Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ρεμπέτικα’ Category

Ποιος κάνει ματσαράγκες;

Posted by sarant στο 15 Φεβρουαρίου, 2023

Πριν από ένα μήνα περίπου, είχαμε ένα άρθρο για τις κουτσουκέλες. Η αρχική μου σκέψη ήταν εκείνο το άρθρο να το τιτλοφορήσω «Κουτσουκέλες και ματσαράγκες», όμως τελικά είδα ότι είχα αρκετά να πω για την πρώτη λέξη, τις κουτσουκέλες, οπότε άφησα τις ματσαράγκες για άλλο άρθρο -το σημερινό.

Είναι βέβαια παρεμφερείς λέξεις οι δυο τους, αφού έχουν κοινό στοιχείο την απάτη. Για να κάνουμε τον γύρο των λεξικών, στο ΛΚΝ η ματσαράγκα ορίζεται ως «απάτη, δόλος» –Βγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του. Στον Μπαμπινιώτη: απάτη. Στο Χρηστικό: απάτη, κομπίνα, δόλος. Στο ΜΗΛΝΕΓ: απάτη, κομπίνα, κατεργαριά. Μια ζωή με ματσαράγκες προσπαθεί να επιβιώσει.

Και τα τέσσερα λεξικά δίνουν τον παράλληλο τύπο «ματσαραγκιά», ενώ τα τρία από τα τέσσερα (πλην του ΛΚΝ) δίνουν και το αρσενικό «ο ματσαράγκας», που είναι βέβαια αυτός που κάνει ματσαράγκες. Υποθέτω πως ο τύπος «ματσαραγκιά» προέκυψε ακριβώς από τον ματσαράγκα. Όπως ο μπαγαμπόντης κάνει μπαγαμποντιές και ο κατεργάρης κατεργαριές, έτσι και ο ματσαράγκας θα κάνει και ματσαραγκιές.

Τόσο ο Μπαμπινιώτης όσο και ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ συμφωνούν ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλ. mazzeranga / mazzaranga που σημαίνει «κόπανος», ειδικότερα «κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών». Πώς ομως Η από αυτό το σύνεργο φτάσαμε στην απάτη, και από τη συγκεκριμένη έννοια στην αφηρημένη;

Δεν ξέρω. Στο ΛΚΝ υπάρχει η επεξήγηση: «πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας», που τη βρίσκω σκοτεινή. Στα ιταλικά, επιπλέον, αν πιστέψω τα λεξικά, mazzeranga είναι μόνο ο κόπανος, χωρίς μεταφορικές σημασίες. Προς το παρόν, ο σχηματισμός της λέξης στα ελληνικά θα μείνει αξεκαθάριστος. Πάντως και η λοβιτούρα, που είναι κάπως παρεμφερής έννοια με τη ματσαράγκα, προέρχεται από ρουμάνικη λέξη που σημαίνει «χτύπημα».

Κλείνουμε τη λεξικογραφική περιήγηση με την παρατήρηση ότι το Λεξικό της πιάτσας, του Καπετανάκη, δεν έχει, περιέργως, λήμμα «ματσαράγκα» (ενώ έχει «κουτσικέλα»).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κύπρος, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , | 78 Σχόλια »

Ποιος μισεύει σήμερα;

Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2023

Όταν ήμουν μικρός και άκουγα στον Επιτάφιο του Ρίτσου, όπως τον είχε μελοποιήσει ο Μίκης, «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω», αυτό το «μίσεψες» δεν το ήξερα, οπότε σκεφτόμουν πως προέρχεται από το μίσος, ότι θα σημαίνει κάτι σαν «με μίσησες». Αφού την μίσησε, τον χάνει, το βρήκα λογικό.

Μου εξήγησαν όμως ότι μισεύω σημαίνει φεύγω, μου έφυγες.

Αυτό το παιδικό επεισόδιο το θυμήθηκα τις προάλλες, οπότε είπα να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σ’ αυτό το ρήμα.

Σύμφωνα με το λεξικό, το ΛΚΝ, το ρήμα «μισεύω» χαρακτηρίζεται λαϊκότροπο και σημαίνει «φεύγω για ταξίδι, για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι». Στο ΜΗΛΝΕΓ χαρακτηρίζεται «λαϊκό, λογοτεχνικό» με σημασία «ξενιτεύομαι, μεταναστεύω». Τα ίδια περίπου και στα άλλα δύο μεγάλα λεξικά μας, Μπαμπινιώτη και Χρηστικό.

Ομόρριζο και το ουσιαστικό, ο μισεμός -δηλαδή η μετανάστευση, ο ξενιτεμός. Το ΛΚΝ σημειώνει επίσης ότι η μετοχή παρακειμένου είναι «μισεμένος» -αυτός που έχει μισέψει.

Ο τίτλος του άρθρου ρωτάει «ποιος μισεύει σήμερα;». Οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα ξέρουν ότι την ερώτηση αυτή δεν πρέπει να την πάρουμε κυριολεκτικά· δεν αναρωτιέμαι «ποιος φεύγει για ταξίδι σήμερα». Αναρωτιέμαι, μάλλον, αν η λέξη χρησιμοποιείται σε ζωντανή χρήση.

Διότι βέβαια τη λέξη την έχει απαθανατίσει το ποίημα του Ρίτσου, όπως είπαμε -ας τον ακούσουμε να το απαγγέλλει, κι ύστερα το τραγούδι του Μίκη, όπως το ανέβασε η φίλη Βίκη Παπαπροδρόμου:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 123 Σχόλια »

Ο γείτονας με το λαγούτο (αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2022

Τις προηγούμενες Κυριακές είχαμε θέματα από τη μικρασιατική καταστροφή με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων. Το σημερινό διήγημα έχει απλώς ήρωα Μικρασιάτη, ή, όπως τον λέει ο Παπαδιαμάντης, Τουρκομερίτη.

Είναι ένα από τα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με σκηνές από τη ζωή της φτωχολογιάς της Αθήνας στο γύρισμα του 20ού αιώνα (γράφτηκε το 1900). Παρόλο που δεν έχει θέμα χριστουγεννιάτικο, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της, στις 25 Δεκεμβρίου 1900. Μάλιστα, είναι ένα από τα λίγα παπαδιαμαντικά διηγήματα του οποίου η πρώτη δημοσίευση ήταν ανεύρετη όταν ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος έκανε την κριτική του έκδοση -δεν ξέρω αν έχει βρεθεί στη συνέχεια, πάντως στην Εθνική Βιβλιοθήκη το φύλλο της 25/12 δεν υπάρχει, ενώ στο φύλλο της προηγούμενης μέρας βλέπουμε την αναγγελία του διηγήματος.

Πέρα από τον «γείτονα με το λαγούτο», τον τουρκομερίτη Βαγγέλη, οι άλλοι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι όλες γυναίκες, που νοικιάζουν ετοιμόρροπα δωματιάκια σε μια κοινή αυλή. Ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει τους μικροκαβγάδες τους με οξυμένο αυτί -θυμίζει, από την άποψη αυτή τις Κουκλοπαντρειές, ένα άλλο αθηναϊκό διήγημα.

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πολλά χρόνια στου Ψυρρή, στην οδό Αριστοφάνους. Η μάντρα με τις κάμαρες του σημερινού διηγήματος βρίσκεται, σύμφωνα με το διήγημα, σε μια μικρή πάροδο ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση. Εδώ εννοείται η βρύση του Τάτση (δηλαδή του Τάκη, αν σκεφτούμε τον παλαιοαθηναϊκό τσιτακισμό) που βρίσκεται στη σημερινή οδό Τάκη, εκεί κοντά. Η Βλασαρού, όπου μετακόμισε ο Βαγγέλης, είναι εκκλησία και γειτονιά που απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε στη δεκ 1930 με τις ανασκαφές της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς.

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Βαγγέλης τραγουδάει «κουτσαβάκικα» τραγούδια. Οι φίλοι του ρεμπέτικου θα αναγνωρίσουν στίχους αδέσποτων και παραδοσιακών τραγουδιών. Επίσης, χρησιμοποιεί και μερικές τουρκικές παροιμίες, αλλά τις εξηγεί αμέσως πριν ή μετά.

Σημειώνω ότι την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι (και γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι) δεν ήταν μόνιμοι, κι έτσι ήταν χρήσιμο ή και απαραίτητο για τον διορισμό το λάδωμα κάποιου, οπως αναφέρεται και στην κατακλείδα του διηγήματος.

Εξηγώ μερικές λέξεις στο τέλος. Το κείμενο το έχω πάρει από τον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.

Μπορείτε επίσης να ακούσετε το διήγημα, εδώ.

 

Ὁ Γείτονας μὲ τὸ λαγοῦτο (1900)

Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.

Ποτὲ δὲν ἤρχετο ὡρισμένην ὥραν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πότε πολὺ ἐνωρίς, πότε πολὺ ἀργά, ἄλλοτε ἔλειπεν ὅλην τὴν νύκτα κ᾽ ἐκοιμᾶτο τὴν ἡμέραν. Πότε ἦτον νηστικός, πότε ἐφαίνετο νὰ εἶναι «ἀποκαής»*. Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν ἔπινε χασίς, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔπινε πολὺ ρακί. Ἦτον Τουρκομερίτης. Ὠνομάζετο Βαγγέλης.

Τὰ ἄλλα οἰκήματα, ἓξ-ἑπτὰ δωμάτια χαμόγεια, εἰς γραμμήν, ὅλα παμπάλαια, τρῶγλαι, ἄλλα χωρὶς παράθυρα, ὅλα σχεδὸν μὲ σαθροὺς τοὺς τοίχους, κατείχοντο ἀπὸ διαφόρους. Ὑπῆρχον δύο ἢ τρεῖς μπεκιάρηδες, μία οἰκογένεια μὲ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζῶσα κατὰ τὸ φαινόμενον ὁλομόναχη· καὶ τὸ μέσα δωμάτιον εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς κατεῖχεν ἡ σπιτονοικοκυρὰ κυρα-Γιάνναινα, χήρα μὲ τὴν κόρην της, τὴν Δημητρούλαν. Ἡ μάνδρα μὲ τὰ πενιχρὰ οἰκήματα ἔκειτο εἴς τινα πάροδον, ἀνάμεσα στοῦ Ψυρρῆ καὶ στοῦ Τάτση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 98 Σχόλια »

Ο κουρνάζος δεν κουρνιάζει

Posted by sarant στο 13 Μαΐου, 2022

Στοιχηματίζω πως τη λέξη του τίτλου πολλοί την ξέρουν αλλά ελάχιστοι τη χρησιμοποιούν ενεργητικά. Την ξέρουν, επειδή ακούγεται σε δυο πασίγνωστα τραγούδια, αλλά αυτό δεν αρκεί για να τη χρησιμοποιούν ενεργητικά (αν κάνω λάθος, διορθώστε με).

(Κατά σύμπτωση χτες ο Κουραφέλκυθρος ξεκίνησε στη σελίδα του στο Φέισμπουκ μια συζήτηση με λέξεις που τις ξέρουμε μόνο από τραγούδια ή από τίτλους βιβλίων, χωρίς ενεργητική χρήση. Θα δω μήπως τα πορίσματα της συζήτησης δίνουν υλικό για άρθρο).

Άλλωστε κανένα από τα μεγάλα γενικά λεξικά μας, αν δεν σφάλλω, δεν την λημματογραφεί -και δεν νομίζω ότι πρέπει να το θεωρήσουμε παράλειψη των λεξικών. Είναι λέξη που έχει παλιώσει, που ίσως θα είχε τη θέση της σε ένα λεξικό του μεσοπολέμου ή σε ένα λεξικό της αργκό -και πράγματι τη βρίσκουμε π.χ. στο Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση ή στο Λεξικό της Πιάτσας του Καπετανάκη. Τη βρίσκουμε και στο slang.gr.

Κουρνάζος είναι ο έξυπνος, ο ανοιχτομάτης, ο παμπόνηρος· από το τουρκικό kurnaz, που σημαίνει τον πονηρό· νομίζω πως υπάρχει μια μετατόπιση του νοήματος, αφού στα ελληνικά η λέξη έχει πιο θετική απόχρωση. Όπως λέει ο Καπετανάκης: Κουρνάζος είναι ο παμπόνηρος· ο έξυπνος επί καλώ· ο μπερμπάντης (άλλη μια λέξη για την οποία θα μπορούσαμε να γράψουμε άρθρο.

Στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται (2011) είχα χαρακτηρίσει τη λέξη κουρνάζος «ζωντανή και πασίγνωστη» -ίσως έπρεπε να μετριάσω κατά ένα κλικ την εκτίμησή μου αυτή, και στα δύο σκέλη. Αλλά αυτό θα μου το πείτε κι εσείς.

Όπως είπα πιο πριν, ο κουρνάζος περιλαμβάνεται σε δυο πολύ γνωστά τραγούδια. Πρώτο χρονολογικά είναι ο , «Αραμπατζής» του Μάρκου Βαμβακάρη, τραγούδι προπολεμικό, του 1934, που μου αρέσει πολύ.

Πάντα σε συλλογίζουμαι, ντερβίση αμαξά μου
είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου.

Κι έπειτα, έχουμε το γνωστότερο και πολύ μεταγενέστερο Βαπόρι απ’ την Περσία του Τσιτσάνη, με τη ρητορική ερώτηση «Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος την πληρώνει;».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , | 136 Σχόλια »

Κοσμικά – σερέτικα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2022

Θα παρουσιάσω σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο πάνω σε ένα εύθυμο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου. Ωστόσο, ο Κόρτο δεν περιορίστηκε στο να πληκτρολογήσει το χρονογράφημα του Ψαθά ή έστω να το σχολιάσει σε εισαγωγή και επίλογο, αλλά πρόσθεσε επίσης ένα απόσπασμα από ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ψαθά, οπως και ένα παρεμφερές χρονογράφημα του Δημ. Γιαννουκάκη -κι έτσι εμπλούτισε πάρα πολύ το αρχικό κείμενο.

Μια και ο Κόρτο έχει γράψει και εισαγωγή, εγώ δεν θα πω τίποτε άλλο, του δίνω ευχαρίστως τον λόγο. Προσθέτω μόνο μερικά γιουτουμπάκια σε λινκ. Αλλά επειδή εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω ότι το κείμενο έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, τόσο ως προς τη μίμηση της διανθισμένης με γαλλικά ιδιολέκτου των νεόπλουτων ή τις παρατηρήσεις του Ψαθά για τα ρήματα σε -άρω, όσο και ως προς την αναφορά στο επιφώνημα «Ιφ» (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο).

Εισαγωγή

Τον σφετερισμό του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ και μάλιστα από κάποιους εκ των «πλουτισάντων επί Κατοχής» θίγει ο Δημήτρης Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Κοσμικά – σερέτικα». Στο κείμενο στηλιτεύεται η υποκριτική μεταστροφή ενός κόσμου που ενώ μέχρι πρόσφατα περιφρονούσε και επιτίθετο σε οτιδήποτε λαϊκό και ελληνικό, ακόμα και στην γλώσσα μας, εκ των υστέρων υιοθέτησε συνήθειες συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας που κανονικά ήταν ταυτισμένες με τα λαϊκά στρώματα –εκτοπίζοντας τα τελευταία από τους δικούς τους φυσικούς χώρους.

Το κείμενο αντλήθηκε από αχρονολόγητο τόμο ανθολόγησης δημοσιευμάτων του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Από την εύθυμη πλευρά», εκδόσεις Μαρή (πιθανώς επανέκδοση). Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι μία έκδοση με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 1960. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί η ακριβής χρονολόγηση και το φύλλο της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το εν λόγω χρονογράφημα. Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα. Οπωσδήποτε η χρονολόγηση του ακολούθου κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1948, δεδομένου ότι το τραγούδι «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» (ή αλλιώς «η ντερμπεντέρισσα») του Βασίλη Τσιτσάνη και του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε στις 18/10/1947, σε ερμηνεία της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του συνθέτη (η σχετική πληροφορία από τον ιστότοπο rebetiko sealabs).

  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ρεμπέτικα, Συνεργασίες, Χρονογραφήματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , | 214 Σχόλια »

Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 21 Ιουνίου, 2021

Πριν από δέκα μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια συνεργασία  του φίλου μας του Κόρτο για την αντιμετώπιση ορισμένων πολύκροτων εγκλημάτων από το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου, και τότε είχα αναφέρει ότι επρόκειτο για πρόγευση μιας εκτενέστερης μελέτης του. Σήμερα, που είναι αργία (για ορισμένους, τουλάχιστον) και άρα έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα, δημοσιεύω αυτή την εκτενέστερη μελέτη, προσθέτοντας μόνο ένα γιουτουμπάκι του Χιώτη. 

Καμαρώνω που το ιστολόγιο στάθηκε αφορμή για μια τόσο αξιόλογη μελέτη, με υλικό που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Καθώς τη διαβάζω, συλλογίζομαι ότι πολλές της παράγραφοι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτοτελή άρθρα. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με τα δικά μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.

 

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ’ ΣΑΙ ΜΑΓΚΙΣΣΑ

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΚΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΠΗΧΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ – ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50)

Προλεγόμενα

Το κάτωθι άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μία σταχυολόγηση μοτίβων στα οποία απεικονίζεται η γυναίκα του μάγκικου κοινωνικού στρώματος, κατά την διάρκεια ακμής του φαινομένου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1950. Οι αναφορές εξάγονται κατά κύριο λόγο από το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και από άλλες μορφές συναφούς τέχνης λαϊκής εμπνεύσεως ή απηχήσεως, όπως και από ορισμένες δημοσιογραφικού ή ιστορικού τύπου πληροφορίες. Το ζητούμενο είναι η απόδοση των κυριότερων στοιχείων με τα οποία τυποποιήθηκε η μάγκισσα, όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μία επιτομή λαογραφικών καταγραφών, αφού επικεντρώνεται στην μελέτη του αστικού λαϊκού μας πολιτισμού -και όχι μία εργασία κοινωνιολογικού περιεχομένου, η οποία θα απαιτούσε μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.

Όπως και στο σχετικό άρθρο της 11/ 6/ 2021, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο για την παρότρυνσή του να συντάξω το κείμενο και για την προθυμία του να το δημοσιεύσει. Ευχαριστώ εξίσου τον φίλο Γιάννη Ιατρού, και όσους φίλους σχολιαστές του παρόντος ιστολογίου έδειξαν ενδιαφέρον για μία τέτοια δημοσίευση. Και ακόμα οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος προθύμως μας προσέφερε πολύτιμο υλικό για την Ειρήνη την τεκετζού και για την Μαρία Γουλανδρή από το προσωπικό του αρχείο.

 

Τι εστί μάγκισσα

Το σημασιολογικό εύρος του όρου «μάγκας» και των συνωνύμων του βρίσκεται σε σχεδόν ισότιμη αναλογία με την σημασία των αντιστοίχων θηλυκών τύπων. Η μάγκισσα, η μόρτισσα, η μαγκίτισσα, η μαγκιόρα (ή μαγγιώρα), η αλανιάρα, η ντερβίσαινα, η ντερμπεντέρισσα, η ασίκισσα, η βλάμισσα, η μποέμ και η μποέμισσα, αλλά και κατά κάποιον τρόπο και η μπαγιαντέρα, η σατράπισσα και ο θηλυκός σατράπης, καθώς και ένα πλήθος άλλων σχετικών λέξεων, λίγο πολύ χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο αδιακρίτως, περιγράφοντας γυναίκες με διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά γνωρίσματα. Στα ρεμπέτικα τραγούδια και στον σχετιζόμενο λαογραφικό πλούτο της εποχής της δημιουργίας τους (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 περίπου) παρουσιάζεται μία ποικιλία γυναικών οι οποίες ανήκουν σε διάφορες ανθρωπολογικές ταξινομήσεις. Αναφέρονται εργαζόμενες (εργάτριες, δούλες, παραμάνες, μοδίστρες, πλύστρες, μικροπωλήτριες κλπ) ή άεργες. Παρουσιάζονται άγαμες, χήρες, ζωντοχήρες ή παντρεμένες. Άλλες είναι παραβατικές ή περιθωριακές και άλλες έντιμες, ενταγμένες στην ευρύτερη λαϊκή κοινωνία. Ως προς την καταγωγή καταγράφονται προσφυγοπούλες ή ντόπιες, από διάφορα μέρη της Ελλάδος – αλλά ακόμα και ξένες. Σε χαρακτηρολογικό επίπεδο γίνεται λόγος για κουτσομπόλες, τσιγκούνες, σπάταλες, γκρινιάρες, επιθετικές, παιχνιδιάρες, καλόκαρδες, ερωτικές, σοβαρές, έκλυτες, πιστές ή άπιστες, άλλες που είναι δύσκολες στην επιλογή γαμπρού και άλλες που επιδιώκουν εντόνως στεφάνι.

Σε πολλές από αυτές τις γυναίκες, όχι όμως σε όλες, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της μάγκισσας ή των σχετικών συνωνύμων πολυτρόπως. Σε κάθε περίπτωση ως μάγκισσα νοείται γυναίκα των μεσαίων λαϊκών έως και των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αν και είναι εξαιρετικώς δύσκολο να διατυπωθεί μία πλήρης κατηγοριοποίηση των σημασιών της λέξης, ωστόσο -με έναν μεγάλο βαθμό γενίκευσης- διακρίνονται οι εξής τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται:

  • ως επιθετικός προσδιορισμός για την προσωπικότητα μίας γυναίκας, κυρίως με επαινετικό πρόσημο (αν και όχι πάντα) σε σχέση με την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πνεύμα ελευθερίας και την ευθύτητα της ή σε σχέση με την εξυπνάδα και την πονηριά της , η λεγόμενη καταφερτζού.
  • ως επαινετικός χαρακτηρισμός για την γοητεία και την ομορφιά μίας γυναίκας, όμως δύσκολης για ερωτική κατάκτηση, τρόπον τινά γυναίκα του μπελά, ασχέτως της κοινωνικής της τοποθέτησης.
  • με την σημασία της μερακλούς, της γυναίκας που ζει ή θέλει να ζει ανέμελα, προτάσσοντας την διασκέδαση, το κέφι και την καλοπέραση, αντί την τακτοποιημένη καθημερινότητα. Τρόπον τινά το πλησιέστερο συνώνυμο είναι η μποέμισσα.
  • ως συνώνυμο της ρεμπέτισσας, της γυναίκας του λαϊκού τραγουδιού και γενικότερα των λαϊκών καλλιτεχνίδων. Αυτός ο προσδιορισμός όμως είναι μάλλον προβληματικός, διότι οδηγεί σε παρερμηνείες.
  • με την σημασία της γυναίκας του περιθωρίου ή του υποκόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθεί παραβατικές ή ανήθικες πρακτικές οποιασδήποτε μορφής. Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ο χαρακτηρισμός που πλησιάζει περισσότερο στην πρωταρχική σημασία της λέξης «μάγκας».

Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια δεν φαίνεται να προηγείται χρονικώς σε σημαντικό βαθμό κάποια από αυτές τις σημασιολογικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα ήδη το 1919 ο Τούντας στο τραγούδι «η εύθυμος χήρα», ή αλλιώς «η ζωντοχήρα» με ερμηνεία της Μαρίας Σμυρναίου (δεύτερη εκτέλεση το 1926 ως «η μόρτισσα» με τον Βαγγέλη Σωφρονίου), η λέξη «μόρτισσα» χρησιμοποιείται κυρίως ως έκφραση προσδιοριστική των ερωτικών θέλγητρων μίας μικρής: «Μια μόρτισσα θεότρελη τσαχπίνα και τσακίρα/ μ’ έχει σηκώσει το μυαλό έμορφη ζωντοχήρα». Στον εν λόγω στίχο δεν προτάσσονται ιδιαίτερα κοινωνιολογικά γνωρίσματα της «μόρτισσας», παρά μόνον στοιχεία της τσαχπίνικης προσωπικότητάς της. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται σε διάφορα άλλα ρεμπέτικα, π.χ. «η βλάμισσα» του Γιοβάν Τσαούς (1936 με τον Στελλάκη Περπινιάδη): «Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στην Δραπετσώνα/ για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκκώνα» ή «η μάγκισσα», αλλιώς «με έκαψες ρε μάγκισσα», επίσης του Γιοβάν Τσαούς (1936 πάλι με τον Στελλάκη): «Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου/ με μια μονάχα σου ματιά, μου καις τα σωθικά μου».

Πολλές φορές όλες αυτές οι σημασίες της «μάγκισσας» και των συνωνύμων της εμφανίζονται στον αστικό λαϊκό πολιτισμό συνδυαστικά ή και συγκεχυμένα, ενίοτε με κάποιον βαθμό ασάφειας.

 

Εγώ το πίνω το κρασί, μ’ οκάδες, με γαλόνια και ώρες είν’ μου φαίνεται να βάλω πανταλόνια

Το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα της μαγκιάς έχει περιγραφεί, τυποποιηθεί και απεικονιστεί σε δεκάδες τραγούδια, μαρτυρίες, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα (τζογέ παντελόνι, μυτερά στιβάνια, ζωνάρι, καβουράκι ή τραγιάσκα, μαχαίρι, κομπολόι κλπ). Αντιθέτως στην περίπτωση της μόρτισσας δεν φαίνεται να έχουν σχηματοποιηθεί τυπικά γνωρίσματα ντυσίματος και εμφάνισης. Οι γυναίκες αυτών των κοινωνικών κατηγοριών μάλλον φαίνονται να ακολουθούν την γενικότερη λαϊκή γυναικεία μόδα του άστεως. Ο γυναικείος καλλωπισμός αποτυπώνεται σε διάφορα λαϊκά τραγούδια: «στου Βύρων το συνοικισμό/ μια χήρα είκοσι χρονώ/ με μάτια σουρμελίδικα/ γλυκά και σεβνταλίδικα» ακούγεται στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα (μία ηχογράφηση το 1931 με τον Νταλγκά και μία δεύτερη το 1932 με τον Στέφανο Βαζαίο). Οι νέες γυναίκες των αστικών κέντρων του μεσοπολέμου περιποιούνται και βάφουν τα μαλλιά τους1: «Περμανάτες και αρλούμπες, μπούκλες και μυστήρια/ κι υποφέρουν, στο Θεό τους, χίλια δυο μαρτύρια/ για να γίνεται ωραία κάθε μια αλητήρια» ακούγεται στο τραγούδι «Τα ξανθά είναι της μόδας» του Κώστα Καρίπη (1934 με την Ρόζα Εσκενάζυ). Η αξία των κοσμημάτων που φορούν είναι ανάλογη της οικονομικής δυνατότητάς τους: «Στα χέρια σου δυο ψεύτικα έβαλες δαχτυλίδια» γράφει ο Πετροπουλέας στο τραγούδι «η αριστοκράτισσα» σε μουσική του Δημήτρη Σέμση (1937 με τη Τασία Βρυώνη και διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό το 1938 ως «εγώ για σένα ξενυχτώ»). Στο τραγούδι «θα σε κλέψω θα σε πάρω» με στίχους του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σκαρβέλη πάνω σε παραδοσιακή μελωδία (1940, με τον Χατζηχρήστο και τον Μάρκο) διακρίνεται μία ειρωνεία προς την μεγαλομανία των λαϊκών κοριτσιών: «παπούτσια θέλεις να φοράς, σα πολυκατοικία, Ελενίτσα μου/ να σε λένε γκραν κυρία, βρε κουκλίτσα μου».

Έως και στα τέλη του 19ου αιώνα τα μακριά γυναικεία φουστάνια έκρυβαν τα πόδια των ωραίων κορασίδων, η δε θέα γυμνής γυναικείας γάμπας προκαλούσε τον ανδρικό ενθουσιασμό. Ο Τίμος Μωραϊτίνης στις αναμνήσεις του από την παλαιά Αθήνα, μας παραδίδει το λαϊκό δίστιχο: «Είδες γάμπα, τα ποτήρια σπάστα»2. Αλλά οι πολύπλοκες και πλούσιες γυναικείες εμφανίσεις με τα δαντελωτά φουστάνια, τα επιβλητικά καπέλα, τα βέλα, τις κορδέλες και τους κορσέδες, έχουν αρχίσει ήδη να παρέρχονται από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: «Κάτου τα βέλα και τα καπέλα, και η νουβέλ και τα φτερά και τα μωρά/ δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά» τραγουδάει «η νέα γυναίκα» σε μία εκδήλωση χειραφετήσεως, στο ομώνυμο επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, διασκευή ιταλικής μελωδίας του Vincenzo Di Chiara, με στίχους του Μπάμπη Άννινου και του Γιώργου Τσοκόπουλου (1909, Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης και 1924 με ερμηνεία της Σωτηρίας Ιατρίδου).

Έτσι στα χρόνια μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η γυναικεία μόδα γίνεται όλο και πιο απλή και συνάμα πιο αποκαλυπτική. Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια αυτή η τάση θα γίνει δεκτή με τρόπο περιπαικτικό αλλά όχι αυστηρά επικριτικό. Οι νέες εμφανίσεις γεννούν ερωτικούς παλμούς. Στο τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση «οι γαμπίτσες» (στην εκδοχή του 1933 με την Μαρίκα Πολίτισσα – άλλη μία ηχογράφηση το ίδιο έτος με τον Ρούκουνα) ακούγεται: «Η γαμπίτσα σου με σφάζει/ την καρδιά μου την σπαράζει/ και οι μπούκλες στα μαλλιά σου/ μ’ έφεραν στην γειτονιά σου». Στο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «δίχως κάλτσες περπατούν» (1934 με την Ρόζα) τα τσαχπίνικα και σκερτσοπαιχνιδιάρικα κορίτσια έχουν ελευθεριάζουσα συμπεριφορά: «και τη μόδα κυνηγούν, δίχως κάλτσες περπατούν». Παρομοίως «των κοριτσιών εφαίνονται οι όμορφες γαμπίτσες/ μα δεν τους κακοφαίνεται/ φορούν κοντές ρομπίτσες» γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο χιουμοριστικό σεξουαλικό ρεμπέτικο «μου φαίνεται» (1935 με τον Ρούκουνα και την ίδια χρονιά με τον Στελλάκη).

Οι μόρτες βέβαια, Αθηναίοι, Πολίτες, Σμυρνιοί κλπ, ανακατεμένοι επί χρόνια με τις ημίγυμνες αλανιάρες του υποκόσμου αρέσκονται να αντικρίζουν γυναίκες με προκλητικές εμφανίσεις: «Μη μου χαλάς τα γούστα μου/ και πάρε μου τα ούλα/ κι άφες τα στήθια σου ανοιχτά/ να βλέπω την τρεμούλα» τραγουδάει ο Πωλ Γαδ στην διασκευή του «γιαφ γιουφ» με τίτλο «τα κούναγα» (1929, με τον Γαδ και την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Πόλη). Αλλά και ο γνήσιος μάγκας και μέγας ρεμπέτης Μανώλης Χιώτης μεταπολεμικά θα γράψει το τραγούδι «με την μακριά σου φούστα» (1948, με την Χασκήλ και τον συνθέτη), όπου παραπονείται: «Με τη μακριά σου φούστα/ μου χαλάς όλα τα γούστα/ γιατί κρύβεις, βρε τσαχπίνα/ τη γαμπίτσα σου τη φίνα».

Γενικώς οι μάγκες αγαπούν τις καλοντυμένες γυναίκες. «Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη καλοντυμένη» λέει ο Τσιτσάνης στο τραγούδι «αγαπώ μια παντρεμένη» (1939, με τον Στράτο και τον συνθέτη). Και ο Κηρομύτης στο τραγούδι «ντυμένη σαν αρχόντισσα» (1940 με τον συνθέτη και την Γεωργακοπούλου) θαυμάζει την μάγκισσα που είναι μαζί του: «Ντυμένη σαν αρχόντισσα / μαζί μου να γυρίζεις/ να πίνεις σαν παλιός μπεκρής, κουκλάκι μου/ με σκέρτσο να καπνίζεις/ Να βάζεις τη φουστίτσα σου/ με γούστο και μεράκι/ και στο ποδάρι να φοράς, τσαχπίνα μου,/ το πιο καλό γοβάκι». Σε μία αντίθετη περίπτωση ο Χιώτης στενοχωρείται και προσπαθεί να νουθετήσει την όμορφη πλην αφημένη και κακοντυμένη κοπέλα, στο τραγούδι του «παράξενη κοπέλα» (1950, με την Νίνου, τον Νίκο Βούλγαρη και τον συνθέτη): «Τι μυστήριο κορίτσι είσαι ’συ/ μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη/ μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή/ κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη».

Παράλληλα με την κυρίαρχη λαϊκή μόδα, κάποιες λεπτομέρειες θα φέρουν τις γυναίκες της μαγκιάς εμφανισιακά κάπως πιο κοντά στο στυλ του αγοροκόριτσου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαρέγκλιτο στοιχείο τυποποίησης. Κάποιες μόρτισσες κόβουν τα μαλλιά τους αλά γκαρσόν, όπως φαίνεται στην πρόζα του επιθεωρησιακού «το μορτάκι» του Ζάχου Θάνου (εκδοχή του 1928, με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και την Λίζα Κουρούκλη):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δύο φύλα, Ερωτικά, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 122 Σχόλια »

Η γυναίκα που σκοτώνει και άλλες αιματοβαμμένες ιστορίες (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 11 Ιουνίου, 2021

Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.

Η σημερινή συνεργασία αρχικά εντασσόταν σε μια ευρύτερη μελέτη, που είχε ως θέμα την αντιμετώπιση της γυναίκας στο ρεμπέτικο τραγούδι. Επειδή όμως η μελέτη εκείνη ήταν πολύ μεγάλη και η ενότητα που θα δούμε σήμερα είναι αυτοτελής, έκρινα προτιμότερο να μετατραπεί σε αυτόνομο άρθρο, ως πρόγευση, και την ευρύτερη μελέτη να τη δούμε σε επόμενη ευκαιρία.

Όσο για τον τίτλο, ας πούμε ότι ήταν τόσο σπάνιες οι ανθρωποκτονίες με δράστρια κάποια γυναίκα, που εύλογο ήταν να προκαλούν το μεγάλο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης -και των ρεμπέτηδων που εδώ λειτουργούσαν χρονογραφικά.

Δεν λέω περισσότερα, δίνω τον λόγο στον Κόρτο.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ

και άλλες αιματοβαμμένες ιστορίες

Η αφορμή για την σύνταξη του ακόλουθου άρθρου δόθηκε μέσα από διαδικτυακή συζήτηση στο παρόν ιστολόγιο στις 9/4/ 2021, κατόπιν προτροπής του φίλου Γιάννη Ιατρού, τον οποίον ευχαριστώ ιδιαιτέρως, όπως επίσης και τους άλλους φίλους σχολιαστές οι οποίοι εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για την σύνταξη ενός κειμένου τέτοιας θεματολογίας. Επίσης απευθύνω ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος βοήθησε στην διερεύνηση της υπόθεσης του εγκλήματος στην Καισαριανή και επίσης παρείχε σημαντικά στοιχεία για την δολοφονία του Καλαματιανού. Και βέβαια ευχαριστώ πολύ τον Νίκο Σαραντάκο, τόσο για την παρότρυνσή του να γράψω το κείμενο, όσο και για την ευγενική του προσφορά να φιλοξενήσει την δημοσίευση!

Εισαγωγή: απεικονίσεις του φόνου στα τραγούδια λαϊκής απηχήσεως

Ο φόνος, το έγκλημα και ο δραματικός θάνατος αποτελούν διαχρονικά στοιχεία της λαογραφίας μας ήδη από την εποχή του δημοτικού τραγουδιού. Κατ’ αναλογία στο αστικό λαϊκό τραγούδι, το λεγόμενο ρεμπέτικο, εμφανίζονται αναφορές σε αόριστα ή συγκεκριμένα εγκλήματα και σκοτωμούς. Τα πραγματικά περιστατικά φόνων που καταγράφονται στα ρεμπέτικα άλλοτε έχουν σχέση με τον υπόκοσμο και τον χώρο της μαγκιάς, όπως οι περιπτώσεις του Σακαφλιά (ή Σαρκαφλιά) και του Πίκινου, και άλλοτε αφορούν πρόσωπα των οποίων η δολοφονία προκάλεσε την λαϊκή συγκίνηση (π.χ. Γυφτοδημόπουλος). Τα ληστρικά τραγούδια όπου περιγράφεται το τραγικό τέλος γνωστών ληστάρχων ή κλαριτών της εποχής του Μεσοπολέμου (Γιαγκούλας, Γκαντάρας, Μπαμπάνης, Γιαγιάδες κλπ) αποτελούν μία αυτόνομη κατηγορία. Ωστόσο δημοτικοφανούς ύφους θρηνητικά άσματα για αδικοσκοτωμένους έγραψαν και συντελεστές του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως τα δύο τραγούδια για τον Σωτήρχαινα (1934, ένα του Καρίπη με τον Παπασιδέρη και ένα του Κώστα Φαλτάιτς με τον Γιώργο Μεϊντανά). Βεβαίως πραγματικά εγκλήματα ή τραγικά περιστατικά καταγράφονται και σε δυτικότροπα ή ελαφρά αστικά τραγούδια του Μεσοπολέμου, τα οποία αγαπήθηκαν εξίσου από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από την όλη διερεύνηση των ασμάτων αυτών, όπως και του συνδεόμενου λαογραφικού και δημοσιογραφικού υλικού, ειδικό ενδιαφέρον εμφανίζουν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν γυναίκες -δικαίως ή αδίκως- άλλοτε ως φυσικοί και άλλοτε ως ηθικοί αυτουργοί. Επιπλέον αξιοπρόσεχτα είναι ορισμένα περιστατικά εγκλημάτων τα οποία έλαβαν χώρα στο περιβάλλον του ρεμπέτικου, αλλά παραδόξως δεν καταγράφηκαν σε τραγούδια. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη των εγκλημάτων αυτών αποκαλύπτει πολλές πτυχές της διαμόρφωσης της νεώτερης λαογραφίας μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , , , | 93 Σχόλια »

Η καρδιά μου δεν ισορρόπα

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2021

Ένα μικρό άρθρο σήμερα, για ένα ραμόνι -όπως λέμε στο ιστολόγιο τα παρακούσματα τραγουδιών, του τύπου «με βιολί σαν του Ροβιόλη, θα χορέψουν κι οι διαβόλοι», ενώ κανονικά ο στίχος του Φέρρη λέει «με βιολί σαντουροβιόλι». Κι επειδή το σαντουροβιόλι είναι λέξη που δεν την ξέρουν όλοι, κάποιοι την αναλύουν λάθος και φαντάζονται πως υπήρξε κάποιος δεξιοτέχνης βιολιστής ονόματι Ροβιόλης. Αλλά αυτά τα ξέρετε, τα έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, ας πούμε σε αυτό το παλιότερο άρθρο.

Πριν από μερικές μέρες κυκλοφόρησε στο Τουίτερ το εξής τιτίβισμα:

Σήμερα έμαθα ότι το τραγούδι λέει «Ώπα, καρδιά μου ισορρόπα» κι όχι ώπα η καρδιά μου η σορόπα.

ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΜΟΝΗ ΜΟΥ

Παραλείπω το (γυναικείο) χρηστώνυμο, διότι δεν έχει νόημα να μεταφέρουμε συζητήσεις από άλλα μέσα -και, έτσι κι αλλιώς, η άποψη είναι διαδεδομένη. Επίσης, αλλάζω το «ώπα» σε «όπα» χωρίς να αλλάζει τίποτα.

Αν δεν είναι ειρωνικό, η κυρία που το έγραψε ομολογεί με συντριβή το λάθος μέσα στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια, όταν νόμιζε ότι το γνωστό τραγούδι λέει «Όπα, η καρδιά μου η σορόπα» -και μόνο πρόσφατα είδε το φως της ή μάλλον άκουσε το σωστό, που είναι, όπως μας λέει, «Όπα, καρδιά μου ισορρόπα».

Για να πούμε την αλήθεια, ανάλογη «αποκάλυψη» συμβαίνει συχνά με τα ραμόνια. Κάθε φορά που δημοσιεύω άρθρο για ραμόνια, όπως το άρθρο για τον Ροβιόλη που λέγαμε (το έχω βάλει 2-3 φορές ήδη) πάντοτε βρίσκεται κάποιος που λέει «Μη μου πείτε ότι το τραγούδι λέει ‘σαντουροβιόλι’ κι όχι ‘σαν του Ροβιόλη’!» (ή: μη μου πείτε ότι λέει «στην οδό γράφει μόνος» κι όχι «στην οδό Γραφημώνος» κτλ.)

Μόνο που εδώ, έχουμε ανάποδο ραμόνι (ινομάρ). Θέλω να πω, το τραγούδι όντως λέει «η καρδιά μου η σορόπα», επομένως η φίλη τιτιβίστρια κακώς διορθώθηκε δηλ. κακώς πίστεψε ότι τόσον καιρό το άκουγε λάθος!

Βέβαια, ξαναλέω, μπορεί και να το γράφει ειρωνικά. Όμως έχω συναντήσει πολλούς στο Διαδίκτυο που πιστεύουν ότι όντως το σωστό είναι «ισορρόπα» και όχι «η σορόπα», όπως θα δούμε στη συνέχεια, οπότε το πιθανότερο (και το απλούστερο) είναι να το πάρουμε τοις μετρητοίς, ότι το εννοεί.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, διότι είπα πιο πάνω «το γνωστό τραγούδι» χωρίς να αναφέρω για ποιο πρόκειται. Μπορεί να είναι πασίγνωστο, τουλάχιστον για τους παλιότερους σαν κι εμένα, αλλά ίσως κάποιοι να μην το ξέρουν -ή να μην έχουν αναγνωρίσει τους στίχους, για ποιο τραγούδι πρόκειται.

Είναι ένα αρχοντορεμπέτικο, που θα το θυμόμαστε κυρίως από την επανεκτέλεση της Βίκης Μοσχολιού, αλλά λέω να το ακούσουμε σε απόσπασμα από την εξαιρετική κωμωδία Ένα βότσαλο στη λίμνη με τον Βασίλη Λογοθετίδη (1952):

Ο τίτλος είναι «Άλα!» αλλά αρκετά συχνά αναφέρεται επίσης «Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα». Μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ, στίχοι των Αλέκου Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου.

Οι στίχοι:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κινηματογράφος, Λεξικογραφικά, Μεταμπλόγκειν, Ραμόνια, Ρεμπέτικα, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 119 Σχόλια »

Η ρεβάνς (διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα)

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2021

Διήγημα του Σκαριμπα δεν έχουμε βάλει ποτέ στο ιστολόγιο. Την παράλειψη αυτή τη θεραπεύουμε σήμερα χάρη στην πρωτοβουλία του φίλου μας του Κόρτο, που μας δίνει μάλιστα ένα διήγημα δυσεύρετο, τουλάχιστο σε αυτή τη μορφή που το δημοσιεύουμε. Αφορμή ήταν η αναφορά, στο ιστολόγιο, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Γίνομαι άντρας» του Παναγιώτη Τούντα.

Ο Κόρτο έδωσε ολοκληρωμένη δουλειά, με πρόλογο δικό του, οπότε του δίνω αμέσως τον λόγο.

Το ακόλουθο διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα με τίτλο «η Ρεβάνς» εντοπίστηκε στον τόμο «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1955», ο οποίος ανήκε σε μία σειρά ετησίων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών εκδόσεων υπό την διεύθυνση του Αρ. Ν. Μαυρίδη με έδρα την Αθήνα (Θεμιστοκλέους 11). Ο εν λόγω τόμος είναι ο 12ος της σειράς.

Κατόπιν διερευνήσεως διαπιστώθηκε ότι το εκεί δημοσιευμένο διήγημα του Σκαρίμπα αποτελεί την πρωταρχική μορφή μίας μεταγενέστερης εκδοχής του, με τίτλο «Πατς και Απαγάι», η οποία περιλαμβάνεται σήμερα στην έκδοση «Ο κύριος του Τζακ/ Πατς κι απαγάι», από τις εκδόσεις Νεφέλη (1996, Αθήνα) με σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα και σε επιμέλεια της κ. Κατερίνας Κωστίου.

Από το πλούσιο και κατατοπιστικό σημείωμα της επιμελήτριας στην έκδοση της Νεφέλης μαθαίνουμε ότι η τελική μορφή του διηγήματος (ως «Πατς και απαγάι») δημοσιεύθηκε το 1957. Πρόκειται για μία εκδοχή πιο κατεργασμένη, με πιο συνεκτική δομή, χωρίς περιττές παρεκβάσεις και χωρίς λεπτομέρειες οι οποίες στην αρχική μορφή του διηγήματος ενδεχομένως προκαλούν απορίες. Από την κα Κωστίου μαθαίνουμε επίσης ότι ο ίδιος ο Σκαρίμπας είχε αντιρρήσεις σε σχέση με την επανέκδοση αρχικών μορφών των έργων του, όταν είχε ήδη προβεί σε δημοσίευση μίας τελικής, πιο κατασταλαγμένης εκδοχής. Μάλιστα όταν το 1976 οι εκδόσεις «Κάκτος» εξέδωσαν το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» σε μία ξεπερασμένη κατά τον συγγραφέα εκδοχή του 1960 (και εφόσον είχαν μεσολαβήσει στο μεταξύ δύο νέες επεξεργασμένες εκδόσεις, το 1961 και το 1973), ο συγγραφέας οργίστηκε με τον εκδότη και απαίτησε επανόρθωση του λάθους. Ας σημειωθεί ότι το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μέρος του «Πατς και Απαγάι» (ή τέλος πάντων της «Ρεβάνς»). Τα δύο κείμενα γίνονται πιο κατανοητά, τόσο ως προς την πλοκή, όσο και ως προς την λογοτεχνική τους συνάφεια, όταν διαβαστούν με την σειρά –ωστόσο η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή της «Ρεβάνς» μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο ανάγνωσμα.

Ωστόσο χωρίς να παραβλεφθούν τα παραπάνω, με επιφύλαξη έστω, θεωρήθηκε σκόπιμο να δημοσιοποιηθεί η αρχική μορφή του διηγήματος, («η Ρεβάνς») παρά τις πιθανές ατέλειές του σε σχέση με την μεταγενέστερη εκδοχή («Πατς και Απαγάι»), διότι αποτελεί ένα σπουδαίο φιλολογικό τεκμήριο: Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή είναι πολύ εκτενέστερη από την μεταγενέστερη και συνεπώς το διήγημα, έστω και ακατέργαστο, πέραν της λογοτεχνικής του αξίας, μάς παραδίδει έναν σημαντικό πλούτο λαογραφικών και γλωσσικών στοιχείων, κυρίως όσον αφορά την μάγκικη αργκό και τις εικόνες ενός Πειραιά, στα τελειώματα μιας εποχής κατά την οποία επιζούσαν ακόμη τα στερεότυπα μοτίβα του μεσοπολεμικού υποκόσμου. Αποτελεί δηλαδή ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα επιδράσεως της λαϊκής ή λαϊκότροπης καλλιτεχνικής παραγωγής (ρεμπέτικο τραγούδι, επιθεώρηση, μάγκικα χρονογραφήματα κλπ) στην λόγια μεταπολεμική λογοτεχνία. Χαρακτηριστικό προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και το γεγονός ότι στο διήγημα αναφέρονται δύο γνωστά λαϊκά/ ρεμπέτικα τραγούδια της επώνυμης δημιουργίας.

Οι υποσημειώσεις με αστερίσκο ανήκουν στον ίδιον τον Σκαρίμπα. Οι υποσημειώσεις με αριθμούς είναι δικές μου. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Το σκίτσο που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του Μιχάλη Νικολινάκου και απεικονίζει τον Σκαρίμπα. Ο Μιχάλης Νικολινάκος (1923-1994) υπήρξε διάσημος ηθοποιός του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη. Συγχρόνως υπήρξε ικανότατος ζωγράφος και σκιτσογράφος, συνεργάτης διαφόρων εντύπων. Ξεχωρίζουν οι καρικατούρες του και τα πορτραίτα του, ιδίως προσώπων του καλλιτεχνικού χώρου και της πολιτικής.

 

Η ΡΕΒΑΝΣ

Εκείνο τ’ απόγιεμα ήσαν όλα γλυκά κι’ όλ’ ανάκατα. Πού ήταν – τούτη- κρυμμένη η χαρά; Μα ήταν μια τρέλλα να της ξαναπαρουσιαστώ πάλι έτσ’ όμορφος –έτσι καγκελοφρύδης, σπαθάτος –σα νάχα κρυφά ξεκαρφιτσωθεί (και δραπέτεψα) από κάνα κουτί ζαχαράτων. Η μέση μου –δαχτυλένια- με χώριζε σαν καμμιά σφήκα στα δύο μου, και τα μαλλιά μου (τσουλούφι –φλου- με αφέλειες) μ’ έδειχναν σαν κοριτσίστικο αγόρι… Αμάν, αδερφάκι· το πρόσωπό μου είχε το σχήμα καρδιάς.

Ξεμπαρκάροντας, άναψα κι’ ένα –μεγκλάν- τσιγαράκι.

Στη στροφή του δρόμου –εκεί- κοντοστάθηκα, κι’ έρριξα τη ματιά μου του μάκρου. Η θάλασσα εβόα. Οι γλάροι πάνωθε βούταγαν κάθετα, ίδιες βολίδες, στα κύματα, και στο Νοτιά τα πρώτα σύννεφα ανέβαιναν πάνω απ’ τα όρη σαν χνώτα. Σκέφτηκα τον καπτα-Γκίκα, στο κόττερο: «Νοτιοανατολικά, χαμηλόν φράγμα νεφών. (Θα κατέγραφε στο «Ημερολόγιό» του σκυμμένος). Δύσις, απειλητική…»

Και ξανάειδα, το καράβι μου -αρόδο. Γύρωθέ του, ο Σαρωνικός αφρολόγαε, στις χλαλοές του λεβάντε, ενώ αυτό –φουνταριστό- σκαμπανεύενε τραβερσομένο σταβέντο.

Τράβηξα μια βαθειά ρουφηξιά και τόξεψα τον καπνό –όξω- ίσια. Απέξαπόστειλα σφυριχτό –μπρος- το σάλιο μου. Σύγχρονα και τα βιολιά του φτινοπώρου, άρχισαν το σιγανό κούρντισμά τους. Το όλον μου, εμίλειε…

Ωστόσο, δεν παραστεκόμαν καλά. Είχ’ από ψες που σαν νάχα –λες- «τσιμπηθεί» που –Θέ μου και σχώρνα με- ένοιωθα κάποια λαχτάρα έσωθέ μου. Νάταν λες μόνο η ιδέα μου; Ή μην το «ύφον» μου έμπαινε ως είδος μόλυνση εντός μου; Θού Κύριε φυλακήν και λοιπά… Το φαΐ που με τάισε, ανάδινε μια ταγκίλα απ΄ το λάδι της, και τα ρούχα της «σπίρτιζαν» γιαχνισμένο κρεμμύδι.

Κι’ εγώ –τι οίστρος!- την τύλωσα εκειχάμω, σελέμης!…Κεφτεδάκια και πατσαδάκι γιαχνί: «Βρε Σταυρούλα, βρε κύλα μου κι’ άλλο κατοσταράκι ρετσίνα»…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 85 Σχόλια »

Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας

Posted by sarant στο 17 Σεπτεμβρίου, 2020

Θα δημοσιεύσω σήμερα το δεύτερο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.

Το πρώτο μέρος το είχα δημοσιεύσει πριν από ενάμιση χρόνο, εδώ. Σήμερα δημοσιεύω το δεύτερο μέρος. Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών, ενώ επίσης έχω προσθέσει ορισμένα λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να μη βαρύνει το κείμενο). Προσθέτω ένα υστερόγραφο και κατά τα άλλα κάνω μόνο διευκρινιστικές αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο «Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν ενδιαφέρον τα σχόλιά του.

 

Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας

Πολλοί παρομοιάζουν το ρεμπέτικο με το μπλουζ. Ομοιότητες ίσως υπάρχουν πολλές. Κατά τη γνώμη μας, μια απ’ τις διαφορές ανάμεσα στο μπλουζ (και γενικότερα το αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι) και στο δικό μας προπολεμικό ρεμπέτικο, διαφορά που αναντίρρητα οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στις δυο χώρες, είναι η στάση απέναντι στην εργασία. Ενώ το αμερικάνικο λαϊκό ήταν εργατικό, μαχητικό τραγούδι, στο προπολεμικό ρεμπέτικο το εργοστάσιο είναι άγνωστη λέξη. Έχουμε πολλές αναφορές σε μικρέμπορους και τεχνίτες (χασάπηδες, τσαγκάρηδες), αλλά είναι ευκαιριακές· αντιμετωπίζονται σαν άτομα (μερακλήδες) και όχι σαν τάξη. «Είμαι γω το μαναβάκι, όλο σκέρτσο και μεράκι» λέει ο Μπαγιαντέρας. Αλλού ο εργάτης υπόσχεται στην καλή του μια πλούσια ζωή:

Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου
πες της μάνας σου πως θέλω να σε κάνω ταίρι μου

«Εργάτης τιμημένος», του Τούντα.

Υπάρχουν και μερικά δείγματα διαφορετικής αντιμετώπισης, όπως «Η μόρτισσα η Κική» του Τούντα πως «μέσα στην τίμια εργατιά βρίσκεις τα πιο καλά παιδιά», όπως επίσης οι ρωμαλέοι στίχοι στον γνωστό «Θερμαστή» του Γιώργου Μπάτη, και τέλος το «περίεργο» του Μάρκου, που φυσικά δεν δισκογραφήθηκε:

Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι

(και όπου ο Μάρκος θαυμάζει επίσης τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, δηλαδή τους πολιτικούς «με πυγμή»).

Αν και εδώ οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν τάξη, αυτά δεν είναι παρά δείγματα του δρόμου που έμελλε ν’ ανοίξει. Ο ρεμπέτης δεν έχει προς το παρόν πλησιάσει τον εργάτη. Ο πλάνης βίος, οι μικροκομπίνες, η πιάτσα δεν συναρτώνται με το εργοστάσιο — το πολύ πολύ με την οικοδομή. Υπάρχουν και αντίθετα δείγματα, άλλωστε, τραγούδια που «υμνούν» την τεμπελιά, όπως ο πιο κάτω αυτοσχεδιασμός:

Με μαχαιρώσαν στην κοιλιά και μόνο από τεμπελιά
                γιατί αν σηκωνόμουνα δεν θα μαχαιρωνόμουνα

(Παραλλαγή στα «Λεμονάδικα»)

Μετά τον πόλεμο, αντίθετα, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Όχι μόνο η εργατιά πλησιάζει το ρεμπέτικο, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ρεμπέτης βλέπει στον εργάτη ένα πρότυπο.

Για να γίνει αυτή η μεταστροφή πιο καθαρή θα παραθέσουμε δυο περιπτώσεις «απάρνησης» της μάγκικης ζωής· στην πρώτη, την προπολεμική, ο «Αλάνης» του Γενίτσαρη βαρεθηκε τη μαγκια, θέλει ησυχία και προσβλέπει σε πλούτη:

Γι’ αυτό τη μόρτικια ζωή θα τήνε παρατήσω
θα γίνω αρχοντόπαιδο τον κόσμο να γνωρίσω (1937)

ενώ ο μεταπολεμικός μάγκας θρηνεί που δεν μπορεί να φτάσει την απλή, τίμια ζωή του εργάτη:

Κοίτα να βρεις ένα παιδί εργατικό
να παντρευτείς κι ευτυχισμένη πια να ζήσεις
εγώ επήρα πια το δρόμο τον κακό
και δεν αξίζει ένα ρεμάλι ν’ αγαπήσεις.

(«Της αμαρτίας το σκαλί», Καλδάρας)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιουτουμπάκια, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 106 Σχόλια »

Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020)

Posted by sarant στο 16 Αυγούστου, 2020

Μέσα στη βδομάδα είχαμε την απώλεια του σημαντικού ποιητή μας Ντίνου Χριστιανόπουλου. Τον τιμήσαμε βεβαια στα σχόλια της μέρας εκείνης, όμως αξίζει κι ένα αυτοτελές άρθρο, όπως είχε ζητήσει και η φίλη μας η Nwjsj.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε Κωνσταντίνος Δημητριάδης, από πρόσφυγες γονείς. Σπούδασε κλασικός φιλόλογος. Εργάστηκε πρώτα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια επιμελητής εκδόσεων. Εξέδωσε το πολύ σημαντικό περιοδικό Διαγωνιος.

Ήταν ομοφυλόφιλος και δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του στα ποιήματά του, ωστόσο αρνιόταν ότι γράφει «ομοφυλόφιλη ποίηση». Ήταν πάντοτε αιρετικός, μόνιμα «εναντίον», όχι μόνο στα γραφτά του αλλά και έμπρακτα: το 2011 αρνήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, δεν το έχουν κάνει πολλοί αυτό.

Δεν ήταν εύκολος χαρακτήρας, δεν μασούσε τα λόγια του, έκανε πολλούς φιλολογικούς καβγάδες, έλεγε τη γνώμη του απερίφραστα.

Οι λογοτέχνες συνηθίζουν να αλληλοπαινεύονται. Ο Χριστιανόπουλος δεν δίσταζε να γραψει την πραγματική άποψή του σε οσους ομοτέχνους του στέλναν τη συλλογή τους. Θυμάμαι κάποτε, που ένας νεαρός ποιητής, οικογενειακός μας φίλος, είχε συγκεντρώσει σε ένα λεύκωμα όλες τις κριτικές που του έκαναν διάφοροι για τις συλλογές των ποιημάτων του, που βέβαια τους τις είχε στείλει τιμής ένεκεν. Όλοι έλεγαν καλά λόγια που εύκολα διέκρινες πως ήταν τυπικότητες. Ο Χριστιανόπουλος για την πρώτη συλλογή είχε να πει δυο καλά λόγια και μετά απαριθμούσε ψεγάδια, ενώ για τη δεύτερη συλλογή ήταν πιο αυστηρός, κάτι σαν «Φοβάμαι πως τα ελαττώματα που είχα επισημάνει στην πρώτη συλλογή σας εδώ φαίνονται πιο καθαρά. Δεν κανατε πρόοδο, βιαστήκατε πολύ να τυπώσετε».

Τα τελευταία χρόνια σε κάποιες εμφανίσεις του στην τηλεόραση σαν να απολάμβανε που είχε το ελεύθερο να λέει διάφορα ου φωνητά. Στη συνέχεια ταλαιπωρήθηκε πολύ με την υγεία του. Κυκλοφόρησε κι ένα βιβλίο με τα σώψυχά του, μάλλον κουτσομπολίστικου περιεχομένου (δεν το έχω δει) στο οποίο δεν είναι βέβαιο ότι είχε δει και εγκρίνει το τελικό κείμενο οσο βρισκόταν σε διαύγεια -πάντως, πολλοί διανοούμενοι διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό τον λόγο.

Δεν θα μεινει το κουτσομπολιό, θα μεινει το έργο του. Μας θύμισε ότι η ποίηση μπορει να είναι απλή και να συγκινεί, όσο κι αν έχει κάποια βάση η κριτική που του έγινε ότι κυνηγούσε την ατάκα -έδωσε όμως και ατάκες αριστοτεχνικές. Θίγοντας μιαν άλλη παράμετρο, ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης έγραψε: «Μάνος Ελευθερίου, Νάνος Βαλαωρίτης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιάννης Δάλλας, Κική Δημουλά, Ντίνος Χριστιανόπουλος… Μέσα σε δύο χρόνια, η ελληνική ποίηση έχασε όλες σχεδόν τις προβεβλημένες φυσιογνωμίες της, τους ανθρώπους που τη συνέδεαν με ένα ευρύτερο κοινό, που εκπροσωπούσαν καθένας με τον τρόπο του μια δημόσια, όχι μια στενά ιδιωτική, στάση για την τέχνη και τη ζωή«.

Στον παλιό μου ιστότοπο εχω συγκεντρώσει πολλούς συνδέσμους σε ποιήματα και πεζά του Χριστιανόπουλου, αν και δεν λειτουργούν όλοι.

Μεταφέρω εδώ μερικά ποιήματα του Χριστιανόπουλου, με πρώτο ένα που έχει γλωσσικό ενδιαφέρον:

«Έτσι στο τσάμπα
με ρώτησε ο νεαρός
τόσο πολύ με σόκαρε το σίγμα
που τον παράτησα.

Πριν από χρόνια ένας λεβέντης
«όχι και τζάμπα»
μου είπε γελαστός
το ζήτα του με μάγεψε
του τα ‘δωσα όλα.

* * * * *

Αυτό μου αρέσει περισσότερο

Αποστρατευμένος

Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ,
φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα,
κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους,
και κάθε βράδυ στο θάλαμο διψώντας λίγη θαλπωρή,
καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα.

Τώρα,
δίχως μπερέ και ζωστήρα,
οι λερωμένες αρβύλες δίνουν μια ιδέα λευτεριάς,
ξεκουμπωμένο στήθος θα πει είμαι κύριος,
νά και το κορδονάκι που καθάριζα το όπλο μου,
θα το κρατήσω να θυμάμαι τις επιθεωρήσεις.

Θά’ θελα κάτι ν’ αγοράσω πριν φύγω,
ένα τσιτάκι για την αδερφή μου, κανένα παιχνίδι για τα μικρά,
μα η τσέπη μου είναι άδεια σαν την καρδιά μου.
Θά’ θελα να τριγυρίσω και πάλι στους δρόμους,
να δω για τελευταία φορά τη Σαλονίκη,
όμως δεν έχω πόδια πια, δεν έχω μάτια,
δεν έχω όρεξη ούτε να μιλήσω,
ο νους μου κιόλας ταξιδεύει στο χωριό.

‘Ιπποι 8, άνδρες 40
(αυτό ας είναι το τελευταίο μας στρίμωγμα,
η τελευταία ανταμοιβή απ’ την πατρίδα),
όμως ετούτο το τράνταγμα γιατί μου σφίγγει έτσι την καρδιά;
Αυτό που πέρασε δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που θά’ ρθει,
αναδουλειά, ξηρασίες, καταστροφή της σοδειάς,
η καθημερινή αγωνία για το καρβέλι,
και τ’ αδερφάκια να κλαίνε, κι η σύνταξη του πατέρα μικρή,
κι ο θείος από την Αμερική μονάχα υποσχέσεις.

Δεν έχει τέλος αυτή η θητεία.

* * * * *

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αφιερώματα, Εις μνήμην, Θεσσαλονίκη, Ποίηση, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , | 115 Σχόλια »

Ένας απτάλης, πολλοί μπουνταλάδες

Posted by sarant στο 3 Ιουνίου, 2020

Το σημερινό μας σύντομο άρθρο αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, εξόφληση χρέους. Πριν από μερικές μέρες είχα δημοσιεύσει εδώ ένα άρθρο για δέκα λέξεις του Κασομούλη, ανάμεσα στις οποίες ήταν και ο όρος «φακίρ φουκαράς», που σήμαινε «ο λαουτζίκος, η φτωχολογιά».

Είχα βάλει και λινκ σε ένα παλιότερο άρθρο μας, με τίτλο «Ένας φακίρης, πολλοί φουκαράδες» όπου επισήμαινα ένα γλωσσικό παράδοξο: ότι οι λέξεις φακίρης και φουκαράς από ετυμολογική άποψη «ουσιαστικά είναι η ίδια λέξη», αφού «τον φακίρη τον πήραμε από τα τούρκικα (fakir, φτωχός αλλά και ασκητής), δάνειο από τα αραβικά (faqir). Και τον φουκαρά από τα τούρκικα τον πήραμε, από το fukara, δάνειο και αυτό από τα αραβικά (fuqara), που όμως είναι ο πληθυντικός του faqir! Δηλαδή στα αραβικά, το ουσιαστικό faqir (φτωχός) έχει πληθυντικό fuqara (οι φτωχοί)».

Σε εκείνο το παλιό άρθρο του 2012 σημείωνα:

Υπάρχει κι άλλη μια τουρκική λέξη που την έχουμε δανειστεί διπλά, στον ενικό και στον πληθυντικό, σαν τον φακίρη και τον φουκαρά, αλλά την αφήνω για μελλοντικό άρθρο και παρακαλείται ο Δύτης και οι λοιποί αραβοτουρκομαθείς να μην τη μαρτυρήσουν.

Ο φίλος μας ο Spiridione, λοιπόν, το πρόσεξε αυτό και έγραψε τις προάλλες: Δύτη μαρτύρα την, γιατί περάσανε 8 χρόνια και ακόμα περιμένουμε. Και του απάντησα «Να μην το μαρτυρήσει ο Δύτης και να γράψω κάτι την άλλη βδομάδα».

Το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή η άλλη βδομάδα ήρθε -και γράφω το σημερινό άρθρο, που δεν είναι και πολύ μεγάλο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Γλωσσικά δάνεια, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , | 146 Σχόλια »

Γάντια

Posted by sarant στο 23 Μαρτίου, 2020

Μετά το χτεσινό ποιητικό διάλειμμα συνεχίζουμε σε ρυθμούς πανδημίας. Θ’ αφιερώσουμε το σημερινό σημείωμα στο άλλο απαραίτητο, ή τέλος πάντων πολύ διαδεδομένο, είδος της αμφίεσής μας σε αυτούς τους πανδημικούς καιρούς.

Πράγματι, όταν βγαίνουμε έξω (τώρα πια θα πρέπει να έχουμε μαζί μας συμπληρωμένο το Έντυπο δήλωσης μετακίνησης) βλέπουμε πολυ κόσμο να κυκλοφορεί φορώντας μάσκα ή/και γάντια -ιδίως όσοι εργάζονται σε σουπερμάρκετ, φούρνους κτλ.

Με τη μάσκα ασχοληθήκαμε τις προάλλες. Σειρά τώρα έχουν τα γάντια.

Όπως και με τις μάσκες, που δεν αναδείχτηκαν όλες σε είδος πρώτης αναγκης αλλά μόνο οι χειρουργικές και συναφείς, και όχι βεβαίως οι αποκριάτικες, έτσι και με τα γάντια η πανδημία έφερε στο προσκήνιο έναν ορισμένο τύπο γαντιών -ισως όχι απαραιτήτως σαν κι αυτά της φωτογραφίας, που είναι γάντια νιτριλίου, αλλά πάντως τα γάντια μιας χρήσης. Τα φοράτε βγαίνοντας έξω, επιστρέφοντας τα πετάτε.

Διότι βεβαίως γάντια φορούσαμε και πριν έρθει η πανδημία, αλλά κυρίως για να προστατευτούμε από το κρύο, μάλλινα ή δερμάτινα. Υπάρχουν και τα γάντια της κουζίνας ή για τις δουλειές του νοικοκυριού, από κάποιο πολυμερές, όπως και άλλα γάντια πιο ανθεκτικά για διάφορες εργασίες (κηπουρική, ας πούμε, αλλά και πολλές άλλες). Γάντια μακρυμάνικα έχουν οι μοτοσικλετιστές, γάντια χρησιμοποιούν και διάφοροι επαγγελματίες ή αθλητές, διαφόρων ειδών, με πολλές διαφορές μεταξύ τους -άλλα τα γάντια του μποξέρ και άλλα του χειρούργου.

Tα πιο πολλά γάντια έχουν δάχτυλα, αν και υπάρχουν και γάντια χωρίς δάχτυλα, με ενιαίο χώρο, πχ των μποξέρ. Υπάρχουν και γάντια με κομμένα δάχτυλα. Τώρα με τα σμάρτφον έχουν βγει και γάντια ειδικά για οθόνες αφής, διότι με τα παλιά μάλλινα γάντια δεν μπορείς να χειριστείς το σμαρτόφωνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ενδύματα και υποδήματα, Ρεμπέτικα, Υγεία, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 192 Σχόλια »

Οι μποέμ και η ζωή τους

Posted by sarant στο 31 Ιανουαρίου, 2020

Πολλές φορές στο ιστολόγιο παρουσιάζω βιβλία που έτυχε να διαβάσω και να τα βρήκα ενδιαφέροντα -συνήθως πρόκειται για καινούργια βιβλία, με την έννοια ότι έχουν εκδοθεί σχετικά πρόσφατα.

Θα κάνω μιαν εξαίρεση σήμερα και θα παρουσιάσω ένα βιβλίο παλιό. Πόσο παλιό; Οι γνώμες διίστανται -ή, όπως το πάρει κανείς. Το βιβλίο που έχω στα χέρια μου εκδόθηκε το 1993, όμως αποτελεί επανέκδοση αφού η ίδια μετάφραση (διότι περί μετάφρασης πρόκειται) είχε αρχικά κυκλοφορήσει το 1935.

Ωστόσο, έχει κυκλοφορήσει και παλιότερη μετάφραση του ίδιου βιβλίου, γύρω στα 1893 -ενώ το πρωτότυπο είναι του 1851.

Πρόκειται για το βιβλίο του Ερρίκου Μυρζέ (Henri Murger) «Σκηνές μποέμικης ζωής» (Scènes de la vie bohème), που κυκλοφόρησε το 1993 από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας. Αν το είχα μάθει τότε θα είχα σπεύσει να το αγοράσω, αλλά στην προϊντερνετική εποχή τα νέα δεν κυκλοφορούσαν εύκολα κι έτσι μού ξέφυγε -ζούσα και τότε στο εξωτερικό. Τα Χριστούγεννα, το εντόπισα στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία, στον πάγκο με τις προσφορές κι έτσι το πήρα -6 ευρώ, κελεπούρι.

Όπως φαίνεται και από το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, το βιβλίο είχε τυπωθεί στη δεκαετία του 1990, όπως είπαμε όμως πρόκειται για ξανατύπωμα μιας μετάφρασης που είχε γίνει το 1935 από τον δημοσιογράφο Κ.Θ.Παπαλεξάνδρου, και είχε διανεμηθεί (σε δύο τόμους) από την εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος». Η παλιά έκδοση διέφερε ελάχιστα στον τίτλο: Σκηνές της μποέμικης ζωής.

Όμως, ενώ καμιά από τις δύο εκδόσεις δεν είχα διαβάσει, το βιβλίο ήταν το αγαπημένο μου. Το είχα ακούσει πολλές φορές όταν ήμουν παιδί. Βλέπετε, το βιβλίο του Murger, σε αριστοτεχνική μετάφραση του Εμμ. Ροΐδη, το αγαπούσε πολύ ο παππούς μου και συνήθιζε να μου διαβάζει  εκτενή αποσπάσματα, επεξηγώντας πού και πού -σπάνια όμως- κάποια δύσκολη λέξη της ροϊδικής περίτεχνης καθαρεύουσας. Κάποια στιγμή το διάβασα κι εγώ, σε εκείνη την παλιά έκδοση του 1893. Όμως, ο φίλος Δημήτρης Ραπτάκης με πληροφόρησε ότι και η μετάφραση του Ροΐδη ξανακυκλοφόρησε περί το 1995, από τον Καστανιώτη, αν και είναι πια εξαντλημένη.

Το βιβλίο παρουσιάζει λοιπόν σκηνές από τη ζωή των μποέμ στο Παρίσι του 1850 και ουσιαστικά πρόκειται για το βιβλίο που ευθύνεται, άμεσα και έμμεσα, για την πλατιά διάδοση της λέξης σε πολλές γλώσσες. Οπότε, ας λεξιλογήσουμε επιτροχάδην -αν και θ’ άξιζε χωριστό άρθρο.

Στα γαλλικά, Bohème είναι ο Βοημός, ο καταγόμενος από τη Βοημία, περιοχή της σημερινής Τσεχίας. Ωστόσο, από το πρώτο μισό του 15ου αιώνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για τους Τσιγγάνους, τους Ρομά, οι οποίοι κακώς θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από εκεί, πιθανώς επειδή εμφανίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη ερχόμενοι από τη Βοημία. Στους επόμενους αιώνες, η σημασία του όρου διευρύνεται και φτάνει να σημαίνει κάθε άτομο που ζει ζωή έξω από κανόνες.

Γύρω στο 1830, εμφανίζεται μια ειδικότερη σημασία: bohème είναι πια ο φτωχός νέος καλλιτέχνης ή διανοούμενος, που ζει χωρίς σταθερούς πόρους και έξω από τα πλαίσια της κοινωνίας. Τότε εμφανίζεται και ο Μυρζέ με το βιβλίο του, που συμβάλλει όπως είπαμε (και θα δούμε πώς) στη διεθνοποίηση του όρου. Στα ελληνικά η λέξη γίνεται διάσημη με τη μετάφραση του Ροΐδη. Ο δημοσιογράφος Μήτσος Χατζόπουλος, αδελφός του Κώστα, υιοθετεί το ψευδώνυμο «μποέμ», ενώ πολλά είναι τα ρεμπέτικα που υμνούν τη ζωή του μποέμη ή της μποέμισσας -πιο γνωστό αυτό του Σέμση, που το τραγουδούν ο Στράτος και ο Στελλάκης. Θα τολμήσω να πω ότι στη λογοτεχνία τυπικός μποέμ δεν ήταν μόνο ή τόσο ο Τεύκρος Ανθίας, όσο ο Γιώργος Κοτζιούλας, που ειδικά προπολεμικά έζησε ζωή φτωχού διανοούμενου -και έγραψε και ποίημα με τίτλο Μποέμ που μάλιστα μελοποιήθηκε μετά τον θάνατό του και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο Μυρζέ ήταν μποέμ και έγραψε τις περιπέτειες τις δικές του και των φίλων του. Έτσι, ο ποιητής Ροδόλφος, ο ένας από τους τέσσερις της παρέας των μποέμ, είναι βασισμένος πάνω στο πρόσωπο του Μυρζέ. Οι άλλοι τρεις, ο μουσικός Σωνάρ, o ζωγράφος Μάρκελος και ο φιλόσοφος Γουστάβος Κολίν, αντιστοιχούν επίσης σε πραγματικά πρόσωπα, που όλοι έπαιξαν κάποιο μικρό ρόλο στα γράμματα και τις τέχνες του 19ου αιώνα στη Γαλλία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 19ος αιώνας, όπερα, Γαλλία, Λογοτεχνία, Μεταφραστικά, Παρίσι, Παρουσίαση βιβλίου, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 114 Σχόλια »