιδί μου, αυτοί σε κοροϊδεύουνε» και όταν βγήκα βρήκα «αυτούς» σκασμένους στα γέλια…».
Θα πρόσθετα το γνωστό: «Δεν έρχεσθε καμία μέρα να πάμε πουθενά να φάμε τίποτα;», όπου όμως εδώ οι λέξεις δεν κυριολεκτούν αλλά σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο…
Κεφάλαιο 8: Τα τελευταία λόγια
Ο Καραγκιόζης κάτι σκαλίζει στο χώμα με ένα κλαδί όταν έρχεται ο Χατζηαβάτης. «Μη μου τους κύκλους τάραττε, Χατζατζάρη, τρισκατάρατε», του λέει, με φοβερή ομοιοκαταληξία, που θα ζήλευε και ο Γκάτσος… [Πρέπει να την έχει και ο Σουρής]
Στα τελευταία λόγια-σύντομα ανέκδοτα θα πρόσθετα οπωσδήποτε το κορυφαίο, του Ταρζάν: «ποιος κερατάς έβαλε γράσο στο σχοινί;».
Κεφάλαιο 12: Λιπογράμματα, λοιπόν!
Προ αμνημονεύτων ετών, είχα διαβάσει σε κάποιο οικογενειακό περιοδικό (Ρομάντζο; Θησαυρός; ) κάτι που με είχε εντυπωσιάσει. Ένας στιχουργός έγραψε ένα τραγούδι δίχως ρω για χατίρι μιας τραγουδίστριας που δεν μπορούσε να το προφέρει. Δημοσίευε μάλιστα και τους στίχους. Δυστυχώς, δεν θυμάμαι το όνομα ούτε του στιχουργού ούτε της τραγουδίστριας.
Κεφάλαιο 17: Στην λίμνη την ποιητική…
Στη σελίδα 113 γράφεις (Ριπιτίδι ή ριπιτί είναι η διάρροια…). Λείπει το γνωστότερο τσιρλιπιπί: (https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%81%CE%BB%CE%B9%CF%80%CE%B9%CF%80%CE%AF).
Κεφάλαιο 19: Και άλλοι επιφανείς κάτοικοι της Νομανσλάνδης
Προ αμνημονεύτων ετών, πήγα στο ιταλικό προξενείο, στον Πειραιά, με μια επιστολή στα αγγλικά (δούλευα τότε σε ξένη τράπεζα), προς ιταλική εταιρεία, ζητώντας να βεβαιώσουν το γνήσιον της υπογραφής μου. Ένας άνθρωπος-ορχήστρα, που έκανε ταυτόχρονα δέκα διαφορετικές δουλειές, ανέλαβε να με εξυπηρετήσει. Μου ζήτησε ταυτότητα, πρόσθεσε κάτι με την γραφομηχανή στην επιστολή και μπήκε σε ένα γραφείο για να πάρει την υπογραφή. Φεύγοντας, έριξα μια ματιά στο χαρτί και γούρλωσα τα μάτια. Ο πρόξενος είχε βεβαιώσει το γνήσιον της υπογραφής του Mr. Sincerely Yours…
Κεφάλαιο 20: Ο δαίμονας και τα πολλά ποδάρια του
Αν οι τυπογράφοι και οι διορθωτές φορτώνουν τα λάθη τους στον δαίμονα, εμείς, οι παλιοί μανατζαραίοι, είχαμε το secretarial error και ας μην είχε καμία ανάμιξη η γραμματέας μας…
Στην σελίδα 137 αναφέρεις τις αισχρολογίες. Θυμάμαι, πιτσιρικάς, χάζευα στα βγαλμένα φύλλα του ημερολόγιου με τα στιχάκια. Σε ένα από αυτά διάβασα κάτι που ακόμη το θυμάμαι: «Από τότε που ήλθαν οι μπότεν / μας γ@μ%ύν χωρίς καπότεν / το ψωμί μας έγινε μπομπότεν / αχ, ως πότεν;». Προφανώς είχε γραφτεί επί κατοχής. Το πώς διέλαθε και μπήκε μαζί με τα αισθηματικά, χαζοχαρούμενα στιχάκια παραμένει άγνωστον!
[Μία από τις πολλές παραλλαγές. Επίσης: όλα γίνανε φερμπότεν / το ψωμί έγινε μπομπότεν / και εμείς γίναμε ρομπότεν, με ίδιον τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο]
Στην σελίδα 139, μιλάς για την γειτνίαση του Λ με το πλήκτρο του τόνου, και τα παιχνίδια που μπορεί να σου κάνει με το ρήμα κάνω. Την έχω πατήσει αρκετές φορές αλλά το διόρθωνα έγκαιρα. Όμως μία μικρή απροσεξία αρκεί για να σε κλάνει ρεζίλι.
Κεφάλαιο 23: Ο Ραβιόλης κατοικεί…
Γράφεις στην σελίδα 160, ότι αργά ή γρήγορα όλα τα ραμόνια, είτε παιδιόπλαστα είτε της ενήλικης ζωής, ξεδιαλύνονται. Ομολογώ πως, διαβάζοντας αυτό το κεφάλαιο εγώ ξεδιάλυνα δύο: το «μα την Νινευί» που είναι «μάτι μη με δει» και το «καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία, κόχη και λατρεία» που εγώ τόσα χρόνια το άκουγα «πόθοι και λατρεία». Βέβαια, τώρα που το ξαναβλέπω, μήπως τελικά το «πόθοι» είναι το σωστό;
Κεφάλαιο 25: Γράμματα και λεξικά
Ο παρατιθέμενος πίνακας με την ποσοστιαία συχνότητα εμφάνισης των γραμμάτων στα κείμενα είναι ένα από τα εργαλεία των αποκρυπτογράφων.
Κεφάλαιο 26: Αλφαβητικά ρεκόρ
Διαβάζοντας τον ερυθροφρουρό με τα 4 Ρ, θυμήθηκα το πείραγμα ενός φίλο σε κάποιον άλλο, που δεν μπορούσε να πει το Ρ. «Για πες ρουρούρα, μα τι ρουρούρα, ρουρουράρα!».
[Εμείς είχαμε βάλει το: Στους καταρράχτες του Νιαγάρα τρέχει γάργαρο και κελαρυστό νερό]
Κεφάλαιο 29: Διπλά και τρίδιπλα
Στην σελίδα 195, εκτός από το Σάββατο έχουμε και τον Σάββα.
Στην σελίδα 197, εκτός από τον Ρωσσαγγλογάλλο έχουμε τον ελληνικότατο, γνωστότερο και απλούστερο σπαγγορραμμένο (όπου ο σπάγγος σε μια από τις δύο γραφές). Έτσι τον έγραφε και ο Πολενάκης, στην σειρά γελοιογραφιών, που δημοσίευε το περιοδικό Ρομάντζο, στην κάτω δεξιά γωνία του οπισθόφυλλου, στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Ο σπαγγορραμμένος πλεονεκτεί έναντι των κομμουνιστοσυμμοριτισσών επειδή έχει τρία διαφορετικά διπλά σύμφωνα αντί των δύο που έχουν εκείνες. [Πράγματι, αλλά είναι αμφίβολο αν, ως λαϊκή λέξη, κρατάει σήμερα τα δύο ρο]
Κεφάλαιο 30: Τα τείχη στην τύχη…
Στην σελίδα 204, η τετράδα ομόηχων «πολύ, πολλοί, πολλή, πωλεί» μου θύμισε τον αστείο διάλογο: -Πλεις πλι; -Δεν πλω πλι, πλω πλο. Ό μεθερμηνευόμενο εστί «πωλείς πουλί; -Δεν πουλώ πουλί, πουλώ πηλό». Εξ άλλου έχουμε και το ωραίο χωριό μετά την Κατερίνη, τον Κοκκινοπηλό, που οι ντόπιοι τον λένε και τον γράφουν σε πινακίδα στην είσοδο του χωριού τους «Κοκκινοπλός». [Απ’ όπου και το επώνυμο Κοκκινοπλίτης, που επιχωριάζει στο κοντινό Λιβάδι της Ελασσόνας]
Έχουμε ακόμη να μας μπερδεύουν συχνά: πολιτική-πολιτικοί και κριτικοί-κριτική-κρητικοί, όπου στον προφορικό λόγο ο ομιλών αναγκάζεται να διευκρινίζει χαμηλώνοντας την φωνή του π.χ. «με ήτα».
[πολιτικοί – πολιτική – πωλητική]
Κεφάλαιο 31: Το ριμάριο των ομωνύμων
Το τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω» ταυτίζεται φυσικά με την φωνή της Βέμπο. Το ακούγαμε συχνά στο ραδιόφωνο κατά την δεκαετία του ’50.
Κεφάλαιο 33: Τα κουράδια, ο γάλος (κλπ)
Στη σελίδα το περιστατικό με τον πρωτοετή Κρητικό φοιτητή που είπε στην παρέα του: «Δεν έχω μαζί μου λεφτά, τα ξέχασα στο σύρμα», μου θύμισε φίλο μου, πρωτοετή φοιτητή στην Θεσσαλονίκη, που έσκασε στα γέλια όταν άκουσε μια κυρία να φωνάζει στο λεωφορείο: «Οδηγέ, με ανοίγεις από πίσω;».
Παρόμοιο περιστατικό με το «κάτσε» στην Ιταλία, είχα κάποτε στην Βηρυτό: Σε μια παρέα με Έλληνες και Άραβες συναδέλφους, αφηρημένος είπα «γεια χαρά» σε ένα Ιορδανό που έφευγε εκείνη την ώρα λέγοντας «good bye”. Γύρισε και μου είπε ενοχλημένος «what did you say?». Λύθηκε η παρεξήγηση όταν εκείνος μου εξήγησε ότι «γιά χάρα» στη γλώσσα του σημαίνει «ε, εσύ, σκατό» και εγώ του εξήγησα τι εννοούσα στη γλώσσα μου. Είχα όμως έγκαιρα ειδοποιηθεί να μην λέω μπροστά σε αραβόφωνους «είκοσι οκτώ», που στη γλώσσα τους σημαίνει κάτι σαν «της αδελφής σου…».
Κεφάλαιο 34: Το κρυφό τσιμπούσι…
Γυμνασιόπαιδες διασκευάσαμε το σουξέ της εποχής «Ένα ρολόι μού ’χες χαρίσει / που το κοιτούσα όταν αργούσες / και το ρωτούσα αν μ’ αγαπούσες. / Θα το δώσω το ρολόι / και θα πάρω κομπολόι / να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς» σε «Κλεψύδραν μίαν εδώρισάς μοι / ην την εώρων εσού αργούντος / και την ηρώτων αν με ηράσθης. / Την κλεψύδραν θέλω δώσει και μπεγλέριον ωνήσω / ίνα τους καημούς μετρώ / τε και τους ολοφυρμούς».
Κεφάλαιο 38: Ταμίλα Παζάρεβα κλπ
Στην σελίδα 273, λείπει ο διαπρεπής Κύπριος ηθοποιός Άλσος Παγκρατίου.
Στη σελίδα 274 ο Τομάς Εγκαρσίας είναι, νομίζω, Αργεντινός χειρουργός και όχι χειρούργος. Λείπει ο συνάδελφός του Ρουμάνος ορθοπεδικός Κάκοσι Μινίσκου και ο φοβητσιάρης Ισπανός Αντόνιο Εκλασαμέντες.
Στην σελίδα 274, δίπλα στα ευπρεπιστικά Έρμαν Έσσε και Μάριο Πούζο θα πρόσθετα τον «βιβλικό» ηθοποιό Τσάρλτον Ήστον (Heston). Έφηβοι, διασκεδάζαμε ακόμη με την Άννα Μουνίνι και τον Ποπώφ Βρομοκολάρωφ.
Κεφάλαιο 39: Μπανιστίρ ντουλάπ…
Τα «ελληνοτουρκικά» λογοπαίγνια εμφανίστηκαν την δεκαετία του ’60 (δεν υπήρχαν παλαιότερα) και μάλιστα τα δημοσίευε τακτικά και μια εφημερίδα, ίσως Τα Νέα. Θα πρόσθετα τα:
σπέρμα: τσουτσού καϊμάκ
τροτέζα: καλντερίμ χανούμ
Μπριζίτ Μπαρντό: μπακλαβά χανούμ
Κεφάλαιο 40: Λογοπαίγνια και καλαμπούρια
Στην σελίδα 282, αναφέρεις το «no pun intended» για να δηλώσει ο συγγραφέας ότι ήταν συμπτωματικό κα όχι σκόπιμο. Έχω δει όμως και το «pun intended» για να δηλώσει το αντίστροφο.
Στην σελίδα 287, αναφέρονται τα λογοπαίγνια στις μπουάτ της δεκαετίας του 1960, όπως το του Γιάννη Αργύρη «κάθε καϊμάνι και λιμός». Εκείνη τη εποχή, στο γυμνάσιο, διασκεδάζαμε με τα «τηγανιτάκια πατατά», «μεταφορούνται εκτελαί», «οδός Τρικολάου Χαρούπη» και άλλα. [Εντύπωσή μου είναι ότι τα τηγανιτάκια πατατά τα είχε και ο Παπάκιας, ο πρόγονος του Μικρού Νικόλα του Γκοσινι -εννοώ την άνευ δικαιωμάτων διασκευή που δημοσίευε η Διάπλαση των Παίδων περί το 1965]
Στην ίδια σελίδα, αναφέρεται το «εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος» του γέρου Παπανδρέου για τον Γρίβα, παραλείπεται όμως το κορυφαίο του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών Καθολικώς Διαμαρτυρομένων», με το οποίο σάρκαζε το σύνθημα της χούντας.
Τέλος, υπάρχει μια λέξη που αποτελείται από τρεις προθέσεις: αναπαραδιά (έλλειψη χρημάτων).
Ραντεβού στο επόμενό σου βιβλίο.
Άρης Γαβριηλίδης
Συγγραφέας-Εικαστικός
www.arisgavriilidis.gr
[Σε ευχαριστώ πολύ Άρη!]