Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Λογοτεχνία’ Category

Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2023

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 46 Σχόλια »

Μια συνέντευξη του 1893

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2023

Χρονιάρα μέρα και σήμερα, γιορτάσιμη, χαλαρή, ταιριάζει κάτι λογοτεχνίζον έστω και όχι καθαρά λογοτεχνικό. Χτες, όπως η μέρα οιονεί επιβάλλει, είχαμε Παπαδιαμάντη, Παπαδιαμάντη έχουμε και σήμερα -αλλά όχι διήγημά του.

Έχουμε μια συνέντευξη του Παπαδιαμάντη, που την έδωσε το 1893 στον Μήτσο Χατζόπουλο (Μποέμ) στην εφημερίδα Το Άστυ. Ο Μήτσος Χατζόπουλος (1872-1936), ήταν μικρότερος αδελφός του Κώστα, του γνωστού πεζογράφου και πρωτοπόρου σοσιαλιστή (που μετάφρασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε από το Αγρίνιο στην Αθήνα και, με σύσταση του Ξενόπουλου, άρχισε να δημοσιογραφεί στο Άστυ, ενώ είχε ήδη γράψει διηγήματα.

Ως δημοσιογράφος, με βασικό ψευδώνυμο Μποέμ (αλλά, κατά καιρούς και ανάλογα το έντυπο και με πλειάδα άλλων) ο Μ. Χατζόπουλος είχε λαμπρή σταδιοδρομία και, ανάμεσα σε άλλα, νομίζω πως ήταν εκείνος που έφερε στην Ελλάδα τις συνεντεύξεις λογοτεχνών ή τουλάχιστον έκανε δημοφιλές το είδος. Η σειρά συνεντεύξεών του το 1893 στο Άστυ προκάλεσε πολλές συζητήσεις, όπως και επόμενες σειρές (αν καλοθυμάμαι, στην εφημ. Αθήναι το 1909). Τότε ο Χατζόπουλος ήταν 21 χρονών και ο Παπαδιαμάντης είχε τη διπλή ηλικία, 42.

Παραθέτω εδώ στα επόμενα τη συνέντευξη που πήρε ο Μποέμ από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Άστυ 26 Μαρτίου 1893). Αποσπάσματά της υπάρχουν στο Διαδίκτυο, όχι όμως ολόκληρη. Εξάλλου, αξίζει πολύ και η μακροσκελής εισαγωγή και τα άλλα σχόλια του Μ. Χατζόπουλου, όπως και το πορτρέτο που κάνει στον Παπαδιαμάντη.

Ο Μποέμ βέβαια προσπαθεί να προκαλέσει θόρυβο και συζητήσεις με τις συνεντεύξεις του, γι’ αυτό και συνεχώς ρωτάει τη γνώμη του Παπαδιαμάντη για άλλους λογοτέχνες, ενώ προς το τέλος της συνέντευξης φανερώνει ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ήξερε πως όλα όσα κουβέντιαζαν επρόκειτο να δημοσιευτούν. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, μετά τη συνέντευξη του Παπαδιαμάντη δημοσιεύεται επιστολή του Μιχ. Μητσάκη (συνέντευξη του οποίου είχε ήδη δημοσιευτεί) που αρχίζει: Ψεύδεται αναιδώς ο θρασύς Μποέμ…. 

Να ευχαριστήσω τον φίλο μας Κώστα Λ. που είχε την καλοσύνη να πληκτρολογήσει το κείμενο. Εκσυγχρονίζω γενικά την ορθογραφία. Για να προλάβω ερωτήσεις, δεν ξέρω ποιος ήταν ο «γνωστός ποιητής» που παραβρέθηκε στη συνέντευξη. Η Βρύση του Λέκα, όπου βρισκόταν το μπακάλικο του Μπάρκα, ήταν στη γωνία Λέκ(κ)α και Κολοκοτρώνη.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

Εις το μπακάλικον του Μπάρκα. – Φιλολογικόν γκιουβέτσι. – Δύο ημείς και ο κ. Παπαδιαμάντης τρεις. – Σύντομος βιογραφία του. – Ο ονομαστικός κατάλογος του κ. Φιντικλέους εις το Πανεπιστήμιον. – Μποέμ πάντοτε. – Τα διηγήματά του. – Η Σκίαθος κατά τον κ Παπαδιαμάντην μικρόκοσμος. – Η γλώσσα εις το μεταίχμιον. – Τον Βαλαωρίτην περισσότερον του Σολωμού. – Αι κρίσεις του περί των συγχρόνων. – Έν ανέκδοτόν του

 

Ο κ. Παπαδιαμάντης, γνωστός Έλλην ποιητής, και εγώ, οι τρεις μας, είχαμεν καθίσει επί ενός τραπεζίου εις το μπακάλικον του Μπάρκα, ακριβώς παρά την βρύσιν του Λέκα. Η ώρα ήτο ογδόη εσπερινή, το μπακάλικον εφωτίζετο πλουσίως δια των ραμφών του αεριόφωτος, τα εις το βάθος απόκρυφα δωμάτια ήταν κατειλημμένα υπό πολυαρίθμων παρεών, αίτινες συνέκρουον ευθύμως τα ποτήρια, και ευθυμότερον, και περιπαθέστερον έψαλλον την Μυγδαλιάν του Δροσίνη αφ’ενός, και περιπαθείς αμανέδες εξ άλλου, ων συχνοτέρα επωδός αντήχει:

Έλα να σε κάμω μάκια
Στο λαιμό, στα γλυκαδάκια.

Ευτραφέστατος μπακαλόπαις προσήλθεν εις τας διαταγάς μας, έστρωσεν επί του τραπεζίου αντί τραπεζομανδήλου μιαν Επιθεώρησιν και μίαν Παλιγγενεσίαν, παρέθηκεν επ αυτής αχνίζον γκιοβέτσι, από έν πινάκιον, από έν μαχαιροπερούνιον, από μίαν αμφίβολον πετσέταν, μισήν οκάν άρτου κεκομμένου μπακάλικα, μίαν οκάν αφρίζοντος ρητινίτου και τρία ποτήρια. Το σπαγέτον ορεκτικότατον, ο κ. Παπαδιαμάντης εζήτησε και τυρόν μάλιστα, το κρέας τρυφερότατον, ο ρητινίτης γευστικότατος, ηδωνικότατος, και ημείς εφάγομεν ορεκτικότατα. Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλείων και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα, και με την χείρα αιωνίως επί του στήθους, ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός, η χάρις αυτή του Θεοκρίτου, ο αναλυτικός ψυχολόγος Τουργένιεφ, ο παρατηρητικός Δίκενς, ο μελαγχολικός Κοππέ, ο γλαφυρός και φυσικότατος αυτός Πλούταρχος, με τ’ άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με το πλατύγυρον λερωμένον ημίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχνα γένια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο ήκιστα αυτός φαινόμενος ποιητής, ο ελάχιστα δεικνυόμενος συγγραφεύς, η μορφή αυτή του σχολαστικού, του δασκάλου, η προτομή αυτή του Σειληνού, ο ιδιότροπος, ο φυγόπονος διά τας φιλολογικάς εργασίας, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού διά την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του διά μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέτα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος, καθ’όλην την διάρκειαν του μποεμικού δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος, ο τόσον απότομος συνήθως.

Και εν μέσω των συχνών προπόσεών μας και των συγκρούσεων των ποτηρίων εν γλυκεία αδελφικότητι εξηκολούθει ν’ απαντά εις τας ερωτήσεις μου και να λέγει πάντοτε αυτός, ο τόσον κατηφής, ο τόσον δύσκολος συνήθως. Ο κ. Παπαδιαμάντης είνε εις την ακμήν της ηλικίας του, μόλις υπερπηδήσας το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του. Εγεννήθη εν τη νήσω του Αιγαίου Σκιάθω το 1851. Εις το σχολείον της πατρίδος του σχεδόν ουδέποτε εφοίτησεν, και οσάκις εξ ανάγκης έκαμε τούτο, υπείκων εις την οργήν του κλασικού δασκάλου της εποχής του, δεν ήνοιξε ποτέ βιβλίον, δεν έπιασε ποτέ πέναν εις τα χέρια του. Ως παπαδοπαίδι όπου ήτο ηρέσκετο πολύ να διαβάζει εκκλησιαστικά βιβλία, εις τρόπον ώστε αργότερα, εις ηλικίαν 13 ετών, εννοούσεν ευχερέστατα τον Όμηρον. Κατά δε τας ετησίας εξετάσεις, μη δυνάμενος να προσφέρει και αυτός μετά των άλλων συμμαθητών του δείγματα καλλιγραφικής ικανότητας, παρουσίαζεν εις την επιτροπήν των εξετάσεων αντιγραφάς διαφόρων αγίων και πρωτομαρτύρων, τας εικόνας των οποίων τόσην μανίαν είχε να αντιγράφει κρυφίως εν τη σκιά και ησυχία της εκκλησίας της πατρίδος του. Μετά τινα χρόνον απήλθεν εις την Χαλκίδα ως φοιτητής του γυμνασίου, ένθα αποπερατώσας τας εγκυκλοπαιδικάς αυτού μελέτας, ήλθεν εις Αθήνας, όπου ενεγράφη εις την φιλοσοφικήν σχολήν. Αλλά ταχέως ηναγκάσθη να αποσκορακίσει και φιλοσοφίαν και πανεπιστημιακάς δάφνας. Ο χαρακτήρ του, το πνεύμα του ήκιστα συνεφώνουν με τον φοιτητικόν βίον και τας σχολαστικάς μελέτας. Εκείνο το οποίον κυρίως τον απέσπασεν από το φοιτητικόν εδώλιον ήτο ο καθ’εκάστην ημέραν εκφωνούμενος υπό του καθηγητού κ. Φιντικλέους κατά την έναρξιν των παραδόσεων ονομαστικός κατάλογος. Εξ όλων τούτων ηναγκάσθη να παραιτήσει τας φοιτητικάς σπουδάς του αργότερον, καθώς και τας ιδιαιτέρας παραδόσεις, δι ων επορίζετο τα προς το ζην, και να επιδοθεί εις την δημοσιογραφίαν, ταχέως εκμαθών την γαλλικήν και την αγγλικήν. Το 1882 προσελήφθη εις την Εφημερίδα ως μεταφραστής, την γνωστήν τότε μικράν το σχήμα, αλλ’ εκλεκτήν την ύλην Εφημερίδα. Τώρα δε εργάζεται εις την Ακρόπολιν, δημιουργών συγχόνως και φιλολογικά έργα, εκτός των καθημερινών μεταφράσεων, δι ών κερδίζει τον άρτον του. Ο κ. Παπαδιαμάντης έχει γράψει πλείστα όσα αριστουργήματα από του Μηχάνεσαι μέχρι της σημερινής Εστίας. Τα διηγήματά του τα διακρίνει βαθεία έμπνευσις, φυσικότης απαράμιλλος, ανθηρότης ύφους συναρπάζουσα. Τα θέματά του συνήθως αναστρέφονται εις θαλασσινάς παραδόσεις, εις την ποιμενικήν ζωήν, εις ειδυλλιακάς σκηνάς, όλων των εμπνεύσεών του εκπηγαζουσών εκ του αγροτικού επαρχιακού βίου, και ιδίως του της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σκιάθου, της μικροσκοπικής νήσου, του μικρόκοσμου τούτου, ως την αποκαλεί ο ίδιος με την θαυμαστικήν φυσικήν καλλονήν της, την παρέχουσαν 15 πεδιάδες, 12 όρμους, 25 βουνά και άπειρα δάση. Το ένδυμα δε των διηγημάτων του, αν και είναι τόσον καθαρώς επιμελημένον, εν τούτοις κλίνει πολύ προς τον δημοτικόν χαρακτήρα, τον οποίον ο συγγραφεύς, φαίνεται, ότι βαθύτατα επίσταται. Αν τον ερωτήσετε τόρα, ποία γλώσσα του αρέσει, θα σας απαντήσει με τον ολίγον αλλόκοτον, αλλά και ήρεμον τόνον της φωνής του, ότι η ιδέα του είνε η γλώσσα να ακολουθήση ένα μεταίχμιον, δηλαδή ούτε άκρως δημοτική να είναι, ούτε υπερβολικώς καθαρεύουσα.

Από τον Σολωμόν εκτιμά περισσότερο τον Βαλαωρίτην, και κατόπιν αυτού τον Ζαλοκώσταν. Ο Βαλαωρίτης του αρέσει περισσότερον, διότι τον θεωρεί, ότι αυτός μόνο ειργάσθη εθνικώς, αυτός μόνον είχε καρδίαν, αίμα, αίσθημα, έξεις, όλα συγχωνευμένα ελληνικά και παρήγαγε μακράν εποποιίαν, ενώ ο Σολωμός, παρ’όλην την ατελή και άμορφον παραγωγήν του, φαίνεται κάπως ξένος, εν Ιταλία ανατραφείς, ουχί αδόλως εμπνευσθείς, Επτανήσιος ων. Τώρα αν θέλετε και τας ιδέας του περί των συγχρόνων ποιητών συγγραφέων, ακούσατέ τας. Αν εκοπίασα να τας αγρεύσω εκ της αμειλίκτου σιωπής του εγώ το γνωρίζω.

Τον Ροΐδην τον θεωρεί ως πνευματώδη, αλλ’ εις το παρελθόν ανήκοντα.

Τον Άννινον πνευματώδη και αυτόν, καλλιτεχνικότερον, αλλ’ εις την παρωδίαν ανήκοντα.

Τον Ψυχάρην ως ποιητήν καλόν, ως γλωσσολόγον και επιβλητήν της δημώδους γλώσσης, Λεβαντίνον, ψευδή, τεχνητόν. Προσθέτει μάλιστα ότι η μονομανία του αύτη, του να αποκτήσει όνομα εις την Ελλάδα, κατέστη δι’αυτόν ψύχωσις, την οποίαν δυστυχώς δεν απέφυγον και παρ’ ημίν πλείστοι όσοι καλοί ποιηταί και λογογράφοι, οίτινες, διακαιόμενοι θερμώς υπό του πόθου της ρεκλάμας του ονόματός των εις την Ευρώπην υπό του ιεροφάντου Ψυχάρη, προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα προς αυτόν. Αλλ’ όλα αυτά θα παρέλθουν ταχέως, και η Ψυχάρειος δόξα θα εξατμισθεί ως πομφόλυξ, αυτή ήτις παίρνει και δίνει εις την οδών Κλωδίου εις τα Παρίσια! Την δημοτικήν γλώσσαν πού την είδε, πού την έμαθε, πού την εσπούδασεν ο Ψυχάρης; Αυτός είνε Χίος, σχεδόν ξένος, αριστοκράτης Φαναριώτης, επιχειρών μ’ έν στρεβλωτικόν ιδίωμα να επιβληθεί ως δημιουργός και διδάσκαλος ολοκλήρου έθνους. Όχι! Αι γλώσσαι δεν επιβάλλονται ούτω εις τα καλά καθούμενα υπό των ατόμων εις τους λαούς!

Τον Δροσίνην τον θεωρεί ως καλόν. Τον Μητσάκην τον αγαπά ως φίλον, και τον εκτιμά ως συγγραφέα. Τον Καρκαβίτσαν τον φίλον του, τον αναγνωρίζει ως κατέχοντα λαμπρόν τάλαντον αναμφισβήτητον, και λέγει ότι αυτός ειργάσθη περισσότερον πολλών άλλων εθνικώς, αλλά τελευταίως τα μπέρδεψε με την απότομον αποσκοράκισιν της γλώσσας εις την οποίαν έγραψε τα καλύτερα έργα του. Άλλως τε δεν είναι καθόλου δημοτική η γλώσσα του αναμιγνύουσα τύπους καθαρευύσης με τύπους δημοτικούς π.χ. τον οποίον, την οποίαν, το οποίον. Δεν λέγει ο χριστιανός κι αυτός, οπού, και να τελειώνει!

Τον Ξενόπουλον τον λέγει καλούτσικον. Αυτός έχει καλαισθησίαν, εργάζεται, αλλά δεν δύναται ν’ αντιληφθεί τα πρέποντα θέματα, τον παρακολουθεί δε με αγάπην του πάντοτε. Τον Κρυστάλλην τον αγαπά ως κλέφτην, και ως τσοπάνον, και τον θεωρεί ως μόνον αγνόν δημοτικόν, όστις εκ του φυσικού μόνον δανείζεται την δημώδη γλώσσαν. Τον Εφταλιώτην τον θεωρεί ως καλόν. Αλλ’ απορεί δια την μακράν σιγήν του. Ο Γαβριηλίδης, αλλά ποιος Γαβριηλίδης; αυτός ξέρει πολλούς Γαβριηλίδας, δι’ αυτόν καλύτερος είναι εκείνος που του σκάει 250 δρ. τον μήνα. Ο Γαβριηλίδης είναι δύναμις. Νεωτεριστής, πρωτότυπος, αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αναμφισβήτητος αξία, γνωρίζουσα να συμβαδίζει με τας αξιώσεις και τας κλίσεις του κοινού.

Τον Πολέμην ως νέον ευαίσθητον, συμπαθητικόν, αλλ’ ευρωπαΐζοντα, συνεσφιγμένον με το ευρωπαϊκόν πνεύμα. Τον Παλαμάν φίλον σεβαστόν, κριτικόν καλόν και πολυμαθή, αλλά στρυφνόν και απαιτητικόν και αυτόν. Τον Στεφάνου, αυτόν δεν τον διάβασε, αλλά εις την Ακρόπολιν όπου διόρθωνε τας Σειρήνας του, του ανέγνωσε καμιά εικοσαριά στίχους και τους εύρε καλούς. Τον Μάνον, αυτού λίγα διάβασε, πού να του μένει καιρός κιόλας, αυτός εξάλλου τώρα δεν διαβάζει τίποτα τζάνουμ, και του εφάνησαν αρκετά καλά. Τον Πολυλάν σοφόν, αλλ’ ιδιότροπον, και τον Καλοσγούρον, αυτός δα δεν είναι για κουβέντα!

Μη ζητήσετε περισσότερον διότι θαύμα είναι πώς απεσπάσθησαν και αυτά εκ των χειλέων του, αλίμονον δε αν προεμάντευε την ιδιότητά μου, καθ’ην στιγμήν τον ηρώτουν. Αι καλλιτεχνικαί του απαντήσεις ίσως δεν θα εστόλιζον σήμερον την σκιαγραφίαν του, την οποίαν επισφραγίζω και με έν ανέκδοτόν του.

Μιαν ημέραν ο κ. Σίμων Αποστολίδης, και ο κ. Ανδρέας Συγγρός συνομίλουν καθ’ οδόν, οπότε διερχόμενος ο συγγραφεύς των Ειδυλλίων, πάντοτε ρακένδυτος και ιδιότροπος, εχαιρέτησε τον κ Αποστολίδην. Ο μέγας τραπεζίτης διακόψας την συνομιλίαν του προσέθεσεν επί τη ευκαιρία του χαιρετισμού του συγγραφέως.

-Για δέτενε εδώ εις την Ελλάδα ως και οι επαίται, mon cher, φέρνουνε μπαστούνια.

Έκπληκτος ο Αποστολίδης απαντά.

-Τι λέγεις, κυρ Ανδρέα; αυτός είνε ο καλύτερος διηγηματογράφος μας.

-Ποιος; πώς τον λέτε;

-Παπαδιαμάντην.

-Και είναι έτσι σαν διακονιάρης! απήντησεν έτι εκπληκτότερος αυτήν την φοράν ο κ. Συγγρός.

Μποέμ

 

 

 

Posted in Λογοτεχνία, Συνεντεύξεις, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 86 Σχόλια »

Πώς μαθαίνουν Ιστορία τα μικρά παιδιά (από μια ανάρτηση του Νίκου Λούντου)

Posted by sarant στο 5 Απριλίου, 2023

Στο σημερινό μας άρθρο θα αναδημοσιεύσω ένα κείμενο του φίλου Νίκου Λούντου, από τον τοίχο του στο Φέισμπουκ. Το διάβασα, μου άρεσε το θέμα και ο τρόπος πραγμάτευσης και του ζήτησα την άδεια να το αναδημοσιεύσω εδώ. Ο Νίκος Λούντος, που σχολιάζει κι εδώ περιστασιακά, ζει στη Σεβίλλη και έχει μια κόρη 7 χρονών με μια Ισπανίδα. Μου είπε ότι το κείμενό του είναι σύντομο και πρόχειρα γραμμένο -έτσι είναι τα κείμενα στο Φέισμπουκ- αλλά νομίζω ότι έχει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. 

Ο Νίκος δεν δημοσίευσε τη φωτογραφία που αποτέλεσε το έναυσμα της ανάρτησης, αλλά θα μπορούσε να είναι αυτή που βρήκα στο Διαδίκτυο -η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε νεαρή ηλικία.

Πώς μαθαίνουν τα μικρά παιδιά Ιστορία;

Είναι μια ιδέα που δεν είναι δική μου. Πρώτη φορά την συνάντησα σε κάποιο κείμενο ή συνέντευξη της Θάλειας Δραγώνα ή της Άννας Φραγκουδάκη, αλλά έχω ξεχάσει πού ακριβώς. Ωστόσο, έχω επιβεβαιώσει τη σημασία της και την έχω αναπτύξει στην πράξη.

Η βασική ιδέα είναι ότι η Ιστορία μαθαίνεται από το παρόν προς το παρελθόν και όχι αντίστροφα (όπως συνήθως επιχειρείται στο σχολείο) και είναι μια διαδικασία που μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστική για τα παιδιά. Θα μοιραστώ μερικές παρατηρήσεις.

Πριν από λίγες μέρες κοιτούσαμε με την Αϊτάνα μια φωτογραφία της Ρόζας Λούξεμπουργκ μικρό κορίτσι (γύρω στα 12 αν δεν κάνω λάθος). Και καθώς την κοίταζε μου λέει: ‘Την φαντάζομαι τη Ρόζα εκεί γύρω να μπορεί να βλέπει τα πρώτα αυτοκίνητα στους δρόμους.’

Αυτή η χοντρικά σωστή παρατήρηση (τέλη του 19ου αιώνα τα πρώτα αυτοκίνητα και η παιδική ηλικία της Ρόζας) ήρθε ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού πληροφοριών που σχετίζονται κυρίως με την οικογένεια και κατ’επέκταση με την Ιστορία.

Από μικρή η Αϊτάνα είχε μια μανία με τα γενέθλια. Θυμόταν τα γενέθλια των συμμαθητών της στο νηπιαγωγείο και ακόμη και τώρα ξέρει τους συμμαθητές τους όλους με τη σειρά. Πατώντας πάνω σε αυτή της την τάση, της μίλαγα πολλές φορές για τα γενέθλια των συγγενών. Αυτό είχε θετικά αποτελέσματα τόσο όσον αφορά την αριθμητική (διαφορές ηλικιών μεταξύ προσώπων) αλλά παραδόξως όσον αφορά και την Ιστορία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ισπανία, Ιστορία, Λογοτεχνία, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , | 94 Σχόλια »

Αλέξης Πάρνης (1924-10.3.2023)

Posted by sarant στο 13 Μαρτίου, 2023

Ο μεγάλος συγγραφέας Αλέξης Πάρνης έφυγε από τη ζωή στα 99 του χρόνια. Είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω, οπότε θέλω να του αφιερώσω το σημερινό άρθρο σαν μνημόσυνο. Θα αναφέρω και κάποια πράγματα που είχε διηγηθεί ο ίδιος κατά καιρούς.

Πριν προχωρήσω, να ενημερώσω πως η κηδεία του γίνεται σήμερα στις 3μμ στο νεκροταφείο των Γλυκών Νερών -δυστυχώς εγώ δεν βρίσκομαι στην Ελλάδα ώστε να πάω.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Σωτήρης Λεωνιδάκης, γεννήθηκε το 1924 στον Πειραιά, και από νέος έγραφε και συμμετείχε στην πνευματική κίνηση. Στο περιοδικο Αργώ το 1943 δημοσιεύει ποιήματα (βλ. παρακάτω) αλλά και δοκίμια.

Ο πατέρας του είχε ένα μικρό υφαντουργείο και στην κατοχή έκρυψαν την οικογένεια του Εβραίου συνεταίρου του, πράγμα που έγινε αιτία να συνδεθεί ο νεαρός Σωτήρης με το ΕΑΜ και με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Συμμετείχε, ως καπετάν Αλέξης, διοικητής λόχου, στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς, στα περιβόλια του Ροσινιόλ τον Σεπτέμβρη του 1944.

Στα Δεκεμβριανά πληγώθηκε στο γόνατο από θραύσμα χειροβομβίδας έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου στην Ομόνοια. Μεταφέρθηκε στο Ρουμπίκ της Αλβανίας, όπου το τραύμα του είχε χειροτερέψει και, για να μην πεθάνει από τη μόλυνση, οι γιατροί είχαν αποφασίσει να του κόψουν το πόδι. Όπως έλεγε ο ίδιος, μια νοσοκόμα έβαλε τις φωνές: «Θα αφήσετε ανάπηρο το παλικάρι; Καλύτερα να πεθάνει» και τους παρακάλεσε να περιμένουν έναν Ιταλό γιατρό, αιχμάλωτο, που θα ερχόταν σε μερικές μέρες -έτσι έγινε, κι η θεραπεία του Ιταλού απέτρεψε τον ακρωτηριασμό.

Περιοδικό Αργώ, 10-11/1943Μετά την Αλβανία πέρασε ένα διάστημα στο Μπούλκες της Βοϊβοντίνας, όπως κι άλλοι καταδιωκόμενοι ελασίτες. Εκεί άρχισε να γράφει για το θέατρο (ένα έργο τη βδομάδα, έχει πει σε μια συνέντευξη) για τις ανάγκες των Ελλήνων του Μπούλκες. Τελικά γύρισε στην Ελλάδα το 1948 και συμμετείχε στην τελική φάση του εμφυλίου πολέμου ως υπολοχαγός-πολεμικός ανταποκριτής και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Προς τη Νίκη, που εξέδιδε ο ΔΣΕ. (Τότε αρχίζει να υπογράφει ως Αλέξης Πάρνης).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βιογραφίες, ΕΣΣΔ, Εις μνήμην, Κομμουνιστικό κίνημα, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 88 Σχόλια »

Ο ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2022

Στις 26 Οκτωβρίου, ακριβώς 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα (που επανεκδίδουν το σύνολο του έργου του) το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος».

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η έκδοση αυτή ασφαλώς αποτελεί σημαντικό εκδοτικό και φιλολογικό γεγονός.

Το μυθιστόρημα το έγραψε ο Καζαντζάκης το 1946, όταν έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία, στον πρώτο σταθμό μιας αυτοεξορίας που έμελλε να κρατήσει ίσαμε τον θάνατό του, το 1957. Ένα κομμάτι («Ο θάνατος του παππού») το δημοσίευσε στη Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 1947 (τχ 473) με αφιέρωση στην Τέα Ανεμογιάννη και με την υποσημείωση: Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridje [sic], αλλά το υπόλοιπο έργο το άφησε ανέκδοτο.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες σελίδες του τις χρησιμοποίησε στον Καπετάν Μιχάλη. Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε πιο κάτω, ίσως θυμηθείτε τη σκηνή με τους τέσσερις τζουτζέδες του πατέρα του αφηγητή, που είμαι βέβαιος (αλλά δεν μπορώ να το ψάξω τώρα) πως υπάρχει  και στον Καπετάν Μιχάλη.

Ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Κοσμάς, σαραντάχρονος συγγραφέας και προφανές  αλτερέγκο του Καζαντζάκη, και η Νοεμή, η Πολωνοεβραία γυναίκα του που έχει περάσει όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη αρχικά και στη συνέχεια την Αγγλία.

Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα έδωσε στο γεγονός τη σημασία που του αξίζει. Η έκδοση είναι καλαίσθητη και το κείμενο του μυθιστορήματος (αλλά όχι των προλόγων κτλ) είναι τυπωμένο σε ιδιαίτερη γραμματοσειρά, πολύ ευχάριστη στο μάτι. Αρκετές λέξεις εξηγούνται σε υποσημείωση, με μια πρωτοτυπία: δεν υπάρχει αστερίσκος ή άλλη ένδειξη στη λέξη που εξηγείται, αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχουν οι εξηγήσεις με διαφορετική γραμματοσειρά. Οι εξηγήσεις βασίζονται στο «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του Β. Γεώργα, ένα πολύ αξιόλογο έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης και που φιλοδοξώ κάποτε να παρουσιάσω εδώ. Για να πάρετε μια ιδέα των λέξεων που εξηγούνται, στο τέλος του αποσπάσματος που θα παραθέσω βάζω όλες μαζί τις εξηγούμενες λέξεις -και σημειώνω και κάποιες παρατηρήσεις.

Αξιοδιάβαστο και χρήσιμο είναι και το Επίμετρο που το υπογράφουν, όπως και τον πρόλογο, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.

Γεννιέται το ερώτημα, αν προσθέτει κάτι ο Ανήφορος στο έργο του Καζαντζάκη που ξέρουμε (που ξέρουν, όσοι έχουν διαβάσει τα μεγάλα του έργα τουλάχιστον). Ενώ αναγνωρίζω πως είναι σημαντικό γεγονός φιλολογικά, δεν είμαι πεισμένος ότι στέκεται στο ύψος των γνωστών έργων του Καζαντζάκη σαν συνολικό εγχείρημα. Κι ο ίδιος άλλωστε το ίδιο φαίνεται να πίστευε, αφού πήρε σελίδες από το [αποτυχημένο; αποκηρυγμένο;] έργο του και τις ένταξε (σικ, ρε) στον Καπετάν Μιχάλη. Όμως η γνώμη μου αυτή είναι προσωρινή εντύπωση και μπορεί ν’ αλλάξει. Θα άξιζε επίσης να υπάρξει αντιπαραβολή με τον Καπετάν Μιχάλη, κάτι που δεν το κάνουν οι Μαθιουδάκης και Βασιλειάδη στο Επίμετρο, όπου πάντως αναφέρουν πολλά ενδιαφέροντα για την ιστορία του χειρογράφου και την αντιμετώπιση που είχε ως τώρα.

Θα παραθέσω λοιπόν εδώ τις πρώτες σελίδες από τον Ανήφορο (σελ. 29-43 του βιβλίου) και στο τέλος τις Λέξεις που εξηγούνται. Αν μου ξέφυγε κανένα λαθάκι από το Οσιάρ, διορθώστε με.

Πριν προχωρήσω, μια επισήμανση. Έχω βάλει με μαύρα τη λέξη «δυνάμες» (όλες του τις δυνάμες) διότι θεωρώ απίθανο να το έγραψε αυτό ο Καζαντζάκης, ή, ακόμα κι αν είναι έτσι στο χειρόγραφο που σώζεται, θα έπρεπε να το διορθώσουν οι επιμελητές. Ο Καζαντζάκης «δύναμες» και μόνο «δύναμες» έγραφε, όπως είναι ο παλιός δημοτικός-λαϊκός τύπος των δημοτικών τραγουδιών, του Σολωμού και του Βάρναλη, όχι «δυνάμεις» που είναι ο κανονικός τύπος της σημερινής κοινής νεοελληνικής, και οπωσδήποτε όχι το αλλόκοτο «δυνάμες». Οπότε, ένα μείον για την επιμέλεια της έκδοσης. Εχω  και μια μικρή επιφύλαξη για το απόσπασμα: Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε, όπου λογικά θα περίμενα «ήταν γερός», αλλά και το «γέρος» στέκει. Όμως αυτά είναι παρωνυχίδες. Ο λόγος στο άγνωστο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη

Ο ανήφορος

Ι

Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε’ μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

— Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφε­ρότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

— Ναι, είπε’ και σώπασε.

— Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

–  Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

— Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

— Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

—  Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα’ θα ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

— Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

—  Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσά­νυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή… Σα να ’ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

—  Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. Τώρα που πέθανε ο γέρος…

Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

—  Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω’ μα ναι πολύ αργά.

Έκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι,

όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

— Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

— Μα… έκαμε η κοπέλα.

Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα να ’θελε να της φράξει το στόμα.

—  Όχι, όχι… είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα – τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλω­μένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθα­μένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

«Δεν πέθανε ο γέρος», συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με

τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό. «Όσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ…»

Ένιωθε τον κύρη στα σωθικά του να πιάνει, ν’ απλώνει ρίζες, να μη θέλει να ξεκολλήσει. Έτσι ήταν πάντα του. Άγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή. Τον θυμάται, μικρός, με τα μαύρα καραμπογιά γένια, με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, βαρύς, λιγομίλητος κι είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτε­ρωθεί η Κρήτη. Κι ένα βράδυ, θυμάται ο Κοσμάς, είχε έρθει βεγγέρα σπίτι τους ο θείος ο Δημητρός, ο αδερφός της μητέρας, πρόσχαρος, αγαθός, από άλλο χώμα καμωμένος. Είπε κάτι στην κουβέντα απάνω και γέλασε’ ο κύρης μάζεψε τα χοντρά του φρύδια και πια δε μίλησε. Κι όταν ο θειος έφυγε, στράφηκε κι είδε τον Κοσμά: «Δεν ντρέπεται», είπε, «γέλασε».

Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε. Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε· μα μέσα του ένιωθε βαριά κατασκέπαση, ακατανόητη πίκρα, ένα αχ! ανέβαινε στο λαιμό του και τον έπνιγε. Στέρνιαζε, στέρνιαζε τον πόνο ένα μήνα, δυο μήνες, έξι μήνες, μα πια ξεχείλιζε μέσα του, δεν μπορούσε πια να χωρέσει, πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Και τότε, κάθε έξι μήνες, μεθούσε. Τα μεθύσια αυτά τα θυμάται ακόμα ο Κοσμάς με τρόμο. Είχε τέσσερεις τζουτζέδες, φτωχούς ανθρώπους, που τους έδινε δανεικά όλο το χρόνο, για να τους έχει στην υποταγή του όταν τους ήθελε’ όταν, κάθε έξι μήνες, μεθούσε και του χρειάζουνταν. Καθένας τους είχε και μια χάρη – ο ένας χόρευε καλά, ο άλλος τραγουδούσε, ο άλλος έπαιζε λύρα κι ο τέταρτος έκανε χωρατάδες. Σαν έρχουνταν ο γραμμένος καιρός, ο κύρης έστελνε τον παραγιό στον καθένα και τους μηνούσε: «Χαιρετίσματα», λέει, «από τον καπετάν Μιχάλη, και να κλείσετε το μαγαζί και να κοπιάσετε σπίτι».

Τρόμος τους έπιανε. Έστελναν ανθρώπους, παρακαλούσαν τον κύρη αν ήταν μπορετό ν’ αναβάλει δυο τρεις μέρες, να ετοιμαστούν. Είχαν δουλειά, δεν την τέλειωσαν, η γυναίκα τους ήταν άρρωστη, είχαν να παν στο χωριό να τρυγήσουν. Τίποτα! Έστελνε ο γέρος πάλι τον παραγιό: «Να κοπιάστε, λέει, ευτύς!» Κλειούσαν λοιπόν τα μαγαζάκια τους οι κακόμοιροι κι έγραφαν σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το κολνούσαν απόξω: «Θα λείψω οχτώ μέρες», γιατί τόσο βαστούσαν τα μεθύσια του γέρου. Ψώνιζαν μιας βδομάδας πράματα, πήγαιναν σπίτι τους, αποχαιρετούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκαναν το σταυρό τους και κατάφταναν ένας ένας στο σπίτι. Η δούλα τούς κατέβαζε στο υπόγειο· εκεί ταν τα βαρέλια το κρασί, ένα πιθάρι λάδι, ένα πιθάρι ελιές και δυο πιθάρια αλεύρι και στάρι. Είχε σύντοιχα ένα μακρύ πατάρι με μαξιλάρες και μεντέρια και μπροστά ένα μακρύ τραπέζι. 0 γέρος κάθουνταν στη μέση, έβανε δεξά του τους δυο, ζερβά τους άλλους δυο, κατέβαζε η δούλα τους μεζέδες, κινούσαν να σφάζουνται οι όρνιθες στη μέσα αυλή κι άρχιζε το φαγοπότι. Έτρωγαν, έπιναν, δε μιλούσαν. Κανένας από τους τέσσερεις δεν είχε κέφι· καθένας συλλογίζουνταν τις δουλειές του και το σπίτι του κι αγαναχτούσε μα σώπαινε. Σιγά σιγά, με το κρασί, με το φαΐ ζωντάνευαν, θόλωνε το μυαλό, ξεχνούσαν, έκανε νόημα ο γέρος, έπιανε τη λύρα ο λυράρης, ρουφούσε ο τραγουδιστής ένα αυγό να καθαρίσει η φωνή του κι άρχιζε το ξεφάντωμα. Πετιούνταν ο χορευτής, κινούσε τα χωρατά ο χωρατατζής, όλο το υπόγειο βροντούσε κι έτρεμε. Περνούσε η μέρα, έφτανε η νύχτα, ξημέρωνε. Ο γέρος, αγέλα­στος, ακίνητος, έπινε και θωρούσε· δεν τραγουδούσε, δε χόρευε ποτέ του. Ακουμπούσαν στον τοίχο οι καλεσμένοι, ή στον ώμο ο ένας του άλλου, έπαιρναν κλεφτάτα έναν ύπνο και πάλι, με μια σκουντιά του γέρου, τινάζουνταν και ξαναρχινούσε το φαγοπότι. Μέρες τρεις, τέσσερεις, οχτώ. Απάνω στις οχτώ, ο γέρος σηκώνουνταν, άνοιγε την πόρτα, άπλωνε το χέρι: «Φευγάτε!» έλεγε ήσυχα. Ποτέ δε θα τους ξεχάσει ο Κοσμάς τους κακόμοιρους πώς έφευγαν τοίχο τοίχο κι οι τέσσερεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, κιτρινοπράσινοι από τους εμετούς και τις αγρυπνίες, άπλυτοι, αξούριστοί, τρεκλίζοντας… Κι ο γέρος καβαλίκευε τη φοράδα του, περνούσε από τους τούρκικους μαχαλάδες, έβγαινε από την πολιτεία και πήγαινε στο μετόχι του να πάρει αγέρα.

Τίναξε ο Κοσμάς θυμωμένος το κεφάλι, σα να ’θελε να πετάξει αποπάνω του τον κύρη, στράφηκε να δει την κοπέλα, να γλυκάνει ο νους του. Την είδε να κάθεται απάνω στην κουλούρα τα σκοινιά, στην πλώρα, και να κοιτάζει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της την πολιτεία που όλο και ζύγωνε… Τα βενετσάνικα τείχη, τα χαλασμένα σπίτια, δυο τρεις μιναρέδες κουτσου­ρεμένοι, χωρίς πια μισοφέγγαρο, κι απάνω απ’ όλα μια μεγάλη εκκλησιά με γαλαζόμαυρο τρούλο.

— Είναι η μητρόπολη, ο Άγιος Μηνάς, είπε ο Κοσμάς και κάθισε δίπλα της. Είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου όταν χιμούσαν οι Τούρκοι να πατήσουν την εκκλησιά, αυτός πηδούσε από το κόνισμά του κι όπως ήταν, καβαλάρης, με τα σγουρά κοντά γένια, με την ασημένια αρμάτα, με το μακρύ κοντάρι, πρόβαινε στην πόρτα της εκκλησιάς και χύνουνταν στους Τούρκους…

Έζωσε το χέρι του στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της -σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα- κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους.

– Νοεμή, της είπε σιγά, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις.

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι, μαζεύτηκε στο στήθος του αντρός

σα να ‘θελε να μπει, να χαθεί μέσα του, να μην υπάρχει.

Το φως τράνεψε, από χλωμό πρωινό τριαντάφυλλο έγινε άγριο ρόδο κάτασπρο κι η θάλασσα γέμισε μαστούς, χοροπηδούσε και δέχουνταν τον ήλιο. Ο Γιούχτας άρχισε ν’ αραιώνει και να χάνεται μέσα στους αχνούς της ζέστας που ανέβαιναν κιόλας από τη γης. Ο ουρανός αποπάνω είχε χάσει τη γλύκα του την πρωινή κι είχε γίνει γαλάζιο ατσάλι.

Κάθε πρωί, είπε η κοπέλα κι αναστέναξε, άνοιγε ο πατέρας μου  το παράθυρο και τον έπαιρναν τα κλάματα. «Τι ομορφιά είναι τούτη», έλεγε, «τι θάμα!» Και τι έβλεπε; Μαύρες καμι­νάδες κι ένα κομμάτι μολυβένιο ουρανό κι ανθρώπους άσκη­μους και κουρελήδες που τουρτούριζαν. Τι θα ’λεγε, Θε μου, αν έβλεπε την Κρήτη!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε αναστενάζοντας ένας γέρος βρακάς, που πρόβαλε το κεφάλι του από το αμπάρι, αναμαλλιασμένο, μαχμουρλίδικο και κοίταξε. Παντέρμη Κρήτη!

Έσκυψε στο αμπάρι.

— Ελάτε, μωρέ παιδιά, να δείτε’ όλο χαλάσματα!

Ένας ναύτης περνούσε:

— Σώπα, γέρο, του φώναξε, σώπα και καλά τα πλερώνουν τώρα οι Φρίτσοι κι οι Φριτσομάνες!

Μα ο γέρος κούνησε το κεφάλι:

— Μωρέ, κι όλη η Γερμανία να ξεπατωθεί, το αχ! της Κρήτης δε σβήνει! Παντέρμη Κρήτη! αναστέναξε πάλι κι έκαμε το σταυρό του’ να ’σουν γυναίκα, θα ’χες πάει στην Παράδεισο· μα ’σαι νησί, κακομοίρα!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε κι ο Κοσμάς, μαρτύρησε πάλι. Εγώ ’μουν τότε ακόμα στην Αθήνα, δε με είχε ακόμα πιάσει η ντροπή, δεν είχα ακόμα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να κιντυνέψω κι εγώ, σαν άντρας. Ήταν οι τελευταίες μέρες του Μάη του ’41. Ο ουρανός σκοτείνιασε, γέμισε αεροπλάνα, χύθηκαν όλα, γραμμή, σα γερανοί, κατά την Κρήτη. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήραν σκληρίζοντας τα βουνά, οι άντρες, ξαρμάτωτοι, χιμούσαν και φώναζαν: «Ελευ­θερία ή θάνατος!» Ένας Εγγλέζος αξιωματικός μου δηγόταν, ύστερα από καιρό, στην Αφρική, για την πατρίδα που καίγουνταν. «Κι οι άντρες;» ρώτησα. Ο Εγγλέζος γέλασε: «Κρατούσαν μεγάλες σκουριασμένες μαχαίρες και φώναζαν: ‘Ελευθερία ή θάνατος!” κι έπεφταν απάνω στους αλεξιπτωτιστές». «Και γιατί γελάς;» «Για να μην κλαίω· εμείς φεύγαμε. Σ’ ένα χωριό, στο Λιβυκό πέλαγο, την ώρα που πηδούσα στο καράβι, ένας γέρος καπετάνιος με ρώτησε: “Γιατί φεύγετε;” “Μα δε βλέπεις, καπε­τάνιο; Θα μας σκοτώσουν”. “Ε, κι ύστερα;” έκαμε ο καπετάνιος. “Κι αν φύγεις, δε θα πεθάνεις θαρρείς μια μέρα; Πέθανε τώρα!” “Όσο αργότερα, τόσο καλύτερα”, του αποκρίθηκα. “Τον κακό σου τον καιρό!” μου φώναξε ο γερο-Κρητικός και μου γύρισε τις πλάτες». Ύστερα από καιρό έμαθα πως ο γερο-καπετάνιος αυτός ήταν ο παππούς μου.

— Βαριές ψυχές είναι τούτες, ζόρικοι άντρες οι Κρητικοί, σα να μπαίνω σε ζούγκλα, ψιθύρισε η κοπέλα, κοίταξε τον άντρα και του χαμογέλασε για να γλυκάνει λίγο τα λόγια της.

«Έχει δίκιο», συλλογίστηκε ο Κοσμάς, «έχει δίκιο. Βαριά πολύ η ψυχή του Κρητικού, μονόχνοτη, άγρια, σα ρινόκερος».

Θυμήθηκε στην Αφρική, όταν πήγε να πολεμήσει κι αυτός, πώς ξάφνου ανοίχτηκαν τα σπλάχνα του και πετάχτηκαν οι παμπάλαιοι δαιμόνοι. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει χωριό να καίγεται, αίμα να χύνεται. Την πρώτη φορά που είδε άνθρωπο σκοτωμένο παραλίγο να λιποθυμήσει. Μα, σιγά σιγά, περιπλέ­χτηκε στο αιματερό παιχνίδι, το πάθος τον κυρίεψε, η προαιώνια σκοτεινή λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώνει ανθρώπους… Άνοιξαν μέσα του οι καταπαχτές και ξεπετάχτηκαν οι παμπά­λαιοι πρόγονοι – ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο.

—Έχει δίκιο, μουρμούρισε πάλι και κοίταξε τη γυναίκα με συμπόνια.

— Θαρρώ δε θα βγω από δω ζωντανή, είπε η κοπέλα τόσο σιγά που δεν ακούστηκε.

Οι επιβάτες ξεπρόβαλαν όλοι από τ’ αμπάρια, από τις καμπίνες, μαζώχτηκαν στην πλώρα, κοίταζαν. Έμπαιναν πια στο λιμάνι έλαμψε δεξιά, σφηνωμένο στους βράχους, το πέτρινο λιοντάρι της Βενετιάς με το ανοιχτό Βαγγέλιο στα νύχια. Βούιζε το λιμάνι, μύριζε σάπια λεμόνια, λάδι, κίτρα, χαρούπι… Πίσω η θάλασσα η λουλακιά χόχλαζε. Ο ήλιος πια είχε ανέβει, κι έκαιγε. 0 Κοσμάς πήδηξε στο μόλο, άπλωσε το χέρι, πήρε το χέρι της κοπέλας:

— Πρωτοπάτησε με το δεξό σου πόδι, της είπε σιγά· ευτυ­χισμένη να ’ναι τούτη η στιγμή.

Πρωτοπάτησε με το δεξό της πόδι η κοπέλα, κρεμάστηκε από το μπράτσο του αντρός, εξαντλημένη.

— Κουράστηκα, είπε.

— Κοντά ’ναι το σπίτι, είπε ο Κοσμάς, κάνε κουράγιο. Φτάσαμε.

Προχώρεσαν. Ο Κοσμάς κοίταζε με απληστία τα σπίτια, τους ανθρώπους, τους δρόμους. Όλα είχαν γεράσει· οι μαύρες τρίχες άσπρισαν, τα μάγουλα βούλιαξαν, οι μπογιές ξέβαφαν, ξέφτισαν οι τοίχοι, πολλοί γκρεμίστηκαν. Πολλά κατώφλια είχαν χορταριάσει. Πήρε το χέρι της κοπέλας, το ’σφίξε.

— Τούτη είναι η πατρίδα μου, είπε· να, είμαι από τούτο το χώμα που πατούμε.

Η κοπέλα έσκυψε, πήρε από χάμω λίγο χώμα, το ’θρύψε στα δάχτυλά της:

— Είναι ζεστό, είπε· μου αρέσει.

Και θυμήθηκε τη μακρινή δική της πατρίδα, την παγωμένη.

Μπήκαν στα στενά σοκάκια. Ο Κοσμάς είχε αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, πήγαινε τώρα λίγο μπροστά· βιάζουνταν. Η καρδιά του χτυπούσε. Πήρε δεξά, έστριψε το δρομάκι· από μακριά ξέκρινε την πατρική πόρτα· κλειστή. Αποπάνω το παράθυρο, κλειστό. Κανένας στο δρόμο. Καμιά φωνή· σα να ονειρεύουνταν. Ζύγωσε στην παλιά δοξαρωτή πόρτα, με το χοντρό σιδερένιο κρικέλι. Τα γόνατά του λύγισαν λίγο. Έκαμε κουράγιο.

Χτύπησε. Βήματα ακούστηκαν στην αυλή, κάποιος στέναξε. Τα βήματα σταμάτησαν, ξαναχτύπησε. Η πόρτα άνοιξε, μια γριούλα πρόβαλε, κάτασπρη, εξαντλημένη, λιωμένη, ντυμένη κατάμαυρα. Μόλις είδε τον άντρα, έσυρε φωνή:

— Παιδί μου! κι άνοιξε την αγκάλη.

Η αδερφή πρόβαλε, λιγνή, λιωμένη κι αυτή, με άσπρες τρίχες τα μάτια της ολάνοιχτα, γεμάτα κακία και πίκρα. Τα στήθια της του κάκου περίμεναν όρθια, χρόνια· έπεσαν.

Χαρές, κλάματα, τα χέρια άδραχναν με λαχτάρα το αγαπη­μένο σώμα.

Μπήκαν μέσα· ένα καντήλι άναβε στην πέρα γωνιά του καναπέ, όπου κάθουνταν πάντα ο γέρος.

Ο Κοσμάς τρόμαξε μια στιγμή, έκαμε το σταυρό του.

— Είπε τίποτα πεθαίνοντας; ρώτησε.

— Όχι, αποκρίθηκε η μάνα· μούγκριζε σα θεριό. Του δώκαμε το κόνισμα της Παναγιάς, το πέταξε.

— Πονούσε;

—  Όχι· από θυμό που πέθαινε.

— Σιγά! είπε η αδερφή, δείχνοντας το καντήλι. Ακούει!

Μα η μάνα είχε τώρα το γιο της, δε φοβόταν εξακολούθησε

δυνατά:

—Έκρυψε το χρυσάφι του όλο μέσα στη γης, να μη χαρούμε. Σούρθηκε όξω στο μετόχι ετοιμοθάνατος, μας έδιωξε όλους, έσκαψε τη γης και το ‘κρύψε. Το βράδυ γύρισε· έπεσε ευχαριστημένος κι άρχισε το ρουχαλητό του θανάτου. Ήρθε ο παπάς να τον μεταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, τον είδε· αγρίεψε: «Φύγε!» του φώναξε. «Την κατάρα σου να ’χω!» «Δε φοβάσαι το Θεό;» του κάνει ο παπάς και του ’δείξε το άγιο δισκοπότηρο. «Δικός μου λογαριασμός!» αποκρίθηκε ο γέρος· «ξεκουμπίσου πό δω!»

Τα μεσάνυχτα άρχισε να χλιμιντράει σαν άλογο· η αδερφή σου κι εγώ μι οι γειτόνισσες μαζευτήκαμε σε μια γωνιά του σπιτιού και τρέμαμε. Αυτός χλιμίντριζε και λέγαμε τώρα θα πέσει το σπίτι να μας πλακώσει. Κι άξαφνα σιωπή. «Πέθανε!» είπε η κυρα-Κατίγκω η γειτόνισσα· «ποια θα πάει να δει;» Μα καμιά δεν τολμούσε. «Πήγαινε εσύ να του κλείσεις τα μάτια», μου κάνει η κυρα-Κατίγκω, «πήγαινε κι είναι αμαρτία». Έκαμα το σταυρό μου, πήγα. Κρατούσε ακόμα τα σίδερα του κρεβατιού και τα ’χε λυγίσει…

Άξαφνα, ως μιλούσε, είδε την κοπέλα να στέκει ακόμα στην αυλή, στον παραστάτη της οξώπορτας.

— Είναι…; ρώτησε η μάνα σιγά.

— Ναι, η γυναίκα μου…

Η αδερφή έστρεφε το πρόσωπο πέρα, με αναγούλα· η μάνα ζύγωσε το γιο:

— Γιατί την πήρες; ρώτησε σιγά. Θα μολέψει το αίμα. Οβραία.

— Είναι μεγάλη ψυχή. Σε αυτή χρωστώ τη ζωή μου· αν έλειπε, θα ’χα πεθάνει. Άλλη χαρά δεν έχω. Αγάπα τη, μητέρα. Και συ, Μαρία… είπε και στράφηκε στην αδερφή του.

Μα αυτή είχε γλιστρήσει μέσα να ετοιμάσει τον καφέ.

— Είναι Οβραία… ξανάπε η μάνα. Μα αφού τη θέλεις… Ένα μονάχα φοβούμαι…

-Τι;

— Μην την πνίξει.

— Ποιος;

Η μάνα δεν αποκρίθηκε· στράφηκε, κοίταξε κατά το αναμ­μένο καντήλι. Ο Κοσμάς κατάλαβε, ακούμπησε στον τοίχο. Σιγή. Ήξεραν κι οι δυο πως σαράντα μέρες η ψυχή δε φεύγει από το σπίτι, τρογυρίζει στην αυλή, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, μανταλώνει τη νύχτα την πόρτα, κάθεται δίπλα στο καντήλι και κοιτάζει κι ακούει τα πάντα. Ο γέρος του μήνυσε ως έμαθε πως παντρεύτηκε Οβραία: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Και τώρα είναι μονάχα δέκα μέρες που πέθανε.

Έσκυψε ένα βήμα προς την πόρτα.

— Χρυσούλα, είπε, έλα!

Την πήρε από το χέρι, την πήγε στη μάνα του.

— Μητέρα, η κόρη σου, είπε.

Η κοπέλα έσκυψε, φίλησε το χέρι της γριάς και στάθηκε πάλι και περίμενε.

Η μάνα την κοίταζε, αμίλητη. Τη γρυπή μύτη, τα χοντρά χείλια, τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Τη χρυσή αλυσιδίτσα που της έζωνε το λαιμό.

— Βαφτίστηκες; ρώτησε η γριά, χωρίς ν’ απλώσει το χέρι.

— Βαφτίστηκε, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Να ο σταυρός. Πήρε και τ’ όνομά σου, μητέρα. Χρυσούλα.

Τράβηξε την αλυσιδίτσα κι ανέβηκε από το στήθος, ζεστό, ένα χρυσό σταυρουλάκι.

— Καλώς όρισες! είπε η μάνα και της άγγιξε με κάποιο δισταγμό το κεφάλι.

Ο Κοσμάς άρχισε να τρογυρίζει στο σπίτι κι ήταν η καρδιά του βαριά· ανέβαινε, κατέβαινε, χάδευε αμίλητος τις πόρτες, τα παλιά έπιπλα, το τεράστιο ρολόι του τοίχου, τις ασημένιες πιστόλες τις προγονικές δίπλα στα κονίσματα.

— Κι ο παππούς; ρώτησε.

— Πέρα, στο χωριό· κείτεται του θανατά.

Οι δυο γυναίκες κάθισαν στο μακρύ παμπάλαιο καναπέ. Η μάνα κοίταζε έξω από το κλειστό παράθυρο, τη χαλικοστρω­μένη αυλή, τις γλάστρες το βασιλικό και πάνω από το πηγάδι την κληματαριά φορτωμένη αγουρίδες. Κάποτε έριχνε και μια λοξή ματιά στην κοπέλα. «Τι να της πω;» συλλογίζουνταν. «Άλλη ράτσα, άλλος θεός την έπλασε αυτή, δεν τη θέλω!» Κι η κοπέλα έβλεπε πέρα από την αυλή, πάνω από την κληματαριά, απέρα­ντους κάμπους χιονισμένους, μαύρες έρημες φάμπρικες και δάση κρουσταλλεμένα και καβαλάρηδες με γυμνά σπαθιά που έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και μάζωναν τους Οβραίους… Και τα χιόνια έλιωναν από το ζεστό αίμα, γίνουνταν λάσπη, και τα κοπάδια, άντρες και γυναικόπαιδα, έσερναν φωνές, μάζωναν τους μπόγους και τα παιδιά τους κι έτρεχαν…

Στράφηκε· είδε τη γριά που την κοίταζε. Έκαμε να της χαμογελάσει, δεν μπόρεσε· τα μάτια της ξαφνικά είχαν βουρ­κώσει. Η γριά τη λυπήθηκε.

— Τι συλλογιέσαι; τη ρώτησε, την πατρίδα σου; Πού γεννήθηκες;

— Μακριά, μακριά, στην Πολωνία. Σε μια μαύρη πολιτεία, με φάμπρικες.

— Τι κάνουν;

— Κανόνια, αεροπλάνα, μηχανές… Μα ο πατέρας μου…

Ήθελε να πει: «Δε μόλευε τα χέρια του φτιάνοντας μηχανές

να σκοτώνουν ανθρώπους, ήταν ραβίνος…» μα πρόλαβε και κρατήθηκε.

— Ο πατέρας σου, τι; ρώτησε η γριά.

— Ήταν καλός άνθρωπος, αποκρίθηκε η κοπέλα στενά­ζοντας.

Η γριά σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα κλωνί βασιλικό, το ’δωκε στην κοπέλα.

—Έχετε σεις βασιλικό; ρώτησε.

-Όχι.

— Φύτρωσε στον τάφο του Χριστού, είπε η γριά και σώπασε.

Ωστόσο κατάφταναν οι θείοι, οι θείες, οι γειτόνισσες. Γέμισε

το σπίτι. Είχαν ξεχάσει το γέρο, όλοι χαίρουνταν για τον ερχομό του γιου. Και κοίταζαν τη γυναίκα του από την κορυφή ως στα νύχια, σαν ένα όμορφο ζώο περίεργο κι ανησυχαστικό.

Η κυρα-Κατίγκω έσκυψε στο αυτί της γειτόνισσάς της:

— Είδες τι μυρωδιά που βγάνει; είπε. Για ζύγωσε κοντά της.

— Οβραΐλα, μουρμούρισε η γειτόνισσα και σούφρωσε τα χείλια. Έτσι μυρίζουν αυτές.

Ο Κοσμάς, μια στιγμή περνώντας, είδε τη γυναίκα του και την πόνεσε. Σαν πληγωμένος κύκνος του φάνηκε ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι χήνες, πάπιες και καρακάξες. Όλες άπλωναν το λαιμό και την κοίταζαν, έβγαναν μερικές φωνές και τραβούσαν πάλι το λαιμό τους πίσω· και σώπαιναν.

— Άκου πώς τσίρισε το καντήλι! είπε άξαφνα μια γριά και σταυροκοπήθηκε. Κύριε ελέησον!

Όλες στράφηκαν κατά τη γωνιά του καναπέ, όπου άγριο, ασάλευτο μέσα στο μεσόφωτο, έλαμπε το κόκκινο μάτι του καντηλιού.

— Ο γέρος! μουρμούρισε μια παχουλή γυναικούλα και χλώμιασε.

— Πού;

— Να, εκεί, στη γωνιά του καναπέ, διπλοπόδι.

— Άνοιξε το παράθυρο να φύγει! ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές.

Μια γριά γαντζώθηκε από το παράθυρο της αυλής, το άνοιξε’ μπήκε ο ήλιος.

— Βλέπεις τώρα τίποτα, κυρα-Πηνελόπη;

Η στρουμπουλή γειτονοπούλα έκαμε το σταυρό της:

— Δόξα σοι ο Θεός, είπε· έφυγε!

Η Μαρία έφερε τους καφέδες. Μαραμένη, στριμμένη, με μια μαύρη κορδέλα στο λαιμό, για να κρύβει τις ζάρες. Κοίταξε τη Χρυσούλα με μίσος· ήταν πιο νέα, πιο όμορφη και της είχε πάρει τον αδερφό της.

Ο Κοσμάς πλαντούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους. Ήλιος βαρύς, αποσυνθέτουνταν οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φρούτα βρομούσαν και μύριζαν οι δρόμοι. Χαλάσματα, μαγαζιά ετοιμόρροπα, τριμμένα σακάκια, μπαλωμένα παντα­λόνια, φάτσες ρημαγμένες από την πείνα. Μέσα από ψαρά γένια και βουλιαγμένα μάγουλα αναγνώριζε με τρόμο παλιούς συμμαθητές κι άλλαζε δρόμο. «Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη…

Αγαπημένο Κάστρο, μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, γεράσαμε…

……..

Γλωσσάρι

απόγειος: για άνεμο που πνέει από τη στεριά, από την ξηρά, που είναι στεριανός

μαυρολογώ: αποκτώ μελανή απόχρωση, γίνομαι σκοτεινός, σκούρος

ασπρολογώ: φαίνομαι άσπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητά μου

διανεύω: κινούμαι ελαφρά, σαλεύω

ανησυχαστικός: που προκαλεί ανησυχία, ανησυχητικός· επίφοβος

βεγγέρα: εσπερινή συγκέντρωση για συζήτηση και διασκέδαση

κατασκέπαση: η δυσκολία στην αναπνοή, αίσθημα έντονης δυσφορίας

στερνιάζω: αποθηκεύω, συσσωρεύω κάτι σε αποθηκευτικό χώρο, συγκεντρώνομαι σε ποσότητα

κλειώ: κλείνω κάτι, ενώνω κάτι με κάτι άλλο

μεντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ ή κρεβατιού, ντιβάνι

μετόχι: κτήμα με σπίτι

αρμάτα: οπλισμός, πανοπλία, πολυτελής ενδυμασία

τρανεύω: ολοκληρώνω τη σωματική ανάπτυξη· αυξάνω, μεγαλώνω’ γίνομαι τρανός

παντέρμος: που είναι εντελώς έρημος, εγκαταλειμμένος

μαχμουρλίδικος: που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια, νωθρότητα, βαρυθυμία

θρύβω: διαλύω σε πολύ μικρά κομμάτια, θρυμματίζω, συντρίβω κάτι

ξεκρίνω: διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάτι, βλέπω

δοξαρωτός: που έχει σχήμα τόξου, τοξωτός, καμαρωτός

μολεύω: μολύνω κάποιον ή κάτι· μιαίνω

γρυπός: που είναι γαμψός, κυρτός, καμπύλος

μεσόφωτο: το αμυδρό φως της ατμόσφαιρας κατά το σούρουπο ή την αυγή· ημίφως

διπλοπόδι: καθιστά, με τις κνήμες διασταυρωμένες, οκλαδόν

πλαντώ: κρύβω, εξασθενίζω κάτι, δυσφορώ, δημιουργώ κλίμα δυσφορίας

κουρνιαχτός: σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από το έδαφος

Μια δική μου παρατήρηση στο Γλωσσάρι. Δεν είναι κακό να εξηγούνται τύποι και λέξεις όπως ανησυχαστικός, βεγγέρα, διπλοπόδι, κουρνιαχτός, που τις βρίσκει κανείς σε κάθε λεξικό. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως νεότεροι, μπορεί να αγνοούν τη σημασία τους ή να μην είναι βέβαιοι. Ωστόσο, είναι περίεργο, ενώ εξηγείται ο «ανησυχαστικός» και η «βεγγέρα» να μένουν χωρίς εξήγηση οι τζουτζέδες ή η λέξη «σύντοιχα».

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθησαύριστα, Κρήτη, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 81 Σχόλια »

Ο αντίκτυπος του νου, του Παπαδιαμάντη, και το πογκρόμ της Κέρκυρας το 1891

Posted by sarant στο 13 Νοεμβρίου, 2022

Είχα σκοπό να ετοιμάσω κάτι για σήμερα, αλλά δεν προλάβαινα. Κι έτσι καταφεύγω σε μιαν επαναληψη παλιότερου άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο πριν από 13 χρόνια παρά κάτι μέρες. Νομίζω πως αξίζει την αναδημοσίευση.

Το διήγημα «Ο αντίκτυπος του νου» θεωρείται το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το μισό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χαραυγή» της Μυτιλήνης (που ακόμα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) στις 15 Δεκεμβρίου 1910. Ο Παπαδιαμάντης αρρώστησε και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911 χωρίς να έχει στείλει στο περιοδικό το άλλο μισό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κ. Φαλτάιτς επισκέφθηκε τη Σκιάθο, βρήκε τις αδελφές του Παπαδιαμάντη και μαζί με άλλα χαρτιά που του έδωσαν ήταν και το χειρόγραφο με τη συνέχεια του διηγήματος, που όμως μένει ανολοκλήρωτο, λείπει το τέλος. Το διήγημα έτσι συμπληρωμένο ολοκληρωμένο δημοσιεύτηκε το 1929 στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου. Δεν θα παραθέσω ολόκληρο το διήγημα, που έτσι κι αλλιώς έχει περίπλοκη ιστορία, διότι φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης έκανε τροποποιήσεις στο χειρόγραφό του μετά την αποστολή του πρώτου μέρους στη Χαραυγή. Μπορείτε όμως να το διαβάσετε στον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Εδώ θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα.

 Στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει μια παρέα φτωχογλεντζέδων που κάνουν «σπονδάς εις τον Βάκχον» «εις του Καρμάνη το μπακάλικον». Οι πιο αχώριστοι της παρέας είναι τρεις, ο σιτσιλιάνος Αντώνιος Αλμπέργος από την Κατάνια, ο Σαββατίνος Λευί ή Σάλβος, εβραίος από την Κέρκυρα, και ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, «ένας από τους δικούς μας» και ολοφάνερο άλτερ έγκο του Παπαδιαμάντη. «Τρεις άνθρωποι, τρεις φυλαί, τρία θρησκεύματα, ως κοινόν γνώρισμα είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον, με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ηξεύρω διατί, σέλινα». Στην παρέα προστίθεται κι ένας γέρος ιταλοκερκυραίος, ο μπαρμπα-Νιόνιος ο Πούπης, ο οποίος σιγά-σιγά πιάνει μεγάλες φιλίες με τον Σάλβο τον εβραίο.

Μαζύ έτρωγαν, μαζύ έπιναν, μέ τον Σάλβον. Ποτέ δεν τα είχαν τόσον καλά… Αίφνης ένα πρωί, κατά Μάρτιον μήνα, ενώ επλησίαζε το Πάσχα, έρχεται από την Κέρκυραν είδησις, και την ανέγραφον όλ’ αι εφημερίδες, ότι οι εκεί Εβραίοι ήρπασαν μικράν κορασίδα χριστιανήν, και τήν έσφαξαν· της έπιαν το αίμα!…

Άμα ήκουσεν ο μπάρμπα Πούπης την εΐδησιν, ότι εις την πατρίδα του (όπου είχε τριάντα χρόνους να πατήση) συνέβη αυτό το πράγμα, έγεινεν αμέσως πυρ και μανία εναντίον των Εβραίων. Ω! να είχεν ένα Εβραίον νά τον πνίξη!…

Κατά συγκυρίαν, εκείνην την στιγμήν, εισήρχετο εις το καπηλείον ο Σάλβος… Ιδού είς Εβραίος! Και Εβραίος μάλιστα εκ Κερκύρας, εκεί­θεν όπου οι ομόθρησκοί του έπραξαν το ανοσιούργημα…

Ο μπαρμπα-Πούπης εγείρεται, σφίγγει τας πυγμάς απειλητικώς, πάλ­λει ταύτας άνω και κάτω κυκλοτερώς, ως προς πυγμαχίαν, και εφορμά κατά του Σάλβου.

— Μωρέ σκυλί!

Και μπούπ! η μία πυγμή κατέπεσεν εις τον ώμον του Εβραίου. Ο Σάλβος δεν επρόλαβε να είπει: «Τι έχεις; τι έπαθες;» μόνον είπεν ώχ! και ωπισθοχώρησεν. Η δευτέρα πυγμή του Πούπη θα εύρισκε παρ’ ολίγον το στέρνον, αλλά κατέπεσεν εις το κενόν. Ο Καρμάνης, ο κάπηλος, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, όστις έτυχε να είν’ εκεί, και δύο άλλοι, πα­ρενέβησαν, και απεμάκρυναν τον Σάλβον, έξω του καπηλείου. Ο μπάρμπα Πούπης ήθελε να τον κυνηγήση εις τον δρόμον, αλλά μετά κόπου τον εκράτησαν.  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επαναλήψεις, Εβραϊσμός, Λογοτεχνία, Πρόσφατη ιστορία, Παπαδιαμάντης, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , , | 111 Σχόλια »

Μεζεδάκια των Νόμπελ

Posted by sarant στο 8 Οκτωβρίου, 2022

Που βέβαια τα λέω έτσι επειδή τη βδομάδα που μας πέρασε είχαμε τις απονομές των βραβείων Νόμπελ, από το Νόμπελ Ιατρικής τη Δευτέρα έως της Ειρήνης χτες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα μεζεδάκια της πιατέλας μας έχουν αναγκαστικά σχέση με τα βραβεία Νόμπελ -τα περισσότερα δεν έχουν, αλλά στο τέλος του άρθρου έχω και κάποια σχετικά με τα Νόμπελ.

Και ξεκινάω με ένα μεζεδάκι από την προηγούμενη εβδομάδα, που είχε παραπέσει και το είδα τώρα, αλλά αξίζει νομίζω.

Σε ρεπορτάζ για το επεισόδιο στη φοιτητική εστία με τη δόκιμη ανθυπαστυνόμο, εμφανίζεται ο περίεργος τύπος «η ανθυπαστυνόμενος».

Ο φίλος που το στέλνει με ρώτησε αν έχω συναντήσει ποτέ αυτή τη μετοχή. Του απάντησα, «Φυσικά όχι. Αφού είναι θηλυκό, το σωστό θα ήταν ‘η ανθυπαστυνόμενη'» (του ρήματος ανθυπαστύνομαι, προφανώς).

Ωστόσο, ο συντάκτης του άρθρου το παράκανε με τη σεμνοτυφία όταν μετέφερε τη φράση του 30χρονου: μη @@@ θα σας γ@@@.

Και τη μεν δεύτερη λέξη, αφού μας δίνει το πρώτο γράμμα, την μαντεύουμε. Αλλά την πρώτη λέξη; Τόσο πια υβριστική ήταν, τόσο άσεμνη, που έπρεπε να τη μασκαρέψει εντελώς; Τι να τους είπε άραγε; Μη χειρότερα; Μη μου άπτου; Μη με λησμόνει;

* Ένα ορθογραφικό λαθάκι που θα έπρεπε να το είχε πιάσει ο κορέκτορας, σε ενδιαφέρον άρθρο για ένα ναυάγιο:

Αν έπιανε κανείς το νήμα της ιστορίας, θα ξεκινούσε από το γεγονός ότι οι μεγάλες απώλειες εμπορικών πλοίων που προκαλούσαν τα γερμανικά υποβρύχια είχαν γύρει την πλάστιγγα στην μεριά του Άξονα θέτοντας σε κίνδυνο την έκβαση της Μάχης του Ατλαντικού.

Ούτε γύρη, ούτε γύρος. Είχαν γείρει είναι το σωστό.

* Κι ένα διπλό, από μια αυτόματη μετάφραση, από εκείνες που σου εμφανίζει αυτόματα το google όταν κάνεις αναζήτηση.

Αν λοιπόν αναζητήσετε στο google το θεατρικό έργο Crave, παίρνετε τις πληροφορίες που βλέπετε στην εικόνα.

Η μετάφραση βεβαίως είναι πολύ κακή, και όχι μόνο ή όχι κυρίως επειδή βάζει μουστάκια στην πρόωρα χαμένη συγγραφέα, τη Σάρα Κέιν. Πιο αστείο βρίσκω το «συγγραφέας-κατοικία», ενώ και το performed βεβαίως αποδίδεται λάθος, το one-act παραλείφθηκε -κι άλλα θα βρείτε.

Κάθε φορά που βρίσκουμε λάθος σε κείμενο μεταφρασμένο από μηχανάκι, κάποιος θα πει υποτιμητικά «google translate». Κι όμως, το google translate, χωρίς να δίνει τέλεια μετάφραση, τα πάει πολύ καλύτερα.

Μου έδωσε το εξής αποτέλεσμα:

Το Crave είναι ένα μονόπρακτο της Βρετανίδας θεατρικής συγγραφέα Σάρα Κέιν. Παίχτηκε για πρώτη φορά το 1998 από τη θεατρική εταιρεία Paines Plough, με την οποία ο Kane ήταν συγγραφέας για τη χρονιά, στο Traverse Theatre του Εδιμβούργου.

Όχι και άσχημα. Βρήκε το «παίχτηκε», δεν ξέχασε το μονόπρακτο, απέφυγε τον συγγραφέα-κατοικία και, τουλάχιστον την πρώτη φορά, βρήκε το φύλο της Σάρας Κέιν, όχι όμως τη δεύτερη. (Τέτοιες ανακολουθίες θα βρείτε σε μεταφραστικά προγράμματα που δουλεύουν με παράλληλα κείμενα).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λογοτεχνία, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , | 217 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 18 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 14 Σεπτεμβρίου, 2022

Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά τούτη τη φορά τη μεταθέσαμε για μία μέρα επειδή χτες είχαμε το πεντοχίλιαρο (άρθρων) του ιστολογίου. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη όγδοη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε. Σήμερα μπαίνουμε στο δέκατο κεφάλαιο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980.

10 – ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις του, ο δεσμός του με τη Φανή πήγαινε καλά, γιατί δεν ήταν μόνο το κρεβάτι στη μέση. Ταίριασαν και στο τραπέζι, δεν είχαν δηλαδή μόνο σωματική αλλά και πνευματική επαφή. Βέβαια δεν ήταν πολύ διαβασμένη, ούτε είχε πνευματικούς προβληματισμούς και ανησυχίες. Στο σημείο αυτό του φαινόταν λίγο απλοϊκή, είχε όμως αντίληψη και ευθυκρισία και από καιρό είχε εγκαταλείψει τις συντηρητικές της απόψεις.. Οπωσδήποτε το αίσθημα που τους ένωνε δεν ήταν η φλόγα του έρωτα, που πυρπόλησε κι αυτόν και εκείνη στα νιάτα τους, ήταν όμως κάτι πολύ περισσότερο από μιαν επιδερμική επαφή.

Τόσο στο Γυμνάσιο, όπου συνυπηρετούσαν, όσο και στον κύκλο των γνωστών και φίλων, ο δεσμός τους έγινε γρήγορα γνωστός και αποδεκτός.

Αν το καλοκαίρι καθιερώθηκε, γι΄αυτόν και τους φίλους του, να αρχίζει με την πορεία Ειρήνης, τέλειωνε με το Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, που από το 4ο και μετά γινόταν μόνιμα στο Περιστέρι, σε έναν απέραντο χώρο, που τα παιδιά της ΚΝΕ είχαν μεταμορφώσει σε αληθινό πάρκο. Πήγε μαζί με τη Φανή και αρκετούς συναδέλφους στο Γυμνάσιο, αλλά κατάφερε να έρθουν και ο Αλέκος με την Κατερίνα, που ως τότε σνομπάρανε τις εκδηλώσεις του κουκουέ και αποφεύγανε να πηγαίνουν. Η κοσμοσυρροή, ο ενθουσιασμός που επικρατούσε, αλλά και το πλούσιο καλλιτεχνικό περιεχόμενο του Φεστιβάλ, τους εντυπωσίασαν όλους. Ιδίως τους συνάρπασε η ομιλία του Αμερικανού κομμουνιστή ηγέτη, του Γκας Χωλ.

Αμέσως μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, πήγε άλλη μια φορά [το 1986] στη Μακεδονία, αυτή τη φορά όχι για να δει τον Αντρέα, την Αναστασία, τον Βλάση (τον βαφτιστικό του, που τέλειωνε πια το Δημοτικό) και τα άλλα δυο παιδιά που είχαν κάνει στο μεταξύ, αλλά για την Ντίνα. Μαζί της στα είκοσι χρόνια της γνωριμίας τους δεν είχαν ανταλλάξει ποτέ γράμματα και σπανίως είχανε τηλεφωνικές επαφές. Αλλά και οι άμεσες προσωπικές επαφές τους είχαν αραιώσει πολύ. Μετά από εκείνη τη φορά, το καλοκαίρι του ΄78 που πήγανε “σα ζευγαράκι” για τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη, είχαν ακόμα μία γλυκιά επαφή το Πάσχα του ΄79 σαν πήγε να βαφτίσει τον Βλάση, αλλά στα εφτά χρόνια που ακολούθησαν δε συναντήθηκαν ξανά.  Να όμως που πήρε γράμμα της, στο οποίο του ανάγγειλε πως παντρευόταν και του έδινε με συντομία το ιστορικό. Στο νοσοκομείο την είχε προσέξει ένας συνομήλικός της γιατρός, χήρος, με δυο παιδιά, μεγάλα πια. Δεν την πρόσεξε μόνο, παρά τη συμπάθησε και της ζήτησε να ενώσουν τις ζωές τους, για να έχουν μια συντροφιά στα γεράματα. Αποφάσισε να δεχτεί, «γιατί είναι καλός άνθρωπος και γιατί η μοναξιά στην ηλικία μας είναι πολύ βαριά» όπως κατέληγε.

Όταν διάβασε το γράμμα, στην αρχή ένιωσε κάτι σαν πίκρα, καθώς σκέφτηκε πως για κείνον η μοναξιά θα ολοκληρωνόταν απόλυτα, αφού άλλος ένας δικός του άνθρωπος, που, τελείως εγωιστικά είναι η αλήθεια, πίστευε πως θα τον περίμενε πάντα στην άλλη άκρη της Ελλάδας, δε θα ήταν πια διαθέσιμος. Όταν κατόπιν το σκέφτηκε πιο νηφάλια, χάρηκε γιατί η καλή αυτή γυναίκα, που στάθηκε τόσο εντάξει απέναντί του, θα μοιραζόταν με κάποιον τη μοναξιά και τα βάσανα των γηρατειών. Της έγραψε αμέσως, προσφωνώντας την «Ντίνα μου» και τη βεβαίωσε πως θα πήγαινε οπωσδήποτε στο γάμο της.

Πρότεινε στη Φανή να πάνε μαζί, αλλά εκείνη ήταν υποχρεωμένη να μείνει στην Αθήνα, γιατί η Σχολή μπαλέτου, όπου δούλευε συμπληρωματικά, θα οργάνωνε κάτι εκδηλώσεις. Έτσι, πήρε το αεροπλάνο και πήγε αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη και από κει με το λεωφορείο έφτασε στην πόλη της. Επισκέφθηκε πρώτα τους κουμπάρους του, συνεννοήθηκε με την Αναστασία και της αγόρασε ένα πολύ ωραίο και ακριβό δώρο.

Στο γάμο πήγαν όλοι μαζί και στο γαμήλιο γλέντι γνώρισε από κοντά και τον άντρα της Ντίνας. Ήταν ένας εξηντάρης, καλοσυνάτος άνθρωπος, γιατρός παθολόγος, αφιερωμένος στη δουλειά του.

«Ξέρετε, χαίρομαι ιδιαίτερα που σας γνωρίζω από κοντά, γιατί η Ντίνα μου έχει μιλήσει πολύ για σας. Πιστεύει πως χάρη σε σας, την επιμονή σας και τη συμπαράστασή σας, σπούδασε και αυτό άλλαξε ριζικά τη ζωή της.. Σας θεωρούμε λοιπόν δικό μας άνθρωπο και το σπίτι μας θα είναι πάντα ανοιχτό σε σας»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , , | 96 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 17 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 30 Αυγούστου, 2022

Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη έβδομη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα. Σήμερα ολοκληρώνουμε το ένατο κεφάλαιο. Βρισκόμαστε στο 1979.

 

Στις αρχές του καλοκαιριού ήρθανε πάλι οι κουμπάροι του, με το βαφτιστήρι του, αεροπορικώς αυτή τη φορά, για να πάνε το παιδί στον Άγιο Νεκτάριο. Όταν άκουσε το σκοπό του ταξιδιού, κοίταξε με τρόπο τον Αντρέα. Εκείνος έπιασε το νόημα του βλέμματος και σήκωσε τους ώμους με εγκαρτέρηση. Στο φέρυ μπωτ, έπαιξε με τον μικρό, που είχε γίνει ένα πολύ γλυκό παιδάκι, περπατούσε πια και ψέλλιζε λογάκια. Σε μια στιγμή που απομονώθηκαν, ο φίλος του, φάνηκε πως ήθελε να δικαιολογήσει τη στάση του αναφορικά με το σκοπό του ταξιδιού τους, γιατί του είπε:

«Δεν ξέρω αν θυμάσαι μια κουβέντα που είχαμε, όταν πρωτοκάναμε αυτό το ταξίδι, πως δηλαδή μπορεί να είμαι άθεος μα δεν είμαι αθεϊστής. Συνεπής με αυτή μου την αρχή, δεν πρόκειται να κάνω κανενός είδους κατήχηση στον Βλάση, όχι τώρα που είναι μικρός, αλλά και όταν μεγαλώσει. Θέλω να βρει μόνος του το δρόμο. Τότε μόνο θα έχει αξία».

Εκείνη την ώρα ήρθε κοντά τους η Αναστασία. Δεν είχε ακούσει τη συζήτησή τους αλλά φαίνεται πως μάντεψε το περιεχόμενό της, γιατί λέει του Δήμου, κρατώντας στην αγκαλιά του τον κοιμισμένο Βλάση.

«Ξέρεις Δήμο μου τι είναι αυτό που εκτιμώ στον Αντρέα; Είναι πως ποτέ του, από εκείνη τη νύχτα που γνωριστήκαμε και ως τώρα, δεν προσπάθησε να με κατηχήσει στις ιδέες του, είτε τις θρησκευτικές είτε τις πολιτικές. Αυτό, εκτός που μεγάλωσε την εκτίμηση που του έχω, με έκανε να σκεφτώ πολλά. Προσπάθησα να μπω στη θέση του. Εξακολουθώ να πιστεύω στην αλήθεια, που ήρθε να μαρτυρήσει ο Χριστός, αλλά δεν αποκλείω να υπάρχουν και άλλες αλήθειες, το ίδιο σεβαστές. Μήπως υπάρχει και η αλήθεια του Βούδα ή του Μωάμεθ;»

«Ή και του Μαρξ, γιατί όχι;» συμπλήρωσε γελώντας ο Αντρέας

«Ακριβώς. Μήπως τελικά αυτά που είπε ο Χριστός για τους πλούσιους, πως είναι δύσκολο να μπουν στη βασιλεία των ουρανών, ή το άλλο για το ότι πρέπει όποιος έχει δύο χιτώνες να δίνει τον έναν σ΄ αυτόν που δεν έχει, είναι πιο κοντά σ΄ αυτά που πιστεύετε ο Αντρέας, εσύ και οι φίλοι σας;»

«Για να μιλάμε με επιστημονική ακρίβεια» της λέει ο Αντρέας χαμογελώντας «αυτό το ο έχων δύο χιτώνας δότω τω μη έχοντι δεν το είπε ο Χριστός αλλά ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ο Χριστός είπε το άλλο «μακάριον εστί μάλλον διδόναι ή  λαμβάνειν», το οποίο περιέργως δεν περιλαμβάνουν τα Ευαγγέλια στους γνωστούς μακαρισμούς, αλλά αναφέρεται στις Πράξεις»

«Σε ξέρω τόσα χρόνια και κάθε μέρα με εκπλήσσεις. Εσύ, ο άθεος, να ξέρεις την Αγία Γραφή καλύτερα και από θεολόγο» θαύμασε η Αναστασία και συνέχισε

«Ξέρεις Δήμο, συζητώντας καμιά φορά με τον Αντρέα σκέφτομαι πως ο πρώτος μου άντρας, που ήταν και καθηγητής, θεολόγος, μπροστά του δε θα έπιανε ούτε τη βάση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αυτά που ξέρει ο Αντρέας, δεν είναι μηχανική αποστήθιση, είναι γνώσεις που τις ζει. Και το πιο σπουδαίο, είναι αυτό που σου είπα πριν λίγο: πως ποτέ του δε θέλησε να μου κάνει κατήχηση»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Μεταπολίτευση | Με ετικέτα: | 153 Σχόλια »

Χάθηκε βελόνι (αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου)

Posted by sarant στο 21 Αυγούστου, 2022

Θα παρουσιάσω σήμερα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Ο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα της Αλβανίας και πολύ νέος ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας, σπούδασε τοπογράφος στο ΕΜΠ και πολύ νέος εμφανίστηκε στα γράμματα, αποσπώντας μάλιστα το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για την ποιητική του συλλογή «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» το 2013.

Το μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» (Μεταίχμιο 2021) είναι ένα σπονδυλωτό έργο που διαρθρώνεται σε πέντε μέρη, σε πολλούς τόπους και μέσα στον χρόνο. Παρακολουθούμε την οικογένεια των Ζεφάδων, μεγάλη αρχοντοοικογένεια του Δρεπενιού, από το 1932 και μετά, πρώτα στην Αλβανία, μετά το 1991 στην Ελλάδα και, στο τέλος, το ταξίδι του Αλέξανδρου, του εξαφανισμένου αδελφού, στην Αμερική. (Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και σε προηγούμενο μυθιστόρημα του Γκέζου, που δεν το έχω διαβάσει. Όπως θα δείτε, το κανονικό του όνομα είναι Σάντο, κάτι που ίσως είναι βιωματικό του συγγραφέα, ο οποίος, κάπου διάβασα, έμαθε ότι τον λένε (και) Αρμάντο όταν πήγε να δώσει πανελλήνιες, ενώ ως τότε μόνο Χρήστος ήξερε πως λέγεται).

Το Δρεπένι βεβαίως δεν είναι υπαρκτό μέρος, είναι μυθιστορηματικά μεταπλασμένη η Χιμάρα. Πάντως ο συγγραφέας φρόντισε να βρει και ετυμολογία στο φανταστικό τοπωνύμιο («από έναν δευτερεύοντα ημίθεο της ελληνικής μυθολογίας, τον Δρέπανο, που υποτίθεται ότι είχε εξοριστεί από τον Δία για να ζήσει ολομόναχος κι αποκλεισμένος βαθιά μέσα στις αφιλόξενες κοιλότητες των βουνών της περιοχής») ενώ, για ακόμα μεγαλύτερη αποστασιοποίηση, κάπου αναφέρει, μία φορά νομίζω, και τη Χιμάρα ανάμεσα στα χωριά της περιοχής. Ανύπαρκτο είναι και το μέρος στο οποίο εγκαθίσταται η οικογένεια του Παύλου Ζέφου στην Πελοπόννησο -η Μεθενιά.

Μου άρεσε πολύ το τρίτο μέρος του βιβλίου, το Τσιμπιτόνι (έχει αρίθμηση 2 διότι ξεκινάει από το 0). Σε αυτό μιλάει η Τέτα (Ηλέκτρα), η γυναίκα του Παύλου και μητέρα του Αλέξανδρου -και μιλάει στο χιμαριώτικο ιδίωμα («με κάποιες απλοποιήσεις στην προφορά για να γίνεται πιο εύκολη η ανάγνωση», μου είπε ο συγγραφέας).

Υπάρχει και γλωσσάρι στο βιβλίο, από το οποίο θα βάλω στο τέλος τις άγνωστες λέξεις του αποσπάσματος που θα παρουσιάσω. Επίσης, περίπου όπως και στα ποντιακά, τα χιμαριώτικα απλοποιούν το στ σε σ, ενώ προφέρουν ασυνίζητους τύπους σαν τα ζακυθινά (χωρία, παιδία). Για να μην έχετε απορία, η μίσα είναι ο ύπνος, ενώ ο Μενέλαος/Νέλος ειναι ένα παιδί της οικογένειας, το στερνοπαίδι μετά τον Αλέξανδρο, που το έχασαν κατά τρόπο ανεξήγητο ενώ περνούσαν τα σύνορα προς Ελλάδα το 1991.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , | 152 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 16 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 16 Αυγούστου, 2022

Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη έκτη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος που αρχικά υπηρετούσε σε κωμόπολη της Πιερίας. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα. Σήμερα μπαίνουμε στο ένατο κεφάλαιο. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1978.

ΕΝΝΕΑ

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Τελικά, μετά τις Γιορτές, τον πήρε εκείνος ο γνωστός του στη Σύγχρονη Εποχή κι όταν συναντήθηκαν του είπε πως μάλλον δε θα εκδώσουν τις «Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων», όχι γιατί το βιβλίο δεν είναι καλό, αλλά η θεματολογία του βρίσκεται έξω από το πνεύμα της εποχής.

«Είναι πολύ καλογραμμένο» το επαίνεσε «δεν απηχεί όμως την έξαρση των αγώνων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμια κλίμακα».

«Δε συμφωνεί με το πνεύμα της εποχής, θες να πεις;»

«Ακριβώς. Και κάθε εκδοτική επιχείρηση, το παίρνει αυτό σοβαρά υπ΄ όψιν. Ύστερα ο τίτλος δεν τραβάει: «Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων», δε συγκινεί. Αν τον άλλαζες, να πούμε «Στο τέλμα της μικροαστικής ζωής» ίσως κάτι να γινόταν».

Στο σημείο αυτό ο Δήμος πήρε τα χαρτιά του, τον χαιρέτησε και έφυγε. Ένιωσε μεγάλο θυμό. Ακούς εκεί «στο τέλμα της μικροαστικής ζωής» και γιατί όχι «βουβοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα», τουλάχιστον είναι πιο ποιητικό. Μόλο που στεναχωρήθηκε, δεν αποδέχτηκε την ετυμηγορία αυτών που κρίνανε τα βιβλία στο εκδοτικό. Πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη είχε στην κρίση του Αντρέα και της Βασιλικής και όχι από το γεγονός πως ήταν επαινετική για τα γραφτά του, αλλά γιατί ήταν άνθρωποι συγκροτημένοι. Αποφάσισε να δοκιμάσει με άλλον εκδότη. Αποτάνθηκε σε κάποιον που είχε γνωρίσει στις θυελλώδεις μέρες της Μεταπολίτευσης. Δούλευε δημοσιογράφος στη νεοεμφανισθείσα τότε «Ελευθεροτυπία» και κάλυπτε με το ρεπορτάζ του τις δραστηριότητες των διαφόρων Δημοκρατικών Παρατάξεων. Αργότερα έφυγε από την εφημερίδα και με δυο φίλους του ιδρύσανε έναν εκδοτικό οίκο με πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα και πολύ επισφαλείς οικονομικές δυνατότητες.

Από την αρχή του εξήγησαν πως έπρεπε να καλύψει αυτός ένα, σημαντικό, ποσοστό των δαπανών της έκδοσης. Δέχτηκε, μ΄ όλο που δεν του περίσσευαν πολλά λεφτά. Ήθελε όμως να βγει το βιβλίο και με την επιτυχία του να δείξει σ΄ εκείνους που το απέρριψαν, πως είχαν κάνει λάθος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Μεταπολίτευση | Με ετικέτα: , | 53 Σχόλια »

Δεκαπενταύγουστος (διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2022

Τριημερο της ραστώνης, συνεχίζουμε με κάτι λογοτεχνικό. Διάλεξα ένα διήγημα για όσους έμειναν στο άδειο (αν και ποτέ δεν αδειάζει) κλεινόν άστυ, ένα διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη.

Πέρα από τη συνεπωνυμία του με τον πρωθυπουργό (απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει συγγένεια, αν και στο Φέισμπουκ λέει χαριτολογώντας για τον «ξάδερφο») ο Δ. Μητσοτάκης (γενν. 1967) είναι περισσότερο γνωστός ως τραγουδοποιός, παλιότερα με το συγκρότημα Ενδελέχεια και τώρα με σόλο καριέρα. Ωστόσο, έχει επίσης σημαντική λογοτεχνική παρουσία αφού εχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.

Το διήγημα που θα διαβασουμε σήμερα, νεανικό και ανάλαφρο, περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα σκισμένα ημερολόγια (εκδ. Τόπος, 2019).

Δεκαπενταύγουστος

Έναν Δεκαπενταύγουστο, πρέπει να ήταν το ’82 ή το ’83, είχα ξεμείνει, μόνος, στην Αθήνα. Κι ενώ λίγο απείχα από το να σκαρφιστώ τρόπους για να βάλω τέρμα στη μονότονη ζωή μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Τελικά υπήρχε Θεός. Ήταν η Μαρία, η όμορφη, με την μπάσα φωνή –με την οποία κάτι παιζόταν όλη τη χρονιά αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί– που με καλούσε να πάω να την επισκεφτώ στη Σαλαμίνα. Άλλο που δεν ήθελα.

Κατέβηκα με τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα στον Πειραιά, πήρα λεωφορείο για το Πέραμα, πέρασα στα Παλούκια και μετά περίμενα το λεωφορείο που θα με πήγαινε στην Κακή Βίγλα. Κάποια στιγμή, τρεις ώρες μετά την έξοδό μου από το σπίτι, έφτασα στο εξοχικό της Μαρίας, ψυχολογικά έτοιμος για μια αξέχαστη μέρα, γεμάτη έρωτα και πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Με υποδέχτηκε η μικρή αδερφή της Μαρίας μαζί με ένα τσούρμο αδερφάκια, ξαδερφάκια, ανιψάκια, και διάφορα άλλα παιδάκια της γειτονιάς. Πριν προλάβω να κάνω μεταβολή και να γυρίσω τρέχοντας στην Αθήνα, με έπιασε από το χέρι η μαμά της Μαρίας.

– Καλώς τον Δημητράκη!

– Καλώς σας βρήκα, είπα, μην τολμώντας να αλλάξω το «λ» με «κ».

– Η Μαρία έχει πάει για ψωμί, έρχεται όπου να ’ναι, έλα να σου βάλω μια πορτοκαλάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , | 133 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 15 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 2 Αυγούστου, 2022

Εδώ και μερικούς μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη πέμπτη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος που αρχικά υπηρετούσε σε κωμόπολη της Πιερίας. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα. Σήμερα τελειώνουμε το όγδοο κεφάλαιο, με τίτλο «Τελευταία συνάντηση».

 

Στη γιορτή του ήρθανε να τους δούνε πολλοί. Συνάδελφοι του από το Γυμνάσιο όπου υπηρετούσε, η Ελένη, που κουβαλήθηκε από την Αίγινα κι αυτό τον συγκίνησε πολύ και παλιοί φίλοι από τη γειτονιά του, απομεινάρια της ωραίας εκείνης παρέας των πρώτων χρόνων μετά την Απελευθέρωση. Πρώτοι πρώτοι φυσικά ήρθανε η Κατερίνα κι ο Αλέκος, αλλά όχι μόνοι τους, γιατί ήρθε κι ο Κώστας, όχι όμως με τη Λούλα ή την «πανταλονού» τη Δανάη, αλλά με μιαν άλλη, την Ισμήνη, όπως τους τη σύστησε.

Η Βασιλική ανάλαβε καθήκοντα οικοδέσποινας και με τη συμπαράσταση της πάντα πρόθυμης Ελένης, αλλά και της Κατερίνας, που επέμενε να βοηθήσει ενεργά περιποιήθηκαν όπως έπρεπε τους μουσαφιρέους. Και οι τρεις γυναίκες ταίριασαν πολύ με τους φίλους και συνάδελφους του και συμμετείχαν τόσο στο τραγούδι, όσο και στο κουβεντολόι. Ενημέρωσαν τους νεότερους της παρέας για το χρονικό της γνωριμίας των τριών καμπαλέρος με τις τρεις φιλενάδες στο σπίτι της Κατερίνας, η οποία, με την ευκαιρία, τους παρουσίασε ένα αυτοσχέδιο άλμπουμ με φωτογραφίες της παρέας τους εκείνης όπως ήταν πριν από εικοσιπέντε χρόνια.

Το άλμπουμ είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και πολλοί συγκινήθηκαν βλέποντας πως ήτανε πριν τόσα χρόνια. Αναπάντεχα ο Κώστας δάκρυσε, βλέποντας τη φωτογραφία του, όπου καθόταν δίπλα στη Λούλα. Αγκάλιασε τις δυο παλιές του φιλενάδες και τις φίλησε. Ο Δήμος κατάλαβε τότε πως το λεύκωμα των φωτογραφιών το είχαν ετοιμάσει η Βασιλική με την Κατερίνα και η υποψία του αυτή έγινε βεβαιότητα, όταν, σαν ήρθε η ώρα του φαγητού η Έζμπα σε συνεργασία με την Κατερίνα, κανόνισαν ποιός θα καθότανε δίπλα σε ποιόν, βάζοντας σχετικές πινακίδες με το όνομα του καθενός.

Οι καλεσμένοι του πάντως φάνηκαν γοητευμένοι με τις φίλες του Δήμου, για τον οποίο στον κύκλο τους, τόσο τον υπηρεσιακό, στο Γυμνάσιο, όσο και στον συντροφικό, στην κόβα, δεν είχε ακουστεί να έχει παρτίδες με γυναίκες. Δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, που του θύμισε εκείνες τις συνάξεις στο σπίτι της Έζμπας στην Παχιά Ράχη.

Ο Δήμος κατά την εξέλιξη του γλεντιού, επισήμανε μιαν ιδιαίτερη επιστηθιότητα της αγαπημένης του με την Κατερίνα. Δεν ήταν μόνο η έκπληξη με τις παλιές φωτογραφίες, ήταν το ότι συνεχώς τα λέγανε οι δυο τους και για πολλήν ώρα, απομονωμένες από όλους τους άλλους. Τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι συζητούσαν αλλά δεν ήταν βολετό τα πάει κοντά τους να ακούσει. Άσε που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Συμπέρανε πάντως πως πρέπει να κουβέντιαζαν για κάποιο θέμα πολύ ενδιαφέρον, αλλά οπωσδήποτε άσχετο με την πολιτική ή την κομματική τους τοποθέτηση. Του ήρθε στο νου η κουβέντα που του είχε πει παλαιότερα η Κατερίνα, πως η Βασιλική στο νησί της είχε ενταχθεί σε μια μικρή και πολύ μαχητική ομάδα ακροαριστερών, οπότε….

Τη νύχτα, στο κρεβάτι την αγκάλιασε και τη φίλησε πολλές φορές.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: | 53 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 14 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 19 Ιουλίου, 2022

Εδώ και μερικούς μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη τέταρτη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος που αρχικά υπηρετούσε σε κωμόπολη της Πιερίας. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Έζμπα. Σήμερα μπαίνουμε στο όγδοο κεφάλαιο, με εύγλωττο τίτλο.

ΟΧΤΩ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ένα απόγεμα του Σεπτέμβρη [1978], λίγο πριν ανοίξουν τα σχολειά, μετά τον απαραίτητο υπνάκο του, καθώς έπινε τον καφέ του, διαβάζοντας, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του. Όταν την άνοιξε έμεινε στήλη άλατος. Μπροστά του στεκόταν η Έζμπα, με μια μεγάλη συρόμενη βαλίτσα στο ένα χέρι κι ένα σακ βουαγιάζ στο άλλο.

«Δε θα έρχεσαι μόνο συ απροειδοποίητα» του λέει, γελώντας με την έκπληξή του.

Μη πιστεύοντας τέτοιαν ευτυχία την τράβηξε μέσα, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Άφησε τα μπαγκάζια της στο χωλ και τον ακολούθησε στο καθιστικό.

«Πάντοτε μόνος» σχολίασε, βλέποντας το ένα φλιτζάνι του καφέ.

«Θα μου φτιάσεις κι εμένα έναν;» παρακάλεσε.

«Φοράς γυαλιά;» παραξενεύτηκε βλέποντάς τα παρατημένα στο τραπέζι».

«Πρεσβυωπία γαρ, μην ξεχνάς πως έχω τα χρονάκια μου».

Πίνοντας τον καφέ τους του είπε τα νέα της.

«Θυμάσαι εκείνον τον Τζέφρυ Σμίθσον;» τον ρώτησε.

«Εκείνον τον δασύτριχο ζωγράφο;»

«Ακριβώς» γέλασε με τον χαρακτηρισμό «αυτός λοιπόν ως ζωγράφος δεν έλεγε και πολλά πράγματα και ευτυχώς που το κατάλαβε εγκαίρως και σταμάτησε να ζωγραφίζει. Αποδείχτηκε όμως πως έχει επιχειρηματικές ικανότητες, γιατί εδώ και τρία χρόνια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου άνοιξε γκαλερί, που πάει πολύ καλά».

«Μπράβο του, αλλά δεν καταλαβαίνω…»

«Περίμενε να τελειώσω. Αυτός λοιπόν ο Τζέφρυ με καλεί να εκθέσω τη δουλειά μου και είναι σίγουρος πως η ζωγραφική μου θα αρέσει στο λονδρέζικο κοινό και θα πουλήσω πολλούς πίνακες. Λέω λοιπόν να πάω».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , | 42 Σχόλια »