Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ταξιδιωτικά’ Category

Δίχως φρένα (αφήγημα του Χρήστου Γιαννακού)

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2022

Μέρα αργίας και γιορτής και χαλάρωσης και η σημερινή, οπότε ταιριάζει θαρρώ ένα αφήγημα. Ο φίλος μας ο Χρηστάρας, κατά κόσμον Χρήστος Γιαννακός, μου έστειλε τις προάλλες ένα αφήγημά του, υβριδικό όπως το αποκαλεί ο ίδιος. Θα προσέξετε επίσης ότι το αφήγημα χαρακτηρίζεται από κρυπτολεκτική διάθεση στα κύρια ονόματα -μπορείτε να το πάρετε και σαν κουίζ, αλλά στο τέλος του διηγήματος δίνει τις σχετικές εξηγήσεις. Θυμίζω ότι πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα μικροδιήγημα και ένα άρθρο του Χρήστου Γιαννακού για τον Μάριο Χάκκα. 

Εξομολογούμαι ότι, ενώ όταν ήμουν νεότερος καθόλου δεν μου άρεσε να οδηγώ, τώρα το απολαμβάνω. Οπότε χάρηκα και το κείμενο του Χρηστάρα, όσο αφηγείται ακριβώς την εμπειρία της οδήγησης στη δυτική Αττική, μέρη που τα έχω επίσης περπατήσει, αν και δεν συνιστώ το επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο επιδίδεται. Οι δυο από τις τρεις φωτογραφίες που το συνοδεύουν είναι δικές του. 

Περισσότερα δεν χρειάζονται, μονάχα να ευχηθούμε χρόνια πολλά στους Μανώληδες, τους Μανόληδες και τις Εμμανουέλες, και να σας θυμίσω πως συνεχίζεται, ως την Παρασκευή, η ψηφοφορία για τη Λέξη της χρονιάς!

Δίχως Φρένα

(συνοδεύει το σκίτσο Πασακάλια του Χαλκιδαίου μουσουργού)

Πηγαίνω στη δουλειά με το αυτοκίνητο, όταν υπακούω σε μια διάθεση να σκέφτομαι πίσω από το τιμόνι. Δεν είναι απλώς πως οδηγώ μόνος· ν’ απομονώνομαι μπορώ και με αρκετούς άλλους παρόντες, όπως, παραδείγματος χάριν, στο τραίνο. Η άσκηση της οδήγησης συμπληρώνει κατά ένα βαθύτερο, κινητικό τρόπο τις ατραπούς και τους δαιδάλους που υπεισέρχεται ο νους. Πρόκειται για έναν τρόπο πρόσληψης των γεγονότων. Αποχωρείς, για να δεις τα πράγματα από κάποια απόσταση. Βέβαια, οι έγνοιες του δρόμου διακόπτουν συχνά τη σκέψη, μα τούτο δεν είναι απαραίτητα ενοχλητικό. Μπορείς να συνεχίσεις, έστω και με διαφορετική διάθεση, την προηγούμενη αλληλουχία των ειρμών ή απλά ν’ αλλάξεις θέμα. Συνήθως, δεν καταλήγεις σε τελικά συμπεράσματα για το δείνα ή το τάδε ζήτημα που σε απασχολεί. Γιατί όμως να βιαστείς να πάρεις αποφάσεις; Πρωτίστως, σημασία έχει η επεξεργασία.

Αφήνοντας πίσω το ύψωμα του Δαφνιού, την αρχαία δυτική πύλη της Αθήνας, κατηφορίζεις προς τον κόλπο της Ελευσίνας. Σε προϋπαντούν κάποια από τα τριανταέξι είδη πουλιών της αλμυρής λίμνης των Καθαρμών, μα δεν είναι δυνατό να εξωραΐσουν τη λερή παραλία του κρατικού διυλιστηρίου με τους βραχίονες φόρτωσης πλοίων, τους λόφους των σκωριών και το ασφυκτικό πεδίο εμπορίας καυσίμων. Πάντως, τα καλύτερα στοιχεία της περιοχής παραπέμπουν σε άρτο και θεάματα: βιομηχανική αρχαιολογία και οικογενειακές ψαροταβέρνες.

Λίμνη Κουμουνδούρου ή Καθαρμών (πηγή: http://www.atticawetlands.eu). Η εθνική οδός στη λωρίδα ξηράς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αττική, Αυτοκίνηση, Πεζογραφία, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , | 74 Σχόλια »

Με λένε Νίκο

Posted by sarant στο 20 Ιουλίου, 2022

Θα μου πείτε ότι λέω αυτονόητες αλήθειες, που κανείς δεν τις αμφισβητεί, λαπαλισάδες που τις έχει πει κι ο Γιώργος Κεντρωτής (αν έχετε άγνωστη λέξη, δείτε εδώ).

Ή ίσως σκεφτείτε ότι, σαν ξενιτεμένος, κάνω κι εγώ μια δήλωση ταυτότητας, όπως στη σουηδική ταινία Με λένε Στέλιο, βασισμένη σε σενάριο του Θοδωρή Καλλιφατίδη.

Ωστόσο, ενώ σε ένα επίπεδο είναι αυτονόητο ότι με λένε Νίκο, το λέει δα στην προμετωπίδα του το ιστολόγιο που διαβάζετε, αφού αυτοχαρακτηρίζεται «Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου», σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο των σχέσεών μου με το ελληνικό κράτος, δεν με λένε Νίκο. Με λένε Νικόλαο.

Η αστυνομική μου ταυτότητα γράφει Νικόλαος Σαραντάκος, το ίδιο και το διαβατήριό μου, και η σελίδα μου στο Τάξις, και όπου αλλού έχω παρτίδες με τη δημόσια διοίκηση. Ταυτόχρονα, οι φίλοι μου με φωνάζουν Νίκο, συστήνομαι ως Νίκος, στα βιβλία που βγάζω υπογράφω ως Νίκος Σαραντάκος, και το όνομα Νίκος χρησιμοποιώ σε όλη μου την κοινωνική και δημόσια ζωή. Σε αυτό δεν υπάρχει καμιά αντίφαση, όλοι και όλες που έχουμε μεγάλώσει σε αυτή τη χώρα ξέρουμε ότι η επίσημη μορφή του ονόματος είναι Νικόλαος, και Νίκος η καθιερωμένη συντομομορφή.

[Χρησιμοποιώ τον όρο «σύντομη μορφή» ή «συντομομορφή» για τα Νίκος, Γιάννης, Γιώργος και όχι τον όρο «χαϊδευτικό» που θα τον κρατούσα για τύπους όπως Γιαννάκης, Γιωργάκης κτλ. Ο Τακης είναι και τα δύο, σύντομη μορφή και χαϊδευτικό. Αν έχετε διαφορετική άποψη, σας ακούω].

Το ίδιο βέβαια ισχύει και για πάρα πολλά άλλα ονόματα: ο Γιάννης επισήμως λέγεται Ιωάννης, ο Γιώργος Γεώργιος και πάει λέγοντας. Τον τελευταίο καιρό έχω ακούσει μπαμπάδες και μαμάδες να φωνάζουν το βλαστάρι τους με το πλήρες όνομά του, αλλά αυτή η τάση είναι περιθωριακή νομίζω (όχι και ανύπαρκτη, πάντως: θυμάμαι σε ένα ξενοδοχείο, στο πρωινό, μια επεκτεταμένη οικογένεια, γιαγιαδες, παππούδες, νεαροί γονείς, ξαδέρφια και παραξαδέρφια, να συζητάει διαρκώς για τα κατορθώματα ενός μπόμπιρα που όλοι τον αποκαλούσαν «Μιχαήλ», και του φέρονταν λες κι ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου τουλάχιστον).

Όταν η αντιστοιχία δεν είναι τόσο προφανής, ίσως χρειάζεται επεξήγηση -αυτό το βλέπουμε, για παράδειγμα, στα ψηφοδέλτια των κομμάτων στις εκλογές, όταν ένας υποψήφιος που είναι γνωστός με τη σύντομη μορφή του ονόματός του, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει την επίσημη, οπότε, αν θέλει, βάζει τη σύντομη μορφή σε παρένθεση. Παράδειγμα, η Λιάνα Κανέλλη, που φέρεται στα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ ως Κανέλλη Γαρουφαλιά (Λιάνα), ενώ έτσι εμφανίζεται και στη σελίδα του ιστοτόπου της Βουλής (όπου βλέπω ότι το βιογραφικό της δεν έχει ανανεωθεί μετά το 2009).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λουξεμβούργο, Ονόματα, Προσωπικά, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , | 243 Σχόλια »

Στην Καρκασόν

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2022

Σε ένα τραγούδι του, ο αγαπημένος μου Ζορζ Μπρασένς υμνεί την Καρκασόν, την πανέμορφη πόλη της νότιας Γαλλίας, παρουσιάζοντάς την μάλιστα σαν έναν ανέφικτο ιδανικό προορισμό:

Τα λόγια, με πρόχειρη δική μου μετάφραση, που δεν προσπάθησα να την κάνω τραγουδιστή.

George Brassens – Carcassonne

«Je me fais vieux, j’ai soixante ans,                      Γερνάω, έγινα εξήντα χρονών
J’ai travaillé toute ma vie                                      δούλεψα όλη τη ζωή μου
Sans avoir, durant tout ce temps,                         Δεν μπόρεσα τόσο καιρό
Pu satisfaire mon envie.                                       να ικανοποιήσω την επιθυμία μου.

Je vois bien qu’il n’est ici-bas                                Το ξέρω πως σ’ αυτόν τον κόσμο
De bonheur complet pour personne.                    δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία για κανέναν
Mon vœu ne s’accomplira pas :                            Η ευχή μου δεν θα εκπληρωθεί:
Je n’ai jamais vu Carcassonne !»                         Δεν έχω δει την Καρκασόν!

«On dit qu’on y voit tous les jours,                        Λένε πως εκεί βλέπεις κάθε μέρα
Ni plus ni moins que les dimanches,                   αλλά και τις Κυριακές
Des gens s’en aller sur le cours,                          τον κόσμο να κάνει τη βόλτα του
En habits neufs, en robes blanches.                   με καινούργια ρούχα, άσπρα φορέματα

On dit qu’on y voit des châteaux                         Λένε πως έχει και πύργους
Grands comme ceux de Babylone,                     μεγάλους σαν της Βαβυλώνας
Un évêque et deux généraux !                           Έναν δεσπότη και δυο στρατηγούς!
Je ne connais pas Carcassonne !»                     Δεν εχω πάει στην Καρκασόν!

«Le vicaire a cent fois raison :                             Χίλια δίκια έχει ο εφημέριος:
C’est des imprudents que nous sommes.           Είμαστε πλάσματα επιπόλαια.
Il disait dans son oraison                                    Το έλεγε στο κήρυγμά του,
Que l’ambition perd les hommes.                       πως η φιλοδοξία θα’ ναι ο χαμός μας.

Si je pouvais trouver pourtant                            Κι όμως αν μπορούσα να βρω
Deux jours sur la fin de l’automne…                  δυο μέρες στο τέλος του φθινόπωρου
Mon Dieu ! que je mourrais content                   Θεέ μου! Θα πέθαινα ευτυχισμένος
Après avoir vu Carcassonne !»                          αφού θα είχα δει την Καρκασόν!

«Mon Dieu ! mon Dieu ! pardonnez-moi             Θεέ μου σου ζητώ συγγνώμη
Si ma prière vous offense ;                                αν σε προσβάλλει η προσευχή μου
On voit toujours plus haut que soi,                    Πάντα κοιτάμε πιο ψηλά απ’ το μπόι μας
En vieillesse comme en enfance.                      και οι γέροι, όχι μόνο τα παιδιά

Ma femme, avec mon fils Aignan,                     Η γυναίκα μου μαζί με τον γιο μου, τον Αινιάν,
A voyagé jusqu’à Narbonne ;                            ταξίδεψαν ως τη Ναρμπόν·
Mon filleul a vu Perpignan,                               ο αναδεξιμιός μου είδε το Περπινιάν,
Et je n’ai pas vu Carcassonne !»                       κι εγώ να μην έχω δει την Καρκασόν!

Ainsi chantait, près de Limoux,                        Έτσι τραγουδούσε, κοντά στο Λιμού,
Un paysan courbé par l’âge.                             ένας χωριάτης σκεβρωμένος απ’ τα χρόνια
Je lui dis : «Ami, levez-vous ;                           Του είπα: «Ελάτε, φίλε μου
Nous allons faire le voyage.»                            θα το κάνουμε το ταξίδι

Nous partîmes le lendemain ;                          Αναχωρήσαμε την άλλη μέρα
Mais (que le bon Dieu lui pardonne !)              Μα (ο Θεός να τον συγχωρέσει!)
Il mourut à moitié chemin :                               Πέθανε στα μισά του δρόμου:
Il n’a jamais vu Carcassonne !                         Δεν είδε ποτέ την Καρκασόν!

Αν κοιτάξετε στον χάρτη, το Λιμού (ή η Λιμού; ) απέχει κάπου 25 χιλιόμετρα από την Καρκασόν, οπότε γίνεται ακόμα πιο γκροτέσκο το τραγούδι. Πρέπει όμως να πούμε πως οι στίχοι δεν είναι του Μπρασένς αλλά του τραγουδοποιού Γκυστάβ Ναντό (Gustave Nadaud) που έδρασε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οπότε ίσως την εποχή εκείνη να ήταν πιο δύσκολες οι συγκοινωνίες. O Mπρασένς έχει μελοποιήσει κι αλλους στίχους του Ναντό.

Επίσης ο Ναντό ήταν από την Καρκασόν (ή τέλος πάντων από την περιοχή εκείνη) και μάλιστα ένας από τους δρόμους που οδηγεί στην ακρόπολη της Καρκασόν φέρει το όνομά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Τραγούδια, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , | 80 Σχόλια »

Δεν είχε πάει μακριά η βαλίτσα

Posted by sarant στο 12 Ιανουαρίου, 2022

Την Κυριακή το πρωί επέστρεψα στο Λουξεμβούργο, μετά τις γιορτές, με απευθείας πτήση της Ετζίαν. Είχα μαζί μου δυο βαλίτσες, η μία -η μεγάλη- είχε ρούχα και συναφή, η μικρή είχε βιβλία. Στο Ελ Βενιζέλος ο αρμόδιος υπάλληλος με κατεύθυνε στον αριστερό από τους δυο μαιάνδρους που οδηγούν τους επιβάτες στην παράδοση των αποσκευών, εκεί όπου πρέπει να σκανάρεις μόνος σου τις ετικέτες και να τις κολλήσεις στις βαλίτσες σου. Δεν είχα ξανακάνει τη διαδικασία, υπήρχε όμως υπάλληλος που μας καθοδηγούσε. Ζύγισα τις δυο βαλίτσες μου, που τις είχα φέρει και τις δύο πολύ κοντά στο όριο, μόλις κάτω από τα 23 κιλά, σκάναρα, τύπωσα τις ετικέτες και τις πέρασα στο χερούλι της κάθε βαλίτσας -αν και όχι πολύ καλά.

Φτάνοντας στο Λουξεμβούργο τρεις ώρες αργότερα, στήθηκα στον ιμάντα και περίμενα να βγουν οι βαλίτσες μου. Οι άλλες έβγαιναν, οι δικές μου όχι. Ένας ένας οι άλλοι επιβάτες έπαιρναν τα μπαγκάζια τους και αποχωρούσαν, εγώ έμενα. Καναδυό φορές γελάστηκα πως είδα την μεγάλη, αλλά είχα λαθέψει -ήταν κάποια που της έμοιαζε, είναι και γκρίζα, μάλλον συνηθισμένη απόχρωση και κοψιά. Ενώ είχαμε μείνει πεντέξι που περιμέναμε ακόμα, ξαφνικά βλέπω τη μικρή, την κόκκινη βαλιτσούλα να ξεπροβάλλει καμαρωτή από το στόμιο της χοάνης. Την άδραξα και την απόθεσα στο καροτσάκι με τις ελπίδες αναπτερωμένες. Αφού ήρθε η μία, λέω, δεν θα αργήσει και το ταίρι της.

Αλλά οι ελπίδες μου διαψεύστηκαν. Ο ιμάντας ξέβρασε άλλες πέντε αποσκευές, ισάριθμοι επιβάτες που περίμεναν τις πήραν κι έφυγαν, κι εγώ απόμεινα να κοιτάζω το στόμιο. Σε λίγο σταμάτησε κιόλας να γυρίζει ο ιμάντας, και ένας ηλεκτρονικός κρωγμός σήμανε το τέλος της διαδικασίας. Καταπτοημένος κατευθύνθηκα προς τη θυρίδα των χαμένων αποσκευών για να δηλώσω την απώλεια, ενώ σκεφτόμουν πώς να περιγράψω τη βαλίτσα μου.

Tόσα χρόνια που ζω έξω κάνω πολλά αεροπορικά ταξίδια τον χρόνο -οπότε δεν ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβη το ατύχημα να μην φτάσει η βαλίτσα μου. Μου έχει ξανατύχει κάμποσες φορές. Μια περίοδο που έπαιρνα μια πτήση μέσω Ζυρίχης που είχε σύντομη ανταπόκριση (διότι απευθείας πτήσεις δεν είχαμε πάντοτε από το Λουξεμβούργο στην Αθήνα τα προηγούμενα χρόνια) ήταν αρκετά συνηθισμένο να προλάβουμε την πτήση εμείς αλλά όχι οι αποσκευές μας -έρχονταν όμως με το επόμενο αεροπλάνο, την άλλη μέρα το πρωί. Πρώτη φορά όμως μου έτυχε να φτάσει η μία αποσκευή και να χαθεί η άλλη.

Όμως, κάπου εδώ ακούγεται από το βάθος μια φωνούλα: Εμείς εδώ λεξιλογούμε. Της κείνης ρήμασι πειθόμενος, λοιπόν, θ’ αδράξω την ευκαιρία να λεξιλογήσω για τη βαλίτσα και τις αποσκευές.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in όπερα, Δυσετυμολόγητα, Ετυμολογικά, Ταξιδιωτικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 161 Σχόλια »

Παιδιά που κάνουν κούνια

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2021

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, η πεζοπορία που έκανα με έφερε σ’ ένα χωριό που λέγεται Βαλ (Wahl, όπως οι εκλογές στα γερμανικά), στο δυτικό μέρος του Λουξεμβούργου, καμιά σαρανταπενταριά χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα (είναι μικρό το Λουξεμβούργο, αλλά δεν είναι και Μονακό, έχει αποστάσεις).

Το χωριό αυτό (που είναι και έδρα δήμου) δεν είχε τύχει να το επισκεφτώ ως τώρα, ίσως επειδή δεν έχει κάποιο τουριστικό αξιοθέατο ή κάποια περιοχή με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος. Το όνομα όμως το θυμόμουν επειδή πριν απο μερικά χρόνια που είχα διαβάσει τα στοιχεία του πληθυσμού του Λουξεμβούργου, είχα προσέξει ότι το μεσοδυτικό Λουξεμβούργο γενικά και ο δήμος του Βαλ ειδικότερα είχαν το μικρότερο ποσοστό αλλοδαπών κατοίκων, μόλις 20%. Αυτό σε μια χώρα όπου οι ξένοι φτάνουν στο 48% (και φυσικά στο 52% των Λουξεμβούργιων πρέπει να υπολογιστούν οι χιλιάδες που έχουν πάρει ιθαγένεια τα τελευταία χρόνια). Σε αντιδιαστολή, στην πρωτεύουσα, οι ξένοι αντιπροσωπεύουν ποσοστό 70%.

Όπως βλέπετε, είναι αγροτικό χωριό το Βαλ. Λοιπόν, καθώς προχωρούσα και είχα πια μπει μέσα στο χωριό, κι ενώ ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε ακμαίος (δεν είναι τόσο συχνό, οπότε το τονίζω), πρόσεξα από μακριά στον κήπο ενός σπιτιού μια κούνια από εκείνες που έχουν μια μεγάλη σαμπρέλα για κάθισμα -και πάνω στη σαμπρέλα ήταν 3-4 παιδιά, και άλλα τόσα έπαιζαν τριγύρω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επιστημονική φαντασία, Λουξεμβούργο, Μετανάστες, Προσφυγικό, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , | 104 Σχόλια »

Μπιτς, απαγορευμένη λέξη

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2021

Η μικρή γαλλική πόλη της Bitche κέρδισε παγκόσμια διασημότητα χτες, όταν στα μίντια όλου του κόσμου (παράδειγμα από τη Γκάρντιαν) δημοσιεύτηκε ένα αστείο ειδησάκι: το Φέισμπουκ κατάργησε τη σελίδα της πόλης στο Φέισμπουκ, που είχε τίτλο Ville de Bitche, επειδή ο αλγόριθμος θεώρησε υβριστικό τον τίτλο της σελίδας αφού στα αγγλικά bitch είναι βαριά βρισιά. Life is a Βitche είναι ο έξυπνος τίτλος του άρθρου της Γκάρντιαν που παίζει με την παροιμία Life is a bitch.

Για να είμαι ακριβέστερος, η σελίδα δεν καταργήθηκε χτες αλλά στις 19 Μαρτίου. Χτες, δηλαδή 25 μέρες αργότερα, το Φέισμπουκ εδέησε να επαναφέρει τη σελίδα, ο επικεφαλής του γαλλικού Φέισμπουκ ζήτησε συγγνώμη από τις αρχές της πόλης, και ο δήμαρχος εξέδωσε ανακοίνωση που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ αν έχετε λογαριασμό στο FB (αν δεν ξέρετε γαλλικά, το ΦΒ τη μεταφράζει -όχι τέλεια, αλλά κάποιο νόημα βγαίνει). Mάλιστα, ο κ. δήμαρχος κάλεσε τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ ή όπως αλλιώς προφέρεται, τον ιδιοκτήτη του ιντερνετικού κολοσσού, να επισκεφτεί την «όμορφη, οχυρή πόλη μας».

Χωρίς να θέλω να το παινευτώ, εγώ τη Μπιτς (δηλαδή τη Bitche) την ήξερα και είχα προσέξει την ομοιότητα με την πασίγνωστη αγγλική βρισιά. Η Μπιτς, βλέπετε, ανήκει στην περιοχή που μου αρέσει να ονομάζω Λοθαριγγία, την ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει και το Λουξεμβούργο, όπως και το γερμανικό Σάαρ και η περισσότερη Λωραίνη της Γαλλίας, μια περιοχή όπου ανακατεύονται οι γερμανικές και οι γαλλικές επιδράσεις, γλωσσικές και άλλες. Βρίσκεται στη βορειοανατολική Γαλλία, πολύ κοντά στα γερμανικά σύνορα. Για να την επισκεφτώ από το Λουξεμβούργο (όπως και όλα τα άλλα μέρη που βρίσκονται εκεί κοντά) θέλω κάτι λιγότερο από 2 ώρες, αλλά ο δρόμος διασχίζει το γερμανικό Σάαρ και μόνο προς το τέλος μπαίνει στη Γαλλία. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής που (παρά την τεράστια απόσταση) δουλεύουν καθημερινά στο Λουξεμβούργο είχαν μεγάλο πρόβλημα πριν από λίγο καιρό όταν η Γερμανία έκλεισε τα σύνορα στον χτυπημένο από την πανδημία γαλλικό νομό του Μοζέλα (όπου ανήκει και η Μπιτς) με αποτέλεσμα να έρχονται στο Λουξεμβούργο μέσω Γαλλίας, διαδρομή που παίρνει περισσότερη ώρα κι έχει και διόδια.

Είχα πάει πέρυσι στη Μπιτς. Το βασικό της αξιοθέατο είναι το φρούριό της, εν είδει ακρόπολης, που δεσπόζει πάνω στην πόλη, όπως βλέπετε και στην πιο πάνω φωτογραφία. Εμένα μου αρέσουν πολύ τα φρούρια και οι οχυρώσεις, οι επάλξεις και τα κάστρα, οπότε πέρασα αρκετή ώρα εκεί πάνω κι έβγαλα πολλές φωτογραφίες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Ευτράπελα, Λογοκρισία, Πρόσφατη ιστορία, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 244 Σχόλια »

Υπάρχουν φτηνά πράγματα στη Γαλλία;

Posted by sarant στο 2 Ιουλίου, 2020

To 1980, με τον φίλο μου τον Θέμη, πήραμε την απόφαση να πάμε διακοπές ένα μήνα με το Ιντερέιλ, έναν θεσμό που τότε ήταν πολύ δημοφιλής στους νέους ή τουλάχιστον στους φοιτητές. Με ένα προσιτό αντίτιμο, που δεν θυμάμαι καθόλου πόσο ήταν, έπαιρνες μια κάρτα που σου εξασφάλιζε δωρεάν χρήση όλων των σιδηροδρόμων της Ευρώπης για 30 μέρες. (Όλων; Υπήρχανε και κάποιες εξαιρέσεις, αλλά ήταν η ευλογημένη εποχή πριν από το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, οπότε οι εξαιρέσεις ελάχιστα επηρέαζαν). Στη δική σου χώρα όμως, ή μάλλον στη χώρα όπου αγόραζες την κάρτα, ίσχυε μόνο έκπτωση 50%, όχι δωρεάν χρήση, γι’ αυτό οι Αμερικανοί που έρχονταν με Ιντερέιλ προτιμούσαν να ξεκινούν από το Λουξεμβούργο.

Ήταν λοιπόν ένας προσιτός τρόπος για να γυρίσει κανείς την Ευρώπη. Φυσικά, μέναμε σε ξενώνες νεότητας, Youth hostel, αφού φυσικά βγάζαμε και τη σχετική κάρτα, εκτός από τους τυχερούς που είχαν να φιλοξενηθούν κάπου. Και βέβαια, όλα μας τα πράγματα τα είχαμε στο τεράστιο σακίδιο της πλάτης, εύκολα ρούχα πλύνε-βάλε και κυρίως λιγοστά. Αν έκανα το ίδιο ταξίδι σήμερα θα είχα οπωσδήποτε μαζί μου κινητό και ταμπλέτα, ίσως και το λάπτοπ, καθώς και κάμποσα καλώδια και φορτιστήρια, αλλά τότε δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα και μόνο μια παλιομηχανή είχα μαζί μου και λιγοστές φωτογραφίες τράβηξα.

Tην εποχή εκείνη υπήρχαν και περιορισμοί συναλλαγματικοί -δεν θυμάμαι πόσα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας, νομίζω 240 δολάρια, αλλά ήταν λίγα για ένα τέτοιο ταξίδι. Πήραμε βεβαίως κρυφά και λίγα παραπάνω, αλλά δεν είχαμε γενικώς και πολλά λεφτά. Νομίζω ότι έφυγα με 400 δολάρια, κρυμμένα και φανερά. Είχαμε κάνει το σχέδιο να μην αλλάζουμε τόπο διαμονής κάθε μέρα, αλλά να μένουμε από 3 έως 6 μέρες σε μεγάλες κυρίως πόλεις.

Αλλάξαμε τρένο στο Βελιγράδι και πρώτος σταθμός μας ήταν η Βουδαπέστη, όπου θα μέναμε σε κάτι φοιτητικές εστίες μέσα στην πόλη. Εκεί είχα έναν γνωστό γνωστού, που ήταν κι αυτός Κνίτης και σπούδαζε στη Βουδαπέστη, και μας διευκόλυνε να γίνουμε δεκτοί, νομίζω τζάμπα. Αγγλικά τότε μιλούσαν ελάχιστοι, οπότε έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα με νοήματα, κέσενεμ και κέρεμ (ευχαριστώ, παρακαλώ) και «γκέρεγκ κέρεκ α τελεφονχόζ» (τον έλληνα φοιτητή στο τηλέφωνο) για να καλέσω τον γνωστό γνωστού σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι. Αλλά όλα πήγαν μια χαρά, η δε Βουδαπέστη εκτός από πανέμορφη ήταν και προσιτή για τα ισχνά βαλάντιά μας.

Την τελευταία μέρα έπρεπε να αδειάσουμε το χόστελ νωρίς, αλλά το τρένο για το Μόναχο, που ήταν ο επόμενος προορισμός μας, έφευγε στις 6 το απόγευμα. Για να μην τριγυρνάμε ολη μέρα στην πολη με τα σαμάρια, πήγαμε στον σταθμό των τρένων, αφήσαμε τα σακίδιά μας στην αίθουσα φύλαξης αποσκευών κι έτσι απαλλαγμένοι από το βάρος αρχίσαμε τις βόλτες. Γυρίσαμε στον σταθμό 20 λεπτά πριν από την αναχώρηση και με τρόμο είδαμε μια τεράστια ουρά στην παραλαβή των αποσκευών -αυτό δεν το είχαμε υπολογίσει!

Αφού είδαμε ότι με τον ρυθμό που προχωρούσε η ουρά ήταν αδύνατο να προλάβουμε το τρένο, πήγα μπροστά και με αγγλικά και με νοήματα προσπάθησα να πείσω τον υπεύθυνο ότι επειγόμαστε, και σε μια στιγμή που εκείνος κοίταζε αλλού μπήκα μέσα στο χώρο με τα σακίδια, που ήταν καμιά πεντακοσαριά, βρήκα το δικό μου και του Θέμη και όλος χαρά ξαναβγήκα έξω και είπα στον φίλο μου να βιαστούμε για να μη χάσουμε το τρένο για το Μόναχο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Παρίσι, Συγκριτικά γλωσσικά, Ταξιδιωτικά, Φωτογραφίες, γαλλικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 219 Σχόλια »

Γεμάτες πτήσεις, άδεια αεροδρόμια

Posted by sarant στο 24 Ιουνίου, 2020

Tο Σάββατο που μας πέρασε ήρθα στην Ελλάδα. Ήταν να κατέβω και το Πάσχα, αλλά βέβαια το Πάσχα φέτος ακυρώθηκε λόγω της καραντίνας. Συνηθισμένος να έρχομαι πολλές φορές το χρόνο στην Ελλάδα, πάντοτε αεροπορικώς, ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που έλειψα τόσο μεγάλο διάστημα, πάνω από τρεις μήνες, και χωρίς αυτό να είναι δική μου επιλογή.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου, λίγο πριν από το μεσημέρι, το βρήκα άδειο. Στη φωτογραφία, ο χώρος μπροστά από τα τσεκ-ιν, άδειος εντελώς.

Αφού έδωσα τις αποσκευές, διάβασα μια πινακίδα που έλεγε ότι για να προχωρήσω πρέπει να είμαι βέβαιος ότι δεν έχω πυρετό και γενικά δεν έχω συμπτώματα που παραπέμπουν σε κορονοϊό. Δεν είχα, οπότε προχώρησα.

Εννοείται πως όλη αυτη την ώρα φορούσα μάσκα, όπως και όλοι οι (λιγοστοί) άλλοι, είτε προσωπικό εδάφους είτε επιβάτες. Είχα πάρει μαζί μου στη χειραποσκευή δυο υφασμάτινες μάσκες και πεντέξι χειρουργικές.

Αφού πέρασα, πρώτη φορά χωρίς καμιά καθυστέρηση, τον συνήθως εκνευριστικό έλεγχο των χειραποσκευών, καθώς και πάλι ήμουν μόνος μου στον ένα μόνο ιμάντα που λειτουργούσε -προ κορονοϊού είχαν δύο και τρεις ιμάντες σε λειτουργία και βέβαια ήταν γεμάτοι κόσμο- συνέχισα στα duty free και τα διάφορα άλλα καταστήματα του αεροδρομίου, που ήταν τα μισά κλειστά και τα άλλα μισά άδεια από πελατεία, και τελικά κατευθύνθηκα στην πύλη όπου θα γινόταν η επιβίβαση στο αεροπλάνο -στο οποίο πήγαμε με τα πόδια, δεν μπήκαμε στο λεωφορειάκι για να διανύσουμε την έτσι κι αλλιώς μικρή απόσταση.

Το αεροσκάφος όμως ήταν γεμάτο, αν και δεν ήταν από τα μεγαλύτερα -22 νομίζω σειρές με τέσσερις θέσεις στη σειρά, μία παράθυρο και μία διάδρομος από κάθε πλευρά, όλες σχεδόν κατειλημμένες.

Αντίφαση; Πώς γίνεται οι πτήσεις να είναι σχεδόν γεμάτες και τα αεροδρόμια άδεια; Μα, είναι απλό: γίνονται πολύ λιγότερες πτήσεις, ίσως το ένα πέμπτο απ’ όσες γίνονταν π.Κ., και χρησιμοποιούνται και μικρότερου μεγέθους αεροσκάφη. Κι έτσι, οι λιγοστές πτήσεις της ημέρας έχουν ικανοποιητική πληρότητα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λουξεμβούργο, Προσωπικά, Πανδημικά, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , | 176 Σχόλια »

Πώς (δεν) έφαγα μύδια στις Βρυξέλλες (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού)

Posted by sarant στο 19 Ιουνίου, 2020

Το ένα (ξανα)φέρνει το άλλο. Ο φίλος μας ο Γιάννης Μαλλιαρός, που δυο δικές του συνεργασίες δημοσιεύσαμε πρόσφατα (η δεύτερη εδώ) ήθελε να κάνει ένα σχόλιο στο άρθρο μας για τα εθνικά φαγητά. Το σχόλιο βγήκε μεγάλο οπότε πήρε προαγωγή σε άρθρο -τρίτωσε η συνεργασία δηλαδή.

Ο Γιάννης διηγείται πώς είχε επισκεφτεί τις Βρυξέλλες πριν από καμιά τριανταριά (και βάλε) χρόνια. Επειδή περίπου τόσα χρόνια βρίσκομαι κι εγώ στα ίδια μέρη (αν και τότε δεν είχα ακόμα πάει) έχω να πω πως, όπως και η Ελλάδα, έτσι και οι Βρυξέλλες (ή το Λουξεμβούργο) έχουν αλλάξει πάρα πολύ σ’ αυτό το διάστημα -αλλά και τα ταξίδια τα αεροπορικά έχουν αλλάξει, αφού τότε οι πτήσεις ήταν πολύ λιγότερες και αρκετά ακριβότερες. Και πιο πολυτελείς -ο Γιάννης λέει για γυάλινα ποτήρια, άλλοι θυμούνται τα πορσελάνινα σερβίτσια της Σουισέρ.

Θα μου πείτε: εδώ λεξιλογούμε, δεν θα λεξιλογήσουμε για τις μούλες -ή, τα μύδια; Δίκιο έχετε βέβαια, μόνο που το έχουμε ήδη κάνει. Οπότε, παραπέμπω στο παλιό μας άρθρο, που δεν έχει μόνο μύδια αλλά και διάφορα άλλα θαλασσινά.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο είναι του Γιάννη, αλλά πολύ μεταγενέστερες.

Είπαμε πως ο Σαραντάκος όλο αφάλες βάζει; Να τις προάλλες έγραφε για εθνικά φαγητά με αφορμή μια σχετική παρουσίαση από κάποιο σάιτ. Και θυμήθηκα για το πώς έμαθα το εθνικό φαγητό των Βέλγων. Κάτι που έγινε όταν δούλευα στην εταιρία. Που από τότε που έγραψα για τον Πειραιώτη, λέω να γράψω την ιστορία μου εκεί συνολικά. Και λέω να τη γράψω με τη σειρά, αλλά έλα που προέκυψε αυτό το ενδιάμεσο. Είπα να γράψω σε σχόλιο μόνο τη μέση και να το κρατήσω για να το βάλω με τη σειρά του. Αλλά μου βγήκε μεγάλο για σχόλιο. Δεν πάει το σχόλιο να είναι το μισό απ’ το άρθρο. Κι έτσι αποφάσισα να το γράψω ολόκληρο, απ’ τη στιγμή που έφυγα απ’ το αεροδρόμιο μέχρι που επέστρεψα, αλλά για να γίνει κατανοητό αυτό θέλει κι άλλη επέκταση, μια μικρή εισαγωγή.

Η εταιρία που δούλευα ήταν εταιρία κούριερ, πράκτορας (ατζέντης) μιας πολυεθνικής. Που είχε κατατάξει την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή κι έτσι ό,τι στέλναμε ή παίρναμε πέρναγε απ’ το χαμπ (hub – το κέντρο διαλογής, το μέρος που μαζεύονταν δηλαδή όλες οι αποστολές, χύμα κάτω και μπαίναν σε σάκους για τους προορισμούς τους) της Μέσης Ανατολής που ήταν στο Λονδίνο. Και τα πράγματα πηγαινοέρχονταν με φορτωτικές, πράγμα που σήμαινε καθυστερήσεις στα τελωνεία. Έτσι, όταν μεγάλωσαν λίγο οι δουλειές, βάλαμε κούριερ, έναν άνθρωπο δηλαδή που ταξίδευε με το αεροπλάνο πηγαινέλα και μετέφερε τα πράγματα σαν αποσκευές.

Ο Τάκης, ο ιδιοκτήτης – διευθυντής της εταιρίας ήθελε η επικοινωνία να γίνεται με τις Βρυξέλλες που στο εκεί, αεροδρόμιο, στο Ζάβεντεμ ήταν το χαμπ της Ευρώπης. Αλλά πτήσεις βολικές δεν είχε προς τα εκεί. Και προσπαθούσε να μπει αεροπλάνο που θα έκανε αυτή τη δουλειά. Το όνειρο το είχε δει από πολύ νωρίς. Το 86 το φθινόπωρο έγινε μια πρώτη συμφωνία αλλά το αεροπλάνο μόνο μια βδομάδα κατάφερε να κάνει το δρομολόγιο και το έκοψε η ΥΠΑ (υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας) για να διασφαλίσει το μονοπώλιο της Ολυμπιακής.

Έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις για να ξαναξεκινήσει το δρομολόγιο (που ήταν Αθήνα – Βιέννη – Βρυξέλλες και επιστροφή) και μέχρι να βρεθεί άκρη (που δεν βρέθηκε σταμάτησε η συνεργασία, έπρεπε να περάσουν άλλα δυο  – τρία χρόνια για να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο) το δρομολόγιο γινόταν σε συνδυασμό με επιβατικές πτήσεις: Από το Ανατολικό αεροδρόμιο έφευγε ο κούριερ στις 19:30 με τη Λουφτχάνσα για Μόναχο κι εκεί έβγαινε και σταμάταγε το αεροπλάνο από τη Βιέννη, τον έπαιρνε μαζί με τα πράγματα και πήγαιναν για Βρυξέλλες. Γίνονταν οι ανταλλαγές που έπρεπε και επιστροφή στη Βιένη απ’ όπου με την Όστριαν επιστροφή στην Αθήνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Συνεργασίες, Ταξιδιωτικά, μαγειρική | Με ετικέτα: , , | 131 Σχόλια »

Τουρίστες στα ξενοδοχεία

Posted by sarant στο 8 Ιουνίου, 2020

Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε αρχικά χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στα Ενθέματα της κυριακάτικης Αυγής. Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς σοβαρές αλλαγές, μια προσθήκη μέσα σε παρενθέσεις. H φωτογραφία είναι τυχαία, από πρόσφατο άρθρο οικονομικού ιστοτόπου.

Tουρίστες στα ξενοδοχεία

Τις τελευταίες μέρες έγινε πολύς λόγος για τον τουρισμό, καθώς η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αρχίζουν να χαλαρώνουν τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και ετοιμάζονται να υποδεχτούν τουρίστες. Θα αφιερώσουμε λοιπόν το σημερινό μας άρθρο στη λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας, λεξιλογώντας για τις δυο λέξεις του τίτλου.

Στα αρχαία ελληνικά η λέξη ‘τόρνος’ σήμαινε αφενός ένα εργαλείο που είναι αντίστοιχο με το σημερινό ομώνυμο, αλλά και ένα όργανο σαν τον διαβήτη για χάραξη κύκλων (ἐργαλεῖον τεκτονικόν, ᾧ τὰ στρογγύλα σχήματα περιγράφεται, λέει ο Ησύχιος). Η λέξη περνάει στα λατινικά ως tornus και ανοίγει ολόκληρη φλέβα λεξιλογική. Εκεί λοιπόν φτιάχτηκε το ρήμα tornare, το οποίο, κατ’ αναλογία με το ελληνικό ‘τορνεύω’, σήμαινε «κατεργάζομαι κάτι στον τόρνο». Επειδή όμως όταν δουλεύουμε κάτι στον τόρνο το περιστρέφουμε, πολύ γρήγορα το tornare πήρε τη σημασία «στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω» και απέσπασε μεγάλο μέρος του σημασιολογικού πεδίου των αυτοχθόνων λατινικών ρημάτων vertere και torquere.

Από τα λατινικά, στις νεότερες γλώσσες έχουμε το ρήμα tourner, το οποίο περνάει και στα αγγλικά, όπου τον 14ο αιώνα έχουμε τη λέξη tour, «στροφή, βάρδια», η οποία περί το 1650 παίρνει και τη σημασία «βόλτα, εκδρομή, περιήγηση», ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα καταγράφεται και η λέξη tourism, που περνάει στη συνέχεια στα γαλλικά και γίνεται διεθνής.

Βέβαια, τον 19ο αιώνα ο τουρισμός δεν ήταν μαζική υπόθεση, αλλά περιηγητές υπήρχαν από παλιότερα. Στα ελληνικά, η λέξη «τουρισμός» μπήκε στις αρχές του 20ού αιώνα, πιθανώς μετά το 1910, μάλλον από τα γαλλικά. Δεν υπάρχει στη Συναγωγή του Κουμανούδη, ενώ την έχω βρει σε χρονογράφημα του Φορτούνιο (Σπύρου Μελά) το καλοκαίρι του 1917, ο οποίος μάλιστα υποστηρίζει ότι «Δεν έχουμε ακόμη αποκτήσει ούτε την λέξιν» -άρα θα ήταν πολύ πρόσφατη τότε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 157 Σχόλια »

Αρνί και λιοντάρι. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ (αποσπάσματα από το Ταξιδι του Ψυχάρη)

Posted by sarant στο 17 Μαΐου, 2020

Xτες είχαμε την επέτειο της γέννησης του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929), οπότε ταιριάζει το σημερινό μας λογοτεχνικό άρθρο να το αφιερώσουμε σε αυτόν.

Θα παραθέσω αποσπάσματα από το Ταξίδι μου, ένα πεζογράφημα που κατέχει μιαν εντελώς ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα πεζό έργο που την ύπαρξή του την ξέρουν πάρα πολλοί, αφού και στα σχολικά βιβλία και στις ιστορίες της λογοτεχνίας μας μνημονεύεται, αλλά που ελάχιστοι θα το έχουν διαβάσει. Και ενώ σε μια ψηφοφορία νεοελληνιστών για τα σημαντικότερα νεοελληνικά έργα θα περίμενα το Ταξίδι μου να πάρει αρκετές ψήφους, η σημαντικότητα αυτή δεν απορρέει από τη λογοτεχνική του αξία, αλλά διότι ήταν το πρώτο πεζό νεοελληνικό έργο που γράφτηκε στη δημοτική -και μάλιστα, σε ανόθευτη δημοτική, αυτή που αργότερα ονομάστηκε μαλλιαρή ή ψυχαρική. Αυτά, το 1888.

Επιπλέον, η επιρροή που άσκησε το Ταξίδι ήταν τεράστια, σαν ένας μεγάλος βράχος που έπεσε -από μακριά, από τη Γαλλία- στη μικρή λιμνούλα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Όταν κατακάθισαν τα κύματα, είχαμε πεζογραφία στη δημοτική, μια γλωσσική ποικιλία που ως τότε ήταν ανεκτή μόνο στην ποίηση διότι ήταν κι εκείνος ο ανοικονόμητος Κόντες, και γενικά οι Επτανήσιοι, που δεν μπορούσε κανείς ν’ αγνοήσει.

Φυσικά, πολλοί χλεύασαν τον Ψυχάρη και το Ταξίδι του, ιδίως στις εφημερίδες, ενώ κάποιοι παραδέχτηκαν ότι «είναι κρίμα να γράφει τόσο ωραία πράγματα στη γλώσσα της ταβέρνας». Λίγοι το χαιρέτισαν αμέσως. Ένας από αυτούς, ο Ροΐδης, που έσπευσε να δημοσιεύσει και ευμενή κριτική, γραμμένη φυσικά σε άπταιστη περίτεχνη καθαρεύουσα -ξεσηκώνω ένα κομμάτι από την αρχή του έργου, όπου επαινεί τον Ψυχάρη για το θάρρος του να πάει κόντρα στο ρεύμα:

Η τοιαύτη περιφρόνησις της πλειονοψηφίας φαίνεται ουσα απαραίτητον εφόδιον παντός όρεγομένου. τελείας ειρήνης προς την συνείδησίν του ή επιθυμούντος ν’ αφήση μικρόν τι ή μέγα καλόν ως ίχνος της διαβάσεως αυτού διά του κόσμου τούτου. Όσα τω όντι επράχθησαν πράγματι ευεργετικά οφείλονται ουχί εις τους κυνηγούς δημοτικότητος, αλλ’ εις τους μη θεωρούντας μέγα δυστύχημα το να θεωρηθώσιν, επί τινα τουλάχιστον καιρόν, άφρονες παρά των μωρών, μύωπες παρά των τυφλών, απειρόκαλοι παρά των αγροίκων και αμαθείς παρά των αγραμμάτων. Τοιούτου τινός αφιλοκερδούς αισθήματος προϊόν είναι βεβαίως το εις χείρας ημών τελευταίον έργον του κ. Ψυχάρη. Όπως εν τω προλόγω και πολλαχού του έργου του ρητώς και σαφώς εξηγείται, υπ’ ουδεμιάς εβόσκετο ελπίδος ότι δύναται η γλώσσα του ‘Ταξιδιού’ ν’ αρέση εις τους σήμερον Αθηναίους ή να εύρη παρ’ αυτοίς υπερμάχους. Απεναντίας ήτο εξίσου πεπεισμένος ότι θέλει αποδοκιμασθή και χλευασθή παρά των ημετέρων δημοσιογράφων, όσον είναι βέβαιοι και οι ιεραπόστολοι, οι πρώτοι αποβαίνοντες εις απάτητόν τινα νήσον του Ωκεανού, ότι αντί να χριστιανίσωσι τους ιθαγενείς θέλουσιν αφεύκτως φαγωθή υπ’ αυτών. Ελατήριον της αυτοθυσίας των είναι ουχί η ελπίς αμέσου επιτυχίας, αλλά μόνη η πεποίθησις εις το σωτήριον του κηρύγματος και τον βέβαιον τελικόν θρίαμβον της αληθείας.

Παρόλο που δεν έχουμε άγνωστες λέξεις, είναι κάπως κουραστική η ανάγνωση, κι ας είναι άριστος στιλίστας ο Ροΐδης.

Ο Ψυχάρης, βέβαια, μεγάλος λογοτέχνης δεν ήταν. Γλωσσολόγος ήταν, όσο κι αν δεν στερούνται χάρη τα γραφτά του -έγραψε πολλά αμιγώς λογοτεχνικά, στα επόμενα χρόνια.

Με τον φίλο Γιάννη Π. είχαμε ανεβάσει (βασικά η δουλειά ήταν δική του) στον παλιό μου ιστότοπο και στη συνέχεια στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο κάμποσα έργα του Ψυχάρη, ανάμεσά τους και ολόκληρο το «Ταξίδι μου«.

Διαλέγω για σήμερα δυο κεφάλαια που αναφέρονται στο ταξίδι στην Πόλη, το μέρος όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο Ψυχάρης και όπου ζούσε η οικογένειά του (είχε γεννηθεί στην Οδησσό, με καταγωγή από τη Χίο). Στο πρώτο, περιγράφει τον αδερφό του τον Γιάννη, αρνί και λιοντάρι μαζί, με ύφος θαρρώ επηρεασμένο από τον Γαργαντούα. Στο δεύτερο, ένα στιγμιότυπο από ταξίδι με το πλοίο στον Βόσπορο, με γλωσσικό ενδιαφέρον αλλά και που αφήνει να φανεί μίσος του Ψυχάρη για τους Τούρκους -όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του, πίστευε στον εθνικισμό και στη Μεγάλη Ιδέα και δεν ήταν επαναστάτης στα πολιτικά, το αντίθετο μάλιστα.

Λένε για τη γλώσσα του Ψυχάρη πως δεν είναι κατανοητή σήμερα. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά ισχύει αυτό. Θα έχουμε κάποιες άγνωστες λέξεις, ιδίως εκεί όπου αναφέρεται ο κατάλογος των φαγητών, ή κάποια τούρκικα δάνεια, αλλά θαρρώ πως πολύ πιο εύκολα γίνεται κατανοητό αυτό το κείμενο στον σημερινό αναγνώστη παρά το προηγούμενο απόσπασμα του Ροΐδη ή όποιο άλλο καθαρευουσιάνικο της εποχής του.

 

Ι. Αρνί και λιοντάρι

Είχα χρόνια να διω τον αδερφό μου το Γιάννη. Τόσο καιρό που έλειπα από την Πόλη, δεν ήξερα καλά καλά τι είχε γίνει. Ήτανε πάντοτες ο ίδιος! Τέτοιο γίγαντα δε θα διείτε στη ζωή σας· τουλάχιστο τρεις πήχες αψηλός και χοντρός σαν τον Κουλά. Όταν ανέβαινε τη σκάλα, έτρεμε το σπίτι. Κοντέβανε τα ντουβάρια να γκρεμίσουνε. Έπρεπε να σκύψει, ώσπου να γίνει μισός, για να περάσει από κάτω από την πόρτα. Στο δρόμο, όταν έβγαινε, έλεγες πύργος που περπατεί. Τον κοί­ταζες και θυμόσουνε τους στίχους του Ακρίτα·

Εκ τόπου δε κινούμενος βροντής ήχον ετέλει,
Ώστε δοκείν σαλεύεσθαι γην τε και πάντα δέντρα.

Το χέρι του ήτανε βράχος, κι άμα σου έπιανε το χέρι να το σφίξει, κόντεβε να σου το κάμει κομμάτια· ήτανε για να σου δείξει φιλία. Ποιος δε φοβότανε τη φωνή του; Τόσο δυ­νατή δεν ήτανε άλλη φωνή· ήξερε ο κόσμος πως μπορούσε ν’ ακουστεί από το Ταξίμι, ίσα με το Κατάστενο, ίσα με τη Μάβρη θάλασσα, ίσα με τη Ρουσσία — ίσα με την Εβρώπη! Άμα θύμωνε, ήτανε άξιος μοναχός του να ρίξει κάτω δέκα νομάτους. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε άλλος Ακρί­τας, τρομερός σαν τον Ακρίτα, το λαμπρό μας το παλληκάρι. Ο Ακρίτας κουβέντιαζε μια μέρα με την αγαπητικιά του· ήτανε κι ο αφτοκράτορας μπροστά. Άξαφνα πετιέται μέσα από τα δάσητα ένας δράκος μεγάλος σαν το βουνό. Τρέχει ο δύστυχος ο αφτοκράτορας, τα χρειάζεται, πα να φύγει· κι ο Ακρίτας αμέσως πιάνει με τα δύο δάχτυλα το δράκο, τόνε σηκώνει, τον τινάζει ψόφιο κατά γης και λέει με γλυκό χαμογέλιο· «Δεν άξιζε τόσο φόβο, βασιλιά μου!»

Τέτοιος ήτανε κι ο αδερφός μου ο Γιάννης. Έφτανε να θυμώσει και τον έβλεπες θεριό. Όταν τον έπιανε ο θυμός— προτού ξεσπάσει — στεκότανε ήσυχος μια στιγμή, σαν καρ­φωμένος στο χώμα· λέξη δεν έλεγε, κούνημα δεν έκανε· στρα­βοκοίταζε μόνο, άγρια και λοξά σαν τον τάβρο. Με μιας αρχινούσε. Δεν ήτανε άθρωπος, διάβολος δεν ήτανε που να μπορέσει τότες να βαστάξει την ορμή του. Ο θυμός είναι πράμα δικό μας· είναι το μπαρούτι του Ρωμιού.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης δε θύμωνε συχνά. Ήτανε αρνί και λιοντάρι. Ποτές δε σου έλεγε λόγο να σε πειράξει. Κάποτες τον πείραζες εσύ και δε μιλούσε. Ο Ρωμιός, λέει, είναι περή­φανος και σωπαίνει. Τα βαστούσε μέσα του, ώσπου καμιά μέρα να ξεχειλίσει, το ποτάμι. Μόνο, χωρατάδες πολλούς δεν αγαπούσε, γιατί είχε το φιλότιμό του, κι ό,τι του έλεγες, νό­μιζε πως ήτανε τάχα για να τον περιπαίξεις, ή πως τα ’λεγες όλα με τα σωστά σου. Όλα τα ψιλολογούσε. Δεν έπρεπε άξαφνα να του πεις· — «Ο κόσμος είναι μπόσικος.» Αμέσως θαρρούσε πως απελπιζόσουνε κι ήθελες να πνιγείς — ή πως το ’λεγες για να του δώσεις να καταλάβει.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε καρδιά καλοσύνη γεμάτη. Και να τον πείραζες, ήτανε καλός να το ξεχάσει. Είχε και κάτι τρυφερότητες παιδιακήσιες, γιατί μικρός ήτανε τα χαδεμένο παιδί του σπιτιού. Τα βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεβάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν η γριά μας η παραμάνα δεν καθότανε πλάγι του στην καρέγλα, να του λέει, και κείνος να μισοσφαλνά τα μάτια. Για τούτο τον είχανε οι φίλοι του για φοβιτσιάρη, και το λέγανε πού και πού, να γελάσουνε. Εγώ όμως που τον ήξερα, καταλάβαινα τι έτρεχε. Ο αδερ­φός μου ο Γιάννης ήτανε αρνί και λιοντάρι. Είχε ψυχή τρυ­φερή και μαλακή σαν μπαμπάκι· τις παιδιακήσιες του τις συνήθειες, δεν ήθελε να τις αφήσει. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε σωστός Ρωμιός — βέρος Πολίτης. Μπορούσε να σηκώσει τον κόσμο στα ποδάρι, άνω κάτω να τον κάμει, μπορούσε πύργους να γκρεμίσει, και κάστρα να πάρει μοναχός του. Ωστόσο στρωνότανε ήσυχα ήσυχα στο ζεστό του το κρεβατάκι — ν’ ακούει παραμύθια.

Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Άμα του έδινες αφορμή, άμα ένοιωθε πως ήσουνε μαζί του και πως κάποιος τόνε βαστούσε από το χέρι, μπορούσε να γίνει φωτιά, να ξεχάσει και τον ύπνο. Τότες τον έβλεπες λιοντάρι· δεν ήτανε πια αρνί. Είχε μάλιστα μαζί μου αγάπη ξεχωριστή. Δάχτυλο δεν ήθελε να μ’ αγγίξει, δεν έπρεπε κανείς να μου πει λέξη· στρα­βοκοίταζε, ανάφτανε τα μάτια του — κι αμέσως γροθιά. Μαλώναμε κάπου κάπου — (για τη γλώσσα πάντοτες δε συφωνούσαμε) — μα ήξερε την αγάπη που του είχα, κατα­λάβαινε πως γύρεβα την προκοπή του, κι έτσι όταν τα είχαμε καλά, οι δυο μας μαζί μπορούσαμε κάτι να κάμουμε. Άμα τον είχα σύντροφο, τίποτις δε φοβόμουνε, όλα μου φαινόνταν έφκολα, μεγάλα πράματα μπορούσα να καταφέρω. Φτάνει να στεκότανε πλάγι μου· ασκέρια δεν έτρεμα τότες· μπορούσα και στον πόλεμο να βγω. Ο αδερφός μου ο Γιάννης πετούσε μια φωνή κι αφανιζόντανε τ’ ασκέρια, ορμούσε σαν το θεριό κι έκοφτε κεφάλια. Δεν άφηνε ζωή. Ήτανε το δεξί μου το χέρι. Έφτανε να του δώσω την αφορμή, να του πω πού έπρεπε να πάει· τη δουλειά την τέλειωνε τότες εκείνος.

Περάσαμε λαμπρά στην Πόλη οι δυο μας μαζί, σαν αδέρ­φια αγαπημένα. Τι γέλια που τα πετούσαμε, τι κουβέντες που τις κάναμε κάθε βράδυ! Τι φαγί που τρώγαμε, τι κρασί που το ρουφούσαμε μέρα και νύχτα. Ο αδερφός μου ο Γιάν­νης έπρεπε να φάει το πρωί δυο ψωμιά, το μεσημέρι τέσσερα, οχτώ το βράδυ. Κάθε μέρα γύρεβε να του φέρουν ένα βόδι, τρία αρνάκια, δυο πρόβατα, πέντε όρνιθες, δέκα κουτόπουλα, δεκατέσσερις λαγούς, πενήντα πέρδικες, ογδόντα μπεκάτσες· πεντακόσιες συναγρίδες, παλαμίδες άλλες τόσες, καρίδες δυο χιλιάδες· πέντε πιάτα πιλάφι, μακαρόνια, μπεφ γαρνίτο, δαμαλάκι, χερομέρι, γλώσσες πρόβιες, κιοφτέδες, κεμπάπι, ροζμπίφ, κοτλέτες πανέ κι αλά μιλανέζα, μπιφτέκια, αβγά μάτια, ομελέτες, στιφάτο αλά βενετσιάνα, μπρεζέ βόδινο, γιουβαρλάκια αβγολέμονο, ψητά της κατσαρόλας, μυαλά με σάλτσα, νεφριά σωτέ, γιαχνί πατάτες, ρόστο πρόβιο με φακή, γκιουβέτσι, ρόστο τυλιχτό, φιλέτο γαρνίτο, κεφαλάκι μόσκου σος πικάντ, ατζέμ πιλάφι, ντολμάδες, μπούτι ρόστο, σκεμπέ, πουρέ, αμερικάνικο ραγού, κουνουπίδι γρατέν, μοσκάρι, συκώ­τια, λαδερά κι εντράδες ένα σωρό· ορεχτικά, χαβιάρι, ραδί­κια, σαρδελίτσες, καβουρμά, σουτζουκάκια, κάπαρη· λακέρ­δα, μπαρμπούνια, σκουμπριά, κέφαλο βραστό, σκυλόψαρο, τσαγανούς, αστακούς, λουφάρια, λαβράκι, λάγκες σαλμί, χταποδάκια· στρίδια και μύδια κοσιπέντε ντουζίνες· χόρτα, μπιζέλια, μπάμιες, μελτζάνες, παντζάρια, μαρούλια, φασού­λια, σέλινα, πατάτες, λάχανα, κολοκυθάκια, αμπελήσκια σαλάτα, φασούλια πλακί, πατάτες αλά δουκέσσα, σπανάκια· φρούτα και γλυκίσματα, χαλβά, κομπόστες, πάστες, καταΐφι, κομπόστα κυδώνι, απίδια, σταφύλια κάθε είδος, πεπό­νια, καρπούζια, γαλατομπούρεκο, φρυγανιές με σιρόπι, χαλβά σεμιγδάλι, τυριά με ρόκα· έντεκα οκάδες αλάτι και πιπέρι, μια λίμνη ξύδι και λάδι, ένα πηγάδι νερό, κρασιά τη θά­λασσα με τον άμμο. Στο τέλος ρουφούσε οχτακόσιους καφέ­δες και ρακιά δυόμισυ μιλλιούνια. Χόρταινες μόνο με την όρεξή του. Τέτοιο θεριό είχε ανάγκη να τρώει σα δράκος. Τα κατέ­βαζε όλα σαν ποτήρι νερό.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης έτρωγε και μιλούσε και γελούσε. Μα τι γέλιο! Βροντή! Οι δούλοι που μας σερβιρίζανε — ήτανε καμιά κατοσταριά — πέφτανε κατά γης. Και δεν του χρειάζόντανε πολλά να γελάσει. Έφτανε μια λέξη να του πεις με κάποιο ύφος κι αρχινούσε. Μόνο να τη λέει ξεκαρδιζότανε. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε κάτι φράσες δικές του και τις έλεγε κάπου κάπου, να χωρατέψει. Για κάθε πράμα που έκανε και ρωτούσες γιατί το ’κανε έτσι κι όχι αλλιώς — ή για κανένα τσιγάρο που άναφτε, ή για κανένα ρούχο που φορούσε, ή για τον τρόπο που έβαζε το καπέλο του — σου αποκρινότανε πάντοτες· — «Συνήθεια γάρ επεκράτησε παρ’ ημίν.» Άμα μ’ έβλεπε στο δρόμο με κανένα φίλο· — «Χαίρετον», μας φώναζε από δυο μίλια μακριά και γελούσε. Μ’ έκαμε να γνω­ρίσω όλους του τους συντρόφους, μαραγκούς, ράφτηδες, μπακάληδες, παπουτσήδες, καπνάδες, μπαρμπέρηδες, κρασάδες, χαμάληδες, μαστόρους, βαρκάρηδες, σομπατζήδες, λουστρατζήδες, μπαξεβάνηδες και καϊξήδες. Όσο μιλούσανε, τσίτωνα εγώ τ’ αφτιά μου, για να μη μου φύγει καμιά λέξη, γιατί η αλήθεια κάθεται στο στόμα του λαού κι η καλή γλώσσα στα χείλια του βασιλέβει. Δεν τα νοιώσανε ακόμα οι δασκάλοι, μα δε φταίω γω. Έτσι είναι και δεν μπορώ να τ’ αλλάξω.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης δεν ήτανε περήφανος· με τους μικρούς μικρός και με τους μεγάλους μεγάλος. Άμα έβλεπε κανέναν πρόστυχο, κανέναν ψωριάρη με τα κουρέλια, αμέ­σως του πετούσε κι ένα— «Δούλος σας ταπεινότατος», που δεν ήξερε ο άλλος σε ποια τρύπα να χωθεί. Πρόσταζε καφέδες, γλυκό, ρακί, ελιές κι ό,τι θέλεις, κάθε φορά που κανένας φτωχός ερχότανε κάτι να του ζητήσει· ο φτωχός πια έτρεμε μπροστά του. Έκανε το σπίτι άνω κάτω, να τον καλοδεχτεί, να μη δείξει άξαφνα πως τον καταφρονεί για τη φτώχεια. Και τεμενάδες, ένα σωρό! Καλό μάθημα για πολλούς από μας και μπορούμε να το σημειώσουμε.

Του άρεζε όμως και να παίζει. Έσερνε πάντοτες κατόπι του έναν καραγκιόζη δικό του, ένα χατζή με συμπάθειο, και τον είχε για παιχνίδι. Του έδινε τσάι, κρασί, ρούχα, παπού­τσια, κάπου κάπου και κλωτσιές. «Μιαρέ!», φώναζε μ’ ένα έ σαράντα πήχες μακρύ· «μιαρέ-έ-έ-έ» και κρυβότανε ο χατζής. Παράσιτους έχουμε ακόμη και σήμερα· νταλκαβούκης, που λένε στην Πόλη, ήτανε κι ο χατζής. Ο χατζής άρπαζε τα ρούχα, άρπαζε και τις κλωτσιές. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, όταν είχε κέφι, του έλεγε· «Πρόσταξον, αυθέντα», με μια φωνή που βούλιαζε ο χατζής. Και μ’ αφτά γλέντιζε.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε σοβαρός στη δουλειά και κανείς δεν τον περνούσε σ’ εμπόριο, αριθμητική, λογαριασμούς και λογάριθμους. Μα ήθελε κάπου κάπου και λίγη διασκέ­δαση. Πολύ προκομμένος δεν ήτανε και γράμματα πολλά δεν είχε μάθει· ήτανε από τους παλιούς, είχε όμως νου και κρίση, και δίχως να ξέρει πολλά, έκοφτε το κεφάλι του· πάντοτες έβρισκε το σωστό. Τους δασκάλους δεν τους αγαπούσε· τους βαριότανε και χολόσκανε· ήτανε του λαού. Κάποτες ερχόταν ένας δάσκαλος να του μιλήσει, και το κάτω κάτω να του χτυπήσει παράδες για καμιά συντρομή. Αράδιαζε ο δάσκαλος τα ελληνικά του· — «Του μπαμπά σου τη γλώσσα να μιλείς και μη με σκοτίζεις· εγώ τα τέτοια δεν τα θέλω.» Κι ο δά­σκαλος τον άκουγε αμέσως. Τι να κάμει;

Ο αδερφός μου ο Γιάννης τίποτα ψέφτικο δεν είχε· όλα του φυσικά, ήτανε όπως τον έκαμε ο Θεός κι απ’ όξω τίποτα δεν είχε· δεν είχε τίποτα φτιαστό, τεχνητό. Ήτανε σαν το φρούτο, προτού γίνει ακόμη και το τσιμπήσουνε τα πουλιά· έχει όλο του το ζουμί και μια ξεχωριστή νοστιμάδα. Στην Εβρώπη κακομάθαμε. Όλος ο κόσμος είναι ένα· ο Πέτρος μοιάζει τον Πάβλο. Κλάδεψε ο ίδιος μπαξεβάνης τα κλα­διά, κι έρχουνται όλα ίσια ίσια. Δε βλέπεις το μέσα του κα­θενός. Εκεινού, η ψυχή του γυάλιζε σαν καθρέφτης, σαν κρύα βρύση. Πολλές φιλοσοφίες δε γύρεβε. Και δε φτάνει άραγες να ’χει κανείς καλό στομάχι και κρίση ορθή; Τι θέλουμε και τι ζητούμε παραπάνω;

Ο αδερφός μου ο Γιάννης τα ήθελε όλα μπόλικα και σφανταχτερά. Είχε τις παραξενιές του. Του άρεζε ή να τα ’χει όλα μεγάλα και καλά—ή κάλλια τίποτα να μην έχει. Μισά πράματα δεν τα χωρούσε ο νους του. Για να πάρει με καλό μάτι κανέναν ξένο, έπρεπε να του πούνε πως ήτανε ο πρώτος στον τόπο του· τους άλλους τους είχε για σκουπίδια. Για να σε πει πλούσιο, έπρεπε να ’χεις μιλλιούνια· αν είχες ένα και μισό, δε σε κοίταζε. Χοντρά τα πράματα και παστρικά. Ή τόντις να φανούμε κατιτίς ή να μην κάνουμε μισοδουλειές. Τώρα κατάλαβες γιατί δεν κατορθώνουμε τίποτα. Τι σωστός Ρωμιός που ήτανε, αλήθεια, ο αδερφός μου ο Γιάννης!

Ο αδερφός μου ο Γιάννης με πήγε σ’ όλους του τους φί­λους. Γνώρισα και τον πρωτοψάλτη που του έδινε μαθήματα μουσική, γιατί ο αδερφός μου ο Γιάννης ήξερε να ψέλνει περίφημα, κι όταν καθότανε στην κάμερή του, αρχινούσε μοναχός του κι έψελνε ώρες. Έτσι είναι στην Πόλη. Με τα θρησκεφτικά περνά τουλάχιστο ο καιρός. Κάτι πρέπει να κάμει κανείς, κι άλλο από εκκλησιαστικά και θρησκεφτικά δεν έχουνε άδεια να συλλογιστούνε οι Πολίτες. Εκεί πάει όλη τους η ενέργεια.

Γνώρισα, εκείνο τον καιρό, και το δυστυχισμένο τον «Τελαμών.» Τον είχανε οι γονιοί του βαφτισμένο Κωστή· για να το ξεβγενίσει, έβγαλε μοναχός του όνομα Τελαμών. Ο δύστυχος! Ένα μόνο κατόρθωσε, που όλος ο κόσμος τον έκλινε· «τον Τελαμών, του Τελαμών.» Έκλαιγε ο Κωστής για την αμάθεια. Ίσαμε κει το πήγανε οι δασκάλοι· δεν ξέρουνε τους νόμους της γλώσσας μας και με τους ψεφτοκανόνες τους, με τις ελληνικούρες, μας φορτώσανε στη γλώσσα και μια κλίση που δεν κλίνεται. Μόνο που δε φταίει ο λαός· φταίνε κείνοι. Βαριόμουνε και γω τ’ όνομά του, γιατί και γω είμαι του λαού· δεν ήξερα πως να τον πω, Τέλαμον, Τελα­μών ή τουλούμι. Σώπαινα λοιπόν κι απόφεβγα τη συντρο­φιά του.

Έμενα μου άρεζε ο Πλατανίσσης μέσα σ’ όλους τους φίλους του αδερφού μου του Γιάννη. Φάγαμε μια μέρα μαζί στα Ψωμμαθιά και ποτές στη ζωή μου δε γέλασα τόσο. Ο Πλατανίσσης ήτανε άλλο βουνό. Πώς να σας τον παραστή­σω; Με τι να συγκρίνω τον Πλατανίσση, που να του μοιάζει; Με τι παλάτι, με τι κάστρο, με τι νησί; Βρείτε μου καμιά κατάλληλη σύγκριση για τον Πλατανίσση· πρέπει να τον πούμε νησί! Το νησί ταιριάζει καλά και βρήκαμε την εικόνα που θέλαμε. Ο Πλατανίσσης, ίσια ίσια, ήτανε όλο φάρδος και πάχος· ανάστημα πολύ δεν είχε, μα τι πλάτες, μα τι μέση, μα τι κεφάλι! Μυλόπετρα! Κι ο ίδιος πια καμάρωνε· Πλούσιος δεν ήτανε ο κακόμοιρος, μα τον έβλεπες πάντοτες χαρούμενο· δεν παραπονιότανε ποτές· του άρεζε η ζωή και του άρεζε μάλιστα ο τρόπος που ζούσε. Το κέφι του κοίταζε και τίποτις άλλο! Ό,τι είχε δικό του ο Πλατανίσσης, αμέσως έπρεπε να σου πει πως κανένας άλλος δεν το είχε. Κάθε ώρα, έβγαζε κατιτίς από τη φαρδιά του την τζέπη — η τσέπη του ήτανε πια μαγαζί! — ή κουτί σπίρτα ή σουγιά ή μο­λύβι ή κουμπί και μας το ’δειχνε· — «Διέστε το, δεν έχει τέτοιο κανένας!» Στα Ψωμμαθιά όπου κάτσαμε να φάμε, μας έβαλε δυο σκαμνιά, ένα πιάτο και λίγη μουστάρδα· — «Τέτοια μουστάρδα, παιδιά, μας λέει, κι η βασίλισσα της Ιγγιλτέρας δεν την τρώει.»

Δε σου αρέσει να καφκιέσαι, καλέ μου φίλε που με δια­βάζεις; Όχι; Τότες δεν είσαι Ρωμιός και να πετάξεις το βιβλίο μου. Ποιος από μας δε διψά για έναν έπαινο; Εγώ πεθαίνω! Πεθαίνεις και συ άλλο τόσο, μα δεν το λες. Όσα έχει ο Ρωμιός — κι ας μην έχει τίποτις — είναι καλά, και μόνο εκείνα καλά· τ’ άλλα δεν αξίζουνε. Ο Πλατανίσσης όμως έβρι­σκε κάπου να σου πει κι έναν έπαινο για τους άλλους. Έπιανε μάλιστα γλήγορα φιλία· το φίλο του σου τον ανέβαζε ίσα με τον ουρανό· — «Δεν ξέρεις τι παιδί! Διαμάντι!» Μα… ερχότανε και το μα. Το διαμάντι ξαναγινότανε κάρβουνο. Μαζί τα πηγαίναμε λαμπρά. Την πρώτη φορά που τον είδα, βαστούσε στο χέρι ένα μπαστούνι που μου φάνηκε πλάτανος. Πρι να μου πει τίποτα, του λέω· — «Τέτοιο ραβδί δεν είδα στη ζωή μου!» Δε φαντάζεσαι τη χαρά του. Πήγε να με φιλήσει κι από τότες αδερφωθήκαμε πια. Είπε όμως και κείνος μερικά για το μπαστούνι, γιατί όσο κι αν παινέσεις το Ρωμιό, ποτέ σου δεν τον παίνεσες όσο θέλει.

Τους έκανα χάζι και τους δυο μαζί. Όταν πιάνανε τις κουβέντες, τελειωμό δεν είχανε. Ο Πλατανίσσης έφτιανε κάτι φράσες δικές του· τα λόγια του ήτανε γεμάτα νοστιμάδες. Κάθε τόσο, σου έβγαζε κι ένα·— «Μας γίνεται λόγος!» Αφτό το «μας γίνεται λόγος» έπαιρνε κι έδινε όσο τον άκουγες. Άμα σου έλεγε τίποτα για κανένα μεγάλο ή σημαν­τικό πρόσωπο, συνήθιζε να λέει και το «κάποιος.» Όταν του ρωτούσανε τ’ όνομά του ή όταν ο ίδιος σου μιλούσε για λόγου του, αμέσως σου πετούσε κι ένα· — «Κάποιος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος». Μάλιστα, γιατί του άρεζε να φαίνεται πως είναι κάτι, το ’κανε κιόλας· — «κάποιος τρομερότατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος.» Αφτός όμως ο «κάποιος τρομερότατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος», παίζοντας μια μέρα με τα μπαστούνι του, μοναχός του και δίχως βοήθεια, σκόρπισε σα μύγες δεκάξη ζαφτιέδες. Χαρά στο παλληκάρι!

Δεν έπρεπε να πέσεις στα χέρια του. Δεν έπρεπε να πέσεις στα χέρια του αδερφού μου του Γιάννη, γιατί και τον Πλα­τανίσση τον έβαζε κάτω. Τους γίγαντες τους σέβουνται και τα νησιά. Κατάλαβα μάλιστα πως δεν έπρεπε να πολυμιλώ για τον Πλατανίσση, δεν έπρεπε να τον πολυδοξάζω, μήτε να του κάνω χάδια· ο αδερφός μου ο Γιάννης το ’παιρνε ανά­ποδα· — «Γιατί τάχα τον Πλατανίσση, κι όχι εμένα;»

Για την ώρα, ήτανε όλο γαλήνη ο αδερφός μου ο Γιάννης. Διασκεδάζαμε με τους συντρόφους και κάναμε ένα γλέντι που δεν ήτανε άλλο. Με τα λόγια, με τους χωρατάδες, με τα γέλια περνούσε περίφημα ο καιρός — ήσυχα και πολίτικα. Με τον αδερφό μου το Γιάννη έφκολα καλοπερνούσες, αν ήξε­ρες να τον πιάσεις· θύμωνε μόνο όταν έπρεπε να θυμώσει. Κι αφτό μπορεί κατόπι να το διούμε. Ο αδερφός μου ο Γιάν­νης ήτανε αρνί· ήτανε όμως και λιοντάρι.

 

ΙΒ’. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ

Αφότου ήμουνε στην Πόλη, δεν είχα πάει ακόμη στο Μπογάζι. Οι δασκάλοι το λένε Βόσπορο κι έχουνε άδικο οι δασκάλοι. Ο λαός Κατάστενο το ξέρει· κάπου κάπου μπορεί και Βόσφορο να σου το πει. Οι δασκάλοι θαρρούνε πως τα μάθανε όλα· δε μάθανε όμως ακόμη πως πρέπει κανείς να σέβεται τις δημοτικές ονομασίες κάθε τόπου. Η μάθησή τους δε φτάνει ίσα με την επιστήμη. Επιστήμη νομίζουνε όσα χωρεί το στενούτσικό τους το κεφαλάκι. Φωνάζουνε όλοι οι σοφοί του κόσμου, γράφουνε, πολεμούνε, παρακαλούνε να τους δώσουμε τους τύπους που συνηθίζει ο λαός. Τίποτις! Οι δασκάλοι μήτε τ’ ακούσανε. Οι σοφοί κι οι γλωσσολόγοι θυμώνουνε που δεν είμαστε άξιοι να καταλάβουμε τι γυρέβουνε από μας, κι οι δασκάλοι τι κάνουνε; Ίσια ίσια για να μην έχουνε οι Εβρωπαίοι κακή ιδέα για την Ελλάδα, κόφτουνε, κλαδέβουνε, ξεπαστρέβουνε, καθαρίζουνε τα γεωγραφικά ονό­ματα, τα συγυρίζουνε, τα φέρνουνε στο ελληνικό — και προσμένουνε ήσυχα να τους καμαρώσουμε στην Εβρώπη! Πως καταστρέφουνε την ιστορία με την ψεφτογραμματική τους, μήτε τους πέρασε από το νου. Τι θα κάμεις λοιπό με τέτοια… κεφάλια;

Εγώ λέω να μην κάμεις τίποτα και να σύρουμε το δρόμο μας, γιατί βαρέθηκα τους δασκάλους. Τους βαρέθηκες βέβαια και συ που με διαβάζεις. Όσο για το Βόσφορο, μ’ αρέσει Κατάστενο να το λέω· έτσι το συνήθιζε η γιανούλα και τούτο μου φτάνει. Μ’ αρέσει και Μπογάζι να τ’ ακούω· όσο είναι οι Τούρκοι στην Πόλη, μου φαίνεται καλό να ’χουμε κι αφτό τ’ όνομα — για να μην ξεχνούμε.

Ένα πρωί θέλησα λοιπό να σεργιανίσω το Μπογάζι και να διω κάτι φίλους στην εξοχή. Κατέβηκα στο γεφύρι, το βαπόρι σφύριζε, πήρα μπιλλιέττο, και μπήκα μέσα να πάω στο Μπουγιούγντερε. Μ’ αφτό τ’ όνομα οι καημένοι μας οι δασκάλοι τα μπερδέβουνε. Τις δοτικές τις σκορπίζουνε όπου μπορούνε· εν Ταταούλοις θα σου πούνε, εν Βλαχέρναις κι άλ­λες τέτοιες νοστιμάδες. Με το Μπουγιούγντερε αδύνατο να χώσουνε και μια κατάληξη αρχαία· τ’ όνομα τούτο δεν κλί­νεται. Το Μπουγιούγντερε τους το κάνει πείσμα. Το Μπου­γιούγντερε μοναχό του ρίχνει κάτω όλα τους τα σοφά τα συστήματα, τη γραμματική τους και τη γλώσσα τους. Ας κατεβάσουνε πενήντα χιλιάδες απαρεφάτους, μιλλιούνια πλη­θυντικές δοτικές· φτάνει το Μπουγιούγντερε να δείξει τη μυτίτσα του, να ξετρυπώσει ξαφνικά και να βγει στη μέση. Βλέπουμε αμέσως τι τρέχει, καταλαβαίνουμε πως ζούμε στα χίλια οχτακόσια τόσα κι όχι στης πρώτης ολυμπιάδας τον καιρό. Το λαμπρό τους το παλάτι γκρεμνά και πέφτει, και φαίνεται με μιας, από κάτω από τις πέτρες του παλατιού, το σημερνό μας, τ’ αληθινό μας το ρωμαίικο χώμα.

Πόσο τ’ αγαπώ αφτό το Μπουγιούγντερε! Δαιμονίζει τους δασκάλους. Να το κάμουνε άξαφνα Βαθυρρύαξ, κι οι ίδιοι δε θα καταλάβουνε τι λένε. Πρέπει να το πούνε Μπουγιούγ­ντερε, έχει δεν έχει. Έπειτα, ας μας κόψουνε όσες ελληνικούρες έχουνε όρεξη. Δε μας μέλει πια! Για να χάσει το γάλα την κάτασπρη θωριά του, φτάνει να πέσει μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα· άμα βάλεις μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία· τίποτα δεν είναι. Του κάκου πολεμούνε οι δασκάλοι, του κάκου πασκίζουνε! Η γλώσσα τους μοιάζει με λίμνη· τη γεμίζουνε καθαρό νερό και την καμαρώνουνε οι ίδιοι. Για να θολώσει το νερό, άλλο δε χρειάζεται παρά να ρίξεις μέσα ένα μικρούτσικο Μπουγιούγντερε, ας είναι κι ένα άφαντο να. Με μιας χάνεται όλη η ψέφτικη ομορφιά της λίμνης κι η καθαρέβουσα λασπώνεται.

Οι δασκάλοι δε βλέπουνε και ποτές δε θα διούνε, πως για όποιονε τόντις ξέρει, αγαπά και σέβεται την αρχαία, φτάνει ένας μόνος τύπος να μην είναι αρχαίος και καταστρέφει όλους τους άλλους. Ένα εμπόδισε κάπου να βάλουνε, ένα έγινε να τους ξεφύγει, ένα ηξεύρω να πούνε, ένα τίποτε να γράψουνε, πάνε όλα! Μεγαλύτερο το κακό παρά αν ήτανε όλα βάρ­βαρα, σαν που τα λένε· αν ήτανε όλα βάρβαρα, θα φαινό­τανε τουλάχιστο μια σειρά, μια αλήθεια. Με τον τρόπο το δικό τους, φαίνεται η αρχαία τόντις βάρβαρη κι ανώμαλη. Ένα όνομα καινούριο, ένας δημοτικός τύπος, μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία — κι αφανίζει όλες τις δοτικές.

Εγώ που δεν ξέρω δοτικές, δεν ντράπηκα να μπω στο βαπόρι και να πάω στο Μπουγιούγντερε. Ο καμαρότος, άμα μ’ είδε, μυρίστηκε ξένο. Αμέσως ήρθε να με χαιρετήσει, να μου δώσει την καλύτερη θέση του βαποριού. Ο καμαρότος ήτανε Αρμένης. Πού να μιλήσει ρωμαίικα, αφού οι Αρμένηδες (1) και τη γλώσσα τους δε θέλουνε πια να μάθουνε, και λένε πως είναι Τούρκοι; Κατάλαβα όμως τι μ’ ήθελε. Δεν είχε και πολλά να μου πει. Μου έδειξε μόνο σε τι θέση έπρεπε να κάτσω. Με πήγε απάνω στο γεφυράκι με τα σίδερα όπου συνηθίζει ο καπετάνιος και στέκεται. Εκείνη την ώρα ο καπε­τάνιος — ένας Τούρκος — είχε δουλειά από τ’ άλλο το μέρος. Κάθησα το λοιπό με την ησυχία μου από την άλλη μεριά. Η καρέγλα μου βρισκότανε από πάνω από τα ταμπούρλα κι άκουα τις ρόδες που γυρίζανε. Έβλεπα δεξιά τον καπε­τάνιο που κοίταζε μπροστά του και πρόσταζε. Ο καμαρότος μου έφερε ένα σκαμνί για το πανωφόρι μου, ένα σκαμνί να ξαπλώσω τα ποδάρια μου, ένα σκαμνί να μου βάλει καφέ και λουκούμι. Του έδωσα μερικούς παράδες, και με γελαστό πρό­σωπο, με ζαχαρένιο χαμογέλιο, στάθηκε μια στιγμή κι ά­πλωσε το χέρι, τάχα για να μου δώσει να καταλάβω πως θα βλέπω λαμπρά στη θέση όπου καθόμουνε και να μου δείξει τη θέα. Έκαμε δυο τρεις τεμενάδες κι έφυγε.

Ήτανε η θέα τόντις μοναδική. Όσο προχωρούσαμε, ξεσκέ­παζε το Μπογάζι τις ομορφιές του. Όλο μου έδειχνε καινού­ρια μεγαλεία. Πιότερο από καθετίς άλλο μου αρέζανε τα νερά του· στα νερά πρόσεχα, στα νερά είχα το νου μου. Τη θάλασσα δεν μπορούσα να τη χορτάσω. Απορούσα με τ’ άπειρο το νερό. Νερό έχει το Μπογάζι όσο θέλεις. Τι καλό μέρος για να πνίξει κανείς όλα τα σκυλιά που κυλιούνται στα σοκάκια! Τα σκυλιά να τα φοβάστε· μην τα βλέπετε τώρα που σέρνουνται μισοκοιμισμένα στους δρόμους. Μάθαμε πως μπορούνε καμιά μέρα να λυσσιάξουνε, και τότες αλλοίμονο! Ο Παστέρ όσο άξιος κι αν είναι, ίσως δεν μπορέσει να μας γιατρέψει. Πάλε πιο ήσυχοι θα είμαστε, όταν τα ρίξουμε στο νερό. Εκείνο το νερό του Κατάστενου, δεν ξέρετε τι θάματα που τα κάνει. Έχει κάτι μέσα του εκείνο το νερό. Όλη αφτή η θάλασσα που λούζει την Πόλη έχει κρυμμένη βαθιά κάτω στον πάτο της μια μυστική δύναμη. Όποιος περάσει αφτή τη θάλασσα για να ’ρθει στην Πόλη, είναι χαμένος άθρωπος. Για να μη χαθεί κανείς, πρέπει να βρεθεί στην Πόλη, δίχως να ’χει περασμένη τη θάλασσα. Διέστε τόντις τι παρά­ξενο πράμα!

Ο Βόσπορος, καθώς μπορεί ο καθένας να το μάθει από τη γεωγραφία του σκολειού, χωρίζει Ασία κι Εβρώπη, πάει να πει πως βρίσκεται ανάμεσα στην Ασία και στην Εβρώπη. Ωστόσο στην Πόλη κάθουνται Ασία κι Εβρώπη μαζί, η μια πλάγι στην άλλη· αφτό το περιστατικό οι χάρτες δεν το γράφουνε, μάλιστα οι χάρτες που δημοσιεύονται αδεία του Υπουργείου της Παιδείας. Ανεβαίνοντας δεξιά μεριά έβλεπα την Ανατολή, και να πω την αλήθεια, μ’ όσα είχα μάθει στο σκολειό, δεν μπορούσα καλά να διακρίνω πού ήτανε Ασία, και πού ήταν Εβρώπη. Δεξιά και ζερβιά έβλεπα τα ίδια. Είδα πολλά, μα ένα μ’ έκαμε ν’ απορήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί στεκόντανε τόσα τζαμιά, τόσα παλάτια μισογκρεμισμένα, παραιτημένα, ολόρημα. Ο Τούρκος, άμα χτίσει σπίτι — κι άμα κάμει τίποτα — το βαριέται· είναι μαθημένος με τέντες κι άλλο δεν ξέρει. Οι Αγαρηνοί είναι νομάδες, ή σαν που λέμε, κατσιβέλοι. Ο Τούρκος ένα ένα σιχαίνεται τα σπίτια που κάνει, νοιώθει πως είναι περαστικά τ’ αγαθά του, κι άμα σιχαθεί ένα πράμα αμέσως τ’ αφήνει. Τ’ α­φήνει και δε γυρίζει πια να το διει — σα να μην ήτανε ποτές δικό του. Δάχτυλο δε θα κουνήσει ή τοίχο να σιάξει, ή ταβάνι να διορθώσει, ή πέτρες να ξαναβάλει, όπου πέσουνε. Το χτίριο που κάμει δεν έμαθε να το διατηρεί· δεν το φροντίζει. Τι είναι τέτοια φροντίδα, μήτε το ξέρει. Κι από κει μπορείς να καταλάβεις τι θα πει βάρβαρος και τι θα πει πολιτισμένος.

Ο πασάς, εκεί που δεν πρέπει να μετρήσει τα χρήματα, έφκολα τα ξοδέβει. Μικρά έξοδα δεν μπορεί να κάμει· αγαπά μόνο τα μεγάλα. Ή θα βγάλει να δώσει πολλά, ή τίποτα δε θα δώσει. Ο πλούσιος που δεν έδωσε δυο γρόσια του ράφτη του για να του ράψει ένα κουμπί, δε θα μείνει πλούσιος όλη του τη ζωή. Μαζί του φτωχαίνει και το έθνος. Ο πασάς τέ­τοια φιλοσοφία δεν έμαθε. Φτάνει τέτοιο να ’ναι το κέφι του, κι αν έχει λίρες, αμέσως τις πετά. Άμα γίνει ανάγκη να λογαριάσει πόσοι παράδες χρειάζουνται για να ξαναβάλει μια πέτρα, να σιάξει ένα κανάτι, βαριέται τους λογαριασμούς. Δεν αξίζει, λέει. Το κεφάλι του δε ζαλίζεται με τέτοιες μικρολογίες. Όταν είναι να χαρεί τίποτα, πρέπει να το χαρεί αμέ­σως, αμέσως να γίνει το πράμα και με μιας. Δε βλέπει άλλο παρά το κέφι του, κι ό,τι του αρέσει, του αρέσει την ώρα που το θέλει· παρέκει δεν πάει ο νους του. Στην Αθήνα πάλε, κι ο μπακάλης που θα κάμει σπίτι, κάθε μέρα θα φροντίσει για το σπιτάκι του, θα το νοικοκερέψει, θα το ’χει έννοια, θα προσπαθήσει μάλιστα με κάθε τρόπο να βάλει δυο σκαλοπά­τια μαρμαρένια, παντού να ρίξει σίδερα και πέτρα, για να γίνει, λέει, το σπίτι πιο γερό. Ο Ρωμιός όλα αιώνια τα θέλει.

Χαμογελώντας αντανακλούσε το Μπογάζι τα τούρκικα παλάτια, τα μισογκρεμισμένα τα τζαμιά. Γλήγορα γλήγορα πήγαινε το βαποράκι, σα να ’τρεχε στα κύματα μέσα. Η θά­λασσα έχει κάτι που σε μαγέβει. Όταν κοιτάζει κανείς την πλώρη που με τόλμη σκίζει τα νερά για να περάσει, νομίζει τότες πως μπορεί άξαφνα κι ο ίδιος να κόψει δρόμο μεγάλο. Η φαντασία πετιέται και τρέχει με το βαπόρι· ο νους φουσκώνει τα πανιά του. Έτσι το ’παθα και γω. Θα πάμε και μεις ομ­πρός, έλεγα μέσα μου, ανοιχτά θα πάρουμε τη θάλασσα, θα τραβήξουμε μακριά μακριά, και καμιά μέρα σαν τον Κο­λόμπο θ’ ανακαλύψουμε μια νέα, μια περίφημη, ηλιοφώτιστη Αμερική. Αιώνια θα μείνουνε τα έργα και τ’ όνομά μας.

Στη στιγμή που μελετούσα τέτοια μεγαλεία, ξαναφάνηκε ο καμαρότος. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε να καταλάβω πως έπρεπε ν’ αλλάξω θέση. Ο καπετάνιος είχε τώρα δουλειά στο μέρος όπου καθόμουνε· έπρεπε να περάσει ζερβιά. Ο τό­πος ήτανε στενός και δεν μπορούσαμε να μείνουμε κι οι δυο μαζί· ανάγκη ή ο ένας ή ο άλλος να φύγει. Ο καμαρότος, για να τον καταλάβω καλύτερα, μου το είπε μάλιστα τούρ­κικα· — «Να σηκωθείς, γιατί ο καπετάνιος έρχεται», λέει, «καπιτάν μπουρντά γκελίορ»

Με πολλή εβγένεια, πρέπει να το μολογήσω, και με τρόπο καλό μου είπε ο άθρωπος αφτά τα λόγια. Δεν ξέρω γιατί αφτές οι τρεις τούρκικες λέξες μου χτυπήσανε τόσο παράξενα στ’ αφτί. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ τον άκουγα και μου φώναζε. Ο καπετάνιος έρχεται. Τι παράδοξη φράση! Ο καπετάνιος ήτανε Τούρκος, ομορφάθρωπος, αψηλός· έμοιαζε σα να ήτανε όλο μαζί αφέντης σκληρός κι αντρειωμένο παλληκάρι. Μου φάνηκε πως στα μάτια του μέσα, στο πρόσωπό του έβλεπα με μιας όλη την Τουρκιά. Τέτοιος θα ήτανε, έλεγα μέσα μου, κι ο πρώτος ο Τούρκος που πάτησε αφτό το χώμα, ο πρώτος ο καταχτητής. Τέτοια λόγια θα είπε, όταν μπήκε στην Πόλη, όταν καταστράφηκε ο στρατός μας στον πόλεμο τον τρομερό, κι όταν έπεσε ο βασιλιάς μας. — «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ! Όξω, όξω, ραγιάδες, γκιαού­ρηδες, σκυλιά. Να φύγετε από μπροστά μου. Να τος που έρχεται, ο καπετάνιος! Ο καπετάνιος φτάνει!» Με το σπαθί στο χέρι, στ’ άλογό του καβαλάρης, ερχότανε ο Τούρκος, ερ­χότανε ο καπετάνιος — κι έπρεπε ο καθένας από το δρόμο του να φύγει.

Σα να καταλάβαινα πρώτη φορά όλη μας την ιστορία, σα να ζωντάνεβε μπροστά μου πρώτη φορά. Μου φάνηκε πως βλέπανε τα μάτια μου τώρα κανένα άγριο, φοβερό, ολέθριο πράμα, γεμάτο αίματα και σφαγές. «Σήκω, σήκω, χριστιανέ από κει που καθόσουνε ήσυχος και θάμαζες τη φύση με τις ομορφιές της, και φιλοσοφούσες, και κοίταζες το νερό κι έ­παιρνε η φαντασία σου δρόμο. Σήκω· η Πόλη είναι δική μου. Όπου σε διω, όπου σε βρω, όπου φανείς, εσύ, η γυναίκα σου, τα παιδιά σου, όπου διω, όπου βρω, όπου φανεί τίποτα δικό σου — σπίτι, χρήματα, χωράφι ή παλάτι — όλα όλα πρέπει να μου τ’ αφήσεις. Το αίμα σου θέλω να πιω, και τη ζωή σου να ρουφήξω. Άμα σου ζητήσω αίμα και ζωή, θα μου δώσεις τη ζωή σου, και το αίμα σου θα μου το φέρεις. Από το στόμα σου λέξη να μη βγει. Δε χωρατέβω. Ξέρεις ποιος είμαι; Να το μάθεις. Ο αφέντης σου είμαι γω, ο βασιλιάς σου, η τρο­μάρα σου και το βάσανό σου. Σήκω, φύγε, γιατί έρχουμαι· σήκω, φύγε, γιατί φτάνω. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

Τι δυσάρεστη, τι λυπητερή φαντασία που την έχω! Πάντα θέλει τα πράματα να τα μεγαλώνει· τον ποντικό τον κάνει γιανίτσαρο. Η φαντασία μου μου χάλασε όλο μου το κέφι. Μόλις έκατσα δυο ώρες στο Μπουγιούγντερε. Μόλις πρόφτασα να διω τους φίλους μου, να πάω στο σκολειό, ν’ ακούσω το δάσκαλο που γύρεβε να μάθει στα χωριατόπουλα τις εβγένειες της γλώσσας μας. Ήμουνε όλο συλλογισμένος, βαρεμέ­νος· είχα μια τρομερή σταναχώρια. Αχ! που είσαι, Γιάννη μου, αδερφέ μου; Να σ’ είχα βοηθό! Να μπορούσαμε κι οι δυο μας μαζί να ξεφορτωθούμε τον Τούρκο, να τον κάμουμε να φύγει πια, να τον πετάξουμε στο νερό, να βγάλουμε από το λαιμό μας και καταχτητή και καπετάνιο. Ή τουλάχιστο με τις κουβέντες, με τα γέλια να ξεχάσω ο δύστυχος εκείνα τα λόγια! Και πάλε τ’ απόγεμα, στις τέσσερεις, ξαναπήρα τα βαπόρι. Μα δεν κοίταζα, δεν πρόσεχα τίποτα, μήτε Μπο­γάζι, μήτε θάλασσα, μήτε ουρανό. Πήγα να κλειδωθώ κάτω σε μια καμπίνα, όπου δεν ήτανε κανείς. Η ίδια φράση όλο μου έδερνε το νου, όλο μου έτρωγε το κεφάλι. Όλο έλεγα μέσα μου σιγά σιγά· «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

(1) Σημείωση του Ψυχάρη στη 2η έκδοση: Ντρέπουμαι που το ’γραψα τότες και παρα­καλώ, ύστερις από κείνα που είδαμε, να με συχωρέσουνε τ’ αδέρφια μας οι Αρμένηδες για τ’ άνοστο χωρατό.

 

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Κωνσταντινούπολη, Πεζογραφία, Ταξιδιωτικά, Τουρκία | Με ετικέτα: , , , | 76 Σχόλια »

Από τον Χάντακα στα νησιά Λοφότεν, το στοκοφίσι (μια συνεργασία του Ρογήρου)

Posted by sarant στο 6 Μαΐου, 2020

Το σημερινό σημείωμα βασίζεται σε ένα άρθρο που δημοσίευσε στο Φέισμπουκ ο φίλος μας ο Ρογήρος. Το διάβασα, μου άρεσε, και πάνω στη συζήτηση ένας άλλος φίλος έκανε ένα σχόλιο που μου έδωσε πάσα, οπότε έτσι γεννήθηκε το σημερινό άρθρο, συλλογικό προϊόν να πούμε. Αλλά τα πρωτεία ανήκουν στον Ρογήρο.

Γεννημένος κατά πάσα πιθανότητα λίγα χρόνια πριν από το 1400, ο Πέτρος Κουερίνι ήταν παιδί μιας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της ενετικής αριστοκρατίας. Για χρόνια ήταν εγκατεστημένος στον Χάνδακα της Κρήτης, μια και, εκτός των άλλων, ήταν άρχοντας των Δαφνών και του Τεμένους (τότε Καστέλ Τέμινι, επί τουρκοκρατίας Κανλί Καστέλι, σήμερα Προφήτης Ηλίας). Τα φέουδά του παρήγαν κυρίως το γλυκό κρασί που έμεινε γνωστό με την ονομασία Μαλβαζία.

Στις 25 Απριλίου 1431, ο Πέτρος σάλπαρε από τον Χάνδακα με το πλοίο του, την Κουερίνα. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 800 βαρέλια μαλβαζία, μπαχαρικά, βαμβάκι, κερί και στυπτηρία. Συγκυβερνήτες του Κουερίνι ήταν ο Νικόλαος Ντε Μικέλ κι ο Χριστόφορος Φιοραβάντε. Το πλοίο είχε ως προορισμό του ταξιδιού του τα πλούσια λιμάνια της Φλάνδρας όπου ο Κουερίνι θα διέθετε τα προϊόντα του φορτίου.

Όσο το πλοίο έπλεε στη Μεσόγειο, το ταξίδι δεν επεφύλασσε απρόοπτα. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν στον Ατλαντικό. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1431, ενώ η Κουερίνα έπλεε ανοιχτά των ακτών της Γαλικίας, καταιγίδες και σφοδροί άνεμοι έβγαλαν το σκάφος από την πορεία του. Τα θαλάσσια ρεύματα παρέσυραν το πλοίο μακριά στον Βορρά, πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Τον Δεκέμβριο το πλοίο ναυάγησε. Το πλήρωμα χωρίστηκε σε δύο ομάδες και η καθεμία ξεκίνησε στη λέμβο της αναζητώντας τη σωτηρία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ενετοκρατία, Κρήτη, Συνεργασίες, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 187 Σχόλια »

Τρεις χώρες σε τρεις ώρες

Posted by sarant στο 17 Φεβρουαρίου, 2020

Χτες πέρασα από τρεις χώρες μέσα σε τρεις ώρες. Θα μου πείτε, εδώ στο Λουξεμβούργο, που είναι σε μέγεθος λίγο μικρότερο από τον νομό Ηλείας, κάτι τέτοιο δεν είναι και μεγάλο κατόρθωμα -λίγο να αφαιρεθείς ενώ οδηγείς, βγήκες από τα σύνορα που λέει ο λόγος. Ωστόσο, εγώ δεν οδηγούσα, περπατούσα -με τα πόδια πέρασα από τρεις χώρες σε τρεις ώρες.

Για να το καταφέρει κανείς αυτό, βέβαια, πρέπει να βρεθεί κοντά σε τριεθνές σημείο. Τριεθνές είναι το σημείο όπου συναντιούνται τα σύνορα τριών χωρών. Πριν από πέντε χρόνια είχα κάνει σύντομα λογο για τα τριεθνή σημεία, με αφορμή κάποιο μεταφραστικό λάθος σε άρθρο, και είχα υποσχεθεί κάποτε να γράψω άρθρο για τα τριεθνή -ε, ήρθε η ώρα.

Η Ελλάδα έχει τρία τριεθνή σημεία -για τους φαντάρους, βεβαια, το διάσημο είναι το τριεθνές του Έβρου, με Βουλγαρία και Τουρκία, που το λέγαμε παλιά «η πινέζα στον χάρτη» επειδή (υποτίθεται ότι) είναι τόσο ψηλά που να το σκεπάζει η μία από τις πινέζες που συγκρατούν τον χάρτη στον τοίχο και που ήταν και τόπος δυσμενούς μετάθεσης παλιά (και ακόμα θα είναι, ίσως). Το άλλο τριεθνές είναι μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας, λίγο πιο πάνω από τα Άνω Πορόια στο νομό Σερρών, και το τρίτο τριεθνές είναι μεταξύ Αλβανίας, Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, μέσα στη λίμνη Πρέσπα. Όταν είχα πάει στους Ψαράδες, είχαμε πάρει βάρκα και είχαμε πάει κοντά στο τριεθνές -ή, τέλος πάντων, έτσι έλεγε ο βαρκάρης.

Ο αριθμός των τριεθνών σημείων κάθε χώρας είναι συνάρτηση όχι μόνο της έκτασής αλλά και του αριθμού των χωρών με τις οποίες συνορεύει. Η τεράστια Κίνα έχει 16 τριεθνή, τα περισσότερα στον κόσμο, αλλά οι ΗΠΑ δεν έχουν κανενα. Το μικρό Λουξεμβούργο έχει τρία τριεθνή ενώ η Ισπανία έχει δύο όλα κι όλα κι αυτά χάρη στη μικροσκοπική Ανδόρρα. Η Αυστρία δεν είναι πολύ μεγάλη αλλά ως περίκλειστη χώρα και με πολλές όμορες έχει εννιά τριεθνή.

Τετραεθνές σημείο δεν υπάρχει. Κάποιοι θεωρούν τετραεθνές το σημείο ανάμεσα σε Μποτσβάνα-Ναμίμπια-Ζάμπια και Ζιμπάμπουε, όμως δεν είναι γνήσιο τετραεθνές αλλά δύο τριεθνή σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Αν πάλι κατέβουμε σε υποεθνικές οντότητες (άλα τις) ένα τετρασημείο βρίσκουμε στις ΗΠΑ, στο σημείο όπου συναντιούνται τα σύνορα ανάμεσα σε Αριζόνα, Κολοράντο, Νέο Μεξικό και Γιούτα, όπου, άμα δείτε στον χάρτη τα σύνορα είναι σαν να τα έχεις χαράξει με τον χάρακα (διότι, μάλλον, τα χάραξαν με τον χάρακα).

Υπάρχει όμως κι ένα άλλο πρώην τετραεθνές σημείο, που τώρα έχει υποβιβαστεί σε τριεθνές. Κοντά στο Άαχεν βρίσκεται το τριεθνές σημείο Γερμανίας-Ολλανδίας και Βελγίου -και ταυτόχρονα, στην ολλανδική πλευρά, η κορυφή με το μεγαλύτερο υψόμετρο της Ολλανδίας, στο δυσθεώρητο ύψος των 321 μέτρων. Είχα λοιπόν πάει εκεί, έχουν κι ένα μιραδόρ, παρατηρητήριο, που ανεβαίνεις και βλέπεις ολόγυρα τις τρεις χώρες, και είδα ότι μιλούσαν για «τέσσερις χώρες». Και πράγματι, όπως έμαθα, από το 1816 ως το 1920 υπήρχε η Ουδέτερη περιοχή του Moresnet, ένα κομματάκι γης με έκταση 1,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα, 1400 στρέμματα δηλαδή, που ανήκε από κοινού σε Πρωσία και Ολλανδία. Το Μορεσνέτ, ή όπως προφέρεται, είχε σύνορα, οπότε τότε υπήρχε τετραεθνές σε εκείνο το σημείο.

Από τα τριεθνή του Λουξεμβούργου, το πιο διάσημο είναι εκείνο που βρίσκεται κοντά στο Σένγκεν, τη διάσημη κωμόπολη του Λουξεμβούργου όπου υπογράφτηκε το 1985 η φερώνυμη συμφωνία που καταργεί τα εσωτερικά σύνορα ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη (περισσότερα εδώ). Το τριεθνές βέβαια είναι μέσα στο νερό του ποταμού Μοζέλα και δεν μπορεί κανείς να το επισκεφθεί.

Το πιο όμορφο τριεθνές, πάλι, είναι στον μακρινό Βορρά του Λουξεμβούργου, ανάμεσα σε Γερμανία και Βέλγιο σε μια περιοχή με εξαιρετικό φυσικό κάλλος (βορείου τύπου: ποτάμια, δάση, τέτοια). Και αυτό βρίσκεται μέσα στο νερό, αλλά είναι πιο προσιτό: ανεβαίνεις στη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Ουρ, που είναι το σύνορο Γερμανίας-Λουξεμβούργου, και βλέπεις το ρυάκι (δεν θυμάμαι το όνομά του) που είναι το σύνορο Λουξεμβούργου-Βελγίου. Εκεί που τέμνονται οι δυο γραμμές είναι το τριεθνές -έχω πάει κάμποσες φορές, μου αρέσει πολύ ο απώτατος Βορράς, κι έχω περπατήσει και «τρεις χώρες σε τρεις ώρες» και εκεί.

Το τρίτο τριεθνές, αυτό που πήγα χτες, είναι το πιο περιφρονημένο, διότι βρίσκεται σε (πρώην, έστω) βιομηχανική περιοχή, στην ανθρακοφόρο λεκάνη ανάμεσα σε Βέλγιο-Γαλλία και Λουξεμβούργο. Χτες η μέρα ξημέρωσε με βροχή, αλλά στις 10 το πρωί σταμάτησε και βγήκε κάτι σαν ηλιος, οπότε άρπαξα την ευκαιρία και πήγα για περίπατο, διότι στα μέρη τα δικά μας αν περιμένεις να έχεις απόλυτη ηλιοφάνεια για να ξεμυτίσεις θα βγεις από το σπίτι σου δυο μέρες τον Ιούνιο κι άλλες τρεις τον Αύγουστο. Τη διαδρομή την είχα χαράξει από τα πριν, και ήταν 13,5 χιλιόμετρα αλλά την τροποποίησα στην πορεία και βγήκε σχεδόν 15 (14,960 για την ακρίβεια)

Ο χάρτης:

Ξεκίνησα από την κεντρική πλατεία του Ροντάνζ, στο Λουξεμβούργο. Κατηφόρισα και σε ένα σχεδόν χιλιόμετρο έφτασα στα σύνορα με το Βελγιο.

Βέβαια, τα σύνορα σε αυτά τα μέρη είναι εντελώς ανύπαρκτα.

Εδώ τα καταλαβαίνεις από μια πινακίδα που λέει Βέλγιο κι άλλη μία πιο πίσω που αναφέρει τα όρια ταχύτητας στους διάφορους βελγικούς δρόμους (διαφέρουν: Λουξ και Γαλλία έχουν μέγιστο 130, οι Βέλγοι 120).

Περνάμε λοιπόν στο Βέλγιο και στην κωμόπολη Αthus. Στο σημείο που κάνει ένα δοντάκι η διαδρομή ο δρόμος ήταν κλειστός λόγω έργων και αναγκάστηκα να πάω από αλλού -είναι ένα ποταμάκι εκεί και δεν μπορείς να το περάσεις από οπουδήποτε, πρέπει να έχει γέφυρα.

Πέρασα επάνω από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο Ε411, και έφτασα στην Aubange, και πήρα τον δρόμο για Γαλλία. Όλη τη διαδρομή την έκανα από το πεζοδρόμιο διάφορων δρόμων εκτός από ένα μικρό κομμάτι που πέρασα μέσα από ένα πάρκο. Ο λόγος είναι ότι δεν βρήκα χαραγμένα πεζοπορικά μονοπάτια και δεν ήθελα να αυτοσχεδιάσω. Βέβαια, καθώς ηταν Κυριακή πρωί ελάχιστος κόσμος υπήρχε.

Κάπου στο 7ο χιλιόμετρο φτάνουμε στα γαλλικά σύνορα.

O δρόμος ανηφορίζει λιγάκι εδώ -όχι τυχαία, το πρώτο γαλλικό χωριό λέγεται Mont-Saint-Martin, και βρίσκεται σε ύψωμα. Χωριό ανθρακωρύχων, μεταναστών από την Ιταλία, όπως και το επόμενο χωριό που διέσχισα, που λέγεται Longlaville.

Tώρα βέβαια ο άνθρακας και η χαλυβουργία έχουν εκλείψει και όλες αυτές οι περιοχές έχουν παρακμάσει. Το εργατικό τους παρελθόν φαίνεται από το ότι εξακολουθούν να βγάζουν δήμαρχο κομμουνιστή ή αριστερό, και φαίνεται και στα ονόματα των δρόμων ή των κτιρίων. Η μικρή Λονγκλαβίλ έχει πνευματικό κέντρο Έλσα Τριολέ, βιβλιοθήκη Πωλ Ελυάρ, Σπίτι του Λαού (Maison du Peuple) και έχει και δημοτικό πάρκο με το όνομα του Ζακ Ντυκλό, παλιού Γ.Γ. του ΚΚΓαλλίας (σαν να είχαμε εδώ Πάρκο Νίκου Ζαχαριάδη π.χ. στη Νίκαια) το οποίο πάρκο είχα σχεδιάσει να το περάσω αλλά βρήκα την πόρτα του κλειστή «λόγω πτώσεως δέντρων» -πράγματι, φυσούσε πολύ σε όλη τη διαδρομή και όλες τις προηγούμενες μέρες. (Και στο Λουξεμβούργο τέτοιον καιρό βλέπεις στα δάση παντού δέντρα πεσμένα, κάποια θρυμματισμένα σχεδόν από τον αέρα). Επίσης παρέκκλινα λίγο από τη σχεδιασμένη διαδρομή για να περπατήσω πλάι στο ποταμάκι, που λέγεται Chiers και σχεδόν θα το λέγαμε άξιο του ονόματός του (chier στα γαλλικά δεν είναι καλό πράγμα, σημαίνει χέζω) γιατί ήταν θολό και βρώμικο.

Τα σύνορα του Λουξεμβούργου, κάπου στο 13ο χιλιόμετρο της διαδρομής, ήταν επίσης αόρατα. Πινακίδα με το όνομα της χώρας δεν είδα, μόνο την πινακίδα που ορίζει ότι μπαίνουμε στο (λουξεμβουργιανό) χωριό Ροντάνζ. (Τα λέω χωριά όλα αυτά, αλλά έχουν πάνω από 2000 πληθυσμό το καθένα).

Μετά τα λίγα πρώτα σπίτια του Ροντάνζ, που είναι μαγαζιά που πουλάνε τσιγάρα, μεσολαβεί μια σειρά από τεράστια βενζινάδικα, για κανα χιλιόμετρο, όπως σε όλα τα συνοριακά χωριά του Λουξεμβούργου, διότι η διαφορά της τιμής των καυσίμων είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη (όπως και των ποτών και τσιγάρων) κι έτσι όλοι έρχονται και φουλάρουν στο Λουξεμβούργο. Βενζινάδικο από τη γαλλική και τη βελγική πλευρά δεν βρίσκεις.

Μετά τα βενζινάδικα μπαίνουμε στο καθεαυτού χωριό (ή κωμόπολη) και εκεί είναι και η δεύτερη κάπως σημαντική ανηφόρα της διαδρομής που με οδηγεί στην αφετηρία.

Ανηφόρες δεν είχε πολλές η διαδρομή -195 μέτρα ανέβασμα για 15 χλμ. δεν είναι τίποτα- γι’ αυτό και βγήκε και με καλό τέμπο, περίπου 2 ώρες και 55, παρά τις διάφορες στάσεις για φωτογραφίες, για να γράψω κάτι στο Φέισμπουκ ή για άλλο λόγο. Ούτε ήταν όμορφη διαδρομή -αν ήθελα να περάσω από δάση κτλ. θα έπρεπε να απλώσω περισσότερο τον κύκλο, αλλά τότε θα ήθελε πολύ περισσότερες ώρες. Στο ίδιο το τριεθνές δεν πλησίασα (μπορείτε να δείτε μια φωτογραφία εδώ) γιατί είναι σε πολύ άβολο μέρος, μέσα στους αυτοκινητόδρομους και στο ποταμάκι.

Θα μπορούσα βέβαια να μικρύνω τη διαδρομή -αν δείτε τον χάρτη παραπάνω υπάρχει τρόπος να περάσεις «από τρεις χώρες» διανύοντας πολύ λιγότερο από 15 χλμ, αλλά μόνο στον χάρτη είναι εύκολο αυτό -διότι για παράδειγμα η Ν804 είναι εθνική οδός χωρίς πεζοδρόμιο. Επίσης, ήθελα να κάνω περίπου τρεις ώρες γιατί μ’ άρεσε ο τίτλος «τρεις χώρες σε τρεις ώρες».

Και βέβαια, δεν μπορείς να πας περπατώντας γυρω από όλα τα τριεθνή διότι δεν μπορείς σε όλες τις χώρες να περνάς τα σύνορα περπατώντας από όπου θέλεις -συνηθως υπάρχουν προκαθορισμένα σημεία διέλευσης κι έτσι δεν νομίζω (αλλά πείτε μου αν κάνω λάθος) να μπορεί κανείς να κάνει με πεζοπορία τον γύρο γύρω από το τριεθνές στα Πορόια ανάμεσα σε Ελλάδα, Β.Μακεδονία και Βουλγαρία ή, πολύ περισσότερο, γύρω από τη θρυλική πινέζα στον Έβρο.

Αλλά κάποτε θα αλλάξει κι αυτό.

 

 

Posted in Γεωγραφία, Λουξεμβούργο, Ταξιδιωτικά, Χόμπι | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 152 Σχόλια »

Στη γιορτή της Ουμανιτέ

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2019

Το περασμένο Σάββατο σας είχα ενημερώσει, διότι το ιστολόγιο δεν κρατάει (πολλά) μυστικά, ότι ταξίδεψα στα περίχωρα του Παρισιού. Είχα πάει στη γιορτή της Ουμανιτέ, της ιστορικής εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Ιστορική, διότι μετράει 115 χρόνια ζωής: την ίδρυσε το 1904 ο Ζαν Ζορές, ο σοσιαλιστής ηγέτης που έπεσε δολοφονημένος από έναν εθνικιστή το 1914· από το 1920 έγινε όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος, και εξακολουθεί ως σήμερα να βρίσκεται πολύ κοντά του.

Η γιορτή της Ουμανιτέ τα τελευταία χρόνια γίνεται σε ένα πάρκο κοντά στην Κουρνέβ, έναν από τους σχετικά λίγους πλέον δήμους της περιφέρειας του Παρισιού, της κάποτε «κόκκινης ζώνης», που εξακολουθούν να έχουν κομμουνιστή δήμαρχο. Το κάποτε κραταιό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας έχει τα τελευταία 35 χρόνια μπει σε περίοδο αργής αλλ’ αδυσώπητης παρακμής -στις πρόσφατες ευρωεκλογές έμεινε στο 2,5% αν και στις εθνικές εκλογές, εξαιτίας του ιδιόμορφου γαλλικού εκλογικού συστήματος με μονοεδρικές περιφέρειες και εκλογή σε δύο γύρους, διατηρεί ακόμα κοινοβουλευτική ομάδα, έστω και με δυσκολία. Ωστόσο, όπως τα παλιά αρχοντικά που έχουν ρημάξει αλλά ακόμα στέκουν όρθια, έχει κάτι κρατήσει από τα παλιά μεγαλεία.

Ουμανιτέ, humanité, θα πει «ανθρωπότητα», αλλά θα πει και «ανθρωπιά». Οι Γάλλοι αγαπούν να συγκόπτουν τις μεγάλες λέξεις, οπότε χαϊδευτικά τη λένε «Ουμά», Huma. Τη γιορτή της Ουμανιτέ τη λένε Fête de l’Huma. Η γιορτή της Ουμανιτέ αποτέλεσε το πρότυπο για το φεστιβάλ της ΚΝΕ μετά τη δικτατορία, και, εμμέσως, για όλες τις γιορτές νεολαίας των άλλων κομμάτων, που αντέγραψαν το φεστιβάλ της ΚΝΕ. Η ψυχή πίσω από το πρώτο φεστιβάλ της ΚΝΕ ήταν η Ιωάννα Καρυστιάνη (και άλλοι πολλοί που κακώς δεν τους αναφέρω). Πήγαινα ανελλιπώς σε όλα τα φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι που έφυγα από την Ελλάδα, συνήθως μάλιστα συμμετείχα και στο στήσιμο ή το ξεστήσιμο. Τώρα πηγαίνω σπάνια, δεν είμαι στην Ελλάδα στα τέλη Σεπτεμβρίου -μια αναπλήρωση είναι κι η γιορτή της Ουμά.

Η γιορτή δεν είναι μόνο πολιτικό γεγονός, είναι και καλλιτεχνικό -εμφανίζονται γνωστά ονόματα. Πρόπερσι, που είχα επίσης πάει, ήταν ο Ίγκι Ποπ και πολλοί άλλοι. Τους φετινούς δεν τους ήξερα, διότι από ξένη μουσική έχω μείνει στους Τζένεσις -πάντως στην κεντρική σκηνή, από νωρίς που πέρασα, γινόταν το αδιαχώρητο. Φυσικά υπάρχει εισιτήριο και όχι ευκαταφρόνητο: 49 ευρώ για το τριήμερο που κρατάει η γιορτή, που δεν είναι πολλά αν πας και τις τρεις μέρες αλλά και μία μέρα να πας πάλι 49 δίνεις. Βέβαια, οι οργανώσεις του κόμματος δίνουν σε προπώληση εισιτήρια κάπου στα 28 ευρώ αλλά εγώ το αποφάσισα τελευταία στιγμή να πάω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Κομμουνιστικό κίνημα, Προσωπικά, Παρίσι, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | 108 Σχόλια »