Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις φιλικές Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του φίλου Νίκου Κούρκουλου.
Πρόκειται για μια συζήτηση του Τραβέρσο με τον Γάλλο δημοσιογράφο και ανθρωπολόγο Régis Meyran και σας συνιστώ να το διαβάσετε -αναφέρεται σε πολύ επίκαιρα προβλήματα και ευτυχώς δεν εστιάζει τόσο πολύ στη γαλλική πολιτική σκηνή, μπορεί δηλαδή εύκολα να το παρακολουθήσει και κάποιος αμύητος στα των Γάλλων.
Το απόσπασμα που θα παρουσιάσω σήμερα το ξεχώρισα επειδή βρίσκω πολύ εύστοχη και ενδιαφέρουσα την ανάλυση που κάνει ο Τραβέρσο για το φαινόμενο του λαϊκισμού -ή, πιο σωστά, για την κατάχρηση του όρου. Και αφού το απόσπασμα έχει αυτοτέλεια, το επέλεξα και το παραθέτω.
Και επειδή εδώ λεξιλογούμε, ενδιαφέρον θα είχε να ανιχνευτεί η εμφάνιση του όρου «λαϊκισμός» στα ελληνικά. Εντύπωσή μου είναι ότι άρχισε να διαδίδεται ευρέως όταν τον χρησιμοποίησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Θάνος Μικρούτσικος, στην ανάλυσή του για το ελληνικό τραγούδι της εποχής. Ωστόσο, είναι μάλλον βέβαιο ότι ο όρος θα έχει καταγραφεί από νωρίτερα.
Αλλά δεν θα γράψω περισσότερα, παραθέτω το κειμενο από τις σελίδες 21-25 του βιβλίου του Τραβέρσο.
Εξάλλου, είμαι πολύ δύσπιστος απέναντι στην έννοια του λαϊκισμού, άρα και απέναντι στην έννοια του εθνολαϊκισμού. Η τελευταία εμφανίστηκε στη διανοητική σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα χάρη στον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, που προσπάθησε να δώσει τον πιο συστηματικό ορισμό της.[1] Είναι αλήθεια ότι αυτή η έννοια εμφανίζεται πειστικότερη σήμερα, σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, επειδή η διαφορά ανάμεσα στον κλασικό φασισμό και το Εθνικό Μέτωπο είναι πολύ εμφανέστερη στις μέρες μας. Όμως αυτή η έννοια του λαϊκισμού έχει υποστεί τόση κατάχρηση ώστε πιστεύω ότι έχασε μεγάλο μέρος από την ερμηνευτική της αξία.
Θα ήθελα να το διευκρινίσω: ο χαραχτηρισμός «λαϊκιστικό» παραμένει έγκυρος για ορισμένα πολιτικά κινήματα, στα οποία ενδεχομένως ταιριάζει, αλλά γίνεται προβληματικός όταν μετατρέπεται σε ουσιαστικό, σε έννοια.[2] Ο λαϊκισμός σαν ξεχωριστό πολιτικό φαινόμενο, με δικό του προφίλ και δική του ιδεολογία, δεν νομίζω να ανταποκρίνεται στη συγκαιρινή μας πραγματικότητα. Μπορεί να φτάσουμε σε συναίνεση, αρκετά στέρεα στο ιστοριογραφικό επίπεδο, για μερικά πολιτικά φαινόμενα του 19ου αιώνα όπως ο ρωσικός λαϊκισμός, ο αμερικάνικος λαϊκισμός, ο μπουλανζισμός στη Γαλλία στις απαρχές της Τρίτης Δημοκρατίας, ή ακόμα, στον 20ό αιώνα, ποικίλοι λατινοαμερικάνικοι λαϊκισμοί.[3] Όμως ο λαϊκισμός είναι κυρίως ένα πολιτικό στιλ, ένα ύφος, όχι κάποια ιδεολογία. Είναι μια ρητορική μέθοδος που συνίσταται στον εγκωμιασμό των «φυσικών» αρετών του λαού, στην αντιπαράθεση του λαού προς την ελίτ, της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα, για να κινητοποιηθούν οι μάζες ενάντια «στο σύστημα». Όμως αυτή τη ρητορική τη βρίσκουμε σε πολλά κινήματα και σε πολλούς πολιτικούς ηγέτες, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους.