Της Γκρέτας Τούνμπεργκ, βέβαια, της 16χρονης από τη Σουηδία που εδώ και ένα χρόνο έχει ξεκινήσει τον ακτιβισμό για το θέμα της κλιματικής αλλαγής και έχει καταφέρει να προσελκύσει την παγκόσμια προσοχή.
Η οργή της Γκρέτας είναι η οργή που η ίδια εξέφρασε πρόσφατα στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα, όταν κατηγόρησε τους αρχηγούς των κρατών ότι με την απραξία τους έκλεψαν το μέλλον και τα όνειρα της γενιάς της:
Η οργή της Γκρέτας είναι επίσης η οργή την οποία προκαλεί η Γκρέτα σε πολύ κόσμο. Δεν εννοώ γενικά όσους την επικρίνουν, διότι μπορεί κανείς να την επικρίνει με επιχειρήματα, που πολλά έχουν βάση. Εννοώ τις επιθέσεις που δέχεται, κυρίως από δεξιούς, ότι είναι ψυχοπαθής, ότι κηρύττει έναν νέο Μεσαίωνα, ότι μοιάζει με τον εξορκιστή, ότι είναι επικοινωνιακό κατασκεύασμα, ότι είναι ενεργούμενο του Σόρος και άλλα πολλά, ενώ κάποιος αποκάλεσε «γκρετίνους» όσους πείθονται από τα κηρύγματά της. Τέτοιες επιθέσεις δεν συμβαίνουν μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.
Ενοχλεί η Γκρέτα διότι θίγει ένα πρόβλημα υπαρκτό: την κλιματική αλλαγή. Ένα πρόβλημα δύσκολο, καθώς όλα τα κοινωνικά συστήματα μέχρι σήμερα (και ο υπαρκτός σοσιαλισμός) συνδέουν την πρόοδο της ανθρωπότητας με την αδιάλειπτη ανάπτυξη -αλλά και η λύση της «αποανάπτυξης» πόσο εφικτή και δίκαιη είναι όταν π.χ. στα αυτοκίνητα (για να πάρουμε έναν μόνο τομέα) στις ΗΠΑ υπάρχουν 800 αυτοκίνητα για 1000 κατοίκους, στην ΕΕ έχουμε 540 αυτοκίνητα για 1000 κατοίκους, στην Κίνα όμως 180 ενώ στην Ινδία μόλις 22; Γιατί να μη δικαιούται ο Ινδός (και ο Πακιστανός, και ο Ινδονησιος, και ο Μπαγκλαντεσιανός και ο Νιγηριανός και ο Αιθίοπας) να προσβλέπει αν όχι στο αμερικανικό τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό επίπεδο;
Κάποιοι θεώρησαν υποκριτική την πρωτοβουλία της Γκρέτας να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη με ιστιοφόρο, επισημαίνοντας πως τρία-τέσσερα άτομα θα χρειαστεί να πάρουν το αεροπλάνο για να φερουν πίσω το ιστιοφόρο, άρα λιγότερο θα επιβαρυνόταν το περιβάλλον αν η Γκρέτα ταξίδευε αεροπορικώς. Παραβλέπουν όμως ότι το ταξιδι με το ιστιοφόρο ήταν μια συμβολική χειρονομία -για να συνειδητοποιήσουμε ότι με βάση το σημερινό επίπεδο της τεχνολογίας τουλάχιστον, τα συχνά αεροπορικά ταξίδια δεν είναι βιώσιμη επιλογή (και πάλι: τα συχνά ταξίδια του Δυτικού και μάλιστα του όχι πλούσιου Δυτικού).
Θα συζητήσουμε σήμερα το θέμα της κλιματικής αλλαγής και της ακτιβιστικής δράσης της Γκρέτας Τούνμπεργκ. Σαν βάση για τη συζήτηση, πέρα από τα ελάχιστα δικά μου εισαγωγικά, παραθέτω και μια τοποθέτηση του Δημήτρη Τσίρκα από το Φέισμπουκ, που τη βρίσκω ευστοχη:
Η σημερινή μέρα θεωρείται ορόσημο. Από σήμερα η Ελλάδα βγαίνει από τα προγράμματα οικονομικής βοήθειας και καλείται, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μάριο Σεντένο, προέδρου του Γιούρογκρουπ, «να σταθεί ξανά στα πόδια της για πρώτη φορά από τις αρχές του 2010».
Κατά την κοινή ορολογία, βγήκαμε από τα μνημόνια.
Πράγματι, το τελευταίο πρόγραμμα, που ολοκληρώθηκε χτες, είχε τριετή διάρκεια, από τον Αύγουστο του 2015, αλλά αν υπολογίσουμε και εκείνα που προηγήθηκαν βρίσκουμε πως έχει περάσει μια οκταετία από τον Μάιο του 2010, τότε που μπήκαμε στο μνημόνιο -τότε, αφελώς, χρησιμοποιούσαμε ενικό αριθμό.
Από το 2010 ως το 2018 πολλά έχουν αλλάξει. Ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, παρέθεσε χτες στοιχεία που δείχνουν τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της χώρας από το 2010 ως σήμερα. Παραθέτω ένα απόσπασμα: Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά τις μακρο-οικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες της, φέρνοντας σε πέρας «μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή» που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 16% του ΑΕΠ (από έλλειμμα 15,1% το 2009, σε πλεόνασμα 0,8% το 2017).
Όπως τονίζεται μεταξύ άλλων η ελληνική οικονομία πλέον έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη καθώς άρχισαν να φαίνονται τα αποτελέσματα της ανάκαμψης (από ύφεση -5,5% το 2010 σε ανάπτυξη 1,4% το 2017, η οποία προβλέπεται να φτάσει το 1,9% το 2018 και το 2,3% το 2019).
Επίσης, υπογραμμίζεται η σταδιακή μείωση της ανεργίας και βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, παρ’ όλο που εξακολουθεί να έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ.
Όπως επισημαίνει, το 2010 η ανεργία ήταν 12,7% στην Ελλάδα και αφού έφθασε στο ανώτατο σημείο του 27,5% τον Ιούλιο του 2013, μειώθηκε στο 19,5% τον Μάιο του 2018.
Για να παραφράσουμε τον Γεώργιο Παπανδρέου, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι αριθμοί ανακάμπτουν αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να δοκιμάζονται, καθώς αυτή η «άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή» άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη ζωή εκατομμυρίων συμπολιτών μας, που οι περισσότεροι, αν και όχι όλοι, είδαν τη διαβίωσή τους να επιδεινώνεται απότομα και τις βεβαιότητες πάνω στις οποίες είχαν καταστρώσει το πρόγραμμα της ζωής τους να γκρεμίζονται. Όχι όλοι, αφού κάποιοι κέρδισαν από τα μνημόνια και από την κρίση, ιδίως όσοι είναι εργοδότες και επωφελήθηκαν από τη χωρίς προηγούμενο άνοδο της ανεργίας και την απόλυτη κυριαρχία της επισφαλούς και της απλήρωτης εργασίας.
Αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε. Και όπως τα μνημόνια επηρέασαν όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, δεν θα μπορούσαν να μην αφήσουν το ίχνος τους στη γλώσσα. Και το περίεργο είναι ότι ενώ το ιστολόγιο έχει βασικό του μέλημα τον εντοπισμό και σχολιασμό των λέξεων της επικαιρότητας, δεν έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο άρθρο στη λέξη που σημάδεψε τα οχτώ από τα εννιά χρόνια της ύπαρξής του, τη λέξη «μνημόνιο».
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε προχτές στην σαββατιάτικη αλλά λόγω αργίας κυριακάτικη Αυγή, στο ένθετο Υποτυπώσεις. Κανονικά η μηνιαία στήλη μου δημοσιεύεται την πρώτη Κυριακή του μήνα, όμως τούτη τη φορά επισπεύστηκε η δημοσίευση κατά μία εβδομάδα.
Με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ εύλογα αναστατώθηκε κάπως η ύλη της εφημερίδας και μαζί η μηνιαία μας ρουτίνα κι έτσι δεν είχαμε άρθρο της στήλης στις αρχές του Οκτώβρη ενώ τούτο δημοσιεύεται μια βδομάδα νωρίτερα από το κανονικό, για να γεφυρώσει κάπως τη χρονικήν απόσταση. Κι επειδή δεν υπάρχει κάποια λέξη που να ξεχώρισε από την πρόσφατην επικαιρότητα, το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο σε μια λέξη που βρίσκεται στην επικαιρότητα διαρκώς: την αγορά· και, βέβαια, τις αγορές, αφού από την αρχή της κρίσης το μέλημα και το αγωνιώδες ερώτημα είναι πότε και πώς «θα βγούμε στις αγορές».
Η αγορά είναι λέξη πανάρχαια, αφού εμφανίζεται στα μυκηναϊκά ακόμα χρόνια, με τη σημασία της συλλογής πραγμάτων. Προέρχεται από το ρήμα «αγείρω», που σημαίνει «συναθροίζω, συγκεντρώνω» (από εκεί και ο συναγερμός), και πράγματι στην αρχαιότητα είχε την αρχική σημασία της συγκέντρωσης, της συνάθροισης ανθρώπων, του λαού μιας πόλης, και στη συνέχεια του τόπου συγκέντρωσης. Στην Ιλιάδα κιόλας, στην αρχή του έπους, όταν οργισμένος ο Φοίβος σπέρνει θανατικό με τα τόξα του στους Αχαιούς, «αγορήν καλέσσατο λαόν Αχιλλεύς», ο Αχιλλέας κάλεσε σε συγκέντρωση τον στρατό.
Δεν ξέρουμε ακόμα ποιες θα είναι οι συνέπειες της γιγαντιαίας διαρροής αρχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας προχτές και που ονομάστηκε ήδη Panama Papers, Έγγραφα του Παναμά δηλαδή. Ούτε μπορούμε να ξέρουμε αν το ξεσκέπασμα χιλιάδων και χιλιάδων φυσικών και νομικών προσώπων που χρησιμοποιούσαν τακτικές «φορολογικής βελτιστοποίησης» (έτσι λέγεται η φοροαποφυγή στη φιλελεύθερη και τη γιάπικη διάλεκτο) οφείλεται μόνο στην αναντίρρητα εντυπωσιακή δουλειά μιας κοινοπραξίας ερευνητών δημοσιογράφων ή αν έβαλαν το χεράκι τους και μυστικές υπηρεσίες διοχετεύοντας επιλεκτικά στοιχεία.
Πάντως, ήδη έγιναν αισθητοί οι πρώτοι μετασεισμοί -στην Ισλανδία, ας πούμε, ο πρωθυπουργός, που το όνομά του φιγουράρει στα παναμόχαρτα, ανακοίνωσε ότι πρόκειται να παραιτηθεί, αλλά δεν είναι βέβαια ο μοναδικός διάσημος της λίστας, αφού σ’ αυτήν βρίσκουμε από τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Πρόεδρο της Αργεντινής ίσαμε τον Λιονέλ Μέσι και τον πρωθυπουργό της Ουκρανίας. Θα έχει και πολλούς συμπατριώτες μας, αν και προς το παρόν ακούστηκε μονάχα ο Σταύρος Παπασταύρου, σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, που συχνά πυκνά βρίσκεται τ’ όνομά του σε ύποπτες λίστες. (Ποιον περιμένατε; Τον Καρανίκα; )
Αύριο τιμάμε την Επανάσταση του 1821 και συνηθίζω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να ανεβάζω ένα-δυο κείμενα σχετικά με το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους. Διάλεξα σήμερα να παρουσιάσω ένα θέμα όχι άγνωστο βέβαια αλλά που μένει συνήθως σε δεύτερο πλάνο, τα οικονομικά της εξέγερσης. Συγκεκριμένα, θα παρουσιάσω το μεγαλύτερο μέρος από το τρίτο κεφάλαιο ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα -το «Η ελληνική επανάσταση του 1821. Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες» του Βασίλη Κρεμμυδά, που βλέπω να προβάλλεται αυτές τις μέρες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Στο τέλος, θα γκρινιάξω λίγο όχι για το περιεχόμενο του βιβλίου αλλά για την κακή επιμέλεια του κειμένου.
Αναδημοσιεύω τις σελίδες 83-93 από το βιβλίο του Β. Κρεμμυδά, όμως χωρίς τις υποσημειώσεις. Να διευκρινίσω ότι σε προηγούμενες σελίδες ο συγγρ. έχει αναφέρει ότι οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι είχαν δημιουργήσει την ευκαιρία πολύ μεγάλων κερδών για τους Έλληνες έμπορους και πλοιοκτήτες -ενώ με τη λήξη τους και τη λήξη των αποκλεισμών, οι εμπορικοί στόλοι των ευρωπαϊκών χωρών κυριάρχησαν ξανά, εκτοπίζοντας τα ελληνικά καράβια και προκαλώντας μεγάλη ανεργία αλλά και συσσωρευμένα ανενεργά κεφάλαια.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ήταν πόλεμος· όπως κάθε επανάσταση. Και ο πόλεμος έχει κόστος· υψηλό κιόλας. Τίθεται επομένως ένα ερώτημα: Πού βρέθηκαν τόσα χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες του Αγώνα των Ελλήνων; Ο Σπυρίδων Τρικούπης μάς το έχει πει από τη δεκαετία του 1850: Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας έγινε με ιδιωτικά κεφάλαια.
Τι θα πει όμως τότε, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ιδιωτικά κεφάλαια· ασφαλώς θα πει, πρώτα πρώτα, κεφάλαια στα χέρια ιδιωτών. Ποιων όμως; Των υπόδουλων Ελλήνων; Ας απαντήσουμε με άνεση, ναι. Και επειδή ο συνειρμός μάς παραπέμπει στις σημερινές μας πραγματικότητες, ναι, σε χέρια πολλών υπόδουλων Ελλήνων «υπήρχαν λεφτά»· πολλά όμως κατά περιπτώσεις. Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τα προεπαναστατικά αδιέξοδα που είχε δημιουργήσει, κυρίως στην αστική τάξη, η οικονομική κρίση· είχαμε πει ότι οι κορυφές των αδιεξόδων ήταν η εκτεταμένη ανεργία και τα μεγάλα συσσωρευμένα, αλλά ανενεργά, κεφάλαια.
Εδώ και κανένα χρόνο έχω αρχίσει να παρουσιάζω, κάθε δυο μήνες, από μία περιπέτεια του Αστερίξ, ενός από τα πιο αγαπημένα μου κόμικς.
Όπως έχω πει, με μια δόση υπερβολής βέβαια, οι 24 τόμοι του Αστερίξ (εννοώ την κοινή δημιουργία του Ρενέ Γκοσινί και του Αλμπέρ Ουντερζό) είναι μια από τις σημαντικότερες προσφορές της Γαλλίας στον παγκόσμιο πολιτισμό μεταπολεμικά. Τουλάχιστον η γενιά μου, που γνώρισε τον Αστερίξ στα φοιτητικά της χρόνια, τον αγάπησε σχεδόν ομόθυμα -και η ανταπόκρισή σας σε αυτές τις δημοσιεύσεις ήταν πολύ θετική, οπότε είχα πει ότι θα αρχίσω να παρουσιάζω στο ιστολόγιο, έναν προς έναν, τους 24 τόμους του Αστερίξ, κάτι που, με μια συχνότητα έναν τόμο κάθε δίμηνο (και εφόσον δεν κάνω παρασπονδίες, όπως τον Αύγουστο), θα μας πάρει τέσσερα χρόνια.
Θυμίζω ότι οι περιπέτειες του Αστερίξ κυκλοφόρησαν σε αυτοτελείς τόμους στα ελληνικά πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τις εκδόσεις Ψαρόπουλου (σε μετάφραση αρχικά του Κώστα Ταχτσή και μετά του Αργύρη Χιόνη) ενώ αργότερα κυκλοφόρησαν σε νέα μετάφραση (της Ειρήνης Μαραντέι) από τις εκδόσεις Μαμούθ, που είναι και η έκδοση που (νομίζω πως) βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο εμπόριο.
Εγώ έχω γαλουχηθεί με τις μεταφράσεις του Ψαρόπουλου, και ομολογώ πως τις βρίσκω καλύτερες, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι τις έχω συνηθίσει. Από την άλλη, ο δεύτερος μεταφραστής βρίσκεται σε δύσκολη θέση, διότι ίσως αισθάνεται αναγκασμένος να αποφύγει τα λογοπαικτικά ευρήματα του πρώτου. Ένα σταθερό χαρακτηριστικό των παρουσιάσεων που κάνω εδώ είναι η σύγκριση των δύο ελληνικών μεταφράσεων, Ψαρόπουλου και Μαμούθ. Η κυρία Ιρένε Μαραντέι, που έχει κάνει τις μεταφράσεις της σειράς Μαμούθ, μάς έκανε την τιμή να σχολιάσει εδώ και να επισημάνει ότι δεν προσπάθησε να αποφύγει τις μεταφραστικές επιλογές του Αργύρη Χιόνη, όπως είχα υποθέσει.
Την περιπέτεια, όπως εκδόθηκε από τον Ψαρόπουλο, τη σκανάρισε ο φίλος μας ο Cyrus Monk (νομίζω, αν κάνω λάθος ας διαμαρτυρηθεί ο Καίσαρας). Την ανέβασα σε έναν ιστότοπο φιλοξενίας, απ’ όπου μπορείτε να την κατεβάσετε ή να τη διαβάσετε ονλάιν.
Νέος όρος γεννήθηκε το τελευταίο διήμερο στο ελληνικό Διαδίκτυο και ήδη ξεπέρασε τα σύνορα της μπλογκόσφαιρας και έφτασε στον ημερήσιο τύπο (βέβαια τα όρια έχουν γίνει δυσδιάκριτα καθώς οι μεν ανακυκλώνουν την ύλη των δε και τούμπαλιν). Η λέξη του τίτλου, βαρουφιάνοι, είναι ευφυές λογοπαίγνιο από το όνομα του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και τη λέξη «ρουφιάνος», και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους κρυφούς ελεγκτές που, καλωδιωμένοι ή όχι, θα επισκέπτονται καταστήματα και θα καταγράφουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής. (Για περισσότερα, δείτε και το σχετικό λήμμα του slang.gr, το οποίο, επιδεικνύοντας τα συνήθη οξυμένα του ανακλαστικά, ήδη καταχώρησε -ή καταχώρισε αν είστε με την άλλη φράξια- τη λέξη).
Το ερωτηματικό μπορείτε να το ερμηνεύσετε ποικιλότροπα. Μπορεί να σημαίνει αμφιβολία αν θα καθιερωθεί ο νέος όρος, μπορεί όμως και να σημαίνει ότι αμφισβητώ την ορθότητά του επί της ουσίας, δηλαδή αν δικαιολογείται ο εντονότατα απαξιωτικός χαρακτηρισμός «ρουφιάνοι».
Η πρώτη μου αντίδραση όταν πληροφορήθηκα την είδηση ήταν να σκεφτώ πως το μεγαλύτερο μειονέκτημα της πρότασης είναι ότι εξαγγέλθηκε δημόσια και έγινε εύκολη λεία των ευθυμογράφων και επιθεωρησιογράφων πολύ πριν υλοποιηθεί (που μάλλον δεν θα υλοποιηθει, οπότε δίχως κέρδος κέρατα). Μου είπαν ωστόσο ότι δεν εξαγγέλθηκε ακριβώς, αλλά περιλαμβανόταν απλώς στο υπόμνημα προς τον Ντάισελμπλουμ μαζί με πολλά άλλα μέτρα -και εκτός αυτού την είχε αναφέρει, στη ρύμη του λόγου του και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ο ίδιος ο Βαρουφάκης στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Ν. Χατζηνικολάου.
Ωστόσο, σαν ιστολόγιο που καταρχάς λεξιλογεί και στη συνέχεια κάνει οτιδήποτε άλλο, το καθήκον μας σήμερα είναι διπλό, αφενός να καταγράψουμε την εμφάνιση του νέου όρου και αφετέρου να τον ετυμολογήσουμε, δηλαδή να πούμε δυο λόγια για τη λέξη «ρουφιάνος».
Ρουφιάνος, σύμφωνα με το λεξικό, είναι ο σπιούνος, ο καταδότης, ο συκοφάντης, ο χαφιές. Η λέξη έχει και μια δεύτερη σημασία, που ήταν ίσως η αρχική, αλλά έχει πια ατονήσει: ρουφιάνος είναι επίσης ο προαγωγός. (Επιβιώνει ωστόσο στην αστική παροιμία «Ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές»).
Τα λεξικά Μπαμπινιώτη και ΛΚΝ βάζουν (κακώς μάλλον) πρώτη αυτή τη σπάνια σημασία, επειδή ήταν παλιότερη. Σωστά πιστεύω το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας τη βάζει δεύτερη. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κόσμος σήμερα που, όταν ακούει «ρουφιάνος» σκέφτεται πρώτη τη σημασία «προαγωγός, μαστροπός». (Θα με ενδιέφερε να μου πείτε στα σχόλια αν ξέρετε καν αυτή τη σημασία). Από τον ρουφιάνο το ρήμα, ρουφιανεύω, και το ουσιαστικό που δηλώνει την πράξη: ρουφιανιά.
Το σημερινό άρθρο δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στα Ενθέματα της κυριακάτικης Αυγής, στην τακτική μηνιαία στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Το άρθρο το δημοσιεύω εδώ με μερικές προσθήκες, κυρίως σε σχέση με τον μουσουλμανικό παράδεισο, όπου περιμένω συμπληρώσεις από τους οθωμανολόγους, αραβολόγους και εβραιολόγους -και όποιον άλλον ξέρει. Η εικόνα είναι αυτή που συνοδεύει το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων: μια λεπτομέρεια από τον Κήπο των επιγείων απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος.
Στις αρχές του μήνα που μας πέρασε έγινε πολύς θόρυβος με τις διαρροές για τις φορολογικές συμφωνίες ευνοϊκής μεταχείρισης (ουσιαστικά νομότυπης φοροαποφυγής) που είχαν συνάψει μεγάλες εταιρείες με την κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, κι έτσι ήρθε για μια ακόμα φορά στην επιφάνεια το θέμα των φορολογικών παραδείσων. Και μπορεί ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, πρόεδρος της Κομισιόν και προηγουμένως πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου σχεδόν επί εικοσαετία, να επιβίωσε από την πρόταση μομφής που υποβλήθηκε εναντίον του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων και από την Αριστερά, αλλά εμείς βρήκαμε τη λέξη του μήνα.
Εννοώ βέβαια την λέξη «παράδεισος» και ειδικότερα τον σύμπλοκο όρο «φορολογικός παράδεισος». Ο παράδεισος είναι λέξη άρρηκτα θα έλεγε κανείς δεμένη με τη χριστιανική θρησκεία και μοιάζει να έχει ελληνική ετυμολογία, κάποιο σύνθετο της πρόθεσης παρά, κι όμως στην ελληνική γλώσσα μπήκε σαν στοιχείο ενός προχριστιανικού πολιτισμού, δάνειο από ξένη γλώσσα.
Ο Κτησίας και ο Ξενοφώντας, που μελέτησαν από πρώτο χέρι τη ζωή των Περσών και την περιέγραψαν, αναφέρουν επανειλημμένα στα έργα τους ότι ο βασιλιάς της Περσίας, αλλά και άλλοι ισχυροί τοπάρχες, διατηρούσαν μεγάλους περιφραγμένους κήπους, με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά, μέσα στους οποίους έτρεφαν και άγρια θηράματα –και σ’ αυτούς τους κήπους αποσύρονταν για κυνήγι και αναψυχή κι εκεί φιλοξενούσαν άλλους άρχοντες, γιατί οι δυνατοί όλων των εποχών διασκεδάζουν καλύτερα όταν βρίσκονται μακριά από το πεινασμένο πλήθος. Τους κήπους αυτούς, τους είπαν παραδείσους: «παράδεισος μέγας, αγρίων θηρίων πλήρης, ά εκείνος εθήρευεν από ίππου», λέει ο Ξενοφώντας για τον Κύρο, ενώ σε άλλο απόσπασμά του εξηγεί: «κήποι τε έσονται, οι παράδεισοι καλούμενοι, πάντων καλών τε καγαθών μεστοί όσα η γη φύειν θέλει».
Τις τελευταίες μέρες βρίσκεται και πάλι στην επικαιρότητα η Αργεντινή -και όχι για το ποδόσφαιρό της αλλά για τα οικονομικά της, αφού πριν από μερικές μέρες προτίμησε την επιλεκτική χρεοκοπία προκειμένου να μην πληρώσει κάποιους από τους δανειστές της που αρνήθηκαν το κούρεμα των ομολόγων τους μετά την προηγούμενη χρεοκοπία του 2001.
Βέβαια, όλοι ξέρουν ότι η σημερινή κατάσταση διαφέρει πάρα πολύ από το 2001 (με εξαίρεση, ίσως, κάποια κανάλια, που όπως διάβασα συνόδεψαν την είδηση της τεχνητής χρεοκοπίας του 2014 με εφιαλτικές εικόνες αλλοφροσύνης από την πραγματική χρεοκοπία του 2001). Εξάλλου, όπως δεν κουραζόταν να μας υπενθυμίζει ο κ. Ευάγγ. Βενιζέλος το 2011, «η επιλεκτική χρεοκοπία δεν είναι χρεοκοπία», εκτός αν στο νότιο ημισφαίριο ισχύουν άλλες αρχές.
Οι ομολογιούχοι που κατείχαν μη κουρεμένα ομόλογα και απαίτησαν να πληρωθούν δεν είναι βέβαια μικρομολογιούχοι σαν τους δικούς μας που κουρεύτηκαν αγρίως από το ελληνικό PSI. Οι μικροί δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τέτοιον πολυετή και πολυδάπανο δικαστικό αγώνα. Είναι επιθετικά κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια (hedge funds), που αγόρασαν παλιά αργεντίνικα ομόλογα για ένα μικρό κλάσμα της τιμής τους (ίσως και 1, 2 ή 5 σεντς για κάθε δολάριο) και ύστερα προσέφυγαν σε αμερικάνικο δικαστήριο απαιτώντας να πληρωθούν στο ακέραιο. Νομίζω ότι ο Γ. Βαρουφάκης τα λέει σωστά και αρκετά παραστατικά (αλλά αν διαφωνείτε, σας ακούω):
Από το 2002 και μετά, οι δανειστές της ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την αργεντίνικη κυβέρνηση ώστε να διευθετηθούν τα παλιά χρέη. Οι μεγάλες τράπεζες (κυρίως αμερικανικές και ισπανικές) τελικά τα βρήκαν με το Μπουένος Άιρες και συμφώνησαν σε μερική πληρωμή των χρεών εκείνων, με όρους αρκετά συμφέροντες για τις τράπεζες.
Εκεί όμως που ήταν όλοι έτοιμοι για να κλείσει το θέμα, με την καταβολή των συμφωνημένων ποσών από το κράτος της Αργεντινής προς τις μεγάλες τράπεζες, έκαναν την εμφάνισή τους τα «αρπακτικά ταμεία». Γιατί ονομάζονται «αρπακτικά» αυτά τα ταμεία; Πρόκειται για hedge funds τα οποία, όλον τον καιρό που γίνονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τραπεζών και κυβέρνησης, αγόραζαν κάποια από τα παλιά ομόλογα της Αργεντινής, σε τιμές λιγότερες από το 5% της ονομαστικής τους αξίας (π.χ. $2 ή $3 για ένα ομόλογο αξίας $100 ή και $1000), με σκοπό να τορπιλίσουν τις διαπραγματεύσεις. Πώς τις τορπίλισαν; Πηγαίνοντας σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης (καθώς τα ομόλογα αυτά ήταν «γραμμένα» σε όρους του Δικαίου των ΗΠΑ) και απαιτώντας από το δικαστήριο να εκδόσει απαγόρευση αποπληρωμής των μεγάλων τραπεζών (στο πλαίσιο της συμφωνίας των τελευταίων με την Αργεντινή για μερική αποπληρωμή των χρεών της τελευταίας) αν πρώτα δεν εισπράξουν οι ίδιοι το 100% της αξίας των ομολόγων που είχαν αγοράσει.
Ο τίτλος παίζει με δυο λέξεις της επικαιρότητας. Όπως διατυμπανίζεται εδώ και καναδυό μέρες, οι ένστολοι πρόκειται να εισπράξουν τη μερίδα του λέοντος από το το «κοινωνικό μέρισμα», δηλαδή το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος (εδώ θέλει πολλά εισαγωγικά) που θα επιστραφεί στην κοινωνία ως επιβράβευση για την επίτευξη του πλεονάσματος. Ειδικότερα, διαβάζω, το «επίδομα αλληλεγγύης», όπως θα ονομαστεί, θα καταβληθεί σε 65.000 περίπου ένστολους, κυρίως αστυνομικούς και στρατιωτικούς (και λιγότερους λιμενικούς και πυροσβέστες), οι οποίοι παίρνουν μισθό κάτω από 1.500 μικτά (χωρίς υπερωρίες), η δε καταβολή θα γίνει στις 9 Μαΐου 2014, ημερομηνία που διαλέχτηκε σοφά, όχι μόνο επειδή πέφτει στις 9 του μηνός και οι ευεργετούμενοι θα μπορούν να πουν ότι «ο μήνας έχει εννιά», αλλά, το σημαντικότερο, επειδή πέφτει εννιά μέρες πριν από τις εκλογές της 18ης Μαΐου.
Γιατί, κακά τα ψέματα, προεκλογικό τερτίπι είναι αυτό το εφάπαξ επίδομα, και ταυτόχρονα ευκαιρία στην ολοένα και δεξιότερη κυβέρνησή μας να δηλώσει το στίγμα της. Από ένα πλεόνασμα που σε μεγάλο βαθμό είναι πλασματικό (αφού βασίζεται όχι μόνο στην περικοπή των δημόσιων επενδύσεων αλλά και στη μη εξόφληση οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες, όπως επίσης και στην τεχνητή καθυστέρηση της έγκρισης δεκάδων χιλιάδων συνταξιοδοτήσεων), η κυβέρνηση επέλεξε να επιδοτήσει μια συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού, ασφαλώς όχι εκείνην που έχει υποστεί τις περισσότερες θυσίες, για να δώσει προεκλογικό μήνυμα. Προσωπικά, θα προτιμούσα να δινόταν το επίδομα π.χ. μόνο σε ένστολους που υπηρετούν σε παραμεθόριες, και μαζί σε εκπαιδευτικούς που υπηρετούν μακριά από τον τόπο τους, οι οποίοι συχνά παίρνουν αρκετά κάτω από 1000 ευρώ μισθό -αλλά δεν είναι εκεί το βασικό πρόβλημα.
Πιο ενοχλητικό είναι αυτό που είπαμε πιο πάνω για τον πλασματικό χαρακτήρα του πλεονάσματος. Μάλιστα, ο Γ. Βαρουφάκης έγραψε χτες (και δεν είδα να έχει αντικρουστεί) ότι ουσιαστικά πλεόνασμα δεν υπάρχει, διότι «το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 προέκυψε επειδή το κράτος δεν πλήρωσε 4,3 δισ. για φάρμακα, άλλα αγαθά και υπηρεσίες που αγόρασε από ιδιώτες (που αδυνατούν να καταβάλλουν μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές) κατά τη διάρκεια του 2013 και, επί πλέον, επειδή δεν έχει καταγραφεί ακόμα η ζημία του δημοσίου από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (κάτι που θα φανεί τον Αύγουστο, μετά την σχετική αναφορά του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας)». Αν είναι έτσι, έλλειμμα έχουμε αντί για πλεόνασμα -και πολύ θα ήθελα να ακούσω επιχειρήματα για το αντίθετο, αν υπάρχουν.
Παρόλο που το ζήτημα αυτό το συζητήσαμε χτες στα σχόλια άλλου (άσχετου) άρθρου, νομίζω ότι αξίζει να αφιερώσουμε και ειδικό σημείωμα, αν μη τι άλλο για να δω αν έχω καταλάβει σωστά τις έννοιες. Έπειτα, ένα γλωσσικό ιστολόγιο σαν το δικό μας δεν μπορεί να μείνει αδιάφορο για μια λέξη που, έστω και στιγμιαία, τράβηξε πάνω τις τους προβολείς, ιδίως αν υπάρχει στη μέση και μπέρδεμα εννοιών.
Διότι, μπέρδεμα υπάρχει. Η ιστορία ξεκίνησε προχτές, όταν, σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Σταθάκης υποστήριξε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες δημόσιου χρέους, αφενός το χρέος που δανείζεται μια χώρα ελεύθερα από τις αγορές εκδίδοντας ομόλογα, και αφετέρου το διμερές χρέος, όταν η χώρα δανείζεται για να κάνει κάτι, π.χ. ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα. Αυτό το δεύτερο είδος δημόσιου χρέους, αν τα χρήματα δεν φτάσουν ποτέ στη χώρα λόγω διαφθοράς, λέγεται ΕΠΑΧΘΕΣ χρέος, οπότε μπαίνει ζήτημα διαγραφής του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το χρέος αυτό «είναι περίπου στο 5%. Η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους, πάνω από το 90%, είναι παραδοσιακό, δημόσιο χρέος των αγορών, δηλαδή των ομολόγων. Εκεί δεν υπάρχει νομική διαδικασία για να αμφισβητηθεί» (περισσότερα εδώ, όπου και το ηχητικό απόσπασμα της εκπομπής -το επίμαχο σημείο είναι από το 4.30 ώς το 6.00 περίπου)
Η συνέντευξη προκάλεσε πολλά σχόλια και όχι μόνο από πλευράς ορολογίας. Ο Γ. Σταθάκης έδωσε νέα συνέντευξη, στην οποία ναι μεν ξεκαθάρισε τη θέση του από πλευράς ουσίας αλλά τα έμπλεξε περισσότερο από πλευράς ορολογίας. Θα παραθέσω εκτενές απόσπασμα της συνέντευξης (ολόκληρη εδώ).
-Κύριε Σταθάκη, έχει ξεσπάσει μια κόντρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση για την οικονομία και το ελληνικό χρέος, με αφορμή τις δηλώσεις σας ότι μόλις το 5% του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επαχθές. Ποιά είναι η ουσία της κόντρας αυτής;
-Η άποψή μου έχει να κάνει με το πως χαρακτηρίζεται το χρέος επαχθές με βάση το διεθνές δίκαιο. Και το επαχθές είναι το διμερές. Η Ελλάδα δεν έχει διμερές χρέος, έχει 95% χρέος που προέρχεται κανονικά από τις αγορές. Όλες οι κατηγορίες χρέους διαγράφονται όπως έγινε με το PSI και το χρέος που έχει η Ελλάδα προς τους εταίρους το οποίο έχει έμμεσα κουρευτεί δύο φορές και καιρός είναι να κουρευτεί και τρίτη. Άρα υπήρξε μια παρανόηση από την πλευρά του κ. Κεδίκογλου που συνέδεσε το επαχθές με το ότι αυτό είναι το μόνο χρέος που κουρεύεται και όχι άλλες κατηγορίες χρέους, κάτι που είναι λάθος.
-Κύριε Σταθάκη, ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «επαχθές χρέος» (odious debt) ήταν ο ρώσος διεθνολόγος Αλεξάντερ Σακ στο Παρίσι το 1927.
-Βεβαίως.
-Προσδιόρισε ότι ένα χρέος νομικά είναι «απεχθές» όταν: α)Η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε στο δανεισμό να χωρίς ο λαός να γνωρίζει και να δώσει την συγκατάθεση του. β)Το δάνειο σπαταλήθηκε σε δραστηριότητες που δεν είναι υπέρ του συμφέροντος του λαού και δεν τον ωφέλησαν και γ)οι πιστωτές ήταν ενήμεροι για όλα αυτά και αδιαφόρησαν και σφύριζαν αδιάφορα. Τα 110 δισεκ. ευρώ του πρώτου μνημονίου δεν εμπίπτουν σε αυτές τις περιπτώσεις;
-Είναι πολύ διαφορετικό. Γιατί για τα 110 δισεκ. ευρώ του πρώτου μνημονίου γίνεται δικαίως κριτική ότι στόχος ήταν να διασώσει ή να ευνοήσει τις τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αλλά το χρέος αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαχθές γιατί σύμφωνα με την νομοθεσία το επαχθές χρέος ορίζεται πλέον ως το χρέος που συνάπτεται ανάμεσα σε δύο μέρη. Αναφέρεται κυρίως για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που δεν δανείζονται από τι ς αγορές και έχει συγκεκριμένο σκοπό. Διμερές είναι για παράδειγμα το χρέος που παίρνει από την Παγκόσμια Τράπεζα ο Ισημερινός για να φτιάξει 100 σχολεία. Αν τα χρήματα δεν πάνε για την κατασκευή σχολείων είτε γιατί έπεσε η κυβέρνηση είτε γιατί έφυγε ο υπουργός αυτό το χρέος χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επαχθές. Για να γίνω πιο σαφής η Βραζιλία ή η Αργεντινή δεν έχει επαχθές χρέος, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό.
-Η Πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Κίρχνερ αρνείται πάντως να αποπληρώσει το χρέος της χώρας και η υπόθεση βρίσκεται στη δικαιοσύνη…
-Αυτό λέω. Δεν χρειάζεται να είναι επαχθές το χρέος για να αρνηθείς να πληρώσεις ή να επαναδιαπραγματευθείς μέρος του χρέους. Είναι νομικός όρος και κακώς γίνεται σύγχυση.
Οπότε, επί της ουσίας, ο Γ. Σταθάκης ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του πολύ μικρό ποσοστό του ελληνικού χρέους μπορεί να χαρακτηριστεί επαχθές, άρα νομικά αμφισβητήσιμο, αλλά ότι δεν χρειάζεται να είναι επαχθές το χρέος για να αρνηθεί μια χώρα να το πληρώσει ή να το επαναδιαπραγματευτεί. Επί της ορολογίας όμως, η κατάσταση δεν ξεκαθάρισε. Θα προσέξατε ότι σε όλη τη συζήτηση που παρέθεσα, χρησιμοποιείται παντού ο όρος «επαχθές», ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, αποδίδει το αγγλικό odious debt, και μία μόνο φορά, από τον δημοσιογράφο πάλι, ο όρος «απεχθές» -σαν να είναι συνώνυμα.
Ούτε πρόωροι πανηγυρισμοί, ούτε κομπασμοί με τα ριάλια του άλλου, ασφαλώς πολλή αμηχανία, αλλά και σεβασμός, απεριόριστος σεβασμός αξίζει στο χτεσινό πρωτοφανές αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην κυπριακή Βουλή, όπου το νομοσχέδιο που θα κύρωνε τη συμφωνία των Βρυξελλών καταψηφίστηκε με ένα εκκωφαντικό 36-0, αφού και το κυβερνητικό κόμμα προτίμησε την αποχή μπροστά στον κίνδυνο να παρουσιαστεί διασπασμένο στην ψηφοφορία. Ομολογώ ότι η έκταση της απόρριψης με ξάφνιασε, παρόλο που το Σάββατο το βράδυ, μετά το διάγγελμα του Αναστασιάδη στο οποίο, με όχι λίγη ευγλωττία ο Κύπριος πρόεδρος προσπάθησε να πείσει τους συμπατριώτες του να δεχτούν τη συμφωνία, είχα γράψει στο Φέισμπουκ: «Να μην το θεωρούμε βέβαιο ότι η κυπριακή Βουλή θα εγκρίνει το Κούρεμαν».
Τώρα βέβαια, αρχίζουν τα δύσκολα -αλλά για την Κύπρο και οι δυο επιλογές ήταν εξίσου δύσκολες. Με την πρωτοφανή απόφαση της Ευρωομάδας να βάλει χέρι στις ιδιωτικές καταθέσεις, ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου δέχτηκε ένα καίριο πλήγμα στο πιο πολύτιμο και ευπαθές στοιχείο του, την εμπιστοσύνη. Ακόμα κι αν η κυπριακή Βουλή ψήφιζε ευπειθώς Ναι, οι κυπριακές τράπεζες θα αντιμετώπιζαν την ίδια επιδρομή καταθετών για αναλήψεις (πώς το λένε το bank run;), την ίδια φυγή των κεφαλαίων που μπορούν να φύγουν. Η ίδια η απόφαση της Ευρωομάδας, όπως όλα δείχνουν, καταδίκασε σε μαρασμό τον εύρωστο κυπριακό τραπεζικό τομέα. Και όχι μόνο, ενδεχομένως.
Διότι το θέμα είναι ότι, σπάζοντας το ταμπού των εγγυημένων καταθέσεων, η απόφαση της Ευρωομάδας άνοιξε το κουτί της Πανδώρας για ολόκληρη την ευρωζώνη. Η Κύπρος είναι ειδική περίπτωση, λένε, επειδή είχε υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, στο 7πλάσιο του ΑΕΠ της -τη στιγμή που το Λουξεμβούργο έχει 22πλάσιο τραπεζικό τομέα (Αναγνωρίζω τη διαφορά: το Λουξεμβούργο έχει μικρότερο χρέος, ενώ επίσης νόμιζα ότι οι λουξεμβουργιανές τράπεζες είναι υγιείς -όπως ήταν και οι κυπριακές πριν από το ελληνικό κούρεμα, αλλά δείτε το σχόλιο αρ. 8). Επειδή όμως δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγεται ότι η μία ή η άλλη χώρα είναι ειδική περίπτωση, το επιχείρημα αυτό ελάχιστα πείθει. Και η κλονισμένη εμπιστοσύνη απειλεί να οδηγήσει σε ντόμινο: Τώρα που έσπασε το ταμπού των καταθέσεων, οι καταθέσεις στα παραρτήματα κυπριακών τραπεζών φαντάζουν εξίσου ευάλωτες, το ίδιο και οι καταθέσεις στις καθαυτό ελληνικές τράπεζες, ή και στις ισπανικές ή τις ιταλικές…. και το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες μοιάζουν ακόμα ασφαλές καταφύγιο θα είναι μικρή παρηγοριά αν αρχίσουν να πέφτουν τα πλακάκια του ντόμινου.
Σήμερα έχω ταξίδι και δεν προλαβαίνω να ετοιμάσω δικό μου άρθρο, αλλά έχω κάτι καλύτερο, ένα άρθρο που το έκλεψα από τον φίλο μου Ρογήρο (με την άδειά του) και στο οποίο προσθέτω κάποια σχόλια που είχε παλιότερα κάνει ο φίλος Μιχ. Νικολάου για το ίδιο θέμα. Ποιο θέμα; Το θέμα της «φορολογίας 75%» που θέσπισε η κυβέρνηση της Γαλλίας για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, ένα θέμα που το είχαμε συζητήσει παλιότερα στο ιστολόγιο με αφορμή την φορολογική αποδημία ενός Γάλλου μεγιστάνα, αλλά έχει ξαναέρθει στην επικαιρότητα εξαιτίας της απόφασης του Ζεράρ Ντεπαρντιέ να φύγει από τη Γαλλία για να αποφύγει την έκτακτη αυτή εισφορά -διότι περί έκτακτης εισφοράς πρόκειται, που έχει ισχύ μόνο δύο χρόνια.
Ο λόγος που αντέγραψα το κείμενο του Ρογήρου είναι ότι εξηγεί πολύ καλά μερικά απαραίτητα πράγματα για τον γαλλικό φόρο: ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα, ότι επιβάλλεται στο κλιμάκιο άνω του 1 εκατ. ευρώ, ότι δεν κρίθηκε στην ουσία του αντισυνταγματικός αλλά σε μια νομοτεχνική του λεπτομέρεια. Προσθέτω επίσης κάποια στοιχεία που είχαν αναφερθεί παλιότερα στο ιστολόγιο, από τα οποία προκύπτει ότι φόρος κλιμακίου 75% κάθε άλλο παρά πρωτοφανής είναι. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, ο φόρος του ανώτατου κλιμακίου ως το 1964 ήταν πάνω από 90% και μετά έπεσε στο 77%.
Και να ξεκαθαρίσουμε ότι μιλάμε για φόρο κλιμακίου, όχι για συνολικό φόρο. Αν ένας Γάλλος φορολογούμενος δηλώνει, ας πούμε, 1.200.000, μόνο οι 200.000 θα φορολογηθούν με συντελεστή 75% Είναι βέβαια σωστό ότι ο φορολογούμενος με ατομικό εισόδημα, έστω, 10 εκατομμύρια, θα φορολογηθεί με συνολικό συντελεστή που πλησιάζει το 75% (έναντι του παλαιού 57%) αλλά πόσοι είναι επιτέλους αυτοί και γιατί να τραβάμε τόσο ζόρι για μια δράκα υπερπλούσιων που βγάζουν σε ένα χρόνο περισσότερα από όσα ένας μέσος μισθωτός σε μια ολόκληρη ζωή ή σε δέκα ζωές; Διότι, αυτό είναι ίσως το πιο ανεξήγητο, η ιερή οργή που εκφράστηκε στην ελληνική μπλογκόσφαιρα κατά του γαλλικού «δημευτικού» φόρου, από ανθρώπους που το εισόδημά τους φαίνεται να απέχει πολύ από το όριο του ενός εκατομμυρίου. Ιδεολόγοι, τι να πεις…
Το άρθρο του Ρογήρου:
Διαβάζω τόσα και τόσα στο ελληνόφωνο Διαδίκτυο σχετικά με τη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων στη Γαλλία, ιδίως μετά την πρόσφατη απόφαση του Conseil constitutionnel, που αρχίζω να πιστεύω ότι αποτελεί το σημαντικότερο ζήτημα της νεοελληνικής επικαιρότητας. Ας μου επιτραπεί κι εμένα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις, ως συνήθως… πικρόχολες. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Το καλοκαίρι είχα πει ότι θα βάζω και επαναλήψεις, δηλαδή παλιότερα άρθρα του ιστολογίου, ιδίως όσα είχαν δημοσιευτεί τον πρώτο καιρό, που δεν είχαμε ακόμα τόσο πολλούς επισκέπτες, κι έτσι δεν είναι και πολύ γνωστά. Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα, το είχα δημοσιεύσει την πρώτη βδομάδα ζωής του ιστολογίου και στη συνέχεια το συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία«, οπότε είναι κατάλληλο για επανάληψη ύστερα από τόσον καιρό. Βέβαια, όσην ώρα ετοιμάζω το άρθρο, έχω ένα φριχτό ντεζαβούδι, ότι δηλαδή το έχω ήδη δημοσιέψει δεύτερη φορά στο ιστολόγιο, παρόλο που έκανα πεντέξι αναζητήσεις χωρίς να επιβεβαιωθεί η υποψία μου. Τι να πω, ίσως να οφείλεται στο ότι το άρθρο έχει αναδημοσιευτεί σε πολλούς άλλους ιστότοπους, ακόμα και πρόσφατα. (Κάποια κομμάτια, το ξέρω, τα έχω χρησιμοποιήσει σε άλλα άρθρα, αλλά μόνο κομμάτια). Τέλος πάντων, αν το έχετε ξαναδιαβάσει ζητάω συγνώμη.
Γραμμένο καθώς είναι σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθεί με τον κόσμο του χρήματος και των νομισμάτων. Εννοείται ότι θα κάνουμε διερεύνηση γλωσσική, αν και πρέπει να προειδοποιήσω ότι το θέμα είναι απέραντο, τόσο εκτενές που εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί σχετικό βιβλίο.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πρωταγόρας (μέσω Πλάτωνα) λέει «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δη δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών -και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και μερικά χρόνια είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.