Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ποίηση’ Category

Μήτσος Παπανικολάου, 80 χρόνια από τον θάνατό του

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2023

Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943). Για τον ποιητή αυτόν, που ήταν επίσης γερός κριτικός και καλός μεταφραστής, αλλά και επιστήθιος φίλος του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως επίσης και συντάκτης στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο, έχουμε αφιερώσει παλιότερα στο ιστολόγιο ένα φιλολογικό πορτρέτο του καμωμένο από τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Πριν από μερικούς μήνες, ο κ. Βαγγέλης Κορωνάκης από τις εκδόσεις Όγδοο επικοινώνησε μαζί μου, για να μου ζητήσει την άδεια να αναδημοσιευτεί το άρθρο του Κοτζιούλα «σε ένα βιβλίο που θα έβγαινε για τον Παπανικολάου». Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, παρόλο που αυστηρά κοιτάζοντάς το κανένα δικαίωμα δεν είχα εγώ να δώσω ή να αρνηθώ την άδεια δημοσίευσης. Ωστόσο, η φιλοφρόνηση αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να ρωτήσω περισσότερα για το βιβλίο που ετοιμαζόταν.

Έμαθα πως ο φιλόλογος Μιχάλης Ρέμπας ετοίμαζε μιαν έκδοση των «απάντων των ευρεθέντων» του Μ. Παπανικολάου. Το όνομα το ήξερα, διότι ο ίδιος είχε πριν από πολλά χρόνια επιμεληθεί μια πρώτη καταγραφή των ποιημάτων του Παπανικολάου (κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο) και μάλιστα όταν το 2014 είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα αθησαύριστο ποίημά του (σε αυτό το άρθρο) είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα.

Είπα στον κ. Κορωνάκη ότι έχω και κάτι άλλα του Παπανικολάου κι εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Μιχάλη Ρέμπα. Διαπίστωσα ότι είχε σκοπό να βάλει ένα διήγημα του Παπανικολάου στον τόμο και του είπα ότι εκτός από το αθησαύριστο ποίημα και κάμποσες μεταφράσεις (που, τελικά, τις είχε όλες σχεδόν υπόψη του) έχω βρει και καμιά δεκαριά πεζά του από το Μπουκέτο του 1943. Δεν τα ήξερε και χάρηκε πολύ. Του τα έστειλα και μπόρεσε να τα εντάξει κι αυτά στον τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είπαμε από τις εκδόσεις Όγδοο.

Ειχα μάλιστα τη χαρά να παρευρεθώ σε μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στις 21 του μηνός, στον Ιανό, όπου ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Βέης μίλησαν για το βιβλίο και για τον ποιητή του σκιόφωτος, τον Παπανικολάου.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δέκα πεζά που εισέφερα στον τόμο του Παπανικολάου. Είναι το τελευταίο που δημοσίευσε το Μπουκέτο όσο ζούσε ο Παπανικολάου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έναν μήνα πριν από τον θάνατο του ποιητή -ο οποίος πέθανε τον Οκτώβριο του 43 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου τον είχαν βάλει φίλοι του για ν’ αποτοξινωθεί.

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό γεμάτο προμηνύματα μπόρας. Ο ουρα­νός κατάμαυρος, βαρύς, χαμηλός, πλάκωνε σαν βραχνάς τη μικρή πολιτεία που κούρνιαζε στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό κάτω και στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Η ώρα δεν ήταν ακόμα ούτε τέσσερις και μισή κι όμως μερικά φώτα είχαν ανάψει εδώ κι εκεί. Μα στους δρόμους δεν έβλεπες ψυχή και τα σπίτια ήταν κατάκλειστα. Μόνο τα καφενεία είχαν τις συνηθισμένες τους συντροφιές, γιατί στην επαρχία το καφενείο αποτελεί συνήθεια ιερή κι απαραβίαστη.

Ο επαρχιώτης θ’ αψηφήσει την κακοκαιρία, θα παρατήσει τη δουλειά που τυ­χόν έχει για να πάει στο καφενείο στην τακτική του ώρα. Μήπως έχει κι αλλού πουθενά να πάει; Στο καφενείο θα βρει τους φίλους του, θα παίξει μαζί τους τάβλι γιά πρέφα, θα σχολιάσει τα νέα της ημέρας κι έπειτα, κατά τις εφτά-εφτάμιση, θα τραβήξει για το σπίτι του για φαΐ κι έπειτα για ύπνο.

Απόψε, όμως, ο καιρός είχε φοβίσει κάπως τους πελάτες της «Συναντήσεως», του πιο κεντρικού, του πιο αριστοκρατικού καφενείου της κωμοπόλεως. Δυο-τρεις συντροφιές μόνο και άλλοι τόσοι μοναχικοί πελάτες που του κάκου περίμεναν την ταχτική τους παρέα. Στη «Συνάντηση» πήγαινε τριάντα και περισσότερα, ίσως, χρόνια τώρα κι ο γιατρός του τόπου, ο Λουκάς Σκούρος. Ήταν, ίσως, ο πιο παλιός και ο πιο τακτικός πελάτης. Τα τελευταία μάλιστα δέκα χρόνια δεν θυμόταν να πέρασε βραδιά που να μην επήγε στο καφενείο. Μόλις τελείωνε τις απογευματινές του επισκέψεις, κατά τις έξι τον χειμώνα, κατά τις εφτά το καλοκαίρι τραβούσε κατευθείαν γι’ αυτό. Η συντροφιά που έβρισκε εκεί ήταν η ίδια πάντοτε: ο πάρεδρος, ο αστυνόμος, ο φαρμακοποιός κι ο Ανδρέας ο Βέγης, ο πιο πλούσιος κτηματίας του τόπου. Μαζί τους παίζοντας κανένα τάβλι και φλυαρώντας περνούσε δυο και τρεις συχνά ώρες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 49 Σχόλια »

Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2023

Μέρα της Ποίησης η σημερινή και με την ευκαιρία βάζω κάτι ποιητικό -αναδημοσιεύω, επαυξημένο όμως, ένα άρθρο του 2016 για τις ρίμες με ομόηχες λέξεις.

Εννοώ ρίμες με λέξεις όπως «τείχη – τύχη» ή «είχον – ήχον» (και οι δυο από τον Καβάφη).

Τον κατάλογο με τις ομόηχες ρίμες τον συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) και ποτέ δεν σταμάτησα να τον εμπλουτίζω με νέα ευρήματα. Σήμερα παρουσιάζω την τελευταία μορφή του που πλησιάζει τα 100 λήμματα. Ελπίζω με τη δική σας συμμετοχή να εμπλουτιστεί κι άλλο -αναζητούμε, καταρχήν, στίχους από ποιήματα ή από τραγούδια με ομοιοκαταληξίες ομόηχες.

Το ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες. Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».

Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.

Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε να τα τιθασέψουμε και μετά να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».

Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και  σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.

Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους). Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων. Στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.

Όμως το ρεκόρ, που δεν το αναφέρει ο Κοκόλης, το πετυχαίνει ένα άλλο καβαφικό ποίημα, από τα κρυμμένα, το «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου» (1917):

Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν

αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια,

δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.

Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.

Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι
— να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.

Έξι δίστιχα, από τα οποία τα πέντε έχουν ρίμες με ομώνυμα (δηλαδή ομόηχες λέξεις) -βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, το «(εγώ) ήπια», που προφέρεται δισύλλαβο, δεν είναι ακριβώς ομόηχο με «τα ήπια», που προφέρεται τρισύλλαβο.

Η έκτη ρίμα έχει ομοηχία (στ’ άλλα – στάλα) αλλά ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, τις ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομοηχία, που όμως δημιουργείται από περισσότερες από μία λέξεις στο ένα σκέλος: στ’ άλλα – στάλα ή μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού»:

Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Αυτές όμως τις έχουμε συζητήσει σε άλλο άρθρο. Τις ανέφερα μόνο για λόγους πληρότητας και επιστρέφω στις ρίμες ομωνύμων (ή ομοήχων).

Οι ρίμες ομωνύμων, λέει ο Κοκόλης, «είναι καταρχήν όλες τους εντυπωσιακές. Η πλήρης ηχητική σύμπτωση δύο διαφορετικών σημασιών προκαλεί οπωσδήποτε την προσοχή μας: ο Πάρης / να πάρεις ή μιλιά / μηλιά. Το γεγονός αυτό της σύμπτωσης μπορεί να μας φανεί απλώς εντυπωσιακό· ή και διασκεδαστικό· ή και κωμικό. Ούτως ή άλλως ενέχει, σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυτό που ονομάζουμε έκπληξη».

Ενώ οι ρίμες με ομώνυμες λέξεις είναι εντυπωσιακές, εννοείται ότι οι ρίμες με την ίδια λέξη θεωρούνται δείγμα κακής τεχνικής και συνήθως αποφεύγονται. Να πούμε πάντως ότι και οι ρίμες με ομώνυμα από κάποιους θεωρούνται υποδεέστερες. Από κάποιους άλλους, βέβαια, όλη η σύγχρονη ομοιοκατάληκτη ποίηση θεωρείται υποδεέστερη. Είναι αλήθεια, και θα φανεί από την καταγραφή που ακολουθεί, ότι οι ρίμες με ομώνυμα χρησιμοποιούνται συχνά σε σατιρικά στιχουργήματα.

Ο Κοκόλης στο βιβλίο του αποδελτιώνει (πρόχειρα, όπως λέει) τους οχτώ τόμους της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, χρησιμοποιεί το «Ριμάριο Καβάφη» του Καράογλου, και καταγράφει καμιά σαρανταριά ομοιοκαταληξίες ομωνύμων, στις οποίες προσθέτει (σε υποσημειώσεις) και 2-3 από τον Μανούσο Φάσση (το πειραχτικό αλτερέγκο του Μαν. Αναγνωστάκη).

Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτω, σε αλφαβητική σειρά, όλα τα παραδείγματα του Κοκόλη συμπληρωμένα με όσα παραδείγματα μπόρεσα να βρω εγώ ή εσείς στο προηγούμενο άρθρο. Έτσι, το αρχικό δείγμα του Κοκόλη υπερδιπλασιάστηκε αφού το Ριμάριό μας περιλαμβάνει 97 λήμματα, αν μέτρησα σωστά.

Δέχομαι, όπως θα δείτε, όλα τα ομόηχα καθώς και κάποια ομόγραφα, όταν πρόκειται για άλλο μέρος του λόγου ή για άλλο γένος και αριθμό. Καταχρηστικά δέχομαι και τα ομόγραφα που δεν είναι ακριβώς ομόηχα όπως στην περίπτωση «τα ήπια / εγώ ήπια».

Ξεκινάμε λοιπόν, αλφαβητικά, και κατά σύμπτωση με μια καταχρηστική ομοηχία, αφού η άδεια του φαντάρου προφέρεται τρισύλλαβη ενώ η άδεια τσέπη δισύλλαβη.

άδεια (ουσιαστικό) : άδεια (επίθετο)
Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη
(τραγούδι «Ο φαντάρος», στίχοι Μανώλης Ρασούλης)

αιδώ : εδώ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
(…)
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
(Καβάφης, «Τείχη»)

άλλο: (την) άλω
…………….. άλλο
το νόημα φυσικά και άλλο το αντίκρισμα. Φοράς την άλω
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Der Sinn und die Bedeutung»)

αναμένει : αναμμένη
εμπορικό· νεότατος -και που αναμένει
(…)
όλ’ η νεότης του στον σαρκικόν πόθο αναμμένη
(Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»)

ανέμοι : ανέμη
Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι
(…)
χρυσή της νύχτας την ανέμη
(Αθ. Κυριαζής)

αυτί : αυτή
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
(Καβάφης, «Δέησις»)

αυτί: αυτοί

Ως πότε παπαγάλοι, με τεντωμένο αυτί
θα ξαναλέτε πάλι ό,τι σας λεν αυτοί;
(Μαριανίνα Κριεζή, Το τραγούδι του παπαγάλου)

βάζο : βάζω
Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,
με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.
(Τραγούδι «Κακές συνήθειες», στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης)

βάψει : βάψη
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι «Τα παιδιά»)

γείρει : γύρη
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός.
(Σικελιανός, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»)

Γιάννη : (να) γιάνει
και λέει «παίξε Γιάννη»,
ο πόνος του να γιάνει.
(Τραγούδι «Ένας σατράπης θηλυκός», στίχοι Γιάννης Παπαϊωάννου)

(να) γιάνω : Γιάννο
Μάνα μου αν θες να γιάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
(τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω», στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παν. Παπαδούκας)

γνωστοί : γνωστή
Και να μου λεν διάφοροι γνωστών γνωστοί
κάπου η μούρη σου μου φαίνεται γνωστή
(Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδι «Βαφτιστικό»)

γύρω : (να) γείρω
Να ’ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
(Σκαρίμπας, «Σπασμένο καράβι»)

(να) δεις : δις
άκουσε να δεις
(…)
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
(Μανούσος Φάσσης)

δίνει : δίνη, η
Σε φυγαδέψαν οι γονοί σου -κλέφτες τού ό,τι ο Θεός δίνει-
τώρα στ’ ανάβλεμμά σου τ’ άστρα πιάνουν του χαλασμού τη δίνη
(Βάρναλης, «Σε μια μέρα της ζωής μου»)

δίστιχο : δύστυχο

Ποιος απ’ αυτούς, Σοφία μου, θα ’φτιαχνε το δίστιχο

Δεν λέω, λίγοι είν’ καλά παιδιά αλλά το δύστυχο
στιχάκι τους…

(Ευρ. Γαραντούδης, «Οι νεοσσοί του σονέτου», περ. Ποιητική)

δόση : (να) δώσει

Αν θέλεις να με δεις γαμπρό κατέβαινε μια δόση,
από τη προίκα που ’ταξε ο γέρος σου να δώσει.
(Τραγούδι «Αν θέλεις να με δεις γαμπρό», στίχοι Μάρκος Βαμβακάρης)

δούνε : δούναι
δε θέλουν να σε δούνε
(…)
έχεις λαβείν και δούναι
(Μανούσος Φάσσης)

δύστυχα : δίστιχα
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα
(…)
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα
(Μανούσος Φάσσης)

δύο : δύω
Σ’ το’ χα πει, σ’ το’ χα πει μια και δύο
σ’ το ’χα πει, ανατέλλω και δύω.
(Τραγούδι «Προσεχώς», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

είδει : ήδη
Βραχιόλια από κουκουναριές και βελανίδια, εν είδει
(…)
κι απείρου δόξης καύχημα -που έτσι Του στάλθηκε ήδη
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Χους ην»)

είχον : ήχον
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
(…)
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
(Καβάφης, «Τείχη»)

εκίνα : εκείνα
δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.                 [έσμιξες: τα σμιξίματα]
(Ερωτόκριτος Ε779-80)

 

Έλληνες : έλυνες
Λίγο πολύ είναι τρελοί οι Έλληνες,
Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες – τους Έλληνες!
(Τραγούδι «Τρέλα πέρα για πέρα», στίχοι Αιμίλιος Σαββίδης)

 

ζήλια : ζίλια (τα)

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλια
στον αέρα να φέρνω, και να ’χω παλάμες
δυο ζίλια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)

ηλί : ιλύ
μια στο καρφί ο αδερφός μου: «Ηλί, ηλί»
φώναζε χθες, σαν μες του κόσμου την ιλύ.
(Γιώργος Κοροπούλης, Ελλειπτική)

 

(τα) ήπια – ήπια                                 

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

ήτταν : ήταν
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
(…)
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
(Καβάφης, «Τεχνουργός κρατήρων»)

ίσως : ίσος
Τα φώτα σου και τα σκοτάδια σου (ίσως
πιο πολύ τα σκοτάδια σου!), ό,τι λάθος,
ό,τι αλήθεια λογιέται, στέρεος κι ίσος
τ’ αγγίζω …
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

καλή : καλεί
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

καλό : καλώ
άυλο κι ανορμήνευτο, κι απ’ όλα πλιο καλό,
στρατοκόπε θλιβερέ κι αποσπερνέ Διαβάτη,
στου ανέμου το ξεφάντωμα συμπότη σε καλώ
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Maya»)

κάνει : κάννη
κι ένα ζευγάρι ταιριαστό, δυο περιστέρια
φωλιά του κάνει
τη μαύρη κάννη
(Τραγούδι «Παλιό κανόνι», στίχοι Γιώργος Μαυρομουστάκης)

κάμποι : κάμπη (η κάμπια)
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
(Παλαμάς, «Ασάλευτη ζωή»)

καν(ε) : κάνε [κάνε = καν = τουλάχιστον]
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
(Βάρναλης, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου»).

κανίς : κανείς
Το σκυλάκι το κανίς
Ποιος το έκλεψε; Κανείς!
(Τραγούδι «Το σκυλάκι το κανίς», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

κάπως : κάπος
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
(Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας»)

κάτι : κάτι                   [κάτι: η πτυχή, το πόσες φορές διπλώνουμε ένα ύφασμα, βλ. άρθρο]

του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι
το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.(…)»
(Κωστής Παλαμάς, «Η φλογέρα του βασιλιά»-Λόγος πέμπτος)

(να) κεράσει : κεράσι
Μου ’πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.
(τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

κερί : καιροί
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
(Καβάφης, «Δέησις»)

κρίνοι : κρίνει
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
(Καβάφης, «Του μαγαζιού»)

κώμη : κόμμι : κόμη
Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξίδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
(Καβάφης, «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)

κώπη : κόποι
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

κρίση : Κροίσοι
Έλα ας την κρίση
Να μετράει τα βήματα
Έλα έχουνε κι οι Κροίσοι
Τρομερά προβλήματα
(Τραγούδι «Βάλε κατσαρόλα», στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης)

Λάκων : λάκκον (: λάκκων)
Λάκων τις ήνοιξε λάκκον
ίνα πέσει άλλος Λάκων.
(…)
Κι επληρώθη ο τόπος λάκκων.
Κι ίνα εκφρασθώ ως Λάκων:
«Κάθε Λάκων κι έναν λάκκον»…
(Νίκος Δεληπέτρος – Ασμοδαίος, «Μανιάτικη βεντέτα»)

λείπει : λύπη
Αφροδίτη όπου λείπει
η ζωή ’ναι πάντα λύπη
(Αθαν. Χριστόπουλος, «Απόφαση»)
[Και από πολλούς άλλους, ιδίως με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Μια κυρά την τρώει λύπη / για τον άντρα της που λείπει» του Σουρή]

λίαν : λείαν (ουσιαστικό)
Μα σήμερα είναι λίαν (…)
τα πλοία με την λείαν
(Καβάφης, «Εις ιταλικήν παραλίαν»)

και
λίαν : λείαν (επίθετο)
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)

λοιπόν : λυπών
Πλήρης πάχους πλήρης λίπους ήτο φυσικό λοιπόν
που με πότισες φαρμάκων και με γέμισες λυπών
(Μποστ, σκίτσο «Όλα για το παιδί της», Ταχυδρόμος 1959)

Μαύρα: μαύρα

Κι άλλος για την Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα

(Βάρναλης, «Η χαρά του πολέμου)

μέλη : μέλει
εκεί λοιπόν εβλέπομεν ’τι εχάμνισαν τα μέλη
για πλούτον, δόξαν και τιμήν δεν πρέπει να μας μέλει
(Πένθος θανάτου, ανώνυμο του 16ου αι.)

μέλη : μέλλει
τη νύχτα ν’ αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη
κι ως ξημερώσει, να το δουν, η τζόγια τίνος μέλλει.
(Ερωτόκριτος Β2365)

μέλι : μέλη : μέλει
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
(Καβάφης, «Η αρρώστια του Κλείτου»)

μέλλει : μέλι
Να ’ξερα ποιος είν’ άντρας μου, ποιος άγουρος μου μέλλει
να τον ταΐζω ζάχαρη, να τον ποτίζω μέλι
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Μήλο : μήλο
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

μιλιά : μηλιά
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
(Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων)

μισώ : μισό
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
τον έχουμε μισό-μισό.
(τραγούδι «Τον κόσμο που κι εγώ μισώ», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)

Μοίρα : μύρα
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
(…)
Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα
(Καβάφης, «Εν εσπέρα»)

νέγροι : Νέγρη

Λιβανέζοι και Νέγροι / στη Φωκίωνος Νέγρη

(τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», στίχοι Ν. Γκάτσος)

νίκη : νοίκι
μιαν άπτερο μπροστά μου βλέπω νίκη
(…)
ποτέ μου δε σκοτίστηκα για νοίκι
(Γ. Κοροπούλης, «Επύλλιο»)

όμως : ώμος
Tώρα το χέρι σου κρατάω αλλά όμως
(…)
Λείπει, αλίμονο, ο άσπρος σου ο ώμος,
(Τραγούδι «Το βαμπίρ», Χάρρυ Κλυνν)

πάθη : (να) πάθει
Είναι έτοιμος να πάθει
του Ακταίωνος τα πάθη.
(Ηλίας Τανταλίδης, «Αιγιαλός»)

πάλι : πάλη
Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.
(Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)

πάλλει : πάλι : πάλη
Ο νέος Αντιοχεύς
είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει
μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι,
Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι
μες στην μεγάλη πάλη.
(Καβάφης, «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»)

παν, το : παν (πάνε)
Εμεταβλήθηκε το παν
όλα ανάποδα με παν
(Αλέξανδρος Κάλφογλου, 18ος αιώνας)

Πάρη : πάρει
Η κάθε μια καλόπιανε τον Πάρη
της ομορφιάς το μήλο για να πάρει
(τραγούδι «Ο Πάρις και το μήλο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

Πάρης : πάρεις
Μα εκείνην την απόφαση οπού ’δωκεν ο Πάρης
και τσ’ ομορφιάς το χάρισμα μόνια έκαμε να πάρεις              [μόνια: μονάχη εσύ]
(Χορτάτσης, Ο Γύπαρης)

Πάρο : πάρω
Και τ’ Αγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)

πήραν : πείραν
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
(Καβάφης, «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια»)

πλάτη, τα : πλάτη, η
Η γη μια σβούρα στ’ ουρανού τα πλάτη
(…)
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη
(Τραγούδι «Παλίρροια 2002», στίχοι Άλκης Αλκαίος)

πλην : πλειν
Τι τα ’θελες τα «συν» και τα «πλην»
μες στην αναμπουμπούλα;
Δεν την κοπάναγες στη ζούλα;
-ου παντός πλειν…
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένταξη στον αιώνα»)

πολίται : πωλείται
χώρας ελεύθερης και μεις ελεύθεροι πολίται,
που αντί χρήματος το παν και η τιμή πωλείται.
(Στίχος του Πωλ Νορ στο περιοδικό Παπαρούνα, 1933)

πολίται: πωλείτε

Ω της ενδόξου χώρας μας νοήμονες πολίται,
το Κράτος, φευ, σας συνιστά θερμώς: μη τα πωλείτε!
Μα να προσθέσει θα ’πρεπε: και μη τ’ αναπολείτε!
(Χειρόγραφο σατιρικό του Λαπαθιώτη, 1922)

πότε : πόται
Οι ιππόται οι ιππόται
κουτσοπίναν πότε πότε
κι απ’ το πότε πότε πότε
καταλήξαν όλοι πόται.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε», στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)

ρήγισσα : ρίγησα
Αντίκρισα μια Ρήγισσα
κι από τον πόθο ρίγησα
(Μανούσος Φάσσης)

(η) ρόδα : (τα) ρόδα
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει
(Καβάφης, «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»)

και, προσθέτω, πιο ωραία στον Λαπαθιώτη («Μια περηφάνια»):

…Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα

ρώμη : Ρώμη

Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη

(Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας»)

σκηνή : σκοινί

Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί
στη σκηνή
(…)
κι αν μας αντέξει το σκοινί
(τραγούδι «Το χειροκρότημα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

Σκώτος : σκότος
Κι ένιωσε χαρά ο Σκώτος
που διαλύθηκε το σκότος
(Μποστ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»)

στέκει : στέκι
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά
(τραγούδι «Στην Καισαριανή», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

ΤΑΣΣ : (επί) τας
Ήταν με το ΤΑΣΣ;
(…)
Ή ταν ή επί τας!
(Νίκος Παπαδόπουλος, «King Kong»)

τείχη : τύχη
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(…)
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, «Τείχη»)

τέλια : τέλεια
Και πώς, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στα ’φιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
[Όπως και στο καβαφικό ήπια – ήπια πιο πάνω, μπορεί να διατυπωθεί εδώ η ένσταση ότι κανονικά η τέλεια δεν είναι ομόηχη με τα τέλια, παρά μόνο αν προφερθεί ιδιότυπα]

(των) τρίτων : (ο) τρίτων
Λογαριασμός, έτσι, υπέρ τρίτων
(…)
πάνω από τον αφρό ένας τρίτων
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένιοι τινές»

τύχει : τοίχοι
κι ό,τι λάχει κι ό,τι τύχει
μα τον ξέρουνε κι οι τοίχοι
(Βάρναλης, «Ακτοπλοϊκό»)

τύχει : τείχη
Όταν τύχει κάποια μέρα, όταν τύχει
να γκρεμίσουνε τα τείχη
(Τραγούδι «Όταν τύχει», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

ύπατος : ήπατος
Ο Ναπολέων, όταν ήταν πρώτος ύπατος,
υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
(Σατιρικό δίστιχο ανωνύμου, δημοσιεύτηκε στην Εκλογή το 1961)

φάμ’ – femme:
κι αν δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
(τραγούδι «Σερσέ λα φαμ», στίχοι Βασίλης Τσιτσάνης)

(τα) φέγγη : φέγγει
Απ’ όλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη [..]
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά κι αν πιο μακριά δε φέγγει
(Κωστής Παλαμάς, «Σκέψη»)

φίλον : φύλλων
Και όταν δίδεις ασπασμόν εις πρόσωπόν τι φίλον
ακούεις ήχον πνέοντος βορρά διά των φύλλων;
(Δ. Παπαρρηγόπουλος, «Η ψυχή μου»)

φίλον : φύλλον : φύλον
Φίλος έδωσε εις φίλον
τριαντάφυλλον με φύλλον
και παρήγγειλε στον φίλον
Φίλε, φύλαττε το φύλλον
απ’ το γυναικείον φύλον…
(παροιμιακό στιχούργημα)

Χάνη : χάνει   [χάνης: ο μεγάλος Χάνος των Κινέζων]
Πράσινη τέντα του πασά και μαστραπάς του Χάνη
όποιος γυρεύει να σε διει, το λογισμό του χάνει
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)

Χάρου : χάρου (προστακτική)
Κυρά μου τσ’ ομορφάδες σου μην τις φυλάς του Χάρου,
μ’ εμένα παίξε-γέλασε και τη ζωή σου χάρου
(Δημοτικό της συλλογής του Ανδρ. Λασκαράτου, Άγρα 2016)

χάση, η : χάσει
Το φεγγάρι είναι στην χάση,
φεγγαράκι χάσικο.
Το μυαλό μου το ’χω χάσει
για τα σε μπαγάσικο.
(Τραγούδι «Φεγγαράκι χάσικο», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)

χήρας : χείρας
Κι όλο πήγαινες στης χήρας
με το τάβλι ανά χείρας
(Τραγούδι «Τσάο τσάο», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)

χίλια : χείλια
Όλα ’ταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα· χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
(…)
Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)

ψηλά : ψιλά
Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτα ψιλά.
(Σουρής, «Τα μάτια»)

Άφησα για το τέλος, για να το ξεχωρίσω, το μοναδικό απ’ όσο ξέρω ποίημα που είναι αφιερωμένο σε μια ομοηχία –ένα τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από τη συλλογή του Ρήματα, που αξιοποιεί την πλούσια ομοηχία της εξάρτησης:

Τριπλή παραλλαγή
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.

Και περιμένω να συμπληρώσετε τον κατάλογο με τα δικά σας σχόλια!

 

 

 

 

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Ομόηχα, Ομοιοκαταληξία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 194 Σχόλια »

Το λεύκωμα της Ευρυδίκης

Posted by sarant στο 12 Φεβρουαρίου, 2023

Το 1939, η νεαρή Ευρυδίκη, γεννημένη στο Μπατούμ του Καυκάσου, ζει στην Αθήνα. Χάρη στον νονό της, τον δημοσιογράφο και μεταφραστή Λουκά Καστανάκη, αδελφό του συγγραφέα Θράσου Καστανάκη, συμμετέχει σε συγκεντρώσεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών, και έχει την έμπνευση να ζητήσει από τους πνευματικούς ανθρώπους που γνωρίζει να γράψουν κάτι στο λεύκωμά της.

Ανάμεσα στο 1939 και στο 1945, συνολικά 32 λογοτέχνες και καλλιτέχνες έγραψαν στο λεύκωμα της Ευρυδίκης. Πρώτος ήταν ο ηθοποιός Βίκτωρ Ζήνων, που τον έχουμε γνωρίσει στο ιστολόγιο από τη φιλία και την αλληλογραφία του με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,ενώ ακολούθησαν πολλοί γνωστοί πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κάρολος Κουν, ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Καραγάτσης, ο Φώτης Κόντογλου, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Μάρκος Αυγέρης κτλ. Τελευταίος έγραψε ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Δημήτρης Καραντώνης, τον Ιούνιο του 1945. Δυο μήνες αργότερα, παντρεύτηκε την Ευρυδίκη.

Κάποιοι από τους παραπάνω έγραψαν δυο λόγια μόνο στο λεύκωμα, άλλοι εκτενέστερα. Κάποιοι αφιέρωσαν ποιήματα στην Ευρυδίκη, γραμμένα ειδικά για την περίσταση. Ο μόνος που έγραψε κάτι χωρίς να έχει γνωρίσει την νεαρή κοπέλα ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας, που του πήγε το λεύκωμα ο Λουκάς Καστανάκης. Οι άλλοι έγραψαν παρουσία της, οι πιο πολλοί στο σπίτι των Καστανάκηδων.

Το λεύκωμα αυτό της Ευρυδίκης, ένα πολύτιμο ντοκουμέντο με αυτόγραφα σημαντικών δημιουργών, κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1988 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, με φωτογραφίες των σελίδων του και με μεταγραφή των εγγραφών και με πρόλογο του Γιώργου Καραντώνη, του γιου της Ευρυδίκης Καραντώνη. Το σκίτσο που κοσμεί την έκδοση, πορτρέτο της νεαρής Ευρυδίκης, το φιλοτέχνησε ο μεγάλος Μυτιληνιός σκιτσογράφος Αντώνης Πρωτοπάτσης.

Το Λεύκωμα εκδόθηκε ξανά το 2019 από τις εκδόσεις Βακχικόν σε έκδοση επαυξημένη με αναμνήσεις της Ευρυδίκης Καραντώνη (η οποία έφυγε από τη ζωή το 2005). Δυστυχώς, αυτή τη νεότερη έκδοση δεν μπόρεσα να τη βρω -οι εκδόσεις Βακχικόν μου είπαν ότι δεν έχουν αντίτυπα, κάτι που είναι κάπως περίεργο για τόσο καινούργια έκδοση, κι έτσι θα βασιστώ στην παλαιότερη, που τη βρήκα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Λυπάμαι γιατί το πρόσθετο υλικό, οι αναμνήσεις δηλαδή της Ευρυδίκης, θα φώτιζαν πτυχές της ιστορίας. Πάντως, εδώ βλέπουμε τον Γιώργο Καραντώνη σε τηλεοπτική εκπομπή να παρουσιάζει αυτή τη νεότερη έκδοση που δεν μπόρεσα να βρω, ενώ στο άρθρο αυτό του Γ. Καραντώνη μπορείτε να δείτε και φωτογραφία της Ευρυδίκης -και μαζί να διαβάσετε ότι ο πατέρας του, ο Δημήτρης Καραντώνης, δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο του 1947 σε ενέδρα της Χωροφυλακής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Φιλολογία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 111 Σχόλια »

Το γιουκαλίλι του Σεφέρη

Posted by sarant στο 6 Φεβρουαρίου, 2023

Τη λέξη «γιουκαλίλι» την άκουσα πρώτη φορά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν βγήκε ο δίσκος Τετραλογία του Δημου Μούτση, που περιείχε μελοποιημένα ποιήματα τεσσάρων μεγάλων ποιητών μας: του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Ρίτσου. Ανάμεσά τους και το Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι, ας το ακούσουμε εδώ από τον Μανώλη Μητσιά:

Τότε έμαθα ότι το γιουκαλίλι είναι κάποιο εξωτικό μουσικό όργανο και δεν ασχολήθηκα περισσότερο με το θέμα -εξάλλου η εξήγηση ήταν πειστική, το περίεργο όνομα ακουγόταν εντελώς εξωτικό.

Αργότερα, που πήρα τον τόμο των Απάντων του Σεφέρη από τον Ίκαρο, είδα ότι το ποίημα που είχε μελοποιήσει ο Μούτσης δεν λεγόταν «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι» αλλά Fog, δηλαδή «Ομίχλη», όπως η φράση αυτή επανέρχεται διαρκώς στο ποίημα. Να το διαβάσουμε:

FOG
Say it with a ukulele

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ‘ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να ‘ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Έχω βάλει με πλάγια τις στροφές που ο Μούτσης επέλεξε να μη μελοποιήσει: πράγματι, από τις 10 στροφές του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί οι μισές: η 1η, η 6η, η 7η, η 9η και η 10η. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επωδός («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι») αλλά βέβαια στο μυαλό μένουν οι μελοποιημένες στροφές και οι άλλες περνάνε στο περιθώριο, ένα πρόβλημα κοινό στην μελοποιημένη ποίηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά, Μελοποιημένη ποίηση, Μουσική, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 115 Σχόλια »

Ποιος μισεύει σήμερα;

Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2023

Όταν ήμουν μικρός και άκουγα στον Επιτάφιο του Ρίτσου, όπως τον είχε μελοποιήσει ο Μίκης, «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω», αυτό το «μίσεψες» δεν το ήξερα, οπότε σκεφτόμουν πως προέρχεται από το μίσος, ότι θα σημαίνει κάτι σαν «με μίσησες». Αφού την μίσησε, τον χάνει, το βρήκα λογικό.

Μου εξήγησαν όμως ότι μισεύω σημαίνει φεύγω, μου έφυγες.

Αυτό το παιδικό επεισόδιο το θυμήθηκα τις προάλλες, οπότε είπα να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σ’ αυτό το ρήμα.

Σύμφωνα με το λεξικό, το ΛΚΝ, το ρήμα «μισεύω» χαρακτηρίζεται λαϊκότροπο και σημαίνει «φεύγω για ταξίδι, για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι». Στο ΜΗΛΝΕΓ χαρακτηρίζεται «λαϊκό, λογοτεχνικό» με σημασία «ξενιτεύομαι, μεταναστεύω». Τα ίδια περίπου και στα άλλα δύο μεγάλα λεξικά μας, Μπαμπινιώτη και Χρηστικό.

Ομόρριζο και το ουσιαστικό, ο μισεμός -δηλαδή η μετανάστευση, ο ξενιτεμός. Το ΛΚΝ σημειώνει επίσης ότι η μετοχή παρακειμένου είναι «μισεμένος» -αυτός που έχει μισέψει.

Ο τίτλος του άρθρου ρωτάει «ποιος μισεύει σήμερα;». Οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα ξέρουν ότι την ερώτηση αυτή δεν πρέπει να την πάρουμε κυριολεκτικά· δεν αναρωτιέμαι «ποιος φεύγει για ταξίδι σήμερα». Αναρωτιέμαι, μάλλον, αν η λέξη χρησιμοποιείται σε ζωντανή χρήση.

Διότι βέβαια τη λέξη την έχει απαθανατίσει το ποίημα του Ρίτσου, όπως είπαμε -ας τον ακούσουμε να το απαγγέλλει, κι ύστερα το τραγούδι του Μίκη, όπως το ανέβασε η φίλη Βίκη Παπαπροδρόμου:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 123 Σχόλια »

Το ChatGPT κι εμείς

Posted by sarant στο 26 Ιανουαρίου, 2023

Το ChatGPT είναι ένα μποτάκι, ένα ρομπότ συνομιλίας (chatbot), δηλαδή ένα πρόγραμμα που μπορεί να επιδίδεται σε γραπτό διάλογο στα αγγλικά, με εντυπωσιακές αποδόσεις.

Ακόμα δεν έχει κλείσει δυο μήνες ζωής, αφού έκανε την πρώτη εμφάνισή του στις 30 Νοεμβρίου 2022, κι όμως όλοι μιλούν γι’ αυτό, οι επισκέψεις στον ιστότοπό του είναι τόσο πολλές που συχνά όποιος προσπαθεί να τον επισκεφθεί παίρνει μήνυμα ότι η δυναμικότητα έχει εξαντληθεί, ενώ η χρηματιστηριακή αξία της OpenAI, της εταιρείας που το δημιούργησε, εκτοξεύτηκε σε πολλά δισεκατομμύρια.

Το ChatGPT μπορεί να μιμείται τη συνδιάλεξη ενός ανθρώπου, αλλά επίσης έχει την ικανότητα να γράφει κώδικα υπολογιστή να συνθέτει μουσική, να εκπονεί μαθητικές και φοιτητικές εργασίες, να απαντάει σε διαγωνίσματα, να γράφει ποιήματα και στίχους.

Eπειδή λοιπόν το ρομποτάκι είναι πολύ καλό στο να γράφει μαθητικές και φοιτητικές εργασίες, σχολεία και πανεπιστήμια (στις ΗΠΑ) έχουν ήδη αρχίσει να απαγορεύουν τη χρήση του. Πόσο καλό είναι; Προχτές ανακοινώθηκε ότι πέρασε με επιτυχία το τελικό διαγώνισμα για την απόκτηση ΜΒΑ από τη σχολή Wharton του πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας. Μάλιστα, όχι μόνο έδωσε άριστες επεξηγήσεις αλλά ήταν πολύ καλό στο να τροποποιεί τις απαντήσεις του ανάλογα με νύξεις από τους εξεταστές.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 258 Σχόλια »

Θυμήθηκα τον Γεώργιο Ζαλοκώστα

Posted by sarant στο 22 Ιανουαρίου, 2023

Ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858) γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, σπούδασε (λίγο) στην Ιταλία, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 21 (ήταν και στην Έξοδο του Μεσολογγίου) και μετά σταδιοδρόμησε στον στρατό και τη χωροφυλακή. Πολλά από τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την προσωπική οικογενειακή του τραγωδία -από τα εννιά παιδιά του, τα εφτά πέθαναν μικρά.

Ο Ζαλοκώστας έχει, και δίκαια, τη θέση του στις ανθολογίες. Τον είχαμε αναφέρει πριν από λίγο καιρό, με αφορμή έναν στίχο του που παρέθετε ο Σεφέρης. Έπειτα, θυμήθηκα τις προάλλες, διαβάζοντας το αξιόλογο «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» (οξύμωρο, ε;) του Πέτρου Τατσόπουλου «Η καλοσύνη των ξένων», που το βρήκα τερπνό και ενδιαφέρον, αλλά σε ένα σημείο με θύμωσε. Και τέλος, προχτές, είδα στον τοιχο της φίλης Γεωργίας Τριανταφυλλίδου στο Φέισμπουκ μια σελίδα από το λεύκωμα μιας μαθήτριας, το 1914 στο Ηράκλειο, με ένα ποίημα του Ζαλοκώστα -και είπα, αφού τρίτωσαν τα σημάδια, να γράψω το άρθρο.

Θα αδικήσω ίσως τον Τατσόπουλο, αφού όσα γράφει τα γράφει μάλλον μισοαστεία μισοσοβαρά, αλλά θαρρώ πως κι αυτός αδίκησε τον Ζαλοκώστα. Στο κεφάλαιο 14 του βιβλίου του, παραθέτει διάφορα έργα που τον έκαναν να δακρύζει, και ανάμεσά τους αναφέρει και τον Ζαλοκώστα. Ίσως με καλή παρέα, αφού έχει προηγηθεί ο Τενεσί Ουίλιαμς και το Λεωφορείο ο πόθος, αλλά με απαξιωτικές εκφράσεις: Ο Ζαλοκώστας ήταν πονεμένος άνθρωπος. Ήταν και κακός ποιητής. Δεν ήταν ποιητής για την ακρίβεια. Ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής …

Ἐως την τελευταία του πνοή συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το ένα χειρότερο από το άλλο. …

Το πιο δημοφιλές ποίημά του, ενταγμένο νωρίς νωρίς στα αναγνωστικά του δημοτικού, κι εκείνο που θα μου σηκώνει πάντοτε την τρίχα κάγκελο, δεν παύει να είναι ένα κακό ποίημα -ένα κακό ποίημα με αστείρευτη συγκινησιακή δύναμη: Ο βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει. [Για να μην αδικήσω κι άλλο τον Τατσόπουλο, συνεχίζει ως εξής: Ο βοριάς είναι ο θάνατος. Τα αρνάκια είναι τα παιδάκια. Τα επτά απο τα εννέα παιδάκια του Ζαλοκώστα. Τα επτά από τα εννέα παιδάκια οιουδήποτε πατέρα σήμερα στη Σομαλία. Αλλά αμέσως μετά αλλάζει παράγραφο και: Με τον Γεώργιο Ζαλοκώστα δεν πιάσαμε ακόμη πάτο στην αισθητική κατρακύλα –και προχωράει αναλύοντας τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις, που επίσης τον έκαναν μικρό να κλαίει].

Να δούμε αυτό το «κακό» ποίημα (με ορθογραφία εποχής)

Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι.

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ’ ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ’ ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ’ ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι’ ἀπ’ τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ’ εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ’ ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ’ τὴν ψυχή μου.»

Κι’ ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων—ἄχ, λόγια χαμένα—
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ’ ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ’ εἰς τ’ ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!


Τὸ μικρὸν τοῦτο καλλιτέχνημα, τὸ πλῆρες ἀφελείας καὶ πάθους, ἐγράφη κατὰ τὸ 1848 εἰς τὸν θάνατον τοῦ τετάρτου υἱοῦ του Χρήστου, συνωνύμου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

«Πλήρες αφελείας και πάθους», όπως σημειώνει ο Γεώργιος Παράσχος στα Άπαντα, είναι θαρρώ ακριβοδίκαιη εκτίμηση. Το ποίημα το πήρα από τη Βικηθήκη, όπου υπάρχει το μεγαλύτερο μέρος από τα Άπαντα του Ζαλοκώστα -το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε στην Ανέμη.

Τα ηρωικά του Ζαλοκώστα, ιδίως όσα είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, άντεξαν λιγότερο στον χρόνο. Ωστόσο, το Χάνι της Γραβιάς, μια ωδή σε 6 μέρη, αντέχει, τουλάχιστον σε αποσπάσματα. Να δούμε ένα απόσπασμα από την αρχή του (υπάρχει και σε σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας, σαν δείγμα παραδοσιακής ποίησης):

Απο κρότον οργάνων βοϊζει
της Γραβιάς το βουνό αντικρύ,
λάμπουν οπλα χρυσά και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.

Προς το Χάνι χορός καταβαίνει
απ’ οδόν ελικώδη λοξήν
και φλογέρα με ηχον οξύν
χορού ασμα σημαίνει.

Ο Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται.

Εκεί δε τον χορόν διαλύει
κλεί την μάνδραν και ουτω λαλεί:
Η Πατρίς μας εδώ μας καλεί
στρατιώται ανδρείοι.

Μετ’ ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατειά μυριάδων εχθρών
ειναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο Χάνι.

Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι Αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
τουρκομάχοι θα σείσουν.

Κ’ η σκιά του Διάκου παρέκει
του εις την σούβλαν ψηθέντος σκληρά
με μεγάλην θ’ακούση χαρά
να βροντά το τουφέκι.

Εκεί κάτω κυττάξετε, φθάνει
ο πομπώδης στρατός των εχθρών.
Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν
Το μικρόν τούτο χάνι.

Από αυτό το ποίημα έμεινε στη γλώσσα μας η παροιμιακή φράση «ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν», μια από τις λιγοστές παροιμιακές φράσεις σε καθαρεύουσα που δεν έχουν καταγωγή από την αρχαία γραμματεία ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Και μόνο αυτό δεν είναι μικρός έπαινος για τον Ζαλοκώστα.

Το Χάνι της Γραβιάς παλιότερα διαβαζόταν πολύ (από εκεί παρέθεσε μια στροφή ο Σεφέρης) και είχε παρωδηθεί πολύ -η παρωδία είναι ένδειξη δημοτικότητας- ανάμεσα σε άλλους από τον παππού μου, τον Άχθο Αρούρη, το 1933, όταν ήθελε να πειράξει τον Στρατή Παπανικόλα:

Από κρότους δικάνων βουίζει
το ψηλό βουναράκι αντικρύ.
Ο Στρατής με τουφέκι μακρύ
απ’ τα όρη γυρίζει.

(Το υπόλοιπο εδώ. Θα δείτε ότι στην υποσημείωση αναφέρω:  Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι σκαρωμένο κατά μίμηση παλιού κλασικού ποιήματος, αλλά το Αλζχάημερ ως φαίνεται έχει προχωρήσει.)

Μια άλλη παρωδία, από τον Σκόκο, υπάρχει στην πρόσφατη ανθολογία παρωδιών των Μικροφιλολογικών, ενώ μια άλλη είχε σκαρώσει, για το Μπάγκειον, ο ποιητής Στέφανος Μπολέτσης, που άρχιζε:

Από κρότους σερβίτσων βοΐζει
η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά
και τσικνίλα μυρίζει

Βέβαια, οι παρωδίες πολλές φορές δείχνουν και ότι το αρχικό ποίημα έχει πια γίνει παρωχημένο.

Όμως, κατά τη γνώμη μου, το αθάνατο ποίημα του Ζαλοκώστα είναι αυτό που βλέπουμε στο μαθητικό λεύκωμα της φωτογραφίας, που δεν έχει όμως τίτλο «Η βοσκοπούλα» αλλά «Το φίλημα»:

Το φίλημα

Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —

Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —

Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —

Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχάνει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.

Το μικρό αυτό ποίημα, τόσο απλό που πολλοί το θεωρούν δημοτικό (μέγιστος έπαινος για τον δημιουργό), έχει μελοποιηθεί πολλές φορές, αλλά η κλασική του μελοποίηση (με δευτερεύουσες αλλαγές στους στίχους) είναι πάνω σε ιταλική μελωδία:

Το ποίημα αυτό έμπνευσε τον Δημήτριο Κορομηλά να γράψει τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, τεράστια θεατρική επιτυχία στα τέλη του 19ου αιώνα, που ήταν και η πρώτη ομιλούσα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.

Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Ζαλοκώστας θα αρκούσε.

Να κλείσουμε με άλλο ένα μελοποιημένο του Ζαλοκώστα, από τον Γιάννη Σπανό. Η αναχώρησίς της (περιέργως, ο Ζαλοκώστας έχει γράψει δύο ποιήματα με τον ίδιο τίτλο):

Ξυπνω καὶ μου ’παν, ἔφυγεν ἡ κόρη ποῦ ἀγαποῦσα,
Καὶ κατεβαίνω στὸ γιαλὸ,
Τὴν θάλασσα παρακαλῶ
Τὴν πικροκυματοῦσα.

— Ἐγὼ τὰ πρωτοδέχθηκα τ’ ἀφράτα της τὰ κάλλη,
Μοῦ εἶπε ἕνα κῦμα, καὶ γιὰ αὐτὸ
Μὲ πόθο καὶ μὲ γογγυτὸ
Φιλῶ τὸ περιγιάλι.

— Τὰ μάτια της, ἐρώτησα, μὴν ἦταν δακρυσμένα;
Ἕνα ἄλλο κῦμα μοῦ μιλεῖ·
— Σὰν τὸ χαρούμενο πουλὶ
Ἐπήγαινε στὰ ξένα. —

Τὸ τρίτο κῦμα ἐρώτησα· — ἐμὲ γιατί ν’ ἀφήσῃ
Νὰ κλαίγω καὶ νὰ λαχταρῶ;
Περνάει τὸ κῦμα τὸ σκληρὸ
Χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσῃ.

Το ακούμε από τον Μιχάλη Βιολάρη:

Εκατόν εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, συζητάμε ακόμα για τον Ζαλοκώστα. Ε, δεν είναι και λίγο!

Posted in 1821, Αφιερώματα, Μελοποιημένη ποίηση, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 113 Σχόλια »

Ποιος ήταν ο Κ. Βάφης;

Posted by sarant στο 15 Ιανουαρίου, 2023

Θα επαναλάβω σήμερα ένα παλιό, παμπάλαιο φιλολογικό άρθρο, που αρχικά το είχαμε δημοσιεύσει πριν από εντεκάμισι χρόνια. Ο λόγος της επανάληψης δεν είναι ότι βαριέμαι να γράψω ή ότι θα ταξιδέψω και δεν προλαβαίνω· είναι ότι το αρχικό άρθρο είχε ένα βασικότατο λάθος, ένα λάθος που διαιωνίζεται, οπότε έκρινα πως δεν αρκούσε να διορθώσω απλώς το παλιό εκείνο άρθρο αλλά έπρεπε να γράψω καινούργιο -με την ευκαιρία, θα πω και δυο λόγια παραπάνω για το θέμα των διορθώσεων. 

Για να επανέλθω στο ερώτημα του τίτλου, ο Κ. Βάφης θυμίζει βέβαια τον Καβάφη. Είναι συνηθισμένο, όταν κάποιοι παρωδούν έργο ενός γνωστού ποιητή, να το υπογράφουν με ένα ψευδώνυμο που παρωδεί το όνομα του ποιητή. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης παρώδησε τον Καββαδία υπογράφοντας ως Καββαθίας, ενώ ο Μίμης Σουλιώτης έβγαλε βιβλίο με καβαφικές παρωδίες («Ποιήματα εν παρόδω»), όπου υπόγραφε ως Κ.Φ.Φαβάκης. Και ο Κ. Βάφης εδώ ανήκει -και από εδώ παραθέτω, τροποποιημένο βέβαια, το παλιό άρθρο.

Ο Καβάφης είναι ο ποιητής μας που τα ποιήματά του έχουν παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον -και με μεγάλη διαφορά. (Δεύτερος πρέπει να έρχεται ο Καββαδίας, σε παρωδίες του οποίου έχουμε αφιερώσει άρθρο). Ο όρος «παρωδία» εδώ είναι αναγκαστικά πολύ ευρύς -ίσως θα έπρεπε να τον κρατήσουμε μόνο για τις περιπτώσεις όπου αυτό γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη σάτιρα, συχνά και του ίδιου του ποιητή, ενώ τις άλλες περιπτώσεις, όπου το ποίημα γράφεται  «με τον τρόπο» του ποιητή, και που μπορεί να αποτελούν ακόμη και φόρο τιμής, να τις πούμε «μιμήσεις». Μια άλλη διάκριση είναι ανάμεσα στις παραφράσεις, δηλαδή τις παρωδίες που ακολουθούν πιστά ένα συγκεκριμένο ποίημα, αλλάζοντας φυσικά κάποιες λέξεις, όπως εδώ ο Γιώργος Κοροπούλης και ο Αλλού Φαν Μαρξ στους Ιδανικούς αυτόχειρες, και σε εκείνες που απλώς εμπνέονται από το ύφος του ποιητή.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Καβάφη. Έλεγα ότι έχει παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον. Το 1997 ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος συγκέντρωσε σε βιβλίο 170 παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, τις περισσότερες από επώνυμους λογίους, ενώ ο καθηγητης Ξ. Κοκόλης έχει εκδώσει δικό του βιβλίο με τριάντα καβαφικές παρωδίες (του τύπου της παράφρασης). Οι πρώτες χρονολογικά καβαφικές παρωδίες που συγκέντρωσε ο Δασκαλόπουλος είναι εχθρικές προς τον ποιητή. Ίσως η καλύτερη ή γνωστότερη από αυτές να είναι η ακόλουθη του Φώτου Πολίτη (1923):

Η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας
απήλθε χθες εις το αβησσυνιακόν επίνειον.
Τούτο ενθυμού. Εις το αβησσυνιακόν επίνειον
απήλθεν η αβρά κυρία μετά της οποίας
εγεύθης καλαμάρια και σηπίας.

Φυσικά σατιρίζεται το ποίημα «Εις το επίνειον» του Καβάφη, που ξεκινάει:

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.

Το ποίημα αυτό με τις πολυσύλλαβες  ομοιοκαταληξίες είχε σκανδαλίσει τους αντικαβαφικούς -το παρώδησε και ο Σπυρομελάς, αλλά η δική του παρωδία είναι χειρότερη και εκτενέστερη και βαριέμαι να την αντιγράψω. Έχει την αξία ότι περιέχει τη λέξη «πιπίνιον», άρα μαθαίνουμε ότι το έλεγαν από τότε.

Αλλά ας πάμε στον Κεραυνό.  Η παρωδία αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημ. Πολιτεία στις 7/1/1925 και την υπογράφει ο «Κ. Βάφης». Στόχος της είναι να σατιρίσει όχι τον Καβάφη, αλλά τον Γεώργιο Κονδύλη, τον στρατιωτικό που είχε γίνει πολιτικός. Δεν παρωδείται συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα, αλλά γίνεται μίμηση του ύφους του Καβάφη -και βέβαια, εδώ κι εκεί υπάρχουν ατόφιοι καβαφικοί στίχοι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Καβαφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | 100 Σχόλια »

Ο Τέως

Posted by sarant στο 12 Ιανουαρίου, 2023

Όταν προχτές το βράδυ μαθεύτηκε ο θάνατος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν πολύ αργά για να γράψω άρθρο, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει πως το ιστολόγιο θ’αφήσει αμνημόνευτο τον Τέως. Θα τον νεκρολογήσουμε σήμερα.

Θα μου πείτε, είναι σωστό να γράψουμε για τον θάνατο κάποιου για τον οποίο έχουμε να πούμε κυρίως αρνητικά; Μπορεί η ρήση «ο νεκρός δεδικαίωται» να μη σημαίνει «έχει δικαιωθεί», όπως επιδερμικά το καταλαβαίνουν πολλοί, αλλά πάντως είναι εδραιωμένη η αντίληψη πως δεν κάνει να λες άσχημα για έναν μακαρίτη· aut nihil, aut bene έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι: ή θα πεις καλά ή μη λες τίποτα.

Την καταλαβαίνω αυτή την αντίληψη, αλλά δεν συμφωνώ απόλυτα. Όπως είχαμε γράψει παλιότερα (εκεί θα βρείτε και ανάλυση για το «δεδικαίωται», που ίσως αξίζει να αναπτυχθεί σε ιδιαίτερο άρθρο): «…αν δεν ειπωθούν τα αρνητικά όταν γίνεται ο απολογισμός της ζωής και της προσφοράς κάποιου, τότε δεν θα ειπωθούν ποτέ. Ίσως βέβαια, λόγω της περίστασης, να πρέπει να διατυπωθούν με λεπτότητα, με κάποιο τακτ, αλλά χωρίς εκπτώσεις επί της ουσίας.»

Οπότε, θα γράψω λίγα πράγματα για τον Κωνσταντίνο, τον τέως, ξεκινώντας από κάτι λεξιλογικό. Τέως ή πρώην ήταν ο μακαρίτης;

Όλοι τον λέγαμε «τέως βασιλιά» και «ο τέως», και έτσι τον τιτλοφορεί και το άρθρο μας, έτσι τον αναφέρει και η ειδησεογραφία των ημερών.

Ωστόσο, στην ανακοίνωση της οικογένειας του Κωνσταντίνου, αναφέρεται ως «πρώην βασιλεύς των Ελλήνων».

Είχαμε και παλιότερο άρθρο για την διάκριση ανάμεσα σε «τέως» και «πρώην», που είναι βέβαια αραχνοΰφαντη και δεν τηρείται πάντοτε στην πράξη. Το βέβαιο είναι ότι ο «πρώην» είναι ο ουδέτερος όρος, που δηλώνει απλώς κάποιον που προηγουμένως κατείχε ένα αξίωμα ή είχε μια ιδιότητα. Στα αρχαία ελληνικά, το επίρρ. τέως είχε πολλές και διάφορες σημασίες, π.χ. εν τω μεταξύ, έως μια χρονική στιγμή, έως τώρα.

Σήμερα, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, όταν χρησιμοποιείται ως επίθετο σημαίνει «τελευταίος, πρόσφατος, μέχρι πριν από λίγο» ενώ σύμφωνα με το ΛΚΝ σημαίνει «που ήταν αμέσως πριν από τον σημερινό ή που είναι ο τελευταίος της σειράς». Στο Χρηστικό βλέπουμε ότι το επίρρ. τέως σημαίνει «μέχρι πριν από λίγο καιρό», ενώ στο ΜΗΛΝΕΓ το επίθετο «τέως» σημαίνει «που σε αμέσως προηγούμενο χρόνο είχε κάποιο αξίωμα ή ιδιότητα»

Δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνος ήταν βασιλιάς πριν από μισό περίπου αιώνα και όχι «μέχρι πρότινος», μάλλον είναι «πρώην» με τον ορισμό του Μπαμπινιώτη, του ΜΗΛΝΕΓ και του Χρηστικού, αλλά «τέως» με τον ορισμό του ΛΚΝ.

Βέβαια, πρόκειται για μια διάκριση μάλλον φτιαχτή, που δεν τηρείται στην πράξη (σπάνια λέμε «ο/η τέως σύζυγός μου» ούτε διακρίνουμε τον/την τέως από τις/τους πρώην συζύγους αν έχουμε παντρευτεί πολλές φορές) ενώ και ο Μπαμπινιώτης και το ΜΗΛΝΕΓ καταγράφουν ότι όταν λέμε «ο τέως» εννοούμε «τον τελευταίο βασιλέα των Ελλήνων». Σίγουρο επίσης είναι πως υπήρξε «έκπτωτος».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Βάρναλης, Εις μνήμην, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 274 Σχόλια »

Γλωσσικές και άλλες παρατηρήσεις στις Μέρες Β’ του Σεφέρη

Posted by sarant στο 27 Δεκεμβρίου, 2022

Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο οποίο εξετάσαμε την καταγωγή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, με βάση μια εκτενή εγγραφή από τις Μέρες Β’, τον 2ο τόμο από το πολύτομο ημερολόγιό του, στην οποία ο ποιητής φαίνεται να πιστεύει, αβάσιμα όπως είπαμε, ότι ο πρόγονός του Σεφέρης Αϊναμπέογλου είχε απώτερη καταγωγή από την Αίγινα.

Το έργο του Σεφέρη εκτείνεται σαν πυραμίδα. Στην κορυφή τα ποιήματα, ο τόμος του Ίκαρου. Όμως υπάρχει επίσης το Τετράδιο γυμνασμάτων Β’, τα Ποιήματα για μικρά παιδιά και τα αθυρόστομα Εντεψίζικα. Έχουμε βέβαια και τα πεζά του, Βαρνάβας Καλοστέφανος και Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Τις μεταφράσεις του («Αντιγραφές») και τους τρεις τόμους με τις δοκιμές, τα κριτικά του δηλαδή κείμενα.

Πιο κάτω έχουμε όμως τους οχτώ τόμους του ημερολογίου του, Μέρες -που το έγραφε για να δημοσιευτεί. Και δυο τόμους Πολιτικό ημερολόγιο. Αλλά έχουμε και γύρω στους 15 τόμους αλληλογραφίας του Σεφέρη: με τη Μαρώ, τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Γιώργο Αποστολίδη, τον Αντρέα Καραντώνη, τον Γιώργο Θεοτοκά, κ.ά. Αν το σκεφτούμε, από τους κορυφαίους λογοτέχνες μας, ο Σεφέρης είναι αυτός για τον οποίο υπάρχουν δημοσιευμένα και προσιτά τα περισσότερα ντοκουμέντα. Σωστά ο Άκης Γαβριηλίδης χρησιμοποιεί την αναλογία του παγόβουνου, όπου το ορατό τμήμα είναι ο τόμος των Ποιημάτων και το κρυμμένο τα υπόλοιπα.

Με την ευκαιρία λοιπόν του παραπάνω άρθρου, διάβασα ξανά ολόκληρες τις Μέρες Β’ και κράτησα σημειώσεις γλωσσικού χαρακτήρα. Οι Μέρες Β’, ο δεύτερος τόμος των ημερολογίων, εκτείνονται από 24 Αυγούστου 1931 έως 12 Φεβρουαρίου 1934, δηλαδή το διάστημα όπου ο Σεφέρης υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο Λονδίνο. Οι Μέρες μπορούν να διαβαστούν παράλληλα με την αλληλογραφία του Σεφέρη της ίδιας περιόδου (με Κατσίμπαλη, Θεοτοκά, Καραντώνη, Αποστολίδη) και το ίδιο γεγονός που συνοπτικά καταγράφει ο ποιητής στο ημερολόγιο μπορούμε να το δούμε να το ξαναδιηγείται εκτενέστερα σε κάποιο γράμμα του, ίσως δίνοντας αλλού την έμφαση, και πάνω από μία φορά. Αλλά και οι εγγραφές στις Μέρες αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από επιστολές που απευθύνονται «σε πραγματικό πρόσωπο» όπως κρυπτικά προσημειώνει στο σύντομο σημείωμά του ο Δημήτρης Μαρωνίτης που επιμελήθηκε την έκδοση. Σήμερα ξέρουμε ότι πρόκειται για τη μουσικοκριτικό Λουκία Φωτοπούλου, με την οποία ο Σεφέρης είχε ερωτικό δεσμό.

Ο Σεφέρης γράφει σε δημοτική, σε πολλά όμοια με τη σημερινή κοινή νεοελληνική, αλλά με λιγότερες παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα, όπως θα δούμε πιο κάτω -και με το έργο του, ποιητικό και δοκιμιακό, αποδεικνύει έμπρακτα τις δυνατότητες της δημοτικής. Αυτό το κάνει προγραμματικά. Γράφει στον Κατσίμπαλη: Αν κατορθώσω με αυτά τα λίγα να δέιξω τις αφάνταστες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας όπως την αισθάνομαι, θα μου φτάνει ως επιτυχία (το 1932, Αγαπητέ μου Γιώργο, τόμ. Α’, σελ. 158) και: Πρώτα πρώτα χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνονται δύσκολες μεταφράσεις στα ελληνικά. Στην αρχή, επειδή κυρίως είναι ασυνήθιστα όχι γλωσσικά αλλά γιατί ποτέ στη δημοτική δε γράφτηκαν  τέτοια πράματα, φυσικά ξαφνιάζουν. Πώς όμως να γίνει; Αν δεχτούμε ότι δε μπορεί να προχωρήσει η δημοτική χαθήκαμε. Πρέπει να τη σπρώξουμε με το στανιό, οι καλύτεροι ας διορθώσουν. (Στο ίδιο, 180). Και ζητάει κανόνες: Μπορείς να μου πεις αν κατά τη γνώμη σου υπάρχει κανόνας για το ν της αιτιατικής μπροστά στα σύμφωνα της ερχόμενης λέξης που δέχουνται ν (ξ, τ, κ, κτλ.) δηλαδή έναν ξένο ή ένα ξένο, ξένον τόπο ή ξένο τόπο, στο πρώτο νομίζω ότι το χρειάζεται, στο δεύτερο έχω αμφιβολίες, κάποτε το ακούω έτσι και κάποτε αλλιώς (στο ίδιο, 140).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αποδελτιώσεις, Γενικά γλωσσικά, Ημερολόγια, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , | 76 Σχόλια »

Ο Σεφέρης και ο «Μπέης της Αίγινας»

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2022

Έναυσμα για το σημερινό άρθρο στάθηκε μια ηλεσυζήτηση που είχα με τον φίλο Δημήτρη Ραπτάκη, που τον ευχαριστώ.

Στις Μέρες, το πολύτομο ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, στον Β’ τόμο, υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη εγγραφή, που ξεχωρίζει όχι μόνο για το περιεχόμενό της ή τη μεγάλη της έκταση (κάπου τέσσερις σελίδες βιβλίου) αλλά και επειδή ο ποιητής δηλώνει πως την καθαρόγραψε και τη συμπλήρωσε το 1967, ενώ αρχικά την είχε γράψει στις 25 Μαΐου 1932, 35 χρόνια νωρίτερα, από το Λονδίνο, όπου υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία. Την παραθέτω και μετά θα τη σχολιάσω.

25 Μάη (Καθαρογραμμένο και συμπληρωμένο, 1967.)

Έκλεισε χρόνο που ο Σεφέρης είδε το φως της Αττικής: πάλι καλά. Συλλογίστηκα το Χάνι τής Γραβιάς:

Διαβαίνων και σφάζων λαμβάνει
ο Σεφέρης βαρείαν πληγήν
και βαρύγδουπος πίπτει εις την γην
αλλά πριν αποθάνει

τον φονέα με σφαίραν ευρίσκει
εις το στήθος. «Θεέ των πιστών,
εις τους κόλπους σου δεξου κι αυτόν,
υπέρ σού αποθνήσκει».

Δεν είμαι ολωσδιόλου σίγουρος για τη μνήμη μου. Το «βαρύγδουπος» με κάνει να σκέπτομαι ότι πρέπει να ήταν κι αυτός σωματώδης, ο θετός προπάππος μου. Κι αυτά μού φέρνουν στο νου οικογενειακές κουβέντες για τους άλλους, τους φυσικούς, προγόνους.

Τον πρώτο που θυμούνταν η φαμίλια ήταν ο Σεφέρης Αί(γ)ιναμπέογλου, γεννημένος γύρω στην επανάσταση του Ορλώφ· παντρεύτηκε στην Καισάρεια τη Μαγλή, την κόρη του Μιλλέτμπαση· ο θείος μου ο Σωκράτης τον θυμούνταν στη Σμύρνη, τριγυρισμένον από καναρίνια σέ κλουβιά· πρέ­πει να τον διασκέδαζαν τα πουλιά, στα γερατειά του τουλά­χιστο. (Δε θυμάμαι πού, σέ κάποια εγκυκλοπαίδεια υπο­θέτω, είδα ότι στα περίχωρα τής Καισάρειας υπήρχε παροι­κία από Αιγινήτες.) Ο γερο-Σεφέρης έκαμε εφτά παιδιά· το πρώτο ήταν ο Πρόδρομος, ο πατέρας του πατέρα μου, γεννημένος στα 1820 ή 1821, και το δεύτερο ο Αναστάσης, ο πατέρας του θείου μου του Σωκράτη· (η μάνα μου θυμούν­ταν το πρόσωπό του με κάποιο δέος· ήταν όλο μαχαιριές από ληστές που τον έπιασαν κάποτε). Ο Πρόδρομος παντρεύ­τηκε στη Σμύρνη τη Χαρίκλεια Αγγελίδη που πέθανε πολύ νέα από κακοήθη πυρετό (30 Ιουνίου 1880). Το πρώτο από τα δυο αγόρια της, ο πατέρας μου Στέλιος, είχε γεννηθεί 1η Αυγούστου 1873. Είχαμε, θυμούμαι, τη φωτογραφία της στο οικογενειακό λεύκωμα — την αντέγραψε αργότερα σέ λάδι ο ζωγράφος Ευάγγελος Ιωαννίδης —, καθώς και του πατέρα της, του «παππουλάκου του Αγγελή». Ήταν ευγενικότατες φυσιογνωμίες και οι δυο· τα φορέματά τους τούς έδειχναν αρχοντάνθρωπους. Ο πατέρας μου έλεγε πως κατάγουνταν από τη Δημητσάνα και είχαν συγγένεια με τον Οι­κουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αίγινα, Ημερολόγια, Μικρά Ασία, Ονόματα, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 123 Σχόλια »

Το καρύδι από τον Πόντο

Posted by sarant στο 3 Οκτωβρίου, 2022

Tις προάλλες, στο άρθρο μας για το μνημειώδες λεξικό του Σαντρέν που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ είχα διαλέξει, λίγο πολύ τυχαία, να βάλω, ως δείγμα, το λήμμα «πόντος», τόσο στο καθαυτό λεξικό όσο και στο Παράρτημα του Γιώργου Παπαναστασίου, που δείχνει την επιβίωση της αρχαίας λέξης στη νεότερη γλώσσα.

Κι έτσι θυμήθηκα και το καρύδι από τον Πόντο, έγιναν άλλωστε και σχετικά σχολια, τόσο εδώ όσο και στο Φέισμπουκ. Κι ενώ για όλα τα οπωρικά και τους καρπούς έχουμε βάλει άρθρο στο ιστολόγιο (εννοώ εκείνα που βρίσκει κανείς στα μέρη μας, μη μου πείτε για το ραμπουτάν, αν υπάρχει τέτοιο φρούτο) περιέργως για το φουντούκι δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα εδώ. Αλλά και στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«, του 2013, το κεφάλαιο για το φουντούκι είναι πολύ μικρό.

Η αλήθεια είναι πως τα φουντούκια δεν μου αρέσουν πολύ, τουλάχιστον σκέτα, σε αντίθεση με τα καρύδια, που ιδίως όταν είναι φρέσκα, νέας εσοδείας, τα καταναλώνω σε τεράστιες ποσότητες -ακριβώς τώρα είναι η εποχή τους. Τα φουντούκια έχουν έντονη τη γεύση του λαδιού τους, κι αυτή η λαδίλα ακόμα κι αν δεν έχουν ταγκιάσει δεν μου αρέσει πολύ. Αλλά αυτά είναι γούστα, εμείς εδώ λεξιλογούμε και πρέπει να επανορθώσω την παράλειψη του ιστολογίου με το σημερινό άρθρο, στο οποίο βασίζομαι στο άρθρο του βιβλίου αλλά το έχω υπερδιπλασιάσει σε έκταση προσθέτοντας πολλά ακόμα.

Στους ξηρούς καρπούς, το φουντούκι είναι κάπως φτωχός συγγενής σε σύγκριση με το πολύ μεγαλύτερο και πολύ σκληρότερο καρύδι – άλλωστε μια από τις αρχαίες ονομασίες του, που διατηρείται και σήμερα ενμέρει, είναι «λεπτοκάρυον», λεπτό καρύδι. Όπως και οι περισσότεροι ξηροί καρποί, το φουντούκι έρχεται από τη Μικρασία και ειδικότερα από τα νότια παράλια του Εύξεινου πόντου.

Ο Θεόφραστος τη φουντουκιά την αποκαλεί «ηρακλεωτική καρύα», τοποθετώντας την καταγωγή της στην Ηράκλεια Ποντική, στις ακτές της Βιθυνίας. Ο Αθήναιος μιλάει για «ηρακλεωτικόν κάρυον» και «ποντικόν κάρυον», ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι τα ποντικά κάρυα μερικοί τα αποκαλούν λεπτοκάρυα, ενώ ο Γαληνός δίνει και τα δύο ονόματα. Οπότε, ο τίτλος «καρύδι από τον Πόντο» είναι ιστορικά τεκμηριωμένος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ποίηση, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , | 193 Σχόλια »

Κηδείες…

Posted by sarant στο 19 Σεπτεμβρίου, 2022

Σήμερα γίνεται η κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας, 11 μέρες μετά τον θάνατό της. Προηγουμένως, η σορός της είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πρώτα στο Εδιμβούργο και μετά στο Λονδίνο, στο Γουεστμίνστερ, ενώ σήμερα θα ταφεί στο παλάτι Ουίνδσορ.

Κατά σύμπτωση, τον θάνατο της Ελισάβετ ακολούθησαν αλυσιδωτά τρεις ακόμα απώλειες εγχώριων προσωπικοτήτων, γνωστών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, του Δημήτρη Παντερμαλή, του Κώστα Καζάκου και της Ειρήνης Παπά -συνομήλικης της εστεμμένης.

Είχαμε λοιπόν πολλές κηδείες αυτές τις μέρες. Το θέμα δεν είναι ευχάριστο, κι έτσι ίσως εξηγείται ότι ενώ επί δεκατρία χρόνια έχουμε γράψει αποχαιρετιστήρια άρθρα για όχι λίγες προσωπικότητες που έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο, για τη λέξη «κηδεία» δεν έχουμε δημοσιεύσει άρθρο.

Να διορθώσουμε λοιπόν αυτή την παράλειψη με το σημερινό άρθρο.

Η κηδεία είναι λέξη αρχαία, αλλά η σημασία της έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. Προέρχεται από το ρήμα κηδεύω, το οποίο, με τη σειρά του, ανάγεται στο κήδω-κήδομαι.

Το ενεργητικο ρήμα κήδω σήμαινε «χτυπάω, βλάπτω». Ας πούμε στο Ε της Ιλιάδας (στ. 404) λένε για τον Διομήδη ότι «τόξοισιν έκηδε θεούς», δηλ. τραυμάτιζε με τα βέλη του τους θεούς. Αλλά το μέσο κήδομαι, απεναντίας, σήμαινε «φροντίζω κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον». Από εκεί άλλωστε είναι και ο κηδεμών, κηδεμόνας σήμερα, που ανάμεσα στις σημασίες του είχε και τη σημερινή.

Το ρήμα «κηδεύω», από το «κήδω» με παραγωγικό τέρμα «-εύω» είχε επίσης αρχική σημασία «φροντίζω, μεριμνώ», αλλά στη συνέχεια πήρε τη σημασια «νυμφεύομαι» (παντρεύομαι, αλλά για άντρα), συμπεθεριάζω. Στον Προμηθέα Δεσμώτη, υπάρχει ο γνωμικός στίχος (890): ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ, που ο Γρυπάρης τον μεταφράζει «πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς μ’ όμοιους του να συμπεθεριάζει».

Παρομοίως, η αρχική σημασία της λέξης «κηδεία» είναι η συγγένεια από γάμο, η συγγένεια εξ αγχιστείας που λέμε σήμερα. Ο Αριστοτέλης, ας πούμε, λέει στα Πολιτικά για συγγενείς «ή προς αίματος ή κατά … κηδείαν», ενώ πιο κάτω, όταν γράφει » κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις» εννοεί συμπεθεριά, παντρειές -όχι βεβαια κηδείες με τη σημερινή σημασία!

Ωστόσο, ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια εμφανίζεται η σημερινή σημασία, «τελετή της ταφής» για την κηδεία ενώ το ρήμα «κηδεύω» είχε πάρει (και) τη σημασία «τελώ την ταφή» ήδη από την κλασική εποχή. Ας πούμε, στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή εμφανίζεται η Ηλέκτρα να θρηνεί τον Ορέστη (που υποτίθεται ότι είχε σκοτωθεί στα ξένα και μόνο τις στάχτες του έφεραν στην πατρίδα) και να του λέει «εν ξένησι χερσί κηδευθείς τάλας» (στ. 1141), από ξενα χέρια κηδεύτηκες κακόμοιρε.

Φαίνεται παράξενο, που συνυπήρχαν για ένα διάστημα στην ίδια λέξη δυο σημασίες που φαίνονται διαμετρικά αντίθετες, ο γάμος και η κηδεία, αλλά το κοινό στοιχείο είναι η φροντίδα που χρειάζεται για την τελετή. Αν είχε δηλαδή διατηρηθεί αυτή η συνύπαρξη των σημασιών, η γνωστή αγγλική κωμωδία θα μπορούσε να αποδοθεί «Τέσσερις κηδείες και μια κηδεία», αλλά βέβαια υπερβάλλω διότι η αρχαία κηδεία δεν ήταν η γαμήλια τελετή αλλά το συμπεθεριό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , | 140 Σχόλια »

Ο αιγιαλός δεν ήταν γαλανός

Posted by sarant στο 16 Σεπτεμβρίου, 2022

Πριν από λίγο καιρό, τότε που είχαμε στο ιστολόγιο ένα άρθρο για τη λέξη «γιαλός», ένας φίλος με ρώτησε στο Φέισμπουκ: Να θυμηθούμε και τον στίχο «ο γελαστός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος». Του Παράσχου είναι;

Δεν είναι του Παράσχου, και δεν είναι ακριβώς έτσι. «Ίσως αξίζει άρθρο», απάντησα στον φίλο μου. Όπως καταλαβαίνετε, σήμερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το άρθρο αυτό.

Τον στίχο αυτό τον ήξερα από μικρός, διότι ο παππούς μου συνήθιζε να αναφέρει σαν παράδειγμα παρήχησης, τον στίχο «ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος». Γαλανός, όχι γελαστός. Δεν θυμάμαι να μου είχε πει ποιανού ποιητή ήταν ο στίχος, επειδή όμως, σε άλλες ευκαιρίες, μου παίνευε και το ποίημα «Διονύσου πλους» του Α. Ρ. Ραγκαβή, σαν στιχουργικό άθλο, είχα σχηματίσει την εντύπωση πως ο στίχος ήταν από το ποίημα αυτό του Ραγκαβή.

Αργότερα διάβασα ολόκληρο το ποίημα του Ραγκαβή (δύσκολο εγχείρημα) και τότε κατάλαβα ότι δεν είναι από εκεί. Αλλά δεν ενδιαφέρθηκα, τότε, περισσότερο να αναζητήσω την πατρότητα του στίχου.

Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, συνάντησα πάλι αυτόν τον στίχο. Σε ένα χρονογράφημά του, κατοχικό, λέει:

και τότες μεταμορφωνότανε η «κοιλάδα του κλαυθμώνος» σε Ηλύσια Πεδία κι «ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος», όταν εκείνη χαμογελούσε από ένα μίλι μακριά!

Και σε άλλο χρονογράφημα, που το έχω παρουσιάσει και στο ιστολόγιο, χρησιμοποιεί τον ίδιο στίχο και μάλιστα με την ίδια εικόνα, για να περιγράψει την αγαλλίαση των ερωτευμένων, που περιμένουν έξω από τον κινηματογράφο, όταν βλέπουν να έρχεται το ταίρι τους:

Επιτέλους έρχεται βιαστικός εκείνος ή εκείνη, σφίγγουν τα χέρια, «ο γαλανός αιγιαλός γελάει γάλα όλος», βγάζουν αμέσως το εισιτήριό τους και πάνε στην ευκή του θεού  ̶  του φτερωτού εννοώ.

Αναζήτησα λοιπόν την πατρότητα του στίχου, και τότε βρέθηκα σε έκπληξη: ο παροιμιώδης στίχος που τον επαναλάμβανε ο Βάρναλης, που ο παππούς μου αγαπούσε να μνημονεύει, που κι άλλοι, όπως θα δούμε, τον έχουν επικαλεστεί, δεν είχε γραφτεί έτσι!

Πράγματι, ο διάσημος για την παρήχησή του στίχος δεν έχει «γαλανό αιγιαλό» αλλά «σιγαλό αιγιαλό». Πιο συγκεκριμένα, ο Παν. Σούτσος στο ποίημα «Μεσσίας ή τα πάθη Ιησού Χριστού», που εκδόθηκε το 1839, έχει τους εξής στίχους, που υποτίθεται πως τους λέει ο Ιούδας:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μικροφιλολογικά, Ποίηση, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 118 Σχόλια »