Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ομοιοκαταληξία’ Category

Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2023

Μέρα της Ποίησης η σημερινή και με την ευκαιρία βάζω κάτι ποιητικό -αναδημοσιεύω, επαυξημένο όμως, ένα άρθρο του 2016 για τις ρίμες με ομόηχες λέξεις.

Εννοώ ρίμες με λέξεις όπως «τείχη – τύχη» ή «είχον – ήχον» (και οι δυο από τον Καβάφη).

Τον κατάλογο με τις ομόηχες ρίμες τον συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) και ποτέ δεν σταμάτησα να τον εμπλουτίζω με νέα ευρήματα. Σήμερα παρουσιάζω την τελευταία μορφή του που πλησιάζει τα 100 λήμματα. Ελπίζω με τη δική σας συμμετοχή να εμπλουτιστεί κι άλλο -αναζητούμε, καταρχήν, στίχους από ποιήματα ή από τραγούδια με ομοιοκαταληξίες ομόηχες.

Το ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες. Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».

Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.

Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε να τα τιθασέψουμε και μετά να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».

Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και  σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.

Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους). Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων. Στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.

Όμως το ρεκόρ, που δεν το αναφέρει ο Κοκόλης, το πετυχαίνει ένα άλλο καβαφικό ποίημα, από τα κρυμμένα, το «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου» (1917):

Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν

αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια,

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.

Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι
— να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.

Έξι δίστιχα, από τα οποία τα πέντε έχουν ρίμες με ομώνυμα (δηλαδή ομόηχες λέξεις) -βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, το «(εγώ) ήπια», που προφέρεται δισύλλαβο, δεν είναι ακριβώς ομόηχο με «τα ήπια», που προφέρεται τρισύλλαβο.

Η έκτη ρίμα έχει ομοηχία (στ’ άλλα – στάλα) αλλά ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, τις ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομοηχία, που όμως δημιουργείται από περισσότερες από μία λέξεις στο ένα σκέλος: στ’ άλλα – στάλα ή μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού»:

Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως τις έχουμε συζητήσει σε άλλο άρθρο. Τις ανέφερα μόνο για λόγους πληρότητας και επιστρέφω στις ρίμες ομωνύμων (ή ομοήχων).

Οι ρίμες ομωνύμων, λέει ο Κοκόλης, «είναι καταρχήν όλες τους εντυπωσιακές. Η πλήρης ηχητική σύμπτωση δύο διαφορετικών σημασιών προκαλεί οπωσδήποτε την προσοχή μας: ο Πάρης / να πάρεις ή μιλιά / μηλιά. Το γεγονός αυτό της σύμπτωσης μπορεί να μας φανεί απλώς εντυπωσιακό· ή και διασκεδαστικό· ή και κωμικό. Ούτως ή άλλως ενέχει, σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυτό που ονομάζουμε έκπληξη».

Ενώ οι ρίμες με ομώνυμες λέξεις είναι εντυπωσιακές, εννοείται ότι οι ρίμες με την ίδια λέξη θεωρούνται δείγμα κακής τεχνικής και συνήθως αποφεύγονται. Να πούμε πάντως ότι και οι ρίμες με ομώνυμα από κάποιους θεωρούνται υποδεέστερες. Από κάποιους άλλους, βέβαια, όλη η σύγχρονη ομοιοκατάληκτη ποίηση θεωρείται υποδεέστερη. Είναι αλήθεια, και θα φανεί από την καταγραφή που ακολουθεί, ότι οι ρίμες με ομώνυμα χρησιμοποιούνται συχνά σε σατιρικά στιχουργήματα.

Ο Κοκόλης στο βιβλίο του αποδελτιώνει (πρόχειρα, όπως λέει) τους οχτώ τόμους της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, χρησιμοποιεί το «Ριμάριο Καβάφη» του Καράογλου, και καταγράφει καμιά σαρανταριά ομοιοκαταληξίες ομωνύμων, στις οποίες προσθέτει (σε υποσημειώσεις) και 2-3 από τον Μανούσο Φάσση (το πειραχτικό αλτερέγκο του Μαν. Αναγνωστάκη).

Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτω, σε αλφαβητική σειρά, όλα τα παραδείγματα του Κοκόλη συμπληρωμένα με όσα παραδείγματα μπόρεσα να βρω εγώ ή εσείς στο προηγούμενο άρθρο. Έτσι, το αρχικό δείγμα του Κοκόλη υπερδιπλασιάστηκε αφού το Ριμάριό μας περιλαμβάνει 97 λήμματα, αν μέτρησα σωστά.

Δέχομαι, όπως θα δείτε, όλα τα ομόηχα καθώς και κάποια ομόγραφα, όταν πρόκειται για άλλο μέρος του λόγου ή για άλλο γένος και αριθμό. Καταχρηστικά δέχομαι και τα ομόγραφα που δεν είναι ακριβώς ομόηχα όπως στην περίπτωση «τα ήπια / εγώ ήπια».

Ξεκινάμε λοιπόν, αλφαβητικά, και κατά σύμπτωση με μια καταχρηστική ομοηχία, αφού η άδεια του φαντάρου προφέρεται τρισύλλαβη ενώ η άδεια τσέπη δισύλλαβη.

άδεια (ουσιαστικό) : άδεια (επίθετο)
Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη
(τραγούδι «Ο φαντάρος», στίχοι Μανώλης Ρασούλης)

αιδώ : εδώ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
(…)
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
(Καβάφης, «Τείχη»)

άλλο: (την) άλω
…………….. άλλο
το νόημα φυσικά και άλλο το αντίκρισμα. Φοράς την άλω
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Der Sinn und die Bedeutung»)

αναμένει : αναμμένη
εμπορικό· νεότατος -και που αναμένει
(…)
όλ’ η νεότης του στον σαρκικόν πόθο αναμμένη
(Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»)

ανέμοι : ανέμη
Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι
(…)
χρυσή της νύχτας την ανέμη
(Αθ. Κυριαζής)

αυτί : αυτή
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
(Καβάφης, «Δέησις»)

αυτί: αυτοί

Ως πότε παπαγάλοι, με τεντωμένο αυτί
θα ξαναλέτε πάλι ό,τι σας λεν αυτοί;
(Μαριανίνα Κριεζή, Το τραγούδι του παπαγάλου)

βάζο : βάζω
Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,
με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.
(Τραγούδι «Κακές συνήθειες», στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης)

βάψει : βάψη
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι «Τα παιδιά»)

γείρει : γύρη
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός.
(Σικελιανός, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»)

Γιάννη : (να) γιάνει
και λέει «παίξε Γιάννη»,
ο πόνος του να γιάνει.
(Τραγούδι «Ένας σατράπης θηλυκός», στίχοι Γιάννης Παπαϊωάννου)

(να) γιάνω : Γιάννο
Μάνα μου αν θες να γιάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
(τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω», στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παν. Παπαδούκας)

γνωστοί : γνωστή
Και να μου λεν διάφοροι γνωστών γνωστοί
κάπου η μούρη σου μου φαίνεται γνωστή
(Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδι «Βαφτιστικό»)

γύρω : (να) γείρω
Να ’ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
(Σκαρίμπας, «Σπασμένο καράβι»)

(να) δεις : δις
άκουσε να δεις
(…)
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
(Μανούσος Φάσσης)

δίνει : δίνη, η
Σε φυγαδέψαν οι γονοί σου -κλέφτες τού ό,τι ο Θεός δίνει-
τώρα στ’ ανάβλεμμά σου τ’ άστρα πιάνουν του χαλασμού τη δίνη
(Βάρναλης, «Σε μια μέρα της ζωής μου»)

δίστιχο : δύστυχο

Ποιος απ’ αυτούς, Σοφία μου, θα ’φτιαχνε το δίστιχο

Δεν λέω, λίγοι είν’ καλά παιδιά αλλά το δύστυχο
στιχάκι τους…

(Ευρ. Γαραντούδης, «Οι νεοσσοί του σονέτου», περ. Ποιητική)

δόση : (να) δώσει

Αν θέλεις να με δεις γαμπρό κατέβαινε μια δόση,
από τη προίκα που ’ταξε ο γέρος σου να δώσει.
(Τραγούδι «Αν θέλεις να με δεις γαμπρό», στίχοι Μάρκος Βαμβακάρης)

δούνε : δούναι
δε θέλουν να σε δούνε
(…)
έχεις λαβείν και δούναι
(Μανούσος Φάσσης)

δύστυχα : δίστιχα
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα
(…)
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα
(Μανούσος Φάσσης)

δύο : δύω
Σ’ το’ χα πει, σ’ το’ χα πει μια και δύο
σ’ το ’χα πει, ανατέλλω και δύω.
(Τραγούδι «Προσεχώς», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

είδει : ήδη
Βραχιόλια από κουκουναριές και βελανίδια, εν είδει
(…)
κι απείρου δόξης καύχημα -που έτσι Του στάλθηκε ήδη
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Χους ην»)

είχον : ήχον
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
(…)
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
(Καβάφης, «Τείχη»)

εκίνα : εκείνα
δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.                 [έσμιξες: τα σμιξίματα]
(Ερωτόκριτος Ε779-80)

 

Έλληνες : έλυνες
Λίγο πολύ είναι τρελοί οι Έλληνες,
Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες – τους Έλληνες!
(Τραγούδι «Τρέλα πέρα για πέρα», στίχοι Αιμίλιος Σαββίδης)

 

ζήλια : ζίλια (τα)

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλια
στον αέρα να φέρνω, και να ’χω παλάμες
δυο ζίλια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)

ηλί : ιλύ
μια στο καρφί ο αδερφός μου: «Ηλί, ηλί»
φώναζε χθες, σαν μες του κόσμου την ιλύ.
(Γιώργος Κοροπούλης, Ελλειπτική)

 

(τα) ήπια – ήπια                                 

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

ήτταν : ήταν
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
(…)
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
(Καβάφης, «Τεχνουργός κρατήρων»)

ίσως : ίσος
Τα φώτα σου και τα σκοτάδια σου (ίσως
πιο πολύ τα σκοτάδια σου!), ό,τι λάθος,
ό,τι αλήθεια λογιέται, στέρεος κι ίσος
τ’ αγγίζω …
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

καλή : καλεί
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

καλό : καλώ
άυλο κι ανορμήνευτο, κι απ’ όλα πλιο καλό,
στρατοκόπε θλιβερέ κι αποσπερνέ Διαβάτη,
στου ανέμου το ξεφάντωμα συμπότη σε καλώ
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Maya»)

κάνει : κάννη
κι ένα ζευγάρι ταιριαστό, δυο περιστέρια
φωλιά του κάνει
τη μαύρη κάννη
(Τραγούδι «Παλιό κανόνι», στίχοι Γιώργος Μαυρομουστάκης)

κάμποι : κάμπη (η κάμπια)
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
(Παλαμάς, «Ασάλευτη ζωή»)

καν(ε) : κάνε [κάνε = καν = τουλάχιστον]
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
(Βάρναλης, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου»).

κανίς : κανείς
Το σκυλάκι το κανίς
Ποιος το έκλεψε; Κανείς!
(Τραγούδι «Το σκυλάκι το κανίς», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

κάπως : κάπος
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
(Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας»)

κάτι : κάτι                   [κάτι: η πτυχή, το πόσες φορές διπλώνουμε ένα ύφασμα, βλ. άρθρο]

του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι
το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.(…)»
(Κωστής Παλαμάς, «Η φλογέρα του βασιλιά»-Λόγος πέμπτος)

(να) κεράσει : κεράσι
Μου ’πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.
(τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

κερί : καιροί
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
(Καβάφης, «Δέησις»)

κρίνοι : κρίνει
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
(Καβάφης, «Του μαγαζιού»)

κώμη : κόμμι : κόμη
Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξίδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
(Καβάφης, «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)

κώπη : κόποι
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

κρίση : Κροίσοι
Έλα ας την κρίση
Να μετράει τα βήματα
Έλα έχουνε κι οι Κροίσοι
Τρομερά προβλήματα
(Τραγούδι «Βάλε κατσαρόλα», στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης)

Λάκων : λάκκον (: λάκκων)
Λάκων τις ήνοιξε λάκκον
ίνα πέσει άλλος Λάκων.
(…)
Κι επληρώθη ο τόπος λάκκων.
Κι ίνα εκφρασθώ ως Λάκων:
«Κάθε Λάκων κι έναν λάκκον»…
(Νίκος Δεληπέτρος – Ασμοδαίος, «Μανιάτικη βεντέτα»)

λείπει : λύπη
Αφροδίτη όπου λείπει
η ζωή ’ναι πάντα λύπη
(Αθαν. Χριστόπουλος, «Απόφαση»)
[Και από πολλούς άλλους, ιδίως με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Μια κυρά την τρώει λύπη / για τον άντρα της που λείπει» του Σουρή]

λίαν : λείαν (ουσιαστικό)
Μα σήμερα είναι λίαν (…)
τα πλοία με την λείαν
(Καβάφης, «Εις ιταλικήν παραλίαν»)

και
λίαν : λείαν (επίθετο)
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

λοιπόν : λυπών
Πλήρης πάχους πλήρης λίπους ήτο φυσικό λοιπόν
που με πότισες φαρμάκων και με γέμισες λυπών
(Μποστ, σκίτσο «Όλα για το παιδί της», Ταχυδρόμος 1959)

Μαύρα: μαύρα

Κι άλλος για την Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα

(Βάρναλης, «Η χαρά του πολέμου)

μέλη : μέλει
εκεί λοιπόν εβλέπομεν ’τι εχάμνισαν τα μέλη
για πλούτον, δόξαν και τιμήν δεν πρέπει να μας μέλει
(Πένθος θανάτου, ανώνυμο του 16ου αι.)

μέλη : μέλλει
τη νύχτα ν’ αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη
κι ως ξημερώσει, να το δουν, η τζόγια τίνος μέλλει.
(Ερωτόκριτος Β2365)

μέλι : μέλη : μέλει
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
(Καβάφης, «Η αρρώστια του Κλείτου»)

μέλλει : μέλι
Να ’ξερα ποιος είν’ άντρας μου, ποιος άγουρος μου μέλλει
να τον ταΐζω ζάχαρη, να τον ποτίζω μέλι
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Μήλο : μήλο
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

μιλιά : μηλιά
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
(Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων)

μισώ : μισό
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
τον έχουμε μισό-μισό.
(τραγούδι «Τον κόσμο που κι εγώ μισώ», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

Μοίρα : μύρα
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
(…)
Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα
(Καβάφης, «Εν εσπέρα»)

νέγροι : Νέγρη

Λιβανέζοι και Νέγροι / στη Φωκίωνος Νέγρη

(τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», στίχοι Ν. Γκάτσος)

νίκη : νοίκι
μιαν άπτερο μπροστά μου βλέπω νίκη
(…)
ποτέ μου δε σκοτίστηκα για νοίκι
(Γ. Κοροπούλης, «Επύλλιο»)

όμως : ώμος
Tώρα το χέρι σου κρατάω αλλά όμως
(…)
Λείπει, αλίμονο, ο άσπρος σου ο ώμος,
(Τραγούδι «Το βαμπίρ», Χάρρυ Κλυνν)

πάθη : (να) πάθει
Είναι έτοιμος να πάθει
του Ακταίωνος τα πάθη.
(Ηλίας Τανταλίδης, «Αιγιαλός»)

πάλι : πάλη
Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.
(Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)

πάλλει : πάλι : πάλη
Ο νέος Αντιοχεύς
είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει
μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι,
Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι
μες στην μεγάλη πάλη.
(Καβάφης, «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»)

παν, το : παν (πάνε)
Εμεταβλήθηκε το παν
όλα ανάποδα με παν
(Αλέξανδρος Κάλφογλου, 18ος αιώνας)

Πάρη : πάρει
Η κάθε μια καλόπιανε τον Πάρη
της ομορφιάς το μήλο για να πάρει
(τραγούδι «Ο Πάρις και το μήλο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

Πάρης : πάρεις
Μα εκείνην την απόφαση οπού ’δωκεν ο Πάρης
και τσ’ ομορφιάς το χάρισμα μόνια έκαμε να πάρεις              [μόνια: μονάχη εσύ]
(Χορτάτσης, Ο Γύπαρης)

Πάρο : πάρω
Και τ’ Αγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

πήραν : πείραν
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
(Καβάφης, «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια»)

πλάτη, τα : πλάτη, η
Η γη μια σβούρα στ’ ουρανού τα πλάτη
(…)
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη
(Τραγούδι «Παλίρροια 2002», στίχοι Άλκης Αλκαίος)

πλην : πλειν
Τι τα ’θελες τα «συν» και τα «πλην»
μες στην αναμπουμπούλα;
Δεν την κοπάναγες στη ζούλα;
-ου παντός πλειν…
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένταξη στον αιώνα»)

πολίται : πωλείται
χώρας ελεύθερης και μεις ελεύθεροι πολίται,
που αντί χρήματος το παν και η τιμή πωλείται.
(Στίχος του Πωλ Νορ στο περιοδικό Παπαρούνα, 1933)

πολίται: πωλείτε

Ω της ενδόξου χώρας μας νοήμονες πολίται,
το Κράτος, φευ, σας συνιστά θερμώς: μη τα πωλείτε!
Μα να προσθέσει θα ’πρεπε: και μη τ’ αναπολείτε!
(Χειρόγραφο σατιρικό του Λαπαθιώτη, 1922)

πότε : πόται
Οι ιππόται οι ιππόται
κουτσοπίναν πότε πότε
κι απ’ το πότε πότε πότε
καταλήξαν όλοι πόται.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε», στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

ρήγισσα : ρίγησα
Αντίκρισα μια Ρήγισσα
κι από τον πόθο ρίγησα
(Μανούσος Φάσσης)

(η) ρόδα : (τα) ρόδα
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει
(Καβάφης, «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»)

και, προσθέτω, πιο ωραία στον Λαπαθιώτη («Μια περηφάνια»):

…Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα

ρώμη : Ρώμη

Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη

(Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας»)

σκηνή : σκοινί

Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί
στη σκηνή
(…)
κι αν μας αντέξει το σκοινί
(τραγούδι «Το χειροκρότημα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

Σκώτος : σκότος
Κι ένιωσε χαρά ο Σκώτος
που διαλύθηκε το σκότος
(Μποστ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»)

στέκει : στέκι
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά
(τραγούδι «Στην Καισαριανή», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

ΤΑΣΣ : (επί) τας
Ήταν με το ΤΑΣΣ;
(…)
Ή ταν ή επί τας!
(Νίκος Παπαδόπουλος, «King Kong»)

τείχη : τύχη
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(…)
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, «Τείχη»)

τέλια : τέλεια
Και πώς, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στα ’φιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
[Όπως και στο καβαφικό ήπια – ήπια πιο πάνω, μπορεί να διατυπωθεί εδώ η ένσταση ότι κανονικά η τέλεια δεν είναι ομόηχη με τα τέλια, παρά μόνο αν προφερθεί ιδιότυπα]

(των) τρίτων : (ο) τρίτων
Λογαριασμός, έτσι, υπέρ τρίτων
(…)
πάνω από τον αφρό ένας τρίτων
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένιοι τινές»

τύχει : τοίχοι
κι ό,τι λάχει κι ό,τι τύχει
μα τον ξέρουνε κι οι τοίχοι
(Βάρναλης, «Ακτοπλοϊκό»)

τύχει : τείχη
Όταν τύχει κάποια μέρα, όταν τύχει
να γκρεμίσουνε τα τείχη
(Τραγούδι «Όταν τύχει», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

ύπατος : ήπατος
Ο Ναπολέων, όταν ήταν πρώτος ύπατος,
υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
(Σατιρικό δίστιχο ανωνύμου, δημοσιεύτηκε στην Εκλογή το 1961)

φάμ’ – femme:
κι αν δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
(τραγούδι «Σερσέ λα φαμ», στίχοι Βασίλης Τσιτσάνης)

(τα) φέγγη : φέγγει
Απ’ όλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη [..]
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά κι αν πιο μακριά δε φέγγει
(Κωστής Παλαμάς, «Σκέψη»)

φίλον : φύλλων
Και όταν δίδεις ασπασμόν εις πρόσωπόν τι φίλον
ακούεις ήχον πνέοντος βορρά διά των φύλλων;
(Δ. Παπαρρηγόπουλος, «Η ψυχή μου»)

φίλον : φύλλον : φύλον
Φίλος έδωσε εις φίλον
τριαντάφυλλον με φύλλον
και παρήγγειλε στον φίλον
Φίλε, φύλαττε το φύλλον
απ’ το γυναικείον φύλον…
(παροιμιακό στιχούργημα)

Χάνη : χάνει   [χάνης: ο μεγάλος Χάνος των Κινέζων]
Πράσινη τέντα του πασά και μαστραπάς του Χάνη
όποιος γυρεύει να σε διει, το λογισμό του χάνει
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Χάρου : χάρου (προστακτική)
Κυρά μου τσ’ ομορφάδες σου μην τις φυλάς του Χάρου,
μ’ εμένα παίξε-γέλασε και τη ζωή σου χάρου
(Δημοτικό της συλλογής του Ανδρ. Λασκαράτου, Άγρα 2016)

χάση, η : χάσει
Το φεγγάρι είναι στην χάση,
φεγγαράκι χάσικο.
Το μυαλό μου το ’χω χάσει
για τα σε μπαγάσικο.
(Τραγούδι «Φεγγαράκι χάσικο», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

χήρας : χείρας
Κι όλο πήγαινες στης χήρας
με το τάβλι ανά χείρας
(Τραγούδι «Τσάο τσάο», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

χίλια : χείλια
Όλα ’ταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα· χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
(…)
Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

ψηλά : ψιλά
Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτα ψιλά.
(Σουρής, «Τα μάτια»)

Άφησα για το τέλος, για να το ξεχωρίσω, το μοναδικό απ’ όσο ξέρω ποίημα που είναι αφιερωμένο σε μια ομοηχία –ένα τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από τη συλλογή του Ρήματα, που αξιοποιεί την πλούσια ομοηχία της εξάρτησης:

Τριπλή παραλλαγή
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.

Και περιμένω να συμπληρώσετε τον κατάλογο με τα δικά σας σχόλια!

 

 

 

 

Advertisement

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 196 Σχόλια »

Τα τάλιρα της κοιλάδας

Posted by sarant στο 24 Ιουνίου, 2021

Τάλιρα βεβαίως δεν υπάρχουν σήμερα, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μια από τις παράπλευρες συνέπειες της εισαγωγής του ευρώ πριν από 20+ χρόνια, ήταν και ότι έθεσε υπό αμφισβήτηση όλους τους όρους που υπήρχαν για να δηλώνουν διάφορες αξίες κερμάτων της εποχής της δραχμής: το δίφραγκο και το τάλιρο κυρίως, αλλά ακόμα και το δεκάρικο και το εικοσάρικο.

Βέβαια, η γλώσσα είναι συντηρητική. Κι αφού ακόμα επιζούν στην ομιλία μας οι παράδες (ή δεν επιζούν;) και τα φράγκα, που έχουν πάψει να ισχύουν εδώ και πολλές πολλές δεκαετίες, αιώνες μάλλον, λογικό είναι και το δίφραγκο και το τάλιρο να αντισταθούν για κάποιο διάστημα στην επίθεση του δίευρου και του πεντάευρου (εγώ τα κλίνω, και τα γράφω «δίευρο», «πεντάευρο»).

Τέλος πάντων, αφού ακόμα τα θυμόμαστε τα τάλιρα, καλό είναι να τους αφιερώσω το σημερινό άρθρο, στο οποίο, σας προειδοποιώ, θα πω μερικά πράγματα που τα έχω ήδη ξαναγράψει, αν και θα προσθέσω και πολλά καινούργια.

Το τάλιρο λοιπόν ήταν το κέρμα των πέντε δραχμών. Πρόκειται για δάνειο από το ιταλ. tallero ή από το βενετικό talaro, αλλά η ετυμολογία της λέξης μάς πηγαίνει αρκετά βορειότερα.

Tal στα γερμανικά είναι η κοιλάδα. Λοιπόν, στην κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ, που σήμερα βρίσκεται στην Τσεχία και λέγεται Jachymov, αλλά στη γερμανοκρατούμενη Βοημία λεγόταν Joachimsthal με την τότε ορθογραφία, υπήρχε ασήμι, από το οποίο έκοψαν το 1519 ωραία αστραφτερά ασημένια νομίσματα, που τα είπαν, όχι με πολλή φαντασία είναι η αλήθεια, Joachimsthaler. Τα νομίσματα αυτά είχαν, ως φαίνεται, μεγάλο σουξέ, και η συγκεκομμένη λέξη thaler περνάει στις άλλες γερμανικές διαλέκτους, και κατηφορίζει ως την Ιταλία, ως tállero, από την οποία την πήραμε κι εμείς, τάλιρο, αν και μπορεί ο δανεισμός όπως είπα να έγινε από τον βενετικό τύπο, αφού και στη χώρα μας υπάρχει ο τύπος «τάλαρο» που μπορεί να είναι παλιότερος.

Βέβαια, αν είστε οπαδοί του Γκας Πορτοκάλος, όπως η αείμνηστη κ. Τζιροπούλου, θα προτιμήσετε μιαν ελληνοπρεπή (παρ)ετυμολογία, και θα προσφύγετε στον ομηρικό «τάλαρο», που σημαίνει «καλάθι», λέξη που μάλιστα επιβιώνει σε διαλεκτικές μορφές και σήμερα (ταλάρια στην Ήπειρο και στην Κύπρο) -και αφού συμβαίνει τα μέτρα βάρους ή όγκου να χρησιμοποιούνται και για ονομασίες νομισμάτων, ποιος μας πιάνει, η παρετυμολογία είναι έτοιμη, κι αν κάποιος παρατηρήσει ότι κάνετε άλματα χιλιετιών τον προσπερνάτε αγέρωχα, τον ανθέλληνα.

Επιστρέφουμε στην επιστημονική ετυμολογία, που έχει να μας δώσει κι άλλα ταξίδια. Διότι το thaler δεν κατηφόρισε μονάχα στα μέρη μας. Αφού αποτέλεσε το πιο διαδεδομένο νόμισμα στη βόρεια Γερμανία και στις σκανδιναβικές χώρες, πέρασε και στα ολλανδικά ως daler και από εκεί το πήραν οι Εγγλέζοι ως dollar.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γκας Πορτοκάλος, Ετυμολογικά, Νομίσματα, Ομοιοκαταληξία, Σφυγμομετρήσεις | Με ετικέτα: , , , , , | 154 Σχόλια »

Μιθριδατικά

Posted by sarant στο 28 Μαΐου, 2021

Μιθριδάτες υπήρξαν πολλοί στην ιστορία, αλλά όταν αναφέρουμε σκέτο, χωρίς άλλο προσδιορισμό, το όνομα αυτό, εννοούμε έναν συγκεκριμένο, τον Μιθριδάτη τον ΣΤ’, τον Ευπάτορα (120-63 π.Χ.), τον βασιλιά του ελληνιστικού βασιλείου του Πόντου, τον τελευταίο ηγεμόνα της Μικρασίας που προσπάθησε να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ρώμης, και έδωσε το όνομά του και στους Μιθριδατικούς πολέμους, ένας από τους οποίους διαδραματίστηκε και στα μέρη τα δικά μας, με τη δραματική εξέγερση των Αθηνών και τη μετέπειτα πολιορκία και άλωση της πόλης από τον Σύλλα.

Μιθριδάτης ή Μιθραδάτης είναι εξελληνισμός περσικού ονόματος, που σημαίνει «ο δοσμένος από τον Μίθρα» (ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τα περσικά, ίδια η ρίζα στο δατ-δοτός κτλ.) Είναι δηλαδή όνομα «θεοφορικό», πάνω στο ίδιο μοτίβο με ονόματα όπως Θεόδοτος, Θεόδωρος, Θεοδόσιος, Δωροθέα, Διόδοτος, το λατινικό Deodatus, το γαλλικό Dieudonné, το σλαβικό Μπογκντάν (μπογκ ο Θεός), το εβραϊκό Ναθαναήλ και άλλα πολλά που μπορούμε να βρούμε αν σκεφτούμε.

O Μιθριδάτης έχει περάσει στην αθανασία όχι μόνο ή τόσο επειδή εναντιώθηκε στους Ρωμαίους αλλά από τη λέξη «μιθριδατισμός». Επειδή φοβόταν μην τον δηλητηριάσουν, έπαιρνε συνεχώς μικρές δοσεις δηλητηρίου ώστε να φτιάξει ο οργανισμός του μεγάλη αντοχή στη δηλητηρίαση. Φαίνεται ότι τα κατάφερε, τόσο που, όταν στο τέλος της ζωής του, ηττημένος πια, θέλησε να πεθάνει για να μην τον πιάσουν ζωντανό, δεν μπόρεσε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο και διάταξε τον σωματοφύλακά του να τον σφάξει. Σήμερα, λέμε μιθριδατισμό τη βαθμιαία εξοικείωση με δυσάρεστες καταστάσεις, με αποτέλεσμα να μην εξεγείρεται κανείς για το κακό που το έχει συνηθίσει.

Μια άλλη πτυχή της ιστορίας του Μιθριδάτη που ενδιαφέρει το ιστολόγιο είναι η πολυγλωσσία του. Λένε ότι μιλούσε και τις 22 γλώσσες που μιλιούνταν από τους λαούς του βασιλείου του, όταν έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του -δηλαδή όλη τη Μικρασία καθώς και παράλια του ανατολικού και περιοχές του βόρειου Εύξεινου πόντου -Κριμαία, Αζοφική κτλ.

Αλλά ο Μιθριδάτης με τον οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια του άρθρου δεν είναι ο… Πόντιος. Διότι Μιθριδάτης (επώνυμο Χατζόγλου) είναι επίσης μουσικός της ραπ, γεννημένος το 1975 στην Κυψέλη, που έγινε γνωστός αρχικά από τη συμμετοχή του στο συγκρότημα Ημισκούμπρια, που μου άρεσε πολύ όταν εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1990.

Όπως έγραψα τις προάλλες με αφορμή τον Μπομπ Ντίλαν, μου αρέσουν τα είδη μουσικής που φέρνουν τον στίχο στην πρώτη γραμμή -και από την άποψη αυτή με ενδιαφέρει πολύ η ραπ, που αποτελεί, θα έλεγα, την εκδίκηση του στίχου, ή τέλος πάντων την επιστροφή του στο προσκήνιο. Αλλά και την επαναφορά της ομοιοκαταληξίας στο προσκήνιο, αφού η ραπ είναι ποίηση με ρίμες -και μάλιστα η δεξιοτεχνία στις ρίμες αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια της αξιοσύνης του ραπαδόρου.

Ο Μιθριδάτης λοιπόν έκανε αίσθηση προχτές, όταν κυκλοφόρησε ένα σχεδόν 13λεπτο καινούργιο τραγούδι με τίτλο «Για να μην τα χρωστάω», στο οποίο κάνει μια συνολική, χειμαρρώδη και κατεδαφιστική, κριτική αποτίμηση για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και για τα κακώς κείμενα της τελευταίας διετίας, που σημαδεύτηκε από την πανδημία.

Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «μουσικό φιλμ μικρού μήκους» και πράγματι είναι διαρθρωμένο σε 7 πράξεις, που η καθεμιά εστιάζεται σε διαφορετική πτυχή της κατάστασης. Συνολικά, έχουμε 260 στίχους οργανωμένους σε 130 ομοιοκατάληκτα δίστιχα.

Μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ομοιοκαταληξία, Στιχουργική, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , | 281 Σχόλια »

Πού κάμισο;

Posted by sarant στο 12 Νοεμβρίου, 2020

Τη λογοπαικτική ερώτηση του τίτλου μόλις τη σκέφτηκα, αν και δεν αποκλείω καθόλου να την έχουν σκεφτεί κι άλλοι στο παρελθόν -δεν υπάρχει γραφείο κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών για τα λογοπαίγνια.

Βέβαια, το «πουκάμισο» δεν αναλύεται σε πού + κάμισο, αυτό το λέμε για να γελάσουμε. Ξέρουμε άλλωστε ότι στην καθαρεύουσα ήταν «υποκάμισον».

Να το αναλύσουμε λίγο αυτό το «υποκάμισον». Θα μου πείτε, δεν θέλει ανάλυση: υπό + κάμισον. Αλλά τι είναι αυτο το κάμισον που από κάτω του μπαίνει το πουκάμισο;

Καμίσιον και κάμισον είναι τύποι της ύστερης αρχαιότητας, αφού πρώτη φορά τους βρίσκω σε κείμενα του 3ου-4ου αιώνα της χρονολογίας μας. Για να είμαι ακριβής, στο TLG βρίσκω μόνο το καμίσιον, το κάμισον υπάρχει σε παπύρους. Παίρνω ένα κάπως μεταγενέστερο παράδειγμα, από τον Ιωάννη Μόσχο (6-7 αι.):

Περὶ τούτου τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου ἀκούσας Ἀβράμιος ὁ ἡγούμενος τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας τῆς Νέας, ὅτι οὐκ εἶχεν ἱμάτιον ἐν τῷ χειμῶνι φορέσαι, ἠγόρασεν αὐτῷ καμίσιον.

Δεν είχε ρούχο να φορέσει τον χειμώνα και του αγόρασε καμίσιον -άρα το καμίσιον, τότε τουλάχιστον, θα ήταν κάπως χοντρό ρούχο, πανωφόρι, και το υποκάμισον πιο λεπτό, κάτω από το καμίσιον.

Αλλά στο ίδιο έργο του Μόσχου βρίσκουμε και την πρώτη εμφάνιση του τύπου υποκάμισον:  Εἶτα μετὰ χρόνον τινὰ λοιδορία κατ’ ἐμοῦ πρὸς τὸν βασιλέα γίνεται, ὅτι τὰ κομερκίου ἐσκόρπισα· καὶ πέμπει ὁ βασιλεὺς, καὶ διαρπάζει τὴν οἰκίαν μου, καὶ ἀπὸ ὑποκαμίσου ἀνασπᾷ με ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ δίδωσί με εἰς τὸ δεσμωτήριον, καὶ ποιῶ ἱκανὸν χρόνον μετὰ τοῦ παλαιοῦ καμισίου.

Και προχωρώντας μερικούς αιώνες πιο πέρα, βρίσκουμε και τους πρώτους τύπους με πουκάμισο, στον Σπανό, αυτό το βυζαντινό κρεσέντο κοπρολογίας:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Είναι αρρώστια τα τραγούδια, Ενδύματα και υποδήματα, Ιστορίες λέξεων, Ομοιοκαταληξία, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 255 Σχόλια »

Οι δρασκελιές της ποίησης

Posted by sarant στο 22 Μαρτίου, 2020

Μέρες πανδημίας, σίγουρα, αλλά χτες είχαμε και τη Μέρα της ποίησης, στις 21 Μαρτίου, που συμπίπτει περίπου με την ανοιξιάτικην ισημερία και κατά κάποιο τρόπο εγκαινιάζει την άνοιξη.

Δύσκολη άνοιξη η φετινή, σε καιρούς καραντίνας -αλλά να μην ξεχάσουμε την ποιηση. Οπότε σήμερα θα δημοσιεύσω ένα άρθρο, μάλλον τεχνικό, που όμως θα μας δώσει την ευκαιρία να θυμηθούμε μερικά ποιήματα. Το άρθρο το είχα εδώ και καιρό στο νου μου αλλά το τελικό έναυσμα μου το έδωσε μια συζήτηση που είχαμε πριν από μερικές μέρες με τον φίλο μας τον Τζι για τις εσωτερικές ομοιοκαταληξίες.

Να διευκρινίσω εδώ ότι μιλώ για την παραδοσιακή ποίηση, δηλαδή με στίχο έμμετρο, με ομοιοκαταληξία. Ίσως και στον ελεύθερο στίχο να παρατηρούνται κάποιες αναλογίες, αλλά έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Άλλωστε, τα παραδείγματα τα παίρνω κυρίως από το βιβλίο Η ομοιοκαταληξία του Ξ. Κοκόλη και από τη Νεοελληνική μετρική του Θρ. Σταύρου, που και τα δυο αναφέρονται κατεξοχήν στην ισόμετρη ποίηση.

Να δούμε, για παράδειγμα, το εξής απόσπασμα από το ποίημα «Ο Νυμφίος» του Γρυπάρη (ολόκληρο το βρίσκετε εδώ)

κι εδώ, όπου ασυντρόφιαστη και μόνη
αποτραβιούμαι, νιώθω να ζυγώνει
το σύγκρυο αναφτέριασμα του τρόμου.

Η ομοιοκαταληξία μόνη-ζυγώνει είναι ευχάριστη και ξαφνιάζει, λέει ο Κοκόλης, επειδή οι λέξεις της ρίμας έχουν διαφορετική συντακτική λειτουργία (θα ήταν λιγότερο ευχάριστη αν πχ είχε δυο ρήματα, ζυγώνει-θυμώνει), και επειδή και οι δυο στίχοι παρουσιάζουν διασκελισμό.

Διασκελισμός είναι το φαινόμενο της στιχουργικής κατά το οποίο ένας στίχος δεν κλείνει μέσα του ολόκληρο νόημα, αλλά η συντακτική ενότητα που το εκφράζει συνεχίζεται και στον επόμενο στίχο -αυτός είναι ο ορισμός που δίνει ο Θρασύβουλος Σταύρου.

Πράγματι, στον πρώτο από τους τρεις παραπάνω στίχους η πρόταση δεν τελειώνει στο τέλος του στίχου («μόνη») αλλά συνεχίζεται στον επόμενο: όπου ασυντρόφιαστη και μόνη αποτραβιούμαι».

Παρομοίως, στον δεύτερο στίχο, το «νιώθω να ζυγώνει» μένει ανολοκλήρωτο και μας δημιουργεί την προσμονή να δούμε τι είναι αυτό που ζυγώνει -και το βλεπουμε διαβάζοντας τον τρίτο στίχο.

Ο διασκελισμός είναι χαρακτηριστικό της προσωπικής ποίησης, Στη δημοτική και λαϊκή ποίηση ο κανόνας είναι κάθε στίχος να κλείνει ολόκληρο το νόημα, και αυτό το βλέπουμε στα δημοτικά τραγούδια πολύ καθαρά:

Του Λιβίνη

Τρία μεγάλα σύγνεφα στο Καρπενήσι πάνε,
τό ‘ να φέρνει αστραπόβροντα, τ’ άλλο χαλαζοβρόχια,
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη
Σε σένα, Μήτρο μου γαμπρέ, Σταθούλα ψυχογιέ μου,
αφήνω τη γυναίκα μου, το δόλιο μου το Γιώργη,
που ‘ ναι μικρός για φαμελιά κι άπ’ άρματα δεν ξέρει
Και σα διαβεί τα δεκαννιά και γίνει παλικάρι,
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τ’ άρματά μου,
που τά ‘χωσα στην εκκλησιά, μέσα στο άγιο βήμα,
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι ο Τουρκοκωσταντάκης

Οι διασκελισμοί που υπάρχουν εδώ οφείλονται μόνο στο ότι η προταση δεν μπορεί να χωρέσει στις δεκαπέντε συλλαβές, δεν έχουν γίνει από στιχουργική επιλογή. Αντίθετα, στην προσωπική ποίηση, ο διασκελισμός είναι θελημένος, για να χρωματιστεί εντονότερα μια λέξη ας πούμε. Επίσης, ο διασκελισμός σπάει τη μονοτονία.

Συνηθισμένοι διασκελισμοί είναι εκείνοι που χωρίζουν το ρήμα από το αντικείμενο ή το υποκείμενό του. Για παράδειγμα, στο σονέτο του Μαβίλη «Έρμονες»,

την ωραία αντιφεγγίδα σου στοιχειώνει
η ακύμαντη άρμη…

εχουμε το υποκείμενο (ακύμαντη άρμη) σε άλλον στίχο από το ρήμα και το αντικείμενο.

Πιο έντονοι διασκελισμοί είναι εκείνοι που χωρίζουν το επίθετο από το ουσιαστικό, πχ πάλι σε σονέτο του Μαβίλη, το Καρδάκι:

ΚΑΡΔΑΚΙ

Τ΄ άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου
ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι
χορταριασμένα κοίτονται. Γελάει
γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.

Κια λέω που ακόμα απ΄ την κορφή του ωραίου
βουνού στ΄ άσπρα ντυμένη ροβολάει
η αρχαία ζωή κι αυτού φεγγοβολάει
λαμπρός ναός τεχνίτη Κερκυραίου.

Χρυσόνερο, σε βλέπω γιατί μ΄ έχει
μαγέψει το νερό στην κρύα βρύση,
που μέσαθε από τ΄ άγιο χώμα τρέχει.

Έτσι κάποιος θεός θα τόχει ορίσει.
Κι όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει
στα γονικά του πλια δε θα γυρίσει.-

Στον πρώτο στίχο έχουμε τέτοιον διασκελισμό (αρχαίου / ναού), όπως και στον πέμπτο στίχο (ωραίου / βουνού). Να προσέξουμε επίσης ότι και ο ένατος στίχος έχει έντονο διασκελισμό αφού χωρίζει το βοηθητικό ρήμα από τη μετοχή (έχει / μαγέψει).

Όταν διαβάζουμε φωναχτά / απαγγέλλουμε ένα ποίημα, πρέπει να προσέχουμε τον διασκελισμό. Ο Κοκόλης συνιστά: Ο διασκελισμός πρέπει να ακολουθείται από μια αναγνωστική παύση που θα τη λέγαμε «μετέωρη»· μια παύση δηλαδή που να δείχνει ότι το νόημα δεν έχει ολοκληρωθεί· που να κρατάει «στον αέρα» τη συμπλήρωση του νοήματος.

Υπάρχουν και ακόμα πιο έντονοι τύποι διασκελισμού.

Ας δούμε ένα άτιτλο οχτάστιχο ποίημα του Αθ. Κυριαζή (1887-1950):

Η αγάπη μας, τι λιγοστή!
ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμιση τυλίγω στη
χρυσή της νύχτας την ανέμη.

Και θα την πω τραγουδιστά
σε παραμύθια φτερωτά μου
Το πιο πικρό τραγούδι στα
χαμένα χρόνια του έρωτά μου.

Αυτό το κομψοτέχνημα, σωστό μπιζουδάκι στιχουργικό, το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο ιστολόγιο σε ένα παλιότερο άρθρο μας (Τα μωσαϊκά της ποίησης) επειδή παρουσιάζει δυο ομοιοκαταληξίες-μωσαϊκό (τι λιγοστή : τυλίγω στη και τραγουδιστά : τραγούδι στα).

Στον τρίτο στίχο της κάθε στροφής έχουμε διασκελισμό που χωρίζει το άρθρο από το όνομά του (στη / χρυσή και στα / χαμένα). Κατά τον Κοκόλη, πρόκειται για «τον εντονότερο ίσως διασκελισμό που ανέχεται η γλώσσα μας».

Πράγματι ανάμεσα στο άρθρο και στο όνομα έχουμε ύψιστο βαθμό συνοχής, όπως επίσης ύψιστο βαθμό συνοχής έχουμε ανάμεσα στο ρήμα και στα αρνητικά μόρια δεν και μη.

Εντονότατος διασκελισμός με το «δεν» υπάρχει π.χ. στη Χαρά του Λαπαθιώτη:

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω...

Ανάλογος διασκελισμός με το «μη» στο ποίημα του Ζαλοκώστα «Εις την αποδημούσαν ψυχήν του«:

Χύσε, ψυχή, μια δέηση στους ουρανούς και στάσου
και μη στο μαύρο χώμα, μη
αφήνεις τ’ όμορφο κορμί
και τα ξανθά μαλλιά του.

Παρόμοια, πολύ έντονοι είναι οι διασκελισμοί που πέφτουν πάνω σε άλλα μόρια όπως τα δίχως, όπου, εκτός, έως -τα οποία, επειδή δεν τα λογαριάζουμε για κανονικές λέξεις αλλά πιο πολύ για «δείκτες λειτουργίας», όπως τα πρόσημα στην άλγεβρα, έχουν μέγιστη συνοχή με τη λέξη που ακολουθεί -άρα, ο διασκελισμός στις περιπτώσεις αυτές προκαλεί μεγάλο αιφνιδιασμό.

Διασκελισμό με το «έως» έχουμε στον Βάρναλη, στον Ορέστη. Το βάζω ολόκληρο γιατί είναι πολύ περίτεχνο σονέτο, χαρακτηριστικό της νεανικής του περιόδου:

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σα να ’ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
γιά το αίμα της μητρός σου γιά η ντροπή σου.

Διασκελισμός με το «δίχως» στον Παλαμά:

Χωρίς φούντωμα, δίχως
άνθος, χλόισμα, καρπό,
κάθε κλώνος σου στίχος
τραγουδιού π’ αγαπώ.

Διασκελισμός με το «να» στον Λαπαθιώτη, στο ίδιο ποίημα που είδαμε πιο πάνω:

Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει…

Διασκελισμός με το «εχτός» στις Εστιάδες του Γρυπάρη:

Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ’ άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.

Διασκελισμός με το «όμως» στον Δροσίνη, στην «Απόκριση στον Παλαμά«:

Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο διασκελισμός διακόπτει την κανονική, την προσδοκώμενη ροή του λόγου και προκαλεί ένα ξάφνιασμα, κάτι το απροσδόκητο. Και όταν συμβεί στο πρώτο σκέλος της ομοιοκαταληξίας, τότε προκαλεί, μαζί με το ξάφνιασμα, και την περιέργεια: πώς θα συνεχιστεί το νόημα ώστε να συμπληρωθεί η ρίμα;

Οπότε, η δρασκελιά της ποίησης είναι ένα απροσδόκητο στοιχείο που εξάπτει την περιέργεια.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, κάποιοι προχώρησαν τον διασκελισμό στο μη περαιτέρω, στη… διάσπαση του ατόμου. Δηλαδή όχι απλώς χωρίζουν λέξεις που έχουν μεγάλη συντακτική συνοχή, όπως άρθρο και όνομα ή μόριο και ρήμα, αλλά χωρίζουν την ίδια τη λέξη.

Εδώ έχουμε το παράδειγμα του Σολωμού, που έχει έναν και μοναδικό τέτοιον υπερδιασκελισμό, στον Ύμνο εις την ελευθερία.

Τόσα πέφτουνε τα θέρι
σμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

Επειδή πρόκειται για ξεχωριστό και αξιοπερίεργο στιχουργικό τέχνασμα, δεν θα πω άλλα για αυτόν τον «ενδολεκτικό» διασκελισμό, παρά μόνο ότι τον συνήθιζε ο Σκαρίμπας και από τους νεότερους ο Γιώργος Κεντρωτής. Ελπίζω κάποια στιγμή, πχ του χρόνου τέτοια εποχή, να γράψω ένα σχετικό άρθρο.

Και θα κλείσω με ένα ποίημα του καιρού μας, γραμμένο στη χιλιετία μας, που παρουσιάζει έναν έντονο διασκελισμό, ανάμεσα σε αόριστο άρθρο και σε όνομα, το Αντισονέττο του Θοδωρή Ρακόπουλου, γραμμένο το 2012. Έχει κάμποσους διασκελισμούς βέβαια -και με το «μια» στον προτελευταίο στίχο.

ΑΝΤΙΣΟΝΕΤΤΟ
Ξέρω πως την περιφρονείς αυτή την τέχνη. Δεν έχεις
κι άδικο. Λέξεις, η μια μετά την άλλη, και στο τέλος
μια ομοιοκαταληξία. Σπουδαίο πράμα… «Να προσέχεις»,
λένε οι φιλόλογοι, «τους δεκαπεντασύλλαβους, το μέλος
κι –όταν μπορείς– και τον ρυθμό». Μα τότε μένει η ποίηση
απλά μια τεχνική… Γι’ αυτό σου λέω, Μικρή Αλεπού,
φέρε τον χρόνο και την διάθεση να γίνει μες στην κίνηση
εικόνα το γραπτό, να αποτυπωθεί σαν όραμα αλλού,
σε κάποιον τοίχο ή σκοτεινή αίθουσα… ίσως ακόμη μες
στο θερινό της επαρχίας, με τα ζευγάρια που αγκαλιά
κοιτάνε το πανί, και λεν «καλά, το έργο είναι μεγάλο».
Βέβαια, νά πως να το πω, δήθεν μου έλειψες προχτές
και σκάρωσα αυτό εδώ, για να σου δείξω μια
περίπτωση σονέτου! Ας πάω τώρα να κάνω κάτι άλλο.

 

 

 

 

 

 

 

Posted in Ομοιοκαταληξία, Ποίηση, Στιχουργική | Με ετικέτα: , , , , , , | 129 Σχόλια »

Τα μωσαϊκά των στίχων

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2018

Σήμερα έχουμε 21 Μαρτίου, τη μέρα με την οποία συμβατικά μπαίνει η άνοιξη. Συμβατικά, σήμερα είναι κι η μέρα της εαρινής ισημερίας. Ωστόσο, η ισημερία δεν φυλακίζεται σε συμβάσεις -κι έτσι φέτος μας ήρθε απο χτες κιόλας.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να τιθασέψουν απόλυτα τα αστρονομικά φαινόμενα, μπορούν όμως να κυριαρχήσουν στους θεσμούς που φτιάχνουν οι ίδιοι -κι έτσι, ενώ η ισημερία είναι άστατη και μπορεί να πέσει είτε στις 20 είτε στις  21 είτε στις 22 του μηνος, η σημερινή μέρα είναι σταθερά και μόνιμα αφιερωμένη σε ένα από τα μεγάλα ανθρώπινα δημιουργήματα: είναι η Ημέρα της Ποίησης.

Το ιστολόγιο, καθώς ενδιαφέρεται «για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και όλα τ’ άλλα» αγαπά και την ποίηση, και αρκετές φορές έχουμε αφιερώσει άρθρο σε ποιήματα -είτε στις 21 Μαρτίου (όπως πέρυσι αλλά και παλιότερα) είτε άλλες μέρες.

Πριν από δυο χρόνια και κάτι είχα παρουσιάσει εδώ ένα άρθρο με τίτλο «Το ριμάριο των ομωνύμων«, στο οποίο παρουσίαζα ποιήματα και στίχους στα οποία οι ομοιοκαταληξίες αφορούσαν ομόηχες λέξεις, ας πούμε στα Τείχη του Καβάφη:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

Οι ομοιοκαταληξίες «αιδώ: εδώ» και «τείχη : τύχη» αφορούν ομόηχες λέξεις (ομώνυμες στη φιλολογική ορολογία).

Στο άρθρο εκείνο το προπέρσινο έγραφα:

Συναφείς με τις ομοιοκαταληξίες ομωνύμων είναι οι ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομόηχα, αλλά στη μια περίπτωση έχουμε περισσότερες από μία λέξεις: μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού«:

Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως θα τις αφήσουμε για άλλο άρθρο.

Ε, σήμερα ήρθε η ώρα γι’ αυτό το άλλο άρθρο. Θα δούμε ομοιοκαταληξίες-μωσαϊκά, όπως τις αποκάλεσε ο μακαρίτης Ξ. Κοκόλης, όπου υπάρχει ομοηχία, αλλά τουλάχιστον στον ένα στίχο (ή και στους δύο) έχουμε όχι μία αλλά περισσότερες λέξεις όπως στο με τάξη : μετάξι.

Ενώ οι ομοιοκαταληξίες με ομόηχες λέξεις  είναι σχετικά συχνές, ίσως επειδή η ελληνική γλώσσα έχει πολλά ομόηχα, η ειδική περίπτωση των μωσαϊκών είναι μάλλο σπάνια γι’ αυτό και οι περιπτώσεις που θα παρουσιάσω είναι μετρημένες στα δάχτυλα.

Εννοείται ότι αφού μιλάμε για ομοιοκαταληξίες περιοριζόμαστε στα ποιήματα με παραδοσιακό στίχο ή στα τραγούδια. Επιπλέον, τόσο οι ρίμες με ομόηχα όσο και οι ρίμες-μωσαϊκά δινουν την εντυπωση παιχνιδιού (ο Σεφέρης τις έλεγε ρίμες-καλαμπούρια) κι έτσι εμφανίζονται περισσότερο στη σατιρική ποίηση.

Αν και όχι αποκλειστικά. Ο Καβάφης ειδικευόταν τόσο στις ρίμες με ομόηχα όσο και στην υποπερίπτωσή τους, τα μωσαϊκά. Μάλιστα, ένα από τα Κρυμμένα ποιήματά του, το Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου, καταρρίπτει κάθε ρεκόρ, αφού όλες του οι ρίμες είναι με ομόηχες λέξεις και μία από αυτές είναι ρίμα-μωσαϊκό:

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Έχουμε ομόηχη ρίμα (στάλα-στ’ άλλα), που είναι μωσαϊκό επειδή ο ένας όρος της ομοιοκαταληξίας δεν είναι μία λέξη, αλλά δύο. Κατά σύμπτωση, την ιδια ρίμα (μες στ’ άλλα – ζει κι η στάλα) τη χρησιμοποιεί και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης στο ποίημα «Ανοιξιάτικη μπόρα«.

Η διασημότερη ρίμα-μωσαϊκό είναι βέβαια στην Πόλι του Καβάφη:

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν’ η καρδιά μου —σαν νεκρός— θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού —μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Η ρίμα που μας ενδιαφέρει είναι θαμμένη : θα μένει.

Στα μωσαϊκά μπορεί, ακόμα πιο σπάνια, το ένα σκέλος της ρίμας να απαρτίζεται όχι από δύο αλλά από τρεις λέξεις. Παράδειγμα από το τραγούδι Οι ιππόται πότε πότε:

Αι ωραίαι δεσποσύναι
ολο πίνανε κι εκείναι
κι απ’ το πίνε πινε πίνε
δες πώς – δες πώς – δες πώς είναι.

Το μωσαϊκό ειναι η ρίμα «δεσποσύναι : δες πώς είναι». Το ίδιο τραγουδάκι εχει και μια ρίμα με ομόηχα, πόται : πότε, ενώ η ρίμα «ιππόται : πόται» λέγεται ρίμα-ηχώ επειδή η μια λέξη «αγκαλιάζει» την άλλη, όπως στην αντήχηση -αλλά αυτή την κατηγορία θα την αφήσω για άλλο άρθρο.

Τέλος, ένα πιο περίπλοκο μωσαϊκό έχουμε όταν και τα δυο σκέλη της ομοιοκαταληξίας είναι περισσότερες από μία λέξεις, όπως στο εξής κομψοτέχνημα του Αθ. Κυριαζή:

Η αγάπη μας, τι λιγοστή!
ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμιση τυλίγω στη
χρυσή της νύχτας την ανέμη.

Και θα την πω τραγουδιστά
σε παραμύθια φτερωτά μου
Το πιο πικρό τραγούδι στα
χαμένα χρόνια του έρωτά μου.

Σε οχτώ στίχους ο Κυριαζής χώρεσε μια ρίμα με ομόηχα (ανέμοι : ανέμη), ένα απλο μωσαϊκό (τραγουδιστά – τραγούδι στα), ένα σύνθετο μωσαϊκό (τι λιγοστή – τυλίγω στη), ενώ ο τρίτος στίχος και στις δύο στροφές έχει έναν από τους τολμηρότερους διασκελισμούς που αντέχει η ελληνική γλώσσα. Αλλά για τους διασκελισμούς θα γράψουμε άλλη φορά.

Συγκεντρώνω εδώ, σε χαλαρή αλφαβητική σειρά, όλες τις ρίμες μωσαϊκά που έχω βρει είτε σε ποιήματα είτε σε τραγούδια.

δεσποσύναι : δες πώς είναι

Αι ωραίαι δεσποσύναι
ολο πίνανε κι εκείναι
κι απ’ το πίνε πινε πίνε
δες πώς – δες πώς – δες πώς είναι.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε«, στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

θαμμένη : θα μένει
κι είν’ η καρδιά μου —σαν νεκρός— θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
(Καβάφης, Η πόλις)

Ιάπωνες : οι άπονες
κι οι κοπελιές οι άπονες
ερωτευτήκαν τους Ιάπωνες
(Μανούσος Φάσσης = Μαν. Αναγνωστάκης)

Ισπανοί : οι σπανοί: εις πανί / ισπανικό : εις πανικό

Οι σπανοί
Ισπανοί
ζωγραφίσαν εις πανί
ιππικόν Ισπανικόν
εις πανικόν.
(Ευτράπελο στιχούργημα)

Κάντο : καν’ το
Άλλο το να γράφεις Canto
κι άλλο να σου λένε: κάν’ το
(Μανούσος Φάσσης = Μαν. Αναγνωστάκης)

μεγάλα : με γάλα

Τα μάτια της μαργιόλισσας δεν είν’ τόσο μεγάλα
μόνο μικρά και νόστιμα, μέλι μαζί με γάλα
(Ερωτικό δίστιχο της συλλογής Passow)

μετάξι : με τάξη
Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο, πολύτιμο μετάξι.
(Καβάφης, Του μαγαζιού)

στάλα : στ’ άλλα
δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.
(Καβάφης, Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου)

τι λιγοστή : τυλίγω στη
Η αγάπη μας, τι λιγοστή!
ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμιση τυλίγω στη
χρυσή της νύχτας την ανέμη.
(Αθ. Κυριαζής)

τ’ όχι : το ‘χει
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
(Καβάφης, Che fece … il gran rifiuto)
* βέβαια, ο Καβάφης γράφει «το Όχι» αλλά στο διάβασμα προφέρουμε μαλλον τ’ Όχι.

τραγουδιστά : τραγούδι στα
Και θα την πω τραγουδιστά
σε παραμύθια φτερωτά μου
Το πιο πικρό τραγούδι στα
χαμένα χρόνια του έρωτά μου.
(Αθ. Κυριαζής)

Μάλλον πενιχρή η συγκομιδή μας, μόλις δέκα λήμματα. Μπορείτε να την εμπλουτίσετε με δυο τρόπους. Ο ένας είναι να βρείτε ποιήματα ή τραγούδια που να έχουν ομοιοκαταληξίες-μωσαϊκά, αν και αυτό ίσως φανεί δύσκολο.

Ο άλλος τρόπος είναι να φτιάξετε εσείς δικές σας ομοιοκαταληξίες. Για παράδειγμα, στο προπέρσινο άρθρο, ο φίλος μας ο Πάνος (με πεζά) είχε φτιάξει δυο ωραία μωσαϊκά:

Θα μου πείτε, Μήτρο, Πάνο,
αν ακούτε Μητροπάνο;

Θα μου πείτε, ω φελλοί,
το κρασί πού ωφελεί;

Να βάλω κι ένα δικό μου, που το σκάρωσα τώρα:

Μου λέει: έχω ιδανικά
του λέω: δικά σου ή δανεικά;

Ή μπορείτε να βάλετε όποιο ποίημα θέλετε στα σχολια, μέρα της ποίησης είναι!

 

 

 

Posted in Καβαφικά, Λογολογία, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 181 Σχόλια »

Το ριμάριο των ομωνύμων

Posted by sarant στο 7 Φεβρουαρίου, 2016

Ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες.Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».

Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.

Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε μετά να τα τιθασέψουμε και να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».

Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.

Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους).

Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων -και στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια:

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Καβαφικά, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 258 Σχόλια »

Η τιράντα της Μιράντας

Posted by sarant στο 26 Ιανουαρίου, 2012

Η Μιράντα και η καταιγίδα, πίνακας του Waterhouse (1916)

Πένθιμοι καιροί μας έχουν περικυκλώσει, ας βάλουμε ένα πιο ανάλαφρο θέμα σήμερα. Προτού ξεκινήσω, σπεύδω να διευκρινίσω ότι το άρθρο δεν αποτελεί υπαινιγμό για καμία συγκεκριμένη Μιράντα -μάλιστα, μόνο μία γυναίκα έχω γνωρίσει με το όνομα αυτό κι έχω χάσει εδώ και καιρό τα ίχνη της. Το όνομα είναι αφορμή για να αφηγηθώ μια παλιά ιστορία για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, που είναι άλλωστε και τα βασικά μας ενδιαφέροντα εδώ.

Το όνομα Μιράντα είναι μάλλον σπάνιο στα ελληνικά αλλά βέβαια μερικές γνωστές Μιράντες έχουμε, ας πούμε τις ηθοποιούς Μιράντα Κουνελάκη και Μιράντα Μυράτ. Το όνομα πάντως δεν είναι ντόπιο και στο eortologio.gr, που έχει όλες τις γιορτές, ακόμα και τις πιο σπάνιες, βρίσκουμε ότι «δεν γιορτάζει», δηλαδή ότι το όνομα δεν περιλαμβάνεται στο εορτολόγιο της εκκλησίας μας. Αν ξέρετε κάτι άλλο εσείς, πείτε μας. Για την προέλευσή της, βρίσκω ότι είναι το θηλυκό του λατινικού mirandus, από το mirare = θαυμάζω, δηλαδή Μιράντα είναι η θαυμαστή, η αξιοθαύμαστη.

Πότε άρχισαν ελληνίδες να ονομάζονται Μιράντες, δεν ξέρω. Πάντως, τον Γενάρη του 1899 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η τέχνη το ποίημα «Μιράντα» του Στέφανου Ραμά, κι εδώ θα σταθούμε. Αλλά πρώτα να κάνουμε τις συστάσεις.

Το περιοδικό «Η τέχνη», με εκδότη τον ποιητή Κώστα Χατζόπουλο, ήταν μάλλον βραχύβιο, αφού έκλεισε μόλις συμπλήρωσε έναν χρόνο ζωής, δώδεκα μηνιαία τεύχη από τον Νοέμβρη του 1898 έως τον Οκτώβριο του 1899. Ωστόσο, έγραψε ιστορία. Όπως είχε φιλοδοξήσει ο ιδρυτής της, η Τέχνη δεν έμοιαζε με κανένα από τα ως τότε περιοδικά. Ήταν το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που γραφόταν στη δημοτική, πριν ακόμα κι από τον Νουμά. Και ήταν καθαρά λογοτεχνικό περιοδικό, με συνεργάτες τα πιο λαμπρά ονόματα της πνευματικής ζωής. Οι συντελεστές του περιοδικού ονομάστηκαν «μαλλιαροί» και έγιναν στόχος του χλευασμού των καθαρευουσιάνων δημοσιογράφων –όμως τα δικά τους ονόματα θυμόμαστε σήμερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Γλωσσικά στιγμιότυπα, Δημοτικισμός, Ομοιοκαταληξία, Ονόματα, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 172 Σχόλια »

Μια ρίμα για το δυο χιλιάδες δώδεκα!

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2012

Έχουμε αναφερθεί ξανά στον σατιρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή, που έβγαζε τη σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Ρωμηός», όλην έμμετρη, χωρίς διακοπές από το 1883 έως το 1918, και την έγραφε ολόκληρη ο ίδιος. Στην παραπάνω πρόταση έχω κάνει τουλάχιστον μια γενίκευση. Ο Ρωμηός πράγματι έβγαινε από το 1883 έως το 1918 (και όχι 1919 όπως γράφω λαθεμένα στο προηγούμενο άρθρο), αλλά ποτέ δεν έβγαζε 52 φύλλα το χρόνο: κάθε χρόνο ο Σουρής έκανε διακοπές ένα-δυο μήνες το καλοκαίρι (που τους περνούσε στο Νέο Φάληρο), ενώ και μέσα στο χρόνο παρέλειπε να εκδοθεί κάποια Σάββατα’ το είχε άλλωστε δηλώσει στην προμετωπίδα της εφημερίδας: Ο Ρωμηός την εβδομάδα μια φορά μόνο θα βγαίνει / όποτ΄ έχω εξυπνάδα κι όποτε μου κατεβαίνει. Έτσι, υπήρξαν και χρονιές που έβγαλε μόνο γύρω στα 30 τεύχη, ενώ άλλες φορές, βγάζοντας και εμβόλιμα τεύχη, έφτασε τα 50 τεύχη τη χρονιά. Εκτός όμως από αυτό, ο Ρωμηός διέκοψε δυο φορές την έκδοσή του για πολλούς μήνες, αρχικά το 1883, ενώ μετρούσε μόλις λίγους μήνες ζωής, όταν ο Σουρής έδωσε εξετάσεις για το δίπλωμα της Νομικής (όπου απερρίφθη μετά πολλών επαίνων και μετά κυνηγούσε ανελέητα τον σπανό Σεμιτέλο, τον καθηγητή Λατινικών που τον έκοψε) και στο τέλος, από τον Νοέμβρη του 1916 έως το καλοκαίρι του 1917, όταν η επιστρατική τρομοκρατία έλυνε κι έδενε στην Αθήνα του διχασμού.

Ένας πολύ ψείρας αναγνώστης (σαν κι εμένα) θα έλεγε ότι και η διατύπωση «την έγραφε ολόκληρη ο ίδιος» είναι ανακριβής, αφού στα πρώτα τεύχη του Ρωμηού έγραφε και ο Δημήτριος Κόκκος -αν και βέβαια στις εκατοντάδες χιλιάδες στίχους του Ρωμηού, αν υπάρχουν και πεντακόσιοι ή χίλιοι του Κόκκου είναι (συγχωρέστε μου το φριχτό λογοπαίγνιο) κόκκος άμμου στην απέραντη θάλασσα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Ρωμηός έβγαινε όλος έμμετρος από το τέταρτο τεύχος και μετά (στα τρία πρώτα τεύχη υπήρχαν κάποιοι τίτλοι σε πεζό). Ο ίδιος ο τίτλος ήταν έμμετρος (Ο Ρωμηός εφημερίς / που την γράφει ο Σουρής), όπως και η ημερομηνία, ο αριθμός του τεύχους, οι λεζάντες, οι τίτλοι των ενοτήτων, οι μικρές αγγελίες, όλα! Βλέπετε εδώ την προμετωπίδα του πρώτου φύλλου του 1912:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αστεία, Ομοιοκαταληξία, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά, Σουρής | Με ετικέτα: , | 78 Σχόλια »