Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. H δημοσίευση κανονικά γίνεται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά εκτάκτως τούτη τη φορά μετατέθηκε για Τετάρτη, επειδή χτες ήταν η μέρα του π.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι τα πρώτα πρώτα που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, Ο χορευτής του Κήπου, δημοσιεύτηκε στις 18 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο στις 23.8.1928.
Και τα δυο έχουν τον υπέρτιτλο Μύτιληναϊκοί περίπατοι, και δικαίως αφού περιγράφουν μέρη της πόλης της Μυτιλήνης: τον Κήπο και την Απάνω Σκάλα. Σκέφτηκα ότι ταίριαζε να τα βάλω σήμερα, μια που τις προάλλες είχαμε το διήγημα του Λάκη Παπαστάθη που επίσης αναφερόταν στη Μυτιλήνη. Ο «φορολογικότατος» [Γεώργιος] Μαρής του δεύτερου διηγήματος, θα το καταλάβατε, ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Μονοτονίζω, εκσυγχρονίζω την ορθογραφία και προσθέτω δυο παλιές φωτογραφίες του Κήπου και της Απάνω (σήμερα: Επάνω) Σκάλας, που βρήκα σε μυτιληνιούς ιστότοπους.
ΜΥΤΙΛΗΝΑΪΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ
Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ
Εις όλα τα μέρη του κόσμου κήποι πόλεων λέγονται δενδρόφυτα γήπεδα επιμελώς καλλιεργούμενα με πλήρη χλωρίδα, ποικιλίαν ανθέων, πίδακας, αγάλματα και κελαρύζον ύδωρ. Παρ ημίν εγένετο μικρά τις παρεξήγησις της σημασίας της λέξεως «κήπος». Ούτω αποκαλούμεν τοιούτον το γνωστόν τοις πάσι σύμφυρμα ολίγων φθειριώντων δένδρων, χαλασμένων συρματοπλεγμάτων περικλειόντων αοράτους ανθώνας και αγκωνάρια ατάκτως ερριμμένα. Την πλουσίαν χλωρίδα αποτελεί το προ της εισόδου παράπηγμα ενός οπωροπώλου όπου θαυμάζομεν πεπόνια βαρέα ως δηλώσεις πολιτευομένων και καρπούζια ελαφρά ως κεφαλάς αντιπολιτευομένων αιωρούμενα ως αερόστατα εις τα απρόσιτα ύψη της ελληνικής ακριβείας (δηλ. της ακρίβειας).
Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι από τα τελευταία που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, το Γιαγκίν βαρ, δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου 1929 και το δεύτερο την επομένη, 31.3.1929.
Γιαγκίν βαρ θα πει «Πυρκαγιά [υπάρχει]» στα τούρκικα. Και στα ελληνικά έχει περάσει το γιαγκίνι (Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει). Ο στίχος «Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε» είναι από τους Σκλάβους Πολιορκημένους του Βάρναλη, που είχαν κυκλοφορήσει δυο χρόνια νωρίτερα. Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου είναι παροιμιώδης φράση (υπάρχει και διήγημα του Φαίδρου Μπαρλά με τον τίτλο αυτόν) που ίσως ανάγεται σε παλιό μυθιστόρημα ή/και στο περίφημο ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Σουλπικίου στο Παρίσι, που πάντως είναι ηλιακό. Εδώ, χαριτολογώντας το αναφέρει ο παππούς μου, που έμενε στη Μυτιλήνη πίσω από τον Άγιο Συμεών.
Το δεύτερο χρονογράφημα είναι κάπως επίκαιρο, αφού γράφτηκε μέσα στη Σαρακοστή, με την ευκαιρία κάποιας αγορανομικής διάταξης ή κάτι τέτοιο, που αύξανε την τιμή της φασολάδας στα εστιατόρια. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει, σε διάφορα τραπέζια, την ιστορία της συνταγής με τα αλληλογεμιστά πουλιά στην αρχή του χρονογραφήματος. Η λέξη «Ερρέτωσαν» στο τέλος ήταν συχνή στα καθαρευουσιάνικα κείμενα (και στον ενικό: ερρέτω) -να πάνε να χαθούν.
Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του.
Γιαγκίν-βαρ…!
Αυτήν την φράσιν γραμμένην με κεφαλαία και με τρία αποσιωπητικά και έν θαυμαστικόν (όπως παραπάνω) την εδιάβασα κάποτε —ευρισκόμενος εις την τρυφερήν ηλικίαν καθ’ ήν εντρυφά κανείς εις την απόλαυσιν των ληστρικών αναγνωσμάτων— εις τον «λήσταρχον Τσακιτζήν» ηρωικώς δράσαντα και τελευτήσαντα εν Μικρά Ασία.
Παρήλθον εκτοτε πλείστα μεστά περιπετειών έτη και η φράσις ελησμονήθη είς τινα γωνίαν της καταπεπονημένης μνήμης. Εκείθεν ανεκλήθη χθες την νύκτα ως τρομερόν όνειρον με όλην την τραγικότητα και τον πανικόν που περικλείει.
Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου θα είχε σημάνει μεσονύκτιον εκτός εάν είχε κατά τύχην λησμονηθεί ξεκούρδιστον ότε επανειλημμέναι κωδωνοκρουσίαι εσήμαναν συναγερμόν.
Πριν από δεκατέσσερις μέρες δημοσίευσα ένα χρονογράφημα του παππού μου, συνεχίζω σήμερα με άλλα δύο, που επίσης δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως, και τα δυο με τον υπέρτιτλο Μυτιληναϊκοί περίπατοι.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Και επειδή σήμερα είναι η γιορτή των ερωτευμένων, έβαλα δυο που έχουν κάποια σχέση με το θέμα του έρωτα.
Το πρώτο, το Κόρτε, δεν ξέρω πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε, δεν το σημείωσε ο Καλάργαλης στον κατάλογό του. Το δεύτερο δημοσιεύτηκε στις 30.1.1929. Ο παππούς μου αποδίδει με βεβαιότητα το ρήμα «οφθαλμοτρώγω» στον ποιητή Παν. Σούτσο. Και ο Κουμανούδης το ίδιο λέει στη «Συναγωγή νέων λέξεων», παραπέμποντας στον Ροΐδη, που κάτι πρέπει να έχει γράψει σχετικά -και εικάζω πως ο παππούς μου από εκεί θα άντλησε την πληροφορία, διότι διάβαζε περισσότερο τον Ροΐδη παρά τον Σούτσο. Περισσότερα δεν προλαβαίνω να ψάξω τώρα.
Στο δεύτερο χρονογράφημα γίνεται επίσης λόγος για την ταινία του βωβού κινηματογράφου Ο θαλασσοπόρος (The Navigator) του Μπάστερ Κίτον, που είχε προβληθεί τότε στη Μυτιλήνη -είναι ταινία του 1924 και μπορείτε να τη δείτε εδώ.
Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. Να σημειώσουμε ότι ήταν 26 χρονών όταν τα έγραφε αυτά, κάτι που εξηγεί, σε συνδυασμό και με τα δεδομένα της εποχής, τον χαρακτηρισμό του «γερο-«Στέφου, που «είναι σχεδόν πενηντάρης» στο πρώτο χρονογράφημα.
Κόρτε
Είναι σχεδόν πενηντάρης ο φίλος μου ο κυρ-Στέφος, μόλα ταύτα διεκδικεί ακόμη κάποιο μερδικό από τα νιάτα, καίτοι η κυρα-Στέφαινα συνηθίζει κάποτε χαριεντιζομένη να του λέει:
«Γέρασες πια, καημένε Στέφο, σε τίποτα δε φελάς». Και ο Στέφος αναμένει ευκαιρίαν να δείξει πως «φελά» ακόμη και το δηλώνει κατηγορηματικώς εις την Πηνελόπην του: «Εγώ γέρασα; Θα με κλέψουνε καμιά μέρα και θα με γυρεύεις».
Εννοείται ότι τόσον η πρόκλησις όσον και η απάντησις είναι μόνον έπεα πτερόεντα και τίποτα άλλο και ουδέποτε ο Στέφος επεζήτησε να κλεφτεί, όπερ, ειρήσθω εν παρόδω, είναι εγχείρημα ακατόρθωτον και διά τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτην, διότι ο γέρο-Στέφος ζυγίζει περί τας ενενήντα οκάδας.
Όλ’ αυτά τα ήξευρα προ πολλού. Δικαιολογημένη ήτο λοιπόν η έκπληξίς μου όταν είδα τον σεβαστόν μου φίλον να κόβει βόλτες και να κοντοστέκεται προ της βιτρίνας του καταστήματος. Δεν ξέρω πώς είναι πλασμένος ο νους του ανθρώπου ώστε να πηγαίνει αμέσως στο κακό, ωσάν να είναι αναλόγως μαγνητισμένος προς τον πόλον αυτόν και πολλάκις προσεπάθησα να αποτρέψω τον ιδικόν μου από παρομοίαν ενατένισιν. Εντούτοις, μόλις τον είδα, αυτού επήγε ο νους μου, στο κακό.
— Κόρτε κάνει ο παλιόγερος, εσκέφθηκα. Και επλησίασα να ιδώ το υπό κατάκτησιν είδωλον. Ήτο η ταμίας του καταστήματος, ένα μπουμπουκάκι δεκαεπτά ανοίξεων, όπως λένε οι «Κοσμικοί» των εφημερίδων, το οποίο εμέτρα με τα ρόδινα δακτυλάκια του τα «ρέστα» χωρίς να υποπτεύεται καν τα πυρφόρα βλέμματα του φίλου μου.
Τον εχαιρέτησα και επιάσαμε την κουβέντα.
— Όμορφη δεν είναι; Εστέναξε.
— Όμορφη λέει; Κουκλάκι.
— Πόσο λες να τη δίνουνε;
Έμεινα κατάπληκτος.
— Μα δεν πιστεύω να την έχουνε για δόσιμο κι ύστερα δε φαντάζουμαι να ’ναι για τα δόντια σου οπωσδήποτε.
— Αχ, αυτό λέω κι εγώ. Κι εν τούτοις είναι είδος πρώτης ανάγκης. Μπορώ να γυρίζω μες τους δρόμους με την άλλη;
— Με ποιαν άλλη;
— Την παλιά, αδερφέ. Την έχω από τον καιρό του Νώε. Τη βαρέθηκα πια.
Άρχισα να φοβάμαι μήπως του σάλεψε και θέλησα να επέμβω υπέρ της κυρα-Στέφαινας.
— Δεν τ’ αφήνεις αυτά καημένε Στέφο… Δε σου πάνε. Δεν είσαι παιδί πια να κάνεις τρέλες.
— Το ξέρω, τρέλα είναι. Μα τι να κάνεις; Η άλλη έχει τρύπες. Αρκετά την υπέφερα ως τώρα. Άλλο να μου πεις: να πάρω την άλλη, την καφετιά; Αυτή πάει καλύτερα στην ηλικία μου. Σ’ αρέσει αυτή;
Κοίταξα να δω για ποιαν άλλη μιλούσε και γιατί την έλεγε καφετιά. Ήταν μήπως καμιά Σενεγαλέζα;
— Ποιαν άλλη λες; τον ρώτησα. Δε βλέπω καμιάν άλλη.
Εισηγητής της εκφραστικοτάτης και απαραιτήτου αυτής λέξεως, υπήρξεν ο μακαρίτης Παναγιώτης Σούτσος. Και επληρώθη γι’ αυτήν όπως πληρώνεται κάθε μεγάλος, χολήν αντί του μάννα. Τον επήραν όλοι στο ψιλό και του άλλαξαν την πίστη. Εντούτοις μόνον γι’ αυτή τη λέξη θα ημπορούσε ν’ ανακηρυχθεί μέγας ευεργέτης του ελληνικού λεξικού. Τω όντι η λέξις «οφθαλμοτρώγω» είναι μοναδική εις το είδος της, απολύτως εκφραστική, εύηχος -όπως άλλωστε όλα τα λήγοντα εις τρώγω- και τιμά την ελληνικήν γλώσσαν.
Το εξηκρίβωσα κατά την προχθεσινήν παράστασιν του «Θαλασσοπόρου». Παρά το επικρατούν ψύχος ο κόσμος έτρεξε να θαυμάσει την κωμικήν δύναμιν του Μπάστερ Κίτον και να πνίξει τα βάσανά του μέσα εις ολίγων ωρών άδολον γέλωτα. Αλλ’ έλειπε σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν το ωραίον φύλον και από την πλατείαν και από την οθόνην. Όλος όθεν ο άρρην πληθυσμός εξετόξευε πυρφόρα βλέμματα επί των ελαχίστων που αψήφισαν την θεωρίαν καθ’ ήν το γέλιο ρυτιδώνει το πρόσωπον της γελώσης -αυτός είναι ο κύριος λόγος της σοβαρότητος των θηλέων μας- και κυριολεκτικώς τας «οφθαλμοέτρωγε».
Άλλωστε δεν είναι η μόνη περίπτωσις «οφθαλμοφαγίας» αυτή που ανέφερα -που μπορεί να ονομασθεί κι αλλιώς με προσυνθετικόν επίσης το «οφθαλμός»- υπάρχουν χιλιάδες. Επί παραδείγματι, πώς αλλέως θα ονομασθεί η πλήρης δυναμίτιδος ενατένισις δύο αντιζήλων ωραίων, η προσήλωσις ενός φουκαρά προ εκθέσεως εδωδίμων ή ρουχικών ή το χάζεμα μιας Δ/δος προ βιτρίνας πολυτελών αμφιέσεων ή βαρυτίμων κοσμημάτων;
Κάποτε εις σκληράν εποχήν ισχνών αγελάδων εχάζευα μακαρίως προ της θείας βιτρίνας του «Au Gourmets» στην οδόν Σταδίου. Ήμην τόσον απορροφημένος από τους μεζέδες που ήσαν εκτεθειμένοι -μόνον φευ- εις τα όμματα του κόσμου, ώστε μόλις ένιωσα ένα κτύπημα στον ώμο. Ήταν ο προϊστάμενός μου, όστις με ηρώτησεν απορών.
— Τι κάνεις εδώ παιδί μου; Τόσην ώρα κάθομαι και σε βλέπω.
— Οφθαλμοτρώγω, κύριε ….
Το τρώγειν δέδοται μόνον εις τους εκλεκτούς, ενώ το οφθαλμοτρώγειν είναι προσιτόν εις όλους, και γι’ αυτό όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Είτε την παιδίσκην του γείτονος, είτε το μέγαρον του πλουσίου, είτε το αυτοκίνητον του νεοπλούτου, είτε και αυτόν τον μπακαλιάρον του προγάστορος μπακάλη μας, πάντως όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Ζήτω λοιπόν ο μακαρίτης Σούτσος, έστω και αν εξαιτίας του «οφθαλμοτρώγω» εγλωσσοφαγώθη υπό των συγχρόνων του.
Τρίτη σήμερα, μέρα που επί σειράν ετών έβαζα κείμενα του πατέρα μου, που όμως πια εξαντλήθηκαν, αφού βάλαμε και το ανέκδοτο μυθιστόρημά του. Σκέφτηκα να βάλω λοιπόν κείμενα του παππού μου, που όμως τα περισσότερα είναι αυτοτελή, π.χ. τα χρονογραφήματά του.
Πέρυσι τέτοιον καιρό, ενώ δεν είχα ακόμα έτοιμο το ανέκδοτο μυθιστόρημα, είχα βάλει σαν γέφυρα ένα χρονογράφημα του παππού μου, οπότε σήμερα θα δούμε άλλο ένα, που δημοσιεύτηκε το 1929 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Πρέπει να πω ότι τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Το συγκεκριμένο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στον Δημοκράτη στις 20 Φεβρουαρίου 1929 (ο πατέρας μου είχε μόλις σαραντίσει, δηλαδή), με τον υπέρτιτλο «Αναμνήσεις». Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. Να σημειώσουμε ότι ήταν 26 χρονών όταν τα έγραφε αυτά και ότι το περιστατικό που αφηγείται πρέπει να συνέβη 3-4 χρόνια νωρίτερα.
Ο τίτλος θα παραξενέψει αρκετούς, αν και τον έχω αναφέρει ξανά στο ιστολόγιο. Το «Παλαιόσπιτον Κάρακα» (Masure Gorbeau στα γαλλικά) είναι παρμένο από την περίφημη μετάφραση των Αθλίων από τον Ισιδωρίδη Σκυλίτση. Είναι το σπίτι όπου μένουν για λίγο ο Γιάννης Αγιάννης και η Τιτίκα, μόλις την παίρνει από τους Θεναρδιέρους -και το 4ο βιβλίο του 2ου τόμου των Αθλίων τιτλοφορείται Masure Gorbeau. Ο Σκυλίτσης είναι αυτός που καθιέρωσε τις αποδόσεις Γιάννης Αγιάννης, Γαβριάς, Τιτίκα κτλ. που τις τηρούν οι περισσότερες νεότερες μεταφράσεις, αλλά νομίζω ότι οι νεότεροι δεν ακολουθούν τον Σκυλίτση στην υπόλοιπη ονοματολογία -ας πούμε, το «παλαιόσπιτον Κάρακα», ο Κοτζιούλας το αποδίδει «το σαράβαλο του Κόρκα». Και οι δυο μεταφραστές την ίδια σκέψη κάνουν, το Gorbeau είναι παράφραση του corbeau (κόρακας). Καθώς οι Άθλιοι είχαν διαβαστεί πολύ, για το «παλαιόσπιτον Κάρακα» έχουν γράψει επίσης ο Σπύρος Μελάς και ο Κωστής Παλαμάς, σίγουρα και άλλοι.
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΣΠΙΤΟΝ ΚΑΡΑΚΑ
Κάποτε Άγγλος περιηγητής, επεσκέφθη την Ακρόπολιν, ήτο δε τόσον υπερφίαλος και εγωιστής ώστε πάντα τα επιδεικνυόμενα αυτώ υπό του ξεναγού αρχαία κειμήλια ουδεμίαν του έκαμνον εντύπωσιν, αλλ’ απήντα στερεοτυπως : «εκομε και μεις στο Αγγλία». Απαυδήσας ο ξεναγός ήρχισε να του «κόβει κούρες» ήτοι να ψεύδηται άσυστόλως και να τον εμπαίζει εις πάσαν ερώτησιν, λέγων άλλ’ αντ’ άλλων, ότε δε ο υπερήφανος ξένος ηρώτησε περί δύο στρογγυλών λιθαρίων, ευρισκομένων επί τινος μαρμάρου, του απήντησεν ότι ήσαν τα μάτια του Αδάμ. Έκομε και μεις στο Αγγλία, ήτο η απάντησις του Άγγλου. Αμ πώς τα ’χετε και σεις Χριστιανέ μου, αφού είχε δυο όλα όλα και βρίσκουνται και τα δυο εδώ;
Συμπληρώθηκαν χτες έντεκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του. Τα εκδομένα έχουν εξαντληθεί και ήδη δημοσιεύουμε αυτή την περίοδο το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια», που πλησιάζει κι αυτό να τελειώσει (μεθαύριο θα έχουμε μια ακόμα συνέχεια)
Όμως έχουν απομείνει ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά και τελικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το δευτερο καλοκαίρι, του 1939, με αναμνήσεις από τη Σάμο. Από το κεφάλαιο εκείνο έχω ήδη δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, στην αντίστοιχη επέτειο το 2019, οπότε τώρα δημοσιεύω τα πριν και τα μετά.
Πέρασαν τρία χρόνια από το πρώτο καλοκαίρι. Από πέρσι, τον πατέρα μου, τον είχαν μεταθέσει σ’ ένα άλλο νησί, κοντινό με το δικό μας, τη Σάμο και αυτή η μετοικεσία με χώρισε από τους συμμαθητές και τους φίλους που ’χα κάνει μέσα σε δύο χρόνια στην πατρίδα μου. Στην αρχή αυτό μου κακοφάνηκε, γρήγορα όμως νέες γνωριμίες σκέπασαν τις παλιές και οι καινούργιες φιλίες που δέθηκαν, με παρηγόρησαν γι’ αυτές που άφησα στο νησί του.
Πολύ σύντομα απορροφήθηκα από τις νέες συνθήκες. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ το ότι εκείνο το καλοκαίρι μπήκαν στη ζωή μου το βιβλίο και το διάβασμα. Μετά το κλείσιμο των σχολείων απολάμβανα το παιχνίδι, το κολύμπι και το διάβασμα. Ήταν ένα καλοκαίρι ζεστό και ξερό που σ’ έκανε να μη θέλεις να βγεις από τη θάλασσα.
Για τους μεγάλους όμως, ήταν ένα φοβερό καλοκαίρι. Στην Ελλάδα η δικτατορία έκλεινε τρία χρόνια και στην Ευρώπη από ώρα σε ώρα περίμεναν να ξεσπάσει ο πόλεμος, που όλοι πίστευαν πως αργά ή γρήγορα θάφτανε και στον τόπο μας. Εγώ όμως κι οι συνομήλικοι φίλοι μου, τον πόλεμο τον είχαμε βάλει κι αυτόν μέσα στο παιχνίδι μας.
* * *
…………………………………………………………………
Από το παρατηρητήριο του προκεχωρημένου πολυβολείου της γραμμής Μαζινό ο λοχαγός Ερρίκος Καρδινιάκ παρατηρούσε ανήσυχος τις εχθρικές γραμμές. Γύρω του οι οβίδες πέφταν βροχή και από τα θραύσματά τους είχαν σκοτωθεί οι τρεις στρατιώτες του αποσπάσματος και, το χειρότερο, είχε τραυματιστεί κι ο υποδιοικητής του, ο υπολοχαγός Ντυμπουά. Μονάχα η αδελφή του ελέους, η νοσοκόμα Μάρθα, που εθελοντικά πήρε μέρος στην αποστολή αυτοκτονίας, ήταν γερή και έδενε τις πληγές του τραυματία.
– Τι γίνεται με κείνο το τηλέφωνο; ρώτησε ο λοχαγός, ξέροντας πως δεν θα ’παιρνε απάντηση. Κι ο τηλεφωνητής είχε σκοτωθεί και όπως φαίνεται τα σύρματα είχαν κοπεί από τις εχθρικές οβίδες.
– Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τη βάση, αλλά ποιος να πάει, μονολόγησε χαμηλόφωνα.
– Αν το επιτρέπεις λοχαγέ μου να πάω εγώ, πρότεινε θαρρετά η Μάρθα.
– Τι λες, θα τα καταφέρεις; τη ρώτησε ο λοχαγός χωρίς να κρύψει μια ενδόμυχη ανησυχία του. Αισθανόταν για τη θαρραλέα νοσοκόμα κάτι παραπάνω από φιλία.
…………………………………….
“Παιδιά, πού είσαστε, ελάτε για φαΐ”, ακούστηκε από ψηλά η μελωδική κοντράλτα φωνή μιας γυναίκας. Η γραμμή Μαζινό και το πολυβολείο της χάθηκαν κι έμεινα με τον Άγη και τη Μάρθα σ’ ένα κατασκεύασμα από άμμο, οικοδομική ξυλεία, τούβλα και τενεκέδες. Βγήκαμε κι οι τρεις μας στον ανοιχτό χώρο.
“Πω πω, πώς μου γίνατε έτσι: Σαν αλευρωμένες μαρίδες είσαστε. Γρήγορα στο μπάνιο, πριν ακουμπήστε το πιρούνι”.
Η κυρία Μέλπω, η μαμά του Άγη και της Μάρθας μπήκε από το μπαλκόνι στο εσωτερικό του σπιτιού κι εμείς πήγαμε στο μπάνιο για να πλυθούμε.
Ήμασταν αχώριστοι από τότε που γνωριστήκαμε. Ο πατέρας μου και ο κύριος Παύλος, ο πατέρας των παιδιών, ήταν συνάδελφοι στην Τράπεζα. Συνέπεσε να διαβάζουμε και οι τρεις μας το ίδιο παιδικό περιοδικό, ένα θαυμάσιο έντυπο που λεγόταν απλά «το Περιοδικό μας» και που είχε πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα, ιστορίες με εικόνες, μια από τις οποίες μάλιστα διαδραματιζόταν στον άγνωστο πλανήτη Διόνυσο, όπου είχε φτάσει ένα διαστημόπλοιο με επιστήμονες από τη Γη.
Τρίτη σήμερα, μέρα που επί σειράν ετών έβαζα κείμενα του πατέρα μου. Έχω πει ότι θα κοιτάξω αν μπορώ να παρουσιάσω ένα μυθιστόρημά του, που το άφησε ανέκδοτο, αλλά δεν πρόλαβα ακόμα να το κάνω. Οπότε προς το παρόν σήμερα βάζω ένα χρονογράφημα του παππού μου, που δημοσιεύτηκε το 1928 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Πρέπει να πω ότι τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες πριν από λίγο καιρό. (Ο παππούς μου στα χαρτιά του είχε κρατήσει ελάχιστα, ένα από τα οποία το είχε βάλει ο πατέρας μου στο επίμετρο του βιβλίου του Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, που το έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο σε συνέχειες).
Το συγκεκριμένο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στον Δημοκράτη στις 15 Δεκεμβρίου 1928 και αναφέρεται σε μια επίσκεψη του διάσημου καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα στη Μυτιλήνη. Ο Μόλλας ήταν ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης της εποχής και στο ιστολόγιο τον αναφέραμε στο πρόσφατο άρθρο μας με αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Σωτήρη Σπαθάρη. Ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τον Καραγκιόζη και τον Μόλλα· όταν ήμουν παιδί συνήθιζε να μας παίζει ολόκληρες παραστάσεις και αυτό το αστείο του Μόλλα («πού να σε βάραγα και με τα ποτιστικά μου») το θυμάμαι να το λέει.
Σημειώνω ότι η ατάκα του Μόλλα «θα σε κόψω στα δυο σαν πεντακοσάρικο», που αναφέρεται στο χρονογράφημα, είναι σαφής υπαινιγμός στη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων που έγινε το 1922 από τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, ένα αναγκαστικό δάνειο δηλαδή για τη χρηματοδότηση των αναγκών του πολέμου στη Μικρασία.
Ωστόσο, το χρονογράφημα δεν αφορά μόνο τον Μόλλα αλλά και τις… περιπέτειες μιας παρέας που προσπαθεί να φτάσει στο σημείο όπου δινόταν η παράσταση του Μόλλα, υπό βροχήν και μέσα από τους λασπωμένους (και όχι ασφαλτοστρωμένους) δρόμους της Μυτιλήνης. Η Αλυσίδα, που αναφέρεται εδώ, είναι μια όχι ιδιαίτερα μακρινή γειτονιά και, όπως θα δείτε στη διήγηση, τα αυτοκίνητα ήταν μάλλον σπάνια.
Όπως θα δείτε, ο παππούς μου χρησιμοποιεί απλή καθαρεύουσα, με πινελιές αρχαΐζουσας αλλά και βέβαια πολλά δημοτικά στοιχεία, ένα μικτό είδος που ταιριάζει στο ελαφρώς ειρωνικό ύφος που είχαν όλα σχεδόν τα χρονογραφήματά του.
Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.
ΜΟΛΛΑΣ
O συμπαθέστατος αυτός καλλιτέχνης, ο γνησιότερος εκπρόσωπος του λαϊκού πνεύματος μού είναι παιδιόθεν γνωστός και προσφιλής. Μειράκιον ακόμη, όταν βρισκόμουνα στην Αθήνα, θυμούμαι που έτρεχα κάθε βράδυ στο Στάδιο ή στη Δεξαμενή στην «γωνίαν αναψυχής» που ο Μόλλας έστηνε το ξύλινο και απελέκητο θεατράκι του με τη χιονάτη «οθόνη» χωρισμένη στα δύο —για την ευκολότερη αλλαγή σκηνής— που πάνω της «παρήλαυνον» οι πασίγνωστοι τύποι του, ο Καραγκιόζης, αυτή η μαλαγάνα, ο Χατζηαβάτης, ή χαϊδευτικώς «Χατζατζάρης», ο Νιόνιος, ο Μορφονιός, ο «Πεπόνιας», ο Μπαρμπαγιώργος και άλλοι. Και ο Μόλλας, κύριος και Θεός των, αόρατος όπως ο Ιεχωβά, τους εμψύχωνε, τους έδινε χαρακτήρα, φωνή, ψυχοσύνθεση, τους έκανε ζωντανούς και σκορπούσε σε μας το άδολο γέλιο. Θα ήτανε πλεονασμός αν ανέφερα κι ένα δυο από τα αμίμητα αστεία του, μα θα το κάνω. Όταν κάποτε ο Χατζηαβάτης έφαγε μια καρπαζά από τον Καραγκιόζη:
Τον τελευταίο καιρό, σε σχόλια του ιστολογίου, έγινε λόγος για τα Απομνημονεύματα του καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη, που εκδόθηκαν πριν από μερικούς μήνες από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Η έκδοση είναι υποδειγματική αν και ίσως προκαλεί δέος καθώς ξεπερνάει τις 700 σελίδες μεγάλου σχήματος. Ευτυχώς που εκδόθηκε από τις ΠΕΚ κι έτσι έγινε δυνατό να συγκρατηθεί η τιμή στα 22 ευρώ, ποσό βέβαια κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο έτσι κι αλλιώς.
Ο Σπαθάρης (1887-1974) ήταν ολιγογράμματος, και για να γράψει τα απομνημονεύματά του χρειάστηκε όχι μόνο την ενθάρρυνση αλλά και την πρακτική βοήθεια άλλων, χωρίς τους οποίους το εγχείρημα δεν θα είχε δει το φως. Και πάλι όμως, το έργο πέρασε πολλές περιπέτειες, που τις εξηγεί αναλυτικά ο επιμελητής τούτης της έκδοσης, ο Γιάννης Κόκκωνας, στην απαραίτητα εκτενή (125 σελίδες) εισαγωγή του.
Μάλιστα, ο Σπαθάρης έγραψε τα απομνημονεύματά του τρεις φορές. Την πρώτη το 1944, τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη βοήθεια του ποιητή Λάμπη Χρονόπουλου, και την τρίτη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, που ήταν και η μόνη που είδε το φως της δημοσιότητας, το 1960, αρχικά σε προδημοσίευση στο περιοδικό Ταχυδρόμος και αμέσως μετά σε βιβλίο. Η έκδοση αυτή έχει κάνει πολλές ανατυπώσεις και κυκλοφορεί και σήμερα από τις εκδόσεις Άγρα (Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη).
Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από την ΠΕΚ φέτος δεν περιλαμβάνει την «τρίτη γραφή» των απομνημονευμάτων του Σπαθάρη (που όπως είπαμε κυκλοφορεί σε βιβλίο εδώ και πολλά χρόνια) αλλά τις πρώτες δύο, που τα χειρόγραφά τους θεωρούνταν χαμένα και που βρέθηκαν τελευταία υστερα από διάφορες τυχερές συμπτώσεις, όπως εξηγεί στην εισαγωγή ο Γ. Κόκκωνας.
(Από την εισαγωγή έμαθα ότι ο Σπαθάρης μάλλον δεν γεννήθηκε το 1892 οπως θα δείτε να αναφέρεται στις περισσότερες πηγές, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, το 1887 όπως πειστικά εξηγεί ο Γ. Κόκκωνας).
Η δημοσίευση και της πρώτης και της δεύτερης γραφής δεν είναι περιττή πολυτέλεια, διότι τα κείμενα διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους (όπως και με την τρίτη γραφή) τόσο στη γλώσσα όσο και στο περιεχόμενο. Η δεύτερη γραφή είναι η εκτενέστερη. Για παράδειγμα, ο Σπαθάρης αναφέρει την παράσταση Καραγκιόζη που είχε ανεβάσει με θέμα τη δολοφονία του Αθανασόπουλου (το 1931 στου Χαροκόπου) και στις τρεις εκδοχές των Απομνημονευμάτων του. Αλλά στην πρώτη γραφή υπάρχει απλώς μια εν παρόδω αναφορά, στη δεύτερη ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο 1395 λέξεων ενώ στην τρίτη μια μικρή αφήγηση 410 λέξεων.
Διάλεξα να παρουσιάσω εδώ δυο κεφάλαια από τη δεύτερη γραφή (σελ. 406-414 του βιβλίου). Σε αυτά ο Σπαθάρης αφηγείται πώς γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, στη συνέχεια εκθέτει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήδη από το 1930 για να παίζει Καραγκιόζη στις συνοικίες της Αθήνας, μετά λέει για το πώς τον προσέγγισε η σύζυγος του υπουργού Ζάννα (η Βιργινία Ζάννα, κόρη της Πηνελόπης Δέλτα) για να παίξει στο θέατρο Κεντρικό, τη γνωριμία του με τη συγγραφέα Έλλη Παπαδημητρίου και τέλος πώς έφτιαξε μια μικρή σκηνή Καραγκιόζη για το Θεατρικό Μουσείο.
Οπως γράφει ο επιμελητής του έργου, τα επεισόδια που διηγείται ο Σπαθάρης διαδραματίζονται το 1931-32, αλλά στο τελευταίο τμήμα του κειμένου κάνει μάλλον ένα άλμα στα 1938, αφού τότε ιδρύθηκε το Θεατρικό Μουσείο.
Δεν λέω περισσότερα, παραθέτω το κείμενο του Σπαθάρη. Στο τέλος εξηγώ μια λέξη.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
Όταν εγώ και το Τουρκάκι παίζαμε στην Κηφισιά, στη Μάνδρα του Παρδάλη και θεατρώνη μας είχαμε τον καραγκιοζοπαίχτη Ξάνθο, μόλις επαίξαμε καμιά εικοσαριά παραστάσεις, μια βραδιά που ’παιζα, ένα παλληκαράκι καλοντυμένο με περικάλεσε να τον αφήσω να μπει μες στη σκηνή, για να δει πώς παίζω. Όταν έφυγε, μου ’δωσε συγχαρητήρια για το καλό παίξιμο πού έκανα. Μ’ αυτός ό νέος μουσαφίρης μας ερχότανε κάθε βράδυ. Μια βραδιά μάς έφερε κι έναν ξένον καλλιτέχνη κι όταν ετελείωσε η παράσταση μου είπε: Κύριε Σπαθάρη, επειδή εμένα μού αρέσει πάρα πολύ το παίξιμό σου απ’ όλους τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες που ‘χω δει, θέλω αύριο το πρωί να σε φωτογραφίσω μαζί με την σκηνή σου. Την άλλη μέρα η μηχανή του με φωτογράφισε και σε μια βδομάδα μου ’δωσε μια μεγάλη φωτογραφία που την έχω για ενθύμιο. Από τότες ερχότανε πότε μόνος του πότε με παρέα ταχτικά στο σπίτι μου, στην Κηφισιά, κι έβλεπε όλους τούς καραγκιόζηδες.
Καθώς τιμούμε ακόμα τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, σκέφτηκα για σήμερα, στο καθιερωμένο λογοτεχνικό μας κυριακάτικο άρθρο, να δημοσιεύσω ένα δικό του κείμενο. Από το δίτομο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από τον Κέδρο, διάλεξα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από την αρχή (σελίδες 15-25 του πρώτου τόμου). Σημειώνω ότι έχει κυκλοφορήσει και δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του Μίκη, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο απόσπασμα που δημοσιεύω εδώ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο απόσπασμα αυτό διηγείται τις επαρχιακές πόλεις που γνώρισε στα παιδικά του χρόνια και τα ταξίδια που έκανε με το πλοίο, καθώς, επειδή ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος, είχαν αλλάξει πολλές φορές τόπο διαμονής στις δεκαετίες του 20 και του 30.
Οι απόψεις για την καθυστέρηση και την κακή εικόνα που παρουσίαζαν οι επαρχιακές πόλεις του μεσοπολέμου ίσως φανούν υπερβολικές, διασταυρώνονται όμως από άλλα κείμενα της εποχής και αφηγήσεις άλλων παρατηρητών, το ίδιο και η άποψη για τα πιο πολιτισμένα Επτάνησα.
Σημειώνω ακόμα ότι ο Γιαννάκης, ο αδελφός του συνθέτη, δηλαδή ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, που έχει γράψει μερικούς εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών του Μίκη, ήταν επτά χρόνια νεότερος.
Μετέτρεψα σε μονοτονικό αλλά άφησα ως επί το πλείστον την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Όλο και κάποιο λαθάκι θα έχει ξεφύγει όμως, το κείμενο είναι μεγάλο.
Ας μην ξεγελιόμαστε… Από κείνο που λέμε «μουσική υποδομή», η Ελλάδα, ιδιαίτερα εδώ και μισό αιώνα, δεν είχε ίχνος… Συμφωνικές ορχήστρες. Χορωδίες. Συναυλίες. Ωδεία. Μουσικές εκδόσεις. Όλ’ αυτά, πράγματα άγνωστα στην ελληνική επαρχία.
Ούτε φυσικά υπήρχε και ραδιόφωνο, για να έχεις, όπως σήμερα, διάφορα μουσικά ακούσματα. Kι εγώ υπήρξα γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία. Δείτε πίνακα πόλεων και ημερομηνιών για να καταλάβετε καλύτερα: Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930-32. Αργοστόλι, 1933-36. Πάτρα, 1937-38. Πύργος, 1938-39. Τρίπολη, 1939-43. Αθήνα, 1943.
Mόνο σ’ ένα καπρίτσιο -να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»;- θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα του δεκαοχτώ χρονιά, οδηγήθηκε στη μουσική… Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωσή μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφερον… Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομπανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» — ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλαμά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» — αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνικό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940… Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…
Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσικά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τι ήταν τότε το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυχος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα και, σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη, στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φορντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τί θηρίο ήταν αύτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε στην Πάτρα —ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια- και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές… Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα, Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…
Πριν από δέκα μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο για την αντιμετώπιση ορισμένων πολύκροτων εγκλημάτων από το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου, και τότε είχα αναφέρει ότι επρόκειτο για πρόγευση μιας εκτενέστερης μελέτης του. Σήμερα, που είναι αργία (για ορισμένους, τουλάχιστον) και άρα έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα, δημοσιεύω αυτή την εκτενέστερη μελέτη, προσθέτοντας μόνο ένα γιουτουμπάκι του Χιώτη.
Καμαρώνω που το ιστολόγιο στάθηκε αφορμή για μια τόσο αξιόλογη μελέτη, με υλικό που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Καθώς τη διαβάζω, συλλογίζομαι ότι πολλές της παράγραφοι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτοτελή άρθρα. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με τα δικά μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.
Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ’ ΣΑΙ ΜΑΓΚΙΣΣΑ
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΚΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΠΗΧΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ – ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50)
Προλεγόμενα
Το κάτωθι άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μία σταχυολόγηση μοτίβων στα οποία απεικονίζεται η γυναίκα του μάγκικου κοινωνικού στρώματος, κατά την διάρκεια ακμής του φαινομένου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1950. Οι αναφορές εξάγονται κατά κύριο λόγο από το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και από άλλες μορφές συναφούς τέχνης λαϊκής εμπνεύσεως ή απηχήσεως, όπως και από ορισμένες δημοσιογραφικού ή ιστορικού τύπου πληροφορίες. Το ζητούμενο είναι η απόδοση των κυριότερων στοιχείων με τα οποία τυποποιήθηκε η μάγκισσα, όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μία επιτομή λαογραφικών καταγραφών, αφού επικεντρώνεται στην μελέτη του αστικού λαϊκού μας πολιτισμού -και όχι μία εργασία κοινωνιολογικού περιεχομένου, η οποία θα απαιτούσε μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.
Όπως και στο σχετικό άρθρο της 11/ 6/ 2021, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο για την παρότρυνσή του να συντάξω το κείμενο και για την προθυμία του να το δημοσιεύσει. Ευχαριστώ εξίσου τον φίλο Γιάννη Ιατρού, και όσους φίλους σχολιαστές του παρόντος ιστολογίου έδειξαν ενδιαφέρον για μία τέτοια δημοσίευση. Και ακόμα οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος προθύμως μας προσέφερε πολύτιμο υλικό για την Ειρήνη την τεκετζού και για την Μαρία Γουλανδρή από το προσωπικό του αρχείο.
Τι εστί μάγκισσα
Το σημασιολογικό εύρος του όρου «μάγκας» και των συνωνύμων του βρίσκεται σε σχεδόν ισότιμη αναλογία με την σημασία των αντιστοίχων θηλυκών τύπων. Η μάγκισσα, η μόρτισσα, η μαγκίτισσα, η μαγκιόρα (ή μαγγιώρα), η αλανιάρα, η ντερβίσαινα, η ντερμπεντέρισσα, η ασίκισσα, η βλάμισσα, η μποέμ και η μποέμισσα, αλλά και κατά κάποιον τρόπο και η μπαγιαντέρα, η σατράπισσα και ο θηλυκός σατράπης, καθώς και ένα πλήθος άλλων σχετικών λέξεων, λίγο πολύ χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο αδιακρίτως, περιγράφοντας γυναίκες με διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά γνωρίσματα. Στα ρεμπέτικα τραγούδια και στον σχετιζόμενο λαογραφικό πλούτο της εποχής της δημιουργίας τους (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 περίπου) παρουσιάζεται μία ποικιλία γυναικών οι οποίες ανήκουν σε διάφορες ανθρωπολογικές ταξινομήσεις. Αναφέρονται εργαζόμενες (εργάτριες, δούλες, παραμάνες, μοδίστρες, πλύστρες, μικροπωλήτριες κλπ) ή άεργες. Παρουσιάζονται άγαμες, χήρες, ζωντοχήρες ή παντρεμένες. Άλλες είναι παραβατικές ή περιθωριακές και άλλες έντιμες, ενταγμένες στην ευρύτερη λαϊκή κοινωνία. Ως προς την καταγωγή καταγράφονται προσφυγοπούλες ή ντόπιες, από διάφορα μέρη της Ελλάδος – αλλά ακόμα και ξένες. Σε χαρακτηρολογικό επίπεδο γίνεται λόγος για κουτσομπόλες, τσιγκούνες, σπάταλες, γκρινιάρες, επιθετικές, παιχνιδιάρες, καλόκαρδες, ερωτικές, σοβαρές, έκλυτες, πιστές ή άπιστες, άλλες που είναι δύσκολες στην επιλογή γαμπρού και άλλες που επιδιώκουν εντόνως στεφάνι.
Σε πολλές από αυτές τις γυναίκες, όχι όμως σε όλες, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της μάγκισσας ή των σχετικών συνωνύμων πολυτρόπως. Σε κάθε περίπτωση ως μάγκισσα νοείται γυναίκα των μεσαίων λαϊκών έως και των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αν και είναι εξαιρετικώς δύσκολο να διατυπωθεί μία πλήρης κατηγοριοποίηση των σημασιών της λέξης, ωστόσο -με έναν μεγάλο βαθμό γενίκευσης- διακρίνονται οι εξής τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται:
ως επιθετικός προσδιορισμός για την προσωπικότητα μίας γυναίκας, κυρίως με επαινετικό πρόσημο (αν και όχι πάντα) σε σχέση με την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πνεύμα ελευθερίας και την ευθύτητα της ή σε σχέση με την εξυπνάδα και την πονηριά της , η λεγόμενη καταφερτζού.
ως επαινετικός χαρακτηρισμός για την γοητεία και την ομορφιά μίας γυναίκας, όμως δύσκολης για ερωτική κατάκτηση, τρόπον τινά γυναίκα του μπελά, ασχέτως της κοινωνικής της τοποθέτησης.
με την σημασία της μερακλούς, της γυναίκας που ζει ή θέλει να ζει ανέμελα, προτάσσοντας την διασκέδαση, το κέφι και την καλοπέραση, αντί την τακτοποιημένη καθημερινότητα. Τρόπον τινά το πλησιέστερο συνώνυμο είναι η μποέμισσα.
ως συνώνυμο της ρεμπέτισσας, της γυναίκας του λαϊκού τραγουδιού και γενικότερα των λαϊκών καλλιτεχνίδων. Αυτός ο προσδιορισμός όμως είναι μάλλον προβληματικός, διότι οδηγεί σε παρερμηνείες.
με την σημασία της γυναίκας του περιθωρίου ή του υποκόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθεί παραβατικές ή ανήθικες πρακτικές οποιασδήποτε μορφής. Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ο χαρακτηρισμός που πλησιάζει περισσότερο στην πρωταρχική σημασία της λέξης «μάγκας».
Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια δεν φαίνεται να προηγείται χρονικώς σε σημαντικό βαθμό κάποια από αυτές τις σημασιολογικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα ήδη το 1919 ο Τούντας στο τραγούδι «η εύθυμος χήρα», ή αλλιώς «η ζωντοχήρα» με ερμηνεία της Μαρίας Σμυρναίου (δεύτερη εκτέλεση το 1926 ως «η μόρτισσα» με τον Βαγγέλη Σωφρονίου), η λέξη «μόρτισσα» χρησιμοποιείται κυρίως ως έκφραση προσδιοριστική των ερωτικών θέλγητρων μίας μικρής: «Μια μόρτισσα θεότρελη τσαχπίνα και τσακίρα/ μ’ έχει σηκώσει το μυαλό έμορφη ζωντοχήρα». Στον εν λόγω στίχο δεν προτάσσονται ιδιαίτερα κοινωνιολογικά γνωρίσματα της «μόρτισσας», παρά μόνον στοιχεία της τσαχπίνικης προσωπικότητάς της. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται σε διάφορα άλλα ρεμπέτικα, π.χ. «η βλάμισσα» του Γιοβάν Τσαούς (1936 με τον Στελλάκη Περπινιάδη): «Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στην Δραπετσώνα/ για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκκώνα» ή «η μάγκισσα», αλλιώς «με έκαψες ρε μάγκισσα», επίσης του Γιοβάν Τσαούς (1936 πάλι με τον Στελλάκη): «Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου/ με μια μονάχα σου ματιά, μου καις τα σωθικά μου».
Πολλές φορές όλες αυτές οι σημασίες της «μάγκισσας» και των συνωνύμων της εμφανίζονται στον αστικό λαϊκό πολιτισμό συνδυαστικά ή και συγκεχυμένα, ενίοτε με κάποιον βαθμό ασάφειας.
Εγώ το πίνω το κρασί, μ’ οκάδες, με γαλόνια και ώρες είν’ μου φαίνεται να βάλω πανταλόνια
Το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα της μαγκιάς έχει περιγραφεί, τυποποιηθεί και απεικονιστεί σε δεκάδες τραγούδια, μαρτυρίες, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα (τζογέ παντελόνι, μυτερά στιβάνια, ζωνάρι, καβουράκι ή τραγιάσκα, μαχαίρι, κομπολόι κλπ). Αντιθέτως στην περίπτωση της μόρτισσας δεν φαίνεται να έχουν σχηματοποιηθεί τυπικά γνωρίσματα ντυσίματος και εμφάνισης. Οι γυναίκες αυτών των κοινωνικών κατηγοριών μάλλον φαίνονται να ακολουθούν την γενικότερη λαϊκή γυναικεία μόδα του άστεως. Ο γυναικείος καλλωπισμός αποτυπώνεται σε διάφορα λαϊκά τραγούδια: «στου Βύρων το συνοικισμό/ μια χήρα είκοσι χρονώ/ με μάτια σουρμελίδικα/ γλυκά και σεβνταλίδικα» ακούγεται στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα (μία ηχογράφηση το 1931 με τον Νταλγκά και μία δεύτερη το 1932 με τον Στέφανο Βαζαίο). Οι νέες γυναίκες των αστικών κέντρων του μεσοπολέμου περιποιούνται και βάφουν τα μαλλιά τους1: «Περμανάτες και αρλούμπες, μπούκλες και μυστήρια/ κι υποφέρουν, στο Θεό τους, χίλια δυο μαρτύρια/ για να γίνεται ωραία κάθε μια αλητήρια» ακούγεται στο τραγούδι «Τα ξανθά είναι της μόδας» του Κώστα Καρίπη (1934 με την Ρόζα Εσκενάζυ). Η αξία των κοσμημάτων που φορούν είναι ανάλογη της οικονομικής δυνατότητάς τους: «Στα χέρια σου δυο ψεύτικα έβαλες δαχτυλίδια» γράφει ο Πετροπουλέας στο τραγούδι «η αριστοκράτισσα» σε μουσική του Δημήτρη Σέμση (1937 με τη Τασία Βρυώνη και διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό το 1938 ως «εγώ για σένα ξενυχτώ»). Στο τραγούδι «θα σε κλέψω θα σε πάρω» με στίχους του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σκαρβέλη πάνω σε παραδοσιακή μελωδία (1940, με τον Χατζηχρήστο και τον Μάρκο) διακρίνεται μία ειρωνεία προς την μεγαλομανία των λαϊκών κοριτσιών: «παπούτσια θέλεις να φοράς, σα πολυκατοικία, Ελενίτσα μου/ να σε λένε γκραν κυρία, βρε κουκλίτσα μου».
Έως και στα τέλη του 19ου αιώνα τα μακριά γυναικεία φουστάνια έκρυβαν τα πόδια των ωραίων κορασίδων, η δε θέα γυμνής γυναικείας γάμπας προκαλούσε τον ανδρικό ενθουσιασμό. Ο Τίμος Μωραϊτίνης στις αναμνήσεις του από την παλαιά Αθήνα, μας παραδίδει το λαϊκό δίστιχο: «Είδες γάμπα, τα ποτήρια σπάστα»2. Αλλά οι πολύπλοκες και πλούσιες γυναικείες εμφανίσεις με τα δαντελωτά φουστάνια, τα επιβλητικά καπέλα, τα βέλα, τις κορδέλες και τους κορσέδες, έχουν αρχίσει ήδη να παρέρχονται από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: «Κάτου τα βέλα και τα καπέλα, και η νουβέλ και τα φτερά και τα μωρά/ δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά» τραγουδάει «η νέα γυναίκα» σε μία εκδήλωση χειραφετήσεως, στο ομώνυμο επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, διασκευή ιταλικής μελωδίας του Vincenzo Di Chiara, με στίχους του Μπάμπη Άννινου και του Γιώργου Τσοκόπουλου (1909, Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης και 1924 με ερμηνεία της Σωτηρίας Ιατρίδου).
Έτσι στα χρόνια μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η γυναικεία μόδα γίνεται όλο και πιο απλή και συνάμα πιο αποκαλυπτική. Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια αυτή η τάση θα γίνει δεκτή με τρόπο περιπαικτικό αλλά όχι αυστηρά επικριτικό. Οι νέες εμφανίσεις γεννούν ερωτικούς παλμούς. Στο τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση «οι γαμπίτσες» (στην εκδοχή του 1933 με την Μαρίκα Πολίτισσα – άλλη μία ηχογράφηση το ίδιο έτος με τον Ρούκουνα) ακούγεται: «Η γαμπίτσα σου με σφάζει/ την καρδιά μου την σπαράζει/ και οι μπούκλες στα μαλλιά σου/ μ’ έφεραν στην γειτονιά σου». Στο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «δίχως κάλτσες περπατούν» (1934 με την Ρόζα) τα τσαχπίνικα και σκερτσοπαιχνιδιάρικα κορίτσια έχουν ελευθεριάζουσα συμπεριφορά: «και τη μόδα κυνηγούν, δίχως κάλτσες περπατούν». Παρομοίως «των κοριτσιών εφαίνονται οι όμορφες γαμπίτσες/ μα δεν τους κακοφαίνεται/ φορούν κοντές ρομπίτσες» γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο χιουμοριστικό σεξουαλικό ρεμπέτικο «μου φαίνεται» (1935 με τον Ρούκουνα και την ίδια χρονιά με τον Στελλάκη).
Οι μόρτες βέβαια, Αθηναίοι, Πολίτες, Σμυρνιοί κλπ, ανακατεμένοι επί χρόνια με τις ημίγυμνες αλανιάρες του υποκόσμου αρέσκονται να αντικρίζουν γυναίκες με προκλητικές εμφανίσεις: «Μη μου χαλάς τα γούστα μου/ και πάρε μου τα ούλα/ κι άφες τα στήθια σου ανοιχτά/ να βλέπω την τρεμούλα» τραγουδάει ο Πωλ Γαδ στην διασκευή του «γιαφ γιουφ» με τίτλο «τα κούναγα» (1929, με τον Γαδ και την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Πόλη). Αλλά και ο γνήσιος μάγκας και μέγας ρεμπέτης Μανώλης Χιώτης μεταπολεμικά θα γράψει το τραγούδι «με την μακριά σου φούστα» (1948, με την Χασκήλ και τον συνθέτη), όπου παραπονείται: «Με τη μακριά σου φούστα/ μου χαλάς όλα τα γούστα/ γιατί κρύβεις, βρε τσαχπίνα/ τη γαμπίτσα σου τη φίνα».
Γενικώς οι μάγκες αγαπούν τις καλοντυμένες γυναίκες. «Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη καλοντυμένη» λέει ο Τσιτσάνης στο τραγούδι «αγαπώ μια παντρεμένη» (1939, με τον Στράτο και τον συνθέτη). Και ο Κηρομύτης στο τραγούδι «ντυμένη σαν αρχόντισσα» (1940 με τον συνθέτη και την Γεωργακοπούλου) θαυμάζει την μάγκισσα που είναι μαζί του: «Ντυμένη σαν αρχόντισσα / μαζί μου να γυρίζεις/ να πίνεις σαν παλιός μπεκρής, κουκλάκι μου/ με σκέρτσο να καπνίζεις/ Να βάζεις τη φουστίτσα σου/ με γούστο και μεράκι/ και στο ποδάρι να φοράς, τσαχπίνα μου,/ το πιο καλό γοβάκι». Σε μία αντίθετη περίπτωση ο Χιώτης στενοχωρείται και προσπαθεί να νουθετήσει την όμορφη πλην αφημένη και κακοντυμένη κοπέλα, στο τραγούδι του «παράξενη κοπέλα» (1950, με την Νίνου, τον Νίκο Βούλγαρη και τον συνθέτη): «Τι μυστήριο κορίτσι είσαι ’συ/ μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη/ μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή/ κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη».
Παράλληλα με την κυρίαρχη λαϊκή μόδα, κάποιες λεπτομέρειες θα φέρουν τις γυναίκες της μαγκιάς εμφανισιακά κάπως πιο κοντά στο στυλ του αγοροκόριτσου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαρέγκλιτο στοιχείο τυποποίησης. Κάποιες μόρτισσες κόβουν τα μαλλιά τους αλά γκαρσόν, όπως φαίνεται στην πρόζα του επιθεωρησιακού «το μορτάκι» του Ζάχου Θάνου (εκδοχή του 1928, με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και την Λίζα Κουρούκλη):
Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.
Η σημερινή συνεργασία αρχικά εντασσόταν σε μια ευρύτερη μελέτη, που είχε ως θέμα την αντιμετώπιση της γυναίκας στο ρεμπέτικο τραγούδι. Επειδή όμως η μελέτη εκείνη ήταν πολύ μεγάλη και η ενότητα που θα δούμε σήμερα είναι αυτοτελής, έκρινα προτιμότερο να μετατραπεί σε αυτόνομο άρθρο, ως πρόγευση, και την ευρύτερη μελέτη να τη δούμε σε επόμενη ευκαιρία.
Όσο για τον τίτλο, ας πούμε ότι ήταν τόσο σπάνιες οι ανθρωποκτονίες με δράστρια κάποια γυναίκα, που εύλογο ήταν να προκαλούν το μεγάλο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης -και των ρεμπέτηδων που εδώ λειτουργούσαν χρονογραφικά.
Δεν λέω περισσότερα, δίνω τον λόγο στον Κόρτο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
και άλλες αιματοβαμμένες ιστορίες
Η αφορμή για την σύνταξη του ακόλουθου άρθρου δόθηκε μέσα από διαδικτυακή συζήτηση στο παρόν ιστολόγιο στις 9/4/ 2021, κατόπιν προτροπής του φίλου Γιάννη Ιατρού, τον οποίον ευχαριστώ ιδιαιτέρως, όπως επίσης και τους άλλους φίλους σχολιαστές οι οποίοι εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για την σύνταξη ενός κειμένου τέτοιας θεματολογίας. Επίσης απευθύνω ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος βοήθησε στην διερεύνηση της υπόθεσης του εγκλήματος στην Καισαριανή και επίσης παρείχε σημαντικά στοιχεία για την δολοφονία του Καλαματιανού. Και βέβαια ευχαριστώ πολύ τον Νίκο Σαραντάκο, τόσο για την παρότρυνσή του να γράψω το κείμενο, όσο και για την ευγενική του προσφορά να φιλοξενήσει την δημοσίευση!
Εισαγωγή: απεικονίσεις του φόνου στα τραγούδια λαϊκής απηχήσεως
Ο φόνος, το έγκλημα και ο δραματικός θάνατος αποτελούν διαχρονικά στοιχεία της λαογραφίας μας ήδη από την εποχή του δημοτικού τραγουδιού. Κατ’ αναλογία στο αστικό λαϊκό τραγούδι, το λεγόμενο ρεμπέτικο, εμφανίζονται αναφορές σε αόριστα ή συγκεκριμένα εγκλήματα και σκοτωμούς. Τα πραγματικά περιστατικά φόνων που καταγράφονται στα ρεμπέτικα άλλοτε έχουν σχέση με τον υπόκοσμο και τον χώρο της μαγκιάς, όπως οι περιπτώσεις του Σακαφλιά (ή Σαρκαφλιά) και του Πίκινου, και άλλοτε αφορούν πρόσωπα των οποίων η δολοφονία προκάλεσε την λαϊκή συγκίνηση (π.χ. Γυφτοδημόπουλος). Τα ληστρικά τραγούδια όπου περιγράφεται το τραγικό τέλος γνωστών ληστάρχων ή κλαριτών της εποχής του Μεσοπολέμου (Γιαγκούλας, Γκαντάρας, Μπαμπάνης, Γιαγιάδες κλπ) αποτελούν μία αυτόνομη κατηγορία. Ωστόσο δημοτικοφανούς ύφους θρηνητικά άσματα για αδικοσκοτωμένους έγραψαν και συντελεστές του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως τα δύο τραγούδια για τον Σωτήρχαινα (1934, ένα του Καρίπη με τον Παπασιδέρη και ένα του Κώστα Φαλτάιτς με τον Γιώργο Μεϊντανά). Βεβαίως πραγματικά εγκλήματα ή τραγικά περιστατικά καταγράφονται και σε δυτικότροπα ή ελαφρά αστικά τραγούδια του Μεσοπολέμου, τα οποία αγαπήθηκαν εξίσου από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από την όλη διερεύνηση των ασμάτων αυτών, όπως και του συνδεόμενου λαογραφικού και δημοσιογραφικού υλικού, ειδικό ενδιαφέρον εμφανίζουν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν γυναίκες -δικαίως ή αδίκως- άλλοτε ως φυσικοί και άλλοτε ως ηθικοί αυτουργοί. Επιπλέον αξιοπρόσεχτα είναι ορισμένα περιστατικά εγκλημάτων τα οποία έλαβαν χώρα στο περιβάλλον του ρεμπέτικου, αλλά παραδόξως δεν καταγράφηκαν σε τραγούδια. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη των εγκλημάτων αυτών αποκαλύπτει πολλές πτυχές της διαμόρφωσης της νεώτερης λαογραφίας μας.
Στην καρδιά του καλοκαιριού βρισκόμαστε, οπότε σκέφτηκα να δημοσιεύσω σήμερα, που είναι Κυριακή και βάζουμε λογοτεχνική ύλη, ένα καλοκαιρινο διήγημα, ανάλαφρο, δροσερό και παλιομοδίτικο.
Συγγραφέας είναι ο Στέφανος Δάφνης (1882-1947) λογοτέχνης από το Ναύπλιο με σημαντική παρουσία στα γράμματα προπολεμικά. Λεγόταν κανονικά Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, αλλά υιοθέτησε λογοτεχνικό ψευδώνυμο και μάλιστα εκείνου του τύπου που ήταν πολύ της μόδας στον μεσοπόλεμο: όνομα και επώνυμο σχηματίζουν μια φράση, με το επώνυμο να είναι θηλυκό ουσιαστικό σε γενική πτώση.
Το «Στέφανος Δάφνης» είναι από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα, ενώ πολύ καλό είναι και το Άγγελος Δόξας (Νικ. Δρακουλίδης) καθώς και, διατί να το κρύψομεν, το Άχθος Αρούρης του παππού μου. Μάλιστα, στην περίπτωση του Στ. Δάφνη το ψευδώνυμο το χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, η Αιμιλία Δάφνη (Αιμιλία Κούρτελη) που είχε επίσης παρουσία στα γράμματα. Δεν θυμάμαι άλλες περιπτώσεις ζευγαριού με ψευδώνυμο, αν και θα υπάρχουν.
Το διήγημα που θα διαβάσετε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο το 1934. Περιγράφει ένα εφηβικό ειδύλλιο σε μια «ηλεκτροφωτισμένη λουτρόπολη» -τότε που ακόμα ήταν καινοτομία ο ηλεκτροφωτισμός στην επαρχία· ένα ειδύλλιο ανάμεσα σε μια έφηβη παραθερίστρια, από πλούσια οικογένεια της Αθήνας, και έναν ντόπιο νεαρό, αγωγιάτη. Το μοτίβο της αρχόντισσας και του αλήτη έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές σε λογοτεχνία και κινηματογράφο. Μια ιδιαίτερη πινελιά του διηγήματος, που μας ενδιαφέρει διότι είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, είναι ότι εκτυλίσσεται σε αρβανιτοχώρι και ο νεαρός μιλάει (και) αρβανίτικα -ακούγονται και επεξηγούνται μερικές λέξεις.
Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση και την όλη επιμέλεια.
Η ΤΖΕΝΗ ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΕΙ
Κείνο το καλοκαίρι, στην ηλεκτροφώτιστη λουτρόπολη, η μικρούλα Τζένη έφερνε την ομορφιά των δεκάξι της χρόνων, την πρώιμη κοκεταρία της, τ’ ασημένιο της γέλιο. Έφερε όμως και τη δασκάλα της, που ήταν, όπως όλες οι Εγγλέζες μίσσες, ψηλή, ξεραγκιανή και σεμνότυφη σαν ξουρισμένος πάστορας. Λουτρά θα έκαναν μόνο η μαμά της, η κυρία Χατζηγιάννη και η θεία της―άλλη γεροντοκόρη αυτή― που είχαν πιαστεί από την τανάλια της αρθρίτιδας. Η Τζένη και η μις Γουότσον θα έκαναν μόνο εκδρομές στα γύρω, θα ψάρευαν σπάρους με το καλαμίδι και θα διάβαζαν τους τόμους του «Τιτ-Μπιτς» και άλλων περιοδικών, που τους φύλαγαν από τον περασμένο χειμώνα.
Η οικογένεια Χατζηγιάννη επήρε τα καλύτερα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο πρώτο πάτωμα, με τη βεράντα ανοιχτή στη θάλασσα. Εκεί η Τζένη, ξαπλωμένη σε μια σεζ-λογκ, άκουγε τη δασκάλα της να διαβάζει και να εξηγεί την ατέλειωτη «Ιστορία της Αγγλίας». Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να χασμουρηθεί, άκουσε μια φωνή από κάτω, από το δρόμο:
― Αγωγιάτη θέλετε, κυρίες;… Έχουμε ζα καλά, βασταγερά… ξέρουμε όλα τα κατατόπια…
Η Τζένη σηκώθηκε κι ήρθε στη ράμπα. Κείνος που μιλούσε ήταν ένας νέος χωριάτης, έφηβος ακόμη, ντυμένος με τη ντρίλινη φορεσιά του τόπου. Έστεκε ταπεινά, κρατώντας με το ‘να χέρι το κασκέτο του και με τ’ άλλο το σκοινί ενός γαϊδάρου. Κοιτάζοντας επάνω, περίμενε την απάντηση. Ήταν όμορφο αγόρι, μελαχρινό, με μάτια σα μαύρα κεράσια και μαλλιά σγουρά… Στο μυαλό της Τζένης άστραψε μια ιδέα.
Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, που είναι καρπός των αναδιφήσεών του σε σώματα παλιών εφημερίδων. Ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο, με αρκετό γλωσσικό-λαογραφικό ενδιαφέρον. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει πριν από μερικούς μήνες μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο.
Επειδή το κείμενο είναι εκτενές αλλά και πλήρες, με την έννοια ότι ο Κόρτο έχει και εισαγωγή αλλά και γλωσσάρι, δεν κρίνω σκόπιμο να πω κάτι άλλο. Σχόλια δικά μου μέσα στο κείμενο είναι σε αγκύλες. Αν και πιστεύω ότι η ορθογραφία σε τέτοια κείμενα είναι καλύτερο να εκσυγχρονίζεται, ομολογώ ότι από τεμπελιά το άφησα όπως το είχε ο Κόρτο, δηλ. με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, πλην μονοτονικού.
ΟΙ «ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ»,
ΕΝΑ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ
Τα αποσπάσματα τα οποία ακολουθούν προέρχονται από ένα εκτενές κείμενο με γενικό τίτλο «Πεθαμένοι που ανασαίνουν» και υπότιτλο «από το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου που πέθανε μέσα στη φυλακή από φυματίωσι», το οποίο δημοσιεύτηκε σε 29 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή, από την 9η Ιουλίου έως την 6η Αυγούστου 1926. Το συνολικό κείμενο διαρθρώνεται σε ένα σύντομο προοίμιο και τρία κυρίως κεφάλαια, άνισα σε έκταση και χωρισμένα σε επιμέρους υποκεφάλαια με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα. Πρόκειται για δημοσίευμα μικτού χαρακτήρα, δημοσιογραφικού και συγχρόνως λογοτεχνικού, στο οποίο περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο οι εντυπώσεις ενός υποδίκου από τις πρώτες μέρες της εισόδου του στην φυλακή και ενόσω αυτός βρίσκεται σε αναμονή για έκδοση αποφυλακιστηρίου, το οποίο φαίνεται ότι περιμένει ματαίως. Στο προοίμιο του κειμένου εκδηλώνεται σε δραματικό τόνο ο πόνος των φυλακισμένων και καταδικάζεται η αναλγησία του Νόμου. Στο πρώτο και στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η κύρια διήγηση, ενώ επίσης αποδίδονται εκτενείς διάλογοι του πρωταγωνιστή με κρατουμένους, οι οποίοι αφηγούνται εντυπωσιακές ιστορίες της φυλακής. Ενδιαμέσως στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει μία έκθεση των συνολικών προβλημάτων τα οποία μαστίζουν τους φυλακισμένους, κατακρίνει με φλογερό λόγο την άθλια κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων, υποδεικνύει τους υπαιτίους και προτείνει άμεσες λύσεις.
Σκίτσο της 10.7.1926
Υπό αυτήν την έννοια, καθώς το δημοσίευμα συνδυάζει στοιχεία προκλητικής αφήγησης αφενός, καταγγελίας αφετέρου, οι «πεθαμένοι που ανασαίνουν» θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στην ευρύτερη σειρά των ρεπορτάζ λογοτεχνικού ύφους τα οποία συνέταξαν γνωστοί Έλληνες συγγραφείς (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μιχαήλ Μητσάκης, Πέτρος Πικρός, Κώστας Βάρναλης, Θέμος Κορνάρος κλπ) ύστερα από επισκέψεις τους σε φυλακές ή άσυλα. Ωστόσο ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου είναι ανώνυμος. Η φυλακή όπου διαδραματίζεται η αφήγηση δεν κατονομάζεται ευθέως (πιθανότατα πρόκειται για την Παλιά Στρατώνα), ούτε αναφέρεται ο ακριβής χρόνος εισόδου του αφηγητή στην φυλακή· παραλείπεται επίσης η αναφορά του παραπτώματος για το οποίο κατηγορείται. Συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί άμεσα αν τα περιγραφόμενα του κειμένου αποτελούν προϊόν πραγματικής εμπειρίας προσωποκράτησης, δημοσιογραφικής αυτοψίας σε κάποιον χώρο φυλακής ή ενδεχομένως γέννημα λογοτεχνικής φαντασίας.
Σε κάθε περίπτωση το κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από λαογραφικής και κοινωνιολογικής απόψεως, διότι οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες, έστω και αν δεν προέρχονται από αυθεντική μαρτυρία, οπωσδήποτε αντικατοπτρίζουν τους στερεότυπους συνειρμούς του εγγράμματου κόσμου για την ζωή των φυλακισμένων κατά την διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οπωσδήποτε ορισμένα μοτίβα τα οποία συναντώνται στο κείμενο εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα στην ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Για παράδειγμα το θέμα της εισαγωγής απαγορευμένων ειδών στην φυλακή με την βοήθεια μίας γυναίκας εμφανίζεται ήδη στην «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903): «Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου» (βλ. ιστοχώρος Α. Παπαδιαμάντης). Παρόμοια εικόνα απαντάται στο διήγημα «Η γυναίκα του Μαλή» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1927): «Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της» (Παπαντωνίου, 2011, σελ.159). Θεματικές αναλογίες εντοπίζονται βεβαίως και στην μεταγενέστερη λογοτεχνία, όπως η σκηνή ενθάρρυνσης του παλιού κρατούμενου προς τον νεοφερμένο, στο ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου «ο μοδίστρας» (1962): «Έλα, ρε, μη το κρεμάς βαρίδι το πράμα. Φυλακή είναι, καλά περνάμε και δίνουνε και γάλα στο αναρρωτήριο.» (Τσιφόρος 2013, σελ.19). Ειδικότερα στο δημοσίευμα της «Απογευματινής» η τυποποιημένη απόδοση της ζωής των φυλακισμένων ενισχύεται και από μία σειρά συνοδευτικών σκίτσων, τα οποία είναι μάλλον γελοιογραφικού ύφους, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν διακρίνεται από χιουμοριστικό τόνο.
Θα παρουσιάσω σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο «Εξόριστοι στο Αιγαίο» (εκδόσεις Φιλίστωρ, 2002). Στο συγκεκριμένο απόσπασμα (σελ. 110-119), ο Αυστραλός δημοσιογράφος και ποιητής Μπερτ Μπερτλς (Bert Birtles, 1900-1994) περιγράφει τη συνάντησή του με τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιώργο Σεφέρη (που τον αποκαλεί με το πραγματικό του όνομα, Σεφεριάδη) στην Αθήνα το 1936, και στη συνέχεια αναλύει την ποιητική σύνθεση «Φως που καίει» του Βάρναλη.
Το βιβλίο αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάσετε, διότι είναι μια πολυ ενδιαφέρουσα εικόνα της Ελλάδας στη δεκαετία του 30 και ειδικότερα της ζωής των εξορίστων στην Ανάφη και τη Γαύδο -δυο νησιά που κατάφερε να επισκεφτεί ο επίμονος Μπερτλς παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες και να συζητήσει με τους εκεί κομμουνιστές εξόριστους.
Βέβαια, ο Μπερτλς είχε ήδη βρεθεί από το Σίδνεϊ στην Αθήνα, μέσω Νιουκάστλ, οπότε δεν τον τρόμαζαν οι περιπέτειες. Μαζί με τη σύζυγό του Ντόρα (1900-1992) πέρασαν περίπου ένα χρόνο στην Ελλάδα, έμαθαν τη γλώσσα και συζήτησαν με επώνυμους και ανώνυμους. Ανήκαν και οι δυο στον κύκλο της λογοτεχνίζουσας αριστερής μποεμίας του Σίδνεϊ. Έγραφαν και οι δυο ποιήματα -και μάλιστα, όπως βλέπω στο βιογραφικό σημείωμα του Μπερτλς, ο Μπερτ αποβλήθηκε οριστικά από το πανεπιστήμιο επειδή έγραψε ένα (ερωτικό) ποίημα, η δε Ντόρα τιμωρήθηκε με αποβολή δύο ετών για τον ίδιο λόγο!
Το βιβλίο του Μπερτλς το διάβασε πρόσφατα στο στερούμενο διαδικτύου ερημητήριό του ο φίλος μας ο Σκύλος -αυτός διάλεξε το απόσπασμα και επίσης το πληκτρολόγησε αφού μια πρώτη προσπάθεια με OCR απέτυχε ανεξήγητα. Τον ευχαριστούμε πολύ.
Σε κάποια σημεία ομολογώ ότι έχω επιφυλάξεις για τη μετάφραση -π.χ. ο αρχειοφύλακας που αναφέρεται είναι μάλλον κάτι άλλο (δεν έχω το αγγλικό πρωτότυπο), ενώ σε κάμποσα σημεία υπάρχουν αδεξιότητες, που πάντως δεν ενοχλούν πολύ. Από την άλλη, νομίζω ότι στον μεταφραστή Γιάννη Καστανάρα χρωστάμε την ανακάλυψη του βιβλίου, που κυκλοφόρησε προπολεμικά στα αγγλικά αλλά έμεινε στην αφάνεια επί 60 χρόνια μέχρι που ανασύρθηκε στην ελληνική του έκδοση.
Από τα συμφραζόμενα βγαίνει ότι οι συναντήσεις με τον Βάρναλη έγιναν στις αρχές του 1936 η πρώτη, αφού ως τα τέλη του 1935 ήταν στην εξορία, και λίγους μήνες μετά (αλλά πριν από τον Αύγουστο) η δεύτερη. Με αρκετό ψάξιμο, που δεν έχω χρόνο να κάνω, θα μπορούσε να εντοπιστεί πότε έγινε η εκδήλωση προς τιμή του Ρομέν Ρολάν, που αναφέρεται στο κείμενο. Ο Βάρναλης τότε ήταν 52 χρονών, δεν «κόντευε τα 50» όπως τον υπολογίζει ο Μπερτλς. Η Περσεφόνη Βλάσση, που την αναφέρει ο συγγραφέας ότι τον βοήθησε στη μετάφραση του ποιήματος του Βάρναλη, είναι γνωστότερη ως Πέρσα Βλάση, και ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής των Πρωτοπόρων, του λογοτεχνικού περιοδικού που πρόσκειταν στο ΚΚΕ τον μεσοπόλεμο. Γνωστότερη είναι η αδελφή της, η Αύρα Βλάση-Παρτσαλίδου. Δυστυχώς δεν υπάρχει ένα πλήρες βιογραφικό λεξικό του ελληνικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος (το βιβλίο του Γ. Αλεξάτου δεν έχει την Πέρσα Βλάση και έχει ελλιπές βιογραφικό για την Αύρα) κι έτσι δεν μπορώ να εξηγήσω τη διαβεβαίωση του Μπερτλς ότι η Πέρσα είχε μητρική της γλώσσα τα αγγλικά.
Μια και προχτές είχαμε ένα άρθρο για τα αυτοκίνητα, έστω και λεξιλογικό, ταιριάζει σήμερα στο φιλολογικό ραντεβού μας να διαβάσουμε ένα πεζογράφημα αφιερωμένο στα αυτοκίνητα -στην ιστορία του αυτοκινήτου. Το έγραψε το 1929 ο αγαπημένος μου Ιλιά Έρενμπουργκ, ο εβραίος σοβιετικός συγγραφέας που κι άλλες φορές έχω παρουσιάσει έργα του εδώ.
Για το βιβλίο αυτό είχα διαβάσει στην αυτοβιογραφία του, και μια φορά που είχα πάει στο Λονδίνο, χαζεύοντας σε ένα βιβλιοπωλείο, είχα δει πως είχε μεταφραστεί στα αγγλικά. Το αγόρασα, και το πρότεινα σε έναν εκδότη -γύρω στο 2000 πρέπει να έγινε αυτό. «Οι σοβιετικοί δεν πουλάνε πια», αποφάνθηκε αυτός και το απέρριψε. Δεν ασχολήθηκα άλλο με το θέμα. Όπως βλέπετε, ο εκδοτικός οίκος Ύψιλον είχε ευτυχώς άλλη άποψη ως προς τους σοβιετικούς συγγραφείς, κι έτσι το 2008 εξέδωσε το βιβλίο, μεταφράζοντάς το από τ’ αγγλικά. Μπράβο τους, διότι το βιβλίο αξίζει.
Το χαρακτήρισα πεζογράφημα, διότι δεν είναι μυθιστόρημα -είναι είδος ρεπορτάζ, πολύ μοντέρνο στη γραφή του. «Χρονογράφημα» το χαρακτηρίζει ο Έρενμπουργκ στην εισαγωγή αλλά έχω την εντύπωση πως κάτι χάθηκε στη μετάφραση και πως θα ταίριαζε να το πει «χρονικό». Ο Ερενμπουργκ, που εκείνα τα χρόνια ζούσε στο Παρίσι, γράφει το 1929, που το αυτοκίνητο έχει ήδη φέρει την επανάσταση στην καθημερινή ζωή του δυτικού κόσμου: παρακολουθεί λοιπόν τις αλλαγές αυτές παντού: στο εργοστάσιο, στις συγκοινωνίες, στην καθημερινή ζωή, στο χρηματιστήριο. Και δεν ενδιαφέρεται μόνο για το τελικό προϊόν, αλλά και για τα ελαστικά, το πετρέλαιο, τις οδικές υποδομές. Δεν γράφει όμως πολιτική μπροσούρα, ούτε οικονομικό δοκίμιο -κάνει λογοτεχνία, παρόλο που από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν ο Χένρι Φορντ, ο Σιτροέν, διάφοροι μεγιστάνες του πετρελαίου και του καουτσούκ, πολιτικοί όπως ο Τσόρτσιλ, αλλά και ιστορικές μορφές του εργατικού κινήματος, πλάι σε ήρωες της μυθοπλασίας.
Από τον 3ο τόμο των Απομνημονευμάτων του Έρενμπουργκ (μτφ. Άρη Αλεξάνδρου) αντιγράφω από το 20ό κεφάλαιο ορισμένα σχετικά με το βιβλίο αυτό και με μερικά ακόμα της ίδιας νοοτροπίας που έγραψε ο Έρενμπουργκ: