Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Σατιρικά’ Category

Ο ψευτοπόλεμος του Β. Μανή

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2023

Θα παρουσιάσω σήμερα έναν ξεχασμένο σατιρικό ποιητή, τον Β. Μανή. Τότε που ξεφύλλιζα το περιοδικό Μπουκέτο είχα βρει αποσπάσματα από το ποίημά του Ο ψευτοπόλεμος, με θέμα τον  «ατυχή» πόλεμο του 1897, που μου άρεσαν πολύ. Βρήκα το σύνολο αυτού του εκτενούς ποιήματος σε μιαν έκδοση της Λέσχης (1994) σε φιλολογική επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη, ένα βιβλίο εξαντλημένο σήμερα. Όλο έλεγα να την παρουσιάσω εδώ κι όλο το ανάβαλλα. Πέρυσι ο φίλος Δημήτρης  Κανελλόπουλος, εκδότης του Οροπέδιου, μου χάρισε μια δική του έκδοση, στην οποία ο Θωμάς Στεργιόπουλος παρουσιάζει όχι μόνο τον «Ψευτοπόλεμο», αλλά και ολόκληρο το έργο και τη ζωή του Μανή -και αυτήν παρουσιάζω σήμερα εδώ. Στο εξώφυλλο βλέπουμε τη φωτογραφία του Μανή, με τη στολή του στρατιωτικού γιατρού.

Την περισσότερη από την  έρευνα την είχε κάνει ήδη ο Σαββίδης, ο οποίος στο δικό του βιβλίο παρουσιάζει ολόκληρο τον Ψευτοπόλεμο και μια  μικρή επιλογή από άλλα σατιρικά του Β. Μανή. Ο Στεργιόπουλος, που αξίζει προσοχή και για το δικό του λογοτεχνικό έργο, αναγνωρίζει επανειλημμένα τον καθοριστικό ρόλο του Σαββίδη (άλλωστε το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη  μνήμη του), προσθέτει δε στο δικό του βιβλίο ορισμένα άρθρα εφημερίδων  της εποχής που βιογραφούν τον Μανή, ενώ επίσης δημοσιεύει πολύ περισσότερα από τα άλλα σατιρικά ποιήματα του Μανή (όπως λέει στην εισαγωγή του, επέλεξε 56 ποιήματα).

Με βάση την έρευνα, ο Μανής  λεγόταν Βασίλειος Σπυρ. Καζινιέρης, γεννήθηκε δε στις 3.9.1876 στην τουρκοκρατούμενη Κόνιτσα. Κατέβηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε Ιατρική ενώ παράλληλα δημοσίευσε σατιρικά ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Μανής ή Β. Μανής. Το 1903 κατατάχθηκε ανθυπίατρος και ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, με συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους και στις επιχειρήσεις του 1916-19, φτάνοντας στον βαθμό του επίατρου. Αυτοκτόνησε στις 17 Ιουνίου 1919 στη Μικρά Ασία, για λόγους που, κατά την εικασία του Σαββίδη, έχουν σχέση  με την «πρώτη ελληνική υποχώρηση  και τις σφαγές στο Αϊδίνι».

Ο ψευτοπόλεμος, που θα τον παρουσιάσουμε εδώ, είναι ένα εκτενές σατιρικό ποίημα για τον πόλεμο του 1897. Εκτείνεται σε 1578 στίχους (και σε 10 μέρη μαζί με το προοίμιο),  με ανισομερή κατανομή και ποικίλη δομή. Σε αυτό, ο σατιρικός ποιητής ξεδιπλώνει εντυπωσιακά το ταλέντο του. Νομίζω ότι  στέκεται στο ύψος του Σουρή (ο οποίος, όπως θα ξέρετε ίσως, έγραψε κι αυτός καυστικούς στίχους για τον πόλεμο του 1897).

Θα παρουσιάσω μια μικρή επιλογή από το έργο αυτό. Μετά θα γράψω κάποιες σκέψεις για τον Μανή και το έργο του. Σημειώνω ότι έχω σκανάρει σελίδες από την έκδοση του Σαββίδη και όχι από την έκδοση του Στεργιόπουλου, επειδή η πρώτη είναι σε  μονοτονικό και βολεύει περισσότερο.

Στην αρχή, ο ποιητής  αφηγείται τα προεόρτια του πολέμου και ιδίως το κρητικό ζήτημα.

Στο Β’ μέρος, που είναι και με διαφορά το εκτενέστερο, περιγράφεται το υπέρ του πολέμου κλίμα στην Αθήνα:

Β’

Ο Πόλεμος, ο πόλεμος, που θα με παλαβώσει,
κι ας έλθει νυν ο Σαβαώθ, κουράγιο να μου δώσει.
Πόλεμο γύρευαν σωστόν τα εξημμένα πλήθη,
και των Θηβών ο ψεύτικος για τούτον ανεβλήθη.
Ο Πόλεμος το ζήτημα της κάθε μιας κουβέντας,
και τραγουδούσαν έφεδροι με τους απαλλαγέντας:

«Στα σύνορα θα πάμε να πολεμήσουμε.»
τους παλιοτουρκαλάδες να τους τσακίσουμε.»

Και με το «Ζήτ’ ο πόλεμος!» η κάθε βίδα στρίβει,
κι όσοι βαριούνται να το λεν, το γράφουν με μολύβι,
με κάρβουνο, με γύψο, μ’ ασβέστη, και μελάνι,
στις μάντρες, στ’ αγκωνάρια,
στους τοίχους, στα φανάρια,
κι όπου καθένας φθάνει.

Σε σχολεία, σ’ εκκλησίας,
και στην κάθε μια μεριά,
και στη φούρια τους την τόση
και εις της Δενδροστοιχίας
τα καθίσματα καμπόσοι
το σκαλίζουν με σουγιά.

Και πήραν φόρα των Ρωμιών οι ξεστριμμένες βίδες,
κι έγραφαν άρθρα-θούρια και οι εφημερίδες,
όσες δε για τον πόλεμο δεν έγραφαν καθόλου,
αυτές δεν είχαν πέραση και πάν’ κατά διαβόλου.

Κι αρχίσαν αι πολεμικαί παρασκευαί με φούρια,
οι δε Ρωμιοί τρελάθηκαν μ’ αυτά τα νταβατούρια,
κι οι υπουργοί ευρίσκοντο σ’ αδιάκοπες σκοτούρες,
κι εγύριζαν σαν σβούρες.

Ώς το πρωί ειργάζοντο σχεδόν τα υπουργεία,
πλείστων γραφέων έπαθε για τούτο η υγεία,
ουδέ μπορούσε πια κανείς παράπονο να κάμει
πως παίρναν το μηνιάτικο καθώς και πριν χαράμι.

Και πάμπολλοι ξεφύτρωσαν προμηθευταί φαγάδες,
και το Κουβέρνο αφειδώς εμοίραζε παράδες,
πολλοί κάμαν την τύχη τους με τας παραγγελίας,
και ήταν το Ρωμέικο σαν γη επαγγελίας.

Και ήρχοντο με υλικά πολέμου φορτωμένα
βαπόρια ολοένα,
κι εφόδια πολεμικά στα Σύνορα εστέλλοντο,
και κάθε τόσο χαρωπές ειδήσεις ανηγγέλλοντο,
πως νηστικοί στα Σύνορα οι Τουρκαλάδες μένουν,
κι από την πείνα διαρκώς νιζάμηδες πεθαίνουν.

Κι εμείς εδώ χαλούσαμε τον κόσμο στις φωνές,
κι εβούιζε κι ετράνταζε ο κάθε καφενές.

Ώσπου κι ο Δεληγιάννης μ΄αυτά ερυμουλκήθη
και μία ηλικία εφέδρων προσεκλήθη.

[Μετά ο ποιητής αφηγείται τον  ρόλο της  Εθνικής Εταιρείας, που ξεσήκωνε τον λαό για τον  πόλεμο, και πώς «γελάστηκε στο τέλος» και έγινε μέλος της. Περιγράφει πώς ήρθαν φιλέλληνες Γαριβαλδινοί, πώς κατατάχτηκε ο ίδιος εθελοντής και πήγε στη  Λάρισα. Στο Γ’ μέρος βρίσκεται στη Λάρισα, στο επιτελείο:]

Μες στην κουζίνα κάθομαι και χήνες καθαρίζω,
κι όταν δεν έχουμε δουλειά στους δρόμους τριγυρίζω,
κι εδώ μεγάλο ρεμπελιό κι εδώ πολέμου μένος,
κι εγύριζε σαν αστακός καθένας οπλισμένος.

[…]

Δεν υπάρχει πειθαρχία
ρεμπελιό και αναρχία,
που σου στρίβει το τσερβέλο,
όλοι είναι ένα κόμμα,
και πολλοί φορούν ακόμα
και το ψάθινο καπέλο.

Εγώ δε που στων  Επιτελών βρισκόμουν τις κουζίνες,
κι είχα το μέγα το προσόν να καθαρίζω χήνες,
δεν έκανα νισάφι
κι ούτε καλέμι ουλεμά τις τρέλες μου δεν  γράφει.  [Θα αναγνωρίσατε ίσως την παράφραση του στίχου του Καρασεβνταλή του Ορφανίδη]

[Όταν όμως αρχίζει για τα καλά ο πόλεμος, ο ελληνικός στρατός υποχωρεί]

Δ΄

Τ’ άλογο! Τ’ άλογο! Επιτελάρχη,
τρέξε μονάχος σου μέσα στ’ αχούρι,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
μουλάρι φέρε μας, φέρε γαϊδούρι.

Τουρκιά! μας πλάκωσε σαν το μερμήγκι,
σαν αίμα έρχεται πυκνό το φέσι,
με πιάνουν Γκέκηδες απ’ το λαρύγγι,
παιδιά, σχωράτε με! και Θεός σχωρέσοι!

Από τον ίδρωτα σαν βρύση στάζω,
χίλιοι νιζάμηδες, μ’ έχουν στη μέση,
μου λένε Τούρκικα να κουβεντιάζω,
και στο κεφάλι μού βάζουν φέσι!

Νά! ο Ετέμ-Πασάς, νά ’τος! ζυγώνει,
ρίχνει το χέρι του και με γραπώνει,
φωτιά το μάτι του, φωτιά κι η όψη,
πιάσ’ τον Θεούλη μου, να μη μας κόψει!

Τ’ άλογο ! τ’ άλογο ! Επιτελάρχη,
φέρτε το γρήγορα γιατί θα σβήσω,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
σκύψε το σβέρκο σου να καβαλήσω!»

Έτσι για τ’ άλογα φωνάζαν όλοι,
οι Αρχιστράτηγοι κι οι Στρατηγοί,
μ’ αυτά λογάριαζαν να παν στην Πόλη,
και τώρα τα ’θελαν για τη φυγή !

Εμπρός του φέρνανε καμαρωμένο,
δύο Ταξίαρχοι όλο χαρά,
άτι κατάμαυρο, καλοθρεμμένο,
πρώτο στο τρέξιμο, το λεν «Καρά».

Αφρίζει τ’ άλογο στην τόση χάβρα,
ολόρθ’ η χαίτη του και η ουρά του,
βγάζαν οι μύτες του φωτιά και λάβρα,
και καβαλίνες τα πισινά του.

Τρέχει, τ’ αρπάζει ο Στρατηγός
και καβαλάει σ’ αυτό γοργός.
Χτυπά το άλογο με τα σπιρούνια,
αλλ’ οίμοι! τ’ άλογο πίσω δεν πάει,
τεντώνει διάπλατα τα δυο ρουθούνια,
και προς τα Σύνορα ψηλά κοιτάει.

[…]

[Τελικά φτάνουν στα Φάρσαλα]

Ε’

Φάρσαλα! Φάρσαλα! πολλοί φωνάζουν σαστισμένοι,
και μπαίνουμε στα Φάρσαλα καταλαχανιασμένοι,
ξιπόλητοι, ξεβράκωτοι, ξεσκούφωτοι, γυμνοί,
διψώντες, θεονήστικοι, κι ως τσίροι αχαμνοί, |
κι ενός Συνταγματάρχου μας φορώντας το καπέλο,
Συνταγματάρχης έφθασα κι εγώ χωρίς να θέλω.

Ο των Φαρσάλων Δήμαρχος, σαν να ’ξερε κι αυτός,
πως είναι ενδεχόμενον ο φοβερός στρατός,
υποχωρών και τρέχοντας, στα Φάρσαλα να φθάσει,
προ ημερών το σπίτι του το είχεν ετοιμάσει,
κι εκάλεσε τους Στρατηγούς και το Επιτελείον,
και έγινε το σπίτι του αμέσως Αρχηγείον.

Εδώ δε οι Επιτελείς, μετά χαράς απείρου,
την άλλην υποχώρηση μαθαίνουν, της Ηπείρου.
Πέντε ημέρες πέρασαν, κι ακόμα πότε-πότε
ήρχοντο στο Στρατόπεδο χαμένοι στρατιώται,
την έκτη, το πρωί-πρωί, εις την γραμμή σταθήκαμε,
κι εγένετο αρίθμησις, κι όλοι σωστοί βρεθήκαμε,
μετρήθηκαν κι οι χήνες,
κι ήταν σωστές κι εκείνες.

[…]

ΣΤ’ [Ανασύνταξη στον  Δομοκό]

Στο Δομοκό το φοβερό φουσάτο συγκεντρούται,
και βγαίνει μια προκήρυξις θερμή του Διαδόχου,
και του Στρατού το ηθικόν μ’ αυτήν αναπτερούται,
αλλ’ οίμοι! τώρ’ αρχίσανε τα βάσανα του λόχου.
Ύστερ’ από το τρέξιμο και τας υποχωρήσεις,
σε τέτοια χάλια φθάσαμε, που ήταν να μας φτύσεις.

Πάν’ οι της κουζίνας χρόνοι,
τώρα βάσανα και πόνοι,
οϊμέ! στη διμοιρία,
σκάβω στα προχώματα,
κουβαλάω χώματα
και ψοφώ στην αγγαρεία.

Εις το Αρχηγείο χήνα,
και ζωή και ψόφια κότα,
και στις διμοιρίες πείνα,
που μας βρώμησαν τα χνότα,
και γινήκαν οι φαντάροι,
σαν να είναι μπακαλιάροι.

Πού να δούμε καραβάνα!…
παξιμάδι κουραμάνα,
που μας σπάει τη μασέλα,
ο κυρ Λοχαγός μας δίδει,
για προσφάι δε κρεμμύδι,
και καμιά φορά σαρδέλα!

Πού μανδύαι να ντυθούμε,
πού σκηνές να κοιμηθούμε!
όλα στης φυγής τη φόρα,
τ’ άφησαν για την πατρίδα,
και οι Τούρκοι τά ’χουν τώρα,
και ξαπλώνουν την αρίδα!

Βρέχει, βρέχει και χιονίζει!
κι ο φαντάρος τουρτουρίζει,
κι όλο τρέμει σαν το ψάρι,
κι έχει στρώμα το βουνό,
σκέπασμα τον ουρανό,
και τις πέτρες μαξιλάρι.

Μες στα τόσα μας σεκλέτια,
για γυμνάσια και τέτοια,
πώποτε δεν το κουνούμε,
μοναχά με τη λιακάδα,
βγαίνουμε εις την αράδα,
και τις ψείρες κυνηγούμε!

[…]

Ζ’

Στας Θερμοπύλας άρχισαν οι ίδιες φασαρίες,
υπόνομοι, προχώματα, κακό και αγγαρείες.
Ενταύθα πλέον, βαρεθείς την τόση τη σκοτούρα,
μ’ άλλους εξήντα μια βραδιά το έκοψα κουμπούρα,
και δίδων πέντε φάσκελα στον Άρη των πολέμων,
εις τας Αθήνας έφθασα επί πτερών ανέμων.

Η’

Ακόμα η πολεμική βασίλευε παλάβρα,
κι υπήρχον φιλοπόλεμοι, όλο φωτιά και λάβρα,
π’ ακόμα για τον πόλεμο κατάρτιζαν κουβέντες,
και άφριζαν και λύσσαζαν για τους Απαλλαγέντες.

Και της Ευρώπης έβριζαν φρικτά τους Βασιλείς,
και καρμανιόλες έστηναν για τους Επιτελείς,
πλείστοι δε τριγυρίζανε κι απ’ έξω στο Παλάτι,
αλλ’ έγινεν ανακωχή και ’σύχασαν κομμάτι.

Ως ότου πλέον έγινε κι οριστική ειρήνη
κι ησύχασε δια παντός η ψωρορωμιοσύνη.
Εντεύθεν η καταστροφή του δράματος αρχίζει,
κι ο Στόλος μας ο ένδοξος στο Ναύσταθμο γυρίζει,
και με τας δάφνας, πο’δρεψε στα τόσα του ταξίδια,
επήγε στην Κρεμμυδαρού, ν’ αναπαυθεί στα μύδια.

Κοντά μ’ αυτά και ο Στρατός ησύχως διελύθη,
και πήγαν στας εστίας των τα των εφέδρων πλήθη.
Και των Συνόρων έγινεν η νεωτέρα μείωσις,
εδόθη δε εις την Τουρκιά και η αποζημίωσις.

Έγινεν κι η ανταλλαγή μ’ αυτά των αιχμαλώτων,
και ούτως επανήλθομεν στο καθεστώς το πρώτον.

Και των Ρωμιών ο τράχηλος, που τόσην φήμην χαίρει,
και δεν μπορεί, ως ξεύρετε, ζυγόν να υποφέρει,
εδέχθη και τον Έλεγχον χωρίς πολλή μουρμούρα,
και με τους ξένους ελεγκτάς τα βρήκαμε σα σκούρα,
και θέσεις έκοψαν πολλάς, κι αρχίσαν κοπετοί,

και παυσανίαι δάκρυσαν με σταυρωμένας χείρας,  [Παυσανίας: Ο δημόσιος υπάλληλος που παύθηκε, συνήθως ύστερα από αλλαγή της κυβέρνησης]
κι ως κι η Ραχήλ εν τη Ραμά, εθρήνησε κι αυτή,
γιατί της πάψαν τα παιδιά κι αυτής της κακομοίρας.
Κι αποκαλύψεις φοβεραί περί στρατού εγένοντο,

και βγήκαν κλέφτες Λοχαγοί, και Στρατηγοί δειλοί,
και οι Ρωμιοί εμαίνοντο,
κι έγινε λόγος αρκετός γι’ αυτούς και στη Βουλή.
Με τας ευθύνας έγιναν τρικούβερτοι καβγάδες,
κι επιτροπές ξεφύτρωσαν διά τας ανακρίσεις,
και γαλονάδες δίκαζαν τους άλλους γαλονάδες,
και δίκαι τότε άρχισαν, που ήταν ν’ απορήσεις,
φταίω ’γώ, μα φταις και συ,
κι ο καθένας μας το ξέρει,
έλα να γενούμε ταίρι,
μόνοι μας ν’ αθωωθούμε,
και σαν πρώτα να φορούμε,
τη στολή μας τη χρυσή !

Και ούτω διεξήχθησαν κι αι δίκαι των πταισάντων,
ώς ότου, τέλος πάντων,
καθώς συμβαίνει πάντοτε προ χρόνων εν Ελλάδι,
εβγήκαν όλοι λάδι.

[…]

Εδώ τελειώνει η ανθολόγηση που έκανα από τον Ψευτοπόλεμο του Μανή. Νομίζω ότι είναι πολύ αξιόλογο σατιρικό  στιχούργημα, ιδίως  αν ο ποιητής ήταν μόλις 22 χρονών το 1898 που κυκλοφόρησε η σάτιρά του.

Ο Στεργιόπουλος συμπληρώνει την  έκδοση με 56 σατιρικά ποιήματα του Μανή δημοσιευμένα  από το 1892 έως το 1900. Μετά τα ίχνη του ποιητή Μανή χάνονται. Επίσης, ο Στεργιόπουλος βρήκε και παρουσιάζει ένα άρθρο του Ζαχ. Παπαντωνίου για τον Μανή, όπου μαθαίνουμε ότι ο ποιητής ήταν μικρόσωμος και έμοιαζε ανήλικος, ενώ ήταν 25 χρονών,  και ότι είχε εβραϊκή καταγωγή, γι’ αυτό και τον φώναζαν  κάποιοι Αβραμίκο.

Προσθήκη: Οι τρεις επόμενες παράγραφοι δεν ισχύουν πλέον, εφόσον η ταύτιση Μανή με  Καζινιέρη έγινε ήδη στο Σκριπ το 1898, βλ. σχόλιο 22.

Προσωπικά έχω ακόμα κάποιον ενδοιασμό για την ταύτιση του σατιρικού ποιητή Μανή με τον στρατιωτικό γιατρό Βασίλη Καζινιέρη (1876-1919) από την Κόνιτσα. Όχι επειδή ο Καζινιέρης θα ήταν 16 χρονών όταν άρχισε να  δημοσιεύει και 22 μόνο όταν έγραψε  τον  Ψευτοπόλεμο -υπάρχουν και πρώιμα ταλέντα. Ούτε επειδή ο ποιητής Μανής εξαφανίζεται μετά το 1900, διότι μπορούμε να υποθέσουμε πως όταν έγινε γιατρός και ιδίως όταν κατατάχτηκε στον  στρατό σταμάτησε τα νεανικά αμαρτήματα.

Αυτό που με κάνει να διατηρώ κάποιον ενδοιασμό είναι ότι η  μοναδική ταύτιση του ψευδωνυμου Μανή με τον  Β. Καζινιέρη  προέρχεται από τον Κυριάκο Ντελόπουλο και το βιβλίο του για τα νεοελληνικά ψευδώνυμα, όπου δίνεται χωρίς καμιά τεκμηρίωση. Ο Ντελόπουλος έκανε  πολλή δουλειά και καλή δουλειά, αλλ’ αλάνθαστος δεν ήταν –είδαμε πριν από λίγο καιρό ότι είχε λάθος (συγγνωστό απόλυτα) στην ταύτιση του ψευδώνυμου Κ. Βάφη με τον Καρβούνη. Από την άλλη, αν ισχύει η πληροφορία του Παπαντωνίου πως ο Μανής/Καζινιέρης ήταν εβραίος, πώς ταιριάζει αυτό με το ότι λεγόταν Βασίλης;

Θα μπορούσε βέβαια να είναι λάθος η  πληροφορία του Παπαντωνίου ή να  έχει προγόνους βαφτισμένους Εβραίους ο Καζινιέρης. Ίσως κι εγώ να το ψιλολογάω, και πάντως 100τόσα χρόνια μετά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποια θετική διάψευση ή επιβεβαίωση.

Μένει όμως το δημοσιευμένο έργο του Β. Μανή -που αξίζει να το ξαναδιαβάσουμε.

Advertisement

Posted in Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 88 Σχόλια »

Επιγράμματα και άλλα φαιδρά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 8 Ιανουαρίου, 2023

Σήμερα, 8 Ιανουαρίου, συμπληρώνονται 79 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα τούτη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Στη φετινή δημοσίευση θα παρουσιάσω μερικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη, που βρίσκονται χειρόγραφα στο τμήμα του αρχείου του που απόκειται στο ΕΛΙΑ και που είναι δημόσια προσβάσιμο. Τα χαρακτηρίζω «φαιδρά», παρόλο που η λέξη έχει και αρνητική σημασία, επειδή δεν είναι, όλα, ακριβώς σατιρικά -αλλά είναι γραμμένα με ανάλαφρη, ευτράπελη διάθεση. Επίσης, βρίθουν από λογοπαίγνια και αποτελούν επίδειξη στιχουργικής αρτιότητας και μαστοριάς. Κάποια είναι επιγράμματα. Πολλά από αυτά γράφτηκαν το 1922, όταν ο ποιητής ήταν 34 ετών.

Κάποια από τα επιγράμματα υπάρχουν ήδη στο Διαδίκτυο π.χ. στον παλιό μου ιστότοπο. Άλλα δεν έχουν δημοσιευτεί ονλάιν, αλλά μόνο στα Μικροφιλολογικά Τετράδια από τον φίλο Λευτέρη Παπαλεοντίου.

Ξεκινάω με το πρώτο, που πρέπει να είναι το παλιότερο -είναι αχρονολόγητο βέβαια. Πρόκειται για ένα μπιλιετάκι προς τον Τάκη Παπατζώνη:

Τάκην Παπατζώνην

Αν θες δος τον Δ’Αννούντσιον,
μαζί και το Κοράνιον,
στον κομιστή τον βλάκα.
Πότε θα πιούμε πούντσιον;
και πότε και στον Ράνιον
θα πάγωμεν την πλάκα;

Το μπιλιετάκι αυτό το αναφέρει ο Παπατζώνης στο άρθρο που έγραψε στη Νέα Εστία όταν πέθανε ο Λαπαθιώτης (Λαπαθιώτης, μετέωρο και σκιά). Εκεί γράφει ότι όντως ο Λαπαθιώτης ήθελε το Κοράνι και το βιβλίο του ντ’Ανούντσιο, και όντως έπιναν παντς εκείνη την εποχή και ότι πράγματι ήθελαν να πάνε στον οπτικό τον Ράνιο για να εμφανίσουν μια φωτογραφική πλάκα.

Ο κομιστής ήταν στρατιώτης. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη ήταν στρατηγός και είχε ορντινάντζες, που έκαναν και όλα τα θελήματα της οικογένειας και τα ψώνια κτλ. χωρίς αυτό να θεωρείται καταχρηστικό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης, Λογοπαίγνια, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , | 97 Σχόλια »

Το Ημερολόγιο του Αιακίδη

Posted by sarant στο 5 Αυγούστου, 2022

Πριν από μερικές μέρες συμμετείχα, εδώ στην Αίγινα που παραθερίζω, στην παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Μιχάλη Μουτσάτσου «Το Ημερολόγιο του Αιακίδη». Οι παρουσιάσεις βιβλίων είναι από τις εκδηλώσεις που χτυπήθηκαν περισσότερο από την πανδημία, αλλά τώρα έχουν πια ξαναρχίσει αν και, όπως μου λένε, υπάρχει δισταγμός από αρκετούς όταν γίνονται σε κλειστούς χώρους. Βέβαια, στη μέση του καλοκαιριού, η παρουσίαση που σας λέω έγινε στην όμορφη αυλή του Λαογραφικού Μουσείου, οπότε δεν είχαμε φόβο -αν και αρκετοί φορούσαμε μάσκες. Είχα την τιμή να βρίσκομαι στο ίδιο πάνελ με τον καθηγητή και πρώην υπουργό Κώστα Γαβρόγλου και τον καθηγητή, συγγραφέα και άνθρωπο του βιβλίου Νίκο Μπακουνάκη.

Ο Μιχάλης Μουτσάτσος, επιστήθιος φίλος του αξέχαστου πατέρα μου, ήταν δραστήριος συνεργάτης του Φιστικιού, που εξέδιδε ο πατέρας μου στην Αίγινα για πολλά χρόνια. Γεωπόνος στο επάγγελμα, συνεργαζόταν από παλιά με πολλά τοπικά έντυπα. Από το 2015 που βγήκε στη σύνταξη έχει εκδώσει δυο τόμους με κείμενά του -τον πρώτο, Το νέο και απέραντο λιβάδι με τους μαργαρίτες το είχαμε παρουσιάσει εδώ πριν από τρία χρόνια. Το Ημερολόγιο του Αιακίδη περιλαμβάνει τα σχόλια, εν είδει χρονογραφήματος, που δημοσίευε ο Μουτσάτσος στο Φιστίκι από το 2001 έως το 2006. Εκδόθηκε το 2020 αλλά μονο τώρα έγινε εφικτό να παρουσιαστεί.

Θα δημοσιεύσω εδώ σχεδόν ολόκληρη την ομιλία μου καθώς και ένα σατιρικό κείμενο του Μουτσάτσου, που μου αρέσει και με το οποίο έκλεισε η εκδήλωση. Βάζω επίσης το βίντεο της εκδήλωσης, όπως το κατέγραψε το συνεργείο του AeginaPortal.

Η ομιλία μου:

…..

Το χρωστούσα όμως να βρεθώ και να πάρω μέρος σ’ αυτή την παρουσίαση, αφού το βιβλίο που παρουσιάζεται, το Ημερολόγιο του Αιακίδη, του αγαπητού μου Μιχάλη Μουτσάτσου, απαρτίζεται από κείμενα δημοσιευμένα στο διμηνιαίο περιοδικό «Φιστίκι», που το εξέδιδε από το 2000 και μετά στην Αίγινα ο αξέχαστος πατέρας μου, ο Δημήτρης Σαραντάκος.

Το φιστίκι είναι φυσικά το εμβληματικό προϊόν της Αίγινας, αλλά το Φιστίκι για το οποίο μιλάμε εδώ, με το Φ κεφαλαίο, ήταν «περιοδικό ευτράπελης ύλης φωταδιστικό και κουλτουριάρικο» που κυκλοφορούσε ανά δίμηνο, στην Αίγινα φυσικά, με εκδότη, διευθυντή και βασικό συντάκτη τον πατέρα μου. Με την ευκαιρία, να θυμηθούμε την ιστορία αυτού του εντύπου.

Το Φιστίκι γεννήθηκε ως ένθετο στην τοπική εφημερίδα «Πολίτης της Αίγινας». Με αυτή τη μορφή έβγαλε 6 τεύχη από το 1989 έως το 1991. Τον Ιούνιο του 1991 μετεξελίχθηκε σε μηνιαία «σατιρική αποκαλυπτική εφημερίδα» που απαγορευόταν «να διαβάζεται από σοβαροφανείς». Ως εφημερίδα, το Φιστίκι πέρασε οχτώ χρόνια πετυχημένης πορείας, και μόλις συμπλήρωσε 100 φύλλα οι συντελεστές του έκριναν καλύτερο να το μετατρέψουν σε διμηνιαίο περιοδικό «ευτράπελης ύλης», όπως είπαμε.

Σε αυτή την τρίτη περίοδο του Φιστικιού δημοσιεύτηκαν και τα κείμενα που περιέχονται στον τόμο που παρουσιάζουμε. Ο Μιχάλης Μουτσάτσος, επιστήθιος φίλος του πατέρα μου, ήταν βασικός συντελεστής του Φιστικιού ήδη από την περίοδο της εφημερίδας. Όπως γράφει κι ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου, στο διμηνιαίο Φιστίκι είχε και μια στήλη όπου καυτηρίαζε τα γλωσσικά αστοχήματα που αλίευε από τον εθνικό και τον τοπικό τύπο, τα μαργαριτάρια και τις κοτσάνες των περισσότερο και λιγότερο επισήμων, στήλη την οποία υπέγραφε με άλλο ψευδώνυμο, Ζούργκα, όπως ονομαζόταν ο αρχηγός των ιθαγενών που ψάρευαν μαργαριτάρια στην όπερα Αλιείς Μαργαριταριών του Ζορζ Μπιζέ.

Με την επιλογή του ψευδωνύμου βλέπουμε βέβαια το εύρος της παιδείας του Μουτσάτσου, βλέπουμε όμως και κάτι άλλο, ότι τα μικρά έντυπα πολύ συχνά έχουν λιγοστούς συνεργάτες που ο καθένας υπογράφει με δύο, τρία ή και περισσότερα διαφορετικά ψευδώνυμα, κατά το παλαιό ρητό του ανταρτοπόλεμου, αραία αραία να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα. Ο πατέρας μου, μάλιστα, στο Φιστίκι όχι μόνο υπέγραφε, εκτός από το ονοματεπώνυμό του, με διαφορετικά ψευδώνυμα, όπως Δημήτρης Γερμιώτης, Μήτσος Πληγωνιάτης κτλ. αλλά είχε κατά καιρούς και διαφορετικές φωτογραφίες για κάθε περσόνα του.

Μάλιστα, σε ένα από τα άρθρα που υπέγραφε με το όνομά του, εν είδει επιστολής προς το Φιστίκι, και που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, ο Μιχάλης Μουτσάτσος αναφέρεται εν παρόδω και στον «συνεργάτη σας Ζούργκα» (σ. 197).

Έτσι λοιπόν στο διμηνιαίο Φιστίκι, ο Ζούργκα απέκτησε ένα άλτερ έγκο, τον Αιακίδη. Η διμηνιαία συχνότητα ήταν ιδανική για μια στήλη ελεύθερου σχολιασμού, στην οποία δεν θα ήταν αναγκασμένος να κοιτάζει συνεχώς τον μετρητή των λέξεων, όπως λέει κι ο ίδιος. Και αργότερα, το 2007, όταν ο εκδότης του Φιστικιού αποφάσισε να αραιώσει τη συχνότητα έκδοσης του περιοδικού από δίμηνη σε εξάμηνη, το ημερολόγιο του Αιακίδη έχασε τον λόγο ύπαρξής του.

Σε κάθε τεύχος του Φιστικιού, το Ημερολόγιο του Αιακίδη έπιανε αρκετές σελίδες. Την αποτελούσαν μικρές παράγραφοι, των 5-6 αράδων η καθεμία, κάπου 20 παράγραφοι σε κάθε τεύχος, αν και μπορούσαν να φτάσουν και τις 25 -ευρυχωρία που άφηνε περιθώριο στον σχολιαστή.

Ο Αιακίδης σχολιάζει στο ημερολόγιό του τα μικρά και τα μεγάλα, τα διεθνή, τα εθνικά και τα τοπικά, αλλάζοντας με άνεση τα σύνεργά του από το τηλεσκόπιο στον προβολέα και από εκεί στον μεγεθυντικό φακό· από τα σκανδαλάκια των τοπικών αρχόντων περνάει στις ανακολουθίες της κεντρικής πολιτικής σκηνής και από εκεί στους πολέμους της μοναδικής τότε παγκόσμιας υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, κι έπειτα, μέσω Ευρώπης, επιστρέφει και πάλι στην Αίγινα και στα χρόνια προβλήματά της, την ύδρευση ας πούμε ή το κυκλοφοριακό.

Και βέβαια στη στήλη του Αιακίδη υπήρχε σχολιασμός και του καιρού, αλλά όχι αμήχανα, για να περνάει η ώρα και να σπάσει τον πάγο· όταν σχολιάζει ακόμα και τον καιρό δεν ξεχνάει να συναρτήσει, με τη ματιά του γεωπόνου, τη μετεωρολογία με τη γεωργία. Να δούμε τι έγραφε πριν από 20 ακριβώς χρόνια, στο φύλλο Ιουλίου-Αυγούστου 2002:

Αντίθετα, όπως και πέρσι, χάλασε άσχημα δυο φορές ο καιρός και λίγο έλειψε να επαναληφθεί το άγριο περσινό μπουρίνι του Ιουλίου. Και τις δυο φορές όμως, η ομπρέλα που κρατάει πάνω της η Αίγινα δε μας άφησε να ευχαριστηθούμε καλοκαιρινή μπόρα. Να ποτιστούν οι φιστικιές με νεράκι του Θεού και όχι με το αλατόνερο, που απλόχερα μας παραχώρησαν οι άρχοντες του τόπου, για να δώσουν το καλύτερο στους τουρίστες.

Και από την παροιμιώδη ανομβρία της Αίγινας (σε άλλο σημείο λέει ότι το νησί βρίσκεται «εις θέσιν ομβροσκιάς», 134), σχολιάζει τις πλημμύρες της Αττικής, και τις πολύ πιο καταστροφικές της Κεντρικής Ευρώπης -και αναρωτιέται: Τι θα γινόταν άραγε αν μας τύχαιναν οι πλημμύρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης; Αν εκκενώνονταν πόλεις και κινδύνευαν μνημεία του πολιτισμού, όπως στην Πράγα και τη Δρέσδη; Θα επιδεικνύαμε την ψυχραιμία και τη στωικότητα των Γερμανών και των Τσέχων; Πολύ αμφιβάλλω, αγαπητοί Αιακίδες.

Η αναφορά στην Ευρώπη δεν είναι η μοναδική. Κατ’ επανάληψη ο Αιακίδης παραπέμπει σε ευρωπαϊκούς μέσους όρους και στηλιτεύει τη χαμηλή κατάταξη της χώρας μας σε σχέση με την ΕΕ σε διάφορους δείκτες, για παράδειγμα: Οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα μειώνουν τη φτώχεια κατά 1% ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 9% (στοιχεία της Eurostat) – 75.

Και στην κριτική του δεν χαϊδεύει αυτιά. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών, αντί για το στερεότυπο «νίκησε η τοπική αυτοδιοίκηση» αναρωτιέται θυμόσοφα: Μήπως τελικά είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία δε θέλει τίποτε ν’ αλλάξει;

Και πολλές από τις παρατηρήσεις του, διατυπωμένες το 2002 ή το 2004, πολύ φοβάμαι πως ισχύουν και σήμερα, όπως ότι οι δήμαρχοι περιορισμένων προσόντων επιμένουν να ελέγχουν όλη την αλληλογραφία του δήμου και τις αιτήσεις των δημοτών. Έτσι, βέβαια, δεν τους απομένει ούτε χρόνος ούτε όρεξη για τα σοβαρά προβλήματα του τόπου, αλλά μαθαίνουν τα πάντα για τους δημότες και είναι έτοιμοι να πουλήσουν ρουσφέτι όπου μπορούν, καθόσον «μια μεγάλη τέχνη των πολιτικών είναι να κάνουν τα δικαιώματα ρουσφέτια» (σ. 105).

Παράλληλα δίνει συμβουλές στους αναγνώστες του και τους προτρέπει:

Σας υπενθυμίζω την προτροπή που έκανα στους φίλους του νησιού: Φέρτε τα δικαιώματά σας εδώ! Ρωτήστε, μάθετε και μην επαναπαυόσαστε ότι γνωρίσατε έναν σύμβουλο που σας υποσχέθηκε ότι θα σας φτιάξει το δρομάκι (127)

Τα 6 χρόνια της καταγραφής στο ημερολόγιο του Αιακίδη, 2000 με 2006, είναι ακριβώς τα χρόνια που προηγούνται και έπονται της νέας μεγάλης ιδέας (ή, όπως λέει ο ίδιος στη σελ. 57-58, τη «νέα ιδέα του Έθνους, που θα εντάξει την ελληνική μυλωνού στους πραματευτάδες των μεγάλων χωρών»), τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Κι εδώ ο Μουτσάτσος βρίσκεται στους λίγους που, από την αρχή, δεν αγκάλιασαν το κολοσσιαίο αυτό εγχείρημα αλλά στάθηκαν κριτικά απέναντί του. Αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο το σημείωμα του Αιακίδη στο φύλλο 7-8/2004, σελ. 108 με 114, που είναι όλο αφιερωμένο στους Ολυμπιακούς.

Δεν λείπουν βέβαια και οι συνεχείς αναφορές στο πρόβλημα της ύδρευσης του νησιού, πρόβλημα χρόνιο αλλά με οξείες εκδηλώσεις που έφτασαν στο αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2005 όταν το νησί έμεινε για μέρες χωρίς νερό (134) Ίσως πρόκειται για το μοναδικό πρόβλημα της Αίγινας απ’ όσα επισημαίνει ο Αιακίδης, που εδέησε να βρει τη λύση του, αφού πρόσφατα ολοκληρώθηκε επιτέλους η πολυπόθητη σύνδεση με την ΕΥΔΑΠ.

Κι έτσι, στο σημείωμα που έμελλε να είναι το τελευταίο Ημερολόγιο, στο τεύχος του Μαΐου-Ιουνίου 2006, ο Αιακίδης είναι θυμοσοφος αλλά όχι αισιόδοξος (168): Παραμονές εκλογών θα αρχίσουν όλα τα έργα δήμου και νομαρχίας, κυρίως έργα οδοποιίας. Από τον Αύγουστο θα δούμε τόση πίσσα όση δεν έχουμε δει όλη την τετραετία. Φυλάχτε λίγη για τις εκλογές, μαζί με άφθονα πούπουλα και χρησιμοποιήστε τα όπου εσείς κρίνετε καλύτερο.

Όμως το βιβλίο δεν τελειώνει με το Ημερολόγιο του Αιακίδη. Οι τελευταίες 50 από τις 220 σελίδες του είναι αφιερωμένες σε «άλλα κείμενα» του Μιχ. Μουτσάτσου στο Φιστίκι, κείμενα κάποτε σύντομα και ευτράπελα, άλλοτε εκτενή και πολύ ενδιαφέροντα, για θέματα που τα ξέρει από πρώτο χέρι ο Μουτσάτσος, όπως η βιολογική γεωργία, τα «μεταλλαγμένα» τρόφιμα, προσοχή στα εισαγωγικά, οι μελέτες που γίνονται στο πόδι (έχει μια πολύ αστεία ιστορία για μια μελέτη βιολογικού καθαρισμού στον Τούρλο, που ο συντάκτης της την είχε αντιγράψει κόπι-πέιστ από άλλη μελέτη στην Αιτωολοακαρνανία, κι έτσι η μελέτη μιλούσε για… λίμνη!) καθώς και μια πολύ αστεία μαθητική μετάφραση αρχαίου σατιρικού αποσπάσματος για τα ομηρικά έπη. Ορισμένα από αυτά τα κείμενα θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για μελλοντικές εκδηλώσεις στο πάντοτε επίκαιρο θέμα της βιολογικής γεωργίας.

Αλλά ας επανέλθουμε στα ημερολογιακά σχόλια του Αιακίδη. Καθώς τα ξαναδιάβαζα αυτές τις μέρες, μου ήρθαν στο νου τα ιστολόγια, τα μπλογκ δηλαδή, ένα κοινωνικό φαινόμενο που άρχισε να εξαπλώνεται στην Ελλάδα, λίγο μετά από το Ημερολόγιο του Αιακίδη, όπου ο σχολιασμός της επικαιρότητας και της πολιτικής γινόταν πια ηλεκτρονικά. Βέβαια, στο διάστημα που μεσολάβησε από το 2006 έως το 2022 τα περισσότερα ιστολόγια έκλεισαν τον κύκλο τους και δεν λειτουργούν πια, καθώς ο σχολιασμός έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Φέισμπουκ, το Τουίτερ και τα άλλα των νεότερων. Και βέβαια, αυτή η ανάγκη σχολιασμού των πραγμάτων από έναν ενεργό πολίτη που αισθάνεται ότι κάτι έχει να πει είναι πολύ παλιότερη -σε έντυπη μορφή θα θυμάστε ίσως ότι ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου έγραφε παρόμοια μικρά σχόλια που τα εξέδιδε κατά τακτά διαστήματα στο περιοδικό «Το φυλλάδιο», από το 1978 έως το 1985.

Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει διαφωνία ως προς την αξία των σχολίων του Αιακίδη (και όλων των ανάλογων σχολίων) τη στιγμή που γράφονται. Γεννιέται όμως το ερώτημα: Γιατί να συγκεντρωθούν σε βιβλίο και να τα διαβάσουμε (ή να τα ξαναδιαβάσουμε) σήμερα; Όπως διερωτάται και ο ίδιος ο Μουτσάτσος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Έχει νόημα η αναφορά σε γεγονότα που συνέβησαν πριν από 15-20 χρόνια και η επαναφορά τους στο σήμερα;

Ο Μουτσάτσος απαντάει καταφατικά στο ερώτημα αυτό και θα συμφωνήσω μαζί του. Αξίζει να κάνουμε αυτή την αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, τουλάχιστον -ή μάλλον, ειδικά- όσοι το ζήσαμε και μπορούμε να ανακαλούμε στη μνήμη μας τα γεγονότα που περιγράφει και που σχολιάζει ο Αιακίδης, τόσο τα διεθνή όσο και τα εθνικά ή τα τοπικά. Αξίζει να δούμε αν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις και οι προειδοποιήσεις του Μουτσάτσου, γραμμένες τότε εν θερμώ -ας πούμε, σε ό,τι αφορά το Ιράκ, ασφαλώς επιβεβαιώθηκε ο Μουτσάτσος (δείτε όσα λέει στη σελ. 70) διότι το Ιράκ ασφαλώς δεν μεταμορφώθηκε σε όαση δημοκρατίας. Αξίζει επίσης να δούμε τον τρόπο σκέψης ενός ενεργού πολίτη, ακόμα περισσότερο σήμερα που με τον βομβαρδισμό από πληροφορίες χάνεται η δυνατότητα κριτικής σκέψης.

Βέβαια, το διάβασμα του βιβλίου έχει και λίγο χαρακτήρα πνευματικής άσκησης, διότι, καθώς έχουν περάσει 15-20 χρόνια, πρέπει να βασανίσουμε λίγο τη μνήμη μας για να θυμηθούμε τα μικροπεριστατικά της πολιτικής σκηνής που σχολιάζονται. Ο συγγραφέας έχει βάλει υποσημειώσεις για επεξήγηση, αλλά είναι πολύ φειδωλός σε αυτό· θα μπορούσε ίσως να βάλει περισσότερες -αν και όχι πολύ περισσότερες.

Τέλος, τα χρόνια του Ημερολογίου του Αιακίδη, 2000 με 2006, είναι τα χρόνια που έφτασε στην κορύφωση η περίοδος της επίπλαστης ευμάρειας, με την «μακάρια, υπερχρεωμένη και υπερκαταναλώνουσα Ελλάδα» (όπως γράφει ο Αιακίδης, 150) από την οποία προσγειωθήκαμε απότομα όταν είδαμε τον πρωθυπουργό το 2010 ν’ απευθύνει διάγγελμα από το Καστελόριζο. Το ημερολόγιο του Μιχ. Μουτσάτσου δείχνει ότι κάποιοι, όχι λίγοι, τα έλεγαν από τότε.

Και το βίντεο της εκδήλωσης:

Και κλείνω με το σατιρικό ποίημα του Μιχάλη Μουτσάτσου. Όπως είπε κι ο ίδιος, ένας δήμαρχος της Αιγινας είχε πάει επίσκεψη στην Κίνα και μάλιστα συνοδευόμενος από άλλο άτομο, με έξοδα του Δήμου. Ο Μουτσάτσος ειχε γράψει για το θέμα αυτό σε μια τοπική εφημερίδα. Όταν επέστρεψε ο δήμαρχος, έμαθε τι είχε δημοσιευτεί και επιτέθηκε στο «καρφί» που τον συκοφάντησε, απαιτώντας επανόρθωση. Η επανόρθωση ήρθε έμμετρα και χιουμοριστικά, από τον Stuparellius chinensis. Η πρώτη λέξη είναι τα στουπαρέλια, όπως λέγονται κάτι μικρά καρφάκια, που πρέπει να τα έχουμε συζητήσει ξανά στο ιστολόγιο. Όσο για την πολη Lishui, με την οποία υπήρχε (;) σχέδιο να αδελφοποιηθεί η Αίγινα, υπάρχει και είναι μέσου μεγέθους για τα κινεζικά πρότυπα, με μόλις 2.500.000 πληθυσμό.

 

Σταθερά στο πλευρό του Δημάρχου!

 Στην Κίνα βρέθηκε για μια βδομάδα ο δήμαρχος. Είτε επειδή πήγαινε εκεί αντιπροσωπεία της ΚΕΔΚΕ και ήθελε να πάει κι’ αυτός, είτε πήγε για τη διαφήμιση της Αίγινας στους Κινέζους τουρίστες, είτε για την αδελφοποίηση της Αίγινας με την πόλη Lishui (όλα τα επικαλέστηκε), θεωρούμε ότι κακώς υπέστη κριτική, διότι είμαστε υπέρ των πολιτιστικών ανταλλαγών, με όποιον τρόπο και αν αυτές γίνονται. Για το λόγο αυτό, ειδικός συνεργάτης μας ανάλαβε την υποστήριξη του δημάρχου, με το δικό του έμμετρο τρόπο:

 

Σα δε ντρεπόμαστε να του γκρινιάζουμε
του δήμαρχού μας και να τον σκάζουμε.
Αυτόν, που σκίζεται για τουρισμό;
Βγάλτε ρε άχρηστοι το σκασμό!

Πήγε σε πρέσβεις και σε προξένους
για να γεμίσει η Αίγινα ξένους.
Τι ζήτησε ρε; Δυο εισιτήρια, του Δήμου χρέωση
να βγάλει ο άνθρωπος μιαν υποχρέωση.

Θα πήξει η Αίγινα κινέζικο συνάλλαγμα!
Δουλεύει ο άνθρωπος χωρίς αντάλλαγμα
και να τον βρίζετε εν απουσία του;
Στο εξής θα γράφετε τη παρουσία του.

Τι θέλατε αχάριστοι, καρφιά, στουπαρέλια, πινέζες,
να πάει ολομόναχος σ’ εκατομμύρια Κινέζες;
Πήρ’ ένα φίλο κι’ αυτός μαζί του.
Θα του το κλείσετε το μαγαζί του;

Εκεί τους κάνανε χορούς, δεξιώσεις,
δημιουργήσαμε κι υποχρεώσεις
ενώ έπρεπε η Αίγινα να τους φιλέψει!
Μπορεί νηστικός ο Κινέζος να χορέψει;

Ουστ ρε μεμψίμοιροι και κακομοίρηδες
εδώ θα φέρει Σίνες εμίρηδες
χοντρέμπορους και βιομηχάνους
να φάν’ κατσούλες, ροφούς και χάνους

να χ… στο βιολογικό καθαρισμό μας,
να εισπνεύσουν στην παραλία το …eau sauvage το δικό μας
κι αν δουν τους τσιμεντόδρομους σε χίλια δυο κομμάτια
θα στρογγυλέψουν λίγο τα σκιστά τους τα μάτια.

Μη σας ξεφύγουν οι εξ Ανατολών και πιούν νερό απ’ τη βρύση!
Θα καταλάβουν τα καλά που έχει η άγρια Δύση.
Θα ‘ναι και ολοστρόγγυλοι εκ της ευημερίας,
πώς θα περάσουν από τα τραπεζάκια της παραλίας;

Θα τύχουν άκρας περιποιήσεως, ως άνθρωποι της αγοράς:
Θα τους δεξιωθούμε εις το αλσύλλιον όπισθεν της ψαραγοράς
για την αδελφοποίηση μετά της πόλεως Lishui
(πρώτα θα μας βγει η ψυχή και ύστερα το χούι).

Stuparellius chinensis

και για τη μετάφραση
Μι. Μος

 

 

 

Posted in Αίγινα, Παρουσίαση βιβλίου, Σατιρικά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 75 Σχόλια »

Οι 12 Καρέκλες σε οχινέα μετάφραση

Posted by sarant στο 11 Απριλίου, 2021

Ένα από τα αγαπημένα βιβλία της νεανικής μου ηλικίας ήταν το σατιρικό μυθιστόρημα «Οι 12 καρέκλες» των σοβιετικών συγγραφέων Ηλία Ιλφ και Ευγενίου Πετρόφ.

Μου το είχε δώσει ο πατέρας μου, που πολύ το αγαπούσε, στην παλιά (1945) μετάφραση του Κώστα Μερτβάγου, επί δικτατορίας. Το βιβλίο αυτό το δάνεισα μετά κάπου -δανεικό κι αγύριστο όπως αποδείχτηκε, και ο πατέρας μου είχε καταστενοχωρηθεί. Μετά τη μεταπολίτευση, γύρω στο 1978, το ξανακυκλοφόρησε η Σύγχρονη Εποχή, σε καινούργια μετάφραση, μάλιστα πληρέστερη, αλλά εμάς μάς άρεσε πιο πολύ η παλιότερη -άλλο είναι ο γαλανούλης κλεφταράκος κι άλλο ο γαλάζιος κλεφταράς, και τον λάκκο από μαλαχίτη ο νεότερος μεταφραστής τον είχε κάνει «μαλαχιτική μπάρα», αρρώστησα όταν το διάβασα. Πριν από 10-12 χρόνια, βρήκα την παλιά μετάφραση του Μερτβάγου στον Αλφειό και την έδωσα στον πατέρα μου, και χάρηκε πολύ.

Πριν από λίγο καιρό έμαθα εδώ στο ιστολόγιο ότι το βιβλίο αυτό των Ιλφ/Πετρόφ, όπως και το δεύτερο σατιρικό τους αριστούργημα, το Χρυσό Μοσχάρι, επανεκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή σε μετάφραση Πλάτωνα Καραντάνη, ο οποίος υπογράφει επίσης μερικές ακόμα μεταφράσεις σοβιετικών συγγραφέων (σε μία από αυτές είχα βρει πολλά ψεγάδια) . Με λαχτάρα έσπευσα να τα προμηθευτώ -αλλά η αδημονία μου μετατράπηκε σε αμηχανία όταν, διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο από τις 12 Καρέκλες, η μετάφραση μού φάνηκε γνώριμη, και με ψεγάδια.

Στην πατρική βιβλιοθήκη βρήκα τις παλιές εκδόσεις των δύο βιβλίων. Kαι με έκπληξη διαπίστωσα ότι και στα δύο βιβλία το κείμενο των νέων εκδόσεων είναι σχεδόν ταυτόσημο με τις αντίστοιχες εκδόσεις του 1979 και του 1977! Βέβαια έχει μονοτονιστεί, η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί και έχουν γίνει κάποιες επουσιώδεις αλλαγές, αλλά κατά τα άλλα το κείμενο είναι ολόιδιο!

Για του λόγου το αληθές, έχω ανεβάσει εδώ την πρώτη σελίδα του 4ου κεφαλαίου από τις 12 Καρέκλες στην παλιά έκδοση της Σύγχρονης Εποχής (βρήκα την 3η ανατύπωση, του 1984) και εδώ την αντίστοιχη σελίδα από την έκδοση του 2020. Αν τις διατρέξετε, θα δείτε ότι το κείμενο είναι σχεδόν πανομοιότυπο. Το «τραίνο» του 1977/84 έχει γίνει «τρένο» το 2020, ο Προύσης έγινε Προύσι, η καυγατζίδικη έγινε καβγατζίδικη, το «κύτταξε» έγινε «κοίταζε» και το «λαθεμένο εισιτήριο» έγινε «λάθος εισιτήριο» -αλλά αυτές δεν ειναι βεβαίως αλλαγές ουσίας.

Έκανα έλεγχο στις πρώτες 40 σελίδες από τις 12 Καρέκλες και στις 20 πρώτες σελίδες από το Χρυσό μοσχάρι, καθώς και δειγματοληπτικά σε άλλα σημεία των βιβλίων και το συμπέρασμα είναι το ίδιο: το κείμενο του 2020 είναι ίδιο, εκτός από τριτεύουσες τροποποιήσεις και εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, με το κείμενο του 1977/79/84.

Αυτό βάζει ένα πρόβλημα δεοντολογίας. Τι εννοώ; Στο Χρυσό Μοσχάρι αναφέρεται μεταφραστής ο Απόστολος Κοτσιώλης. Για τις 12 Καρέκλες, η έκδοση του 1984 που έχω βρει δεν αναφέρει όνομα μεταφραστή, αλλά την εποχή εκείνη η Σύγχρ. Εποχή συχνά δεν ανέφερε ονόματα μεταφραστών. Επειδή τότε συνεργαζόμουν με το εκδοτικό, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο Κοτσιώλης είχε μεταφράσει το 1977 και τις 12 Καρέκλες.

Αν όμως την αρχική μετάφραση την έκανε πριν από 40-45 χρόνια ο Απ. Κοτσιώλης, πώς τώρα εμφανίζεται μεταφραστής ο Πλ. Καραντάνης ενώ το κείμενο είναι πρακτικά το ίδιο; Αυτό είναι το δεοντολογικό φάουλ. Οι επεμβάσεις στην ορθογραφία ή οι επουσιώδεις αλλαγές (τύπου «ύστερα από» –> «μετά από») δεν συνιστούν βεβαίως νέα μετάφραση αλλά απλώς επιμέλεια ή μάλλον απαρχές επιμέλειας διότι κανονικά η επιμέλεια προχωράει πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζω τη μετάφραση «οχινέα» στον τίτλο του άρθρου -αλλά για να είμαι δίκαιος πρέπει να πω ότι δεν είδα να διαφημίζεται ως νέα παρά μονο να αναφερεται νέος μεταφραστής.

Προφανώς οι υπεύθυνοι της Σύγχρονης Εποχης θεώρησαν περιττό να αναφέρουν ότι επανεκδίδουν «επιμελημένη» την παλιά μετάφραση της προ πολλού εξαντλημένης έκδοσης, ενδεχομένως με τη συναίνεση του Απ. Κοτσιώλη ή των κληρονόμων του -αλλά αυτό δεν το βρίσκω σωστό και με λυπεί πολύ από έναν εκδοτικό οίκο με τον οποίο έχω συνεργαστεί για πολλά χρόνια και πολλά βιβλία, πάντοτε ανέφελα.

Ακόμα περισσότερο όμως με λυπεί ως αναγνώστη. Όχι επειδή η μετάφραση του Κοτσιώλη είναι κακή. Δεν είναι κακή όπως θα δείτε πιο κάτω. Αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερη -η νέα έκδοση λοιπόν είναι μια ευκαιρία που χάθηκε. Το χειροτερο, η παλιά έκδοση είχε λάθη επιμέλειας τα οποία η «νέα» έκδοση δεν έχει διορθώσει. Αναφέρω δυο περιπτώσεις από τις πρώτες σελίδες:

Στη σελ. 37 (της έκδοσης του 2020) ο Βορομπιάνινοφ επιστρέφει στο σπίτι του και βρίσκει την πεθερά του ετοιμοθάνατη. Η γειτόνισσα τού λέει: Είναι πολύ άσχημα, μόλις που κατάλαβε. Το ίδιο έχει και η έκδοση του 1977/84 (στη σελ. 34). Εδώ προφανώς υπάρχει λάθος.

Tο ρωσικό κείμενο λέει: Ей хуже, она только что исповедовалась, δηλαδή Είναι χειρότερα, μόλις εξομολογήθηκε. Ο Μερτβάγος στη μετάφραση του 1945: Η κατάστασή της χειροτέρεψε, μόλις ξομολογήθηκε. Στοιχηματίζω ότι ο Κοτσιώλης είχε γράψει στο χειρόγραφο (υπήρχε μια εποχή που ο κόσμος έγραφε με το χέρι) «μόλις που μετάλαβε» και αυτό έγινε στο τυπογραφείο «μολις που κατάλαβε». Και ο «μεταφραστής» του 2020 άφησε το λαθος!

Παρόμοια περίπτωση στη σελ. 42: «Στο μεταξύ, η Κλαύδια Ιβάνοβνα πέθανε. Πότε ζητουσε νερό, πότε έλεγε ότι πρέπει να σηκωθεί και να πάει στον τσαγκάρη για να πάρει τα καλά μποτίνια….» Κατά πάσα πιθανότητα εδώ ο μεταφραστής είχε «πέθαινε» στο χειρόγραφο (ο Μερτβάγος βάζει «ξεψυχούσε», ίσως καλύτερο) και στο τυπογραφείο έγινε το λάθος.

Ξαναλέω. Η μετάφραση του Κοτσιώλη τόσο στις 12 Καρέκλες οσο και στο Χρυσό Μοσχάρι δεν είναι κακή. Αφενός όμως δεν έχει καλή επιμέλεια, αφετέρου θα μπορούσε να είναι καλύτερη, λιγάκι πιο εμπνευσμένη σε κάποια κρίσιμα σημεία. (Και, οσο κι αν μ’ αρέσουν οι ιδιωματικές λέξεις, πόσοι ξέρουν σήμερα τη μπάρα με τη σημασία της λιμνούλας, του λάκκου με νερά;)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μυθιστόρημα, Μεταφραστικά, Παρουσίαση βιβλίου, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 117 Σχόλια »

Εντεψίζικα από το 2009 (ακατάλληλον δι’ ανηλίκους)

Posted by sarant στο 7 Δεκεμβρίου, 2020

Το σημερινό άρθρο θα μας ταξιδέψει στο πολύ μακρινό παρελθόν, στο 2009, πριν από τον κόβιντ, πριν από τα μνημόνια. Θα αναδημοσιεύσω υλικό από έναν στιχουργικό διαγωνισμό που είχε δημοσιευτεί στο ιστολόγιο του φίλου μας του Τιπούκειτου. Όπως θα δείτε, συμμετέχω κι εγώ, όπως και άλλοι φίλοι του ιστολογίου, ενώ υπάρχει και μια απρόσμενη συμμετοχή στο τέλος. Προειδοποιώ όμως από τώρα ότι το θέμα των στιχουργημάτων είναι ακατάλληλο δι’ ανηλίκους και συνάμα παρακαλώ τη μαμά μου, που μας διαβάζει, να δείξει κατανόηση.

Ομολογώ πως είχα ξεχάσει αυτόν τον παλιό στιχουργικό διαγωνισμό. Μου τον θύμισε ο φίλος Γιώργος Σεργάκης, με μια πρόσφατη δημοσίευσή του στο Φέισμπουκ. Και χάρη στη δική του δημοσίευση μπόρεσα να λύσω ένα μικρό αίνιγμα που αφορά το ιστολόγιο και που ως τώρα παρέμενε για μένα άλυτο -θα σας εξηγήσω παρακάτω περί τίνος πρόκειται.

Ο τίτλος του σημερινού άρθρου, Εντεψίζικα, ίσως σας είναι άγνωστος. Εντεψίζης είναι ο ανήθικος, αλλά και ο κακοήθης, ο αχρείος, ο ανάγωγος. Πρόκειται για τουρκικό δάνειο (edepsiz, όπου edep είναι οι καλοί τρόποι, η ευπρέπεια, και siz το στερητικό επίθημα).

Παρόλο που η λέξη λίγο ακούγεται στις μέρες μας, διατηρείται ζωντανή σε μια κώχη του λεξιλογίου μας, εξαιτίας μιας συλλογής με άσεμνα ποιήματα του Γ. Σεφέρη που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του (το 1988) σε επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη, με τίτλο «Τα εντεψίζικα», συλλογή που περιλαμβάνει αρκετά αθυρόστομα λιμερίκια, μια πορνογραφική παρωδία του Ερωτόκριτου και άλλα ακατάλληλα για ανηλίκους στιχουργήματα.

Τον Ιούνιο του 2009 λοιπόν, ο φίλος μας ο Τιπούκειτος προκήρυξε στο ιστολόγιό του έναν στιχουργικό διαγωνισμό με αθυρόστομο θέμα, δίνοντάς του τον τίτλο Εντεψίζικα για προχωρημένους. Επρόκειτο για ένα άσεμνο στιχούργημα που σατίριζε έναν πολιτικό.

Από το 2009 μέχρι σήμερα έχουν συμβεί πολλά και διάφορα και πολλά έχουν αλλάξει. Στην Ελλάδα ήταν πρωθυπουργός ο Κώστας Καραμανλής, ενώ στη γειτονική μας Ιταλία ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι -που συνεχίζει βέβαια και σήμερα να συμμετέχει στην πολιτική, στα 84 χρόνια του. Τότε λοιπόν είχε κυκλοφορήσει ευρέως ένα σατιρικό στιχούργημα εναντίον του Μπερλουσκόνι. Είπαν ότι το είχε γράψει ο κωμικός Ρομπέρτο Μπενίνι, αλλά η πατρότητα απ’ όσο ξέρω ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε -και δεν ενδιαφέρει και τόσο.

Το ποιηματάκι ήταν το εξής:

Se quella notte, per divin consiglio,
la Donna Rosa, concependo Silvio,
avesse dato a un uomo di Milano
invece della topa il deretano
l’avrebbe preso in culo quella sera
sol Donna Rosa e non l’Italia intera

Ο Τιπούκειτος λοιπόν ζήτησε να μεταφραστεί το ποίημα και μάλιστα «κατά τον τρόπο του αγαπημένου μας ποιητή».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μεταμπλόγκειν, Παρωδίες, Στιχουργική, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , | 126 Σχόλια »

Τεταρτοϊουλιανά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 4 Ιουλίου, 2020

Λέξη «τεταρταυγουστιανός» υπάρχει στη γλώσσα μας εξαιτίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε. Δεν είχαν άλλοι μήνες την αμφίβολη τιμή ανάλογης διάκρισης κι έτσι λέξη «τεταρτοϊουλιανός» δεν γκουγκλίζεται παρόλο που η 4η Ιουλίου είναι εθνική εορτή στην τέως κοσμοκράτειρα χώρα. Δεν γκουγκλίζεται ακόμα, δηλαδή, αφού χάρη στον τίτλο του σημερινού μας άρθρου προστίθεται μια ψηφίδα ακόμα στο λεξιλόγιο της υπερτρισχιλιετούς μας, καθώς βαδίζουμε σταθερά προς τον στόχο των 5 εκατομμυρίων λέξεων, ίνα πληρωθεί το ρηθέν και τρώμε όλοι με χρυσά κουτάλια.

* Και συνεχίζοντας σε ανάλογο ύφος, ας δούμε ένα ανάλογο ταρατατζούμ, τα βραβεία Education Leaders Awards, στα οποία μια επιτροπή με πρόεδρο την Άννα Διαμαντοπούλου βράβευσε τους εκπαιδευτικούς οργανισμούς «της χρονίας» -χρονίας παθογένειας της παιδείας μας, ίσως.

Η σοβαρότητα του διαγωνισμού φαίνεται από το ότι ως «Ιδιωτικό κέντρο εκπαίδευσης της χρονιάς» βραβεύτηκε η Ελληνική Αγωγή / Σχολή Αρχαίων Ελληνικών, που ακούραστα διαδίδει γλωσσικούς μύθους και μαργαριτάρια, όπως μπορεί κανείς να δει σε διάφορα βίντεο (έχουμε γράψει σχετικά πολλές φορές).

Δόθηκε και βραβείο σε «εκπαιδευτικό της Χρονίας», όπως και σε Φροντιστήριο «Μέση Εκπαίδευσης».

Σημειώνω τα λαθάκια αυτά διότι δείχνουν τη σοβαρότητα του θεσμού.

* Αξίζει επίσης να επισημάνουμε το εξής απόσπασμα από τους όρους του διαγωνισμού:

«Η αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων γίνεται από την Κριτική Επιτροπή και πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβάλλει στην online υποψηφιότητα οι συμμετέχοντες. Οι διοργανωτές και η κριτική επιτροπή ουδεμία ευθύνη φέρουν σε περίπτωση ψευδούς ή ανακριβούς δήλωσης ή αποσιώπησης ουσιωδών στοιχείων σε μια υποψηφιότητα

Που σημαίνει ότι όποιο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο θέλει να συμμετάσχει, αφού πληρώσει το παράβολο της συμμετοχής, μπορεί να παρουσιάσει όσα χωριά Ποτέμκιν τραβάει η όρεξή του ως δήθεν «έργο» και μετά έρχεται η Κριτική Επιτροπή και μοιράζει βραβεία, χωρίς να ελέγξει τους ισχυρισμούς, προφανώς βραβεύοντας την καλύτερη σκηνοθεσία!

Προσέξτε και το «έχει υποβάλλει», ένα ακόμα τεκμήριο της σοβαρότητας του… θεσμού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δύο φύλα, Επιγραφές, Λογοκλοπή, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεταγραφή ξένων ονομάτων, Μεταμπλόγκειν, Μεζεδάκια, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , | 231 Σχόλια »

Πέτσωμα, η αναβάπτιση ενός όρου

Posted by sarant στο 18 Ιουνίου, 2020

Τη στιγμή που ξεκινάω να γράφω το άρθρο,  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο κ. Πέτσας, δεν έχει ακόμα δώσει στη δημοσιότητα τα ποσά με τα οποία επιδοτήθηκαν τα «μέσα ενημέρωσης» που διαφήμισαν την εκστρατεία «Μένουμε σπίτι», αν και έχουν αρχίσει να διαρρέουν ποσά, πολλές φορές κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα -μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για κάποιους ιστότοπους. Πριν από μερικές μέρες, ύστερα από έντονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, είχε παρουσιάσει έναν κατάλογο μέσων, αλλά χωρίς ποσά.

Έστω και λειψός, ο κατάλογος αυτός ήταν αρκετά αποκαλυπτικός, αφού περιλαμβάνει ιστότοπους χαμηλής ή μηδενικής επισκεψιμότητας, πολλοί από τους οποίους δεν περιλαμβάνονται καν στο μητρώο Online Media, που είναι προϋπόθεση για να λάβουν κρατική διαφήμιση βάσει του νόμου. Κάποιοι ιστότοποι έχουν και μηδενικό περιεχόμενο ή άρχισαν να προσθέτουν περιεχόμενο… μετά τη δημοσιοποίηση του καταλόγου, όπως λέγεται ότι έγινε με τον ιστότοπο του κ. Μένιου Φουρθιώτη.

Σε άλλες περιπτώσεις, το ίδιο άτομο έχει πολλούς ιστοτόπους, που ο ένας αντιγράφει το περιεχόμενο του άλλου και που έχουν όλοι χρηματοδοτηθεί, και βέβαια κατά σύμπτωση πρόκειται για πολιτικό φίλο της κυβέρνησης. Εδώ μπορείτε να δείτε μια έρευνα για την περίπτωση της NK Media που πήρε χρηματοδότηση για τους οχτάδυμους ιστοτόπους της. Ο Βαξεβάνης, που έκανε την έρευνα, αποκλείστηκε βεβαίως από τη χρηματοδότηση, για να μάθει.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι διττό. Από τη μια, λαθρόβιοι ιστότοποι επιχορηγήθηκαν πιθανώς με σχετικά μικρά ποσά (10 χιλιάδες, ας πούμε) και από την άλλη υπαρκτοί ιστότοποι φιλικοί προς την κυβέρνηση λέγεται ότι πήραν επιχορήγηση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Και βέβαια, ένας λόγος για τον οποίο ο κ. Πέτσας διστάζει να αποκαλύψει τα ποσά της επιχορήγησης, είναι για να μη μάθουν οι πολιτικοί του φίλοι πόσα πήραν οι άλλοι λυμεώνες και αρχίσουν τα παράπονα: Στον Θανάση γιατί έδωσες τόσα πολλά και σε μένα ούτε τα μισά;

Παρόμοιες πρακτικές χρηματοδότησης υπαρκτών και ανύπαρκτων ιστοτόπων δεν είναι καινούργιες. Τις εφάρμοζε κατά κόρον το αμαρτωλό ΚΕΕΛΠΝΟ την περίοδο 2010-2014, κι έτσι ένα σωρό παντελώς άγνωστοι ιστότοποι είχαν χρηματοδοτηθεί με γερά χαρτζιλίκια για να «ενημερώνουν το κοινό για επιδημιολογικά θέματα». Στη δημοσιογραφική πιάτσα, η πρακτική αυτή αναφέρεται ενίοτε ως «Βελόνα και κλωστή» επειδή έτσι ονομαζόταν μια «ενημερωτική ιστοσελίδα» που πήρε 48.000 για «διαφήμιση» τριών μηνών.

Αλλά οι ιστότοποι αυτοί έρχονται και παρέρχονται. Ανοίγουν για να επιδοτηθούν, ενθυλακώνουν το χαρτζιλίκι (ή το κωλόκουρο, αν τα χρήματα τα μοιράζονται κι άλλοι) και κλείνουν, οπότε δεν είναι βολικό να αλλάζει κάθε τόσο το όνομα της πρακτικής. Με το σημερινό άρθρο έρχομαι να εισηγηθώ να υιοθετηθεί ένας γενικός όρος για το μπαχτσίσι προς φιλικά και πρόθυμα μέσα ενημέρωσης, ένας όρος βαθιά ριζωμένος στις αγνές παραδόσεις του ελληνικού κοινοβουλευτισμού αλλά και ταυτόχρονα σημερινός, του 21ου αιώνα.

Προτείνω λοιπόν τον όρο «Πέτσωμα» -και στον πληθυντικό «Πετσώματα». Ο όρος είναι υπαρκτός από παλιά, αλλά το βρήκα σαγηνευτικό ότι σήμερα αρχιερέας της πετσωματικής τέχνης είναι ένας πολιτικός που ονομάζεται Πέτσας! Τυχαίο; Δεν νομίζω, που έλεγε το παλιό κλισέ.

Τι είναι όμως τα πετσώματα;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Λεξικογραφικά, Μέσα ενημέρωσης, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 168 Σχόλια »

Θα ‘ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες (διήγημα του Αζίζ Νεσίν)

Posted by sarant στο 10 Μαΐου, 2020

Για το σημερινό λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα εύθυμο διήγημα ενός αγαπημένου συγγραφέα, του Τούρκου Αζίζ Νεσίν (1915-1995), που είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα αφού ευτύχησε να έχει μεταφραστή τον Έρμο Αργαίο (Ερμόλαο Ανδρεάδη).

Ο Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη, στα Πριγκιπονήσια, και έζησε κυρίως στην Πόλη. Ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από αυταρχικά καθεστώτα στην πατρίδα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μάχη ενάντια στον θρησκευτικό φανατισμό. Είχε αρχίσει να μεταφράζει τους Σατανικούς στίχους και το 1993, ενώ συμμετείχε σε μια εκδήλωση Αλεβιτών στη Σεβάστεια (Σιβάς) ένα πλήθος φανατικών περικύκλωσε το κτίριο και έβαλε φωτιά -με 37 θύματα.

Το 1957 ο Νεσίν ίδρυσε το Ίδρυμα Νεσίν, που το προικοδότησε με τα συγγραφικά του δικαιώματα. Δέχεται κάθε χρόνο ως υπότροφους τέσσερα άπορα παιδιά και αναλαμβάνει τη στέγη, την τροφή και την εκπαίδευσή τους μέχρι την ενηλικίωση.

Τα πρώτα βιβλία του Νεσίν, όπως η συλλογή διηγημάτων Ο καφές και η δημοκρατία, τα είχα διαβάσει μικρός στην πατρική βιβλιοθήκη. Το σημερινό διήγημα, αρκετά γνωστό, θαρρώ πως ανήκει κι αυτό σε αυτή την πρώτη συλλογή του Νεσίν, αλλά δεν είμαι βέβαιος διότι το βιβλίο δεν το έχω εδώ. Το διήγημα το πήρα από την Επιθεώρηση Τέχνης, όπου είχε δημοσιευτεί στο τεύχος Μαΐου 1961. Aντί για όνομα μεταφραστή αναφέρονται τα αρχικά Ε.Α. που είναι βέβαια ο Έρμος Αργαίος. Από εκεί πήρα και το σκίτσο, που μάλλον είναι της τουρκικής έκδοσης.

Το διήγημα πρέπει να εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1950. Εκσυγχρόνισα (ελάχιστα) την ορθογραφία και μονοτόνισα. Μια σημείωση για το ρήμα του τίτλου: το «θα ‘ρθουν» αντιστοιχεί στο «θάρθουν». Αν θέλει κανείς να γράψει «θαρθούν», θα τονίσει το μονοσύλλαβο: θα ‘ρθούν. Ο γνωστός στίχος λοιπόν γράφεται: αν είναι να ‘ρθει θε να’ ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

 

Θα’ ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες

Ο μίστερ Φρανκ μας είχε καλέσει σπίτι του σε τραπέζι και έπρεπε να ξεϋποχρεωθούμε. Την ώρα που χωρίζαμε του λέω:

—Ορίστε και σε μας· ελάτε ένα βράδυ να φάμε μαζί.

—Θα ’ρθουμε, είπε το αντρόγυνο.

Μόλις είπαν έτσι, ένοιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ευτράπελα, Μονοτονικό, Σατιρικά, Τουρκία | Με ετικέτα: , , , , | 195 Σχόλια »

Ο ποιητής Άχθος Αρούρης

Posted by sarant στο 29 Μαρτίου, 2020

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 47 (άνοιξη 2020) του καλού περιοδικού Μικροφιλολογικά που κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο στη Λευκωσία. Ο φίλος Λευτέρης Παπαλεοντίου, που αυτόν τον καιρό επιμελείται μιαν ανθολογία σατιρικής ποίησης, είδε κάπου μια καβαφική παρωδία του παππού μου και μου ζήτησε να γράψω μια παρουσίαση του έργου του για το περιοδικό.

Τα περισσότερα ποιήματα που περιλαμβάνω στο σημερινό άρθρο είναι βέβαια γνωστά στο ιστολόγιο, αλλά δεν τα έχουμε βάλει συγκεντρωμένα. Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί για τη σημερινή δημοσίευση στο ιστολόγιο είναι ότι μέσα στην εβδομάδα είχαμε την επέτειο του θανάτου του παππού μου (24.3.1977).

Εδώ παραθέτω την αρχική βερσιόν του άρθρου -στη δημοσιευμένη μορφή έγιναν συντομεύσεις.

Ο ποιητής Άχθος Αρούρης (Νίκος Σαραντάκος, 1903-1977)

Άχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», δηλαδή άχρηστος άνθρωπος. Είναι και το ψευδώνυμο που διάλεξε ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος, και με αυτό δημοσίευε ποιήματά του σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας προπολεμικά.

Παιδί πολυμελούς οικογένειας από τη Γέρμα της Μάνης, που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στον Πειραιά, τελείωσε στα 15 του την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έπιασε δουλειά σε τράπεζες. Στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη ήρθε σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες και τις ενστερνίστηκε. Ως τραπεζικός υπάλληλος στη Μυτιλήνη γνωρίστηκε με την ποιήτρια Ελένη Μυρογιάννη και την παντρεύτηκε.

Η Κατοχή τον βρήκε στη Μυτιλήνη στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς και αργότερα από το μεταπελευθερωτικό καθεστώς για στάση, με αποτέλεσμα να απολυθεί από τη θέση του και να μετοικήσει στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στη σύνταξη της Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου.

Στα πρώτα του ποιήματα και χρονογραφήματα, ο Ν.Σ. χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα, όπως Βριάρεως ή Ηρόστρατος. Με αυτό το τελευταίο δημοσίευσε στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Επιθεώρηση (τχ. 10, Οκτώβριος 1928) το ποίημα “Η κάσα”:

Η κάσα

Όγκος βαρής κι ασήκωτος τ’ αφέντη μας η κάσσα,
με ζηλεμένονε παρά σε στήθια σιδερένια.
Κι ανοιγοκλεί με σφυριχτήν -σα δουλευτής- ανάσα
κι ο αφέντης τής χαμογελά με σεβασμό κι ευγένεια.

Από μαντέμι δυνατό κι αστραφτερόν ατσάλι
-Το μέταλλο που φτιάνουνε της φυλακής τους κρίκους-
Σαν το καλύβι ενού φτωχού, μπορεί και πιο μεγάλη
και ξεπερνά σ’ αχορταγιά τους πεινασμένους Λύκους!

Κρύβει τ’ αργάτη τον ιδρό, το γαίμα του στρατιώτη
το μαύρο δάκρυ τ’ αρφανού, το στεναγμό της χήρας
του φαμελίτη το ψωμί, της πόρνης την αγνότη
και της γυναίκας την τιμή και την τιμή της λίρας!

Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού, ο Μίλιος Χουρμούζιος (τότε με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζευγάς) δημοσίευσε μεν το ποίημα, αλλά επέκρινε τον ποιητή για την επιλογή του ψευδωνύμου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Εις μνήμην, Καβαφικά, Παρωδίες, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 94 Σχόλια »

Ο σατιρικός Λαπαθιώτης

Posted by sarant στο 8 Ιανουαρίου, 2020

Σήμερα, 8 Ιανουαρίου, συμπληρώνονται 76 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα εκείνη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Στη φετινή δημοσίευση θα παρουσιάσω κάποια σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη, που δεν είναι άγνωστα σε όσους ξέρουν καλά το έργο του αλλά ίσως τα αγνοεί το ευρύτερο κοινό. Ο λόγος που με σπρώχνει σ’ αυτή την δημοσίευση είναι ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε από το καλό περιοδικό Μικροφιλολογικά της Λευκωσίας, μαζί με το νέο τεύχος του περιοδικού, το τομίδιο «Μικροφιλολογικά τετράδια 28» το οποίο περιέχει το Α’ μέρος μιας Ανθολογίας νεοελληνικής σατιρικής ποίησης, σε επιμέλεια του φίλου Λευτέρη Παπαλεοντίου. Εκεί ανθολογείται και ο Λαπαθιώτης, με μερικά ποιήματα που θα τα αναδημοσιεύσω εδώ, προσθέτοντας και ένα άγνωστο μικροφιλολογικό εύρημα για ένα από τα ποιήματα αυτά.

Παράλληλα, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφέρω ότι το καλό περιοδικό Φαρφουλάς, στο τελευταίο τεύχος του, περιλαμβάνει σε αναστατική επανέκδοση όλα τα τεύχη του περιοδικού Φραγκέλιο που το έβγαζε ο Νίκος Βέλμος (1928-30), ενω επίσης περιέχει άγνωστα χειρόγραφα του Ν. Λαπαθιώτη -επιστολές προς Βέλμο.

Ο Λαπαθιώτης στα δημοσιευμένα του ποιήματα δεν αφήνει χώρο για τη σάτιρα. Ωστόσο, είχε ισχυρή σατιρική φλέβα η οποία παρουσιάζεται στους διαξιφισμούς του με άλλους λογίους, είτε επιστολιμαίους είτε μέσω εντύπων, όπως και σε σατιρικά ποιήματα που έμειναν αδημοσίευτα (με δυο εξαιρέσεις που θα δούμε πιο κάτω) όσο ζούσε αλλά που κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι, σε στενό ή ευρύτερο φιλικό κύκλο.

Κάποια από τα ποιήματα αυτά είναι εξόχως αθυρόστομα, άλλα είναι έξοχες πολιτικές σάτιρες ή επιγράμματα. Θα σας απογοητεύσω, αλλά σήμερα θα παρουσιάσω ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας -αλλά μπορείτε να πάρετε μια γεύση και από την πρώτη, στο τέλος, εδώ.


Επίγραμμα του Κώτσου

Κώτσος, ο ρήγας ο τρανός, λεβέντης και ντερβίσης,
καμάρι της Ανατολής και βδέλυγμα της Δύσης,
σκεφθείς ότι, μετ’ ου πολύ, μέλλει να μπει στην Πόλη,
(έτσι, τουλάχιστον, δηλούν οι χασικλήδες όλοι…)
κι ιδών την Πόλην Κών/πολιν να γράφουν στας ‘ειδήσεις’,
και προσπαθών και εις αυτό ν’ αρμονισθεί επίσης,
θέλησε συντομότερα να γράφεται κι εκείνος,
και τ’ όνομά του συνταμών, καλείται τώρα: Κ/τίνος…
14/2/1922

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά, Uncategorized | Με ετικέτα: , , , , , , | 144 Σχόλια »

Γεώργιος Σουρής, 100 χρόνια μετά

Posted by sarant στο 25 Αυγούστου, 2019

Κάποια μέρα, το φθινόπωρο του 1969, ήμουν δέκα χρονών, το βραδάκι, μου λέει ο παππούς μου «θα κατέβεις να δούμε τηλεόραση; Έχει μια εκπομπή για τον Σουρή, είναι τα 50 χρόνια από τον θάνατό του». Να κατέβω, διότι τότε δεν είχαμε ακόμα τηλεόραση στο δικό μας σπίτι.

Ο παππούς λάτρευε τον Σουρή, απάγγελνε από μνήμης πολλούς στίχους του και την αγάπη αυτή την είχε μεταδώσει και σε μένα. Όμως εκείνο το βράδυ είχαμε κανονίσει να πάμε να δούμε μιαν από εκείνες τις φρικαλέες εθνωφελείς ταινίες του Τζέιμς Πάρις, νομίζω πως ήταν οργανωμένο από όλη μας την τάξη, με τον δάσκαλο μαζί -δικτατορία είχαμε, δεν θα μας πήγαιναν σε Αϊζενστάιν. Με την αμεριμνησία του παιδιού, είπα στον παππού μου «Δεν πειράζει, του χρόνου θα ξαναέχει εκπομπή» και πήγα με τους συμμαθητές να δούμε τον Φερνάντο Σάντσο και τον Χρήστο Πολίτη.

Τότε ήταν τα 50 χρόνια, αύριο είναι τα 100 από τον θάνατο του Σουρή, οπότε σκέφτηκα να τιμήσω τη μνήμη του και να επανορθώσω την παιδική μου ασυνέπεια. Βέβαια, επειδή από τον παππού μου έχω κληρονομήσει την αγάπη προς τον μεγάλο σατιρικό, το ιστολόγιο έχει κατ’ επανάληψη παρουσιάσει ποιήματά του και πολλά άρθρα έχουμε αφιερώσει στον Σουρή και στην εφημερίδα του, τον Ρωμηό, που εκδιδόταν από το 1883 ως το 1918 και ήταν έμμετρη από τον τίτλο (Ο Ρωμηός εφημερίς – που τη γράφει ο Σουρής) ίσαμε τις διαφημίσεις και τις μικρές αγγελίες.

Έμμετρη αναγγελία της συνεργασίας του Σουρή με το Άστυ, 1885

Ο Σουρής έγραφε τον Ρωμηό μόνος του (μονάχα στην αρχή βοηθούσαν και ο Δημ. Κόκκος και ο Ιω. Πολέμης αλλά για μικρό διάστημα), αλλά ο Σουρής δεν είναι μόνο ο Ρωμηός. Έγραψε και αυτοτελή ποιήματα και ποιητικές συνθέσεις, έμμετρες κωμωδίες, μετέφρασε πολύ επιδέξια τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, ενώ εκτός από τον Ρωμηό, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της έκδοσής του, συνεργαζόταν και με άλλα έντυπα, σατιρικά κυρίως, όπως τον Ασμοδαίο, τον Ραμπαγά, το Μη Χάνεσαι και το Άστυ.

Αυτό σημαίνει ότι ήταν πολύ δύσκολη η συγκέντρωση των Απάντων του Σουρή. Ο Γ. Βαλέτας το επιχείρησε αλλά ομολογημένα δεν επιδίωξε την πληρότητα. Έχω στη βιβλιοθήκη μου μια οχτάτομη έκδοση, ενώ υπάρχει και μια άλλη πεντάτομη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά περισσότερο ανθολογία μπορεί να χαρακτηριστεί -από αυτό καταλαβαίνει κανείς τον εντυπωσιακό όγκο του έργου του Σουρή.

Ο Σουρής ήταν δημοφιλέστατος στην εποχή του -πολύ χαρακτηριστικό, τόσο για την απήχηση που είχε, όσο και για την έλλειψη μέτρου των συμπατριωτών μας, είναι ότι προτάθηκε, από πανεπιστημιακούς και άλλους, πέντε φορές για το Βραβείο Νόμπελ την περίοδο 1907-1912. Αλλά άντεξε και στον χρόνο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η ανατύπωση σε 7 τόμους των 1442 φύλλων του Ρωμηού περί το 1970 είχε εμπορική επιτυχία και ότι κωμικοί όπως ο Χάρρυ Κλυνν τραγούδησαν μελοποιημένα του ποιήματα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Αφιερώματα, Επετειακά, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση, Σατιρικά, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , , | 117 Σχόλια »

Ανήμποροι σαρκασμοί για την 4η Αυγούστου

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2019

Κυριακή σημερα, μέρα με λογοτεχνική ύλη. Μια και σήμερα είναι η επέτειος της ανακηρυξης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά το 1936, διάλεξα να βάλω σχετικό λογοτεχνικό υλικό -συγκεκριμένα, μια ομάδα σατιρικών ποιημάτων που τα έγραψε το 1938, λίγο πριν πεθάνει, ο καλός ποιητής Μάρκος Τσιριμώκος (1872-1939, γνωστός και με το ψευδώνυμο Στέφανος Ραμάς) χωρίς βέβαια να τα κυκλοφορήσει -έμεναν να διαβάζονται σε κύκλους φίλων και δημοσιεύτηκαν μετά την κατοχή, στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 7, 23.6.1945).

Αδελφός του πολιτικού Γιάννου Τσιριμώκου, που το όνομά του έχει συνδεθεί με τη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, ο Μ. Τσιριμώκος, αξιωματικός του ναυτικού, ήταν μαχόμενος δημοτικιστής από τα πρώτα χρόνια, με τη μερίδα των εθνικιστών και όχι των σοσιαλιστών. Τα χρόνια της κυριαρχίας των βενιζελικών ανέλαβε και νομάρχης. Από τα ποιήματά του υπάρχει τουλάχιστον ένα που το ξέρουν πολλοί χωρίς να ξέρουν πως είναι δικό του: Τ’όμορφο νησί, που το μελοποίησε ο Βασίλης Τενίδης και το τραγούδησε ο Γιώργος Ζωγράφος. Έψαξα λίγο να βρω φωτογραφία του, αλλά δεν βρήκα.

Πολλοί έχουν ασχοληθεί, και θ’ άξιζε κάποτε να αναφερθούμε στο ιστολόγιο, με την ανοχή που έδειξαν πολλοί λογοτέχνες στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με την έννοια ότι συνεργάστηκαν με έντυπα του καθεστώτος ή συμμετείχαν σε επίσημες εκδηλώσεις. Φυσικά, υπήρχε καταστολή και, ειδικά στον χώρο της τέχνης, λογοκρισία, που θύματά της ήταν κυρίως οι κομμουνιστές (ο Βάρναλης, ας πούμε, δεν δημοσίευσε τίποτα με το όνομά του) ή οι περιθωριακοί όπως ο Λαπαθιώτης. Αλλά οι πολλοί άνθρωποι του πνεύματος έδειξαν ευμενή ουδετερότητα, κι αυτό είναι που έκανε τον Τσιριμώκο να γράψει τους σαρκασμούς του, με ψυχικό σπαραγμό όπως λέει.

Δυστυχώς, ο ποιητής δίνει μία μόνο υποσημείωση για πρόσωπα και πράγματα της εποχής, οπότε κάποια σημεία είναι δύσκολο να τα κατανοήσουμε ολότελα, αν και είναι εύκολο να υποθέσουμε τι αφορούν. Βάζω κι εγώ κάποια σχόλια. Μονοτονίζω αλλά κρατάω την ιδιότυπη ορθογραφία του Τσιριμώκου, που αποφεύγει τα διπλά σύμφωνα.

Υστερογραφικά σημειώνω πως, παρόλο που η σημερινή μέρα είναι αποφράδα για τη χώρα, αφού είναι η επέτειος μιας δικτατορίας, για μένα προσωπικά είναι σημαντική, αφού μια τέτοια μέρα γνωρίστηκαν οι γονείς μου.

 ΣΑΡΚΑΣΜΟΙ

 Σημείωμα του ποιητή   Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από την ανάγκη να ξεθυμαίνω πού και πού. Γιατί τους έγραφα παρακολουθώντας με ψυχικό σπαραγμό από το Νοέμβρη του 1938 την πολιτική και κοινωνική κατάντια της Ελλάδας. Τέλος τους αντέγραψα προσεχτικά στο τετράδιο τούτο με την ελπίδα πως κάποτε θα δημοσιευθούν είτε από μένα τον ίδιο, είτε – αν εγώ δεν υπάρχω πια – από κάποιον φίλο μου. Όπου είναι απαραίτητες ιστορικές πληροφορίες, για να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα για την κατανόηση του στιχουργήματος, τις δίνω σε υποσημείωμα.

  

                   ΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ήμουνα με τον εαυτό μου αντάμα,
κι απ’ το παράθυρό μου τ’ ανοιχτό,
στα χίλια κ’ ενιακόσια τριάντα οχτώ,
είδα μεγάλο στην Αθήνα θάμα.

Με πράσινα πουκάμισα ντυμένοι
και παντελόνια κίτρινο χακί,
σαν παλικάρια πούφαγαν φακή,
στεκόντουσαν ορθοί και κορδωμένοι

νιοι και κοπέλες κάμποσες χιλιάδες,
κοιτάζοντας με βλέματ’ απαθή,
τη Λευθεριά, με ξύλινο σπαθί,
δεξά-ζερβά να κάνει τεμενάδες.

 

                 ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ

Εμπρός! για νέα εξόρμηση παιδιά,
πάμε στα πράσιν’ άλογα καβάλα,
πράσινα να φυτέψουμε κλαδιά
και δέντρα πράσινα μικρά-μεγάλα.

Το πράσινο! το πράσινο! παιδιά
του νέου μας Κράτους σύμβολο να γίνει.
Και πράσο-πράσο η πράσινη καρδιά
στον κόσμο θα χαρίσει τη γαλήνη.

Πρέπει ο καθείς ελιά ή κι απιδιά,
χαμόδεντρο ή και πεύκο να φυτέψει,
αλλ’ όχι και συκιά, γιατί παιδιά
το φύλο της στο νου φέρνει τη σκέψη

του ξεπεσμού και της ντροπής,
του πειρασμού θυμίζει τα τερτίπια,
κι άλλο πούναι αμαρτία να τα πεις
γιατί γεννούν στα στήθια καρδιοχτύπια…

Εμπρός! στη νέα εξόρμηση, παιδιά,
πάμε στα πράσιν’ άλογα καβάλα
τα πράσα-πράσα- πράσινα κλαδιά
θάναι απ’ τα έργα μου τα πιο μεγάλα.

Σχόλιο δικό μου: Στη ρητορική και στις εκδηλώσεις της ΕΟΝ κατείχαν εξέχουσα θέση οι εκστρατείες για το πράσινο και τα δάση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικισμός, Επετειακά, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , | 83 Σχόλια »

Δυο σοβιετικοί συγγραφείς στη Νέα Υόρκη (η Ranele μεταφράζει Ιλφ και Πετρόφ)

Posted by sarant στο 27 Ιανουαρίου, 2019

Πριν από κάμποσο καιρό είχα παρουσιάσει στο ιστολόγιο ένα εύθυμο διήγημα των αγαπημένων μου σοβιετικών σατιρικών συγγραφέων Ηλία Ιλφ και Ευγενίου Πετρόφ, το «Ένας σοβιετικός ροβινσώνας«. Στα σχόλια της συζήτησης εκείνης θα βρείτε και ένα διήγημα που περιέχει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις των Ιλφ και Πετρόφ από την Ελλάδα.

Όπως είχα γράψει παλιότερα, ο Ιλφ και ο Πετρόφ έδωσαν τους δίδυμους ήλιους της σοβιετικής σάτιρας, τα εξαιρετικά μυθιστορήματα «Οι δώδεκα καρέκλες» και «Το χρυσό μοσχάρι». Στο πρώτο, λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, ο αριστοκράτης Βορομπιάνινοφ αναζητά έναν θησαυρό που είναι κρυμμένος σε μία από τις δώδεκα καρέκλες της πάμπλουτης θείας του. Συνεταιρίζεται με τον γοητευτικό απατεώνα Οστάπ Μπέντερ, και αφού διατρέξουν τη μισή Σοβιετική Ένωση βρίσκουν -ή δεν βρίσκουν- τον θησαυρό. Στο «Χρυσό μοσχάρι» ο Οστάπ είναι αρχηγός μιας μικρής σπείρας απατεώνων που αναζητούν έναν σοβιετικό εκατομμυριούχο -και πάλι, τον βρίσκουν αλλά… Η συνέχεια επί της οθόνης, θα έλεγα, αφού κάποτε θα παρουσιάσω τα κλασικά αυτά έργα.

Και τα δυο ονόματα είναι ψευδώνυμα, ο Ιλφ λεγόταν Φάινζιλμπεργκ, ο Πετρόφ: Κατάγιεφ -αδελφός του είναι ο γνωστός συγγραφέας Βαλεντίν Κατάγιεφ. Γεννημένοι κι οι δυο στην Οδησσό, στο Χρυσό Μοσχάρι την αποκαλούν Τσερνομόρετς αν θυμάμαι καλά, κι έχουν κι έναν Έλληνα, τον Βαλιάδη, στην παρέα των γέρων με τα πικέ γιλέκα. Ο Ιλφ πέθανε από φυματίωση το 1937, τον Πετρόφ τον ρίξαν οι Γερμανοί το 1942, όταν, πολεμικός ανταποκριτής, επέστρεφε αεροπορικώς από την πολιορκημένη Σεβαστούπολη.

Τα δυο τους μυθιστορήματα γνώρισαν αξεπέραστη αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό και πλούτισαν τη ρωσική γλώσσα με κάμποσες παροιμιώδεις εκφράσεις.

Από τότε που διάβαζα, νέος, τις Δώδεκα καρέκλες και το Χρυσό μοσχάρι, είχα μάθει ότι οι δυο συγγραφείς, πέρα από αμέτρητα διηγήματα, είχαν επίσης γράψει ένα ακόμα βιβλίο μαζί, τη «Μονώροφη Αμερική», ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την επίσκεψή τους στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Μέσα στα απειράριθμα σχέδια που κάνει κανείς σε νεαρή ηλικία, είχα κι εγώ το σχέδιο να βρω, να διαβάσω, να μεταφράσω ή να αναθέσω τη μετάφραση και να εκδώσω το βιβλίο αυτό.

Σήμερα έρχομαι κοντά στην κατά κάποιο τρόπο εκπλήρωση εκείνου του νεανικού σχεδίου. Η φίλη μας η Ranele, που αρκετές φορές μάς έχει δώσει μεταφράσεις της από τα ρωσικά (παράδειγμα) μού έστειλε πριν από λίγο καιρό μεταφρασμένα τα πέντε πρώτα κεφάλαια της Μονώροφης Αμερικής, του βιβλίου των Ιλφ και Πετρόφ και εδώ σας παρουσιάζω το δεύτερο κεφάλαιο, το πρώτο βράδυ των συγγραφέων στη Νέα Υόρκη. Δεν διάλεξα το πρώτο κεφάλαιο, επειδή περιγράφει το (πολυήμερο) ταξίδι με το υπερωκεάνειο Νορμανδία κι έτσι δεν αναφέρεται στις ΗΠΑ.

Ο Ιλφ και ο Πετρόφ έμειναν στις Ηνωμένες Πολιτείες 10 εβδομάδες και τις διέσχισαν με αυτοκίνητο, μεταξύ άλλων πάνω στον θρυλικό αυτοκινητόδρομο 66, φτάνοντας ως τη Δυτική Ακτή. Δημοσίευσαν τις εντυπώσεις τους στο περιοδικό Ογκανιόκ, με φωτογραφίες σαν κι αυτή, από τη μηχανή Λάικα του Πετρόφ. Το βιβλίο εκδόθηκε, όπως είπαμε, το 1936 και ήταν το κύκνειο άσμα του συγγραφικού διδύμου, αφού ο Ιλφ πέθανε τον επόμενο χρόνο.

Η Ranele μού έστειλε τις μεταφράσεις της σε δίστηλη μορφή, αντικριστά με το πρωτότυπο, αλλά προτίμησα να παρουσιάσω εδώ μόνο το ελληνικό κείμενο, αφού, κακά τα ψέματα, η δίστηλη παρουσίαση ελάχιστους αναγνώστες θα ενδιέφερε, τους ρωσομαθείς μόνο. Όμως, επειδή στο ιστολόγιο έχουμε και ρωσομαθείς, αρκετούς μάλιστα, μπορούν να βρουν τη ρωσική μετάφραση εδώ, ή, ακόμα καλύτερα, την αντικριστή παρουσίαση σε δίστηλο, εδώ.

Η Ρανέλε είναι Ρωσίδα που ζει στην Ελλάδα, οπότε η ελληνική δεν είναι η μητρική της γλώσσα. Μπορεί να έχουν ξεφύγει μεταφραστικά λάθη ή κάποιες αδέξιες χρήσεις. Έκανα κι εγώ μερικές διορθώσεις στο κείμενό της.

 

Κεφάλαιο Β΄. Το πρώτο βράδυ στη Νέα Υόρκη

Η αίθουσα του τελωνείου της αποβάθρας «Γαλλικές Γραμμές» ήταν τεράστια. Ψηλά κάτω από την οροφή κρέμονταν μεγάλα σιδερένια γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Ο κάθε επιβάτης έπιανε θέση κάτω από το γράμμα με το οποίο ξεκινούσε το επίθετό του. Εδώ πέρα θα κατέφθαναν από το πλοίο οι βαλίτσες του και εδώ πέρα θα περνούσαν κιόλας από τον έλεγχο.

Οι φωνές των άρτι αφιχθέντων και αυτών που τους υποδέχονταν, τα γέλια και τα φιλιά αντηχούσαν μες στην αίθουσα, οι απογυμνωμένες σωληνώσεις και οι παροχές της οποίας την έκαναν να μοιάζει με πτέρυγα εργοστασίου που κατασκευάζει τουρμπίνες.

Δεν είχαμε ειδοποιήσει κανέναν για την άφιξή μας, συνεπώς δεν μας περίμενε κανείς. Στριφογυρίζαμε κάτω από τα γράμματά μας περιμένοντας τον υπάλληλο του τελωνείου. Επιτέλους εκείνος κατέφτασε. Ήταν ένας ήρεμος και διόλου βιαστικός άνθρωπος. Δεν τον άγχωνε καθόλου το γεγονός ότι είχαμε διασχίσει ολόκληρο τον ωκεανό για να του δείξουμε τις βαλίτσες μας. Εκείνος από ευγένεια μόλις που ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά του την απάνω στρώση των ρούχων μας χωρίς καν να μπει σε κόπο να κοιτάξει τίποτα άλλο. Ύστερα έβγαλε τη γλώσσα του, μια εντελώς συνηθισμένη, σαλιωμένη γλώσσα, που δεν ήταν εξοπλισμένη με κάποιον ειδικό μηχανισμό, σάλιωσε δύο μεγάλες ετικέτες και τις κόλλησε πάνω στις βαλίτσες μας.

Είχε βραδιάσει όταν επιτέλους τελειώσαμε με τις διατυπώσεις. Ένα λευκό ταξί με τρία αναμμένα φωτάκια στην οροφή, που έμοιαζε με παλιομοδίτικη άμαξα, μας πήγαινε στο ξενοδοχείο. Στην αρχή μας βασάνιζε η σκέψη ότι λόγω της απειρίας μας επιβιβαστήκαμε σε ένα απαρχαιωμένο, της κακιάς ώρας ταξί, ότι φαινόμαστε γελοίοι σαν τους επαρχιώτες. Μα κοιτάζοντας δειλά δειλά από το παράθυρο, είδαμε ότι προς όλες τις κατευθύνσεις έτρεχαν αυτοκίνητα με τα ίδια γελοία φαναράκια που υπήρχαν και στο δικό μας ταξί. Τότε μονάχα ηρεμήσαμε λιγάκι. Μόνο αργότερα καταλάβαμε ότι τα φαναράκια στην οροφή καθιερώθηκαν ώστε τα ταξί να ξεχωρίζουν πιο πολύ ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα αυτοκίνητα. Για τον ίδιο λόγο τα ταξί βάφονταν στα πιο χτυπητά χρώματα – πορτοκαλί, καναρινί, λευκό.

Η προσπάθειά μας να απολαύσουμε την πόλη της Νέας Υόρκης από το ταξί απέτυχε. Διασχίζαμε αρκετά μουντούς και σκοτεινούς δρόμους. Πού και πού κάτι βρυχιόταν διαβολεμένα κάτω απ΄τα πόδια μας, πού και πού κάτι βροντούσε πάνω από τα κεφάλια μας. Όταν σταματούσαμε στα φανάρια, τα φτερά των αυτοκινήτων που βρίσκονταν δίπλα μας μάς έκρυβαν όλη τη θέα. Ο οδηγός είχε γυρίσει κάμποσες φορές προς τα πίσω για να ξαναρωτήσει τη διεύθυνση. Προφανώς τον προβλημάτιζαν τα Αγγλικά που μιλούσαμε. Κάποιες φορές μας κοίταζε ενθαρρυντικά και στο πρόσωπό του διάβαζες: «Δεν πειράζει, δε θα χαθείτε! Στη Νέα Υόρκη κανείς δε χάνεται».

Τα τριάντα δύο πατώματα του τούβλινου ξενοδοχείου μας ορθώνονταν για να καρφωθούν μες στον κοκκινωπό νυχτερινό ουρανό.

Όσην ώρα συμπληρώναμε τις σύντομες κάρτες εγγραφής, δύο άτομα από το προσωπικό του ξενοδοχείου φύλαγαν με αφοσίωση τις αποσκευές μας. Ένας από αυτούς είχε περασμένο στο λαιμό του έναν αστραφτερό κρίκο με το κλειδί του δωματίου που είχαμε επιλέξει. Το ασανσέρ μας ανέβασε ως τον εικοστό έβδομο όροφο. Ήταν ένα ευρύχωρο και ήσυχο ασανσέρ ενός ξενοδοχείου ούτε πολύ παλιού ούτε πολύ καινούργιου, ούτε πολύ ακριβού, και δυστυχώς, ούτε πολύ φτηνού.

Το δωμάτιό μας μάς άρεσε, μα δεν το πολυεξερευνήσαμε. Βιαζόμασταν να βγούμε έξω, να παραδοθούμε στην πόλη και στους θορύβους της. Οι κουρτίνες στα παράθυρα ανέμιζαν από τη φρεσκάδα της θαλασσινής αύρας. Αφήσαμε τα πανωφόρια μας στον καναπέ, βγήκαμε τρέχοντας στο στενό διάδρομο, στρωμένο με τη χρωματιστή μοκέτα. και το ασανσέρ με ένα απαλό τρίξιμο μας πήγε προς τα κάτω. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με νόημα. Πράγματι ήταν ένα σπουδαίο γεγονός! Για πρώτη φορά στη ζωή μας θα πηγαίναμε βόλτα στη Νέα Υόρκη.

Μια λεπτή, σχεδόν διαφανής αστερόεσσα κυμάτιζε πάνω από την είσοδο του ξενοδοχείου μας. Στο δρόμο απέναντι ορθωνόταν το γυαλιστερό παραλληλεπίπεδο του ξενοδοχείου «Γουόλντορφ-Αστόρια». Σε τουριστικά προσπέκτους παρουσιαζόταν ως το καλύτερο ξενοδοχείο του κόσμου. Τα παράθυρα του «καλύτερου του κόσμου» έλαμπαν εκτυφλωτικά και πάνω στην είσοδο κυμάτιζαν όχι μία, μα δύο εθνικές σημαίες. Πάνω στο πεζοδρόμιο, κοντά στο κράσπεδο κείτονταν φρέσκα τεύχη εφημερίδων. Οι περαστικοί έσκυβαν, έπαιρναν τη «Νιου Υορκ Τάιμς» ή την «Γκέραλντ Τριμπιούν» [χαρακτηριστική ρωσική προφορά του δασέος H – ν.σ.] και έβαζαν κάτω δίπλα στις εφημερίδες δυο σεντς. Ο εφημεριδοπώλης είχε πάει κάπου. Οι εφημερίδες συγκρατούνταν στο πεζοδρόμιο με ένα κομμάτι τούβλο με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι γριές Μοσχοβίτισσες που πουλούν εφημερίδες σε καφασωτά κιόσκια.  Στις γωνίες που σχημάτιζε η διασταύρωση ήταν τοποθετημένοι οι κυλινδρικοί κάδοι απορριμμάτων. Μέσα από τον έναν έβγαινε μια τεράστια γλώσσα φλόγας. Προφανώς κάποιος είχε πετάξει μέσα ένα μισοσβησμένο αποτσίγαρο και τα σκουπίδια της Νέας Υόρκης, που αποτελούνται κατά κύριο λόγο από εφημερίδες, αμέσως έπιασαν φωτιά. Οι γυαλιστεροί τοίχοι του «Γουόλντορφ –Αστόρια» αντιφέγγιζαν τις ανήσυχες κόκκινες φλόγες. Οι περαστικοί χαμογελούσαν  σχολιάζοντάς καθοδόν το γεγονός. Ένας αστυνομικός με πρόσωπο αποφασιστικό ήδη κατευθυνόταν στο σημείο του συμβάντος. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ξενοδοχείο μας δεν κινδύνευε από τη φωτιά, προχωρήσαμε παρακάτω.

Και τότε μας συνέβη κάτι δυσάρεστο. Είχαμε κατά νου να περπατάμε αργά κοιτάζοντας προσεκτικά δεξιά αριστερά, ας το πούμε, μελετώντας, παρατηρώντας, ρουφώντας και ούτω καθεξής. Μα η Νέα Υόρκη δεν είναι από εκείνες τις πόλεις όπου οι άνθρωποι κινούνται αργά. Γύρω μας οι άνθρωποι δεν περπατούσαν, μα έτρεχαν. Οπότε κι εμείς βαλθήκαμε να τρέχουμε. Και από κει και πέρα δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Στη Νέα Υόρκη μείναμε για ένα μήνα και όλον τον καιρό κάπου τρέχαμε σαν παλαβοί, έχοντας τόσο σοβαρή και πολυάσχολη έκφραση που θα μας ζήλευε κι ο ίδιος ο Τζον Πίερποντ  Μόργκαν τζούνιορ. Με τέτοιους ρυθμούς θα είχε βγάλει γύρω στα εξήντα εκατομμύρια δολάρια εκείνο το μήνα.

Έτσι λοιπόν βαλθήκαμε να τρέχουμε κι εμείς. Είχαμε προσπεράσει τρέχοντας τις φωτεινές επιγραφές που έγραφαν: «Καφετέρια», ή «Γιουνάιτεντ σίγκαρε», ή «Ντραγκ –σόδα», ή κάτι άλλο το ίδιο ελκυστικό, μα προς το παρόν ακατανόητο. Έτσι τρέχοντας φτάσαμε μέχρι την 42ή οδό και κει σταματήσαμε.

Στις βιτρίνες των καταστημάτων της 42ής οδού ο χειμώνας βρισκόταν στο ζενίθ. Σε μια βιτρίνα είχαν στηθεί επτά κομψές κέρινες κυρίες με ασημιά πρόσωπα. Όλες τους ήταν ντυμένες με πολυτελέστατες γούνες από αστραχάν και έριχναν η μία στην άλλη ματιές όλο μυστήριο. Στη διπλανή βιτρίνα είχε μια ντουζίνα τέτοιες κυρίες που φορούσαν αθλητικές φόρμες και στηρίζονταν σε μπαστούνια του σκι. Τα μάτια τους ήταν μπλε, τα χείλη κόκκινα ενώ τα αφτιά ροζ. Σε άλλες βιτρίνες υπήρχαν νεαρά ανδρικά μανεκέν με γκρίζα μαλλιά ή περιποιημένοι κέρινοι κύριοι ντυμένοι με οικονομικά, πλην όμως απίστευτα κομψά κοστούμια. Παρόλα αυτά εμείς δε δίναμε την παραμικρή σημασία σε όλη αυτή την εμπορική πανδαισία. Την προσοχή μας την τράβηξε κάτι άλλο.

Σε όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου πάντα μπορείς να βρεις ένα μέρος όπου οι άνθρωποι παρατηρούν το φεγγάρι με το τηλεσκόπιο. Εκεί, στη 42η οδό επίσης υπήρχε ένα τηλεσκόπιο που ήταν εγκαταστημένο πάνω σε ένα όχημα.

Το τηλεσκόπιο ήταν στραμμένο προς τον ουρανό. Το χειριζόταν ένας απλοϊκός άνθρωπος ίδιος με εκείνους που μπορείς να βρεις δίπλα στο τηλεσκόπιο είτε στην Αθήνα είτε στη Νάπολη είτε στην Οδησσό. Είχε την ίδια δυσαρεστημένη όψη που έχουν όλοι οι χειριστές των υπαίθριων τηλεσκοπίων σε όλον τον κόσμο.

Το φεγγάρι φαινόταν ανάμεσα σε δύο κτίρια εξήντα ορόφων. Κι όμως ένας περίεργος που κόλλησε στο σωλήνα του τηλεσκοπίου δεν κοίταζε το φεγγάρι, μα σημάδευε πολύ πιο πάνω από αυτό, – κοίταζε λοιπόν, την κορυφή του «Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ», ενός κτιρίου εκατόν δύο ορόφων. Στο φως του φεγγαριού η ατσαλένια κορυφή του «Εμπάιρ» φαινόταν λες και ήταν χιονισμένη. Πιανόταν η ψυχή σου στη θέα ενός μεγαλόπρεπου, λιτού και επιβλητικού κτιρίου που λαμποκοπούσε σαν παγοκολόνα. Καθόμασταν πολλή ώρα εκεί πέρα με σηκωμένα πάνω τα κεφάλια μας. Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης εμπνέουν ένα αίσθημα περηφάνιας για τους ανθρώπους της επιστήμης και του μόχθου που έχουν χτίσει αυτά τα επιβλητικά κτίρια. Βραχνιασμένα ξεφώνιζαν οι εφημεριδοπώλες. Και κάθε φορά που το έδαφος έτρεμε κάτω από τα πόδια μας,  από τις σχάρες του πεζοδρομίου σαν από κάνα μηχανοστάσιο έφερνε το ζεστό αέρα. Όλα έδειχναν ότι κάτω από τη γη έτρεχε η αμαξοστοιχία του νεοϋορκέζικου μετρό, του σάμπγουει δηλαδή, όπως το αποκαλούσαν εκεί.

Μέσα από κάποια φρεάτια του οδοστρώματος καλυμμένα με στρόγγυλα μαντεμένια καπάκια αναδυόταν ο ατμός. Για πολλή ώρα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού έβγαινε αυτός ο ατμός. Πάντως τα κόκκινα φώτα των διαφημίσεων τού προσέδιδαν μια φαντασμαγορική όψη σαν σε παράσταση όπερας. Φαινόταν λες και από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε το φρεάτιο και από κει θα αναδυόταν ο Μεφιστοφελής και αφού πρώτα θα έβηχε για να καθαρίσει το λαιμό του αμέσως μετά θα άρχιζε να τραγουδά με φωνή βαρύτονου την άρια απ’ την όπερα του «Φάουστ»: «Έχω σπαθί, φορώ καπέλο με φτερό, το βαλάντιο μου είναι παχυλό και είμαι τυλιγμένος σε έναν πολύτιμο μανδύα».

Εμείς και πάλι βαλθήκαμε να τρέχουμε μπροστά έχοντας ξεκουφαθεί από τα ξεφωνητά των εφημεριδοπωλών. Εκείνοι ωρύονται τόσο δυνατά που σύμφωνα με την έκφραση του Λεσκώφ [Ρώσος διηγηματογράφος], μετά χρειάζεται να φτυαρίζεις επί μια βδομάδα σερί  για να απομακρύνεις τούτη τη φωνή απ΄τ΄αφτιά σου.

Δεν μπορείς να πεις ότι ο φωτισμός της 42ης οδού ήταν μέτριος. Παρ΄όλα αυτά το Μπρόντγουεϊ, φωταγωγημένο με εκατομμύρια, μπορεί και δισεκατομμύρια ηλεκτρικά λαμπιόνια, γεμάτο από περιστρεφόμενες και χοροπηδητές διαφημίσεις φτιαγμένες από χιλιόμετρα χρωματιστών σωλήνων νέον, εμφανίστηκε μπροστά μας το ίδιο αναπάντεχα με τη Νέα Υόρκη η οποία είχε αναδυθεί ενώπιον μας μέσα απ΄ την απέραντη ερημιά του Ατλαντικού ωκεανού.

Καθόμασταν πάνω στην πιο δημοφιλή διασταύρωση των ΗΠΑ, εκεί που διασταυρώνεται η 42η οδός με το Μπρόντγουεϊ. Μπροστά μας ανοιγόταν «ο μέγας λαμπερός δρόμος», όπως τιμητικά αποκαλείται από τους Αμερικανούς το Μπρόντγουεϊ,.

Εδώ ο ηλεκτρισμός έχει υποβιβαστεί (ή έχει αναχθεί, αν θέλετε) στο επίπεδο ενός εκπαιδευμένου ζώου του τσίρκου. Εδώ τον ανάγκασαν να χορεύει, να κάνει τσαλιμάκια, να υπερπηδά τα εμπόδια, να ανοιγοκλείνει τα ηλεκτρικά του μάτια. Τον ήσυχο ηλεκτρισμό του Έντισον τον έχουν μετατρέψει σε θαλάσσιο λέοντα από το τσίρκο του Ντούροβ [διάσημος σοβιετικός εκπαιδευτής ζώων -ν.σ.] που πιάνει με τη μουσούδα του το τόπι, κάνει τον ζογκλέρ, παριστάνει τον πεθαμένο, ανασταίνεται, εκτελεί οτιδήποτε τον προστάξουν. Η παρέλαση των ηλεκτρικών φώτων δεν σταματάει ποτέ. Τα φώτα των διαφημίσεων ανάβουν, περιστρέφονται και σβήνουν ώστε αμέσως μετά να λάμψουν και πάλι, τα γράμματα μεγάλα και μικρά, πράσινα και κόκκινα, χωρίς σταματημό περνάνε φευγαλέα ώστε μετά από ένα δευτερόλεπτο να επιστρέψουν και να ξαναρχίσουν το τρελό τους τρεχαλητό.

Στο Μπρόντγουεϊ βρίσκονται συγκεντρωμένα  τα θέατρα, οι κινηματογράφοι και οι χορευτικές λέσχες της πόλης. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κινούνται στα πεζοδρόμια. Η Νέα Υόρκη είναι μια από τις ελάχιστες πόλεις του κόσμου όπου οι κάτοικοι βολτάρουν σε έναν συγκεκριμένο δρόμο. Οι είσοδοι των κινηματογράφων έχουν τόσα φώτα που αν κάποιος πρόσθετε ακόμα μια λάμπα, θα γινόταν έκρηξη από τον υπερβολικό φωτισμό και τα πάντα θα πήγαιναν κατά διαβόλου. Μα δεν υπάρχει μέρος να χωρέσεις αυτή τη λάμπα, δεν περισσεύει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό στο χώρο. Οι εφημεριδοπώλες ξεσηκώνουν τέτοια ωρυγή που, για να απομακρύνεις τη φωνή τους θα χρειαζόσουν όχι μια βδομάδα, μα χρόνια εντατικού φτυαρίσματος. Ψηλά στον ουρανό, σ΄έναν από τους αναρίθμητους ορόφους του ουρανοξύστη «Παραμάουντ», λάμπει ένα ηλεκτρικό ρολόι. Δεν βλέπεις ούτε τα αστέρια ούτε το φεγγάρι. Το φως από τις διαφημίσεις θαμπώνει τα πάντα γύρω τους. Τα αυτοκίνητα τρέχουν σιωπηλά. Στις βιτρίνες ανάμεσα σε καρό γραβάτες περιστρέφονται, κάνουν ακόμα και τούμπες, οι μικρές φωτιζόμενες ταμπελίτσες με τις τιμές. Είναι πια κάτι σαν μικροοργανισμοί μέσα στο σύμπαν του ηλεκτρισμού του Μπρόντγουεϊ. Ανάμεσα σε όλη αυτή την τρομερή φασαρία ένας ήρεμος ζητιάνος παίζει το σαξόφωνό του. Ένας κύριος με ημίψηλο κατευθύνεται στο θέατρο συνοδεύοντας μια κυρία που φορά μια βραδινή τουαλέτα με ουρά. Σαν υπνοβάτης κινείται ένας τυφλός με το σκύλο-οδηγό του. Μερικοί νεαροί σουλατσάρουν ασκεπείς. Είναι της μόδας. Κάτω από τα φανάρια γυαλίζουν τα γλειμμένα τους μαλλιά. Ο αέρας μυρίζει πούρα, και φτηνά και ακριβά.

Με το που σκεφτήκαμε το πόσο μακριά βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή από τη Μόσχα, μας περιέλουσαν τα φώτα του κινηματογράφου «Καμέο» όπου προβαλλόταν η σοβιετική ταινία «Ο νέος Γκιούλιβερ».

Η παλίρροια του Μπρόντγουεϊ μας παρέσυρε κάμποσες φορές μπρος πίσω και τέλος μας ξέβρασε σε έναν παράλληλο δρόμο.

Δεν είχαμε μάθει ακόμα τίποτα για την πόλη. Γι΄αυτό δε συγκρατήσαμε τα ονόματα των δρόμων. Θυμόμαστε μονάχα ότι βρισκόμασταν κάπου κάτω από μια σιδηροδρομική γέφυρα. Δίπλα περνούσε ένα λεωφορείο κι εμείς δίχως δεύτερη σκέψη με έναν πήδο βρεθήκαμε μέσα.

Ακόμα και ύστερα από πολλές ημέρες, όταν πια μάθαμε να προσανατολιζόμαστε μες στη δίνη της Νέας Υόρκης, δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε πού μας είχε πάει εκείνο το λεωφορείο την πρώτη μας βραδιά μες στην πόλη. Μας φάνηκε ότι ήταν η Τσάινα Τάουν της Νέας Υόρκης. Μπορεί όμως να ήταν και η Μικρή Ιταλία ή ακόμα και η εβραϊκή συνοικία.

Βαδίζαμε σε στενούς βρόμικους δρόμους. Όχι, το ηλεκτρικό εδώ ήταν από τα συνηθισμένα, δεν ήταν εκπαιδευμένο. Εξέπεμπε ένα μουντό φως και δεν χοροπηδούσε καθόλου. Ένας πελώριος αστυνομικός καθόταν ακουμπώντας στον τοίχο ενός κτιρίου. Στο πηλίκιο πάνω από το φαρδύ και επιβλητικό του πρόσωπο έλαμπε το ασημένιο έμβλημα της πόλης της Νέας Υόρκης. Έχοντας προσέξει το δισταγμό με τον οποίο προχωρούσαμε στο δρόμο, εκείνος κατευθύνθηκε προς το μέρος μας, αλλά μιας και δεν τον ρωτήσαμε κάτι, πάλι στάθηκε κοντά στον τοίχο, ένας επιβλητικός και άψογος εκπρόσωπος των οργάνων της τάξης.

Από ένα κτίριο της κακιάς ώρας ακουγόταν μια άχρωμη, μονότονη ψαλμωδία. Ο άνθρωπος που καθόταν στην είσοδο μάς είπε ότι ήταν καταφύγιο για αστέγους, του Στρατού της Σωτηρίας.

-Ποιος μπορεί να διανυκτερεύσει εδώ μέσα;

-Οποιοσδήποτε. Κανείς δεν πρόκειται ούτε να του ζητήσει το επίθετό του ούτε να ενδιαφερθεί για τις δουλειές του και το παρελθόν του. Εδώ πέρα οι άστεγοι παίρνουν δωρεάν κλινοσκεπάσματα, καφέ και ψωμί. Το πρωί επίσης τους προσφέρουν δωρεάν καφέ και ψωμί. Ύστερα είναι ελεύθεροι να φύγουν. Η μόνη προϋπόθεση είναι η συμμετοχή τους στην εσπερινή και στην πρωινή προσευχή.

Η ψαλμωδία που ακουγόταν από το οίκημα μαρτυρούσε ότι εκείνη την ώρα εκτελείτο αυτή η μοναδική προϋπόθεση. Μπήκαμε μέσα.

Παλιά, πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια μέσα σ΄αυτό το χώρο βρισκόταν ένα κινέζικο καπνιστήριο οπίου. Κάποτε λοιπόν ήταν ένα βρόμικο και σκοτεινό καταγώγιο. Από τότε ο χώρος αυτός είχε γίνει πιο καθαρός, αλλά έχοντας χάσει τον εξωτικό του χαρακτήρα δεν είχε γίνει λιγότερο ζοφερός. Στο υπερώο αυτού του παλιού καταγωγίου λάμβανε χώρα η προσευχή, κάτω βρισκόταν ο κοιτώνας. με γυμνούς τοίχους, γυμνό πέτρινο δάπεδο και ράντζα εκστρατείας από καραβόπανο. Ο αέρας μύριζε φτηνό καφέ και υγρασία· η τελευταία πάντα συνοδεύει την πάστρα νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Με άλλα λόγια, ήταν σαν να βλέπεις το έργο του Γκόρκι «Στο βυθό» σε αμερικανική σκηνοθεσία.

Σε μια άθλια σάλα, πάνω στους πάγκους που κατέβαιναν αμφιθεατρικά σε μια μικρή εξέδρα, κάθονταν κοκαλωμένοι καμιά διακοσαριά άστεγοι. Με το που τέλειωσε η ψαλμωδία, άρχισε το επόμενο νούμερο του προγράμματος.

Ανάμεσα στην αμερικανική εθνική σημαία που ήταν στημένη πάνω στην εξέδρα και τις βιβλικές περικοπές που κρέμονταν στους τοίχους πηδούσε σαν τον σαλτιμπάγκο ένας ροδομάγουλος γεροντάκος με μαύρο κοστούμι. Ο τύπος αυτός μιλούσε και χειρονομούσε με τέτοιο πάθος σάμπως ήθελε να πουλήσει κάτι. Στην πραγματικότητα αφηγούνταν τη διδακτική ιστορία της ζωής του για τη θεάρεστη μεταστροφή που του συνέβη όταν εκείνος απευθύνθηκε από τα βάθη της καρδιάς του στο θεό.

Ο ρήτορας είχε κάποτε υπάρξει αλήτης («ίδιος με σας, μάγκες μου, ένας αλήτης του κερατά !»), συμπεριφερόταν απαίσια, βλασφημούσε («φίλοι μου, θυμηθείτε τις συνήθειές σας!»), έκλεβε, -ναι, όλα αυτά δυστυχώς υπήρχαν στη ζωή του. Τώρα έχει ξεκόψει οριστικά με αυτά. Τώρα έχει δικό του σπίτι, ζει σαν καθωσπρέπει άνθρωπος («ο θεός μας δημιούργησε κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωση, έτσι δεν είναι;»). Πρόσφατα είχε αγοράσει και ραδιόφωνο. Και όλα αυτά τα απέκτησε μόνο και μόνο χάρη στη βοήθεια του θεού.

Ο γέρος αγόρευε με μεγάλη άνεση και προφανώς έδινε παράσταση για πολλοστή φορά, αν όχι για χιλιοστή. Κροτάλιζε με τα δάχτυλα, φορές ξεσπούσε σε δυνατό βραχνιασμένο γέλιο, έψελνε εκκλησιαστικά τροπάρια και επιτέλους ολοκλήρωσε το λογύδριό του λέγοντας με μεγάλο ενθουσιασμό:

-Ας ψάλουμε, αδέλφια!

Και πάλι ακούστηκε η ίδια μονότονη, βαρετή ψαλμωδία. Οι άστεγοι είχαν φριχτή όψη. Σχεδόν όλοι τους ήταν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Αξύριστοι, με θαμπά μάτια, λικνίζονταν πάνω στους χοντροκομμένους πάγκους. Έψελναν υποτακτικά και τεμπέλικα. Κάποιοι δεν μπορούσαν να αντιπαλέψουν την κούραση της ημέρας και αποκοιμιόντουσαν.

Φανταστήκαμε πολύ ζωηρά τις περιπλανήσεις τους στα φριχτά μέρη της Νέας Υόρκης, τις μέρες που ξεροστάλιαζαν δίπλα σε γέφυρες και αποθήκες, ανάμεσα στα σκουπίδια, μέσα στην αιώνια ομίχλη της ανθρώπινης κατάπτωσης. Το να κάθεσαι μετά από αυτό στο καταφύγιο για αστέγους και να ψέλνεις ύμνους ήταν σκέτο βασανιστήριο.

Ύστερα μπροστά στο ακροατήριο εμφανίστηκε ένας τύπος που έχαιρε άκρας υγείας. Είχε μαβιά μύτη, όπως στο βοντεβίλ, και χαρακτηριστική φωνή καπετάνιου.

Φερόταν με μεγάλη ελευθεριότητα. Ξεκίνησε μια καινούργια ιστορία για την ωφέλεια της στροφής στο θεό. Αποδείχτηκε ότι και ο καπετάνιος υπήρξε κάποτε μεγάλος αμαρτωλός. Δεν είχε πολλή φαντασία και τελείωσε δηλώνοντας ότι τώρα χάρη στη θεϊκή βοήθεια και εκείνος απέκτησε ένα ραδιόφωνο.

Πάλι πιάστηκαν να ψέλνουν. Ο καπετάνιος κουνούσε τα χέρια του επιδεικνύοντας ουκ ολίγη μαεστρική εμπειρία. Διακόσιοι άνθρωποι καταρρακωμένοι απ΄τη ζωή πάλι άκουγαν αυτές τις ξεδιάντροπες κουταμάρες. Σ΄αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους δεν πρότειναν δουλειά, τους πρότειναν το θεό, έναν θεό αμείλικτο και απαιτητικό σαν το διάβολο.

Οι άστεγοι δεν έφερναν αντίρρηση. Ο θεός με ένα φλιτζάνι καφέ και ένα ξεροκόμματο, πάει κι έρχεται. Ας ψάλουμε, αδέρφια, δοξάζοντας το θεό του καφέ!

Και τα λαρύγγια που για πενήντα χρόνια ξερνούσαν μονάχα ένα άθλιο βρισίδι, βάλθηκαν να μουγκρίζουν νυσταλέα δοξάζοντας τον Κύριο.

Συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας βαδίζοντας ανάμεσα σε κάτι τρώγλες χωρίς να ξέρουμε πού βρισκόμασταν. Με σπίθες και μπουμπουνητά περνούσαν αστραπιαία οι συρμοί πάνω στις σιδερένιες γέφυρες του επίγειου σιδηρόδρομου. Νεαροί άντρες με ανοιχτόχρωμα καπέλα συνωστίζονταν έξω από φαρμακεία ανταλλάσσοντας μεταξύ τους σύντομες φράσεις. Οι τρόποι τους ήταν ίδιοι και απαράλλαχτοι με αυτούς των νεαρών που σύχναζαν στην οδό Κραχμάλναγια της Βαρσοβίας. Στη Βαρσοβία πιστεύουν ότι ένας τζέντλεμαν από την Κραχμάλναγια δεν είναι δα κάνα κελεπούρι. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ένας κοινός κλέφτης, μπορεί όμως να είναι και κάτι πολύ χειρότερο.

Αργά τη νύχτα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν ήμασταν ούτε απογοητευμένοι ούτε ενθουσιασμένοι από τη Νέα Υόρκη, για την ακρίβεια ήμασταν αναστατωμένοι από το μέγεθος, τον πλούτο και τη φτώχεια της.

Posted in ΕΣΣΔ, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσικά, Συνεργασίες, Σατιρικά, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , | 150 Σχόλια »

Χάρρυ Κλυνν, κατά κόσμον Βασίλης Τριανταφυλλίδης (1940-2018)

Posted by sarant στο 22 Μαΐου, 2018

Η θλιβερή είδηση του θανάτου του αγαπημένου Χάρρυ Κλυνν μαθεύτηκε χτες το μεσημέρι -τον μνημονέψατε βέβαια στα σχόλιά σας στο άρθρο της ημέρας, απο τα οποία αντλώ κάποιο υλικό εδώ, αλλά το ιστολόγιο αισθάνεται ότι χρωστάει ένα καθώς πρέπει μνημόσυνο στον κωμικό που συντρόφεψε τόσες γενιές και που εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της δεκαετίας του 80, αφού η χρυσή εποχή του είναι από λίγο πριν έως λίγο μετά τη δεκαετία αυτή, από το 1978 έως το 1992 ας πούμε -αν και με την οριοθέτηση αυτή ίσως τον αδικώ.

Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στην Καλαμαριά το 1940 από φτωχή οικογένεια. Από πολύ νέος έδειξε ταλέντο μίμου και σε ηλικία 10 ετών, όπως αποκάλυψε αργότερα σε μια συνέντευξη που αξίζει να τη δείτε (εδώ, στο 2.04) πήρε το ψευδώνυμό του, όταν μιμήθηκε στην αυλή του δημοτικού σχολείου τα ξιφομαχικά κατορθώματα του Έρολ Φλυν -για κάποιο λογο, στις επευφημίες των συμμαθητών του, το «Φλυν» παραλλάχτηκε σε «Κλυν». Χάρη στον Γιώργο Οικονομίδη, κατέβηκε στην Αθήνα για σπουδές σε δραματική σχολή ενώ παράλληλα εμφανιζόταν σε αναψυκτήρια και κοσμικά κέντρα. Εικοσάχρονος πρωταγωνίστησε στην κωμική ταινία μικρού μήκους «Σύγχυσις«, ήδη με το ψευδώνυμό του, όπου ήδη δείχνει ότι ξέρει να δημιουργεί έναν τύπο. Οι περισσότεροι θα τον θυμούνται σε χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους στις ταινίες Γάμος αλά ελληνικά και 201 Καναρίνια, και οι δυο του 1964.

Τότε έφυγε για την Αμερική, όπου έζησε και δούλεψε μια δεκαετία. Όπως γράφει ο φίλος Φώντας Τρούσσας, «καλλιτεχνικά ανδρώθηκε στην Αμερική, στα underground μαγαζιά της Νέας Υόρκης, του Σικάγου και του Μόντρεαλ, πέφτοντας μέσα στην ακμή της πάντα πολιτικά ανορθόδοξης stand-up comedy (στο καθοριστικό διάστημα για τα πάντα-όλα, από τα late sixties μέχρι και τα early seventies).
Οι βασικές του επιρροές δεν ήταν οι δικοί μας κωμικοί του ’50 και του ’60 (φυσικά), αλλά ο Lenny Bruce (που πιθανώς να τον είδε και ζωντανό), ο George Carlin και κυρίως και πάνω απ’ όλους ο μαύρος κωμικός και πολιτικο-κοινωνικός ακτιβιστής Dick Gregory. Από τον Gregory πήρε ο Χάρρυ Κλυνν το δούναι και λαβείν του μονολόγου, την επικοινωνία με το κοινό δηλαδή, και τον τρόπο μέσω του οποίου θα επιτυγχανόταν η λεκτική κορύφωση, που θα πυροδοτούσε και τη γενικότερη έκρηξη (του ακροατηρίου)«.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Εις μνήμην, Θεατρικά, Κινηματογράφος, Ογδόνταζ, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 199 Σχόλια »