Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Μυτιλήνη’ Category

Χοντρολογία (χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 30 Μαΐου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες.

Ωστόσο, το σημερινό αποτελεί εξαίρεση. Δεν υπάρχει στα αποκόμματα που μου έστειλε ο Καλάργαλης, αλλά το βρήκα σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Για τον  λόγο αυτό, δεν ξέρω πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε το συγκεκριμένο χρονογράφημα στον Δημοκράτη, πάντως το 1928-29. 

Και για συμπλήρωμα βάζω στο τέλος ένα ποίημα, που βρίσκεται κολλημένο στην ίδια σελίδα με το χρονογράφημα, και που το υπογράφει ο Ιξίων, ένα άλλο ψευδώνυμο του παππού. Δεν ξέρω ποιον «προοδευτικό» είχε στο νου του. 

ΧΟΝΤΡΟΛΟΓΙΑ

Και εγεννήθη το ερώτημα: Τι τρώνε οι χοντροί και παχαίνουν;

Εμείς που γεννηθήκαμε κοκαλιάρηδες και ξεραγκιανοί, που λέμε σε  καθέναν  που μας ρωτά «Γιατί’ σαι έτσι αδύνατος;» πως είναι «το σκαρί μας» τέτοιο, είναι φυσικό να βλέπουμε με φθόνο τον κάθε ιδιοκτήτην πελωρίας γαστρός, που μπορεί να συμπεριλάβει μέσα της δύο ολόκληρους αχαμνόοντας σαν κι εμάς. Και γι’ αυτό το ερώτημα, που πολλές φορές το θέσαμε στον εαυτό μας μόνοι μας, βρήκε έτοιμες απαντήσεις εκ μέρους όλων των κοκαλιάρηδων συμβούλων της υπαιθρίας μας συνελεύσεως.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , | 122 Σχόλια »

Ο Κάρολος (χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 16 Μαΐου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα περισσότερα  χρονογραφήματα είναι μικρά, συνήθως δημοσιεύω δύο. Σήμερα θα κάνω  μια εξαίρεση και θα βάλω μόνο ένα, παρόλο που δεν είναι μεγάλο, σκάρτες 500 λέξεις. Ο λόγος είναι,  φυσικά, πως είναι  επίκαιρο, αφού πριν από δέκα μέρες είχαμε τη στέψη  του Καρόλου του Γ’ και τώρα στο χρονογράφημα πρωταγωνιστεί ένας Κάρολος. Το χρονογράφημα  δημοσιεύτηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1928 με τον υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι».

Κι αφού αναφέραμε τον  Κάρολο της Μεγάλης Βρετανίας, να πω ότι φίλος μου με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε: Συμβαίνει συχνά, έλεγε, να κολλάμε προσωνύμια στους εστεμμένους: Λέων ο Σοφός,  Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, ή ο Πορφυρογέννητος ή ο Ιουστινιανός ο Β’ ο Ρινότμητος, ή στους Φράγκους ο Πιπίνος ο Βραχύς, o Λουδοβίκος ο Ευσεβής και πάει λέγοντας. Οπότε, πώς θα τον  λέγαμε τον Κάρολο; 

Στα σχόλια μπορείτε να προτείνετε προσωνύμια για τον Κάρολο -όχι του χρονογραφήματος αλλά των Ουίνδσορ.

Ο ΚΑΡΟΛΟΣ

Και άλλοτε νομίζω εξέφρασα την γνώμην μου περί μοιραίων ή καθιερωμένων ονομάτων και ανέφερα σχετικά παραδείγματα. Συμφώνως με αυτήν εις το όνομα «Κάρολος» πρέπει να ακούει βασιλεύς της Γαλλίας ή πρωταγωνιστών ήρως Γαλλικού μυθιστορήματος και ουδέποτε γιγαντιαίος, μαύρος σκύλος, ως εν προκειμένω. Αλλά βλέπετε ουδείς κανών άνευ εξαιρέσεως. Όπως μπορεί ένας κοσμικός κύριος να λέγεται Μεθό­διος, ενώ το όνομα αυτό πηγαίνει στους κληρικούς, έτσι κι ένας σκύλος ημπορεί να λέγεται Κάρολος χωρίς να εχρημάτισε ποτέ Βασιλεύς της Γαλλίας.

Αυτός λοιπόν ο σκύλος, ανήκων εις φίλτατον γείτονα, εισήλθε προχθές στο σπίτι μου ελευθερότατα «σαν στο σπίτι του», και με διάφορα εκφραστικά κου­νήματα της ουράς μου υπέδειξεν ότι πρέ­πει να τον φιλοξενήσω. Δεν είχα καμίαν αντίρρησιν, καίτοι δεν εγνώριζα α­κόμη εις ποίον ανήκει, να του πετάξω εξ απλής κυνοφιλίας μερικά ξεροκόμματα που περιφρονηθέντα από τους επαίτας —προτιμώντας δικαίως τούς παράδες- [εδώ λείπει μια αράδα μάλλον] και το έκαμα. Ο δε Κάρολος τα κατεβρόχθισεν αδιστάκτως. Αφού εξηντλήθησαν τα ξεροκόμματα του έριξα μίαν γενναίαν φέταν ψωμιού, που έλαβε κι αυτή την άγουσαν προς τον εντερικόν σωλήνα του σκύλου.

Ο Κάρολος ακόμη δεν εχόρτασε. Άμα είδε το ντουλάπι κλειόμενον εδιπλασίασε τας φιλοφρονήσεις και τα κουνήματα της ουράς και δεν εννοούσε να το κουνήσει από κοντά μου. Προσεπάθησα να τον πείσω ότι τα τρόφιμα ετελείωσαν αλλ’ αυτός είχε ιδεί το καρβέλι και, εάν μπορούσε να ομιλήσει, ασφαλώς θα με ηρώτα πώς τολμώ να θέλω «το σκυλί χορτάτο κι ακέριο το καρβέλι». Εγώ εξ άλ­λου έχων υπ’ όψει μου το «μη ρίπτετε τα όσια τοις κυσί» —και σήμερα δεν υπάρχει οσιότερον απ’ το ψωμί— επέμεινα αρνούμενος. Ήτο εύκολον να τον διώξω όπως ο κ. Βενιζέλος τον κ. Παπαναστασίου δηλαδή με μερικές κλοτσιές, αλλά ήμην οικτιρμονέστερος του πατρός της φυλής και απεφάσισα να του βουλώσω το στόμα όπως όπως. Το καταλληλότερον ήσαν τα σύκα που είχεν εν γαστρί το ερμάριον· του πέταξα δυο, αλλά προς μεγάλην μου κατάπληξιν τα κατεβρόχθισε· επηκολούθησαν άλλα δύο και κατόπιν άλλα. Δεν ήξευρα ότι οι σκύλοι τρώνε και σύκα και εσκέφθηκα να κάνω πειράματα περί της πιθανής παμφαγίας των. Του έριψα λοιπόν μια λεμονόκουπα την οποίαν εδάγκασε, την έπτυσε με προφανή δυσαρέσκειαν και εζήτησε διά του βλέμματος αντιφάρμακον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Χρονογραφήματα, ζώα | Με ετικέτα: , , , | 69 Σχόλια »

Εθνική νόσος και Η απολογία του Νέρωνος (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 2 Μαΐου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Όπως συνήθως κάνω, και σήμερα  θα βάλω δύο χρονογραφήματα, μια και είναι μικρά. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο την επόμενη μέρα, 31.8.1928, και τα δύο με τον υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι».

Στο πρώτο χρονογράφημα γίνεται λόγος για την πανδημία της εποχής, τον Δάγγειο πυρετό. Ο διάλογος θα σας φανεί εντυπωσιακά όμοιος με απόψεις που ακούστηκαν πρόσφατα για την  πανδημία του κορονοϊού. Παρεμπιπτόντως, η λέξη «δάγγειος» (ή δάγκειος) είναι δάνειο από το γαλλ. dengue, με απώτερη αρχή τα σουαχίλι, λέει το λεξικό.

Στο δεύτερο χρονογράφημα  γνωρίζουμε μια από τις μανίες του μεσοπολέμου, που ήταν ο πνευματισμός. Εδώ ο Βριάρεως χρησιμοποιεί σαν τέχνασμα τον  πνευματισμό για να  επικρίνει τη  συμπεριφορά των συμπολιτών του σε μια πυρκαγιά. Κατά σύμπτωση πριν από λίγο καιρό είχαμε δημοσιεύσει και άλλο δικό του χρονογράφημα για πυρκαγιά.

ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΣΟΣ

Εις ένα καθώς πρέπει κύκλον συνεζητείτο χθες η ετυμολογία της λέξεως Δάγγειος. Κάποιος έλεγεν ότι είναι Ιαπωνικής προελεύσεως και ο πυρετός και το όνομά του. Άλλος τον ήθελεν Αυστραλιανόν και άλλος ρωμαίικον. «Ο πυρετός αυτός προέρχεται από τα κουνούπια του Ιλισσού και λέγεται δάγγειος γιατί τα κουνούπια δαγκάνουν -«αυτό είναι».

Το μέγεθος του καλαμπουριού με έκανε να εξέλθω της ουδετερότητος.

—           Βρε αδερφέ δεν πας στην Αθήνα να τους γιάνεις όλους; του είπα. Δυο τέτοια καλαμπούρια να κάνεις θα μεταβάλεις την Αθήνα σε Βόρειο πόλο και, καθώς άκουσα, τα κουνούπια του Δαγγείου ψοφάνε στο κρύο.

Δεν εφάνηκε να πειράχθηκε αλλά εξηκολούθησε τη θεωρία του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Πανδημικά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , | 97 Σχόλια »

Μακρύ-Γιαλός και Μαγέρικο (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 4 Απριλίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. H δημοσίευση κανονικά γίνεται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά την περασμένη Τρίτη το ξέχασα. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι τα πρώτα πρώτα που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, Μακρυ-Γιαλός δημοσιεύτηκε στις 26 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο, το Μαγέρικο, στις 15 Νοεμβρίου 1928. 

Ο Μακρυ-Γιαλός ή Μακρύς Γιαλός είναι περιοχή της Μυτιλήνης. Δεν είναι μακριά από το κέντρο της πόλης, κι ας περιγράφεται η επίσκεψη κάπως σαν οδοιπορικό. Η φωτογραφία που βρήκα είναι του 1950. 

Ο όρος «συζυγαρχία» που εμφανίζεται στο δεύτερο χρονογράφημα, ξεχασμένος σήμερα, εννοεί τη στρατιωτική μονάδα που εφοδίαζε με πυρομαχικά τις μάχιμες μονάδες του στρατού. 

ΜΑΚΡΥ-ΓIAΛΟΣ

Εσυνηθίσαμεν ν’αποκαλώμεν «Κέν­τρα» τα μέρη εις τα οποία δύναταί τις ακριβοπληρώνων το ενοίκιον μιας καρέ­κλας να καθίσει επ’ αυτής και να επιδοθεί εις το σκότωμα της διαθεσίμου ώρας του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Πολεογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 101 Σχόλια »

Ο χορευτής του Κήπου και Απάνω Σκάλα (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 15 Μαρτίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. H δημοσίευση κανονικά γίνεται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά εκτάκτως τούτη τη φορά μετατέθηκε για Τετάρτη, επειδή χτες ήταν η μέρα του π. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι τα πρώτα πρώτα που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, Ο χορευτής του Κήπου, δημοσιεύτηκε στις 18 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο στις 23.8.1928.

Και τα δυο έχουν τον υπέρτιτλο Μύτιληναϊκοί περίπατοι, και δικαίως αφού περιγράφουν μέρη της πόλης της Μυτιλήνης: τον Κήπο και την Απάνω Σκάλα. Σκέφτηκα ότι ταίριαζε να τα βάλω σήμερα, μια που τις προάλλες είχαμε το διήγημα του Λάκη Παπαστάθη που επίσης αναφερόταν στη Μυτιλήνη. Ο «φορολογικότατος» [Γεώργιος] Μαρής του δεύτερου διηγήματος, θα το καταλάβατε, ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 

Μονοτονίζω, εκσυγχρονίζω την ορθογραφία και προσθέτω δυο παλιές φωτογραφίες του Κήπου και της Απάνω (σήμερα: Επάνω) Σκάλας, που βρήκα σε μυτιληνιούς ιστότοπους.

ΜΥΤΙΛΗΝΑΪΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ

Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Εις όλα τα μέρη του κόσμου κήποι πόλεων λέγονται δενδρόφυτα γήπεδα επιμελώς καλλιεργούμενα με πλήρη χλωρίδα, ποικιλίαν ανθέων, πίδακας, αγάλματα και κελαρύζον ύδωρ. Παρ ημίν εγένετο μικρά τις παρεξήγησις της σημασίας της λέξεως «κήπος». Ούτω αποκαλούμεν τοιούτον το γνωστόν τοις πάσι σύμφυρμα ολίγων φθειριώντων δένδρων, χαλασμένων συρματοπλεγμάτων περικλειόντων αοράτους ανθώνας και αγκω­νάρια ατάκτως ερριμμένα. Την πλουσίαν χλω­ρίδα αποτελεί το προ της εισόδου παράπηγμα ενός οπωροπώλου όπου θαυμάζομεν πεπόνια βαρέα ως δηλώσεις πολιτευομένων και καρπούζια ελαφρά ως κεφαλάς αντιπολιτευομένων αιωρούμενα ως αερόστατα εις τα απρόσιτα ύψη της ελληνικής ακριβείας (δηλ. της ακρίβειας).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Πολεογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 59 Σχόλια »

Η νυχτερίδα πέταξε (διήγημα του Λάκη Παπαστάθη)

Posted by sarant στο 12 Μαρτίου, 2023

Στις 8 Μαρτίου έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1943, αλλά μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου και το 1972 σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία «Γράμματα από την Αμερική», η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατά την περίοδο 1968-1971 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μια εμπειρία την οποία ο ίδιος αποκαλούσε από τα σημαντικότερα σχολεία της ζωής του. Από το 1975 ξεκινάει μια μακρά πορεία στην τηλεόραση, όπου ως σκηνοθέτης-παραγωγός, δημιουργεί με τον Τάκη Χατζόπουλο τις σειρές Παρασκήνιο και Ιστορικό Αρχείο. Σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010).

Έχει γράψει το χρονικό «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία» και τις συλλογές διηγημάτων Η νυχτερίδα πέταξε, Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα, Η ήσυχη και άλλα διηγήματα.

Επίσης, ο Παπαστάθης ήταν μανιώδης συλλέκτης περιοδικών -είχε μια από τις μεγαλύτερες συλλογές στην Ελλάδα.

Για να τιμήσουμε τη μνήμη αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου, διάλεξα να παρουσιάσω ένα διήγημά του, που έδωσε και τον τίτλο σε ένα βιβλίο του. Στο τέλος του διηγήματος, βάζω και το λινκ προς μια εκπομπή αφιερωμένη σε αυτόν.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Μυτιλήνη, όπου μεγάλωσε ο Λάκης Παπαστάθης

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΠΕΤΑΞΕ

Τ΄ όνομά του ήταν Γιάννης, όλοι όμως τον φώναζαν Νυχτερίδα γιατί έβαζε το κεφάλι του μέσα στο σκοτεινό θάλαμο της σαραβαλιασμένης φωτογραφικής μηχανής του, που ήταν στημένη στο προαύλιο της Μητρόπολης. Ο ίδιος πίστευε πως έβλεπε καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους στα σκοτάδια, γιατί το μάτι του είχε ασκηθεί με τα φωτογραφικά χαρτιά και τις πλάκες στο κουβούκλιο της προπολεμικής μηχανής του.

Την υπεροχή του την επιβεβαίωνε ταχτικά κάνοντας νυχτερινό τεστ με τους γείτονες. «Μωρέλι μου, το βλέπεις εκείνο το μπαλκόνι εκεί δανά; Πόσες γλάστρες έχει κρεμασμένες στο κάγκελο;… τρεις και η μια έχει βασιλικό! Πάαινε κοντά να το δεις!» ή «τι λέει εκείνη η ταμπέλα, όχι τα μεγάλα γράμματα, τα μικρά! Στέργιος Σφετούδης… Τ΄ όνομα πατρός όμως; Σίγμα είναι ή νι; Σίγμα από το Σπυρίδων!»

Στα χρόνια της κατοχής, η Νυχτερίδα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Αχιλλέα Μυτιλήνης. Είχε το δικό του δυναμωτικό, ένα μπουκαλάκι λάδι στην κωλότσεπη του άσπρου σώβρακου. Όταν παραέτρεχε, στεκόταν, έπινε δυο γουλιές μυτιληνιό λαδάκι και συνέχιζε. Παρόλο που έπαιζε αριστερό εξτρέμ, σπάνια σκοράριζε, εκτός κι αν έπεφτε σκοτάδι. Τότε ο άτολμος ποδοσφαιριστής, που συνήθως περιοριζόταν να κάνει σέντρες για τους άλλους, μεταμορφωνότανε σε δυναμικό γκολτζή: η Νυχτερίδα στο στοιχείο της. Το σκοτάδι λες και τον ντοπάριζε.

Ζούσε με το γιο του και τη μάνα του, η οποία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στο νησί που τον φώναζε με τ’ όνομά του το πραγματικό, «Γιάννη… μην ξεχάσεις το ψωμί…», γιατί ο Γιάννης ξεχνούσε τις παραγγελίες της μάνας του εκτός από το λάδι που φρόντιζε να το φέρνει –τρεις γκαζοντενεκέδες κάθε χρόνο– από έναν παραγωγό στον κόλπο της Γέρας. «Άμα έχεις λαδέλι, τάχεις όλα», έλεγε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εις μνήμην, Κινηματογράφος, Μυτιλήνη, Πολεογραφία | Με ετικέτα: , , | 72 Σχόλια »

Γιαγκίν βαρ και Αποκατάστασις (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 28 Φεβρουαρίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι από τα τελευταία που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, το Γιαγκίν βαρ, δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου 1929 και το δεύτερο την επομένη, 31.3.1929.

Γιαγκίν βαρ θα πει «Πυρκαγιά [υπάρχει]» στα τούρκικα. Και στα ελληνικά έχει περάσει το γιαγκίνι (Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει). Ο στίχος «Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε» είναι από τους Σκλάβους Πολιορκημένους του Βάρναλη, που είχαν κυκλοφορήσει δυο χρόνια νωρίτερα. Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου είναι παροιμιώδης φράση (υπάρχει και διήγημα του Φαίδρου Μπαρλά με τον τίτλο αυτόν) που ίσως ανάγεται σε παλιό μυθιστόρημα ή/και στο περίφημο ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Σουλπικίου στο Παρίσι, που πάντως είναι ηλιακό. Εδώ, χαριτολογώντας το αναφέρει ο παππούς μου, που έμενε στη Μυτιλήνη πίσω από τον Άγιο Συμεών. 

Το δεύτερο χρονογράφημα είναι κάπως επίκαιρο, αφού γράφτηκε μέσα στη Σαρακοστή, με την ευκαιρία κάποιας αγορανομικής διάταξης ή κάτι τέτοιο, που αύξανε την τιμή της φασολάδας στα εστιατόρια. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει, σε διάφορα τραπέζια, την ιστορία της συνταγής με τα αλληλογεμιστά πουλιά στην αρχή του χρονογραφήματος. Η λέξη «Ερρέτωσαν» στο τέλος ήταν συχνή στα καθαρευουσιάνικα κείμενα (και στον ενικό: ερρέτω) -να πάνε να χαθούν. 

Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. 

Γιαγκίν-βαρ…!

Αυτήν την φράσιν γραμμένην με κεφαλαία και με τρία αποσιωπητικά και έν θαυμαστικόν (όπως παραπάνω) την εδιάβασα κάποτε —ευρισκόμενος εις την τρυφερήν ηλικίαν καθ’ ήν εντρυφά κανείς εις την απόλαυσιν των ληστρικών αναγνωσμάτων— εις τον «λήσταρχον Τσακιτζήν» ηρωικώς δράσαντα και τελευτήσαντα εν Μικρά Ασία.

Παρήλθον εκτοτε πλείστα μεστά περι­πετειών έτη και η φράσις ελησμονήθη είς τινα γωνίαν της καταπεπονημένης μνήμης. Εκείθεν ανεκλήθη χθες την νύκτα ως τρομερόν όνειρον με όλην την τραγικότητα και τον πανικόν που περικλείει.

Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου θα είχε σημάνει μεσονύκτιον εκτός εάν είχε κατά τύχην λησμονηθεί ξεκούρδιστον ότε επανειλημμέναι κωδωνοκρουσίαι εσήμαναν συναγερμόν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 97 Σχόλια »

Κόρτε – Οφθαλμοτρώγω: δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω

Posted by sarant στο 14 Φεβρουαρίου, 2023

Πριν από δεκατέσσερις μέρες δημοσίευσα ένα χρονογράφημα του παππού μου, συνεχίζω σήμερα με άλλα δύο, που επίσης δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως, και τα δυο με τον υπέρτιτλο Μυτιληναϊκοί περίπατοι. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Και επειδή σήμερα είναι η γιορτή των ερωτευμένων, έβαλα δυο που έχουν κάποια σχέση με το θέμα του έρωτα. 

Το πρώτο, το Κόρτε, δεν ξέρω πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε, δεν το σημείωσε ο Καλάργαλης στον κατάλογό του. Το δεύτερο δημοσιεύτηκε στις 30.1.1929. Ο παππούς μου αποδίδει με βεβαιότητα το ρήμα «οφθαλμοτρώγω» στον ποιητή Παν. Σούτσο. Και ο Κουμανούδης το ίδιο λέει στη «Συναγωγή νέων λέξεων», παραπέμποντας στον Ροΐδη, που κάτι πρέπει να έχει γράψει σχετικά -και εικάζω πως ο παππούς μου από εκεί θα άντλησε την πληροφορία, διότι διάβαζε περισσότερο τον Ροΐδη παρά τον Σούτσο. Περισσότερα δεν προλαβαίνω να ψάξω τώρα.

Στο δεύτερο χρονογράφημα γίνεται επίσης λόγος για την ταινία του βωβού κινηματογράφου Ο θαλασσοπόρος (The Navigator) του Μπάστερ Κίτον, που είχε προβληθεί τότε στη Μυτιλήνη -είναι ταινία του 1924 και μπορείτε να τη δείτε εδώ.

Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. Να σημειώσουμε ότι ήταν 26 χρονών όταν τα έγραφε αυτά, κάτι που εξηγεί, σε συνδυασμό και με τα δεδομένα της εποχής, τον χαρακτηρισμό του «γερο-«Στέφου, που «είναι σχεδόν πενηντάρης» στο πρώτο χρονογράφημα. 

Κόρτε

Είναι σχεδόν πενηντάρης ο φίλος μου ο κυρ-Στέφος, μόλα ταύτα διεκδικεί ακόμη κάποιο μερδικό από τα νιάτα, καίτοι η κυρα-Στέφαινα συνηθίζει κάποτε χαριεντιζομένη να του λέει:

«Γέρασες πια, καημένε Στέφο, σε τίποτα δε φελάς». Και ο Στέφος αναμένει ευκαιρίαν να δείξει πως «φελά» ακόμη και το δηλώνει κατηγορηματικώς εις την Πηνελόπην του: «Εγώ γέρασα; Θα με κλέψουνε καμιά μέρα και θα με γυρεύεις».

Εννοείται ότι τόσον η πρόκλησις όσον και η απάντησις είναι μόνον έπεα πτερόεντα και τίποτα άλλο και ουδέποτε ο Στέφος επεζήτησε να κλεφτεί, όπερ, ειρήσθω εν παρόδω, είναι εγχείρημα ακατόρθωτον και διά τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτην, διότι ο γέρο-Στέφος ζυγίζει περί τας ενενήντα οκάδας.

Όλ’ αυτά τα ήξευρα προ πολλού. Δικαιολογημένη ήτο λοιπόν η έκπληξίς μου όταν είδα τον σεβαστόν μου φίλον να κόβει βόλτες και να κοντοστέκεται προ της βιτρίνας του καταστήματος. Δεν ξέρω πώς είναι πλασμένος ο νους του ανθρώπου ώστε να πηγαίνει αμέσως στο κακό, ωσάν να είναι αναλόγως μαγνητισμένος προς τον πόλον αυτόν και πολλάκις προσεπάθησα να αποτρέψω τον ιδικόν μου από παρομοίαν ενατένισιν. Εντούτοις, μόλις τον είδα, αυτού επήγε ο νους μου, στο κακό.

— Κόρτε κάνει ο παλιόγερος, εσκέφθηκα. Και επλησίασα να ιδώ το υπό κατάκτησιν είδωλον. Ήτο η ταμίας του καταστήματος, ένα μπουμπουκάκι δεκαεπτά ανοίξεων, όπως λένε οι «Κοσμικοί» των εφημερίδων, το οποίο εμέτρα με τα ρόδινα δακτυλάκια του τα «ρέστα» χωρίς να υποπτεύεται καν τα πυρφόρα βλέμματα του φίλου μου.

Τον εχαιρέτησα και επιάσαμε την κουβέντα.

— Όμορφη δεν είναι; Εστέναξε.

— Όμορφη λέει; Κουκλάκι.

— Πόσο λες να τη δίνουνε;

Έμεινα κατάπληκτος.

— Μα δεν πιστεύω να την έχουνε για δόσιμο κι ύστερα δε φαντάζουμαι να ’ναι για τα δόντια σου οπωσδήποτε.

— Αχ, αυτό λέω κι εγώ. Κι εν τούτοις είναι είδος πρώτης ανάγκης. Μπορώ να γυρίζω μες τους δρόμους με την άλλη;

— Με ποιαν άλλη;

— Την παλιά, αδερφέ. Την έχω από τον καιρό του Νώε. Τη βαρέθηκα πια.

Άρχισα να φοβάμαι μήπως του σάλεψε και θέλησα να επέμβω υπέρ της κυρα-Στέφαινας.

— Δεν τ’ αφήνεις αυτά καημένε Στέφο… Δε σου πάνε. Δεν είσαι παιδί πια να κάνεις τρέλες.

— Το ξέρω, τρέλα είναι. Μα τι να κάνεις; Η άλλη έχει τρύπες. Αρκετά την υπέφερα ως τώρα. Άλλο να μου πεις: να πάρω την άλλη, την καφετιά; Αυτή πάει καλύτερα στην ηλικία μου. Σ’ αρέσει αυτή;

Κοίταξα να δω για ποιαν άλλη μιλούσε και γιατί την έλεγε καφετιά. Ήταν μήπως καμιά Σενεγαλέζα;

— Ποιαν άλλη λες; τον ρώτησα. Δε βλέπω καμιάν άλλη.

— Στραβώθηκες χριστιανέ μου; Δω μπροστά σου είναι στοίβες ολόκληρες. Πού κοιτάς; Να, εδώ.

Και μου έδειξε μια στοίβα ρεμπούμπλικες.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

Οφθαλμοτρώγω

Εισηγητής της εκφραστικοτάτης και απαραιτήτου αυτής λέξεως, υπήρξεν ο μακαρίτης Παναγιώτης Σούτσος. Και επληρώθη γι’ αυτήν όπως πληρώνεται κάθε μεγάλος, χολήν αντί του μάννα. Τον επήραν όλοι στο ψιλό και του άλλαξαν την πίστη. Εντούτοις μόνον γι’ αυτή τη λέξη θα ημπορούσε ν’ ανακηρυχθεί μέγας ευεργέτης του ελληνικού λεξικού. Τω όντι η λέξις «οφθαλμοτρώγω» είναι μοναδική εις το είδος της, απολύτως εκφραστική, εύηχος -όπως άλλωστε όλα τα λήγοντα εις τρώγω- και τιμά την ελληνικήν γλώσσαν.

Το εξηκρίβωσα κατά την προχθεσινήν παράστασιν του «Θαλασσοπόρου». Παρά το επικρατούν ψύχος ο κόσμος έτρεξε να θαυμάσει την κωμικήν δύναμιν του Μπάστερ Κίτον και να πνίξει τα βάσανά του μέσα εις ολίγων ωρών άδολον γέλωτα. Αλλ’ έλειπε σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν το ωραίον φύλον και από την πλατείαν και από την οθόνην. Όλος όθεν ο άρρην πληθυσμός εξετόξευε πυρφόρα βλέμματα επί των ελαχίστων που αψήφισαν την θεωρίαν καθ’ ήν το γέλιο ρυτιδώνει το πρόσωπον της γελώσης -αυτός είναι ο κύριος λόγος της σοβαρότητος των θηλέων μας- και κυριολεκτικώς τας «οφθαλμοέτρωγε».

Άλλωστε δεν είναι η μόνη περίπτωσις «οφθαλμοφαγίας» αυτή που ανέφερα -που μπορεί να ονομασθεί κι αλλιώς με προσυνθετικόν επίσης το «οφθαλμός»- υπάρχουν χιλιάδες. Επί παραδείγματι, πώς αλλέως θα ονομασθεί η πλήρης δυναμίτιδος ενατένισις δύο αντιζήλων ωραίων, η προσήλωσις ενός φουκαρά προ εκθέσεως εδωδίμων ή ρουχικών ή το χάζεμα μιας Δ/δος προ βιτρίνας πολυτελών αμφιέσεων ή βαρυτίμων κοσμημάτων;

Κάποτε εις σκληράν εποχήν ισχνών αγελάδων εχάζευα μακαρίως προ της θείας βιτρίνας του «Au Gourmets» στην οδόν Σταδίου. Ήμην τόσον απορροφημένος από τους μεζέδες που ήσαν εκτεθειμένοι -μόνον φευ- εις τα όμματα του κόσμου, ώστε μόλις ένιωσα ένα κτύπημα στον ώμο. Ήταν ο προϊστάμενός μου, όστις με ηρώτησεν απορών.

— Τι κάνεις εδώ παιδί μου; Τόσην ώρα κάθομαι και σε βλέπω.

— Οφθαλμοτρώγω, κύριε ….

Το τρώγειν δέδοται μόνον εις τους εκλεκτούς, ενώ το οφθαλμοτρώγειν είναι προσιτόν εις όλους, και γι’ αυτό όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Είτε την παιδίσκην του γείτονος, είτε το μέγαρον του πλουσίου, είτε το αυτοκίνητον του νεοπλούτου, είτε και αυτόν τον μπακαλιάρον του προγάστορος μπακάλη μας, πάντως όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Ζήτω λοιπόν ο μακαρίτης Σούτσος, έστω και αν εξαιτίας του «οφθαλμοτρώγω» εγλωσσοφαγώθη υπό των συγχρόνων του.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

 

 

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 125 Σχόλια »

Το Λιος (διήγημα του Ηλία Βενέζη)

Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2022

Μετά τη διακοπή της προηγούμενης Κυριακής, ξαναπιάνουμε σήμερα τη λογοτεχνική μας ύλη και συνεχίζουμε με θέματα σχετικά με τη Μικρασία και την Καταστροφή. 

To σημερινό μας ανάγνωσμα είναι μια προσφορά του φίλου μας του Spiridione, ο οποίος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που είχα κάνει για λογοτεχνικό υλικό σχετικό με τη Μικρασία και μου έστειλε τη σημερινή δημοσίευση έτοιμη, πληκτρολογημένη και με συντομη εισαγωγή. Πολύ χαίρομαι διότι δεν έχω πολλή δουλειά για σήμερα, μονο να συμπληρωσω την εισαγωγή. 

Ο Ηλίας Βενέζης (γενν. Ηλίας Μέλλος, 1904-1973) γεννήθηκε στο Αϊβαλί, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Μυτιλήνη. Το 1914, με τους πρώτους διωγμούς, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη. Επέστρεψαν στο Αϊβαλί το 1919. Τα επόμενα δυο χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, πολύ νέος, σε λογοτεχνικά περιοδικά της Σμύρνης ως Ηλίας Μέλλος ακόμα. Τον Σεπτέμβριο του 1922 πιάστηκε από τους Τούρκους και στάλθηκε, μαζί με πολλούς άλλους Αϊβαλιώτες, στα Τάγματα εργασίας. Ήταν από τους ελάχιστους που επέζησαν -τις περιπέτειές του τις περιγράφει στο μυθιστόρημα Νούμερο 31328. Στα τελη του 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου συμμετείχε στο λογοτεχνικό κίνημα της Λεσβιακής Άνοιξης, έχοντας ως μέντορα τον Στρ. Μυριβήλη, στην εφημερίδα του οποίου (την Καμπάνα) δημοσίευσε και το Νούμερο 31328, με το ψευδώνυμο Ηλίας Βενέζης (το επώνυμο του εκ μητρός παππού του). 

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα εκδόθηκε το 1928 και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα». Επανεκδόθηκε το 1941 (στη συλλογή διηγημάτων «Αιγαίο») με σημαντικές αλλαγές. Η Αγγέλα Καστρινάκη σημειώνει ότι στην έκδοση του 1941 θα απαλειφθούν οι πολύ σημαντικές για το αρχικό κείμενο αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους παραθεριστές στη Λέσβο και φτωχούς βιοπαλαιστές, με αποτέλεσμα το κείμενο να χρωματίζεται διαφορετικά: η αρχική αλληλεγγύη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων (των φτωχών Τούρκων ψαράδων προς τον φτωχό Έλληνα) μετατρέπεται σε εν γένει αγάπη μεταξύ των λαών. 

Επί του πιεστηρίου, που λέμε, ο φίλος μας ο Spiridione κατάφερε να βρει και την αρχική μορφή του διηγήματος, του 1928, και έβαλε αντικριστά τις δυο εκδοχές στο pdf που ανέβασα εδώ. Όπως λεει, η πρώτη εκδοχή είναι πιο λιτή (και με άλλη γλώσσα βέβαια), αλλά το κομμάτι με τις κοινωνικές αντιθέσεις ήθελε περισσότερο δούλεμα.

Το κείμενο του διηγήματος που ακολουθεί προέρχεται από δημοσίευσή του στο περιοδικό Νέα Εστία το 1961 (σε μια σειρά στην οποία διάφοροι συγγραφείς δημοσίευαν αγαπημένα τους έργα). Ο ίδιος ο Ηλ. Βενέζης σε σημείωμά του προς το περιοδικό γράφει:

«Το Λιος» είναι απ’ τις πρώτες ‑ πρώτες σελίδες που έγραψα, νεώτατος, μόλις γύρισα απ’ τα τουρκικά τάγματα της σκλαβιάς στα 1923. Είναι στον τόμο «Ο Μανώλης Λέκας». Ξαναδιάβασα αυτές τις σελίδες τις προάλλες στη Θερμή της Λέσβου, ένα ψαρολίμανο, κάτω απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο όπου τις έγραψα, πλάι στους ψαράδες που «λάντιζαν» τα παραγάδια τους όπως τότε, πλάι στον κουλό ήρωά τους, περασμένον πια στα χρόνια. Κοιτάζαμε και οι δυο μας το Γυμνό, το ρημονήσι της αντικρινής Ανατολής, το «Τραπέζι του Δαιμόνου», τα βουνά της Μικρασιατικής πατρίδας μας, εκεί που είχε σημαδευτεί η ζωή μας – και των δύο. Και δε μιλούσαμε. Ύστερα από τόσα χρόνια ξαναβλέπω πόσο αυτές οι σελίδες δεν έχουν διόλου μίσος, κι ας γράφτηκαν όταν η πληγή ήταν ανοιχτή. Αισθάνομαι γι’ αυτό ησυχία πολλή».

Το Λιος

Ήταν τρεις ψαράδες, νέα παιδιά, κι ένας γέρος. Κάθονταν κάτου από έναν πλάτανο στη Θερμή, στο ακρογιάλι της Λέσβου, και «λάντιζαν» τα παραγάδια. Τούτη είναι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει να γίνεται μόλις τελειώσει το ψάρεμα και τραβηχτούν τα παραγάδια απ’ τη θάλασσα. Πάνου στα αφάγωτα δολώματα έχουν κολλήσει κάτι μακρουλά σκουλήκια σα σαρανταποδαρούσες μ’ ένα αδύνατο κόκκινο χρώμα. Αν τ’ αγγίξεις, τα δάχτυλα τσούζουν σα νάπιασες τσουκνίδες. Κάνουν και άλλη ζημιά, γιατί μπαταλεύουν το δόλωμα με το να κολνούν απάνω του και να μη δίνουν τόπο στο ψάρι να το φάει. Οι ψαράδες παίρνουν ένα ‑ ένα τ’ αγκίστρια απ’ τη βρεμένη κουβάρα, όπως είναι μες στα πανέρια, καθαρίζουν τους σπάγγους ‒ τα παράμαλα – και τ’ αγκίστρια, και τ’ αραδιάζουν ύστερα στο φελλό του πανεριού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μυτιλήνη, Μικρασιατική καταστροφή | Με ετικέτα: , | 71 Σχόλια »

Μόλλας (ένα χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 11 Ιανουαρίου, 2022

Τρίτη σήμερα, μέρα που επί σειράν ετών έβαζα κείμενα του πατέρα μου. Έχω πει ότι θα κοιτάξω αν μπορώ να παρουσιάσω ένα μυθιστόρημά του, που το άφησε ανέκδοτο, αλλά δεν πρόλαβα ακόμα να το κάνω. Οπότε προς το παρόν σήμερα βάζω ένα χρονογράφημα του παππού μου, που δημοσιεύτηκε το 1928 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Πρέπει να πω ότι τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες πριν από λίγο καιρό. (Ο παππούς μου στα χαρτιά του είχε κρατήσει ελάχιστα, ένα από τα οποία το είχε βάλει ο πατέρας μου στο επίμετρο του βιβλίου του Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, που το έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο σε συνέχειες).

Το συγκεκριμένο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στον Δημοκράτη στις 15 Δεκεμβρίου 1928 και αναφέρεται σε μια επίσκεψη του διάσημου καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα στη Μυτιλήνη. Ο Μόλλας ήταν ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης της εποχής και στο ιστολόγιο τον αναφέραμε στο πρόσφατο άρθρο μας με αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Σωτήρη Σπαθάρη. Ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τον Καραγκιόζη και τον Μόλλα· όταν ήμουν παιδί συνήθιζε να μας παίζει ολόκληρες παραστάσεις και αυτό το αστείο του Μόλλα («πού να σε βάραγα και με τα ποτιστικά μου») το θυμάμαι να το λέει.

Σημειώνω ότι η ατάκα του Μόλλα «θα σε κόψω στα δυο σαν πεντακοσάρικο», που αναφέρεται στο χρονογράφημα, είναι σαφής υπαινιγμός στη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων που έγινε το 1922 από τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, ένα αναγκαστικό δάνειο δηλαδή για τη χρηματοδότηση των αναγκών του πολέμου στη Μικρασία.

Ωστόσο, το χρονογράφημα δεν αφορά μόνο τον Μόλλα αλλά και τις… περιπέτειες μιας παρέας που προσπαθεί να φτάσει στο σημείο όπου δινόταν η παράσταση του Μόλλα, υπό βροχήν και μέσα από τους λασπωμένους (και όχι ασφαλτοστρωμένους) δρόμους της Μυτιλήνης. Η Αλυσίδα, που αναφέρεται εδώ, είναι μια όχι ιδιαίτερα μακρινή γειτονιά και, όπως θα δείτε στη διήγηση, τα αυτοκίνητα ήταν μάλλον σπάνια.

Όπως θα δείτε, ο παππούς μου χρησιμοποιεί απλή καθαρεύουσα, με πινελιές αρχαΐζουσας αλλά και βέβαια πολλά δημοτικά στοιχεία, ένα μικτό είδος που ταιριάζει στο ελαφρώς ειρωνικό ύφος που είχαν όλα σχεδόν τα χρονογραφήματά του.

Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.

ΜΟΛΛΑΣ

O συμπαθέστατος αυτός καλλιτέχνης, ο γνησιότερος εκπρόσωπος του λαϊκού πνεύματος μού είναι παιδιόθεν γνωστός και προσφιλής. Μειράκιον ακόμη, όταν βρισκόμουνα στην Αθήνα, θυμούμαι που έτρεχα κάθε βράδυ στο Στάδιο ή στη Δεξαμενή στην «γωνίαν αναψυχής» που ο Μόλλας έστηνε το ξύλινο και απελέκητο θεατράκι του με τη χιονάτη «οθόνη» χωρισμένη στα δύο —για την ευκολότερη αλλαγή σκηνής— που πάνω της «παρήλαυνον» οι πασίγνωστοι τύποι του, ο Καραγκιόζης, αυτή η μαλαγάνα, ο Χατζηαβάτης, ή χαϊδευτικώς «Χατζατζάρης», ο Νιόνιος, ο Μορφονιός, ο «Πεπόνιας», ο Μπαρμπαγιώργος και άλλοι. Και ο Μόλλας, κύριος και Θεός των, αόρατος όπως ο Ιεχωβά, τους εμψύχωνε, τους έδινε χαρακτήρα, φωνή, ψυχοσύνθεση, τους έκανε ζωντανούς και σκορπούσε σε μας το άδολο γέλιο. Θα ήτανε πλεονασμός αν ανέφερα κι ένα δυο από τα αμίμητα αστεία του, μα θα το κάνω. Όταν κάποτε ο Χατζηαβάτης έφαγε μια καρπαζά από τον Καραγκιόζη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Θέατρο σκιών, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 160 Σχόλια »

Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από το 1973

Posted by sarant στο 17 Δεκεμβρίου, 2021

Συμπληρώνονται σήμερα δέκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του, μέχρι πολύ πρόσφατα, που εξαντλήθηκε το απόθεμα των κειμένων. Έχουν απομείνει βέβαια ορισμένα έργα του «στο συρτάρι», που διστάζω όμως να τα παρουσιάσω καθώς δεν είχε ο ίδιος κάνει την τελειωτική επιμέλεια πριν από τη δημοσίευση. Επίσης, υπάρχουν ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή.

Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, που ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά πριν από δέκα χρόνια, κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το Έκτο καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 1973.

Το έκτο καλοκαίρι

Από το προηγούμενο καλοκαίρι περάσανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Στα χρόνια αυτά στήσαμε το νοικοκυριό μας, κάναμε άλλα δύο παιδιά,  αποχτήσαμε το πρώτο μας αυτοκίνητο, δέσαμε τις παλιές μας φιλίες, μεγαλώσαμε κατά τρία δωμάτια το σπίτι μας, ταξιδέψαμε πολύ και  εγώ έγραψα και τύπωσα ένα βιβλίο τεχνικού περιεχομένου.

Η δικτατορία δεν μας πείραξε, μολονότι τις πρώτες μέρες της φοβόμουν πως θα με πιάνανε. Φαίνεται πως για κάποιον, άγνωστο σε μένα, λόγο οι στρατιωτικοί δεν με είχαν στα δικά τους κατάστιχα, γιατί στην Αστυνομία είχα ογκώδη φάκελο. Τον δεύτερο χρόνο όμως απολύσανε την Κική από τη δουλειά της στο Αρεταίειο. Εγώ είχα παραιτηθεί από τον ΕΟΤ το 1965 και έτσι πρόλαβα να φύγω μόνος μου,  πριν με απολύσουν, όπως, κατά τον θείο μου τον Μιχάλη, είχανε σκοπό να κάνουν από τον καιρό ακόμη των «αποστατών». Έτσι γίναμε και οι δύο ελεύθεροι επαγγελματίες και παρά το αρχικό στένεμα και τις αναπόφευκτες λαχτάρες του ελεύθερου επαγγέλματος, τελικά επιζήσαμε αρκετά άνετα. Είχαμε μόνο κάτι ψιλοπεριπέτειες με την υγεία μας.

Το καλοκαίρι αυτό η δικτατορία των συνταγματαρχών κρατούσε ακόμα, αλλά όλα δείχνανε πως είχε φάει τα ψωμιά της. Ήδη από τη  διεθνή πίεση και κατακραυγή είχε αναγκαστεί τον Ιούλιο να απολύσει πολλούς πολιτικούς κρατούμενους από τα Γιούρα και τη Λέρο.

Αυτό το καλοκαίρι, που ο Νίκος ήταν  δεκατριώ χρονών, η Λένα έντεκα και η Έφη πέντε, αποφασίσαμε να πάμε τρεις βδομάδες στο νησί που γεννήθηκα και μάλιστα όχι μόνο εμείς οι πέντε αλλά κι ο Βασίλης με την Αλίκη και τους δυο γιους τους.

…………………….

Μιαν άλλη μέρα πήγαμε στην Αγιά Παρασκευή στου Πάνου του Ευαγγελινού, που διατηρούσε ακόμα το φαρμακείο του. Στον πηγαιμό αφηγήθηκα στα παιδιά και την Κική για το τελευταίο καλοκαίρι της Κατοχής που πέρασα εκεί, για το μοναδικό κατόρθωμα μου ως «αγωνιστή» της Εθνικής Αντίστασης, να προκαλέσω δηλαδή χωρίς λόγο την εκκένωση ενός ολόκληρου χωριού και τους ενημέρωσα για την προσωπικότητα του ανθρώπου που θα επισκεπτόμασταν.

Ο Πάνος Ευαγγελινός, φαρμακοποιός το επάγγελμα, ήταν στην πραγματικότητα λόγιος με τρία ως τότε βιβλία στο ενεργητικό του και πολλές δημοσιεύσεις στα τοπικά έντυπα. Κυρίως όμως ήταν φαρσέρ με ταλέντο, από τότε που ήταν νεαρός φοιτητής. Όταν άνοιξε το φαρμακείο του συστηματοποίησε αυτή του την ενασχόληση. Ταχτικό θύμα του ήταν ένας μπακάλης, που είχε εκεί δίπλα το μαγαζί του. Ήταν φοβερά παραδόπιστος και ταυτόχρονα πολύ καχύποπτος. Σε οποιαδήποτε πράξη ή πρόθεση του άλλου προσπαθούσε να ανακαλύψει κάποιο κρυφό κίνητρο, που οπωσδήποτε θα συνδεόταν με χρηματικό όφελος.

Με την ευκαιρία και για να περάσει η ώρα μας, αφηγήθηκα στα παιδιά δυο τέτοιες φάρσες, που διέπραξε σε βάρος του εν λόγω μπακάλη.

Μια μέρα λοιπόν, μπαίνοντας στο μπακάλικο για να ψωνίσει κάτι, ο Πάνος αντιλήφθηκε πως ο μπακάλης τύλιγε τις ρέγγες ή τις ελιές ή άλλα χύμα εμπορεύματα, σε φύλλα μιας παλιάς εφημερίδας της Μυτιλήνης, της «Σάλπιγγος» Όταν διαπίστωσε πως υπήρχε ολόκληρο πάκο από αυτές τις Σάλπιγγες, του λέει

«βρε Στρατή, μου τις δίνεις αυτές τις παλιοεφημερίδες και να σου δώσω άλλες άλλες πιο καινούργιες να πορεύεσαι;»

«ας΄τες κυρ Πάνο, άς΄τες να βρίσκονται» αρνήθηκε αυτός, που  αστραπιαία συνδύασε τη φήμη του Πάνου ως λόγιου και συλλέκτη, την παλαιότητα των εφημερίδων, που τις είχε αγοράσει μπιρ παρά με την οκά στη Μυτιλήνη και το ενδεχόμενο κέρδος που θα είχε αν του τις μοσχοπουλούσε.

Ο Πάνος ψυχολογόντας τον σωστά δεν επέμεινε, αλλά του το φύλαξε. Κατά σύμπτωση την άλλη μέρα τον επισκέφθηκε ο εισπράκτορας του ΤΣΑΥ, πρόσωπο τελείως άγνωστο στον κόσμο του χωριού, για να εισπράξει τη συμμετοχή του στο ταμείο, οπότε ο Πάνος τον έπεισε να πάει στον μπακάλη, να παρουσιαστεί ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και να του πει πως το Υπουργείο έμαθε ότι ήταν κάτοχος φύλλων της παλιάς και ιστορικής εφημερίδας της Λέσβου «Σάλπιγξ» και να ζητήσει να τις αγοράσει, προσφέροντας υπέρογκη τιμή.

«Κι αν δεχτεί να μου τις πουλήσει, τί γίνεται;» αντέτεινε ο εισπράκτορας

«Μη φοβάσαι, τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει» τον καθησύχασε ο Πάνος.

Πραγματικά ο μπακάλης αρνήθηκε κατηγορηματικά στον «εκπρόσωπο του Υπουργείου» πως είχε καν τέτοιες εφημερίδες στην κατοχή του και δεν κάμφθηκε ακόμα και όταν ο εισπράχτορας, που άρχισε να γλεντάει την υπόθεση, του προσέφερε το μυθικό, τότε, ποσό των πέντε χιλιάδων δραχμών.

Όπως εξακρίβωσε εν συνεχεία ο Πάνος, ο μπακάλης τύλιξε το πάκο με τις πολύτιμες εφημερίδες σε καθαρό λαδόχαρτο, τις έβαλε σε έναν άδειο γκαζοτενεκε, που τον έθαψε στον κήπο του σπιτιού του, όπου θα βρίσκεται ακόμα.

Η δεύτερη φάρσα με το ίδιο θύμα ήταν πιο απλή και πιο σύντομη. Ο μπακάλης τα καλοκαιρινά βράδια λειτουργούσε το μαγαζί του και ως ανεπίσημο ουζοπωλείο, βγάζοντας, όταν το έκλεινε σαν μπακάλικο δυο τρία τραπεζάκια και μερικές καρέκλες στο δρόμο μπροστά του και σερβίροντας στους πελάτες ούζο, ρακί ή κρασί με μεζέδες ελιές, τσίρους, ρέγγες και τα παρόμοια. Ο Πάνος συνήθιζε όταν έκλεινε το φαρμακείο να πίνει ένα δυο ούζα στου Στρατή.

Ένα βράδυ καθώς τα πίνανε με κάποιους φίλους, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα κολλαριστό κατοστάρικο, το κοίταξε πολλήν ώρα και προσεχτικά στο φως του στύλου που ήταν ακριβώς από πάνω και ύστερα λέει του μπακάλη

«Βρε Στρατή, μου το χαλάς σε παρακαλώ;»

Ο Στρατής, που η απλή θέα οποιουδήποτε νομίσματος τραβούσε αμέσως το ενδιαφέρον του και ο οποίος είχε παρακολουθήσει την προσεχτική εξέταση του κολαριστού κατακαίνουργιου κατοστάρικου, υποπτεύθηκε αμέσως πως πρέπει να είναι κάλπικο

«Δεν έχω κυρ΄ Πάνο μ’ τόσα ψιλά»

«Ας είναι, δώς΄μου ενενήντα δραχμές»

«Ούτε τόσα έχω κυρ Πάνο»

Ο Πάνος κατέβηκε στις ογδόντα, στις εβδομήντα, στις εξήντα δραχμές, χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα όσο ζητούσε λιγότερα τόσο μεγάλωνε η βεβαιότητα του μπακάλη πως το κατοστάρικο ήταν πλαστό. Όταν πια απερρίφθη η πρόταση του να αλλάξει το κατοστάρικο, που εννοείται ήταν γνησιότατο, με … δέκα δραχμές, ο Πάνος το έβαλε στο πορτοφόλι του ικανοποιημένος.

Ο Πάνος όταν φτάσαμε, μας υποδέχτηκε πολύ εγκάρδια και φάνηκε πως χάρηκε πολύ που γνώρισε τη νύφη και τα εγγόνια των φίλων του, του Νίκου και της Ελένης, στους οποίους είχε αφιερώσει πολλές σελίδες στο βιβλίο του «Σοβαρά και Γελοία».

 

Εκτός από αυτές τις εκδρομές, που τις κάναμε εμείς οι δύο και τα παιδιά μας, τον περισσότερο καιρό τον περνούσαμε με τους φίλους μας, Πήγαμε μαζί τους δυο μεγάλες εκδρομές: στα Βατερά και στο Μόλυβο.

Πηγαίνοντας για τα Βατερά συνεννοήθηκα με τους άλλους και πήρα στο δικό μου αμάξι, που ήταν πιο ευρύχωρο, (Πεζώ 404 κάραβαν ήταν) και τα οχτώ παιδιά της παρέας. Οι πέντε μεγάλοι θα πήγαιναν με το αμάξι του Βασίλη. Στα Θέρμα τα παιδιά διψάσανε και σταθήκαμε στο εκεί αναψυκτήριο, που είχε μια καταπληκτική θέα στον Κόλπο της Γέρας και παράγγειλα πορτοκαλάδες. Ορμήνεψα δε στα παιδιά να με φωνάζουν όλα «μπαμπά». Ακούγοντας τα ο καφετζής με ρώτησε

«Θ΄κας είνι ούλα;»

κι όταν του είπα «Ναι» μου είπε με θαυμασμό

«χαρά στα νιφρά σ΄»

Τα Βατερά μας ενθουσίασαν όλους ιδίως τους «Αθηναίους», που δεν είχαν ξαναδεί την απέραντη αμμουδιά και την πεντακάθαρη θάλασσα τους. Έχοντας εξοικειωθεί με τα παιδιά, ιδίως με τα μικρότερα: την Έφη, τον Κρίτονα και τον Ορέστη, ανέλαβα να τα απασχολήσω παίζοντας μαζί τους στην άμμο. Καταπιαστήκαμε να φτιάξουμε ένα φρούριο με άμμο και βότσαλα, αλλά καθώς έσκαβα, κατάφερα κι έχασα τη βέρα μου! Ήταν κάπως φαρδυά και γλύστρησε από το δάχτυλό μου και χάθηκε μέσα στην άμμο. Επιστράτευσα τα παιδιά που ανασκάψανε την αμμουδιά σε όλη τη γύρω άκταση, δημιουργώντας αληθινή λιμνοθάλασσα, η βέρα όμως δε βρέθηκε.

Ήταν η δεύτερη φορά που έχανα τη βέρα μου. Η αρχική ήταν κάπως στενή και με ενοχλούσε, γι΄αυτό κάθε τόσο την έβγαζα. Τώρα πού και πώς την έχασα είναι μυστήριο. Ίσως σε ένα από τα πολλά βγαλσίματα, αντί να τη χώσω στην τσέπη του παντελονιού μου, μού΄πεσε χωρίς να το αντιληφθώ. Πήρα τότε και τη βέρα της Κικής και μαζί με την απαιτούμενη ποσότητα χρυσού τη λιώσαμε και φτιάξαμε δυο καινούριες. Για να μην έχουμε δε το ίδιο πρόβλημα τη δικιά μου την κάναμε κάπως φαρδυά και να το αποτέλεσμα.

Ανεξαρτήτως πάντως αυτής της απώλειας, περάσαμε ωραία. Διανυκτερεύσαμε σε μια μικρή πανσιόν και το βράδι φάγαμε σε μια ταβέρνα στην άκρη της αμμουδιάς πάνω σε ένα λοφίσκο, δίπλα στα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Το φεγγάρι που βρισκότανε στο δεύτερο τέταρτό του συμπλήρωνε την ειδυλλιακή εικόνα.

Η επόμενη εκδρομή μας ήταν στο βόρειο μέρος του νησιού και συγκεκριμένα στον Μόλυβο. Πηγαίνοντας  ακολουθήσαμε τη διαδρομή: Μυτιλήνη – Θερμή – Μανταμάδο – Σκαμνιά – Εφταλού – Μόλυβος. Φάγαμε για μεσημέρι στο μαγευτικό λιμανάκι στη Σκάλα της Σκαμιάς, με τη γραφική εκκλησούλα της Παναγιάς της Γοργόνας και συνεχίσαμε για τον Μόλυβο, όπου διανυκτερεύσαμε. Είχα να πάω στο Μόλυβο και στην Πέτρα από το Γενάρη του ΄45, όταν το θεατρικό τμήμα της Μαθητικής ΕΠΟΝ έδωσε στα μέρη αυτά παραστάσεις. Το απόγεμα, στην Πέτρα, οι «Αθηναίοι» φίλοι μας βλέποντας την καταπληκτική αμμουδιά της και τη γαλήνια θάλασσα, φόρεσαν τα μαγιό τους και βούτηξαν με αλαλαγμούς για να βγουν αμέσως έξω. Ήταν σα να κάνανε γκελ στην επιφάνεια της.

«παγάκια έχουν βάλει;»

αναρωτήθηκε ο Βασίλης τουρτουρίζοντας. Είχα ξεχάσει να τους προειδοποιήσω πως τα νερά στις βόρειες και δυτικές ακτές του νησιού είναι μονίμως κατάψυχρα, σχεδόν παγωμένα, από ένα ρεύμα που κατεβαίνει ίσια από τα Δαρδανέλια.

……………………………………….

Την Κική την απολύσανε από τη δουλειά της στο Αρεταίειο την πρώτη επέτειο της δικτατορίας. Στο Νοσοκομείο το γενικό πρόσταγμα μεταξύ των χουντικών και κατ΄επέκτασιν και εφ΄όλων των άλλων το είχε ο μάγειρας, άτομο νεαρό και κάπως θρασύ*. Αυτός λοιπόν όταν κόντευε η πρώτη επέτειος της Εθνοσωτηρίου, έβγαλε φετφά, οι θάλαμοι να εργαστούν με προσωπικό ασφαλείας και τα  εργαστήρια να μη λειτουργήσουν, όλο δε το προσωπικό να συγκεντρωθεί για να τιμήσει την επέτειο.

Η  Κική όχι μόνο δεν υπάκουσε αλλά δήλωσε πως εντολές σχετικά με τη λειτουργία των εργαστηρίων δέχεται μόνο από τον Διευθυντή του Νοσοκομείου ή έστω από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου. Το αποτέλεσμα ήταν πως σε μια βδομάδα της κοινοποιήθηκε απόλυση! Παράλληλα την καλέσανε στην Ασφάλεια και την πίεσαν να δηλώσει μεταξύ άλλων τι φρονεί περί του … Ανδρέα Παπανδρέου! Φυσικά δεν έκανε καμιά παραχώρηση ούτε έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Με τη συμβουλή φίλων και συναγωνιστών δικηγόρων, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο, ύστερα από πολλούς μήνες φυσικά, την δικαίωσε ακυρώνοντας την απόλυση της ως μη νομικώς αιτιολογημένη. Και ήταν τότε Υπουργός Παιδείας ο ίδιος ο Παπαδόπουλος!

Φυσικά στη θέση της επανήλθε μόνο μετά την πτώση της Χούντας και για να αναπληρώσει την απώλεια του μισθού έστησε στη σοφίτα του σπιτιού ολόκληρο εργαστήριο βιοχημικών αναλύσεων που πήγε πολύ καλά, καθώς απέκτησε πλήθος πελατών, κυρίως μικροβιολόγων. Αργότερα έπιασε δουλειά σε μια ιδιωτική επιχείρηση, τη Θεραπευτική Κλινική, κρατώντας όμως και το εργαστήριό της.

(Πολύ αργότερα, γύρω στο ΄81, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ετέθη θέμα να απολυθεί ο μάγειρας. Η Κική τότε ήταν μέλος της Διοίκησης του Νοσοκομείου, ως εκπρόσωπος των εργαζομένων και αντιτάχθηκε με σθένος στην απόλυσή του εφόσον επρόκειτο για φτωχό βιοπαλαιστή. Όταν το ΄92 πέρασε από σοβαρή αρρώστεια και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, ο μάγειρας, που είχε μάθει τη στάση της πήγε και της φιλούσε τα χέρια).

Στο μεταξύ αποχτήσαμε και το τρίτο μας παιδί, την Έφη. Ευτυχώς στο μεγάλωμα των παιδιών μας είχαμε από την αρχή τη συμπαράσταση των γονιών μου και της πεθεράς μου και αυτό μας διευκόλυνε πολύ, γιατί όσο να΄ναι δεν είναι εύκολη δουλειά να μεγαλώνει τρία παιδιά ένα ζευγάρι εργαζομένων και μάλιστα χωρίς τη σταθερότητα και τα λοιπά πλεονεκτήματα  της μόνιμης δουλειάς στο δημόσιο ή σε κάποιον οργανισμό.

Ο πατέρας μου κατείχε στην εντέλεια την «τέχνη να είναι κανείς παππούς», όπως γράφει ο Ουγκώ, αλλά και η μάνα μου κι η πεθερά μου δεν πήγαιναν πίσω. Τα παιδιά εξ άλλου αγάπησαν θερμά τους προγόνους τους, τις γιαγιάδες τους, που ήταν όλο χάδια και τρυφερότητα και τον παππού τους που ήταν ανεξάντλητη πηγή παραμυθιών και γνώσεων και απίστευτα ανεκτικός στις σκανταλιές τους, Στο βιβλίο που έγραψα πολύ αργότερα γι αυτόν, αναφέρω μια σκηνή χαρακτηριστική αυτής της ανεκτικότητας: Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους ο Νίκος με τη Λένα πάλευαν σωρός κουβάρι στο πάτωμα και η Έφη, δυό χρονώ, καβάλα στο σβέρκο του τον χτένιζε … ανάποδα ενώ εκείνος την ίδια στιγμή, πανευτυχής και ατάραχος, έγραφε έμμετρη επιστολή προς τον Στρατή τον Αναστασέλλη!

………………………..

 

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εις μνήμην, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , , , | 130 Σχόλια »

Μαθητές και δάσκαλοι, αφήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου – 8 και τέλος

Posted by sarant στο 23 Νοεμβρίου, 2021

Πριν από λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω σε συνέχειες το χρονικό του πατέρα μου «Μαθητές και δάσκαλοι», που εκδόθηκε το 2008 και έχει θέμα το Γυμνάσιο Μυτιλήνης στα χρόνια 1938-1946, τους καθηγητές του και τους συμμαθητές του.

Η προηγούμενη συνέχεια είναι εδώ. Σήμερα δημοσιεύω την όγδοη συνέχεια, την ενότητα «Τα μετέπειτα», με την οποία ολοκληρώνεται το βιβλίο, που αφορά τις συναντήσεις των παλαιών συμμαθητών μετά την αποφοίτησή τους. Η έκταση της σημερινής ενότητας είναι πολύ μεγάλη και κανονικά θα τη χώριζα σε δύο ή και τρεις συνέχειες. Επειδή όμως το θέμα ενδιαφέρει κυρίως (αν και όχι μόνο) τους παλιούς συμμαθητές, που γι’ αυτούς γράφτηκε, φοβήθηκα μήπως κάτι τέτοιο θα κούραζε. Οπότε με τη σημερινή δημοσίευση ολοκληρώνεται το βιβλίο αυτο του πατέρα μου -που είναι και το τελευταίο που προσφέρεται για παρουσίαση εδώ. Οπότε, ύστερα από δέκα χρόνια, το ραντεβού κάθε δεύτερη Τρίτη με τον Δημήτρη Σαραντάκο σταματάει, αν και θα συνεχίζουμε να τον θυμόμαστε με άλλες ευκαιρίες.

Πριν προχωρήσω, να θυμίσω ότι συνεχίζεται η απογραφή μας -αλλά αν θέλετε να πάρετε μέρος θα πρέπει να βιαστείτε. Η ειδική σελίδα της απογραφής, που εκεί πρέπει να πάτε, θα μεινει ανοιχτή ως αύριο Τετάρτη στις 8 μ.μ. ώρα Ελλάδος.

Τα μετέπειτα

Όπως έχω αναφέρει σε πολλά σημεία αυτού του χρονικού, οι δεσμοί φιλίας, που γεννήθηκαν στα σχολικά θρανία, πρέπει να ήταν πολύ ισχυροί γιατί αλλιώς δεν εξηγείται πως από την αποφοίτησή μας το 1946 και ως σήμερα συναντιόμαστε ταχτικά και πάντα με συγκίνηση και αγάπη.

Βέβαια τα πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτησή μας δεν ήταν φανερή αυτή η φιλική σχέση. Μας περίμεναν πολλές σκοτούρες: στρατιωτική θητεία, ανώτερες σπουδές για κάποιους, βιοπάλη για άλλους, κατατρεγμοί για μερικούς, και όλα αυτά μας απομάκρυναν, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 Η πρώτη συνάντηση στα Τσαμάκια

Βεβαίως όσοι συμμαθητές έμειναν στη Μυτιλήνη, συνέχισαν να βλέπονται μεταξύ τους, η πρώτη όμως, να την πω «επίσημη», συνάντησή έγινε το 1961, τέλη Μαϊου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 15 χρόνων από την αποφοίτηση μας, κάπου είκοσι συμμαθητές οργάνωσαν συνεστίαση σε ένα κέντρο στα Τσαμάκια. Ανυπόγραφη περιγραφή της συνάντησης και συνεστίασης αυτής, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκράτης» της 24 -5-61, όπου, μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

«Από όλους περισσότερο η σκέψη στράφηκε προς τον Μίλτη, που τον είχαν τέσσερα χρόνια Ελληνιστή, που τους εισήγαγε στα αγαθά της Τέχνης και εξέδωκαν με την καθοδήγησή του δυο περιοδικά, μέσα στα θλιβερά κατοχικά χρόνια: πρώτα τις πολυσέλιδες δακτυλογραφημένες «Μαθητικές Σελίδες» το 1943 και κατόπιν τα λαμπρά «Λεσβιακά Γράμματα». Ήταν μια τάξη λαμπρή…..»

Η δεύτερη συνάντηση στην Αθήνα (Ρουμάνικη Γωνιά)

Ενθαρρυμένοι από την επιτυχία της πρώτης συνάντησης των συμμαθητών μας, οι παρεπιδημούντες στην Αθήνα, τους μιμηθήκαμε και οργανώσαμε συνεστίαση στην ταβέρνα «Ρουμάνικη Γωνιά» κοντά στην πλατεία Βάθης. Η συνεστίαση έγινε αρχές Απριλίου 1967, λίγο πριν από την κήρυξη της Απριλιανής Δικτατορίας. Σ΄ αυτήν είχαν παρευρεθεί και τέσσερις επιζώντες τότε καθηγητές μας: Μίλτης Παρασκευαΐδης, Βασίλης Αρχοντίδης, Δημοσθένης Σακελλαρίδης και Στέλιος Πράσινος, με τις γυναίκες τους.

Πρέπει να ήμασταν κάπου τριάντα συμμαθητές, οι περισσότεροι με τις γυναίκες μας. Από όσα θυμάμαι είχαν έρθει ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, ο Λάκης ο Γρημάνης, ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου, ο Γιώργος ο Σεφτελής, ο Θανάσης ο Σακελλάρης, ο Νίκος ο Τσακίρης, ο υπογράφων και ο Τάκης ο Μεταξάς, ο οποίος μάλιστα, αρκετές βδομάδες αργότερα, (λόγω της έκρυθμης κατάστασης που μεσολάβησε), έστειλε εκτενές ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Δημοκράτης».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εκπαίδευση, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , | 134 Σχόλια »

Και πάλι για το «προτελευταίο» ποίημα του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 21 Νοεμβρίου, 2021

Το σημερινό άρθρο συνεχίζει και συμπληρώνει (και αναιρεί εν μέρει) ένα παλιότερο άρθρο, του 2010. Βέβαια, από τότε έχουν περάσει σχεδόν 12 χρόνια, οπότε το «και πάλι» του τίτλου ίσως θυμίσει εκείνον τον τσιγκούνη του ανεκδότου, που κράτησε ένα καπέλο επί 30 χρόνια κι όταν αναγκάστηκε να αγοράσει άλλο πήγε στο πιλοπωλείο και είπε: «Μου δίνετε ακόμα ένα καπέλο;».

Προειδοποιώ επίσης ότι το ποίημα για το οποίο θα σας πω είναι άσεμνο, οπότε συνεχίζετε την ανάγνωση με δική σας ευθύνη.

Λοιπόν, το 1994 στην ιντερνετική λίστα Hellas, στην οποία συμμετείχαν κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) Έλληνες φοιτητές και μεταπτυχιακοί σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ο φίλος Τάκης Παπαλεονάρδος, Αιγινήτης, αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Οχάιο, αποκάλυψε «ένα άγνωστο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που το έγραψε ο ποιητής λίγους μήνες πριν πεθάνει».

Το σημείωμα αυτό, το αναδημοσίευσα πρώτα στον παλιό μου ιστότοπο το 2007, και το 2010 στο ιστολόγιο, με την άδεια του Τάκη Παπαλεονάρδου.

Θυμάται ο Παπαλεονάρδος: Το καλοκαίρι του 1974 λοιπόν είχε έρθει ο Βάρναλης στην Αίγινα, και βρέθηκε με τον Ζωγράφο στο καφενείο. Ήτανε μαζί τους και μερικοί φίλοι. Κάποιος λέει του Βάρναλη, «γράψε κάνα ποίημα». Ο Βάρναλης λέει λοιπόν, «θα γράψω ένα για τον φίλο μου το Νίκο». Και εκεί σ’ ένα χαρτάκι έγραψε το παρακάτω ποίημα που το χάρισε στον Νίκο Ζωγράφο. Η θεία μου το αντέγραψε στο σπίτι του Ζωγράφου. Από παλιά γνώριζα την ύπαρξη του ποιήματος, αλλά η θεία μου αρνιόταν να μου το δείξει γιατί ήταν… «σόκιν». Πάντα μου’ λεγε «όχι, είσαι μικρός». Κάποια στιγμή το ξέχασα κι εγώ και πέρασαν κάμποσα χρόνια. Τα τελευταία Χριστούγεννα, που κατέβηκα Ελλάδα, το θυμήθηκα πάλι και μου τόδωσε επιτέλους.

[Ο Νίκος Ζωγράφος ήταν προσωπικότητα του νησιού, υποψήφιος δήμαρχος και συγγενής του Παπαλεονάρδου]

Ιδού λοιπόν το ως τώρα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αίγινα, Αθυροστομίες, Αθησαύριστα, Μυτιλήνη, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , | 154 Σχόλια »

Μαθητές και δάσκαλοι, αφήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου – 7

Posted by sarant στο 9 Νοεμβρίου, 2021

Πριν από λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω σε συνέχειες το χρονικό του πατέρα μου «Μαθητές και δάσκαλοι», που εκδόθηκε το 2008 και έχει θέμα το Γυμνάσιο Μυτιλήνης στα χρόνια 1938-1946, τους καθηγητές του και τους συμμαθητές του. Όπως και με τα άλλα βιβλία του πατέρα μου, θα δημοσιεύεται κάθε δεύτερη Τρίτη.

Η προηγούμενη συνέχεια είναι εδώ. Σήμερα δημοσιεύω την έβδομη συνέχεια, στην οποία γίνεται λόγος για τα περιοδικά που εξέδωσε η τάξη του πατέρα  μου και τις θεατρικές παραστάσεις που ανέβασαν. Ο πατέρας μου παραθέτει και κατάλογο των περιεχομένων του περιοδικού Λεσβιακά Γράμματα. Bλέπετε ότι αφιερώνονται αρκετά άρθρα στον Ν. Λαπαθιώτη και την αυτοκτονία του. Τα Λεσβιακά γράμματα τα εχω σκαναρισμένα εκτός από το 1ο τεύχος (κι έτσι δεν μπορώ να βάλω το κείμενο Προκόπης ο ΣΤ’ του πατέρα μου, αφιερωμένο στον γάτο της οικογένειας, που έκανε κατορθώματα που έγιναν οικογενειακός θρύλος). Βάζω όμως ένα πατριωτικό ποίημα του (15χρονου τότε) πατέρα μου από το 6ο τεύχος.

Το πρώτο περιοδικό που εξέδωσαν, πριν από τα Λεσβιακά Γράμματα, ήταν οι Μαθητικές σελίδες, για τις οποίες έχει γράψει ο πατέρας μου και στο αυτοβιογραφικό του Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια και το είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο το 2012, μετά τον θάνατό του. Μερικά χρόνια αργότερα, ένας οίκος δημοπρασιών έβγαλε σε πλειστηριασμό, ανάμεσα σε διάφορα άλλα τεκμήρια λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, το πλήρες σώμα των χειρόγραφων Μαθητικών σελίδων. Το διεκδίκησα, αλλά δυστυχώς υπήρχε κάποιος εξίσου αποφασισμένος διεκδικητής που διέθετε περισσότερα μέσα. Έτσι, όταν ξεπέρασα κατά πολύ το ανώτατο όριο που είχα υπολογίσει, αποσύρθηκα. Αν μας διαβάζει ο άγνωστος κάτοχος του σπάνιου αυτού τεκμηρίου, ας στείλει μερικές σκαναρισμένες σελίδες….

 

ΙΙΙ

Τα περιοδικά μας

Οι «Μαθητικές σελίδες»

Οι “Μαθητικές Σελίδες” έβγαλαν συνολικά τέσσερα νούμερα

Δυστυχώς δεν κατόρθωσα να βρω ούτε ένα τεύχος τους και δε μπορώ να αναφέρω τα περιεχόμενά τους. Θυμάμαι πάντως πως ήταν υψηλής ποιότητας και μολονότι κυκλοφορούσε σε πέντε αντίτυπα, διαβαζόταν από πολύν κόσμο.  Ο ίδιος ο Μίλτης είχε φροντίσει να έχουν τα πολυσέλιδα τεύχη των «Μαθητικών Σελίδων» χοντρό εξώφυλλο, ώστε να αντέχουν στην ταλαιπωρία και είχε κανονίσει να τα παίρνουν εκ περιτροπής όλοι οι μαθητές της τάξης και να τα κρατούν στο σπίτι τους αρκετές ημέρες, ώστε να τα διαβάζουν οι ίδιοι, οι γονείς τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Σε μια εποχή όπου ούτε αθηναϊκές εφημερίδες δεν έρχονταν ταχτικά στο νησί, πόσο μάλλον λογοτεχνικά περιοδικά, η κυκλοφορία, έστω και με τον τρόπο που γινόταν, των «Μαθητικών Σελίδων», έκανε μεγάλη αίσθηση.

Η πρώτη σελίδα του κειμένου του Μίλτη για τις «Μαθητικές Σελίδες»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εκπαίδευση, Μυτιλήνη, Περιοδικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , | 83 Σχόλια »