Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Πεζογραφία’ Category

Τρία πεζογραφήματα (συνεργασία από ΣτοΔγιαλοχτήνος)

Posted by sarant στο 30 Απριλίου, 2023

Τα τρία πεζά που δημοσιεύουμε σήμερα είναι γραμμένα από τον φίλο μας ΣτοΔγιαλοΧτηνος, που μας έχει δώσει κι άλλες συνεργασίες. Πριν από 5 χρόνια είχαμε δημοσιεύσει ένα άλλο δικό του πεζό, που το είχαμε χαρακτηρίσει διήγημα επιστημονικής φαντασίας, το 2020 παρουσιάσαμε ένα δοκίμιο παιγνιώδους λεξικογραφίας και πρόπερυσι δυο πεζά με αναφορές στα ομηρικά έπη, ενώ πέρυσι  ένα ακόμα δοκίμιο παιγνιώδους λεξικογραφίας

Τα δυο πρώτα πεζά είναι σχετικά καινούργια, αλλά όπως λέει ο ίδιος, «το τρίτο είναι παλιό, και γι αυτό είναι αλλιώς. Είναι γραμμένο το 1993 και αποδεικνύεται πως είχε μια καλή πρόβλεψη περί κοινωνικού εκφασισμού. Το θυμήθηκα πέρσι, σε μια κουβέντα με τον Πέδη. Το ξέθαψα, το εκσυγχρόνισα λίγο (πχ αναφορά σε κινητά τηλ) και το ψιλοχτένισα. Αλλά βασικά το 95% είναι το παλιό γραφτό.»

Προειδοποιώ ότι το πρώτο είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα, και χωρίς άλλη εισαγωγή τα παρουσιάζω:

 

ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΤΩ ΚΑΙΣΑΡΙ

ήτοι

Παιδιά δυναμένη να λάβη χώραν εις κοινωνικάς συνευρέσεις, ικανή να τέρψη, να προκαλέση εκπλήξεις (ευχαρίστους ελπίζωμεν) και ενίοτε να διασκεδάση θλιβεράς αυταπάτας.

ή αλλέως, εις την του Σακεσπήρου γλώσσαν

Tου νόου ασμπέτε

Τρία τινά απαιτώνται. Εν πρώτοις, δέον όπως μεταξύ των παικτών υφίσταται μία κατά το μάλλον ή ήττον γνωριμία και εξοικείωσις.  Άνευ τούτων, το ζητούμενον θα ήτο κατά το κοινώς λεγόμενον «ψύλλοι στ’ άχυρα». Εκ των ων ουκ άνευ επίσης η συμμετοχή ικανού αριθμού ατόμων, πολυφωνίας, πολυχρωμίας και ποικιλίας ένεκεν. Εν τούτοις, πιστεύωμεν ότι αριθμός δέκα έως δώδεκα παικτών θα ήτο ιδανικός, προς αποφυγήν χρονοβόρων και περιπλόκων καταστάσεων οχλαγωγίας.

Το τρίτον ζήτημα άπτεται τεχνικών παραμέτρων. Θα επιληφθώμεν και αυτού εν καιρώ τω δέοντι. Επί της ουσίας τώρα:

Οι παίκται, καθήμενοι, εξηπλωμένοι ή και ιστάμενοι κατά βούλησιν, βυθίζονται ουχί εντός ζέοντος ύδατος αλλ’ εις την ενδελεχή, άνευ όρων ακρόασιν μουσικού τινός τεμαχίου. Το είδος της μουσικής ήν ακροώνται ήκιστα ενδιαφέρει. Προτιμητέα όμως μουσική τις γέμουσα ζωηρών χρωμάτων και ευόσμων φυτών. Οίκοθεν νοείται ότι η χρήσις ψυχοτρόπων ουσιών κατά την ακρόασιν είναι απολύτως προαιρετική και επαφίεται εις την προσωπικήν συγκρότησιν και ωριμότητα εκάστου παίκτου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία | Με ετικέτα: | 87 Σχόλια »

Πατρινό Καρναβάλι (κείμενο του Μποστ, παρουσίαση από AntonisLaw)

Posted by sarant στο 26 Φεβρουαρίου, 2023

Καρναβάλι σήμερα. Στην Πάτρα και σε μερικά ακόμα μέρη το γιορτάζουν με τρόπο ξεχωριστό. Ο φίλος μας ο AntonisLaw, ο Νομικαντώνης, που είναι βέβαια Κρητικός αλλά ζει στην Πάτρα, επειδή δεν είναι μοναχοφάης, θέλησε να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς το Πατρινό Καρναβάλι, και μας κερνάει ένα ευθυμογράφημα του Μποστ με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Το ευθυμογράφημα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου 1964 του περιοδικού Δρόαμοι της Ειρήνης, με το οποίο συνεργαζόταν τακτικά ο Μποστ τότε και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Μποστ – Πεζά κείμενα 1960-1965. Εδώ ο Αντώνης έχει μονοτονίσει και έχει εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, κάτι που θα ήταν ιεροσυλία για σκίτσο του Μποστ, όμως σε αυτά τα πεζά κείμενα ο Μποστ ακολουθούσε συμβατική ορθογραφία εποχής -η μονη διαφορά είναι ότι στην υποτακτική υπήρχε το η, που έγινε τώρα ει. Το σκίτσο του Μποστ συνόδευε το βιβλίο.

Δεν γράφω περισσότερα διότι ο Αντώνης έχει και εισαγωγή και σχολιασμό (μετά το ευθυμογράφημα), οπότε του δίνω τον λόγο αμέσως:

Το κείμενο δημοσιεύτηκε τις Απόκριες του 1964, λίγες μέρες αφότου είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (18 Φεβρουαρίου 1964), και στα γεγονότα των ημερών αναφέρεται το κείμενο. Τελικά για την ιστορία το Πατρινό Καρναβάλι του 1964 ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του βασιλιά Παύλου (6 Μαρτίου 1964). Φυσικά ο χορός του δημοτικού θεάτρου ήταν τα ντόμινα ή Μπουρμπούλια στο θέατρο «Απόλλων» (ανέγερση περί τα 1872) του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ στην πλατεία Γεωργίου (Α’) της Πάτρας. Διαβάζουμε ότι κάποιοι μελετητές ανάγουν τα πρώτα Μπουρμπούλια ήδη στα πρώτα χρόνια της αποπεράτωσης του «Απόλλωνα».  Τα Μπουρμπούλια διεξαγόταν απογευματινή ώρα και ντύνονταν μόνο οι γυναίκες με μαύρο ντόμινο και μάσκα ενώ οι άντρες με επίσημο ένδυμα χορού, οι γυναίκες δεν πλήρωναν εισιτήριο και ο καβαλιέρος επέλεγε ντάμα χωρίς να ξέρει την ταυτότητά της, αλλά και η ίδια κατά κάποιο τρόπο αξιοποιώντας την ανωνυμία της συμμετείχε στο παιχνίδι αυτό. Τα Μπουρμπούλια διεξάγονται κανονικά κάθε χρόνο αλλά στο φυσικό τους χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» έχουν αρκετά χρόνια να πραγματοποιηθούν. Οι καλλιτέχνες που συνήθως καλούνται είναι ο Πασχάλης, η Μπέσσυ Αργυράκη,  ο Γιώργος Πολυχρονιάδη, ο Λάκης Τζορντανέλλι , η Κατερίνα Αδαμαντίδου, η Σοφία Αρβανίτη (όσον ήταν εν ζωή και ο Ρόμπερτ Ουίλλιαμς και ο Δάκης)  και γενικά τραγουδιστές του ελληνικού ποπ της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα αλλά και του ογδόντα.   Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μποστ βάζει και τους άντρες να φορούν ντόμινα, ίσως για να εξυπηρετήσει τη μυθοπλασία του, για να μπορέσει να γίνει η παρεξήγηση σχετικά με τον ποιον τελικά κρυφάκουγε μέσα στο χορό.

ΠΑΤΡΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Όταν κανείς έχει λίγα χρήματα και πολλάς στενοχωρίας, το πρώτον πράγμα που επιθυμεί είναι να διασκεδάσει. Έτσι κι εγώ, μόλις εισήλθε το Τριώδιον και ευρέθην με πολλάς στενοχωρίας, ησθάνθην μίαν τάσιν διά ξεφάντωμα. Συνέπεσε δε τας ημέρας εκείνας να συναντήσω τον φίλον μου Ανδρέαν που ήτο νυμφευμένος επίσης και του εξεμυστηρεύθην τας επιθυμίας μου. Ο Ανδρέας στεναχωρίας δεν έχει, αλλά είχε ένα ωραιότατον αυτοκίνητον.

-Ανδρέα, του είπα, πολλοί φίλοι μού κάνουν προσκλήσεις διά την Πάτρα με το αυτοκίνητό τους. Αλλά διστάζω…

-Να πας. Θα διασκεδάσεις πολύ ωραία. Μη διστάζεις.

-Φοβούμαι όπως οδηγούν. Τρέχουν πολύ. Μόνο σ’εσένα Ανδρεά έχω εμπιστοσύνη. Αλλά εσύ θα μείνεις εδώ.

– Όχι δεν θα μείνω. Η Πλάκα είναι γνωστή και οι γιορτές της δεν παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Θα πάω κι εγώ στην Πάτρα. Δεν έρχεσαι μαζί μας κι εσύ με τη γυναίκα σου;

– Ευχαριστώ, Ανδρέα. Δεν θέλω να σας δώσω βάρος. Άλλωστε εσύ θα έχεις την παρέα σου. Άσε, καλύτερα να μείνω στην Αθήνα. Οι γιορτές δεν είναι για μας.

– Τι θα κάνεις εδώ;

– Θα δω το γαϊτανάκι. Θα περάσει η ώρα μου…

– Το γαϊτανάκι, απαγορεύθηκε. Θα πλήξεις.

– Θα πάρω κι ένα φθηνό πλαστικό κλομπ.

– Απαγορεύθηκε κι αυτό.

– Ε, κάτι θα κάνω. Θα πάρω δυο δραχμές χαρτοπόλεμο και θα μετρώ τα μπλε και τα κόκκινα κομφετί και θα περάσει η ώρα μου. Το κομφετί δεν απαγορεύεται. Με δυο δραχμές θα διασκεδάσω… Μην με πιέζεις. Δεν έρχομαι στην Πάτρα. Ίσως δεν βρούμε και δωμάτιο.

– Μη σε νοιάζει για δωμάτιο. Θα μείνουμε στο σπίτι μιας θείας μου. Έχει ένα αρχοντικό παλιό με 10 δωμάτια άδεια…

– Όχι, Ανδρέα, μην επιμένεις…

– Καλά, άσε. Θα βάλω την γυναίκα μου να τηλεφωνήσει στη γυναίκα σου. Εσύ σ’αυτά πάντα είσαι αναποφάσιστος. Δεν έχουμε παρέα, γιατί ο Κώστας με την αρραβωνιαστικιά του έφυγε με τα πεθερικά του και την κουνιάδα του για τη Θήβα από χθες, να δουν το Βλάχικο Γάμο. Και μεις τον είδαμε τρεις φορές και τον βαρεθήκαμε…

– Ναι, βέβαια, ο Βλάχικος Γάμος, δεν συγκρίνεται με το Καρναβάλι της Πάτρας. Στην Πάτρα υπάρχει μεγαλυτέρα ποικιλία…

– Ε, είδες; Καλύτερα θα περάσουμε. Άσε το ζήτημα σε μένα. Θα καταφέρουμε τη γυναίκα σου…

Αυτά είπα με τον φίλο μου Ανδρέα και χωρίσαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Μποστ, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 110 Σχόλια »

Δίχως φρένα (αφήγημα του Χρήστου Γιαννακού)

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2022

Μέρα αργίας και γιορτής και χαλάρωσης και η σημερινή, οπότε ταιριάζει θαρρώ ένα αφήγημα. Ο φίλος μας ο Χρηστάρας, κατά κόσμον Χρήστος Γιαννακός, μου έστειλε τις προάλλες ένα αφήγημά του, υβριδικό όπως το αποκαλεί ο ίδιος. Θα προσέξετε επίσης ότι το αφήγημα χαρακτηρίζεται από κρυπτολεκτική διάθεση στα κύρια ονόματα -μπορείτε να το πάρετε και σαν κουίζ, αλλά στο τέλος του διηγήματος δίνει τις σχετικές εξηγήσεις. Θυμίζω ότι πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα μικροδιήγημα και ένα άρθρο του Χρήστου Γιαννακού για τον Μάριο Χάκκα. 

Εξομολογούμαι ότι, ενώ όταν ήμουν νεότερος καθόλου δεν μου άρεσε να οδηγώ, τώρα το απολαμβάνω. Οπότε χάρηκα και το κείμενο του Χρηστάρα, όσο αφηγείται ακριβώς την εμπειρία της οδήγησης στη δυτική Αττική, μέρη που τα έχω επίσης περπατήσει, αν και δεν συνιστώ το επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο επιδίδεται. Οι δυο από τις τρεις φωτογραφίες που το συνοδεύουν είναι δικές του. 

Περισσότερα δεν χρειάζονται, μονάχα να ευχηθούμε χρόνια πολλά στους Μανώληδες, τους Μανόληδες και τις Εμμανουέλες, και να σας θυμίσω πως συνεχίζεται, ως την Παρασκευή, η ψηφοφορία για τη Λέξη της χρονιάς!

Δίχως Φρένα

(συνοδεύει το σκίτσο Πασακάλια του Χαλκιδαίου μουσουργού)

Πηγαίνω στη δουλειά με το αυτοκίνητο, όταν υπακούω σε μια διάθεση να σκέφτομαι πίσω από το τιμόνι. Δεν είναι απλώς πως οδηγώ μόνος· ν’ απομονώνομαι μπορώ και με αρκετούς άλλους παρόντες, όπως, παραδείγματος χάριν, στο τραίνο. Η άσκηση της οδήγησης συμπληρώνει κατά ένα βαθύτερο, κινητικό τρόπο τις ατραπούς και τους δαιδάλους που υπεισέρχεται ο νους. Πρόκειται για έναν τρόπο πρόσληψης των γεγονότων. Αποχωρείς, για να δεις τα πράγματα από κάποια απόσταση. Βέβαια, οι έγνοιες του δρόμου διακόπτουν συχνά τη σκέψη, μα τούτο δεν είναι απαραίτητα ενοχλητικό. Μπορείς να συνεχίσεις, έστω και με διαφορετική διάθεση, την προηγούμενη αλληλουχία των ειρμών ή απλά ν’ αλλάξεις θέμα. Συνήθως, δεν καταλήγεις σε τελικά συμπεράσματα για το δείνα ή το τάδε ζήτημα που σε απασχολεί. Γιατί όμως να βιαστείς να πάρεις αποφάσεις; Πρωτίστως, σημασία έχει η επεξεργασία.

Αφήνοντας πίσω το ύψωμα του Δαφνιού, την αρχαία δυτική πύλη της Αθήνας, κατηφορίζεις προς τον κόλπο της Ελευσίνας. Σε προϋπαντούν κάποια από τα τριανταέξι είδη πουλιών της αλμυρής λίμνης των Καθαρμών, μα δεν είναι δυνατό να εξωραΐσουν τη λερή παραλία του κρατικού διυλιστηρίου με τους βραχίονες φόρτωσης πλοίων, τους λόφους των σκωριών και το ασφυκτικό πεδίο εμπορίας καυσίμων. Πάντως, τα καλύτερα στοιχεία της περιοχής παραπέμπουν σε άρτο και θεάματα: βιομηχανική αρχαιολογία και οικογενειακές ψαροταβέρνες.

Λίμνη Κουμουνδούρου ή Καθαρμών (πηγή: http://www.atticawetlands.eu). Η εθνική οδός στη λωρίδα ξηράς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αττική, Αυτοκίνηση, Πεζογραφία, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , | 74 Σχόλια »

Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα (της Άλκης Ζέη)

Posted by sarant στο 19 Δεκεμβρίου, 2021

Το 2017 η Άλκη Ζέη (1925-2020) εξέδωσε το βιβλίο «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;» (εκδ. Μεταίχμιο). Ο τίτλος προέρχεται από μια ερώτηση που της έκαναν, όταν ήταν μικρά, τα εγγόνια της.

Στο βιβλίο αυτό, που έχει τον υπότιτλο «Ιστορίες που έζησα – Ιστορίες που έγραψα», περιλαμβάνονται αυτοβιογραφικά κείμενά της (στο πρώτο μερος, που έχει έκταση περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου) και κείμενα μυθοπλασίας (στο δεύτερο μέρος), που ναι μεν είχαν ήδη δημοσιευτεί παλιότερα σε βιβλία της, αλλά που τώρα σχολιάζονταν από τη συγγραφέα εκ των υστέρων. Αυτός ο μεταγενέστερος σχολιασμός είναι τυπωμένος με πλάγιους χαρακτήρες για να ξεχωρίζει.

Διάλεξα ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα που περιγράφει μια επίσκεψη του Κώστα Βάρναλη στη Μόσχα το 1959 (η Άλκη Ζέη με τον άντρα της, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, ζούσαν εκεί πολιτικοί πρόσφυγες) και, στον εκ των υστέρων σχολιασμό, μια νέα επίσκεψη της ίδιας της Άλκης Ζέη στη Μόσχα το 2016.

Αν δεν κάνω λάθος, το κείμενο είχε αρχικά δημοσιευτεί στο βιβλίο της Άλκης Ζέη «Η  δωδέκατη γιαγιά και άλλα…» (2000).

Και πριν προχωρήσουμε, θυμίζω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της Χρονιάς, στην ωραιότατη ειδική μας σελίδα.

Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα

Δεν ξέρω γιατί εδώ και μερικά χρόνια δεν βλέπω πια τη Μόσχα στον ύπνο μου. Ενώ ονειρεύομαι το Παρίσι συχνά, τα παιδιά μου μικρά που τα μπερδεύω με τα εγγόνια μου, τον Γιώργο, κι ακόμα τη Σάμο και τα παιδικά μου χρόνια, ανεξήγητα η Μόσχα χάθηκε ξαφ­νικά από τον υπολογιστή του νου μου.

Και την έβλεπα πάντοτε σαν μια όμορφη καρτ ποστάλ, είτε χιονισμένη είτε ανοιξιάτικη. Τα δάση, τις σημύδες και τις λίμνες. Λέω τώρα μήπως η ανάμνηση του Βάρναλη στη Μόσχα με κάνει να την ξαναδώ στον ύπνο μου, γιατί μου έχει λείψει.

Ο Βάρναλης στη Μόσχα! Θα ήτανε γύρω στο 1959. Είχε πάρει πριν καιρό το βραβείο Λένιν, μα πέτρινα τα χρόνια ακόμα, δεν έλεγαν να φύγουν, και δεν του έδιναν διαβατήριο στην Ελλάδα για τη Σοβιετική -τότε- Ένωση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αυτοβιογραφία, Αναμνήσεις, Παρουσίαση βιβλίου, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 180 Σχόλια »

Άι Γιώργης, διήγημα του Δημήτρη Χατζή

Posted by sarant στο 14 Νοεμβρίου, 2021

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα που πολλοί θα το έχετε διαβάσει, μια και ανήκει στα κλασικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για το «Άι Γιώργης», του Δημήτρη Χατζή (1913-1981), από τη συλλογή του «Ανυπεράσπιστοι» (1966).

Το βιβλίο αυτό, μαζί με την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Χατζή, «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (1953, τελική μορφή 1963) ασφαλώς αξίζει μια περίοπτη θέση στον κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Οι Ανυπεράσπιστοι κυκλοφορούν από τον εκδοτικό οίκο Το Ροδακιό.

Για τον Χατζή δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάγκη να πούμε πολλά -πάντως υπάρχει το άρθρο της Βικιπαίδειας για τα εργοβιογραφικά στοιχεία.

To διήγημα αυτό του Χατζή παρουσιάστηκε σε σκηνική ανάγνωση το 2019 στο ΚΠΙΣΝ. Μπορείτε να ακούσετε τον Μανώλη Μαυροματάκη και την Ηρώ Μπέζου να το ερμηνεύουν, εδώ.

Το κείμενο το πήρα από τον παλιό ιστότοπο της mathisis.com και ομολογώ ότι δεν έχω ελέγξει την ακρίβεια της πληκτρολόγησης, οπότε μπορεί να υπάρχουν λαθάκια.

Περισσότερα εισαγωγικά δεν χρειάζονται, ούτε υπάρχει ανάγκη για εξήγηση κάποιων λέξεων. Ωστόσο, θα με ενδιέφερε να μου λέγατε στα σχόλια αν έχετε διαβάσει παλιότερα το διήγημα ή αν το διαβάσατε πρώτη φορά σήμερα.

Άι Γιώργης

Εργοδηγός είπε πως ήτανε ο νέος νοικάρης στο δωμάτιο τ’ αντικρυνό από τα δυο τα δικά τους. Ένας παίδαρος.

«Και τι ‘ναι αυτό, εργοδηγός;» ρώτησε η Κατερίνα.

Ο Σταμάτης βάλθηκε να το εξηγήσει με λόγια τόσο πολλά που φάνηκε πως κι αυτός δεν τόξερε. Κόψανε την κουβέντα και σκέφτηκε να ρωτήσει με τρόπο την άλλη μέρα στο μαγαζί του. Ρώτησε, τόμαθε και το βράδυ μπορούσε πια να της το πει με λιγότερα λόγια.

«Ξέρεις όμως», είπε η Κατερίνα. «‘Ηρθε σήμερα η Κυρά-Μαρία και μου λέει να τον αφήνουμε να περνάει από μας και να πάει, λέει, στην κουζίνα μας.»

«Στην κουζίνα τη δική μας;»

«Μόνο το βράδυ. Θέλει, λέει, να ζεσταίνει λίγο νερό.»

«Και τι το θέλει το νερό και να το ζεσταίνει;»

«Για τα πόδια του λέει. Ξέρεις, δεν έχει γκάζι σ’ αυτό το δωμάτιο που του νοίκιασε και νερό δεν έχει, απ’ το μπάνιο παίρνουνε.»

«Και να το ζεσταίνει εδώ;»

«Για τα πόδια του.»

«Και κάθε βράδυ να περνάει από δω; Δεν είναι μπελάς;»

«Να μη τα χαλάσουμε, λέω, μ’ αυτήν, την κυρά-Μαρία, την ξέρεις…»

«Να μην τα χαλάσουμε, ναι. Μα δε σε πειράζει εσένα που θα περνάει;»

Η Κατερίνα σήκωσε τις πλάτες -πού να το ξέρει από τώρα που αν πειράζει;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , | 128 Σχόλια »

Γήσμπα (αφήγημα του Νώντα Τσίγκα)

Posted by sarant στο 7 Νοεμβρίου, 2021

Στο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας άρθρο θα αναδημοσιεύσω ένα σύντομο αφήγημα του Νώντα Τσίγκα, που το πήρα από το 2ο τεύχος του περιοδικού Αντίθετα ρεύματα. Θυμίζω ότι από το πρώτο τεύχος του ίδιου περιοδικού είχα παρουσιάσει εδώ, πριν από 3-4 μήνες, ένα πεζογράφημα του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου.

Το περιοδικό εκδίδεται στη Χαλκίδα, αλλά ο συγγραφέας ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου ασκεί την ιατρική και έχει αξιόλογη λογοτεχνική παρουσία. Καιρό ήθελα να βάλω κάτι δικό του.

Διάλεξα τη Γήσμπα επειδή έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον. Θα το υποψιαστήκατε ίσως ότι η Γήσμπα του Τσίγκα έχει κάποια σχέση με τη ρωσική ίσμπα, την καλύβα των χωρικών.

Την ίσμπα την ξέρουμε κυρίως από τα ρωσικά μυθιστορήματα, αλλά η λέξη έχει περάσει και σε βορειοελλαδίτικα ιδιώματα, όπου σημαίνει υπόγειο, υπόγεια κρύπτη, αλλά και ειδικότερα, στους καπνοπαραγωγικούς τόπους, το υπόγειο όπου κρεμούσαν τον καπνό για να μαλακώσει. Την είχαμε αναφέρει άλλωστε σε ένα κείμενο του Πίτερ Μάκριτζ που είχε φιλοξενήσει πριν από εφτά χρόνια το ιστολόγιο, όπου ένα τυπογραφικό λάθος στον Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού είχε δώσει τον ανύπαρκτο τύπο «ιόμπα».

Στα σχόλια εκείνου του παλιού άρθρου, ο φίλος μας ο Σπιριντιόνε είχε αναφέρει και τον τύπο «γίσμπα», που καταγράφεται στην Κοζάνη και στη Χαλκιδική, πάντοτε με τη σημασία «υπόγειο, χαμοκέλα». Είναι εύκολο να αναπτυχθεί το αρχικό γ-, για να αποφευχθεί η χασμωδία της εκφοράς «η ίσμπα».

Ο Τσίγκας επίσης χρησιμοποιεί τον τύπο «γίσμπα», με γιώτα, στο άρθρο του -το ήτα του τίτλου, γήσμπα, εξηγείται στο τέλος του σύντομου αφηγήματός του. Αλλά βέβαια, το ότι είναι σύντομο (κάτω από 500 λέξεις, μπονζάι που θα το έλεγε ο Γιάννης Πατίλης) δεν το κάνει λιγότερο αξιοδιάβαστο. 

Καθώς ο Τσίγκας πέρασε παιδικά χρόνια στο Βογατσικό της Καστοριάς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γίσμπα/ γήσμπα λεγόταν και σε εκείνα τα μέρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ετυμολογικά, Θεσσαλονίκη, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 212 Σχόλια »

Μίμης Φωτόπουλος: Στο δρόμο για την Ελ Ντάμπα

Posted by sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2021

Θα διαβάσουμε σήμερα ένα απόσπασμα, τις πρώτες εφτά σελίδες, από το χρονικό «Ελ Ντάμπα» που έγραψε ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος (1913-1986). Ο τίτλος του άρθρου είναι δικός μου, δεν υπάρχει στο βιβλίο.

Ο αγαπημένος κωμικός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και στα Δεκεμβριανά πιάστηκε και στάλθηκε αιχμάλωτος στην Ελ Ντάμπα, βρετανικό στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Αίγυπτο, 180 χιλιόμετρα δυτικά από την Αλεξάνδρεια, μαζί με άλλους 8-10.000 Έλληνες αριστερούς. Ο εγκλεισμός διάρκεσε μήνες -ο Φωτόπουλος επέστρεψε τέλη Μαρτίου, άλλοι αργότερα.

Αυτή την περιπέτεια την αφηγείται ο Μίμης Φωτόπουλος στο σύντομο χρονικό Ελ Ντάμπα, από το οποίο θα διαβάσουμε σήμερα τις πρώτες σελίδες, που περιγράφουν τη σύλληψή του. (Άλλα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο μπορείτε να βρείτε και εδώ).

Ο Φωτόπουλος έγραφε και ποιήματα -η πρώτη του συλλογή, Μπουλούκια, κυκλοφόρησε το 1940 ενώ ακολούθησαν και άλλες, όπως και αυτοβιογραφικά έργα. Επίσης έφτιαχνε και κολλάζ χρησιμοποιώντας γραμματόσημα.

Το χρονικό του για την Ελ Ντάμπα το είχα διαβάσει παλιά, σε έκδοση της Σύγχρονης Εποχής. Στο πρόσφατο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο είδα πως έχει επανεκδοθεί από τα 24 γράμματα, όπως και το σύνολο του έργου του Φωτόπουλου, και το πήρα.

Για την Ελ Ντάμπα έχει γράψει και ο Δημήτρης Χριστοδούλου, μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο.

Μεταφέρω το κείμενο χωρίς αλλαγές στην ορθογραφία (ήταν ήδη μονοτονικό, αν και υποθέτω ότι στην πρώτη έκδοση θα είχε πολυτονικό).

 

-Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;

-Ναι.

Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:

-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κά­ψανε το σπίτι;

-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλη­μένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.

-Τότε, γιατί;

-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώ­σουν.

-Από τους Γερμανούς;

-Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…

-Τότε από ποιους;

-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».

-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;

-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.

-Δεν καταλαβαίνω.

-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».

-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;

-Όχι, για την ελευθερία.

-Ποια ελευθερία;

-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες εί­ναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από

αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.

Τότε μπήκες στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθά­ριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, για το μεσημέρι.

-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;

-Από την Αγγλία!

-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;

-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέ­φτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.

-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;

-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καί­νε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.

Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρί­ζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.

Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυ­νομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε… διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παι­διών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλι­ώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…

Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπί­δες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.

Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέ­σον» πανάκριβα.

Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κά­τασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγι­άδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;

Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.

 

 

Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη στη μα­τωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σε εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σε εγγλέζικα αεροπλάνα κι γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Πού και πού άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον… έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλιτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρό­μιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυ­τές για πάντα. Μπορεί και να ’ναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.

Από τις δώδεκα ως τις δύο, το μεσημέρι, ήταν δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κι έπαιρνα τους δρό­μους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον» κι ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σε έναν άνθρωπο.

-Τι ’ναι, βρε παιδιά;

-Κουκουές.

-Πιάστε τον!

Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λιντσά­ρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!

Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλεί­δωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι του ’χάνε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απέξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κι έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κι εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…

 

 

Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο κα­μένο μου σπίτι, στάθηκα στην Πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθει­ες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σε άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ πιτσιρίκος, δεν

είχα αποκτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τις σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμέ­νες. Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τα’ αποκτήσω και μου ’χε μείνει ο καη­μός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…

Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυ­ρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.

-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; Του λέω.

-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Εκείνος, που το πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που έμοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπι­θαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκα­νε εντύπωση, το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.

Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλίτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.

Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κά­ποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό ί ου είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε κάτι ν’ αρπάξουν, πεντέξι απο­τυχημένοι ηθοποιοί κι ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αφτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-,του είπε ένα «ναι». Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.

-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.

-Προχώρα! Ήταν η απάντηση.

Είχε πάρει… γραμμή από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθίσω να το αναλύσω.

Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη, του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σε’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κι οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κι έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύ­ρισε αλλού το κεφάλι της, μόλις με αντίκρισε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αφτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμό­γελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σαν φίδι:

-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;

-Εσύ δεν φώναξες μέσα στους δρόμους «Λαοκρα­τία!»;

-Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπα­θώ, γενικά, τις φωνές. Μου αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.

-Εδώ, βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.

-Ο κύριος Αποστόλης;

-Μάλιστα!

-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.

-Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…

-Κατάλαβα…

-Πάρτε τον!

Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.

Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συ­νεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Απο­στόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αφτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σε έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σε ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σε ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θα ’χε κουραστεί, φαίνεται, από τις… έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σαν βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σαν μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο αγριεμένος:

-Τι είναι αυτό;

-Ποιο;

-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντε­λόνι σου… Τι είναι; Ξαναβρυχήθηκε.

-Α, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!

-Αρχιφύλαξ!

-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη ση­μαία!

-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;

-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κι επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, ι ην άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου για να δει και τα’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.

Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, ίφυγε γρήγορα γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλ­λους. Ο Ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.

-Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;

Περίεργο! Όταν με έπιασε με τον Αποστόλη, ήταν

άγριος σαν τον Μεγαλέξανδρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σαν λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο και οι σκύλοι, από μακριά με γαβγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις… πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά εκεί, στην οδό Καρνεάδου…

Posted in Αναμνήσεις, Εμφύλιος, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 140 Σχόλια »

Προς Ουρανούπολιν (διήγημα του Αλέξανδρου Υδάτη)

Posted by sarant στο 3 Οκτωβρίου, 2021

Τον Φεβρουάριο είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο το διήγημα Τα σαράντα του καρεκλά, του Αλέξανδρου Υδάτη, που μας είχε γενικά αρέσει πολύ. Ο Υδάτης (είναι ψευδώνυμο βέβαια) κατοικεί στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης, όπως και ο φίλος μας ο Κώστας, και άλλωστε μέσω του Κώστα πλησίασε το ιστολόγιό μας. Πριν από καιρό, ο συγγραφέας μού έστειλε τρία άλλα διηγήματά του για να διαλέξω και να δημοσιεύσω κάποιο εδώ.

Το ένα από αυτά ήταν ουσιαστικά νουβέλα, σχεδόν 12.000 λέξεις, με θέμα από τον Εμφύλιο. Δείλιασα όμως, όχι για το θέμα (μάλιστα, η πραγμάτευσή του ήταν ενδιαφέρουσα) αλλά για την έκταση -σε συνέχειες; αυτοτελές; Ήμουν δίβουλος, και τελικά αποφάσισα να το αφήσω για κάποια αργία, και προς το παρόν να παρουσιάσω ένα από τα δύο μικρότερα διηγήματα, που έχουν πιο ματζόβολο μέγεθος.

Προς Ουρανούπολιν λοιπόν, Χαλκιδική όπως θα καταλάβατε. Στο δρόμο.

Το διήγημα έχει κάποιες διακειμενικές αναφορές που είμαι βέβαιος ότι θα τις αναγνωρίσετε. Επειδή ο συγγραφέας έχει ιδιότυπη στίξη, μεταφέρω το κείμενό του κοπιπαστάδα, χωρίς να διορθώνω όπως κάνω συνήθως. Εντύπωσή μου είναι πάντως ότι ο Έλιοτ το γράφει cruellest, αλλά νομιζω ότι και οι δυο ορθογραφίες είναι δεκτές στα αγγλικά. Έτσι κι αλλιώς, ο Απρίλης στα ελληνικά είναι σκληρός.

 

Πρός Ουρανούπολιν

 

 

— » Αpril is the cruelest month»,

— » o Mάιος είναι ο μήνας των ερώτων και της πολιτικής»,

— » Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε»,

— » μέρα Μαγιού μου μίσεψες»… φράσεις – στίχοι απο αγαπημένα του ποιήματα κάμανε κατοχή του μυαλού του, όπως συχνά του συμβαίνει, σε τυχαίες στιγμές.

— » Μα Απρίλιος είναι τούτος ή Μάιος;» συλλογίστηκε οδηγώντας με 140, μόνος στον αυτοκινητόδρομο προς Χαλκιδική. «Μπερδεύτηκαν οι εποχές μπερδεύτηκαν κι οι μήνες. «Pollution» η αιτία, που λέει κι η {φωτοδότρα} δύση, τρύπα όζοντος, Greenpeace… Παράξενο είναι νά ‘χεις δεκαοχτώ – είκοσι βαθμούς θερμοκρασία, τεσσεράμισυ τα ξημερώματα 25 Απριλίου… ή μήπως είναι Μαϊου;»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Θεσσαλονίκη, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , | 120 Σχόλια »

Οι πόλεις του νεαρού Μίκη (απόσπασμα από τους Δρόμους του Αρχάγγελου)

Posted by sarant στο 5 Σεπτεμβρίου, 2021

Καθώς τιμούμε ακόμα τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, σκέφτηκα για σήμερα, στο καθιερωμένο λογοτεχνικό μας κυριακάτικο άρθρο, να δημοσιεύσω ένα δικό του κείμενο. Από το δίτομο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από τον Κέδρο, διάλεξα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από την αρχή (σελίδες 15-25 του πρώτου τόμου). Σημειώνω ότι έχει κυκλοφορήσει και δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του Μίκη, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο απόσπασμα που δημοσιεύω εδώ.

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο απόσπασμα αυτό διηγείται τις επαρχιακές πόλεις που γνώρισε στα παιδικά του χρόνια και τα ταξίδια που έκανε με το πλοίο, καθώς, επειδή ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος, είχαν αλλάξει πολλές φορές τόπο διαμονής στις δεκαετίες του 20 και του 30.

Οι απόψεις για την καθυστέρηση και την κακή εικόνα που παρουσίαζαν οι επαρχιακές πόλεις του μεσοπολέμου ίσως φανούν υπερβολικές, διασταυρώνονται όμως από άλλα κείμενα της εποχής και αφηγήσεις άλλων παρατηρητών, το ίδιο και η άποψη για τα πιο πολιτισμένα Επτάνησα.

Σημειώνω ακόμα ότι ο Γιαννάκης, ο αδελφός του συνθέτη, δηλαδή ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, που έχει γράψει μερικούς εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών του Μίκη, ήταν επτά χρόνια νεότερος.

Μετέτρεψα σε μονοτονικό αλλά άφησα ως επί το πλείστον την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Όλο και κάποιο λαθάκι θα έχει ξεφύγει όμως, το κείμενο είναι μεγάλο.

Ας μην ξεγελιόμαστε… Από κείνο που λέμε «μουσική υποδομή», η Ελλάδα, ιδιαίτερα εδώ και μισό αιώνα, δεν είχε ίχνος… Συμφωνικές ορχήστρες. Χορωδίες. Συναυλίες. Ωδεία. Μουσικές εκδόσεις. Όλ’ αυτά, πράγματα άγνωστα στην ελληνική επαρχία.

Ούτε φυσικά υπήρχε και ραδιόφωνο, για να έχεις, όπως σήμερα, διάφορα μουσικά ακούσματα. Kι εγώ υπήρξα γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία. Δείτε πίνακα πόλεων και ημερομηνιών για να καταλάβετε καλύτερα: Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930-32. Αργοστόλι, 1933-36. Πάτρα, 1937-38. Πύργος, 1938-39. Τρίπολη, 1939-43. Αθήνα, 1943.

Mόνο σ’ ένα καπρίτσιο -να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»;- θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα του δεκαοχτώ χρονιά, οδηγήθηκε στη μουσική… Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωσή μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφερον… Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομ­πανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» — ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλα­μά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» — αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνι­κό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940… Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…

Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσι­κά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τι ήταν τότε το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυ­χος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα και, σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη, στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φορντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τί θηρίο ήταν αύτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε στην Πάτρα —ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια- και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές… Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα, Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Μεσοπόλεμος, Πόλεις, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 104 Σχόλια »

Η καθαρόγλωσση (διήγημα του Θεόδ. Μοσχονά)

Posted by sarant στο 29 Αυγούστου, 2021

Θα δημοσιεύσω σήμερα κάτι το αξιοπερίεργο. Eδώ που κάνω τα μπάνια μου, έχω μια παλιά βιβλιοθήκη του παππού μου, με εξίσου παλιά βιβλία. Και καθώς σκάλιζα τις προάλλες, έπιασα ένα βιβλιαράκι με διηγήματα που δεν το είχα προσέξει άλλη φορά, τα Σκίτσα της φτωχολογιάς, κάποιου Θ.Δ.Μοσχονά.

Όπως βλέπετε, έχει εκδοθεί το 1924 στην Αλεξάνδρεια, από τις εκδόσεις Γράμματα του Στ. Πάργα που τόσο σημαντική επιρροή άσκησαν στα πνευματικά μας πράγματα στις αρχές του αιώνα και στον μεσοπόλεμο.

Τα εφτά διηγήματα του βιβλίου δεν είναι διηγήματα κοινωνικής καταγγελίας, όπως ίσως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από το εξώφυλλο, του Μίμη Παπαδημητρίου, ή από τον τίτλο, αλλά μάλλον νατουραλιστικές περιγραφές.

Επίσης, δεν υπάρχουν σαφείς νύξεις για τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσονται τα διηγήματα. Θα σκεφτόταν κανείς την Αίγυπτο, όπου εκδόθηκε το βιβλίο, αλλά δεν είδα καμιάν αναφορά στον πολυεθνικό χαρακτήρα του τόπου ούτε καν στα κλιματολογικά του στοιχεία, μόνο σε ένα διήγημα ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι το «μαγερειό» του τίτλου δεν είναι «κανένα γκριλ-ρουμ».

Ο Θεόδωρος Μοσχονάς, ο συγγραφέας, ήταν Λεριός και βρίσκουμε στη βιβλιογραφία του έργα για την ιστορία του νησιού. Στα «έργα του ιδίου» που προτάσσονται στο βιβλιαράκι που κρατάω στα χέρια μου, βρίσκω το «Κόκκινο Πάσχα», αλλά μην πάει το μυαλό σας σε κομμουνιστικά. Το βιβλίο «περιγράφει την τραγωδία των Δώδεκα Νησιών» δηλ. την προσάρτησή τους από την Ιταλία. Μαθαίνουμε πάντως ότι ήταν γραμματέας του προξενείου στο Μάντσεστερ και αργότερα εγκατέλειψε την Αγγλία και έζησε στην Αίγυπτο. Τον βρισκω, σε επόμενα χρόνια, να αναφέρεται ως Υπομνηματογράφος & Βιβλιοφύλαξ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Το διήγημα περιγράφει μια παράξενη γυναίκα που μένει σε μια σοφίτα στη φτωχογειτονιά και καταδυναστεύει τη γειτονιά με τη γλώσσα της. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δημοτική, διανθισμένη όμως με πολλά καθαρευουσιάνικα στοιχεία, που τα επιστρατεύει και για να προσδώσει ειρωνεία. Το διήγημα έχει κάποιο γλωσσικό ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων και στους διαλόγους με την Κυπραία. Ο τίτλος, Η καθαρόγλωσση, επίσης έχει ενδιαφέρον -χρησιμοποιείται μάλλον ειρωνικά, για το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμα της ηρωίδας αλλά και τις βρισιές της.

Δεν είμαι βέβαιος ότι η λογοτεχνική αξία του διηγήματος θα δικαιολογούσε να το ανασύρουμε από τη λήθη, σχεδόν 100 χρόνια μετά από τότε που εκδόθηκε -αλλά, όπως είπα το διήγημα είναι αξιοπερίεργο μάλλον παρά αξιόλογο. Για να διατηρήσω μάλιστα το εξωτικό κλίμα, δεν άλλαξα καθόλου την ορθογραφία, εκτός από το μονοτονικό. Άφησα όλα τα άλλα όπως είναι, παρόλο που κάποιες γραφές μπορεί να είναι απλώς ορθογραφικά λάθη και όχι επιλογές του συγγραφέα. Επιλογή του συγγραφέα πρέπει να είναι και η αποφυγή του τελικού ν πριν από π, κ, τ (π.χ. τη τραγιάσκα, το πατέρα), και φυσικά δεν οφείλεται σε δημοτικισμό.

Δεν εξηγώ τις πολλές δύσκολες λέξεις, που πολλές δεν τις ξέρω κιόλας. Στα σχόλια ίσως.

Πολλά είπα, ιδού η Καθαρόγλωσση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 118 Σχόλια »

Οδός Αφάντων (ένα αφήγημα του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου)

Posted by sarant στο 25 Ιουλίου, 2021

Μου έστειλαν προ καιρού το πρώτο τεύχος ενός νέου λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Αντίθετα Ρεύματα, με εκδότη τον Λεωνίδα Ιωαννίδη.

Το περιοδικό εκδίδεται στη Χαλκίδα, κάτι που το υπαινίσσεται και ο τίτλος του. Όπως αναφέρει ο εκδότης στο σημείωμά του: Σαλπάρουμε λοιπόν απ’ το λιμάνι μας -τη Χαλκίδα, και πλέουμε καταμεσής στα επικίνδυνα αντίθετα ρεύματα του Εύριπου, που πολλά βαπόρια έχουνε παρασύρει στα βράχια. Αλλά εμείς τα ξορκίσαμε. Βαφτίσαμε το καραβάκι «Αντίθετα Ρεύματα».

Το περιοδικό θα είναι τριμηνιαίο («περίπου», κατά το σημείωμα του εκδότη) οπότε ίσως αυτές τις μέρες να κυκλοφορήσει και δεύτερο τεύχος, αν και ομολογώ πως δεν βρήκα κάποια παρουσία του περιοδικού στον Ιστό για περισσότερες πληροφορίες.

Στο πρώτο τεύχος υπάρχουν αρκετές αξιόλογες συνεργασίες, όπως του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τέσσερα ποιήματα και συνέντευξη -το ένα από τα ποιήματα το βρήκα να αναδημοσιεύεται εδώ.

Στο οπισθόφυλλο, δυο στροφές από το ποίημα «Φαντασία» του Γιάννη Σκαρίμπα.

Διάλεξα να παρουσιάσω ένα σύντομο αφήγημα του πολύ αγαπητού Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, επειδή μου αρέσουν τα πεζά με αναμνήσεις και τα πολεογραφικά κείμενα, και αυτό το αφήγημα συνδυάζει τα δυο αυτά στοιχεία. Αγαπώ βέβαια και τον Παπαδιαμάντη, όπως και τον Σκαρίμπα, οπότε το καλό τριτώνει διότι ο Τριανταφυλλόπουλος έχει εντάξει παπαδιαμαντικές και σκαριμπικές λέξεις στα κείμενά του γενικώς, και στο πεζό αυτό ειδικώς.

Κεντρικός δρόμος της Χαλκίδας είναι η οδός Αβάντων. Ο Τριανταφυλλόπουλος παίρνει αφορμή από το λάθος κάποιου (μη Χαλκιδαίου, βεβαίως) που την πληκτρολόγησε «Αφάντων» και θυμάται πώς ήταν στο παρελθόν ο δρόμος αυτός καθώς και πολλούς γνωστούς και φίλους του, που τον περπατούσαν, και που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Οπότε, μας λέει, τελικά δικαιολογείται η παρονομασία.

Όπως λέει ο εκδότης στο σημείωμά του, το περιοδικό δέχεται το σύστημα τονισμού που προτιμά ο κάθε συνεργάτης, κι έτσι το πεζογράφημα του Ν.Δ.Τ. τυπώθηκε σε πολυτονικό αλλά σχεδόν όλα τα άλλα κείμενα είναι στο μονοτονικό. Στο δικό μας ιστολόγιο γενικά προτιμάμε το μονοτονικό, αλλά εδώ μονοτόνισα το κείμενο και για τεχνικούς λόγους. Κατά τα άλλα, διατήρησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Στο τέλος του άρθρου, παραθέτω χάρτη της Χαλκίδας με σημειωμένη την οδό Αβάντων.

 

Oδός Αφάντων

Γελάσαμε στην αρχή η Λαμπρινή κι ελόγου μου με την παρανάγνωση Αφάντων αντί Αβάντων, ύστερα όμως σοβαρευτήκαμε. Πώς είχα την απαίτηση ο φοιτητής καν η φοιτήτρια που πληκτρο­λόγησαν το περί Σκαρίμπα παλαιό κείμενό μου να γνωρίζουν, εκεί στην Πάτρα, τους ομηρικούς Άβαντες της Χαλκίδας και την φερώνυμή τους οδό της πόλης;

Κατόπι χαμογέλασα αλλιώς: όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, η παρανάγνωση ήταν σωστή. Τουλάχιστον για έμενα και ενδεχομένως για όσους κουβαλούν χρόνια περισσότερα από ογδόντα. Ναι, οδός Αφάντων προσώπων, κτισμάτων και καταστάσεων.

*

Στα σχολικά, τα φοιτητικά και τα ναυτικά μου χρόνια η Αβάντων ήταν η κεντρική αρτηρία -η λέξη να εννοηθεί ανατομικά- της πόλης. Για τους περισσότερους συμπολίτες εκείνου του καιρού «νυφοπάζαρο». Χαρακτηρισμός απολύτως αποδεκτός από τη νε­ολαία των μεγάλων τάξεων των τότε Εξαταξίων Γυμνασίων Αρρένων και Θηλέων, από τούς λογής λογής φοιτητές -εκείνοι των στρατιωτικών σχολών με τις στολές τους- από τούς νεόκοπους μόνιμους ή έφεδρους αξιωματικούς, τούς ποδοσφαιριστές και κάθε είδους αθλητές της στεριάς και της θαλάσσου. Πού ’ναι τους τώρα;

Για εμένα, απελπισμένον από τούς δίχως ανταπόκριση έρωτές μου, η Αβάντων ήταν το μεγάλο αντιφάρμακο, αληθινά «οδός ονείρων», που δεν ήταν άλλα από τα βιβλία και τα περιοδικά. Εκεί το βιβλιοπωλείο του Πανταζή όπου γνώρισα τον Ιούλιο Βερν και λίγο παραπέρα, σχεδόν απέναντι από το ιερό του Αγίου Νικολάου, το νεώτερο του Μόσχου. Η προθήκη του, που θα λήστευα δίχως τύ­ψεις αν ήμουν θαρραλέος, ιρίδιζε χάρη στα μαγικά εξώφυλλα των νεανικών εκδόσεων Αλικιώτη. Παρέκει το κατάστημα Σιαμέλα, πού δεν το στιμάριζα για τα καραμελοειδή του αλλά γιατί ήταν πρα­κτορείο Τύπου. Φλετούραγε η καρδιά μου όταν, ε-πι-τέ-λους, έφτανε το πολυπόθητο νέο τεύχος, πάντοτε με συναρπαστικό εξώφυλλο, των κατά δυστυχίαν άτακτων και βραχύβιων «Προσκοπικών Σελίδων». Ωστόσο για τους αναγνωστικούς μου έρωτες εκείνων των χρόνων έχω αλλού μιλήσει. Τώρα απομένει να πω ότι τα κτίσματα και όσοι στεγάζονταν εκεί, οι διαμεσολαβητές των ονείρων μας, έχουν έκλείψει «ωσεί χόρτος».

Είπα «τα κτίσματα». Στην Αβάντων, εκεί που διασταυρώνεται με τη Βώκου, ήταν το σπίτι της Φιγιέττας Πνευματικού, ιδεατής και ιδανικής ερωμένης του Σκαρίμπα, που απήλθε νέα, αφού του πήρε τον νου. Μυθολογείται πως η αρχόντισσα κυρά τον δέχτηκε μια φορά στο σπίτι -ναι, εκεί στην Αβάντων- και τον έκαμε να χάσει τη λαλιά του με ένα «καλημέρα σας, κύριε Σκαρίμπα» και εκείνος κατέβηκε τις σκάλες με τα γόνατα να τρέμουν, πανευτυχής και τρισδυστυχισμένος. Φευγάτος πια κι αυτός, φευγάτο και το σπίτι.

Στην Αβάντων η Alliance Française, όπου φοίτησα χρόνια και χρόνια δίχως να προκόψω, κι ας πήρα την πρώτη χρονιά από τα χέρια του φιλοπαπαδιαμαντικού Οκταβίου Μερλιέ το πρώτο βραβείο. Στεγαζόταν η A.F. σε κτίριο που ήταν δίπλα στο Γυμνάσιο Αρρένων. Απέναντι από την πόρτα του Γυμνασίου το ποδηλατά­δικο του Παρασκευά, όπου χώνονταν κρυφά οι τελειόφοιτοι για να φουμάρουν. Πάει το ποδηλατάδικο, ο καιρός έδιωξε την A.F., αφά­νισε τον χώρο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων.

Ωστόσο κάποτε ο χρόνος αποφασίζει να παίξει. Κολλητή σχεδόν στο αρχοντικό της Φιγιέττας ήταν μια παράγκα, όπου στεγαζόταν ο μικροπωλητής Παπίγκης. Δυστυχής άνθρωπος. Η στέγη της παράγκας, από λαμαρίνα, δεχόταν βροχή τις πέτρες της αλαναρίας που συνοδεύονταν από τον έμμετρο εμπαιγμό:

Σιδεροκέφαλε Παπίγκη Καραγκιόζη.

Η παράγκα σώζεται! Ό παλιός της όμως ένοικος και οι βασανιστές του ταξιδέψαν ανεπίστροφα.

 

*    *

Κατηφορίζω συχνά την Αβάντων. Μια κατεβασιά διαφορετική από εκείνη της παράλληλης Νεοφύτου. Στη Νεοφύτου τραγουδώ εντός μου προσκοπικά τραγούδια – εκεί βρίσκονταν η Πρώτη και η Τρίτη ομάδα Προσκόπων. Όταν κατεβαίνω, τώρα, την Αβάντων, παίζω τύμπανο με τη γλώσσα και τα δόντια μου. Φτάνοντας στο σημείο του πάλαι ποτέ αρχοντικού της Φιγιέττας, κάμνω νοερά στροφή της κεφαλής δεξιά, για να τιμήσω όχι το ίνδαλμα του Σκαρίμπα, αλλά την οικογένεια του Καλλισθένη Μουστάκα, που η θελκτική κόρη του Ασπασία παντρεύτηκε τον γοητευτικότατο αρχιτυμπανιστή της πόλης Χρήστο Αστερίου. Έτσι, τυμπανίζοντας, κατέβαινε κι εκείνος την Αβάντων με το σχολείο, μπορεί και να την ανέβαινε με τη φιλαρμονική, και ξέροντας ότι η Ασπασία ήταν πίσω από την χαραμάδα των παντζουριών έκανε τα μαγικά του με τα τυμπανόξυλα. Έφυγαν με τα σύννεφα.

Εξακολουθώ να κατηφορίζω. Στη μέση περίπου της Αβάντων, δεξιά όπως την κατεβαίνουμε, ήταν μια μάντρα όπου έπαιζε Καραγκιόζη ο Μάνθος ο Ψηλέας. Το φόρτε του ήταν οι ηρωικές παραστάσεις και οι «αποθεώσεις». Πού πήγαν εκείνα τα παλληκάρια;

Απόμεινε τάχα κανένας που να θυμάται ότι μ’ ένα φύσημα του Μπαρμπαγιώργου όλη ή φρουρά του σαραγιού – κι ο αρχηγός της Πεπόνιας- στρώνονταν στο χώμα;

 

*    *  *

Ανεβοκατεβαίνω και τώρα την Αβάντων. Πού και πού με χαιρετάει κάποιος ή κάποιοι, παλαιοί μαθητές και μαθήτριές μου. Οι συμμαθητές μου στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων άμοροι όλοι τους. Χρό­νια έχω ν’ αντιπλωρίσω έστω και έναν. Από το Β’ Γυμνάσιο βλέπω τους κάπως μεγαλύτερούς μου Απόστολο Τούντα, έφεδρο σημαι­οφόρο του Βασιλικού Ναυτικού όπως κι ελόγου μου και τον Γιάννη Καλαμακίδη, δικηγόρο και κάποτε σπουδαίο παίχτη του Ολυμπια­κού Χαλκίδος. Ευγνώμονες μαθητές του πατέρα μου. Συναντώ συχνά τον Νίκο Καθαροσπόρη, καλόν στα νιάτα παίχτη της καλα­θοσφαίρισης -στο ίδιο θρανίο της Όγδοης Γυμνασίου- και τον Παναγιώτη Μάγειρα, ποδοσφαιριστή το πάλαι και τραγουδιστή. Οι άλλοι πού δρα-να-πέ-τε-ψαν;

Ναι, ναι, το πέτυχε όποιος ή όποια πληκτρολόγησε το κείμενό μου! Οδός Αφάντων…

 

 

Posted in Αναμνήσεις, Παπαδιαμάντης, Περιοδικά, Πεζογραφία, Πολεογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 95 Σχόλια »

Η ρεβάνς (διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα)

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2021

Διήγημα του Σκαριμπα δεν έχουμε βάλει ποτέ στο ιστολόγιο. Την παράλειψη αυτή τη θεραπεύουμε σήμερα χάρη στην πρωτοβουλία του φίλου μας του Κόρτο, που μας δίνει μάλιστα ένα διήγημα δυσεύρετο, τουλάχιστο σε αυτή τη μορφή που το δημοσιεύουμε. Αφορμή ήταν η αναφορά, στο ιστολόγιο, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Γίνομαι άντρας» του Παναγιώτη Τούντα.

Ο Κόρτο έδωσε ολοκληρωμένη δουλειά, με πρόλογο δικό του, οπότε του δίνω αμέσως τον λόγο.

Το ακόλουθο διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα με τίτλο «η Ρεβάνς» εντοπίστηκε στον τόμο «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1955», ο οποίος ανήκε σε μία σειρά ετησίων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών εκδόσεων υπό την διεύθυνση του Αρ. Ν. Μαυρίδη με έδρα την Αθήνα (Θεμιστοκλέους 11). Ο εν λόγω τόμος είναι ο 12ος της σειράς.

Κατόπιν διερευνήσεως διαπιστώθηκε ότι το εκεί δημοσιευμένο διήγημα του Σκαρίμπα αποτελεί την πρωταρχική μορφή μίας μεταγενέστερης εκδοχής του, με τίτλο «Πατς και Απαγάι», η οποία περιλαμβάνεται σήμερα στην έκδοση «Ο κύριος του Τζακ/ Πατς κι απαγάι», από τις εκδόσεις Νεφέλη (1996, Αθήνα) με σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα και σε επιμέλεια της κ. Κατερίνας Κωστίου.

Από το πλούσιο και κατατοπιστικό σημείωμα της επιμελήτριας στην έκδοση της Νεφέλης μαθαίνουμε ότι η τελική μορφή του διηγήματος (ως «Πατς και απαγάι») δημοσιεύθηκε το 1957. Πρόκειται για μία εκδοχή πιο κατεργασμένη, με πιο συνεκτική δομή, χωρίς περιττές παρεκβάσεις και χωρίς λεπτομέρειες οι οποίες στην αρχική μορφή του διηγήματος ενδεχομένως προκαλούν απορίες. Από την κα Κωστίου μαθαίνουμε επίσης ότι ο ίδιος ο Σκαρίμπας είχε αντιρρήσεις σε σχέση με την επανέκδοση αρχικών μορφών των έργων του, όταν είχε ήδη προβεί σε δημοσίευση μίας τελικής, πιο κατασταλαγμένης εκδοχής. Μάλιστα όταν το 1976 οι εκδόσεις «Κάκτος» εξέδωσαν το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» σε μία ξεπερασμένη κατά τον συγγραφέα εκδοχή του 1960 (και εφόσον είχαν μεσολαβήσει στο μεταξύ δύο νέες επεξεργασμένες εκδόσεις, το 1961 και το 1973), ο συγγραφέας οργίστηκε με τον εκδότη και απαίτησε επανόρθωση του λάθους. Ας σημειωθεί ότι το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μέρος του «Πατς και Απαγάι» (ή τέλος πάντων της «Ρεβάνς»). Τα δύο κείμενα γίνονται πιο κατανοητά, τόσο ως προς την πλοκή, όσο και ως προς την λογοτεχνική τους συνάφεια, όταν διαβαστούν με την σειρά –ωστόσο η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή της «Ρεβάνς» μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο ανάγνωσμα.

Ωστόσο χωρίς να παραβλεφθούν τα παραπάνω, με επιφύλαξη έστω, θεωρήθηκε σκόπιμο να δημοσιοποιηθεί η αρχική μορφή του διηγήματος, («η Ρεβάνς») παρά τις πιθανές ατέλειές του σε σχέση με την μεταγενέστερη εκδοχή («Πατς και Απαγάι»), διότι αποτελεί ένα σπουδαίο φιλολογικό τεκμήριο: Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή είναι πολύ εκτενέστερη από την μεταγενέστερη και συνεπώς το διήγημα, έστω και ακατέργαστο, πέραν της λογοτεχνικής του αξίας, μάς παραδίδει έναν σημαντικό πλούτο λαογραφικών και γλωσσικών στοιχείων, κυρίως όσον αφορά την μάγκικη αργκό και τις εικόνες ενός Πειραιά, στα τελειώματα μιας εποχής κατά την οποία επιζούσαν ακόμη τα στερεότυπα μοτίβα του μεσοπολεμικού υποκόσμου. Αποτελεί δηλαδή ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα επιδράσεως της λαϊκής ή λαϊκότροπης καλλιτεχνικής παραγωγής (ρεμπέτικο τραγούδι, επιθεώρηση, μάγκικα χρονογραφήματα κλπ) στην λόγια μεταπολεμική λογοτεχνία. Χαρακτηριστικό προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και το γεγονός ότι στο διήγημα αναφέρονται δύο γνωστά λαϊκά/ ρεμπέτικα τραγούδια της επώνυμης δημιουργίας.

Οι υποσημειώσεις με αστερίσκο ανήκουν στον ίδιον τον Σκαρίμπα. Οι υποσημειώσεις με αριθμούς είναι δικές μου. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Το σκίτσο που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του Μιχάλη Νικολινάκου και απεικονίζει τον Σκαρίμπα. Ο Μιχάλης Νικολινάκος (1923-1994) υπήρξε διάσημος ηθοποιός του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη. Συγχρόνως υπήρξε ικανότατος ζωγράφος και σκιτσογράφος, συνεργάτης διαφόρων εντύπων. Ξεχωρίζουν οι καρικατούρες του και τα πορτραίτα του, ιδίως προσώπων του καλλιτεχνικού χώρου και της πολιτικής.

 

Η ΡΕΒΑΝΣ

Εκείνο τ’ απόγιεμα ήσαν όλα γλυκά κι’ όλ’ ανάκατα. Πού ήταν – τούτη- κρυμμένη η χαρά; Μα ήταν μια τρέλλα να της ξαναπαρουσιαστώ πάλι έτσ’ όμορφος –έτσι καγκελοφρύδης, σπαθάτος –σα νάχα κρυφά ξεκαρφιτσωθεί (και δραπέτεψα) από κάνα κουτί ζαχαράτων. Η μέση μου –δαχτυλένια- με χώριζε σαν καμμιά σφήκα στα δύο μου, και τα μαλλιά μου (τσουλούφι –φλου- με αφέλειες) μ’ έδειχναν σαν κοριτσίστικο αγόρι… Αμάν, αδερφάκι· το πρόσωπό μου είχε το σχήμα καρδιάς.

Ξεμπαρκάροντας, άναψα κι’ ένα –μεγκλάν- τσιγαράκι.

Στη στροφή του δρόμου –εκεί- κοντοστάθηκα, κι’ έρριξα τη ματιά μου του μάκρου. Η θάλασσα εβόα. Οι γλάροι πάνωθε βούταγαν κάθετα, ίδιες βολίδες, στα κύματα, και στο Νοτιά τα πρώτα σύννεφα ανέβαιναν πάνω απ’ τα όρη σαν χνώτα. Σκέφτηκα τον καπτα-Γκίκα, στο κόττερο: «Νοτιοανατολικά, χαμηλόν φράγμα νεφών. (Θα κατέγραφε στο «Ημερολόγιό» του σκυμμένος). Δύσις, απειλητική…»

Και ξανάειδα, το καράβι μου -αρόδο. Γύρωθέ του, ο Σαρωνικός αφρολόγαε, στις χλαλοές του λεβάντε, ενώ αυτό –φουνταριστό- σκαμπανεύενε τραβερσομένο σταβέντο.

Τράβηξα μια βαθειά ρουφηξιά και τόξεψα τον καπνό –όξω- ίσια. Απέξαπόστειλα σφυριχτό –μπρος- το σάλιο μου. Σύγχρονα και τα βιολιά του φτινοπώρου, άρχισαν το σιγανό κούρντισμά τους. Το όλον μου, εμίλειε…

Ωστόσο, δεν παραστεκόμαν καλά. Είχ’ από ψες που σαν νάχα –λες- «τσιμπηθεί» που –Θέ μου και σχώρνα με- ένοιωθα κάποια λαχτάρα έσωθέ μου. Νάταν λες μόνο η ιδέα μου; Ή μην το «ύφον» μου έμπαινε ως είδος μόλυνση εντός μου; Θού Κύριε φυλακήν και λοιπά… Το φαΐ που με τάισε, ανάδινε μια ταγκίλα απ΄ το λάδι της, και τα ρούχα της «σπίρτιζαν» γιαχνισμένο κρεμμύδι.

Κι’ εγώ –τι οίστρος!- την τύλωσα εκειχάμω, σελέμης!…Κεφτεδάκια και πατσαδάκι γιαχνί: «Βρε Σταυρούλα, βρε κύλα μου κι’ άλλο κατοσταράκι ρετσίνα»…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 85 Σχόλια »

Trivia Homerica (συνεργασία από ΣτοΔγιαλοΧτηνος)

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2021

Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα είναι γραμμένο από τον φίλο μας ΣτοΔγιαλοΧτηνος. Πριν από τρία χρόνια είχαμε δημοσιεύσει ένα άλλο δικό του πεζό, που το είχαμε χαρακτηρίσει διήγημα επιστημονικής φαντασίας ενώ πέρυσι παρουσιάσαμε ένα δοκίμιο παιγνιώδους λεξικογραφίας. Τα δυο σημερινά πεζά έχουν αναφορές στα ομηρικά έπη. Δεν είναι εκτενή αλλά τα πεζά του Χτήνους είναι όπως τα στρείδια του Αστερίξ.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ  ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ

Ας μπούμε αμέσως στο θέμα, αντιπαρερχόμενοι  τις ανυπόστατες κακοήθειες που θέλουν  τον ακάματο πλάστη και τα συμπαγή, ευθύβολα συζυγικά τσόκαρα να έχουν πολλά να διηγηθούν σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες πολύτιμος χρόνος επιστημονικής έρευνας θυσιάστηκε στον βωμό της ματαιοδοξίας, απλώς για να  αποσπαστεί η συναίνεση του δυστυχούς Ερρίκου στην απαθανάτιση της εριτίμου Κυρίας Σοφίας στολισμένης με τα κρεματζούλια και τα τζοβαϊρικά της Ωραίας Ελένης.

Και το θέμα είναι πως το αμείλικτο ερώτημα παραμένει: γι αυτό ιδροκοπούσε νύκτωρ με το πτυοσκάπανο στον κάμπο της Τρωάδας ο τραγικά ανεπαρκής χερ Σλήμαν? Για μια χούφτα χρυσά μπιχλιμπίδια? Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια φωτογραφία?

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δυστυχώς ναι. Φευ, θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ, πολύ πιο μεγάλα πράγματα.

Ας σοβαρευτούμε κι ας το σκεφτούμε επιστημονικά, με  ψυχρή, τετράγωνη λογική, επιδεικνύοντας  μηδενική ανοχή σε φτηνά κουτσομπολιά και παιδιάστικες ονειροφαντασίες.  Ελάτε, ας πιάσουμε το άθραυστο νήμα του ατράνταχτου συλλογισμού, αυτό που απέτυχε να ακολουθήσει ο υπερεκτιμημένος Τεύτων:

Εφόσον ο σεβάσμιος, αόμματος γέρων μας διαβεβαιώνει πως οι τολμητίες Δαναοί οι κρυμμένοι μέσα στην κοιλιά του Δούρειου Ίππου είχαν την προστασία της Παλλάδας, δεν μας μένει παρά να συμφωνήσουμε. Τουλάχιστον η ταπεινή γραφίδα του υποφαινομένου  δεν έχει ούτε την πρόθεση, ούτε πολύ περισσότερο τη σκευή να αμφισβητήσει τον γεραρό Πατριάρχη της Ελληνικής Ποίησης.

Η ως άνω παραδοχή μας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι μάλλον ανησυχούσαν λιγότερο για την πιθανότητα να τους αντιληφθούν οι Τρώες και περισσότερο για τα φίλια, μεθανιούχα  πυρά που θα εξαπέλυε -φωνάχτε αμέσως τον Αλή-  μέσα σε εκείνον τον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο κάποιος από τους έγκλειστους  Επιλέκτους. Ω της δυσωδίας, της πνιγμονής και του ολέθρου! Και τι άδοξος, βρομερός επίλογος για το κορυφαίο Έπος της Ελληνικής Γραμματείας! Δύσοσμο, θανατηφόρο υδρόθειο αντί δοξαστικής, ευωδιαστής κνίσας! Ας μην αναφερθεί  καν ο συνακόλουθος αιώνιος στιγματισμός των Ελλήνων ως των επονείδιστων -αν και ακούσιων- εφευρετών του πρώτου θαλάμου αερίων! Οποία ανεξάλειπτος καταισχύνη για το Γένος!

Με δεδομένη εν τούτοις τη γνωστή επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, το επόμενο λογικό συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να θεωρείται απολύτως βέβαιη η λήψη σχετικών μέτρων από το Ανώτατο Στρατηγείο των Αχαιών, το οποίο με Κατεπείγον Άκρως  Απόρρητο  Σήμα Ειδικού Χειρισμού  θα όριζε  τον αποκλεισμό από τη διανομή των λαφύρων -πιθανώς δε και την καταναγκαστική επ’ αόριστον απασχόληση στα αποχωρητήρια του στρατοπέδου-  ως ποινή για τους ιδιοκτήτες αφρόνων  αφεδρώνων που θα εξέθεταν σε θανάσιμο κίνδυνο τους συμμετέχοντες στο παράτολμο εγχείρημα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Πεζογραφία, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 117 Σχόλια »

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (απόσπασμα από τη νουβέλα του Εντουάρ Λουί)

Posted by sarant στο 7 Φεβρουαρίου, 2021

Θα δημοσιεύσω σήμερα ενα απόσπασμα από τη νουβέλα του Εντουάρ Λουί «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη. Είναι το τρίτο βιβλίο του νεότατου (γενν. 1992) Εντουάρ Λουί (Edouard Louis), ένας μονόλογος με τον πατέρα του, που ήταν εργάτης σε εργοστάσιο μέχρι τη στιγμή που ένα εργατικό ατύχημα τον άφησε ανάπηρο.

Ο Λουί γεννήθηκε στην Πικαρδία, στη βόρεια Γαλλία, μια από τις πιο σκληρά χτυπημένες από την κρίση περιοχές της χώρας -όπου η Λεπέν συγκεντρώνει από τα μεγαλύτερα ποσοστά της. Στο χωριό του, το Αλανκούρ των 1200 κατοίκων, όλοι δούλευαν για το ίδιο κοντινό εργοστάσιο.

Το όνομά του ήταν Εντύ Μπελγκέλ, αλλά το έχει αλλάξει επίσημα σε Εντουάρ Λουί. Το πρώτο του βιβλίο, που σας συνιστώ επίσης να διαβάσετε, πάλι από τους Αντίποδες, έχει ακριβώς τον τίτλο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, και σ’ αυτό περιγράφει τα παιδικά του χρόνια, πώς μεγαλώνει ένα ομοφυλόφιλο αγόρι της εργατικής τάξης μέσα στη φτώχεια, τον ρατσισμό και την ομοφοβία.

Το έργο του Λουί είναι απερίφραστα πολιτικό -στρατευμένο, θα λέγαμε- ενώ συγγενεύει και με την κοινωνιολογία. «Θέλω να κάνω τη μπουρζουαζία να ντρέπεται» είχε δηλώσει. Το βιβλίο απ’ όπου θα διαβάσουμε σήμερα ένα απόσπασμα είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος του συγγραφέα, που απευθύνεται στον πατέρα του. Σε κάποιο βιβλιοφιλικό μας άρθρο, είχα παραθέσει ένα μικρό κομμάτι από το τελευταίο βιβλίο του Λουί. Σήμερα παρουσιάζω όλην αυτή την ενότητα.

Να σημειωθεί ότι λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Λουί είχε δημοσιεύσει στη Νιου Γιορκ Τάιμς ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί ο πατέρας μου ψηφίζει τη Μαρίν Λε Πεν» (εδώ, με δωρεάν συνδρομή) και στο οποίο εξηγεί την άνοδο της Λεπέν με το ότι η Αριστερά έχει σταματήσει να αγωνίζεται για τους αδύνατους.

Ευχαριστώ τον φίλο Κώστα Σπαθαράκη, των εκδόσεων Αντίποδες, που μου έδωσε την άδεια (και μου έστειλε και το αρχείο κειμένου, κι έτσι γλίτωσα το σκανάρισμα):

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ (απόσπασμα, σελ. 60-69)

Τα προβλήματα άρχισαν στο εργοστάσιο που δούλευες. Τα έχω πει στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, ένα απόγευμα μας τηλεφώνησαν και μας είπαν πως ένα φορτίο σε καταπλάκωσε. Η μέση σου τσακίστηκε, διαλύθηκε, μας είπαν πως δεν θα μπορούσες πια να περπατήσεις για χρόνια, δεν θα μπορούσες πια να περπατήσεις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Εργατικό κίνημα, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , , | 142 Σχόλια »