Η κωμόπολη Σκούταρι Σερρών ήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα όταν η μεγάλη πλειοψηφία των γονέων του δημοτικού σχολείου της αρνήθηκαν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο προχτές, την Παρασκευή, επειδή εκείνη τη μέρα θα άρχιζαν να φοιτούν, σε ειδική τάξη, δέκα προσφυγόπουλα από τον κοντινό καταυλισμό προσφύγων. Μόνο 25 από τα 130 παιδιά προσήλθαν στα μαθήματα.
Στη συνέχεια, ο σύλλογος γονέων του Δημοτικού Σχολείου Σκουτάρεως πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι οι γονείς είχαν ετοιμάσει και γιορτή για την υποδοχή των παιδιών αλλά την Παρασκευή το πρωί αποφάσισαν να μην τα στείλουν επειδή το σχολείο περιστοιχιζόταν από τηλεοπτικές κάμερες και αστυνομικές δυνάμεις. Δεν ξέρω κατά πόσον αληθεύει αυτή η εκδοχή, αλλά αν ειναι έτσι τότε -υποθέτω- από σήμερα τα μαθήματα θα γίνουν κανονικά μακριά από την πολλή δημοσιότητα.
Μακάρι να γίνει έτσι και μακάρι οι κάτοικοι του χωριού να μην διακρίνονται από προσφυγοφοβία, που θα ήταν και αρκετά ειρωνικό καθώς είναι και οι ίδιοι εγγόνια προσφύγων.
Πέρα από την ουσία του ζητήματος, που θα τη συζητήσουμε ενδεχομένως στα σχόλιά σας, θα προσέξατε την ασυνήθιστη καθαρευουσιάνικη γενική «Σκουτάρεως», από την εποχή που η κωμόπολη αποτελούσε την Κοινότητα Σκουτάρεως και στη συνέχεια τον καποδιστριακό Δήμο Σκουτάρεως.
Στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ έγινε συζήτηση για το όνομα Σκούταρι και ο φίλος μας ο Βαγγέλης Δαρδαντάκης, που σχολιάζει συχνά εδώ με το χρηστώνυμο Jago, ερεύνησε το θέμα και έγραψε ένα αρθράκι στο οποίο συνοψίζει τα όσα βρήκε.
Καθώς εδώ λεξιλογούμε, νομίζω πως μας ενδιαφερουν και τα λεξιλογικά του τοπωνυμίου χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας και το γεγονός που έδωσε αφορμή για τη συζήτηση.
Ονοματολογικά και ιστορικά του Σκουταριού Σερρών
Πολλή η συζήτηση τελευταία για το χωριό Σκούταρι των Σερρών εξαιτίας της απόφασης μιας συντριπτικής πλειονότητας κατοίκων να μην στείλουν στο σχολείο τα παιδιά τους επειδή θα μπουν στις τάξεις μια δεκάδα κατατρεγμένων προσφυγοπαίδων. Η μαζική αντίδραση των social media ήταν να επισημάνουν ότι το Σκούταρι είναι το ίδιο αμιγώς προσφυγοχώρι. Οι σημερινοί κάτοικοι κατάγονται από την προσφυγική μετακίνηση των πληθυσμών στην Ανατολική Ρωμυλία προς τη Μακεδονία το 1924, συγκεκριμένα την εκεί ομώνυμη κωμόπολη Σκούταρι ως τόπο καταγωγής, λόγω των συμφωνιών ανταλλαγής πληθυσμών ένθεν κι ένθεν. Αναφέρεται από το ομώνυμο λήμμα της Βικιπαίδειας [1], χωρίς όμως καθόλου παραπομπές σε όλες τις αναφορές, πως πιο πριν εγκαταστάθηκαν μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922 από τη Χωρούδα της Προύσας. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των προσφύγων παραμένει μερικώς αδιευκρίνιστος αλλά έμμεσα μπορούμε να δούμε το σύνολό τους όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο αρχικός λίκνος λοιπόν βρισκόταν στην Ανατολική Ρωμυλία, που είναι η Βόρεια Θράκη [2], που αυτή σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία και ένα μικρό τμήμα στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. [3] Επισημάνθηκε όμως σε γκρουπ στο Facebook, τα Υπογλώσσια, η ομωνυμία με το δήμο της Ιστανμπούλ Ουσκουντάρ, στη βυζαντινή περίοδο ως Χρυσούπολις [4], που ονομάζεται επίσης και Σκούταρι, πράμα που αποτελεί θέμα προς διερεύνηση. Γιατί Σκούταρι είναι το γνωστό σκουτάρι δηλαδή λατινιστί η ασπίδα τουλάχιστον για το δήμο [5].
Κατά τον Βασίλη Γιαννογλούδη, σε ομιλία του για το χωριό Σκούταρι της σημερινής Βουλγαρίας: [6]
Το παλιό χωριό Σκούταρι, από το οποίο ήρθαν οι θρακιώτες πρόσφυγες το 1924, βρίσκεται κοντά στο τριεθνές σηµείο Ελλάδας, Βουλγαρίας και Τουρκίας. Ο οικισµός σήµερα µε το όνοµα Στιτ, ανήκει στη Βουλγαρία ενώ το πιο έφορο [σσ μάλλον εύφορο] τµήµα από το κτηµατολόγιο του ανήκει στην Τουρκία. Την παλαιότερη ονοµασία του το χωριό την οφείλει στο Βυζαντινό κάστρο που υπήρχε και λεγόταν Σκουτάριον (=ασπίδα), αργότερα στην Οθωµανοκρατία το χωριό ονοµάστηκε Ουσκουντάρ (στο Σκούταρι), αργότερα Σκούταρι και τέλος οι Βούλγαροι το µετονόµασαν σε Στιτ (=ασπίδα).
Το όνομα προέρχεται από την ονοµασία της ασπίδας των Ρωµαίων (Βυζαντινών) στρατιωτών της αυτοκρατορικής φρουράς, η οποία είχε σχήµα επιµήκες και µήκος 1,60 µέτρα και κάλυπτε ολόκληρο το σώµα του στρατιώτη. Οι στρατιώτες που έφεραν το σκουτάριον ονοµάζονταν Σκουτάριοι και ανήκαν στην ιδιαίτερη φρουρά του αυτοκράτορα. Σκουτάριος αργότερα ονοµάζονταν και ο αξιωµατούχος της βυζαντινής αυλής, ο οποίος έφερε το αυτοκρατορικό σκουτάριον (ασπίδα – θυρεό), ακολουθούσε τον αυτοκράτορα στις εκστρατείες του και προηγούνταν στις µετακινήσεις του. Το όνοµα Σκουτάριον δινόταν και για τα κάστρα που απείχαν λίγα χιλιόµετρα από µεγάλες πόλεις και είχαν σκοπό: 1) να ειδοποιούν έγκαιρα τις στρατιωτικές αρχές των πόλεων για την εµφάνιση του εχθρού, ώστε να κλείνουν τις πύλες και να προετοιµάζονται για την άµυνα και 2) να αντιµετωπίσουν τους επελαύνοντες εχθρούς των βυζαντινών. Το κάστρο του χωριού βρίσκεται βόρεια της Αδριανούπολης, άρα συµπεραίνουµε ότι αποτελούσε την ασπίδα άµυνας της Αδριανούπολης απέναντι των εχθρών που έρχονταν από τα Βόρεια (Βούλγαροι, Κομάνοι, Πετσενέγκοι κτλ).
Να σημειώσω εδώ ότι υπάρχει και ένα «βιλαέτι του Σκούταρι» που συνόρευε με το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο, επίσης βιλαέτια κι αυτά τότε επί οθωμανικής κυριαρχίας. <[7]
Το Σκούταρι όμως δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, φυσικά, αλλά σε προϋπάρχοντα οικισμό διαφορετικής εθνοτικής σύστασης. Πιο πριν ονομαζότανΚιοπεκή αλλά σε άλλες πηγές αναφέρεται και ως Κισκεπεσί που μάλλον αποτελεί προϊόν σύγχυσης από τις συνεχείς διοικητικές μεταβολές της περιοχής μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων.
Κιοπεκή λοιπόν ήταν ένα χωριό που είχε πληθυσμό αποτελούμενο από Βούλγαρους και πιθανόν και Μουσουλμάνους. Σύμφωνα με το βουλγαρικό λήμμα για το Къспикеси (εδώ Κισκεπεσί αφού το λήμμα συνδέεται με το Σκούταρι/Κιοπεκή και σε άλλες γλώσσες) ήταν «καθαρά βουλγαρικός οικισμός» με τουρκόφωνη ονομασία που το 1873 αποτελούνταν από 38 νοικοκυριά με 132 κατοίκους. [8] Ο Βούλγαρος Βασίλι Καντσόφ αναφέρει για το 1900 20 οικογένειες με 100 μέλη. [9] Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός του χωριού βρίσκεται στην αγκαλιά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με τα στοιχεία του γραμματέα της Βουλγαρικής Εξαρχίας Δημήτρη Μίσεφ (1907), ο πληθυσμός του Κισκεπεσί αποτελείται από 240 βούλγαρους πατριαρχικούς και 24 τσιγγάνους. [10] Τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία από το 1908 δείχνουν το Κισκεπεσί με «250 Ορθόδοξους Έλληνες υπό βουλγαρικό τρόμο» [11], πάντα σύμφωνα με το βουλγαρικό λήμμα και τις πηγές του.
Από κει και πέρα είναι γνωστός ο πόλεμος των απογραφών μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων και Οθωμανών εκείνη την περίοδο αλλά οι περισσότερες δημοσιευμένες πηγές δίνουν στοιχεία μέχρι επιπέδου των καζάδων οπότε επαφίεται στον φιλέρευνο αναγνώστη να αναζητήσει τις τοπικές πηγές. Μπορούμε όμως να δούμε κάποια άλλα δημοσιευμένα στοιχεία για το Σκούταρι.
Η κοινότητα του Κιοπεκή μετονομάστηκε το 28/12/1926 σε Σκούταρι κι εγκρίθηκε με το ΦΕΚ 7/1927. Την πορεία των διοικητικών μεταβολών από Κισκεπεσί σε Κιοπεκή μπορείτε να τη δείτε στην ιστοσελίδα της ΕΕΤΑΑ.[12] Σε δημογραφικό πίνακα για τη Μακεδονία και τη Θράκη την περίοδο 1913-1928, ανακύπτει η ονομασία Κισκεπεσί με συνολικούς γηγενείς πληθυσμούς για τα έτη 1913, 1920 και 1928 ως εξής: 341 – 273 – χωρίς καταμέτρηση, αντίστοιχα. [13] Η Επιτροπή Αποκατάσταση Προσφύγων (ΕΑΠ) με πρόεδρο τον Ερρίκο Μοργκεντάου, που είχε την ευθύνη για την εγκατάσταση των προσφύγων, αναφέρει για το έτος 1927 πως συνολικά ως μικτό πληθυσμό 241 οικογένειες με σύνολο 1125 ψυχές. Όπου εδώ ως μικτό πληθυσμό πρέπει να συνυπολογιστούν οι δύο διαφορετικές προελεύσεις μικρασιατών και θρακιωτών προσφύγων χωρίς ν’ αποκλείονται κάποιοι εναπομείνοντες ντόπιοι. [14] Έτσι λόγω των εκατέρωθεν συμφωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, είναι δεδομένο πως οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί ανταλλάχθηκαν με τον ερχομό των προσφύγων με αποτέλεσμα την πλήρη και ριζική δημογραφική και εθνοτική αλλαγή της περιοχής.
[1] Βικιπαίδεια Σκούταρι Σερρών
[2] Βικιπαίδεια Ανατολική Ρωμυλία
[3] Βικιπαίδεια Δήμος Σκουτάρεως Βόρειας Θράκης
[4] Βικιπαίδεια Ουσκουντάρ
[5] Εκ του Λατ. Scutum=ασπίδα> σκούτον>υποκοριστικό σκουτάριον> σκουτάρι.
[6] Η αλληλουχία της μετονομασίας χωριών Ν. Σερρών
[7] Βικιπαίδεια Scutari_Vilayet
[8] Македония и Одринско. Статистика на населението от 1873 г.“ Македонски научен институт, София, 1995, стр. 118 – 119. Η Μακεδονία και το βιλαέτι της Αδριανούπολης. Στατιστικές του πληθυσμού του 1873, Μακεδονικό Ινστιτούτο Ερευνών, Σόφια, 1995, σελ. 118 – 119.
[9] Кѫнчовъ, Василъ. Македония. Етнография и статистика. Βασίλι Καντσόφ, Μακεδονία – Εθνογραφία και Στατιστική
[10] Brancoff, D.M. «La Macédoine et sa Population Chrétienne». Paris, 1905, р. 200 – 201.
[11] Δημοτικό Σχολείο Σκουτάρεως Σερρών (πλέον ανενεργό λινκ)
[12] https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=18122
[13] Αλέξανδρος Δάγκας, Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα, εκδ. Επίκεντρο, σελ. 632.
[14] Δημήτρης Λιθοξόου, Η εγκατάσταση των προσφύγων στα χωριά της Μακεδονίας
Δεν επέμβηκα στο άρθρο του Βαγγέλη, εκτός από ένα σημείο στην υποσημείωση 5, όπου μεταφερόταν η άποψη ότι το λατινικό scutum είναι ελληνικής αρχής, από το σκύτος. Ωστόσο, τα λεξικά δεν θεωρούν τη λατινική λέξη δάνειο από την ελληνική, γι’ αυτό και έκανα τη διόρθωση.