Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Πασχαλινά’ Category

Πάσχα (ένα χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα είναι, ας πούμε, επίκαιρο, μια και έχει τον τίτλο Πάσχα και αφηγείται μια πασχαλινή εκδρομή στην εξωτική Πεντέλη. Πιθανώς δημοσιεύτηκε τις μέρες κοντά στο Πάσχα του 1929 (που έπεφτε αργά, 5 Μαΐου), αλλά ούτε ο Καλάργαλης σημείωσε την ημερομηνία δημοσίευσης, ούτε ο παππούς μου στο τετράδιό του. Ο υπέρτιτλος του χρονογραφήματος είναι Αναμνήσεις. 

Αγνοώ ποιος ήταν ο δήμαρχος Πειραιώς που, όπως αναφέρεται στην αρχή, ήθελε να συγκροτήσει «πενταμελή επιτροπή από τρία άτομα» -αλλά βλέπουμε ότι ο Βαμβακούλας δεν ήταν ο πρώτος διδάξας!

ΠΑΣΧΑ

Οκταμελής παρέα ής προήδρευεν o Θείος Σταύρος, ιατρός των οδόντων και των ψυχών —των πρώ­των διά της επιστήμης και των δευτέρων δια της απαραμίλλου ευθυμίας του— απεφάσισεν εν πλήρει συμπνοία των έξ εγκεφάλων της να εορτάσει το Πάσχα διά μεγα­λειώδους εις Πεντέλην εκδρομης.

Λέγομεν δε «οκταμελής παρέα» με «έξ εγκεφάλους» όχι διότι μιμούμεθα τον άλλοτε Δήμαρχον Πειραιώς συγκροτούντα «πενταμε­λή επιτροπήν εκ τριών ατόμων», αλλά διότι ο Σταύρος ών χονδρός και τεράστιος ήξιζεν όσον δύο τουλάχιστον εκδρομείς αυξάνων ούτω τα επτά μέλη της παρέας εις οκτώ ενώ o υπηρέτης του Χρήστος ών ηλίθιος o δυστυχής περιόριζε τους εγκεφάλους εις έξ.

Η Πεντέλη είναι η προσφιλεστέρα ημίν αττική γωνία και δι’ άλλους λόγους αλλά και διότι ενθυμούμεθα πόσας αλησμονήτους ημέρας ή και νύκτας διήλθομεν πλησίον του μοναστηριού —εκτός βολής εννοείται— καταβροχθίζοντες παχυτάτους οβελίας και πίνοντες άκρατον αττικόν ρητινίτην, όστις ρέει αφθόνως εκ τών βαρελίων των εκεί εγκατεστημένων καπήλων αντί 10 δραχμών κατ’ οκάν.

Επειδή όμως εσχάτως οι ρηθέντες κάπηλοι προσβληθέντες υπό της γνωστής επιδημικής νόσου της αισχροκερδείας ενόθευον (ως επείσθημεν εκ προγενεστέρας απογευματινής εκδρομής) το θείον νέκταρ διά του νερού της παραπλεύρου «νερομάνας» απεφασίσαμεν να κάμομεν προμήθειαν κρασιού εξ Αθηνών «ίνα μη πέσωμεν είς ακράσίαν» κατά το παλαιόν καλαμπούρι.

Ορμητήριον της παρέας ήτο το επί της οδού Ακαδημίας ενδιαίτημα του Σταύρου όστις, λαβών τον Χρήστον, ημάς και τεραστίαν νταμιζάναν χωρούσαν όσα τα μέλη της παρέας οκάδας, ετράπη διά της οδού Μαυρομιχάλη προς την οδόν Δερβενίου εις υπόγειόν τι της οποίας επωλείτο «μόνον εις τους γνωστούς» γνησιότατον καλαβρυτινόν κοκκινέλι. Ο οινοπώλης κατελθών εκ Καλαβρύτων διά του κοσμούντος αυτά περιφήμου οδοντωτού σιδηροδρόμου με εφόδια μί­αν σύζυγον και ένα γάιδαρον ήλθεν εις Αθήνας και μετελθών το επάγγελμα του γαλατά απέκτησε μέγαρα, τέκνα και αυτοκίνητον εις αντικατάστασιν του αποθανόντος γαϊδάρου του, μετεβλήθη δε εις οινοπώλην και τίμιον άνθρωπον, κα­θόσον ών γαλατάς επότιζεν αφθόνως το γάλα ενώ το κρασί το άφηνεν άνευ ύδατος.

Αλλ’ ο οινοπώλης έλειπε την εσπέραν εκείνην, τον ανεπλήρου δε η ερίτιμος συμβία του, εμπειροτάτη ίσως δια το γαλακτοπωλείον, αδαής όμως εις τα κρασιά, η οποία πεισθείσα ότι είμεθα πατριώται της και ακούσασα τας ψευδείς εκ Καλαβρύτων ειδήσεις μας παρέλειψε το μέτρημα των εις την δαμιζάναν ριπτομένων «μισών» τας οποίας λίαν ευχαρίστως εμέτρα ο Σταύρος. Ότε λοιπόν και η δέκα­τη έκτη μισή διελθούσα το μαυριδερόν χωνίον ανεπαύθη εις τα έν­δον του δοχείου ο Σταύρος ανεφώνησε «ένδεκα» ήτοι πεντέμισι οκάδες.

— Μάς κάνουνε κυρά Γιάννενα από εφτάμισι τριάντα έξι και πενήντα, βγάλε τη μισή για «κολάρα» τριαντατρείς,

(«Κολάρα» λέγονται τα ελλείμματα της μισής ήτις δεν γεμίζεται συνήθως ως επάνω ίνα μη χυθεί το κρασί κατά το άδειασμα. Τα ανα­γνωρίζουν δε όλοι οι «ευηγμένοι» ταβερνιάρηδες).

Εάν ο ευμενής αναγνώστης κάμει τον πολλαπλασιασμόν θα εύρει πιθανώς κάποιο λάθος αλλ’ η γραία δεν ήτο εντριβής εις την προπαίδειαν και δεν εδυσπίστει εις τούς «πατριώτες» της.

Επληρώσαμεν και εφύγαμεν δρομαίοι, πείθοντες αλλήλους ότι πρέπει να σπεύσομεν να ακούσομεν την Ανάστασιν και όχι διότι εφοβούμεθα μην ανακαλύψει η γραία την υπεξαίρεσιν. Αλλά «το άδικον ουκ ευλογείται» ως θα ίδει ο αναγνώστης.

Εκκλησιασθέντες εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής μετά την τοποθέτησιν εις ασφαλές μέρος της οινοφόρου, και φαγόντες την γευστικοτάτην μαγειρίτσαν —έργον των χειρών και της δεξιότητος της κόρης του Σταύρου— απεχωρίσθημεν ορίσαντες ώραν εκκινήσεως την εβδόμην πρωϊνήν.

Εγώ και ο Ανέστης έχοντες υπ’ όψει ότι αι γυναίκες χρειάζονται μίαν τουλάχιστον ώραν ίνα ετοιμασθούν τας εξυπνήσαμεν εις τας έξ ενώ τα ωρολόγια των κυριών εδείκνυον επτά παρά τέταρτον.

Ούτω εφθάσαμεν εγκαίρως. Ο Σταύρος και η κόρη του όντες προ πολλού έξυπνοι μας ανέμενον. Αφού δε επίομεν μερικά ούζα αντί καφέ λαβόντες τας προμηθείας και τον Χρήστον εξεκινήσαμεν.

Η από Αθηνών μέχρις Αμα­ρουσίου απόστασις, καίτοι διανυθείσα δι’ αυτοκινήτου, ουδέν έσχε το απευκταίον. Εις το Μαρούσι μισθώσαντες δύο υποζύγια διά τας κυρίας και τα τρόφιμα ύστερα από παζάρι ενός τετάρτου με δύο ωραίες Μαρουσιώτισσες(λόγω της εορτής υπήρχε σπάνις γαϊδουριών) ελάβομεν την άγουσαν διά την Πεντέλην.

Η εν μέσω πευκώνων, αμπελώνων και αγρών μαγευτική άλλοτε οδοιπορία ήτο τώρα πραγματικόν μαρτύριον λόγω της καταστάσεως του δρόμου, έχοντος σκόνην ικανήν να επισκιάσει ολόκληρον την Ελλάδα εν καιρώ ανέμου, εις την οποίαν εχώθημεν μέχρι γονάτων. Εις τα Μελίσσια εκάμαμεν ένα σταθμόν και εκεί συνέβη κάτι φρικώδες.

Ιδών ότι το δέσιμον της νταμιζάνας εις το σαμάρι ήτο επικινδύνως χαλαρόν ηθέλησα να το στερεώσω. Μη γνωρίζων όμως την φύσιν των κόμβων κατόρθωσα να την αφήσω να πέσει με ορμήν και να συντριβεί εις μίαν πέτραν συντρίβουσα και την καρδίαν μου διά το δυστύχημα. Ούτε μία οκά δεν έμεινεν εντός του θραυσθέντος κελύφους ήτις και κατεπόθη αμέσως.

Ευτυχώς γνωστός μας ταβερνιάρης Μελισσιών ευσπλαχνισθείς μάς εφοδίασεν διά συστατικής επιστολής προς ένα Πεντελίτην συγγενή του, όστις μάς παρέσχεν όταν ανέβημεν άφθονον και καλόν ρητινίτην.

Το γλέντι παρά το δυστύχημα ήτο ευθυμότατον και το ψητόν, απλωμένον επί κλαδίσκων πεύκου ήτον τόσον ορεκτικόν ώστε…

Το απόγευμα ανήλθον μόνος εις την κορυφήν βραχώδους λοφίσκου νοτίως της Μονής, όπου προ ετών είχον κρύψει έν δίδραχμον εις την κοιλότητα του κιονίσκου τού χρησιμεύοντος ως ορόσημον.

Ο κιονίσκος έκειτο κατά γης και το δίδραχμον είχεν εξαφανισθεί. Τον εσήκωσα και ετοποθέτησα εις την ιδίαν κοιλότητα έτερον νόμισμα, δραχμής αυτήν την φοράν. Κύριος οίδε εάν θα αξιωθώ ποτέ και πότε να ιδώ εάν παραμένει ακόμη εκεί.

Κατόπιν επήγα να ποτίσω τα υποζύγια εις την βρύσιν της Μονής ιππεύσας επί του ενός και σύρων το έτερον. Εκεί κοντά εις την βρύσιν το υποζύγιόν μου επεθύμησε την ελευθερίαν του συντρόφου του και την απέκτησε αφού δι’ ενός πηδήματος με εξήπλωσεν ειςς ένα βορβορώδη χάνδακα. Κρίμα που υπηρέτησα εις το πεδινόν πυροβολικόν και εδιδάχθην ιππασίαν! Ευτυχώς το νερόν της βρύσεως ήτο άφθονον και μόνον επιγραφή Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν έλειπεν καίτοι η βρύσις ανήκεν εις μονήν. Θα ηδύνατό τις άπιστος να υποθέσει ότι δεν συμφέρει εις τους καλογήρους.

«Ήταν μαγεία o γυρισμός το δειλινό» και το μόνον άξιον μνείας εκτός του ηλιοβασιλέματος και των λοιπών ποιητικών απολαύσεων ήτο η επανάληψις του πειράματος της γαϊδάρας που έρριψε δι’ ετέρου πηδήματος την Μυρσίνην εντός του κονιορτού. Ταύτην (την γα­ϊδάραν δηλαδή και όχι την Μυρσίνην) συλλαβόντες εξυλοφορτώσαμεν επαξίως. Η δε παθούσα (η Μυρσίνη δηλαδή και όχι η όνος) μόνον ετρόμαξεν εκ της πτώσεως χωρίς να κτυπήσει, αφού ως προείπομεν η σκόνη εσχημάτιζε παχύτατον στρώμα. Και τότε είπομεν «ευτυχώς» πού έχει σκόνη o δρό­μος και επείσθημεν ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Ώ! αξέχαστες όμορφες μέρες! Αλλ’ «έσετ’ ήμαρ ότ’ αν ποτ’…»

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

* Σημειώνω ότι τα αποσιωπητικά μετά το «ώστε» δεν δηλώνουν ότι λείπει κείμενο. Απλώς ο Βριάρεως αφήνει τη συνέχεια της φράσης στην κρίση μας.

* Το αρχαίο στην τελευταία πρόταση είναι από τον Όμηρο: ἔσσεται ἦμαρ ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ, δηλαδή θα έρθει μέρα κάποτε που θα χαθεί το κάστρο της Τροίας. Σήμερα χρησιμοποιούμε παροιμιωδώς μονάχα τις δυο πρώτες λέξεις.

Advertisement

Posted in Άχθος Αρούρης, Αττική, Πασχαλινά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 95 Σχόλια »

Τ’ αερικό στο δέντρο (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 16 Απριλίου, 2023

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα του Πάσχα ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Και φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, και μάλιστα εις διπλούν, διότι και αύριο έχουμε ένα θέμα σχετικό με τον Παπαδιαμάντη, αν και όχι διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907 στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας, στο οποίο ο Παπαδιαμάντης είχε δημοσιεύσει συνολικά πάνω από δέκα διηγήματα. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.org. Με αστερίσκο επισημαίνονται δυο λέξεις, καραβίζω δηλ. ρίχνω στο νερό καραβάκια από ξύλο ή χαρτί, και κότσικα, που είναι οι καρποί του κότσικα, άγριου φυλλοβόλου δέντρου, όπως λέει το γλωσσάρι των Απάντων του Παπαδιαμάντη.

O Παπαδιαμάντης αφηγείται ένα επεισόδιο της παιδικής του ηλικίας, μια κατάρα που φαίνεται να έπιασε.

Στο τέλος του διηγήματος παραθέτω κατάλογο των άλλων πασχαλινών λογοτεχνημάτων που έχουμε παρουσιάσει κατά καιρούς στο ιστολόγιο. Όπως θα δείτε, τα τρία πρώτα χρόνια δεν είχαμε πασχαλινό αφήγημα διότι τότε δεν με είχε πιάσει η μανία της καθημερινής δημοσίευσης και το Πάσχα έπαιρνα άδεια. Μετά όμως ήρθε το μνημόνιο και καταργήθηκαν οι άδειες.

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Κάτω στὰ Βουρλίδια, καθὼς κατηφορίζεις ἀπὸ τὶς Βίγλες, ἀνάμεσα Πλατάνα καὶ Πετράλωνο, σιμὰ στῆς Γανωτίνας τὸν Μύλον, ἐκεῖ κατεβαίνει τὸ ρεῦμα χείμαρρος, νᾶμα, δρόσος καὶ ἴαμα, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εὐφροσύνη ὀρνέων, ἐπαύλεις Σειρήνων, καὶ καλάμη καὶ χλόη· ἐκεῖ τὸ ὄμμα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται, ὡς σώφρων Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν᾿ ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ μυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν: Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά.

Τέσσαρα ἢ πέντε καλύβια ἀγροτῶν καὶ βοσκῶν, ἀντικρύζοντα εἰς ἄλληλα, ἦσαν κτισμένα ἐπὶ τῶν κλιτύων ἔνθεν κ᾿ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. Ὅλα τ᾿ ἀνήλικα παιδία τῶν ἀγροδιαίτων αὐτῶν οἰκογενειῶν συνηγελάζοντο καθημερινῶς πρὸς τὸ βάθος τῆς ρεματιᾶς, κυλιόμενα μέσα εἰς τὰ παχέα χόρτα, ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας καὶ τοὺς καλαμῶνας, παίζοντα εἰς τὸν ἴσκιον τῶν βαθυφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα ἠγκαλίζετο ὁ κισσὸς ἀπὸ τῆς ρίζης σπειροειδῶς ἀνέρπων μέχρι τῆς κορυφῆς, σιμὰ εἰς τὸ διαυγὲς ρεῦμα τοῦ ὁποίου ἠκούετο ὁ ψίθυρος, κελαρύζων βαθιὰ εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῶ ἡ αὔρα ἔσειε μυστικὰ τοὺς βαθυπρασίνους θάμνους, κ᾿ οἱ παπαροῦνες ἔβαπτον μὲ κόκκινα στίγματα ὅλα τὰ κατηφορικὰ χωράφια γύρω, ἐν μέσῳ πληθύος ἄλλων ποικιλοχρώμων ἀνθέων, ὁποὺ ἐνθύμιζαν τὸ ᾆσμα τὸ ψαλὲν εἰς τὰς ἐκκλησίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν σεβάσμιον: «ἀνεδήσω στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι· καὶ τὴν χλαῖναν τὴν κοκκίνην ἐφόρεσας…» Κ᾿ ἐκεῖ τὰ πετεινὰ εὐφραινόμενα ἐπετοῦσαν ἀπὸ κλάδον εἰς κλάδον, ἀνταποκρινόμενα φαιδρῶς μὲ τὰ κελαδήματά των εἰς τὰς χαρμοσύνους τῶν παιδίων κραυγάς.

Ἦσαν ὁ Στάθης κι ὁ Λευθέρης τῆς Κρατήρας, δίδυμα ἑπτὰ ἐτῶν, κι ὁ Γιώργης κ᾿ ἡ Μαλάμω τοῦ Καρυοφύλλη, ἑπτὰ καὶ ἓξ ἐτῶν, κι ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου, ὀκταέτης, κι ὁ Χαράλαμπος καὶ τὸ Τσιτσὼ τοῦ Καλλιμάνη, ἓξ καὶ πέντε ἐτῶν, ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα* φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ρύακος. Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρὰ σπεῖρα ἀπὸ μάγκας τῆς πολίχνης, ἡλικίας ἀπὸ δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν, εἶχεν ἐξέλθει εἰς ἐκδρομὴν ἀνὰ τὴν κοιλάδα, διὰ νὰ κόψουν βέργες ἴσως, διὰ νὰ φάγουν κότσικα* ἀνθοβολοῦντα εἰς τὰς λόχμας, διὰ νὰ κλέψουν ρόδα ἀπὸ τὰς αἱμασιὰς καὶ τοὺς φράκτας τῶν περιβολίων, ἢ διὰ νὰ κυνηγήσουν φωλεὰς πουλιῶν ἀναρριχώμενοι εἰς τὰ δένδρα. Ἡ συμμορία εἰσέβαλε θορυβωδῶς μέσα εἰς τὰ Βουρλίδια, ἠκούοντο αἱ ἄγριαι φωναί της μακράν, ἀτακτοῦσαν κ᾿ ἐκτυποῦσαν τοὺς θάμνους καὶ κατέβαλλον τὰς καλαμιὰς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ μικρὰ ἀγέλη τῶν χωρικῶν παιδίων, ἅμα εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν σπεῖραν τῶν παιδίων τῆς πόλεως, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ μεγαλύτερα τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα ―ἐφαίνοντο δὲ ἀγριώτερα ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀγροδιαίτων τῆς κοιλάδος― ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον καὶ ραγδαίαν φυγήν.

Οἱ μάγκαι τῆς πόλεως ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, ἀμαχητεί. Εἷς μόνος ἐκ τῆς σπείρας των, ὁ Μιχάλης ὁ Βεργής, κρατῶν μακρὰν βέργαν τὴν ὁποίαν ἀρτίως εἶχε κόψει ἀπὸ ἓν δένδρον καὶ τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὸν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιάν του, εὐχαριστήθη νὰ κυνηγήσῃ ἓν παιδάριον ἐκ τῆς συνοδίας, τὸν Κῶτσον τοῦ Κοντονίκου, ὅστις εἶχε μικρὰν χωλότητα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα κι ἀργοπατοῦσε, μείνας τελευταῖος ἀπὸ ὅλην τὴν ἀγέλην τὴν παθοῦσαν τὸ πανικὸν πάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργὴς τὸν ἔφθασε, τὸν ἔψαυσε μὲ τὴν μακρὰν ράβδον, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ κάτω, ἂν δὲν εἶχε πέσει ἤδη ἀπὸ τὸν φόβον του, πρὶν τὸν φθάσῃ ἡ βέργα τοῦ Μιχάλη. Τὸ παιδίον, ἀρχίσαν νὰ κραυγάζῃ καὶ πρὶν πέσῃ, ἔβαλε σπαρακτικὰς φωνὰς ἀφοῦ ἔπεσε, κ᾿ ἐβάρεσεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὸ πόδι του τὸ πονεμένον. Ὅλαι αἱ ἠχοὶ τῶν κοίλων βράχων, καὶ τῶν ἀπορρώγων κρημνῶν καὶ τῶν καθέτων κλιτύων τῆς βαθείας κοιλάδος, ἐξύπνησαν ἀπὸ τὰς κραυγὰς τοῦ μικροῦ Κώτσου, καθὼς εἶχε πέσει ἀνὰ τὸ ὀλισθηρὸν χῶμα, δίπλα εἰς τὸν ὑγρὸν χορταριασμένον βράχον, ἄνωθεν τοῦ ρεύματος.

Ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸν καλύβι, τὸ πλησιέστερον εἰς τὸν βράχον τὸν βρεχόμενον ἀπὸ τὸν ρύακα, κάτω ἀπὸ τὴν φυλλάδα τῶν κισσοειδῶν θάμνων καὶ τὸ σύμπλεγμα τῆς ἀγραμπελιᾶς καὶ τῶν αἰγοκλημάτων, ἐξῆλθεν ἡ γρια-Κοντονίκαινα, ἡ μάμμη τοῦ μικροῦ Κώτσου. Εἶχεν ἀποθάνει ἡ νύμφη της πρὸ χρόνων, καὶ αὐτὴ εἶχεν ἀναθρέψει τὸ παιδίον, καὶ τὸ ἠγάπα ὡς «δυὸ φορὲς παιδί της». Χωρὶς νὰ ἐξακριβώσῃ καλὰ τί εἶχε συμβῆ, ἤρκει ὅτι εἶδε τὸν Μιχάλην νὰ κρατῇ ἀκόμη τεταμένην τὴν βέργαν του, καὶ τὸ παιδίον νὰ κεῖται χαμαί, ᾐσθάνθη ὅτι τὸ ἐγγόνι της εἶχε πάθει κακόν τι ἀπὸ τὸν μάγκαν τῆς πόλεως, καὶ ἤρχισε συνάπτουσα τὰς χεῖρας νὰ ὀνειδίζῃ καὶ νὰ καταρᾶται:

―Ἀρὲ σύ, σκύλε ἀγαρηνέ, τί ἔκαμες!… Τί σοῦ ἔφταιξε τὸ παιδί, τὸ σακάτικο, καὶ τὸ κυνηγᾷς;… Κακὸ ἀερικὸ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ ἀπάνω σου, νὰ σὲ μαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ δεντρί, ἐκεῖ!…

*
* *

Ὅλη ἡ μικρὰ συμμορία τῶν ἀγυιοπαίδων τότε, μὲ ἓν βλέμμα καὶ μὲ ἓν κίνημα ἀπέβλεψεν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔδειξε διὰ τῆς χειρονομίας της ἡ γραῖα. Ὑπῆρχε τῷ ὄντι μία κηλὶς εἰς τὴν φαιδρὰν πασχαλινὴν εἰκόνα τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς καλλονῆς. Ἓν δένδρον, ἀχλαδιά, ἵστατο ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ κατωφεροῦς τῆς κλιτύος, μὲ μαραμένα φύλλα καὶ ἄνθη, μὲ χρῶμα τέφρας καὶ σποδοῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῶν κλώνων του· πολύκλαδον κούτσουρον, ἀπειλητικόν, παραπονεμένον. Εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸ εἶχε μαράνει διὰ μιᾶς, προώρως, ἐν πλήρει ἀνθήσει. Ἵστατο ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων δένδρων, ὡς φάντασμα ἐν μέσῳ ζώντων.

Τὰ παιδία ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ πικρὰ ἀρὰ τῆς γραίας, καὶ τὸ θέαμα τοῦ ἀπεξηραμμένου δένδρου, τὰ κατεπτόησεν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ ἔμεινε τελευταῖος, ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καθὼς εἶχε μείνει πρὸ ὀλίγων λεπτῶν, τελευταῖος ἀπὸ τὴν συνοδίαν του, ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου.

*
* *

Τὴν νύκτα ἐκείνην, νύκτα Ἀναστάσεως, ἡ Ἀνάστασις ἐτελεῖτο εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁι-Γιώργη τῆς Χριστοδουλίτσας, κείμενον χίλια βήματα ἄνω ἀπὸ τὸν ἀνήφορον τοῦ λόφου, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὰ τέσσαρα Καλύβια τῆς κοιλάδος τῶν Βουρλιδίων. Ἐκεῖ ἀνήφθησαν φαιδραὶ λαμπάδες ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα, κάτω ἀπὸ τὰ γλυκὰ λάμποντα ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, πρὶν ἀνατείλῃ ἀκόμη ἡ σελήνη. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ βοσκοὶ κ᾿ οἱ βοσκοποῦλες τοῦ διαμερίσματος, φοροῦσαι τὰ στολίδια των τὰ πασχαλινά, εὐφραινόμεναι καὶ ἀπολαύουσαι τὴν ἄρρητον χαρὰν καὶ εὐωδίαν τοῦ Πάσχα.

Εἰς τὸ τέλος τῆς χαρμοσύνου Λειτουργίας, ὅλοι οἱ ἀγρόται, χριστιανοὶ καὶ χριστιαναί, ἐμετάλαβαν ἐκ «τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος». Ἀλλ᾿ ἡ γρια-Κοντονίκαινα εἶχεν ἐξομολογηθῆ εἰς τὸν παπα-Ἡσύχιον πρὶν ἀρχίσῃ ἀκόμη ἡ ἱερὰ ἀκολουθία.

Ὁ παπὰς ἠρνήθη νὰ τὴν μεταλάβῃ. Διηγήθη δύο ἢ τρία ἀληθῆ γεγονότα, πῶς, πρὸ ὀλίγων χρόνων, ἡ γρια-Κυρατσούλα τὸ Μοσχοβάκι (ἀποθανοῦσα τῷ 1864), ἐνῷ ἐπήγαινεν ἕνα πρωὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ γυιοῦ της, ἐσπρώχθη καθ᾿ ὁδὸν ἀπὸ ἓν ἄτακτον παιδίον, υἱὸν οἰκογενείας, τὸν Εὐτυχῆ τοῦ Παυλίνη, καὶ πεσοῦσα ἐπάνω εἰς τὴν κοπτερὰν γωνίαν μιᾶς οἰκοδομῆς ―τοῦ δημοτικοῦ Σχολείου― ἔθραυσε τὴν μίαν τῶν πλευρῶν της. Ἡ γραῖα ἐξέφερεν ἕνα γογγυσμόν, μίαν ἀράν: «νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του!» Καὶ ὕστερον ἀπὸ χρόνους, ὁ Εὐτυχὴς τοῦ Παυλίνη, ὅταν ἔγινεν ἀνήρ, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχε διατρίψει ἐπὶ καιρὸν ἐμπορευόμενος, μ᾿ ἕνα καὶ μόνον χέρι. Εἶχε χάσει τὴν δεξιάν του χεῖρα ἐν ὥρᾳ συμπλοκῆς, τίς οἶδεν, ἴσως ἐκ μέθης. «Τώρα, τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Κυρατσούλα;» προσέθηκεν ὁ ἱερεύς. Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.

Παλαιότερον ἀκόμη, ἡ γρια-Σινιώρα, ἡ μήτηρ αὐτῆς τῆς Κυρατσούλας, ἐπέζη ὀγδοηκοντοῦτις, ἐνῶ καὶ οἱ τρεῖς υἱοί της ἱερομόναχοι, μονάζοντες εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κουνίστραν ―ὁ παπα-Καλλίνικος, ὁ παπα-Ἰωσήφ, καὶ ὁ παπα-Εὐγένιος― εἶχον προαποθάνει. Μίαν τῶν ἡμερῶν ὁ προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ γερο-Καλοειδής, τὴν ἐνώχλησε καὶ τῆς εἶπεν: «Ἐσύ, γριὰ στρίγλα, ποὺ ἐψωμόφαες καὶ τοὺς τρεῖς γυιούς σου, καὶ σὺ ἀκόμη ζῇς!…» Ἡ γρια-Σινιώρα ἐταράχθη, ἔγινε κάτωχρος, καὶ τρέμουσα εἶπεν: «Ὅπως μ᾿ ἐτάραξε, νὰ τὸν ταράξῃ!» Ὀλίγῳ ὕστερον, τρεῖς υἱοὶ τοῦ γερο-Καλοειδῆ ἐχάθησαν, ὁ εἷς ἀπὸ πνιγμόν, ἄλλος ἀπὸ συγκοπήν, καὶ ὁ τρίτος ἀπὸ πῦρ, καὶ ὁ γηραιὸς πατήρ των ἐπέζη ἀκόμη. «Τώρα τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Σινιώρα;… Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Κύριος…»

Ποῦ νὰ μᾶς ξεσυνερισθῇ ὁ Θεός! εἶπεν ὁ ἱερεύς. Εἶναι μεγάλη ἡ μακροθυμία του. Εὐτυχῶς δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ἀλλ᾿ ὅμως συμβαίνουν κάποτε, εἰ καὶ σπανίως, παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι προωρισμένα νὰ χρησιμεύσουν ὡς παραδείγματα. Στὰ χίλια ἕνα! Τὸ καλὸν εἶναι νὰ φυλάγῃ κανεὶς τὸν θυμόν του καὶ τὴν γλῶσσάν του, καὶ ἂν τυχὸν ἀδικῆται, «ἕκαστος ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν».

Καὶ μάλιστα, ἐπέφερεν ὁ παπα-Ἡσύχιος, «χρονιάρα μέρα», τοιαύτην ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡμέραν, ὑπερέχουσαν πασῶν τῶν ἡμερῶν, ὅπως τὸ Μέγα Σάββατον, πρέπει μεγάλως νὰ προσέχῃ τις, ὅπως μὴ ἐξέλθῃ κατάρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Πολλάκις δὲ ἡ τιμωρία φαίνεται δυσανάλογος πρὸς τὸ πταῖσμα, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιμωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύμησε, καὶ ἐχολώθη, καὶ ἀφῆκε πικρὰν κατάραν νὰ ἐκφύγῃ τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων του.

*
* *

Περὶ τὰ μέσα τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος ἦλθεν εἰς τὰ Καλύβια τὸ ἄγγελμα ὅτι ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ εἶχε πέσει αἰφνιδίως ἄρρωστος ἀπὸ τὸ δειλινὸν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸν ἐμάρανε.

Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Χριστός.

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

2012

Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη

2013

Τα κόκκινα αβγά του Εμμ. Ροΐδη

2014

Χωρίς στεφάνι (Παπαδιαμάντης)

2015

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη (Κ. Βάρναλης)

Τα πειράγματα (Α. Καρκαβίτσας)

2016

Ο αλιβάνιστος, ένα πασχαλινό του Παπαδιαμάντη

2017

Παιδική Πασχαλιά (Αλέξ. Παπαδιαμάντης)

Ο Ιούδας όπως τον είδε ο Κώστας Βάρναλης

2018

Το Πάσχα του 1967 (φουτουριστικόν διήγημα)

Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Εκδρομαί (χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη)

2019

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη

Η νοσταλγία του Γιάννη (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

2020

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

2021

Μεγάλη Πέμπτη του 1923 στ’ Αργοστόλι (αφήγημα του Δημήτρη Λουκάτου)

Το σπρεσόμπρικο (διήγημα του Αλεξαντρή Παπαδοδιαμαντάκη)

Ο επιτάφιος του καμπούρη (πασχαλινό διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)

2022

Tα κόκκινα αυγά (Ροΐδης και Ξενόπουλος)

Εξοχική Λαμπρή, πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη

Το Πάσχα του φυγόδικου

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 105 Σχόλια »

Λεξιλογικά του Πάσχα ξανά

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2023

Mε τούτα και με κείνα, πήγε Μεγάλη Παρασκευή και δεν βάλαμε κάτι πασχαλινό στο ιστολόγιο. Νιώθω πως θα με επιτιμήσουν κάποιοι, σαν τον πρωθυπουργό που μάλωσε τις προάλλες μια παρέα που τους είδε να τρώνε κρέας σε εστιατόριο: «Από την Παρασκευή θα νηστέψετε;» τους είπε. Οπότε, επανορθώνω όσο μπορώ με το σημερινό άρθρο -που όμως θα είναι επανάληψη, αφού, όχι να το παινευτούμε, το φετινό είναι το δέκατο πέμπτο ιστολογικό μας Πάσχα, οπότε αναπόφευκτα όλες τις πασχαλινές λέξεις και φράσεις τις έχουμε εξαντλήσει (με μιαν εξαίρεση -δείτε το άρθρο). Κι έτσι επαναλαμβάνω ένα άρθρο που το έχω πολλές φορές ανεβάσει, τελευταία φορά το 2020, για τις λέξεις του Πάσχα, προσθέτοντας κάποια πράγματα από τα σχόλιά σας. Τα οποία σχόλια με μελαγχόλησαν σαν τα διάβασα τρία χρόνια μετά, καθώς είδα να λείπουν πολλοί, που δυστυχώς έχουν φύγει για πάντα, σαν τον Γιάννη τον Ιατρού και τον Γς, ή που απλώς σταμάτησαν να σχολιάζουν (Γιάννης Κ., Γιώργος Κ.) και ελπίζω να μας θυμηθούν ξανά. Πολλά είπα όμως, περνάω στο άρθρο.

Ξεκινώντας την περιήγησή μας στις πασχαλινές λέξεις, πρώτα πρώτα έχουμε το ίδιο το Πάσχα, που είναι λέξη άκλιτη, δάνειο από το αραμαϊκό pasha και αυτό από το εβραϊκό pesah (πέσαχ είναι το σημερινό εβραϊκό Πάσχα), από τον αόριστο ενός ρήματος που σημαίνει «αυτός προσπέρασε». Και το «προσπέρασε» μας πηγαίνει στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έξοδο, όπου στη δέκατη πληγή του Φαραώ ο άγγελος Κυρίου θανάτωσε τους πρωτότοκους γιους των Αιγυπτίων· πέρασε γραμμή τα σπίτια και έσπειρε τον όλεθρο, είχε όμως προηγουμένως ειδοποιήσει τους Εβραίους να σφάξουν ένα αρνάκι και να βάψουν με το αίμα του την πόρτα του σπιτιού τους για να τα προσπεράσει. Ή, όπως το λέει στην Έξοδο: και παρελεύσεται κύριος πατάξαι τους Αιγυπτίους και όψεται το αίμα επὶ της φλιάς και επ’ αμφοτέρων των σταθμών͵ και παρελεύσεται κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολεθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι. Άγρια πράγματα τα παλαιοδιαθηκικά, αλλά από εκεί θαρρώ προήλθε το αρνάκι που σουβλίζουμε –βέβαια με νέα σηματοδότηση μετά τη σταύρωση του Χριστού που ήταν ο αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.

(Για να απαντήσω και σε μια ερώτηση που έγινε σε πρόσφατο σχόλιο, επαναλαμβάνω πως το Πάσχα είναι άκλιτο -αν θελετε να το κλίνετε, να πείτε «η Πασχαλιά» ή «η Λαμπρή»).

Το Πάσχα το λέμε και Λαμπρή, μια και είναι η μεγαλύτερη γιορτή, και παρόμοια ονομασία υπάρχει στα βουλγάρικα, όπου επισήμως το Πάσχα λέγεται βελικντέν, δηλαδή «μεγάλη μέρα», ενώ στους δυτικούς σλάβους λέγεται συχνά «μεγάλη νύχτα» (π.χ. Wielkanoc στα πολωνικά και αναλόγως στα σλοβένικα ή στα τσέχικα) -στα σερβοκροάτικα λέγεται Uskrs, που υποψιάζομαι πως σημαίνει Ανάσταση. Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες η ονομασία προήλθε από το ελληνικό, συνήθως μέσω λατινικών, κι έτσι έχουμε το γαλλικό Pâques ή το ιταλικό Pasqua, αν και στα αγγλικά έχουμε Εaster, που προέρχεται από μια παγανιστική γιορτή προς τιμήν μιας τευτονικής θεάς της άνοιξης και του φωτός, της ανατολής του ήλιου (άλλωστε east είναι η ανατολή). Κάτι ανάλογο ισχύει και στα γερμανικά (Ostern).

Το φετινό Πάσχα πέφτει στο πρώτο τρίτο της περιοχής ημερομηνιών του (οι πιθανές ημερομηνίες του ορθόδοξου Πάσχα πηγαίνουν από 4 Απριλίου έως 8 Μαΐου) και έχει μία βδομάδα διαφορά από το καθολικό, που μόλις προηγήθηκε. Του χρόνου θα έχουν διαφορά 5 εβδομάδων, που είναι και η μεγαλύτερη: 31 Μαρτίου οι Καθολικοί και 5 Μαΐου εμείς. Όπως είχε σχολιάσει εδώ παλιά ο φίλος Βιοάννης: Το ορθόδοξο Πάσχα από το δυτικό διαφέρουν 1, 4, 5 εβδομάδες (το ορθόδοξο πάντα έπεται) ή συμπίπτουν. Ποτέ δεν διαφέρουν 2 ή 3 εβδομάδες. Η διαφορά των 4 εβδομάδων είναι σπάνια, μόνο στο 5,2% των περιπτώσεων για τα έτη 1583-2100. Από το 1583 έχουμε διαφορά στις ημερομηνίες εορτασμού, μια και εμφανίστηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Καθώς τα χρόνια θα περνούν και θα αποκλίνει το ορθόδοξο από την αστρονομική πραγματικότητα, θα εμφανιστούν και διαφορές 6 εβδομάδων (πρώτη φορά το 2437) και θα εξαφανιστεί η ταύτιση (τελευταία φορά το 2698), όπως και θα εμφανιστεί διαφορά 2 εβδομάδων (το 2725) όχι όμως διαφορά 3 εβδομάδων (έως το 4100, που το έχω ψάξει). Να πω ότι αυτά δεν τα έχω τσεκάρει προσωπικά, κι έτσι αν το 2437 δεν εμφανιστεί διαφορά έξι εβδομάδων μην μου κάνετε επικριτικά σχόλια, σας παρακαλώ. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε τότε.

Πάντως, επειδή ο τρόπος υπολογισμού του Πάσχα είναι περίπλοκος, η εκκλησία κάθε χρόνο βγάζει το πασχάλιον του σωτηρίου έτους τάδε, το οποίο αναφέρει όλες τις κινητές γιορτές –και από εκεί βγήκε και η φράση «έχασε τα πασχάλια του» που τη λέμε όταν κάποιος έχει περιέλθει σε πλήρη σύγχυση. Και επειδή το Πάσχα έχει συνδεθεί αξεχώριστα με τα κόκκινα αυγά, η παροιμιακή αυτή φράση συμφύρθηκε με την άλλη που λέει «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια», για όποιον έχει πάθει μεγάλη ζημιά, κι έγινε «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια», που εκ πρώτης όψεως είναι «λάθος» αλλά απόλυτα εύλογο. (Περισσότερα για τις εκφράσεις αυτές εδώ, ενώ για τα κόκκινα αυγά ειδικώς έχουμε ανεβάσει το 2013 ένα κείμενο του Εμμ. Ροΐδη).

Πέρα από τα αυγά, το Πάσχα έχουμε και τον οβελία. Οβελίας αρχικά ήταν οτιδήποτε ψήνεται στη σούβλα (ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές κάνει λόγο για οβελίαν άρτον, ψωμί στη σούβλα), αλλά έχει επικρατήσει πια να τη λέμε για το αρνάκι. Η λέξη οβελός για τη σούβλα είναι αρχαία, ήδη ομηρική: οι ήρωες του Ομήρου κατ’ επανάληψη παρουσιάζονται να κόβουν κρέατα και να τα περνούν σε οβελούς. Και επειδή κάποτε θα χρησιμοποιήθηκαν μικροί οβελοί από μέταλλο ως μονάδες συναλλαγής, υπήρχε στην Αθήνα το νόμισμα οβολός που ήταν το ένα έκτο της δραχμής. Και με τον εξαίσιο συντηρητισμό της γλώσσας, δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, κι ας έχει στο μεταξύ καταργηθεί η δραχμή, ακόμα μας ζητούν να συνεισφέρουμε τον οβολό μας (όταν δεν μας τον παίρνουν δηλαδή, με το έτσι θέλω και με φοροεπιδρομές). Να πούμε πάντως ότι και η Ιόνιος Πολιτεία το 1819 είχε θεσπίσει ως νόμισμα τον οβολό, με μικρότερο νόμισμα τον ημιώβολο -απ’ όπου και η παλιά φράση «δεν έχω μιώβολο», αλλά και τα όβολα, λαϊκή ονομασία για τα χρήματα.

Βέβαια, ο οβελίας είναι λέξη αναστημένη από τους λογίους. Η σούβλα, πάλι, είναι δάνειο λατινικό (από το subula, που σήμαινε χοντρή βελόνα ή το σουβλί των παπουτσήδων), λέξη που εμφανίζεται ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη γραμματεία σε διάφορες περιγραφές βασανιστηρίων, και που επικρατεί εκτοπίζοντας τον οβελό. Υποκοριστικό της το σουβλάκι, που ήταν στην αρχή το καλαμάκι στο οποίο περνούσαν το κρέας (για την ορολογία του σουβλακιού και τη διαμάχη Βορρά-Νότου, έχουμε επιτέλους άρθρο).

Για το αρνάκι που σουβλίζουμε, τα είπαμε· ετυμολογικά η λέξη είναι αρχαία (αρνίον, ήδη της κλασικής εποχής, υποκοριστικό του αρήν, αρνός = πρόβατο, λέξη που είχε και δίγαμμα μπροστά και που παράγωγά της βρίσκουμε και σε επιγραφές της γραμμικής Β’), όπως τόσες άλλες λέξεις της δημοτικής που η καθαρεύουσα τις περιφρονεί. Ωστόσο, δεν είναι πανελλήνιο έθιμο το σούβλισμα: σε κάποια μέρη φουρνίζουν το «κουτάλι» (ένα χεράκι αρνιού), σε άλλα ολόκληρο κατσικάκι αλλά στον φούρνο, κάποτε σκεπασμένο με ζύμη.

(Παρένθεση από σχόλιο του φίλου μας του Πέπε: Η ζύμη έκανε παλιά τη δουλειά που κάνει τώρα το αλουμινόχαρτο. Δεν είναι για να τρώγεται. Σχηματίζει μια άνοστη κρούστα, που τη σπας, την πετάς και τρως το απομέσα, το οποίο όμως έχει διατηρηθεί ζουμερό. Το αρνί ψήνεται σε χαμηλό φούρνο επί πάρα πολλές ώρες, οπότε αλλιώς θα στέγνωνε. Μάλιστα στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο χτίζουν και την πόρτα με λάσπη για να μην έχει διαρροές θερμότητας (ή μήπως για να περιοριστεί η είσοδος οξυγόνου και να μη φουντώσει η φωτιά;)

Ανυπέρβλητο πασχαλινό έδεσμα είναι το καλύμνικο μουούρι [Εδώ κάποιο δ θα υπήρχε που θα έπεσε]. Αρνάκι/ρίφι με γέμιση από ρύζι και από τα εντόσθια ψιλοκομμένα, ψημένο μ’ αυτό τον τρόπο. Όσο δεν φαγωθεί την πρώτη φορά, όταν αργότερα το ξαναζεσταίνουν, σπάνε μέσα κι ένα αβγό σε κάθε μερίδα και ψήνεται μαζί. Παρότι μπελαλήδικο, το μουούρι το κάνουν για καλό φαγητό και εκτός Πάσχα.

Το αντίστοιχο καρπάθικο είναι το υζάντι (=βυζάντι), δηλαδή βυζανιάρικο, αρνάκι ή ρίφι γάλακτος, αν και οι ντόπιοι βεβαιώνουν ότι το όνομα δηλώνει τη βυζαντινή προέλευση του εθίμου. Πάλι καλά, γιατί για τα περισσότερα άλλα δικά τους λένε ότι είναι δωρικά. Η πανελλήνια πασχαλινή σούβλα πρέπει να ήταν αρχικά αρκετά περιορισμένη τοπικά, μάλλον στα κεντρικά έως νότια στεριανά μέρη.)

Τα γαστρονομικά του Πάσχα κλείνουν με τη λαμπροκουλούρα ή το τσουρέκι, που ως λέξη είναι τουρκικό δάνειο (çörek, λέξη που αρχικά σήμαινε το στρογγυλό ψωμί αλλά και άλλα στρογγυλά αντικείμενα). Παρόμοιες λέξεις (και γλυκίσματα) υπάρχουν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, μέχρι τα αρμένικα, όπου το λαμπρόψωμο λέγεται cheoreg και βάζουν μέσα και νόμισμα. Και πάλι, έχουμε τοπικές διαφορές: στην Κρήτη, πιθανώς και αλλού, λένε ή έλεγαν «κουλούρα» αυτό που οι Αθηνάιοι λένε «τσουρέκι», και αντίστροφα λένε «τσουρέκια» αυτά που εμείς θα λέγαμε κουλούρια.

Μπορεί ο Πόντιος Πιλάτος να ένιψε τας χείρας του (κάτι που έγινε παροιμιώδες, αν και δεν ξέρουμε κατά πόσον τας έπλυνε «πολύ σχολαστικά» όπως ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο πασίγνωστο πλέον αντικορονικό μήνυμα) και να δήλωσε αθώος από του αίματος τούτου, ωστόσο δεν απέφυγε την ηθική καταδίκη. Από το όνομά του προέρχεται το ρήμα «πιλατεύω», που έχει τη σημασία «ταλαιπωρώ, βασανίζω». Στο μεσαιωνικό λεξικό του ο Κριαράς δίνει και το «πιλατήριο» με σημασία «μαρτύριο, βασανιστήριο» αλλά και «φυλακή». Βέβαια, στη σημερινή γλώσσα «πιλατεύομαι» σημαίνει «ασκούμαι κάνοντας πιλάτες». Βασανιστήριο είναι κι αυτό αλλά ετυμολογικώς δεν συνδέεται άμεσα με τον Πιλάτο.

Μια άλλη μεγαλοβδομαδιάτικη λέξη που έχει περάσει από τα Ευαγγέλια στη γλώσσα μας είναι ο Γολγοθάς. Γολγοθάς είναι ο λόφος της Ιερουσαλήμ όπου σταυρώθηκε, σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, ο Ιησούς. Το όνομα παραδίδεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια, π.χ. στον Ιωάννη: Παρέλαβον οὖν τόν Ἰησοῦν·  καί βαστάζων αὑτῷ τόν σταυρόν  ἐξῆλθεν εἰς τόν λεγόμενον Κρανίου Τόπον, ὃ λέγεται Ἑβραϊστί Γολγοθᾶ, ὅπου αὐτόν ἐσταύρωσαν, καί μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καί ἐντεῦθεν, μέσον δέ τόν Ἰησοῦν. ἔγραψεν δέ καί τίτλον ὁ Πιλᾶτος καί ἔθηκεν ἐπί τοῦ σταυροῦ· ἦν δέ γεγραμμένον, Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων.

[Άσχετη παρένθεση: Από την περασμένη Κυριακή παρατήρησα ότι στον έντιτορ της WordPress οι βαρείες πλέον εμφανίζονται μετατοπισμένες, δηλαδή: τὸν. Έτσι, στο παραπάνω παράθεμα τις αντικατάστησα όλες με οξείες. Παλιότερα δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν ξέρω τι άλλαξε, ούτε και πώς να το διορθώσω. Οπότε, θα κάνουμε αβαρία στις βαρείες μέχρι νεοτέρας].

Όπως μάς λέει ο Ιωάννης, Γολγοθά στα εβραϊκά σημαίνει «Κρανίου τόπος». Πράγματι, στα αραμαϊκά Gulgulthā είναι το κρανίο. Στην αρχή το γένος του Γολγοθά επαμφοτερίζει στα ελληνικά, αλλά τελικά σταθεροποιήθηκε στο αρσενικό: ο Γολγοθάς. Κάποιοι λένε ότι η ονομασία «Κρανίου τόπος» οφείλεται στο ότι ο Γολγοθάς ήταν ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων», άλλοι ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι απλώς επειδή είχε σχήμα κρανίου· αυτή η δεύτερη εκδοχή ακούγεται συχνότερα. Η κάποια φωνητική ομοιότητα μεταξύ Γολγοθά και Γολιάθ γέννησε τον γλωσσικό μύθο ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι επειδή ο Δαβίδ έθαψε εκεί το κρανίο του Γολιάθ. Μύθος είναι.

Στα ελληνικά, έχει μείνει και η έκφραση «κρανίου τόπος», που τη λέμε για ένα εξαιρετικά ξερό και αφιλόξενο μέρος, χωρίς απαραίτητα να τη συνδέουμε στο μυαλό μας με τον Γολγοθά και το μαρτύριο του Ιησού. Λέμε επίσης κρανίου τόπο ένα μέρος που έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση· συχνά το χρησιμοποιούμε για περιπτώσεις πυρκαγιάς (π.χ. κρανίου τόπος το φοινικόδασος της Πρέβελης), αλλά και πιο μεταφορικά, π.χ. ότι η ελληνική διαφημιστική αγορά είναι κρανίου τόπος λόγω της κρίσης. Η βιβλική αναφορά μεταφράστηκε Calvariae Locus στα λατινικά, που έδωσε το αγγλικό calvary και το γαλλικό calvaire, που επίσης σημαίνουν όχι μόνο τον Γολγοθά καθαυτόν αλλά και μια μεγάλη ταλαιπωρία, δοκιμασία –έναν γολγοθά μεταφορικά.

Φυσικά και στα ελληνικά χρησιμοποιούμε το κύριο όνομα σαν ουσιαστικό, δηλ. τον Γολγοθά μεταφορικά, σαν μια σειρά από ταλαιπωρίες και βάσανα που περνάει κάποιος, μια μακρά πορεία πόνου και ταπεινώσεων – «Ο Γολγοθάς μιας ορφανής» ήταν μια παλιά ελληνική ταινία. Βέβαια, με τον γλωσσικό πληθωρισμό που επικρατεί σε ορισμένους δημοσιογραφικούς κύκλους, διαβάζεις ότι κάποια σταρ περνάει Γολγοθά και δεν ξέρεις αν χαροπαλεύει ή αν απλώς πήρε δυο κιλά που δεν μπορεί να τα χάσει (και όλα τα ενδιάμεσα στάδια), ωστόσο γενικά ο Γολγοθάς δείχνει μια επώδυνη και μακρόχρονη διαδικασία.

Ο Γολγοθάς κατέληξε στη σταύρωση. Περιέργως, τόσα χρόνια δεν έχω γράψει άρθρο για τον σταυρό, ίσως επειδή το θέμα είναι πολύ εκτενές και με πιάνει δέος. Κάποτε θα το αποφασίσω, πού θα πάει. Πάντως, να πούμε προς το παρόν ότι στα αρχαία ελληνικά η λέξη «σταυρός» δεν δηλώνει το σημερινό σχήμα αλλά είναι, απλώς, ένας πάσσαλος. Πολλή συζήτηση γίνεται επίσης και για το σχήμα του ξύλου που πάνω του θανατώθηκε ο Ιησούς, αν συνέβη κάτι τέτοιο, δηλαδή αν ήταν πάσσαλος, δύο ξύλα σε σχήμα Τ ή δύο ξύλα σε σχήμα +.

Εδώ τελειώνει η πασχαλινή λεξιλογική μας επισκόπηση. Το ιστολόγιο εύχεται καλή Ανάσταση, με υγεία και αγάπη!

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ημερολογιακά, Ιστορίες λέξεων, Λαογραφία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 89 Σχόλια »

Το Πάσχα του φυγόδικου (διήγημα του Εμίλ Γκεμπάρ)

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2022

Συνεχίζουμε πασχαλιάτικα και σε ρυθμούς ραστώνης, άρα με λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Για τούτη τη δεύτερη μέρα του Πάσχα διάλεξα κάτι το αξιοπερίεργο. Ένα πασχαλιάτικο διήγημα, γραμμένο από Γάλλο συγγραφέα, όμως με υπόθεση που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Το είχα επισημάνει σε  ανύποπτο χρόνο σε κάποια παλιά εφημερίδα από αυτές που μου αρέσει να σκαλίζω, και το θυμήθηκα προχτές. Ο φίλος μας ο Γιώργος Μ.  προσφέρθηκε ευγενικά να το πληκτρολογήσει κι έτσι σας το παρουσιάζω σήμερα. Με την ευκαιρία, να ευχηθούμε χρόνια πολλά στον Γιώργο Μ., στον φιλο μας τον Τζι και σε όσες και όσους γιορτάζουν σήμερα!

Συγγραφέας είναι ο Emile Gebhart (1839-1908), μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, που έκανε όνομα κυρίως ως ιστορικός της τέχνης. Ο Γκεμπάρ είχε διοριστεί στη Γαλλική Σχολή Αθηνών και έζησε στην Ελλάδα από το 1862 ως το 1865, και έγραψε για την Ελλάδα (π.χ. Souvenirs d’un vieil athénien, Αναμνήσεις ενός γέρου Αθηναίου) αν και περισσότερο αγάπησε την Ιταλία, στην οποία αφιέρωσε τον κύριο ογκο του έργου του.

Στη γαλλική Βικιπαίδεια διαβάζω ότι όσο ήταν καθηγητής στη Σορβόννη το μάθημά του ήταν δημοφιλέστατο και προσέλκυε πάρα πολλούς ακροατές και εκτός πανεπιστημίου. Το σκίτσο που βάζω τον δείχνει την ώρα που παραδίδει μάθημα.

Το διήγημα που θα διαβάσουμε δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθήναι το 1908, χωρίς φυσικά να αναφέρεται ποιος το μετέφρασε (σε καθαρεύουσα). Προσπάθησα κάμποσο να βρω το πρωτότυπο, αφού τα έργα του Γκεμπάρ είναι πλέον ελεύθερα δικαιωμάτων και διαθέσιμα, αλλά δεν τα κατάφερα. Το διήγημα εκτυλίσσεται στην ορεινή Πελοπόννησο, μεταξύ Ηλείας και Μεσσηνιας.

Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου (αλλά βέβαια μονοτονίζω). Όχι από άποψη αλλά από τεμπελιά μάλλον. Διορθώνω ένα «Σεβίλλης» σε «Συβίλλης». Ο «Λεφτέρης» είναι έτσι τυπωμένος στην εφημερίδα.

Το Πάσχα του φυγόδικου

Επαναβλέπω πάντοτε την θελκτικήν χώραν, ήτις από των φαράγγων της Αρκαδίας άγει τον οδοιπόρον εις την πεδιάδα της Ήλιδος και εις τους δροσερούς του Αλφειού λειμώνας. Παύει τις να βλέπη τα υψηλά όρη του Λυκείου και του Μενάλου, κιβωτόν των παλαιών δαιμονικών μύθων και μελαγχολικήν ερημίαν όπου αναπαύεται ως εν νεκροπόλει ογκολίθων στεφομένη υπό της χιόνος και της πάχνης η αυστηρά ψυχή της Πελασγικής Ελλάδος. Παρελαύνουν τώρα μόνον πυκνόφυτοι λοφίσκοι, ανθηραί κοιλάδες, παχυλοί λειμώνες, διαυγή ρυάκια κυλιόμενα και κελαρύζοντα εις τας στενάς πτυχάς του μαγευτικού τοπείου, ίνα καταλήξουν εις τον Ερύμανθον. Και ο Ερύμανθος αυτός βουκολικός ρύαξ είνε, όπου μόνον οι αστράγαλοι βρέχονται από το κρυστάλλινον ύδωρ το κατοπτρίζον τα σειόμενα ελαφρώς αργυρά φυλλώματα.

Και εις την θελκτικήν αυτήν έρημον πού και πού παρουσιάζονται πτωχικαί καλύβαι πτωχοτάτων χωρικών και μικροί βοσκοί άξιοι των ύμνων του Βιργιλίου φυλάσσοντες από διαστήματος εις διάστημα ολίγα τινά τρελλά ερίφια!

Την πρωίαν εκείνην ήτο Μεγάλη Πέμπτη, έπρεπε να διαβώμεν τον Αλφειόν, ίνα διά της Ολυμπίας κοιλάδος, των ορίων της Φιγαλίας και των Μεσσηνιακών πεδιάδων φθάσωμεν εις το όρος της Ιθώμης το υπό του Σατωβριάνδου εξυμνηθέν. Αι βροχαί όμως του Απριλίου είχον πληρώσει τον Αλφειόν, όστις με αξιώσεις μεγάλου ποταμού μας ηνάγκασε τόσον να λοξοδρομήσωμεν ίνα εύρωμεν κατάλληλόν τι πέραμα ώστε ηναγκάσθημεν να παραιτηθώμεν της επισκέψεως των συντριμμάτων της Ολυμπίας.

Περι το εσπέρας ευρέθη το πέραμα. Κινδυνώδες διότι εκινδυνεύσαμεν να παρασυρθώμεν με τους ίππους μας, οχληρόν διότι περίβρεκτοι εγίναμεν ως σπόγγοι.

-Και πού θα στεγνώσωμεν, πού θα δειπνήσωμεν; ηρώτησα τον οδηγόν μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πασχαλινά, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , , | 152 Σχόλια »

Εξοχική Λαμπρή, πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 24 Απριλίου, 2022

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα του Πάσχα ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Και φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, και μάλιστα με ένα διήγημα που έχει στον τίτλο του τη μέρα, τη Λαμπρή και έχει καθαρά πασχαλινό χρώμα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε την 1.4.1890 στην εφημερίδα «Εφημερίς» με τον υπότιτλο Παιδικαί αναμνήσεις. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.org. Με αστερίσκο επισημαίνονται κάποια λεξιλογικά που τα επεξηγώ στο τέλος. Για ένα από αυτά, την έκφραση «να αποσώνει τα παιδιά» έχει γίνει αρκετή συζήτηση.

ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

ΠΑΙΔΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες»*, ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· ἀλλὰ κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθῆ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπί τινας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπα-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορειοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν, ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς εἶπον γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν· ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναῖκά του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, χωρικὸς ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπ᾽ ἔξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα», καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε», ― οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾽ ἀποσώνῃ* τὰ παιδιὰ» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὗτος, ὡς οἱ πλεῖστοι τοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εορταστικά, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 120 Σχόλια »

Tα κόκκινα αυγά (Ροΐδης και Ξενόπουλος)

Posted by sarant στο 22 Απριλίου, 2022

Πλησιάζει το Πάσχα και δεν έχουμε ακόμα βάλει κάποιο εντελώς πασχαλινό άρθρο -αν και θα βάλουμε ανήμερα και τη Δευτέρα δυο πασχαλινά αναγνώσματα. Ο λόγος είναι ότι τα λεξιλογικά του Πάσχα (Πάσχα, αρνί, οβελίας κτλ.) τα έχουμε λίγο πολύ εξαντλήσει και πολυεπαναλάβει, το ίδιο και τα φρασεολογικά του (ζωή χαρισάμενη κτλ.) αφού τούτο εδώ είναι, αν θέλετε το πιστεύετε, το δέκατο τέταρτο ιστολογικό μας Πάσχα. 

Σήμερα θα βάλω μιαν επανάληψη λοιπόν, αλλά επαυξημένη. Ένα κείμενο του Εμμ. Ροΐδη για τα κόκκινα αυγά, που το είχαμε δημοσιεύσει το 2013 και που απαντά χαριτολογώντας στο ερώτημα «γιατί βάφουμε κόκκινα τα αυγά», συμπληρωμένο με ένα παιδικό κείμενο του Γρηγ. Ξενόπουλου από τη Διάπλασι των Παίδων, το οποίο είχε εισφέρει ως σχόλιο μια φίλη σε εκείνο το παλιό μας άρθρο. Για να προλάβω ερωτήσεις και ενστάσεις, αναγνωρίζω κοκκινίζοντας (όπως τ’ αυγά!) ότι εδώ και 13 χρόνια χρωστάω άρθρο για την ορθογραφία της λέξης «α*γό»!

Το άρθρο του Ροΐδη το πήρα από ένα πασχαλινό τεύχος του Μπουκέτου, του 1925, αλλά μετά έκανα αντιπαραβολή με το κείμενο που υπάρχει στα πεντάτομα Άπαντα. Ο χωρισμός σε παραγράφους είναι του περιοδικού, στα Άπαντα όλο το κείμενο είναι σε μια μεγάλη παράγραφο. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αλλά το έχω μονοτονίσει.

Ο συγγραφέας που επικαλείται ο Ροΐδης όταν λέει «κατά τον Βένφεϋν» πρέπει να είναι ο Γερμανός ανατολιστής Theodor Benfey, οπότε το «ν» είναι της αιτιατικής. Από την άλλη, διόρθωσα εδώ δύο λάθη του πρωτοτύπου, που μάλιστα υπάρχουν και στα Άπαντα: Αίλιος Λαμπρίδιος αντί Λαμπίδιος και Σευήρου αντί Σεύκρου.

Τα κόκκινα αυγά (του Εμμ. Ροΐδη)

Ζητήσας πολλάκις να μάθω διατί τρώγομεν αυγά την Λαμπρήν, και διατί μόνον τότε τα θέλομεν κόκκινα και σκληρά, όχι μόνον ημείς αλλά και όλοι από τον Πόλον μέχρι του Ισημερινού οι χριστιανοί, ηναγκάσθην επί τέλους να κατατάξω την απορίαν μου μεταξύ των αλύτων. Περί τούτου τω όντι ουδέν λέγουσιν ο νόμος και οι προφήται, ουδέ καν οι Ευαγγελισταί, αν δε ερευνήση τις δέκα σοφούς, είναι βέβαιος ότι θα λάβη παρ’ αυτών άλλας τόσας διαφόρους απαντήσεις, απαραλλάκτως ως αν τους ηρώτα ποίον είναι το ιατρικόν της φθίσεως ή το άριστον των πολιτευμάτων. Κατά τινάς μεν το ωόν είναι σύμβολον της αναστάσεως, διότι καθώς συντρίβει ο νεοσσός το κέλυφος, και αναπηδά ζων εξ αυτού, ούτω και ο Ιησούς από του μνήματος την πλάκα. Κατ’ άλλους όμως οι ταύτα διδάσκοντες είναι αγράμματοι και το χειρότερον ασεβείς, τα δε πασχαλινά ημών αυγά κατάγονται κατ’ ευθείαν γραμμήν από εκείνα τα οποία οι κακότροποι Ρωμαίοι ετοποθέτουν ζέοντα υπό την μασχάλην των χριστιανών μαρτύρων, ως γίνεται ακόμη και σήμερον, αν πιστεύσωμεν τους κακόγλωσσους, εις τα υπόγεια της ημετέρας αστυνομίας. Περί τούτων όμως ουδέν θέλουσι ν’ ακούσωσιν οι Σημειολόγοι οι επιμένοντες ότι το ωόν ήτο σύμβολον της γονίμου Ίσιδος και η καθ’ ωρισμένας εορτάς αυγοφαγία έθιμον φοινικικόν μεταδοθέν εις τους εβραίους και τους έλληνας, ως μαρτυρεί ο κρόκος αυτού, όστις κατά τον Βένφεϋν (β’ 179) είναι αυτόχρημα ο Χαλδαϊκός κορκόμ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Λαογραφία, Πασχαλινά, Παλιότερα άρθρα | Με ετικέτα: , , , | 93 Σχόλια »

Ο επιτάφιος του καμπούρη (πασχαλινό διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)

Posted by sarant στο 2 Μαΐου, 2021

Πολλές φορές έχουμε βάλει διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου στο ιστολόγιο. Το αμέσως προηγούμενο ήταν χριστουγεννιάτικο, οπότε -εύλογα, θα έλεγε κανείς, το σημερινό είναι πασχαλινό. Αξίζει να το διαβάσουμε όσο περιμένουμε τον οβελία.

Όπως συνήθως, ο Δημήτρης συνοδεύει το διήγημα (που το πολυτονίζει, τι να τον κάνω; να τον μαλώσω; φίλος είναι) με λεξιλογικά και πραγματολογικά σχόλια. Εδώ ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία του ρ. μεσαρεύω και έμμεσα του τοπωνυμίου Μεσαρά. Περισσότερα δεν λέω, ο λόγος στον συγγραφέα:

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΗ

Ὁ ἀέρας μοσχομύριζε λουλούδια, μελισσοκέρι καὶ λιβάνι. Λουλούδια ἀπὸ τὸν ἀνθοστόλιστο Ἐπιτάφιο κι ἀπὸ τὶς γλάστρες στὶς αὐλὲς καὶ στὰ πεζούλια τῶν σπιτιῶν. Μελισσοκέρι ἀπὸ τὰ διπλέρια, τὰ διπλᾶ, στριφτὰ κεριὰ ποὺ εἶχαν πλάσει μὲ κερὶ ἀπὸ τὰ ψέλια, τὶς πήλινες κυλινδρικὲς κυψέλες, οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Καὶ λιβάνι ἀπὸ τὶς νοικοκυρές, ποὺ ἔστεκαν στολισμένες μπρός  στὰ ὁλόφωτα σπίτια τους καὶ θυμιάτιζαν μὲ τὰ λιβανιστήρια ἢ ἔραιναν μὲ μῦρο τὴν πομπή.

Τὸ ἀνθρώπινο ποτάμι προχωροῦσε ἀργά στὰ στενά, στριφογυριστὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ. Κι ἔμοιαζε, γιὰ ὅσους τό ᾿βλεπαν ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλαγιά, σὰν ἕνα φίδι φωτεινὸ μὲ λέπια ποὺ λαμπύριζαν, ἔτσι ὅπως τρεμόπαιζαν τὰ κεριὰ στὴν πνοὴ τῆς νυχτερινῆς αὔρας.

Ὁ Γιάννης ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν παπᾶ, μαζὶ μὲ τοὺς ψαλτᾶδες καὶ τὴ χορωδία τῶν κοριτσιῶν. Εἶχε καλὴ φωνὴ καὶ ἦταν καλοδεχούμενος. Τοὺς ἔλειπαν οἱ ἀντρικὲς φωνές, μιᾶς καὶ  οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι ἤθελαν νὰ σηκώσουν τὸν Ἐπιτάφιο.  Ὄχι τόσο ἀπὸ θρησκευτικὴν εὐλάβεια, ὅσο γιὰ τὶς μπουνιές. Γιατὶ ἔτσι συνηθιζόταν. Νὰ δίνουν μπουνιὲς στὴν πλάτη αὐτῶν ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ κάτω του. Τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἴσα ποὺ τοὺς ἀκουμποῦσαν. Μεταξύ τους, ὅμως, οἱ νέοι τὶς ἔδιναν δυνατές, ἰδιαίτερα ὅταν εἶχαν ἀντιζηλίες.

Γιὰ νὰ τὸν σηκώσει ὁ Γιάννης οὔτε λόγος, ἔτσι καχεκτικὸς ποὺ ἦταν. Τὴν προηγούμενη χρονιὰ ζήτησε νὰ σηκώσει κι αὐτὸς λιγάκι, ἀλλὰ ὁ Γιώργης ὁ ψηλὸς τὸν ἀποπῆρε:

«Τί λές, ρὲ σύ; Θὲς νὰ μπατάρει ὁ Ἐπιτάφιος;»

Ἄσε ποὺ φέτος ὁ Γιώργης εἶχε τὸ γενικὸ πρόσταγμα. Εἶχε πάει στρατιώτης πρὶν ἀπὸ κάτι μῆνες καὶ τὰ κατάφερε νὰ γίνει λοκατζῆς. Καὶ ὑπῆρχε ἄγραφος νόμος νὰ σηκώνουν πρῶτοι ὅσοι ὑπηρετοῦν. Ἔνστολοι. Πρίν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ νέοι στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς κι ὁ Γιώργης ἔδειχνε στὸ στῆθος του τὰ διακριτικὰ τῶν ἐκπαιδεύσεων ποὺ εἶχε περάσει, περιγράφοντας τὶς ἀντίστοιχες ταλαιπωρίες. Μετὰ κανόνισε μὲ ποιὰ σειρὰ θὰ κρατήσουν τὸν Ἐπιτάφιο:

« Πρῶτα ὁ Στρατός, μετὰ οἱ μοδίστρες  καὶ οἱ κομμώτριες καὶ τελευταῖοι οἱ πολίτες!»

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γιώργη κι ἄλλους δυὸ φαντάρους, στὴν παρέα ἦταν τρεῖς ναῦτες κι ἕνας σμηνίτης. Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις ἀναφερόταν ὅταν ἔλεγε γιὰ μοδίστρες καὶ κομμώτριες. Κανένας τους, ὅμως, δὲν τοῦ ζήτησε τὸ λόγο, ἄλλοι ἀπὸ φόβο κι ἄλλοι ἐπειδὴ σεβάστηκαν τὸν χῶρο καὶ τὴν περίσταση.

Ὁ Γιάννης δὲν τόλμησε νὰ μπεῖ – οὔτε κἂν τελευταῖος – στὴ σειρὰ μὲ τοὺς πολίτες. Μονάχα, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Γιώργης κοκορευόταν γιὰ τὰ λοκατζήδικα κατορθώματά του, εἶπε χαμηλόφωνα στὸ διπλανό του:

«Σὰν τὰ βατράχια, ὅμως, δὲν εἶναι».

Ὁ Γιώργης ἔκανε πὼς δὲν τ᾿ ἄκουσε. Ἦταν ἡ μοναδικὴ δοκιμασία ποὺ δὲν κατάφερε νὰ τὰ βγάλει πέρα κι αὐτὸ πλήγωνε τὸν ἐγωισμό του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ετυμολογικά, Εορταστικά, Πασχαλινά, νησιά | Με ετικέτα: , , , | 108 Σχόλια »

Το σπρεσόμπρικο (διήγημα του Αλεξαντρή Παπαδοδιαμαντάκη)

Posted by sarant στο 30 Απριλίου, 2021

Το φετινό Πάσχα το ιστολόγιο δεν τήρησε τις παραδόσεις -δεν βάλαμε κανένα λεξιλογικό/φρασεολογικό άρθρο σχετικό με την περίσταση. Όμως θα σας αποζημιώσω με ένα σπάνιο διήγημα, που το ανακάλυψε πριν από μερικά χρόνια ο φίλος μας ο Πέπε σε ένα παλιό σεντούκι, στο σπίτι που νοίκιαζε στην Κρήτη.

Επειδή είναι γραμμένο μεν σε καθαρεύουσα αλλά και περιέχει στους διαλόγους πολλές ιδιωματικές λέξεις, στο τέλος υπάρχει γλωσσάρι, πάλι με φροντίδα του Πέπε, ο οποίος επίσης συμπλήρωσε ορισμένα σημεία όπου το χειρόγραφο ήταν φθαρμένο από την πολυκαιρία και την υγρασία.

Για τον συγγραφέα ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Εικάζεται ότι πρόκειται για ψευδώνυμο φανατικού λάτρη του Παπαδιαμάντη, φυσικά Κρητικού. Ίσως με τα σχόλιά σας βοηθήσετε να μάθουμε περισσότερα.

Ἀλεξαντρὴς Παπαδοδιαμαντάκης

ΤΟ ΣΠΡΕΣΟΜΠΡΙΚΟ

—Ὀφέτος, γρά, παράδες τὸ χάρισμα, μὰ καλά ντως εἶναι. Κι ὅσο γιὰ τσὶ καφέδες, νὰ πίνομε θέλει φραπέδες ἀποὺ τσί ‘χαμε και στὸ χωριό μας.

—Ἐδὰ* στὰ γεροντάματα, μάθε γέρο γράμματα, ἔσειε θυμοσόφως τὴν κεφαλὴν ἡ θειὰ τὸ Ἀριανθώ.

Ἀπὸ ἑνὸς καὶ πλέον ἐνιαυτοῦ, ἀφοῦ δῆλα δὴ εἶχεν ἐνσκήψει ἡ διαβόητος πανδημία τοῦ ἔτους 202…, ἡ μαστίζουσα ὄχι μόνον τὴν Χώραν καὶ τὴν νῆσον ἅπασαν ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἐπάνω Ἑλλάδα καὶ —καθὼς ἔλεγαν— σύμπασαν ἐν γένει τὴν ὑφήλιον, καὶ ἐκλείσθησαν ὅλοι προληπτικῶς εἰς τὰς οἰκίας των, καὶ ἠρημώθησαν οἱ στράτες, καὶ ἀγριόχοιροι καὶ ἔλαφοι καὶ δελφῖνες καὶ παντοῖα ἄλλα θηρία ἐσεργάνιζαν ἀνενόχλητα εἰς τῆς πόλεως τὸ κέντρον, καὶ ἐκατέβασαν οἱ καταστηματάρχαι τὰ κεπέγκια, καὶ μόναι αἱ ἐκκλησίαι παρέμενον ἀσφαλεῖς καὶ ἀπυρόβλητοι, ἀλλὰ καὶ πιὸ στερνά, ἀνειμένων ἤδη ὁπωσοῦν τῶν μέτρων, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ τέηκ ἀγοαίη καὶ τοῦ κλὶκ ἰνσάιδ, οὐδεμίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει ἐμπορικὴν συναλλαγὴν ὁ μπάρμπα Νικολῆς, εἰ μὴ μόνον ἅπαξ τὴν ἀγορὰν καινούργιου λουρακίου διὰ τὸ ῥωλόγι του τῆς χειρός, ἀπορρακωθέντος ἤδη πρὸ καιροῦ τοῦ παλαιοῦ καὶ εἰς κλωστὰς καταστάντος. Τὸ ποσὸν ἦτο εὐκαταφρόνητον, δέκα εὐρουλάκια ἐν ὅλῳ ἢ δεκαπέντε, ὅσα καὶ τὰ τετραγωνικὰ τοῦ συνοικιακοῦ καταστήματος ὅπου τὸ ἐψώνισεν· καὶ πάλιν ὁ ἔμπορος ἀρχικῶς ἠξίου νὰ τοῦ δείξῃ ὁ γέρων μουστερὴς τὸν ἐσεμέν, ἤ, ἐλλείψει τοιούτου, νὰ τὸν ἀποστείλει παραχρῆμα· ἀλλ’ εἰς τὴν ἐπιμονὴν τοῦ γέροντος, καὶ ἀφοῦ, περιστρέψας τὸ βλέμμα πρῶτον εἰς τὴν πλατεῖαν τὴν σφύζουσαν ἀπὸ μασκοφόρους, ὕστερον εἰς τὸ σκοτεινὸν καὶ φτωχικὸν καὶ ἔρημον ἐσωτερικὸν τοῦ μαγαζιοῦ του, ἐννόησεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τὸ μάταιον καὶ τὸ γελοῖον τοῦ πράγματος, ἔστερξεν ἐπὶ τέλους νὰ δεχθῇ τὸν ἀνεσέμεστον μουστερήν, ὑποτονθορίζων «ἡ γι-ἐμισή ντροπὴ δικιά σου κι ἡ γι-ἐμισὴ δικιά μου».

Ἀλλ’ εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς νἀ μυηθῇ πλέον ἑκὼν ἄκων ὁ ἀφιλεσέμεστος μπάρμπα Νικολῆς εἰς τὰς καινοφανεῖς μεθόδους τῶν ἐσεμεστῶν ἀγορῶν. Ἐπλησίαζαν τὰ Λαμπρόσκολα, καὶ ἤδη ἀπό τινων ἑβδομάδων ἐμελέτα εἰς τὸν νοῦ του τίνι τρόπῳ θὰ κατώρθωνε νὰ πάρῃ τὰ ὀφειλόμενα πασκαλινὰ χαρίσματα εἰς τὰ δύο φιλιοτσάκια του. Ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν, πιστὸς εἴς τι ἔθιμον τὸ ὁποῖον ἄδηλον ἦτο ἂν ὄντως ὑφίστατο παλαιόθεν ἢ τὸ ἐφαντάσθη ἀπατός του, συνώδευε καὶ τὶς δύο λαμπριάτικες λαμπάδες στερεοτύπως μὲ ζεῦγος ὑποδημάτων, φροντίζων ἄλλοτε ἐγκαίρως καὶ ἄλλοτε παρακαίρως νὰ πληροφορηθῇ παρὰ τῶν δύο συντέκνων εἰς ποῖον ἑκάστοτε νούμερον εἶχον αἰσίως ἀνέλθει τῶν βαπτιστηριῶν του τὰ ποδάρια. Μόνον τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ βάζῃ ὀλίγον νερὸ ‘ς τὸ κρασί του, ἀντικαθιστῶν τὰ ὑποδήματα ἄλλοτε μὲ ροῦχα, ἐνίοτε δὲ μὲ βιβλία, μηδέποτε τολμήσας νὰ ἀνοιχθῇ εἰς τολμηροτέρας ἐπιλογάς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Κρήτη, Παπαδιαμάντης, Παρωδίες, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , | 195 Σχόλια »

Μεγάλη Πέμπτη του 1923 στ’ Αργοστόλι (αφήγημα του Δημήτρη Λουκάτου)

Posted by sarant στο 29 Απριλίου, 2021

Φτάσαμε στα μισά της Μεγαλοβδομάδας και στο ιστολόγιο δεν έχουμε ακόμα δει πασχαλινό άρθρο. Κι επειδή τα άρθρα με τα λεξιλογικά και τα φρασεολογικά του Πάσχα τα έχω ξαναβάλει σχετικά πρόσφατα, για σήμερα διαλέγω κάτι άλλο. Ένα αφήγημα του Δημήτρη Λουκάτου, από τον τόμο του «Πασχαλινά και της Άνοιξης», με τίτλο «Μεγάλη Πέμπτη στ’ Αργοστόλι» και υπότιτλο «Προσεισμικό του 1923» -πράγματι, για τους κατοίκους των δυο νησιών, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, οι σεισμοί του 1953 ήταν πολύ σημαντικό ορόσημο.

Ο αφηγητής θυμάται τη Μεγάλη Πέμπτη του 1923 στη μητρόπολη τ’ Αργοστολιού, όπου ο πατέρας του ήταν ψάλτης ονομαστός για τη μελωδική του φωνή. Τότε ο Λουκάτος (1908-2003) ήταν 15 χρονών. Μεταφερόμαστε δηλαδή σε μια εποχή πριν από εκατό περίπου χρόνια -98 για την ακρίβεια- όταν η εκκλησία έπαιζε πολύ πιο σπουδαίο ρόλο ιδίως στην επαρχία, όπου οι ευκαιρίες διασκέδασης ήταν πολύ λιγότερες (αλλά και επαφής με το άλλο φύλο -αυτός ο ρόλος της εκκλησίας αναφέρεται συχνά σε κείμενα και αναμνήσεις των προπολεμικών ιδίως χρόνων).

Μονοτονίζω αλλά κατά τα άλλα διατηρώ την ορθογραφία. Όπως είχα γράψει σε ένα άλλο αφήγημα του Λουκάτου από τον ίδιο τόμο, που είχα δημοσιεύσει εδώ παλιότερα, την Πασχαλιάτικη οδό Αιόλου το 1953, αξιοπρόσεκτη θεωρώ τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Λουκάτος, που δεν ήταν ακραίος δημοτικιστής -κι όμως γράφει «οι Σύνοψες», «ο Σταυρωμένος», όπως το έλεγαν τότε, ή «κατανυχτικός».

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΤ’ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ

Είχαμε ακόμα κλειστές τις μεγάλες πόρτες της εκκλησιάς και ταχτοποιούσαμε με προσοχή τον πένθιμο διάκοσμό της. Ο «Σωτήρας» ήταν η μητρόπολη τ’ Αργοστολιού, κι ο παπάς της φιλοδοξούσε πάντα να τη δείχνει πλουσιοστόλιστη και καθαρή. Είχαμε βάλει στους πολυελαίους και στα πολυκάντηλα μαύρα σουφρωτά μεγάλα «τούλια», είχαμε δέσει στα χέρια των αγγελουδιών μαβιές ταινίες, κι είχαμε καρφώσει στα κεριά παντού «κονκάρδες» στρογγυλές, με μακριές ασπρόμαυρες κορδέλες.

Στη μέση της εκκλησιάς, λίγο πιο πάνω από τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό της, είχαμε κουβαλήσει κι είχαμε βάλει σε σειρά τις πέντε μεγάλες λαξεμένες «γοργοθόπετρες»: μια μεγαλύτερη στο κέντρο για το Σταυρό — μαρμάρινη, βαριά ως 400 λίτρες — και γύρω της τέσσαρες πιο μικρές, με μπηγ­μένα μέσα τους τα ξύλινα μανάλια και τα ξαφτέρούγα.

Είμαστε τέσσαροι «μαθητάδες», που βοηθούσαμε τον παπά Λαγγούση. Εγώ ήμουν ο πιο μεγάλος ανάμεσά τους, κι είχα πάρει μεγαλύτερη πρωτοβουλία στην εσωτερική υπηρεσία της εκκλησιάς. Εκτός από την εύνοια του παπά, είχα και το θάρρος του πατέρα μου, πού ήταν ψάλτης εκεί. Έμπαινα και έβγαινα στο ιερό με τουπέ, κανόνιζα ποια άλ­λα παιδιά θα έμπαιναν μαζί μου, ανέβαινα στο καμπαναριό και σήμαινα, πήγαινα με εμπιστευτικές αποστολές στα μα­κρινά σπίτια της ενορίας (1).

Εκείνο λοιπόν τ’ απόγευμα ετοιμάσαμε την εκκλησιά για τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» με πάστρα και με φροντίδα. Σουρούπωνε πια, κι ακούαμε τον κόσμο που μαζευόταν στο λιθόστρατο ή χτυπούσε τις πόρτες αδημονώντας. Ήταν καιρός ν’ ανοίξουμε. Κοιτάξαμε να μη βρίσκεται τίποτα αταχτοποίητο ή ριγμένο καταγής, κρεμάσαμε τη σημαία στο γυναιτίκι «μετζάστρα», σιάξαμε λίγο τις κουρτίνες του θρόνου της Παναγίας, πλύναμε τα χέρια μας, κι ανοίξαμε…

Η ακολουθία άρχισε στις οκτώ το βράδυ. Ο κόσμος γέμιζε πάντα «πήχτρα» την εκκλησιά. Οι επίτροποι -μεγαλέμποροι τ’ Αργοστολιού, ο Σπυράγγελος ο «Αβλιχάκης» κι ο Βαγγελάκης ο «Γάλλος» — υποδέχονταν τους ενορίτες και τούς τακτοποιούσαν, σαν τελετάρχες. Εμείς οι «μαθητάδες» τρέχαμε από δω κι από κει να προλάβουμε ένα σωρό δουλειές, που μας παρουσιάζονταν. Είχαμε να παραλαβαί­νουμε τα κεριά και τα «φιόρα» που έφερναν οι ενορίτισσες για το Σταυρό — χύμα λουλούδια κι όχι στεφάνια— είχαμε να σβήνουμε τα κεριά των πολυελαίων, που ξελαμπάδιζαν, είχαμε να κουβαλάμε καρέκλες στις ηλικιωμένες κυρίες και στους γέροντες, που δεν βρήκαν στασίδι. Ο παπά Λαγγούσης ήταν σκυμμένος διαρκώς πίσω από τις τρύπες του ξυλό­γλυπτου Τέμπλου, και από κει παρακολουθούσε την κίνηση του εκκλησιάσματος. Κάθε τόσο μου φώναζε:

—    Μίμη, καρέκλα τση σιόρα-Μπάρμπαρας!

—    Μίμη, η κυρία Άντζολα!

—    Μίμη, ο γιατρός ο Μικελώτος!

Κι όλο έτρεχα να στείλω ή να κουβαλήσω από μια καρέ­κλα στις προσωπικότητες, που μου παράγγελνε. Ευτυχώς είχαμε κάμει από νωρίς προμήθεια από το καφενείο του «Τσαμεναράκη», κι έτσι περίσσευαν για να πάρουν όλοι. Κι ακόμα για να περιποιηθώ κι εγώ δικούς μου ευνοούμενους, ιδιαίτερα τις μητέρες των γνωστών μου κοριτσιών.

Τούτα τα βράδια της Μεγάλης Βδομάδας, έτσι καθώς πέφτουν μέσα στις πρώτες μέρες της Άνοιξης, λες κι είναι ειδικά φτιαγμένα για τον παιδόκοσμο, να του γεννάνε τις πρώτες ερωτικές συγκινήσεις, να του γεμίζουν την ψυχή από ρομαντική διάθεση… Παρακολουθούσαμε με το κερί στο χέρι τις «Σύνοψες», καθώς ο παπάς διάβαζε ένα-ένα τα Ευαγγέλια, μα τα μάτια μας ξέφευγαν πάντα προς τα αντι­κρινά πρόσωπα των κοριτσιών, που κόκκινα και όμορφα κάτω από τα φώτα, μας κοίταζαν ξαφνιασμένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαογραφία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 81 Σχόλια »

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 19 Απριλίου, 2020

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, αλλά με κάποια τροποποίηση. Αφού το φετινό Πάσχα είναι κάπως ιδιαίτερο, διάλεξα ένα παπαδιαμαντικό διήγημα που είναι τυπικά μόνο πασχαλινό. Δηλαδή, ενώ εκτυλίσσεται τις μέρες του Πάσχα περιγράφει άλλου είδους βάσανα, ναυτικά -δεν είναι σαν τον Αλιβάνιστο ή τον Λαμπριατικο ψάλτη, δηλαδή. Πάντως, ένας άλλος υπότιτλος του διηγήματος είναι «Το Πάσχα του καπετάνιου» οπότε πασχαλινό χρώμα υπάρχει.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας». Το Ταϊγάνι, που αναφέρεται στο διήγημα, είναι το σημερινό Ταγκανρόγκ, ρωσική πόλη στη Μαύρη Θάλασσα όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική εμπορική παροικία -και η γενετειρα του Αντόν Τσέχοφ, θα γράψουμε κάποτε.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Αλ. Μωραϊτίδης, Άρατε πύλας

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη και μακάρι του χρόνου να μας βρει όλους με τους αγαπημένους μας!

ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

ή ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ

-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαΐστρα! μπρούλια τρίγκο.

Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!

Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων.

-Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα-φλόκο! αλέστα!… Τίρα μόλα!… Στα πόστα σας!

Από την κανδήλαν την αχανή εκείνην κατήλθεν η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπος, και από το κουφόβρασμα το ύπουλον ανέβη ο ρόχθος της θαλάσσης, ζευχθέντα εις φοβερόν υμέναιον, προσοχθούντα επί της ελεεινής σανίδος, ήτον ως βέλασμα οιονεί από χιλιάδας και μυριάδας ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· και ο Βορράς, ο χιονόμαλλος βασιλεύς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα ήλαυνεν εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τας εσχατιάς· ζητούντα να εύρουν τέρμα και τέρμα δεν εύρισκον, ειμή την σανίδα την ταλαίπωρον· και την κατεπάτησαν, και την έκαμαν δρόμον, βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντα την δύναμίν της. Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποίαν συνετέλουν επαναβαίνοντα τ’ αχθοφόρα κύματα, αντήχει ως θρήνος οξύς το σφύριγμα των τροχαλιών όμοιον με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας, βιαζομένης την τιμήν, υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυευσπλάχνου και παντοδυνάμου Κριτού του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους.

– Φίλα γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα!

Από μπράτσο εις μπράτσο, από μαντάρι εις μαντάρι, επηδούσαν ακαταπαύστως οι ναύται, και ως αράχναι, ως μυίαι, εκολλούσαν στα διάφορα σχοινιά. Εν τοσοτούτω ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρόν σημείον υφέσεως ήδη. Η φουρτούνα έμελλεν εξ άπαντος να «στρώσει». Θα ήτον ολιγώτερον σφοδρά και περισσότερον διαρκής.

-Πότζα-λα-μπάντα! Φίλα γάμπια! Τιμόνι σοφράν!… Μόλα γάμπια! μόλα μαΐστρα!

Η φουρτούνα έγινεν οριστικώς στρωτή, και επήλθε μικρά ανάπαυλα. Οι σύντροφοι εσπόγγιζον τον ιδρώτα των, την άχνην, τους αφρούς του κύματος.

Το βρίκιον έπλεε με μεγάλην ταχύτητα. Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερώς. Εφαίνοντο ότι «τώρα θα πέσουν».

Ο καπετάν Τζώνης ήναψε την πίπαν του, κι εστάθη ακουμβών επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.

***

Δύο ναυτάκια επλησίασαν σιγά-σιγά κοντά εις τον πλοίαρχον. Δεν εφαίνοντο να ήσαν πολύ κουρασμένοι από την βάσανον, από την αγγαρείαν την οποίαν επέβαλεν η τρικυμία. Ήσαν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι ερχόμενοι, μάλλον ως επιβάται.

-Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλεις απ’ κάτ’ στην χώρα εμάς;

-Θα μας κάνεις, καπετάνιο, την χάρη;

-Κάλια τρίγκο!… Μόλα γάμπια, φλόκο! μόλα τρίγκο!

Ο πλοίαρχος ανέπνευσεν ανετώτερον, αφού έδωκε και το τελευταίον τούτο πρόσταγμα.

-Ε, καπετάνιο μ’ ;

-Να’ χεις πολλή ζωή, και καλά ταξίδια.

-Τι λέτε, παιδιά;

Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώσει πλώρην το καράβι, να παραστρατίσει; Πώς να πλησιάσει εκεί που έλεγαν τα δύο ναυτόπουλα;

-Tώρα είναι καιρός, παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ τον αέρα;

-Μας το’ ταξες, καπετάνιο.

-Μας το είπες, καραβοκύρη μ’.

-Ελέγαμε δα, αν ήτον καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα Ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά ‘κει. Τώρα, ιδέτε πώς μας μπατάρει… και που μας σκαντζάρησε… και όλο μας ξεπέφτει.

Τα δύο ναυτομαραγκάκια έλαβον στάσιν. Ο ένας εκουνήθη επάνω εις το δεξιόν σκέλος του. Ο άλλος ετάνυσε τον αριστερόν βραχίονα.

-Αυτή δεν είναι καμμία φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπεν ο πρώτος, ο μεγαλύτερος και υψηλότερος των δύο, όστις έφερεν ήδη ψηλαφητόν μύστακα· αυτή δεν είναι μαύρη φουρτούνα, να ‘ρχεται από μακριά· είναι άσπρη φουρτούνα.

-Μάλιστα· αυτή είναι, συνεπλήρωσεν ο δεύτερος, ο έχων τον μύστακα επανθούντα – είναι άσπρη φουρτούνα, κι έρχεται από κοντά.

-Δεν είναι καμμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, να ‘ρχεται απ’ αλάργα· κοίταξε τι κοκκώνα-θάλασσα, μπονάτσα-λάδι.

-Αλήθεια, υπεστήριξεν ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές· καμαρωμένη νύφη-θάλασσα.

Ο πλοίαρχος εμειδίασε λίαν καλόκαρδος. Αυτός ο οποίος ανεγνώριζε μακρόθεν το ρύγχος της τρικυμίας – τη μούρη της! – είχεν ανάγκην να λαμβάνει μαθήματα από τους νεωτέρους! Πλην δεν εθύμωσε.

-Χα χα χα! Πολλά ξέρετ’, εσείς τα Σκοπελιτάκια.

Οι δύο ναυτομαραγκοί κατήγοντο πράγματι από την Σκόπελον, την νήσον εκείνην ήτις εξασκεί γλυκείαν μαγείαν εφ’ όλων των τέκνων της, και μεταβάλλει εις φανατισμόν την αγάπην της πατρίδος· την νήσον, προς έπαινον της οποίας ο λόγιος και εμπνευσμένος υιός της Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ασματικόν κανόνα προς το Ανοίξω το στόμα μου, -κανόνα αρχόμενον από τας λέξεις «Κρασί Σκοπελίτικο».

Την νήσον των νοσταλγών, εις τους κόλπους της οποίας δια να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από την Βραΐλαν, από την Οδησσόν, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα-καιρόν, ή ευρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν επάγωσαν ήδη, και ταξιδεύουν δύο μήνας, τρεις μήνας – εις την εποχήν των ιστίων – μόνον δια ν’ αξιωθούν να φθάσουν εις την Σκόπελον δια να εορτάσουν τα Χριστούγεννα, ή διά να κάμουν αποκριές, και γίνουν «μουτσούνες».

Τώρα δεν ήρχοντο πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι αι Απόκρεω. Ητο Μάρτιος μην, και ήρχετο το Πάσχα. Και πολλοί εκ των ξενιτευμένων είχον καταβεί εγκαίρως εις την πόλιν, όπως ημπόρεσαν.

Αν έκαμναν τόσην θυσίαν δια να προλάβουν την Απόκρεων, πόσω μεγαλυτέραν θα έκαμναν διά το Άγιον Πάσχα!

-Ας γίνει το θέλημα σας, είπε τέλος ο καπετάν Τζώνης. Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν, κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά… Εμένα, ποιός…

Εμορμύρισε, και πάραυτα εσιώπησε. Μικρόν νέφος μελαγχολίας εφάνη σκιάζον τους οφθαλμούς του· όμοιον μ’ εκείνο το οποίον γεννά την τρικυμίαν, και το οποίον οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουσιν εγκαίρως μακρόθεν.

-Τώρα θα κάμουμε – επανέλαβεν είτα ο πλοίαρχος – μια βόλτα ως τον κάβο εκεί, κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!… Πάρτε την σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματα σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δυό κουπιά… και μεθαύριο, α θελ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας… Καλό κατευόδιο, παιδιά· με το καλό να κάνετε Λαμπρή!

-Ευχαριστούμε πολύ, καπετάνιο· με καλό να πας στο σπίτι σου· και καλά ταξίδια· μάλαμα το καρφί!

Υστερα από δύο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατεβίβασαν την αποσκευήν των εις την μεγάλην βάρκαν πηδώντες και χορεύοντες από την χαράν των, όσον και από την φουσκοθαλασσιάν των κυμάτων. Κατερριχήθησαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν εις τας χείρας των, και έλαβον τας κώπας. Απείχον δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ εις τον μώλον του λιμένος της πόλεώς των, και με σύντονον κωπηλασίαν δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν.

–        Καλό κατευόδιο, παιδιά!

–        Καλά ταξίδια· και καλή Ανάσταση!

* * *

Όλην την νύκτα έπλεε το σκάφος με τα κύματα. Ο άνεμος είχε κοπάσει, και το απόγειον της νυκτός εφύσα ελαφρά! Το πρωί, με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος εξημερώθη εις τον λιμένα της νήσου του.

Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οίτινες είχον επιχειρήσει το πάλαι, ως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσαν επάνω εις τον Όλυμπον, και το Πήλιον επάνω εις την Όσσαν, διά να κάμουν σκάλαν ν’ ανεβούν εις τον ουρανόν, όταν ήσαν παιδία ανήλικα ακόμη, εγύμναζον τούς βραχίονάς των παίζοντες εις τον αιγιαλόν κάτω. Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά των και έκαμναν «ψωμάκια», ρίπτοντες ταύτα εις την θάλασσαν, δια κυματοειδούς κινήσεως του πήχεος και της χειρός, ως διά σφενδόνης.

Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία μετά πολλάς επιψαύσεις και πτήσεις επάνω εις τα κύματα, έπιπτον τέλος εις την θάλασσαν, από τα «ψωμάκια» εκείνα εφύτρωσαν και ανέθορον αι Σποράδες νήσοι αι κοσμούσαι το σμαράγδινον πέλαγος· η Σκίαθος, η Πεπάρηθος, η Αλόννησος, και τόσαι άλλαι.

Εις την δευτέραν των νήσων τούτων, την αλλάξασαν το όνομα, είχον αποβιβασθεί την εσπέραν της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί. Εις την άλλην, την τελευταίαν προς δυσμάς, κατέπλευσεν ο καπετάν Τζώνης με το σκάφος του.

* * *

Πριν αράξει ακόμα το βρίκιον, καθώς έφερνε βόλτες εμπρός εις τον λιμένα, ανάμεσα εις τα τρία νησιά, εις τον κάβον της Πούντας, και γύρω-γύρω στα Μυρμήγκια, τας νανοφυείς υφάλους, που προέχουν δειλά τας μαύρας μικράς κεφαλάς των εν ώρα αμπώτιδος – έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα εις το ταμπούκιο της πρύμνης, κι εις την χονδρήν μπούμα, και εις την υψηλήν υαλόφρακτον θήκην της πυξίδος.

Το βλέμμα του διευθύνετο απλανές προς έν σημείον, ανάμεσα εις τα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωρίου, του εσπαρμένου γραφικώς επί του λόφου, όπου διέπρεπεν εις το μέσον, ως φρουρός όρθιος με την λόγχην του υψηλά, το κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, οπόθεν εκτείνεται εις όλην την κοίλην παραθαλασσίαν ένθεν και ένθεν προς βορράν, και πάλιν αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, επί της εσχατιάς του άλλου βραχώδους λόφου, του επιστεφομένου από τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου του Θαλασσινού.

Η οικία του πλοιάρχου ευρίσκετο επί του δυτικού λόφου, εις την Άνω συνοικίαν. Εκεί δε προσηλούτο μάλλον κατηφές το βλέμμα του.

Καθώς άραξε το πλοίον, ενώ το πλήρωμα ησχολείτο εις την συστολήν των ιστίων και την λοιπήν διευθέτησιν του σκάφους, κατέβη ο Τζώνης εις τον κοιτώνα του, κάτω εις την πρύμνην, βεβαίως διά ν’ αλλάξει και φορέσει κοσμιώτερα ενδύματα, πριν αποβεί εις την ξηράν και παρουσιάσει τα ναυτιλιακά του έγγραφα.

Πλην δεν εβιάσθη αμέσως ν’ αλλάξει, εφαίνετο μάλλον αισθανόμενος μεγάλην απροθυμίαν προς τούτο, και ως να επεθύμει αναβολήν, ει δυνατόν, της αναγκαίας αποβιβάσεως εις την ξηράν.

Από ένα συρτάρι έλαβε μίαν μικράν θήκην εκ ψευδαργύρου, και απ’ αυτήν έβγαλεν ένα χαρτί διπλωμένον. Δεν ήτο ούτε η υγειονομική πιστοποίησις ή άδεια απόπλου ή φορτωτική τις, ούτε το ημερολόγιόν του.

Το πλοίον ήρχετο από την Πόλιν κενόν φορτίου, και προσήγγιζεν εις τον γενέθλιον τόπον, προσχήματι μεν διότι ήγγιζε το Πάσχα, πράγματι δε διότι ο πλοίαρχος ησθάνετο αόριστον ανησυχίαν ως προς τα οικιακά του πράγματα.

Το χαρτίον, το οποίον εξήχθη από την θήκην, ήτο αρκετά τριμμένον, κι εφαίνετο να είχε διαβασθή πολλάκις. Ο πλοίαρχος το εξεδίπλωσε και ήρχισε να το διαβάζει – ίσως δι’ εκατοστήν φοράν.

«Γαμβρέ μου καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ.

»Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια το αίσιον, κτλ. Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρην μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη, και τουλόου σου αποδείχθης πως δεν έχεις φιλότιμο. Εμένα το κορίτσι μου ήτον απ’ το πρώτο σόι, κι όπου αρωτήσεις, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε· οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα. Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν, κι άνοιξα τις πόρτες, και σ’ έβαλα στο σπίτι μου, κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος και ανωφέλευτος. Στο γράμμα που είχες στείλει, είδα να γράφεις πως βαρέθηκες πλια να στέλνεις της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δύο κόρες μου, κι ότι πως τουλόου σου επίστεψες πως επήρες μιά κι’ επήρες τέσσερες… (Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουντζούρα, σχεδόν πέρα-πέρα, εις τα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής· εάν ο πλοίαρχος ήτον αρκετά περίεργος, θα διέκρινε τας λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι.» Φαίνεται ότι η υπαγορεύουσα μετεμελήθη, και παρήγγειλεν εις την γράφουσαν να σβήσει την φράσιν.) κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας. Αγέλαστος κι αγλύκατος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου, και το χτυπάς; Μήπως έστειλες και συ δυό πήχες χρυσάφι, ή το ποδογύρι το χρυσό, ή το φουστάνι τ’ ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα, ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό ή άλλο τίποτες; Τόσα χρόνια, ασπρού πράμα από σένα δεν είδε. Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστείς μόνος σου, να πεις, στο σπίτι που μβήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσεις το ψαθί του σκαλοπατιού.

»Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνει ο άνθρωπος απ’ την σκάλα του. Εγώ θέλησα να κατεβώ, και σ’ επήρα σένανε, κι ενόμιζα πως θα βγεις άνθρωπος να μου το γνωρίσεις, μα γελάστηκα. Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου, και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι, ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό, ή ένα βραχιόλι, ή άλλο τίποτες. Άλλο απ’ το ασημένιο δακτυλίδι, και το ρολόι με την καδένα, και μια καρφίτσα σκέτη, και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες πριν την στεφανωθείς, και τα βραχιόλια που της έστειλες την πρώτη χρονιά, και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια, και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες.

»Και γράφεις ότι πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα, και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι. Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά της κάνουμε, να μην μένει μονάχη της με τα δυό μικρά παιδιά της· κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει σαν κάμουμε να φύγουμε, και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της. Και του λόου σου σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά τής κάνουμε, και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέσει, κάνεις καλά να την χωρίσεις την κόρη μου, κι άφσε και τα δυό παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε. Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένει μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρεις δούλα, να της στέλνεις και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί· γιατί εμείς όλες τις δουλειές τις κάνουμε τζάμπα, κι ασπρού πράμα απ’ αυτήν κι από τ’ εσένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλοιώς, φωτιά και μπούλμπερη ό,τι κι αν κάμεις, κι ο κόσμος θα γελάσει με τ’ εσένανε…»

Η επιστολή εξηκολούθει σχεδόν εις δύο σελίδας ακόμη με τον αυτόν τόνον, και εις παν ήμισυ σελίδος επανελάμβανεν ως έγγιστα τα αυτά. Πεντάκις τουλάχιστον υπήρχε εν τω κειμένω η υπόμνησις διά το «σόι» και την κοινωνικήν βαθμίδα. Ο χαρακτήρ ήτο λεπτός αλλ’ άκομψος, προφανώς κορασίδος, μαθητρίας του σχολείου, πλην δε άλλων ανορθογραφιών είχε γδό αντί δυό, παιγδά αντί παιδιά, μνά (μιά) και φωτχά (φωτιά).

Ο καπετάν Τζώνης και άλλοτε το είχεν αναγνωρίσει ότι ήτο «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως μάλιστα υπέθετε μετά βεβαιότητος και ποία μικρά γειτονοπούλα να το είχε γράψει, καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας. Και τώρα, μετά την τελευταίαν ανάγνωσιν, εψιθύρισεν:

-Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα!

Δεν επανέφερε το χειρόγραφον εις την θήκην, εξ ης το είχε λάβει, αλλά το έβαλεν εις την από-μέσα τσέπην ενός καθαρίου μαύρου επανωφορίου, το οποίον εκρέματο πλησίον εκεί, δίπλα εις την κοκέταν του ύπνου του. Συγχρόνως δε ήρχισε ν’ αλλάζει τα ενδύματά του και συνεχίζων μεγαλοφώνως τους λογισμούς του επανέλαβε:

-Τώρα, αν ήξευρεν η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;… Η μήπως θα έγραφε… χειρότερο;

Ίσως ήθελε να είπει ότι ο υπαγορεύων, μη έχων συνείδησιν ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνον ότι το λέγει, δύναται να υπαγορεύει εύκολα ό,τι δήποτε· ενώ, ο γράφων καθ’ υπαγόρευσιν, και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμήσει την ευθύνην, ευρίσκει δε το πράγμα απλώς αστείον και καινοπρεπές. Ή μήπως τουναντίον συμβαίνει, και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινόν εγκρατείας, ενώ αν ο ίδιος έγραφε, θα ησθάνετο ως να έπραττέ τι εν παραβύστω και άνευ μαρτύρων;

Εφόρεσε το ίδιον εκείνο επανωφόρι, εις το θυλάκιον του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πενθεράς. Την ιδίαν στιγμήν, ως να μεταμελήθη, με βίαιον κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισεν αμελώς, διπλωμένον όπως ήτον, εις τέμαχια, και τα έρριψε κάτω.

Φαίνεται ότι ο μούτσος, όταν κατέβη να σκουπίσει, μετά την αναχώρησιν του πλοιάρχου, εύρε τα τεμάχια, και τα εμάζεψεν. Επειδή δε είχε συνήθειαν να προσπαθεί να διαβάζει ό,τι βρει, διά να μη ξεχνά τον συλλαβισμόν, τον οποίον είχε μάθει εις το δημοτικόν σχολείον, συνηρμολόγησε τα τεμάχια, και ήρχισε να το συλλαβίζει.

Ο πλοίαρχος έλαβε τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και ητοιμάσθη να εξελθη εις ξηράν, εκάλεσεν τον λοστρόμον, και του έκαμε συστάσεις να κρύψη ό,τι ήτον δια κρύψιμον, «επειδή τώρα-τώρα θα’ ρθουν τα φαραώνια· όπου κι’ αν είναι, πλάκωσαν!» – και να φυλάξει εις πρόχειρον μέρος μόνον γαλέτες και κρέας σαλάδο, και ό,τι άλλο είχαν, το οποίον δεν ημπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώσει από τα «φαραώνια».

Ενώ ο λοστρόμος ησχολείτο εις τας ετοιμασίας αυτάς, κάτω εις τον θαλαμίσκον, ήκουσε κατά τινα στιγμήν τον πλοίαρχον να μορμυρίζει, μασών τας λέξεις:

-Το παπά και το λιλί!…λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους!

-Τι λες, καπετάνιο; τον ηρώτησεν ο ναύκληρος.

Ο πλοίαρχος εδάγκασε τα χείλη, ως μην θέλων να προδώσει τους λογισμούς του· είτα πάλιν εφαιδρύνθη, και είπε:

-Τι να πω, καημένε γερο-Νικόλα, και συ; Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου;

-Τώρα, μ’ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώσει απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;

-Αλλοίμονο σου, κακόμοιρε! θα σε βγάλει έξω κι’ εσένα, καθώς…

Και έκοψεν αποτόμως την ομιλίαν.

Η βάρκα η μικρή, καθελκυσθείσα εις την θάλασσαν, επερίμενε τον πλοίαρχον. Κατέβη και με δύο κωπηλατούντας ναύτας προσήγγισεν εις την ξηράν.

Ο Δημήτρης της Σοφούλας – ούτως εκαλείτο κοινώς ο γερο-Φτελιανός – και αν επαύετο, δεν έφευγε ποτέ από την νήσον. Πρώην φύλαξ του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου, κτλ., και γνωρίζων από γραφειοκρατικήν αγγαρείαν, και τυραννίαν, εχρησίμευεν εις όλους τους λιμενάρχας, υγειονόμους και τελώνας, οίτινες τον είχον ως «δεξί χέρι». Ούτος επερίμενε τον πλοίαρχον εις την «καραντίναν». Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έκυψε, και ανέγνωσε την πιστοποίησιν κτλ. χωρίς να θίξει το χαρτίον. Υπέβαλε τον πλοίαρχον εις τινας διατυπώσεις, του απηύθυνεν ερωτήσεις τινάς, και συγχρόνως εδήλωσεν ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησις» επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί· είτα έτεινε την χείρα και προσείπε πρώτος το «Καλώς ώρισες».

Πάραυτα, με την επιστροφήν της βάρκας εις το πλοίον, επέβησαν επ’ αυτής τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες, και λοιποί· ούτοι ήσαν τα «φαραώνια», όπως τους ωνόμαζεν ο καπετάν Τζώνης, και απήρχοντο εις το πλοίον δια την απαραίτητον «επίσκεψιν». Είχον δε πολύ μεγάλα και πλατιά αμαυρού χρώματος μανδήλια, και τσέπες πολύ βαθειές. Τα μανδήλια ταύτα ήσαν το μόνον είδος το οποίον ηγόραζαν ποτέ· ελέγετο μάλιστα ότι τα παρήγγελλον ειδικώς, δεν ηξεύρω εις ποίον εργοστάσιον.

Ο πλοίαρχος θα επεθύμει μάλλον να επιστρέψει εν συνοδία αυτών οπίσω εις το πλοίον. Αλλ’ εκείνοι φιλοφρόνως του είπον:

– Μην πειράζεσαι, καπετάνιο, να’ ρθης τουλόγου σου· τα καταφέρνουμε πολύ καλά, εμείς, με το λοστρόμο· ίσως να θέλεις να πας στο σπίτι σου.

Να πάει στο σπίτι του! Καθώς πρωτύτερα θα επροτίμα να βραδύνει ν’ αποβιβασθεί εις την ξηράν, ούτω και τώρα θα ηύχετο ν’ αργήσει να πάει στο σπίτι του! Εκάθισεν εις το πρώτον καφενεδάκι της παραθαλασσίας, κι εδέχετο τας δεξιώσεις και τα «καλώς ωρίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των εντοπίων και των ξένων. Εκάπνισεν ναργιλέν, έπιε δύο καφέδες, δεν ηθέλησε να πίει παραπάνω από ένα ρακί δια τα «μουσαφιρλίκια» – μ’ όλον ότι θα επεθύμει να ημπορούσε να πίει!

Τέλος «έκαμε καρδιά» κι εσηκώθη να πάει στο σπίτι του.

***

Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επεβιβάζετο εκ νέου διά ν’ αποπλεύσει.

Ο καιρός εφαίνετο άσχημος. Συννεφιασμένος ήτον ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεον. Την ώραν που έφθασεν ο πλοίαρχος εις το πλοίον, ενώ τούτο ήτον στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γερο-Νικόλας ο ναύκληρος ίστατο παρά την πρύμνην, κι εκοίταζεν ανήσυχος κατά τον κόλπον, όπου θα έστρεφε πρώραν μετ’ ολίγον το σκάφος.

-Μπουρίνια θα’ χουμε καπετάνιο, είπε.

-Μπουρίνια! τόσο καλύτερα είπεν ωσάν αφηρημένος ο πλοίαρχος.

-Τι λες!

-Θεός να μας φυλάει απ’ τις μπόρες της στεριάς, γερο-Νικόλα.

Ο ναύκληρος τον εκοίταξε περιέργως, επειδή κάτι ήξευρεν ή υπώπτευεν. Εν τούτοις δεν είχον γνωσθεί πολλά πράγματα εις το χωρίον, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου. Ο ίδιος ήτον κρυφός, επειδή εντρέπετο τον κόσμον, και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε όσον απέβλεπε τα της αριστεράς πλευράς του. Από την πεθεράν του κάτι θα ηδύνατο να διαδοθεί, αλλ’ ο καπετάν Τζώνης δεν εχωράτευε.

Διηγούντο ότι μίαν εσπέραν, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, εις την οικίαν του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθεράν του από τον λαιμόν. Πλην δεν το έκαμε δια να την πνίξει, άπαγε! – καθώς διεμαρτύρετο ο ίδιος προς έναν φίλον του πολύ πιστόν και πολύ κριτικόν – αλλά μόνον δια να πνίξει τας φωνάς της. Επειδή έβγαζεν, η ευλογημένη, κάτι φωνάς οξείας, υστερικάς, ανοήτους. Ύστερον ηκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν επήλθον πολλά σιούτ σιούτ πολύ σύντονα και επιτακτικά, και τέλος σιωπή άκρα.

Ολα ταύτα τα έκαμνε διά να μην τον ακούσει η γειτονιά και μάθει τίποτε ο κόσμος· επειδή η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος τύραννος, βασανιστής ανηλεής – καθώς διεβεβαίου τον φίλον του – επειδή εντρέπετο, πολύ εντρέπετο τους φίλους και τον ίδιον εαυτόν του.

Και όλα ταύτα, όλαι αυταί αι οικιακαί σκηναί, δεν ήσαν μεγάλα πράγματα· ουδέ υπήρχε, την αλήθειαν να είπωμεν, μώμος τις ή βαθεία κηλίς εις την οικίαν. Μόνον μικρολογίαι, παράπονα, η αιωνία εχθρά της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσιος γκρίνια!

Τέλος, τα πράγματα είχον ησυχάσει· και η σύζυγος υπεσχέθη εις το μέλλον να είναι φρονιμωτέρα από την μητέρα της. Και ο Τζώνης επεβιβάζετο εις το πλοίον του, διά να ταξιδεύσει.

-Τι με κοιτάζεις, γερο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στην στεριά;… Πιό καλή είν’ η θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μιά φορά!

Και ο πλοίαρχος εκάγχασε.

-Γιά θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε την σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν: «Ασπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πώς δεν είπαν και πεθερά!

Ο γερο-Νικόλας εγέλα.

-Τι γελάς; άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα· κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.

Ο ναύκληρος εκάγχασεν ακρατήτως.

-Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θαλ…

Ο πλοίαρχος ηθέλησε καταρχάς να είπει: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».

Αλλ’ εδάγκασε την γλώσσαν του, και διώρθωσε μεγαλοφώνως:

-Μάλιστα· φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!

(1900)

Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

 

Posted in Διηγήματα, Ναυτικά, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 143 Σχόλια »

Λέξεις του Πάσχα, για μια ακόμα φορά

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2020

Εμείς εδώ λεξιλογούμε, ως γνωστόν -και τη Μεγαλοβδομάδα αναμενόμενο είναι να λεξιλογήσουμε πασχαλινά, ακόμα και φέτος που η πανδημία μάς έκλεψε το Πάσχα.

Βέβαια, αφου το φετινό είναι το δωδέκατο Πάσχα του ιστολογίου μας (ζωή νάχουμε!) επόμενο είναι τα λεξιλογικά και τα φρασεολογικά της Λαμπρής να τα έχουμε συζητήσει πάνω από μία φορά -και το σημερινό άρθρο είναι πολυεπανάληψη -τελευταία φορά το είχαμε δημοσιεύσει το 2016.

Δεν πειράζει όμως. Αφού φέτος το Πάσχα όλα σχεδόν είναι αλλαγμένα, ας μείνει τούτο το άρθρο ίδιο με αλλοτινούς καιρούς (όχι εντελώς ίδιο, άλλαξα κάποια πράγματα).

Ξεκινώντας την περιήγησή μας στις πασχαλινές λέξεις, πρώτα πρώτα έχουμε το ίδιο το Πάσχα, που είναι λέξη άκλιτη, δάνειο από το αραμαϊκό pasha και αυτό από το εβραϊκό pesah (πέσαχ είναι το σημερινό εβραϊκό Πάσχα), από τον αόριστο ενός ρήματος που σημαίνει «αυτός προσπέρασε». Και το «προσπέρασε» μας πηγαίνει στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έξοδο, όπου στη δέκατη πληγή του Φαραώ ο άγγελος Κυρίου θανάτωσε τους πρωτότοκους γιους των Αιγυπτίων· πέρασε γραμμή τα σπίτια και έσπειρε τον όλεθρο, είχε όμως προηγουμένως ειδοποιήσει τους Εβραίους να σφάξουν ένα αρνάκι και να βάψουν με το αίμα του την πόρτα του σπιτιού τους για να τα προσπεράσει. Ή, όπως το λέει στην Έξοδο: και παρελεύσεται κύριος πατάξαι τους Αιγυπτίους και όψεται το αίμα επὶ της φλιάς και επ’ αμφοτέρων των σταθμών͵ και παρελεύσεται κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολεθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι. Άγρια πράγματα τα παλαιοδιαθηκικά, αλλά από εκεί θαρρώ προήλθε το αρνάκι που σουβλίζουμε –βέβαια με νέα σηματοδότηση μετά τη σταύρωση του Χριστού που ήταν ο αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.

(Για να απαντήσω και σε μια ερώτηση που έγινε σε πρόσφατο σχόλιο, επαναλαμβάνω πως το Πάσχα είναι άκλιτο -αν θελετε να το κλίνετε, να πείτε «η Πασχαλιά» ή «η Λαμπρή»).

Το Πάσχα το λέμε και Λαμπρή, μια και είναι η μεγαλύτερη γιορτή, και παρόμοια ονομασία υπάρχει στα βουλγάρικα, όπου επισήμως το Πάσχα λέγεται βελικντέν, δηλαδή «μεγάλη μέρα», ενώ στους δυτικούς σλάβους λέγεται συχνά «μεγάλη νύχτα» (π.χ. Wielkanoc στα πολωνικά και αναλόγως στα σλοβένικα ή στα τσέχικα) -στα σερβοκροάτικα λέγεται Uskrs, που υποψιάζομαι πως σημαίνει Ανάσταση. Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες η ονομασία προήλθε από το ελληνικό, συνήθως μέσω λατινικών, κι έτσι έχουμε το γαλλικό Pâques ή το ιταλικό Pasqua, αν και στα αγγλικά έχουμε Εaster, που προέρχεται από μια παγανιστική γιορτή προς τιμήν μιας τευτονικής θεάς της άνοιξης και του φωτός, της ανατολής του ήλιου (άλλωστε east είναι η ανατολή). Κάτι ανάλογο ισχύει και στα γερμανικά (Ostern).

Το φετινό Πάσχα πέφτει σχεδόν στο μέσο της περιοχής ημερομηνιών του (οι πιθανές ημερομηνίες του ορθόδοξου Πάσχα πηγαίνουν από 4 Απριλίου έως 8 Μαΐου) και έχει μία βδομάδα διαφορά από το καθολικό, που μόλις προηγήθηκε. Του χρόνου θα έχουν διαφορά 4 εβδομάδων, 4 Απριλίου οι Καθολικοί και 2 Μαΐου εμείς. Όπως είχε σχολιάσει εδώ παλιά ο φίλος Βιοάννης: Το ορθόδοξο Πάσχα από το δυτικό διαφέρουν 1, 4, 5 εβδομάδες (το ορθόδοξο πάντα έπεται) ή συμπίπτουν. Ποτέ δεν διαφέρουν 2 ή 3 εβδομάδες. Η διαφορά των 4 εβδομάδων είναι σπάνια, μόνο στο 5,2% των περιπτώσεων για τα έτη 1583-2100. Από το 1583 έχουμε διαφορά στις ημερομηνίες εορτασμού, μια και εμφανίστηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Καθώς τα χρόνια θα περνούν και θα αποκλίνει το ορθόδοξο από την αστρονομική πραγματικότητα, θα εμφανιστούν και διαφορές 6 εβδομάδων (πρώτη φορά το 2437) και θα εξαφανιστεί η ταύτιση (τελευταία φορά το 2698), όπως και θα εμφανιστεί διαφορά 2 εβδομάδων (το 2725) όχι όμως διαφορά 3 εβδομάδων (έως το 4100, που το έχω ψάξει). Να πω ότι αυτά δεν τα έχω τσεκάρει προσωπικά, κι έτσι αν το 2437 δεν εμφανιστεί διαφορά έξι εβδομάδων μην μου κάνετε επικριτικά σχόλια, σας παρακαλώ. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε τότε.

Πάντως, επειδή ο τρόπος υπολογισμού του Πάσχα είναι περίπλοκος, η εκκλησία κάθε χρόνο βγάζει το πασχάλιον του σωτηρίου έτους τάδε, το οποίο αναφέρει όλες τις κινητές γιορτές –και από εκεί βγήκε και η φράση «έχασε τα πασχάλια του» που τη λέμε όταν κάποιος έχει περιέλθει σε πλήρη σύγχυση. Και επειδή το Πάσχα έχει συνδεθεί αξεχώριστα με τα κόκκινα αυγά, η παροιμιακή αυτή φράση συμφύρθηκε με την άλλη που λέει «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια», για όποιον έχει πάθει μεγάλη ζημιά, κι έγινε «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια», που εκ πρώτης όψεως είναι «λάθος» αλλά απόλυτα εύλογο. (Περισσότερα για τις εκφράσεις αυτές εδώ, ενώ για τα κόκκινα αυγά ειδικώς έχουμε ανεβάσει το 2013 ένα κείμενο του Εμμ. Ροΐδη).

Πέρα από τα αυγά, το Πάσχα έχουμε και τον οβελία. Οβελίας αρχικά ήταν οτιδήποτε ψήνεται στη σούβλα (ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές κάνει λόγο για οβελίαν άρτον, ψωμί στη σούβλα), αλλά έχει επικρατήσει πια να τη λέμε για το αρνάκι. Η λέξη οβελός για τη σούβλα είναι αρχαία, ήδη ομηρική: οι ήρωες του Ομήρου κατ’ επανάληψη παρουσιάζονται να κόβουν κρέατα και να τα περνούν σε οβελούς. Και επειδή κάποτε θα χρησιμοποιήθηκαν μικροί οβελοί από μέταλλο ως μονάδες συναλλαγής, υπήρχε στην Αθήνα το νόμισμα οβολός που ήταν το ένα έκτο της δραχμής. Και με τον εξαίσιο συντηρητισμό της γλώσσας, δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, κι ας έχει στο μεταξύ καταργηθεί η δραχμή, ακόμα μας ζητούν να συνεισφέρουμε τον οβολό μας (όταν δεν μας τον παίρνουν δηλαδή, με το έτσι θέλω και με φοροεπιδρομές). Να πούμε πάντως ότι και η Ιόνιος Πολιτεία το 1819 είχε θεσπίσει ως νόμισμα τον οβολό, με μικρότερο νόμισμα τον ημιώβολο -απ’ όπου και η παλιά φράση «δεν έχω μιώβολο», αλλά και τα όβολα, λαϊκή ονομασία για τα χρήματα.

Βέβαια, ο οβελίας είναι λέξη αναστημένη από τους λογίους. Η σούβλα, πάλι, είναι δάνειο λατινικό (από το subula, που σήμαινε χοντρή βελόνα ή το σουβλί των παπουτσήδων), λέξη που εμφανίζεται ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη γραμματεία σε διάφορες περιγραφές βασανιστηρίων, και που επικρατεί εκτοπίζοντας τον οβελό. Υποκοριστικό της το σουβλάκι, που ήταν στην αρχή το καλαμάκι στο οποίο περνούσαν το κρέας (και δεν θα μπω στη διαμάχη Βορρά-Νότου για το αν είναι «λάθος» να λέμε σουβλάκι το φαγητό με τυλιχτή πίτα και γύρο, αλλά θα παρατηρήσω ότι ο όρος πιτόγυρο που δεν συνηθιζόταν στην Αθήνα όταν ήμουν νέος διαδίδεται όλο και περισσότερο).

Για το αρνάκι που σουβλίζουμε, τα είπαμε· ετυμολογικά η λέξη είναι αρχαία (αρνίον, ήδη της κλασικής εποχής, υποκοριστικό του αρήν, αρνός = πρόβατο, λέξη που είχε και δίγαμμα μπροστά και που παράγωγά της βρίσκουμε και σε επιγραφές της γραμμικής Β’), όπως τόσες άλλες λέξεις της δημοτικής που η καθαρεύουσα τις περιφρονεί. Ωστόσο, δεν είναι πανελλήνιο έθιμο το σούβλισμα: σε κάποια μέρη φουρνίζουν το «κουτάλι» (ένα χεράκι αρνιού), σε άλλα ολόκληρο κατσικάκι αλλά στον φούρνο, κάποτε σκεπασμένο με ζύμη.

Τα γαστρονομικά του Πάσχα κλείνουν με τη λαμπροκουλούρα ή το τσουρέκι, που ως λέξη είναι τουρκικό δάνειο (çörek, λέξη που αρχικά σήμαινε το στρογγυλό ψωμί αλλά και άλλα στρογγυλά αντικείμενα). Παρόμοιες λέξεις (και γλυκίσματα) υπάρχουν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, μέχρι τα αρμένικα, όπου το λαμπρόψωμο λέγεται cheoreg και βάζουν μέσα και νόμισμα. Και πάλι, έχουμε τοπικές διαφορές: στην Κρήτη, πιθανώς και αλλού, λένε ή έλεγαν «κουλούρα» αυτό που οι Αθηνάιοι λένε «τσουρέκι», και αντίστροφα λένε «τσουρέκια» αυτά που εμείς θα λέγαμε κουλούρια.

Μπορεί ο Πόντιος Πιλάτος να ένιψε τας χείρας του (κάτι που έγινε παροιμιώδες, αν και δεν ξέρουμε κατά πόσον τας έπλυνε «πολύ σχολαστικά» όπως ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο πασίγνωστο πλέον αντικορονικό μήνυμα) και να δήλωσε αθώος από του αίματος τούτου, ωστόσο δεν απέφυγε την ηθική καταδίκη. Από το όνομά του προέρχεται το ρήμα «πιλατεύω», που έχει τη σημασία «ταλαιπωρώ, βασανίζω». Στο μεσαιωνικό λεξικό του ο Κριαράς δίνει και το «πιλατήριο» με σημασία «μαρτύριο, βασανιστήριο» αλλά και «φυλακή». Βέβαια, στη σημερινή γλώσσα «πιλατεύομαι» σημαίνει «ασκούμαι κάνοντας πιλάτες». Βασανιστήριο είναι κι αυτό αλλά ετυμολογικώς δεν συνδέεται άμεσα με τον Πιλάτο

Μια άλλη μεγαλοβδομαδιάτικη λέξη που έχει περάσει από τα Ευαγγέλια στη γλώσσα μας είναι ο Γολγοθάς. Γολγοθάς είναι ο λόφος της Ιερουσαλήμ όπου σταυρώθηκε, σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, ο Ιησούς. Το όνομα παραδίδεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια, π.χ. στον Ιωάννη: Παρέλαβον οὖν τὸν Ἰησοῦν·  καὶ βαστάζων αὑτῷ τὸν σταυρὸν ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου Τόπον, λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν. ἔγραψεν δὲ καὶ τίτλον Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον, Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.

Όπως μάς λέει ο Ιωάννης, Γολγοθά στα εβραϊκά σημαίνει «Κρανίου τόπος». Πράγματι, στα αραμαϊκά Gulgulthā είναι το κρανίο. Στην αρχή το γένος του Γολγοθά επαμφοτερίζει στα ελληνικά, αλλά τελικά σταθεροποιήθηκε στο αρσενικό: ο Γολγοθάς. Κάποιοι λένε ότι η ονομασία «Κρανίου τόπος» οφείλεται στο ότι ο Γολγοθάς ήταν ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων», άλλοι ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι απλώς επειδή είχε σχήμα κρανίου· αυτή η δεύτερη εκδοχή ακούγεται συχνότερα. Η κάποια φωνητική ομοιότητα μεταξύ Γολγοθά και Γολιάθ γέννησε τον γλωσσικό μύθο ότι ο λόφος ονομάστηκε έτσι επειδή ο Δαβίδ έθαψε εκεί το κρανίο του Γολιάθ. Μύθος είναι.

Στα ελληνικά, έχει μείνει και η έκφραση «κρανίου τόπος», που τη λέμε για ένα εξαιρετικά ξερό και αφιλόξενο μέρος, χωρίς απαραίτητα να τη συνδέουμε στο μυαλό μας με τον Γολγοθά και το μαρτύριο του Ιησού. Λέμε επίσης κρανίου τόπο ένα μέρος που έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση· συχνά το χρησιμοποιούμε για περιπτώσεις πυρκαγιάς (π.χ. κρανίου τόπος το φοινικόδασος της Πρέβελης), αλλά και πιο μεταφορικά, π.χ. ότι η ελληνική διαφημιστική αγορά είναι κρανίου τόπος λόγω της κρίσης. Η βιβλική αναφορά μεταφράστηκε Calvariae Locus στα λατινικά, που έδωσε το αγγλικό calvary και το γαλλικό calvaire, που επίσης σημαίνουν όχι μόνο τον Γολγοθά καθαυτόν αλλά και μια μεγάλη ταλαιπωρία, δοκιμασία –έναν γολγοθά μεταφορικά.

Φυσικά και στα ελληνικά χρησιμοποιούμε το κύριο όνομα σαν ουσιαστικό, δηλ. τον Γολγοθά μεταφορικά, σαν μια σειρά από ταλαιπωρίες και βάσανα που περνάει κάποιος, μια μακρά πορεία πόνου και ταπεινώσεων – «Ο Γολγοθάς μιας ορφανής» ήταν μια παλιά ελληνική ταινία. Βέβαια, με τον γλωσσικό πληθωρισμό που επικρατεί σε ορισμένους δημοσιογραφικούς κύκλους, διαβάζεις ότι κάποια σταρ περνάει Γολγοθά και δεν ξέρεις αν χαροπαλεύει ή αν απλώς πήρε δυο κιλά που δεν μπορεί να τα χάσει (και όλα τα ενδιάμεσα στάδια), ωστόσο γενικά ο Γολγοθάς δείχνει μια επώδυνη και μακρόχρονη διαδικασία.

Ο Γολγοθάς κατέληξε στη σταύρωση. Περιέργως, τόσα χρόνια δεν έχω γράψει άρθρο για τον σταυρό, ίσως επειδή το θέμα είναι πολύ εκτενές και με πιάνει δέος. Κάποτε θα το αποφασίσω, πού θα πάει. Πάντως, να πούμε προς το παρόν ότι στα αρχαία ελληνικά η λέξη «σταυρός» δεν δηλώνει το σημερινό σχήμα αλλά είναι, απλώς, ένας πάσσαλος. Πολλή συζήτηση γίνεται επίσης και για το σχήμα του ξύλου που πάνω του θανατώθηκε ο Ιησούς, αν συνέβη κάτι τέτοιο, δηλαδή αν ήταν πάσσαλος, δύο ξύλα σε σχήμα Τ ή δύο ξύλα σε σχήμα +.

Πριν από μερικές μέρες ο κ. Χαρδαλιάς ειπε ότι «σηκώνουμε τον Γολγοθά μας», ένα συγγνωστό λαθάκι. Τον σταυρό σηκώνουμε και ανεβαίνουμε στον Γολγοθά, αλλά το μπέρδεμα είναι εύκολο. Το πρόβλημα είναι ότι ο Γολγοθάς στον οποίο έχουμε μπει δεν προβλέπεται να τελειώσει μόλις βγούμε από την καραντίνα. Κάποιοι λένε ότι τότε αρχίζει. Προς το παρόν όμως ας ευχηθούμε καλές γιορτές σε όλους, όσο μας επιτρέψει ο κοροναϊκός περιορισμός.

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ημερολογιακά, Ιστορίες λέξεων, Λαογραφία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 276 Σχόλια »

Τρία κείμενα για το φετινό ζοφερό Πάσχα

Posted by sarant στο 16 Απριλίου, 2020

Έφτασε Μεγάλη Πέμπτη και ακόμα δεν έχουμε καταλάβει Πάσχα, τουλάχιστον στο ιστολόγιο. Θα επανορθώσουμε -από σήμερα θα περάσουμε σε πασχαλινό πρόγραμμα.

Σήμερα θα αναδημοσιεύσω τρία κείμενα που δημοσιευτηκαν την Κυριακή στην Καθημερινή, με τον γενικό τίτλο Πάσχα, Anno Domini 2020, έναν σχολιασμό για το φετινό ξεχωριστό Πάσχα από τον π. Βασίλειο Θερμό, τον Σταύρο Ζουμπουλάκη και την Αγγέλα Καστρινάκη.

Δεν είναι μεγάλα και μπορούν ν’ αποτελέσουν βάση για συζήτηση -ή μπορείτε να πείτε εσείς πώς νιώθετε το φετινό Πάσχα, που είναι σίγουρα το πιο ξεχωριστό που γνωρίζει η χώρα μετά το Πάσχα του 1941.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ*
Συλλαβίζοντας τη γιορτή από την αρχή

Πώς γιορτάζεις τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα σε συνθήκες καραντίνας; Εξαρτάται τι εννοούμε με το «γιορτάζεις». Μήπως ήλθε η ευκαιρία για μια φρέσκια ματιά μέσω των ύμνων; «Τα άκακα παιδιά έτρεξαν να υποδεχθούν τον γαμπρό που έρχεται στον γάμο Του» (Ορθρος Κυριακής των Βαΐων). Πόσοι άραγε γνωρίζαμε ότι ο Χριστός βαδίζει προς το Πάθος Του σαν να βαδίζει προς τον γάμο Του; Ενα γάμο που, όταν ήλθε η ώρα να πραγματοποιηθεί, κανείς δεν μπόρεσε να πιστέψει πως θα ετελείτο με αυτό τον τρόπο. Ούτε και οι κοντινοί Του. Στην Αναστάσιμη νύχτα θα ακούσουμε το τροπάριο «ο Χριστός φανερώθηκε μέσα στην λάμψη Του σαν να βγαίνει μέσα από νυφικό δωμάτιο». Από τον τάφο Του! Μας προσεγγίζει ερωτικά ο Χριστός. Αρα διαζύγιο από τον Νυμφίο παίρνει μόνο όποιος δεν Τον θέλει. Ο Ιδιος δεν διώχνει κανέναν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Πασχαλινά, Πανδημικά | Με ετικέτα: , , , | 172 Σχόλια »

Ο σταυρός (διήγημα του Γιάννη Παλαβού)

Posted by sarant στο 9 Ιουνίου, 2019

Πριν από λίγο καιρό διάβασ\α τη συλλογή «Το παιδί» του Γιάννη Παλαβού και μου άρεσε, οπότε θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα διηγήματά της.

Nα πούμε όμως δυο λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα. Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε το 1980 στο Βελβεντό της Κοζάνης και είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο ένα μικροδιήγημα από την προηγούμενη συλλογή του (εδώ, στο τέλος του άρθρου) η οποία βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Κατά τη γνώμη μου, ο Γιάννης Παλαβός εντάσσεται στο ρεύμα που θα το χαρακτήριζα «ανανεωμένη ηθογραφία», που έχει εμφανιστεί τα τελευταία 10-15 χρόνια ή, αν προτιμάτε, στον αιώνα μας.

Στο ίδιο ρεύμα μπορούμε να εντάξουμε, τον καθένα με τις ιδιαιτερότητές του, συγγραφείς όπως ο Μακριδάκης, ο Παπαμάρκος, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος και άλλοι, που έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι τοποθετούν τη δράση των διηγημάτων τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και χρησιμοποιούν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στοιχεία της ντοπιολαλιάς (ο Παλαβός κάπως λιγότερο).

Το σημερινό διήγημα έχει πασχαλινό θέμα, αλλά αν περιμένω μέχρι του χρόνου σχεδόν σίγουρα θα το ξεχάσω. Οπότε, χωρίς άλλη εισαγωγή, το δημοσιεύω σήμερα:

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ

Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Κάποιος είπε ότι είδε τον νεωκόρο να αγοράζει κρασί. Ήμασταν τρεις που περιμέναμε. Είχα φέρει το γκέιμ μπόι, αλλά δεν το έβγαζα.

«Δεν περνάει», είπε ο Ντιζάς.

«Θα περάσει», είπε ο Γκόγκας.

Αυτός είχε δει τον νεωκόρο. Έμεναν στην ίδια γειτονιά. Ο Γκόγκας ήρθε τελευταίος. Η καμπάνα χτύπησε μία φορά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Πασχαλινά, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , | 93 Σχόλια »

Η νοσταλγία του Γιάννη (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 29 Απριλίου, 2019

Δεύτερη μέρα σήμερα του Πάσχα, μέρα αργίας. Συνεχίζουμε λοιπόν στο ιστολόγιο με ανάγνωσμα λογοτεχνικό και πασχαλινό -ή μάλλον μεταπασχαλινό, όπως θα δείτε.

Χτες βάλαμε αφήγημα για τον Παπαδιαμάντη, σήμερα θα δούμε ένα διήγημα του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αλλά διαφορετικό από τα άλλα. Το διήγημα που θα παρουσιάσω σήμερα έχει την ιδιαιτερότητα ότι προστέθηκε στο παπαδιαμαντικό κόρπους τα τελευταία χρόνια, διότι ήταν αθησαύριστο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή να το ανακαλύψω τυχαία, καθώς αναδιφούσα παλαιά σώματα του περιοδικού Οικογένεια. Όλη την ιστορία της ανακάλυψης την παρουσιάζω σε παλιότερο άρθρο του ιστολογίου, το 2012 (τότε δεν είχε επιβεβαιωθεί απολύτως η γνησιότητα του διηγήματος).

Αργότερα, το διήγημα κυκλοφόρησε και σε ξεχωριστό τομίδιο από τις εκδόσεις Ερατώ, και πλέον έχει προστεθεί και επίσημα στο σώμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, η 172η ψηφίδα.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Σκιάθο -αυτό δηλώνεται έμμεσα, από το τοπωνύμιο Βουρλίδια, που το βρίσκουμε και σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (πχ. στα «Συμβάντα στο μύλο») αλλά και από το πρόσωπο του ταβερνιάρη Σαραφιανού, ο οποίος επίσης εμφανίζεται σε άλλα διηγήματα (π.χ. στο «Σπιτάκι στο λιβάδι»). Ο Θωμάς Σαραφιανός ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Σε δημοσιογραφικό του άρθρο, ο Παπαδιαμάντης επαινεί το μοσχάτο κρασί που σερβίρεται στο «οινοπωλείον και παντοπωλείον Η Μουργιά του Θωμά Σαραφιανού εις την Σκίαθον».

Κατ’ εξαίρεση, το κείμενο το παραθέτω σε πολυτονικό. Ελπίζω αυτό να μην προκαλέσει πολλά προβλήματα σε όσους έχουν κινητές συσκευές -αλλά αυτοί μπορούν να το διαβάσουν και εδώ.

 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 82 Σχόλια »