Σήμερα είπα να βλογήσω τα γένια μου και να βάλω ένα δικό μου διήγημα, κάτι που δεν κάνω συχνά, αφού σε 8 χρόνια ιστολογικής δραστηριότητας ζήτημα είναι αν έχω ανεβάσει πέντε διηγήματά μου.
Το διήγημα που διάλεξα λέγεται «829 Αποθήκη Καυσίμων» και παρόλο που περιγράφει μία πλήρη στρατιωτική θητεία (από τις παλιές, που κρατούσαν δύο χρόνια) δεν είναι βιωματικό: δεν υπηρέτησα σε Αποθήκη Καυσίμων έξω από την Κοζάνη αλλά σε Λόχο Μεταφορών σε εντελώς άλλο σημείο. Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή (φανταρίστικων) διηγημάτων «Μετά την αποψίλωση» (Σύγχρονη Εποχή, 1987, 2η έκδοση 1989).
Τώρα που ξανακοιτάζω το διήγημα βλέπω ότι ίσως είναι φλύαρο -αλλά και η θητεία εχει αλλάξει, ιδίως έχει συντομευθεί πολύ, χώρια την επανάσταση στην επικοινωνία με κινητά και διαδίκτυο. Επίσης, μετά το 1990 η Δυτική Μακεδονία-Ήπειρος δεν είναι εντελώς αδιάφορη στρατιωτικά όπως ήταν στη δεκαετία του 80.
Θυμίζω ότι στο ιστολόγιο έχω παρουσιάσει τα εξής διηγήματά μου:
Το φάντασμα στα πορτοκάλια
Οι τρεις κι εμείς
Γκάλοπ
Το Νοέμβρη, λοιπόν
ενώ κάποια από αυτά και ένα-δυο ακόμα υπάρχουν και στον παλιό μου ιστότοπο.
829 ΑΠΟΘΗΚΗ ΚΑΥΣΙΜΩΝ
«Ήρθανε ρε! Ήρθανε!»
«Πάλι;»
«Τώρα ήρθανε στ’ αλήθεια! Μου το ’πε ο ταχυδρόμος απ’ το επιτελικό!»
«Και προχτές, αυτός σου το ’χε πει»
«Το ’πε ρε κι ο Χριστόπουλος που ’χει θείο στο ΓΕΣ»
«Άμα το ’πε κι ο Χριστόπουλος, μπορεί»
Ο λόγος για τις μεταθέσεις μας· είχαμε πήξει πια στο κέντρο να τις περιμένουμε να ’ρθούνε. Κάθε μέρα έβγαινε η φήμη πως είχε φτάσει απ’ την Αθήνα το χαρτί και κάθε μέρα έβγαινε άκυρον. Κι αυτή η αγωνία, να ξέρεις, είν’ απ’ όλες η χειρότερη: έβλεπες παιδιά τζιμάνια, δυνατά, που Χάρο ή λοχαγό δε φοβούνταν, να τους έχουν σπάσει απ’ την αναμονή τα νεύρα και όλο αυτό να συζητάνε κι άλλο τίποτα. Και η χειρότερη κατάρα ήτανε κάτι «έγκυρες πηγές»· ο ένας είχε μέσον υπάλληλο στο ΓΕΣ, ο άλλος ταξίαρχο στη στρατολογία, ο τρίτος βουλευτή κι ο τέταρτος φαντάρο γραφέα —το πιο σίγουρο δηλαδή. Καταπώς τα λέγανε, όλοι τους Σαλονίκη και στα πέριξ θα πήγαιναν, «αν και, απ’ ότι έμαθα σειρά, οι πολλές οι θέσεις είναι για Έβρο και νησιά», σα να σου ’λεγε «θα πήξεις, έρμε».
Πάντως, τώρα είχαν έρθει. Πήγε ο Στέλιος η γάτα στο 1ο Γραφείο, διέρρευσε το χαρτί μια μέρα πρωτύτερα, κι άρχισε ο κλαυθμός κι ο οδυρμός. Εγώ, αργά το πήρα χαμπάρι. Πάω τελευταίος στην ουρά των ολοφυρομένων, σπρώχνομαι, φτάνω στο χαρτί, κοιτάω, πλάι στ’ όνομά μου έγραφε «829 Α.Κ.». Οι μεταθέσεις, τώρα, γράφουν μεν τη μονάδα που σε στέλνουν, τον τόπο όμως όπου είναι η μονάδα δεν το γράφουν —το μαθαίνεις απ’ το φύλλο πορείας αυτό. Ρωτάω δω, ρωτάω κει, κανείς δεν ήξερε, άσε που με βρίσανε και κανα- δύο που θάρρεψαν πως παίζω με τον πόνο τους που παγαίναν Γκατζολία. Έμαθα πάντως πως τ’ αρχικά σημαίναν Αποθήκη Καυσίμων. «Πήγαινε στο σιτιστή», με συμβούλεψε ένας πιο ήρεμος.
Είχαμε τώρα ένα σιτιστή παλιό, ο οποίος φημιζόταν ότι ήξερε τα πάντα· θες επειδή είχε πάρε-δώσε με πολλές μονάδες, θες που ήταν από φυσικού του κουτσομπόλης, ο γερο- Θαλής (λόγω τιμής, Θαλή τον λέγανε το σιτιστή) ήτανε σωστός κομπιούτερ: ήξερε όλες τις μονάδες, μέχρι και τις πιο κρυφές, πού είναι η καθεμιά, ποια είναι καλή και ποια βρωμάει, πόσες σκοπιές έχει, τι καπνό φουμάρει ο διοικητής κι αν δίνει οδοιπορικά στις άδειες, τα πάντα σου λέω. «Ρε σεις», καμάρωνε καμιά φορά, «ένα κατοστάρικο την πληροφορία να ’παιρνα, θα ’χα τώρα Μερσεντές.» Μια και δυο λοιπόν, πάω στο Θαλή.
«Έξω απ’ την Κοζάνη είναι, νέος. Εκεί πας; Αφάσια μονάδα, τυχερέ. Διοικητής σωστός, φαντάροι λίγοι, μια σκοπιά έχουνε, εσύ λοχίας, κάθε μέρα έξοδο θα έχεις.» Τότε κοντοστάθηκε, με ξανακοίταξε, με είδε που ’μαι μεγάλος στα χρόνια και με γυαλιά, και: «Ρε συ, μπας κι είσαι τίποτα χημικός;»
«Ναι»
«Κι Αθηναίος;»
«Ναι»
«Αμ τότε, σειρούλα, δεν είναι και τόσο καλά τα πράματα. Μάλλον την πάτησες»
«Γιατί ρε;»
«Γιατί θα πάρεις απόσπαση για το κλιμάκιο στο Αντλιοστάσιο, να γιατί»
«Ε και;»
«Ε και, όποιος λοχίας χημικός πάει εκεί, από κει απολύεται. Δε λέω, εκεί δεν είναι μονάδα, βιλίτσα είναι· μες τα πλατάνια και τα κρύα τα νερά, σανατόριο σκέτο· αλλά μετάθεση μια φορά, δεν παίρνεις»
«Και πού τα ξέρεις όλ’ αυτά ρε Θαλή;»
«Πρώτον, ο παλιός τα ξέρει όλα. Δεύτερον, αυτός που είναι τώρα εκεί, που θα πας να τον αλλάξεις, σειρά μου είναι. Αυτός, μέχρι και υπουργό έβαλε μπας και φύγει και ακόμα εκεί είναι». Ύστερα, σα για να με παρηγορήσει: «Τα παραλέω, σειρούλα. Υφυπουργό έβαλε».
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »