Συνεχίζω και σήμερα με λογοτεχνικό θέμα σχετικό με τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, αφού φέτος έχουμε τα εκατό χρόνια από το 1922.
Πριν από λίγο καιρό είχα βάλει ένα διήγημα του Νίκου Παπαπερικλή από το μικρασιατικό μέτωπο, και στα σχόλια εκείνου του άρθρου ο φίλος μας ο Δύτης είχε αναφέρει το Ημερολόγιο του Χρήστου Καραγιάννη και ο φίλος μας ο Χτήνος είχε πει ότι θα έβρισκε αντίτυπα του σπάνιου αυτού βιβλίου. Και έτσι έγινε, κι έτσι μπόρεσα να αποκτήσω κι εγώ ένα δυσεύρετο αντίτυπο, από το οποίο θα σας παρουσιάσω σήμερα ένα απόσπασμα.
Ο Χρήστος Καραγιάννης γεννήθηκε το 1892 σε αρβανιτοχώρι του νομού Βοιωτίας. Δεν πήγε καθόλου σχολείο αφου ο πατέρας του τον χρειαζόταν για να βόσκει τα πρόβατα, όμως λαχταρούσε να μάθει γράμματα κι έτσι έμαθε μόνος του, αφού ο δάσκαλος του χωριού του έδωσε ένα αλφαβητάρι.
Το 1918, παντρεμένος πια και ενώ περίμεναν το πρώτο τους παιδί, επιστρατεύεται για το μακεδονικό μέτωπο και στη συνέχεια τον στέλνουν στην Ουκρανία, και αμέσως μετά, από το καλοκαίρι του 1919, στο μικρασιατικό μέτωπο, έως το τέλος, την κατάρρευση του 1922.
Ο Καραγιάννης από τις πρώτες μέρες που επιστρατεύτηκε κρατούσε ημερολόγιο, που το είχε πάντοτε μαζί του αυτά τα τέσσερα χρόνια και το συμπλήρωνε τακτικά. Μάλιστα, είχε όπως φαίνεται εξαρχής σκοπό να το δημοσιεύσει, διότι σε διάφορα σημεία του κειμένου απευθύνεται στον αναγνώστη («καλοί μου αναγνώστες», «δεν θα το πιστέψετε αυτο» κτλ.).
Επιστρέφοντας στο χωριό του συνέχισε να διαβάζει φανατικά και έφτιαξε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη, ενώ έκανε επίσης και τον πραχτικό γιατρό στα χωριά της περιοχής. Αναζητούσε επίσης εκδότη για το ημερολόγιό του. Ο αντιστασιακός και συγγραφέας Απόστολος Αποστολόπουλος εκτίμησε την αξία του χειρογράφου, που το χαρακτήρισε μακρυγιαννικό και ανέλαβε να το εκδώσει. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1976, αλλά δυστυχώς ο συγγραφέας του δεν πρόφτασε να το δει τυπωμένο -ο Χρήστος Καραγιάννης είχε φύγει απο τη ζωή δυο μήνες νωρίτερα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το βιβλίο εκδόθηκε ξανά από τις εκδόσεις Κέδρος, σε επιμέλεια του συγγραφέα Φίλιππου Δρακονταειδή με τον τίτλο «Η ιστορία ενός στρατιώτη». Δεν έχω δει τη νεότερη έκδοση, που είναι και αυτή που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Πολλοί που έχουν διαβάσει και τις δύο εκδόσεις λένε ότι ο Φ.Δρακονταειδής έκανε πολλές και σοβαρές αλλαγές στο κείμενο και το αλλοίωσε, και αυτή είναι και η γνώμη του εγγονού του Καραγιάννη, που μπορειτε να τη διαβάσετε εδώ. Σε επόμενο άρθρο, επισημαίνει συγκεκριμένες αλλοιώσεις. Στο ίδιο άρθρο υπάρχει και απάντηση του εκδοτικού οίκου, που τη βρισκω μετρημένη και λογική.
Όπως είπα, ο φίλος μας ο Χτήνος είχε την καλοσύνη να βρει και να μου προσφέρει την πρώτη μορφή του βιβλίου, δηλ. την έκδοση του 1976, που έχει πια εξαντληθεί και μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλείο μπορεί να βρεθεί. Από το βιβλίο αυτό διάλεξα ένα εκτενές απόσπασμα, σελ. 227-240, που το σκανάρισα και το παρουσιάζω εδώ, χωρίς να αλλάζω την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Θα δείτε ότι κάποια επιμέλεια χρειαζόταν, αν και εγώ, ως επιμελητής, θα περιοριζόμουν στο να εναρμονίσω την ορθογραφία, να διορθώσω προφανείς αβλεψίες και να βάλω υποσημειώσεις. Στην εδώ παρουσίαση δεν διορθώνω τίποτα (σημειώνω ότι η έκδοση του 1976 ήταν ήδη σε μονοτονικό). Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί κάτι για τη γλώσσα του Καραγιάννη, αλλά ίσως θα άξιζε. Είχε πάντως έφεση στις γλώσσες, διότι τόσο στην Ουκρανία που πήγε όσο και στην Τουρκία προσπάθησε να μάθει τη ντόπια γλώσσα, είχε τεφτεράκι και σημείωνε λέξεις, και τα κατάφερε στο τέλος να τις μάθει ικανοποιητικά.
η μεγάλη μαχη του σαγκαριου κ’ η προασθηση του ηλια
Ολη τη μέρα της 4ης Σεπτέμβρη [1921] λιμεριάσαμε ξαπλωμένοι κάτω απ’ τον ήλιο, πίσω από ένα αυγοειδή λόφο για να διατηρήσουμε την αφάνεια από τα εχθρικά αεροπλάνα κι απ’ απ’ το εχθρικό πυροβολικό. Ολοι μας διψάμε κι όλος ο ήλιος μας καίει αλλά ο στρατιώτης ο Γαλάνης πετάχτηκε μες στη σιωπή και στην ησυχία και φώναξε δυνατά, νερό νερό κι η επαναστατική αυτή η αναπάντεχη και ξαφνική φωνή μας προξένησε κατάπληξη γιατί καθώς σας είπα όλοι διψούσαμε αλλά μπροστά στο κίνδυνο που είχαμε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Νευριάστηκε ο λοχαγός ο Λαγουρός Στέφανος και σηκώθηκε όρθιος τινάζοντας το παγούρι του λέγοντας στον ανόητο συνάδελφο να ρε εγώ έχω νερό. Πίνω νερό και δεν πίνεις εσύ; Ορίστε πήγαινε κει κάτω στο ποτάμι και πιές νερό αν σου βαστάει. Είναι πιο πέρα οι τούρκοι οχυρωμένοι και θα σε φάνε. Τον κούνησε λίγο απ’ το γιακά και του λέει: σε σκοτώνω άμα θέλω γιατί αυτό πούκαμες θεωρείται στάση, θέλω να σας φυλάξω, θέλω να σας πάω πάλι στις μανάδες σας και στις γυναίκες σας και δακρύζει ο λοχαγός. Τη νύχτα το βράδυ πλησιάσε ένας ουλαμός του λόχου μας σχεδόν ο μισός λόχος κοντά στο ποτάμι και δουλέψαμε όλη τη νύχτα φτιάχνοντας χαρακώματα. Και την άλλη βραδυά στις 5 του μήνα ήρθε η σειρά του 2ου ουλαμού κι άμα νύχτωσε πάλι καλά πήγαμε και πιάσαμε δουλειά. Σκάβουμε και φτιάχνουμε χαρακώματα . Ζίκ Ζάκ. Εμείς σκάψαμε ό,τι σκάψαμε με τεμπελιά και βαρυεστημάρα και μετά κάτσαμε και συζητούσαμε. Τα θεωρούμε γι’ αστεία τα χαρακώματα, αλλά σαν πέρασε από κει ο λοχαγός και μας βρήκε να καθόμαστε μας μάλωσε και μας πήρε ο ίδιος ένα σκαπανικό πέταξε το χιτώνιό του κι άρχισε να σκαύει για το καλο παράδειγμα. Δεν τον άφησα να σκάψει.
Του υποσχεθήκαμε όλοι πως θα δουλέψουμε να βαθύνουμε τα χαρακώματα για τους όρθιους πυροβολητές. Και πάλι μας τόνισε πως εδώ θα καεί το πελεκούδι θα δώσουμε μάχη και για το καλό σας σκάψτε βαθειά. Τη στιγμή αυτή ο στρατιώτης Ηλίας άπλωσε τα χέρια του και πήρε το σκαπανικό εργαλείο απ’ τα χέρια του λοχαγού μας και λέγοντας του: δώσε μου το σκαπανικό κυρ λοχαγέ να δουλέψω, γιατί το σπίτι μου κι όλη μου η περιουσία θάναι τούτο δω που θα σκάψω. Ο λοχαγός τον μάλωσε του είπε να σταματήσει και να μη λέει βλακείες. Ο λοχαγός μας άφησε και πήγε πίσω στην εφεδρεία του λόχου.
Ο Ηλίας συνέχισε τη προαίσθηση του κι έλεγε: παιδιά εγώ θα σκοτωθώ αύριο χωρίς άλλο θα σας παρακαλέσω πάρα πολύ κι ακόμα περισσότερο το Καραγιάννη που τυχαίνει και σύντροφος μάχης και πάντοτε αυτός βρίσκεται μαζί μου. Ολοι μας τον μαλώσαμε κι έπαψε να λεέι για μια στιγμή.
Αλλά συνέχισε και πάλι. Μου λέει: Κρατώ μαζί μου 400 δραχμές και το ρολόι μου. Αλλά μόλις σκοτωθώ θα μου πάρεις τις 400 δραχμές και το ρολόι, τα μεν χρήματα θα τα φάτε για τη ψυχή μου στη πρώτη πολιτεία, που θα συναντήσετε και το ρολόι μου θα το στείλεις στη μητέρα μου, θα ζητήσεις απ’ το λόχο τα στοιχεία μου. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα αν μιλάει στα σοβαρά. Ηλία είσαι με τα καλά σου ή είσαι άρρωστος; Οχι μου λέει δεν είμαι άρρωστος είμαι πολύ καλά και σας μιλάω στα σοβαρά.
Μάλιστα μου λέει για τη μητέρα του και για τις υποχρεώσεις του. Αλλη υποχρέωση απ’ τη μητέρα μου δεν έχω κι η μητέρα μου θα κλάψει στην αρχή θα θρηνίσει σαν το μάθει αλλά μετά 2-3 μήνες έστω μετά 1 χρόνο θα παντρευτεί το συγχωριανό μας το μπακάλη που έχω μάθει πως τάχει κανονίσει κι έτσι σιγά σιγά θα με ξεχάσει μένα. Ητανε ένας μελαχρινός μέτριου αναστήματος Πελοποννήσιος. Είχε έρθει τώρα αργά στο λόχο μας και το επώνυμό του είναι Ηλίας. Μετά απ’ το σκάψιμο, εγώ ήμουνα 2ο νούμερο περίπολος μαζί με τον Ηλία. Περιπόλησα 2 ώρες μπροστά στ’ ανοιχτά χαρακώματα αφουγκραζόμενος και προτού χαράξει η χαραυγή, γύρισα στα χαρακώματα και καθένας μας ξάπλωσε στο χαράκωμά του για να ξεκουραστεί, αλλ’ ακόμα δεν έιχε περάσει μισή ώρα και δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν απ’ το σκοπό των όπλων που φύλαγε έξω απ’ τα χαρακώματα και φώναξε συνάμα στα όπλα α α α και καθώς βρισκόμαστε στο χείλος των χαρακωμάτων, κατεβήκαμε αμέσως και καθένας πήρε τη θέση του. Ως κι ο σκοπός που πυροβόλησε πήρε κι αυτός τη θέση του στο πυροβολείο.
Σαν τα βατραχάκια που βγαίνουν έξω απ’ το ποτάμι και λιάζονται κι άμα τους πλησιάσει άνθρωπος ή κανένα άλλο ζουζούνι πηδούνε πάλι στο ποτάμι κλούπ κλάπ, έτσι και μεις πέσαμε κοιλώντας μες στο χαράκωμα και καταλάβαμε τις θέσεις μας. Τα χαρακώματα είναι βαθειά και στεκόμαστε όρθιοι. Είναι και ζικ ζακ δηλαδή είναι με στροφές όπου η κάθε στροφή έχει χώρο για 2 πυροβολητές για να μας προφυλάξει από τα βλήματα των αεροπλάνων και πυροβόλων γιατί έτσι στη κάθε στροφή που θα πέσει το βλήμα θα σκοτώσει μόνο τους 2 κι όχι περισσότερους. Είναι τούρκοι αυτός ο όγκος που πρόβαλε μπροστά μας. Αυτούς είδε και πυροβόλησε ο σκοπός, πέσανε πάνω μας μη ξέροντας πως τους είχαμε στήσει ενέδρα με τους πυροβολισμούς του σκοπού μας καταλάβαμε πως χτυπήθηκε από τους πρώτους πυροβολισμούς γιατί υποχώρησε και τον φοβέρισε ο αξιωματικός κι ο στρατιώτης τους απάντησε βουρντού μπανά = με χτυπήσανε εφέντιμ.
Αυτό τον ανθρώπινο όγκο που είδαμε στην αρχή με τους πρώτους πυροβολισμούς σκόρπισε. Αυτή τη στιγμή του ρίξαμε και χειροβομβίδες, οπλοβομβίδες, κι άμα έφεξε τους βλέπαμε καλά τους τούρκους όλους πεσμένους χάμω κι άλλοι προσπαθούν να σκάψουν λάκκους για να κρυφτούνε, κι άλλοι φροντίζουν ν’ αλλάξουν θέση για να προφυλαχτούν απ’ τα πυρά μας.
Οι τούρκοι είναι εκτεθειμένοι γιατί το έδαφος είναι γυμνό εκτός από την περιοχή πούναι κοντά στο ποτάμι γιατί υπάρχουν κάτι βουρλιές. Πίσω από μερικά ξερά χόρτα μου φαίνεται πως πότε πότε κάποια κίνηση υπάρχει εκεί και σαν μια λάμψη κάνης όπλου να γυαλίζει και κει σκοπέυσα κατ’ επανάληψη και δεν φάνηκε καμμιά κίνηση. Επίσης, μπροστά μας σε μικρή απόσταση βρέθηκε ένας γαίδαρος ξεσαμάρωτος που είχε χτυπηθεί από τις σφαίρες απ’ τη μέση και μπρός και δεν μπορούσε να σηκωθεί πάταγε μόνο στα πισινά του πόδια και λαχταρούσε κι αυτό το αθώο πλασματάκι να διασκεδάζει τους φαντάρους επί πολύ ώρα. Τότε τους φώναξα να δουν το καϋμένο το ζώο που τούδωσα μια σφαίρα, δηλαδή τη χαριστική βολή κι έτσι ξαπλώθηκε για πάντα ο γάιδαρος. Πότε πότε πετάγεται κανένας Τούρκος απ’ τη θέση του προσπαθώντας να πάρει τους τραυματίες τους και τους τραβούνε στο ποτάμι και κρύβονται σε κάτι ιτιές που υπάρχουν εκεί. Δίπλα μου αριστερά είχανε τον Ηλία σύντροφο μάχης. Ητανε αυτός που σας είπα πως είχε προαισθανθή το θάνατό του. Προχώρησε κι η σημερινή μέρα κι ο άνθρωπος αυτός είναι σώος και αβλάβης. Μάλιστα είναι χαρούμενες και δεν χορταίνει αστεία. Διασκεδάζει μαζί μας.
Τα τόσα που μας δήλωσε τη περασμένη μέρα πέρασαν και ξεχάστηκαν. Σε μια στιγμή είδαμε να σηκώνεται καταορθός ένας τούρκος, κατά μεσής του κάμπου κι έτρεχε ολοταχώς προς το ποτάμι. Ολοι κι ολόκληρη η διμοιρία μας τον είδαμε και φωνάξανε νάτος νάτος ένας σηκώθηκε και τρέχει. Πετάχτηκε πρώτος απ’ όλους μας ο Ηλίας και μας παρακάλεσε να μη τον πυροβολήσουμε εμείς τον τούρκο αυτόν, για να τον πυροβολήσει μόνο αυτός για να δοκιμάσει αν θα τον σκόπευε καλά. Πράγματι τούρριξε κι αστόχησε και σκορπίστηκε ανάμεσα στα πόδια του Τούρκου. Μετά την αποτυχία του Ηλία ζήτησα εγώ τη σειρά να τον πυροβολήσω και μάλιστα καυχήθηκα πως τώρα θα δείτε θα πάνε στα πόδια του οι σφαίρες. Αλλά ο Ηλίας επέμενε να τον αφήσω να του ξανά ρίξει. Και πράγματι τον άφησα να του ξανά ρίξει και καθώς ήταν ακουμπισμένος πάνω στο χείλος του χαρακώματος σκοπεύοντας τον εχθρό περιμένουμε περιμένουμε ν’ ακούσουμε το μπαμ το δεύτερο του Ηλία τίποτε. Ο Ηλίας βρισκόταν ακίνητος στην ίδια θέση σκοπεύοντας όλο και σκοπεύει. Ο τούρκος στρατιώτης, χάθηκε πλέον στο βάθος και τον απέκρυψαν οι ιτιές. Του μίλησα, έλα τσακμάκα τώρα επί τέλους. Ο Ηλίας δεν μούδωσε καμμιά απάντηση ως που μ’ ανάγκασε να τον σπρώξω λίγο. Μόλις τον έσπρωξα λίγο, σωριάστηκε κυλώντας μέσα στο χαράκωμα και τ’ όπλο του έμεινε στη θέση του. Τι είχε συμβεί καλοί μου αναγνώστες; Ο Ηλίας είχε σκοτωθεί. Τον είχε βρη μια σφαίρα εχθρική έτσι καθώς σκόπευε και τούκοψε τον αντίχειρα και τον βρήκε ανάμεσα στα φρύδια του και το βλήμα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του όπου στο πίσω μέρος της κεφαλής του είχε κάνει μεγαλύτερη οπή, από το μπροστινό μέρος μόλις διακρίνεται ένα στίγμα.