Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘τούρκικα’ Category

Η αβανιά σήμερα

Posted by sarant στο 24 Νοεμβρίου, 2022

Σε μια γλωσσική ομάδα του Φέισμπουκ είχε γίνει λόγος, πριν από μερικές μέρες, για έναν κατάλογο που είχα δημοσιεύσει σε παλιότερο άρθρο μου, με 730 λέξεις τουρκικής προέλευσης. Στο άρθρο εκείνο, τις 730 λέξεις του καταλόγου τις χαρακτηρίζω «καθημερινές, συχνές ή όχι σπάνιες», αλλά βέβαια αυτή η ταξινόμηση έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Όλοι θα συμφωνήσουν ότι π.χ. το ντουλάπι ή ο καφές είναι λέξεις καθημερινές και (πολύ) συχνές, αλλά για άλλες λέξεις του καταλόγου δεν θα υπάρχει η ίδια ομοφωνία.

Ο κατάλογος ξεκινάει με τις λέξεις: αβανιά, αγάς, αγιάζι, αλάνα, αλάνι. Και για την πρώτη λέξη από αυτές, την αβανιά, προβλήθηκε η ένσταση πως κανείς δεν την χρησιμοποιεί σήμερα ενεργητικά.

Δεν είναι ίσως αβάσιμη η ένσταση, οπότε είπα να γράψω το σημερινό άρθρο για να το διερευνήσουμε -γι’ αυτό και ο τίτλος, που θυμίζει το τραγούδι «Η πίκρα σήμερα». Λέγεται λοιπόν η αβανιά σήμερα;

Αν κρίνουμε με βάση τα λεξικά, η αβανιά ασφαλώς είναι ζωντανή λέξη. Περιλαμβάνεται και στα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτη, Χρηστικό, ΜΗΛΝΕΓ). Στο Χρηστικό χαρακτηρίζεται «παρωχημένος» όρος, πάντως. Ο ορισμός από το ΛΚΝ:

αβανιά η [avaná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.

[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]

Ωστόσο, να μην ξεχνάμε ότι η αβανιά βρίσκεται στις πολύ πρώτες σελίδες κάθε λεξικού -και μια ψυχολογική παρατήρηση είναι πως στο ξεκίνημα ενός λεξικογραφικού (ή εγκυκλοπαιδικού) έργου υπάρχει περισσότερη γενναιοδωρία ως προς την έκταση αλλά και ως προς τον αριθμό των λημμάτων.

Επίσης, η λέξη έχει ισχυρή ιστορική και λογοτεχνική παρουσία. Για παράδειγμα, στον Παπαδιαμάντη, στο διήγημα «Για την περηφάνια», ο μεθυσμένος γιος κοροϊδεύει τη  μητέρα του, που έχει βγει για να τον μαζέψει:

Μαζώξου στὸ σπίτι σου, γριά, μὴ σοῦ κολλήσουν καμμιὰ ἀβανιά, τώρα στὰ γεροντάματα… καὶ ποῦν πὼς ἐβγῆκες τάχα σὲ κακὴ στράτα.

Πάλι στον Παπαδιαμάντη, στη Στοιχειωμένη κάμαρα, διαβάζουμε:

Καὶ ὅμως ἡ μητρυιά της τὴν ἐκατάτρεχεν ἀκόμη. Ἐνῷ ἐπρόκειτο νὰ νυμφευθῇ ἡ κόρη, ὁ πατήρ της μίαν ἡμέραν τῆς «ἔρριξεν ἀβανιά», ὅσον ἀπίστευτον καὶ ἂν φανῇ τοῦτο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in τούρκικα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 86 Σχόλια »

Καραστημένο

Posted by sarant στο 9 Νοεμβρίου, 2022

Στις δηλώσεις που έκανε το βράδυ της Κυριακής, εξοργισμένος από το πέναλτι που δόθηκε σε βάρος του Ολυμπιακού στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός, με αποτέλεσμα να στερηθεί η ομάδα του τη νίκη στο ντέρμπι, ο ισχυρός άνδρας του Ολυμπιακού, ο εφοπλιστής Βαγγέλης Μαρινάκης χαρακτήρισε «καραστημένη τη διαιτησία» του αγώνα.

Προηγουμένως είχε χαρακτηρίσει «στημένο» τον διαιτητή και «στημένη» την [ποδοσφαιρική] ομοσπονδία, και στην τρίτη του αναφορά, θέλοντας ίσως να υπερθεματίσει, είπε οτι «Κερδίσαμε και τη διαιτησία, που από το πρώτο λεπτό ήταν καραστημένη». Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η πρόταση αυτή πάσχει, αφού ο Ολυμπιακός δεν κέρδισε το παιχνίδι, ενώ επίσης αν η διαιτησία ήταν «στημένη» από το πρώτο λεπτό θα μπορούσε να είχε δώσει πέναλτι στο γκρέμισμα του Σπόραρ από τον Παπασταθόπουλο στα μισά του β’ ημιχρόνου, όταν το σκορ ήταν 0-0, και όχι να περιμένει τα χασομέρια -εκτός βέβαια αν ο διαιτητής ήταν «στημένος» ή «καραστημένος» για να φέρει το παιχνίδι ισόπαλο και όχι για να νικήσει κάποια ομάδα. Αλλά δεν θέλω να κάνω σχόλιο ποδοσφαιρικό στο άρθρο αυτό.

Θα προσέξατε πάντως ότι ο Βαγγ. Μαρινάκης απέφυγε να εκφραστεί εναντίον της κυβέρνησης, περιορίζοντας τα βέλη του εναντίον της ομοσπονδίας, ενώ προηγουμένως το δεξί του χέρι, ο Γιάννης Βρέντζος, μέλος του ΔΣ της ΠΑΕ Ολυμπιακός, διαβάζοντας από χαρτάκι τις δηλώσεις του υπήρξε πολύ πιο απερίφραστος αφού υποστήριξε ότι «τα τρία τελευταία χρόνια λειτούργησε στην κυβέρνηση καθεστώς παρανομίας, υποκλοπών με συνδέσμους και παρακλάδια σε όλο το οργανωμένο έγκλημα με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου και επικεφαλή τον Γρήγορη Δημητριαδη και την βρώμικη λαθραία ποινική παρέα του.» Μένει να δούμε αν οι δηλώσεις ήταν ένα πυροτέχνημα χωρίς συνέχεια ή μια προειδοποιητική βολή. Αλλά ούτε πολιτικό σχόλιο θέλω να κάνω.

Όχι, εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε θ’ αφιερώσω το άρθρο στον όρο «καραστημένος» και κυρίως στο πρώτο συνθετικό του, στο πρόθημα «καρα-«.

Το πρόθημα «καρα-» έχει τουρκική προέλευση -και από αυτή την άποψη είναι αξιοσημείωτο, μια και δεν είναι τόσο πολλά τα δάνεια προθήματα και επιθήματα, αν και στα επιθήματα έχουμε επίσης το -τζής, για το οποίο είχαμε γράψει προ καιρού, και το -λίκι για το οποίο χρωστάμε άρθρο.

Η βασική λειτουργία που έχει σημερα το πρόθημα καρα-, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι να επιτείνει τη σημασία που έχει η κυρίως λέξη, σημασία η οποία είναι, συνήθως, αρνητική.

Έτσι, προσφέρεται και για ευκαιριακούς σχηματισμούς, όπως ο «καραστημένος διαιτητής» του κ. Μαρινάκη. Δεν ήταν απλώς στημένος, αλλά καραστημένος. Παρόμοια, μια λέξη που ακούγεται πολύ τελευταία είναι ότι «το έχω καρατσεκάρει» ή «το έχω καρατσεκαρισμένο». Δεν το έχω απλώς τσεκάρει (ή ελέγξει, αν προτιμάτε), δεν το έχω, έστω, διπλοτσεκάρει, αλλά το έχω «καρατσεκάρει».

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στα τουρκικά, kara είναι ο μαύρος, είναι και ο σκούρος, και ο σκοτεινός. Όμως είναι επίσης, λέει το λεξικό, ο άτυχος, ο γρουσουζικος. Ήδη στα τουρκικά, το kara χρησιμοποιείται στη σύνθεση όχι μόνο για να δείξει το μαύρο χρώμα (π.χ. biber το πιπέρι γενικώς, karabiber το μαύρο πιπέρι) αλλά και ως επιτατικό προς το χειρότερο. Ας πούμε, karabelâ είναι ο μεγάλος μπελάς, ενώ karahaber, κατά λέξη μαύρο χαμπέρι, είναι η είδηση για θάνατο ή καταστροφή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , | 190 Σχόλια »

Από τον κόλαφο στο σουλτάν μερεμέτ: οι 50 αποχρώσεις του ξυλοδαρμού

Posted by sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2022

Στο ιστολόγιο βάζουμε πότε-πότε άρθρα «καταλογογράφησης» όπως τα λέω, όπου βρίσκουμε συνώνυμες (ή περίπου) εκφράσεις με τις οποίες μπορεί να περιγραφτεί μια κατάσταση. Καθώς είμαι επιρρεπής στα κλισέ, τα άρθρα αυτά τα ονομάζω «Οι 50 αποχρώσεις….»

Ήδη έχουμε δημοσιεύσει έξι τέτοια άρθρα καταλογογράφησης, για τις 50 αποχρώσεις του χρήματοςτης μέθης, της αποτυχίας, του θανάτου, της κατάπληξης, και της υπερβολικής ταχύτητας, το τελευταίο από αυτά φέτος τον Μάιο.

Την περασμένη εβδομάδα είχαμε ένα άρθρο, ετυμολογικό, για τη λέξη «κόλαφος», και εκεί έγραψα ότι έχουμε πάρα πολλές λέξεις για να περιγράψουμε διάφορα είδη χτυπημάτων και ξυλοδαρμού και ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα καταλογογραφικό άρθρο. Μάλιστα, στα σχόλιά σας προσθέσατε κι εσείς μερικές ακόμα. Οπότε, σήμερα γράφω το άρθρο, εξοφλώντας (για μια φορά) αμέσως το χρέος που εγώ ο ίδιος δημιούργησα.

Συνήθως τα άρθρα της κατηγορίας αυτής είναι εστιασμένα είτε σε λέξεις είτε σε εκφράσεις, είτε σε ουσιαστικά δηλαδή είτε σε ρήματα. Βέβαια, από τα ουσιαστικά εύκολα μεταπίπτει κανείς στις εκφράσεις με ρήματα, ας πούμε από το μπερντάχι θα πούμε «του έριξε ένα μπερντάχι» και από το «ξύλο» λέμε «του έδωσε (πολύ) ξύλο», αν και το αντίστροφο δεν ισχύει, δηλαδή από το «τον έκανε του αλατιού» ή «του άργασε το τομάρι» δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ουσιαστικό. Τέλος πάντων, λέω σήμερα να κάνουμε διπλό κατάλογο, τόσο λέξεων όσο και εκφράσεων.

Θα μπορούσα βέβαια να φτιάξω δεύτερο άρθρο, αλλά θα ήταν κάπως άχαρο. Καλύτερα έτσι μου φαίνεται.

Οι 50 αποχρώσεις του ξυλοδαρμού θα συμπεριλάβουν τόσο τη γενική έννοια του δαρμού (δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο, ξυλοφόρτωμα) όσο και ειδικές έννοιες για διάφορα είδη χτυπημάτων: γροθιά, ράπισμα, σκαμπίλι, καρπαζιά, κατραπακιά, κτλ.

Πέρα από την κυριολεκτική τους χρήση, πολλές από τις λέξεις του ξυλοφορτώματος έχουν και μεταφορική χρήση, αρκετά σημαντική μάλιστα. Κόλαφος το πόρισμα για τις υποκλοπές, έγραφα στο πρόσφατο άρθρο, τον τίτλο ενός άρθρου στην Αυγή. Νέο ράπισμα της Κομισιόν στην Τουρκία, είπε προχτές το δελτίο ειδήσεων, ενώ η ίδια είδηση από την εφημερίδα Τα Νέα τιτλοφορήθηκε Νέο χαστούκι από την ΕΕ στην Άγκυρα.  Χαστούκια δίνουμε και κυριολεκτικά, βέβαια, ραπίσματα λιγότερο, κυριολεκτικός κόλαφος έχει ν’ ακουστεί πολύ πολύ καιρό.

Σημειώνω τέλος ότι, όπως και ο κόλαφος, έτσι και αρκετές ακόμα λέξεις του καταλόγου έχουν και καθαυτές ενδιαφέρον, ετυμολογικό ή άλλο. Επιφυλάσσομαι για επόμενα άρθρα. Μόνο να πω, μια και το έβαλα στον τίτλο, ότι απ’ όσο ξέρω (ας επιβεβαιώσουν οι τουρκομαθείς) το «σουλτάν μερεμέτ» δεν υπάρχει στα τουρκικά, είναι ψευδοτουρκισμός.

Να δούμε λοιπόν τις 50 αποχρώσεις του ξυλοδαρμού, πρώτα σε λέξεις/ουσιαστικά:

  1. δαρμός
  2. ξύλο
  3. ξυλοδαρμός
  4. ξυλοφόρτωμα
  5. ξύλισμα
  6. ξυλίκι
  7. ξυλοκόπημα
  8. σουλτάν μερεμέτ
  9. μπαγλάρωμα
  10. πελέκημα
  11. τουλούμιασμα
  12. μπερντάχι/περντάχι
  13. γροθιά/γρόνθος
  14. γρονθοκόπημα
  15. μπουνιά
  16. μπηχτή
  17. κόνδυλος
  18. γροθοκοπάνισμα
  19. γροθοπατινάδα
  20. κροσέ
  21. άπερκατ
  22. ανάποδη
  23. (ξ)ανάστροφη
  24. κόλαφος
  25. κολάφισμα
  26. ράπισμα
  27. μπάτσος
  28. σφαλιάρα
  29. χαστούκι
  30. χαστουκιά
  31. σκαμπίλι
  32. σκαμπίλισμα
  33. μπάτσισμα
  34. καρπαζιά
  35. καρπάζωμα
  36. κατακεφαλιά
  37. κατραπακιά
  38. φάπα
  39. μάπα
  40. καταυχένισμα
  41. γιακάς
  42. σβερκιά
  43. κλοτσιά
  44. κλότσος
  45. κλοτσοπατινάδα
  46. ποδοκλότσημα
  47. φούσκος
  48. φατούρο [ομαδικό]
  49. σκιόπος
  50. κοπανιά

Τα δύο τελευταία τα προτείνατε κι εσείς.

Υπάρχουν κι άλλες πολλές λέξεις, αλλά σας αφήνω να συμπληρώσετε.

Και αμέσως περνάω στον κατάλογο ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν ξυλοφόρτωμα.

  1. τον δέρνω
  2. τον ξυλίζω
  3. του δίνω ξύλο [+ επίθετα]
  4. του δίνω το ξύλο της χρονιάς του
  5. τον ξυλοφορτώνω
  6. τον ξυλοκοπώ
  7. τον μπαγλαρώνω
  8. τον πελεκάω
  9. τον χειροτονώ
  10. τον αλαλιάζω [στο ξύλο]
  11. τον πεθαίνω [στο ξύλο]
  12. τον σπάω στο ξύλο
  13. του μετράω τα πλευρά / τα παΐδια
  14. του κάνω τα πλευρά του μαλακά σαν την κοιλιά του
  15. του λύνω τον αφαλό
  16. τον μαυρίζω στο ξύλο
  17. τον μελανιάζω στο ξύλο
  18. τον κάνω μαύρο στο ξύλο
  19. τον κάνω μπλε μαρέν
  20. τον σακατεύω στο ξύλο
  21. τον σαπίζω στο ξύλο
  22. τον κάνω τουλούμι στο ξύλο
  23. τον τουλουμιάζω
  24. τον παραγουλιάζω
  25. τον τρελαίνω στο ξύλο
  26. τον κάνω τ’ αλατιού
  27. τον κάνω πεστίλι στο ξύλο
  28. του αργάζω το τομάρι
  29. του τινάζω το πετσί / την προβιά
  30. τον κάνω οχτακόσιες οκάδες (στο ξύλο)
  31. τον κάνω ίσαμ’ ένα άλογο (στο ξύλο)
  32. του δίνω παρά μία τεσσαράκοντα
  33. του τις βρέχω
  34. του τις παίζω
  35. τον κολαφίζω
  36. τον ραπίζω
  37. τον μπατσίζω
  38. τον σκαμπιλίζω
  39. τον χαστουκίζω
  40. του σπάω τα μούτρα
  41. τον σφαλιαρίζω
  42. τον καρπαζώνω
  43. τον κατραπακιάζω
  44. τον καταχερίζω
  45. τον γρονθοκοπώ
  46. τον λακτίζω
  47. τον κλοτσάω
  48. τον κάνω τόπί στο ξύλο
  49. τον κάνω τελατίνι
  50. τον κάνω κιμά

Και πάλι μένω στα 50 του καταλόγου, είμαι βέβαιος ότι θα προσθέσετε πολλά λήμματα και εδώ.

Μπόνους, που λένε, μια έκφραση που χαρακτηρίζει τον ξυλοδαρμό, «πού σε πονεί και πού σε σφάζει», και μια αρχαία, «πυξ λαξ» (δεν εννοώ το συγκρότημα).

Υπάρχουν πολλές ακόμα προσθήκες, και στον ένα και στον άλλο κατάλογο, αλλά τις περιμένω απο εσάς.

Posted in τούρκικα, Γενικά γλωσσικά, Κατάλογοι, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 240 Σχόλια »

Τι κάνει ο κολαούζος;

Posted by sarant στο 5 Οκτωβρίου, 2022

Τις προάλλες, φίλος έγραψε στο Φέισμπουκ «Σιγά που θα πάρω στα σοβαρά την άποψη ανθρώπων που λένε ‘κολαούζος’ και εννοούν ‘ακόλουθος, τσιράκι’ αντί να εννοούν ‘προπορευόμενος οδηγός'».

Η λέξη «κολαούζος» ανήκει σε μια κατηγορία ευάριθμων λέξεων που η σημασία τους αλλάζει αυτή τη στιγμή, μπροστά στα μάτια μας. Φυσικά δεν έβαλα τυχαία τη λέξη «ευάριθμος» με πλάγια και σπεύδω να δηλώσω, διότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τα συμφραζόμενα, πως την εννοώ με τη σημασία «ολιγάριθμος».

Σκέφτηκα λοιπόν να γράψω ένα σημειωματάκι για τον κολαούζο και ταυτόχρονα να σας καλέσω να μου πείτε, υπό τύπον σφυγμομέτρησης, με ποια σημασία χρησιμοποιείτε εσείς αυτή τη λέξη.

Όπως βλέπετε, ο φίλος μου, μάλλον συντηρητικός στα γλωσσικά, θεωρεί ότι η σημασία της είναι «οδηγός». Πράγματι, αυτή είναι (ή ήταν;) η πρώτη σημασία της λέξης.

Ο κολαούζος είναι δάνειο από τα τουρκικά, kιlavuz. Αυτό το v, ανάμεσα σε φωνήεντα, προφέρεται χαλαρά ήδη στα τουρκικά, οπότε στα ελληνικά χάθηκε -κι έχουμε τον κολαούζο, δηλαδή τον (ντόπιο) οδηγό που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους ταξιδιωτες της εποχής, που ταξίδευαν με το μουλάρι ή με το άλογο ή πεζοί.

Υπάρχει άλλωστε η πολύ γνωστή παροιμία «Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει», που λέγεται για τ’ αυτονόητα και τα πασιφανή, διότι βέβαια όταν έχεις οπτική επαφή με τον προορισμό σου δεν χρειάζεσαι οδηγό για να σου δείξει τον δρόμο. Υπάρχει αντίστοιχη τουρκική παροιμία, görünen köy kilavuz istemez, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, οπότε κατά πάσα πιθανότητα η ελληνική είναι δάνειο από τα τουρκικά.

Μεταφορικά, από τον οδηγό που δείχνει τον δρόμο, ονομάστηκε επίσης «κολαούζος» το συρματόσκοινο με το οποίο συνδέονταν οι δύτες με το σκάφος τους, σε παλιότερες εποχές της ναυτοσύνης. Κάπου βρίσκω ότι από τα σινιάλα που έκανε ο δύτης στον κολαούζο καταλάβαιναν οι σύντροφοί του πάνω στο πλοίο ότι κατέβαινε σε μεγαλύτερα βάθη.

Επίσης μεταφορικά, λέμε «το κολαούζο» για τον σπειροτόμο, το εργαλείο με το οποίο χαράζουμε, ανοίγουμε εσωτερικά σπειρώματα για να περάσουμε βιδες. Η μεταφορική αυτή σημασία υπάρχει και στα τουρκικά και μπορεί να την πήραμε από εκεί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια, Γλωσσική αλλαγή, Λαθολογία, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 241 Σχόλια »

Το κερεβίζι της οργής

Posted by sarant στο 28 Ιουλίου, 2022

Μπορεί να έχετε μιαν αγνωστη λέξη στον τίτλο, αν και οι Κρητικοί ίσως την ξέρουν -στα σχόλια θα μου πείτε αν ξέρετε τι είναι το κερεβίζι, αλλά αν δεν ξέρετε δεν θα σας το κρατήσω μυστικό: είναι το σέλινο.

Τη λέξη την είχαμε συναντήσει σε ένα παλιότερο άρθρο του ιστολογίου, τότε που παρουσιάσαμε το λεξικό του φίλου μας του Βασίλη Ορφανού για τις λέξεις τουρκικής προέλευσης που υπάρχουν στο κρητικό ιδίωμα.

Γράφει στο λεξικό του ο Ορφανός:

κερεβίζι, το [t∫erevízi] (Παπ., Πάγκ., Πιτ., Ξανθιν., Γαρ., Ροδ., Ιδομ., Αποστ., Τσιρ., Κριτσ., Κασσ.) : το φυτό Apium graveolens, κοινώς σέλινο. Αστείο δίστιχο: «– Ίντα ψήνεις και μυρίζει; – Κεντανέ και κερεβίζι {= πράσα με σέλινο}» (Πιτ.).
[< kereviz (Παπ.)] (كرويز ٬ كرفس )
{Ο Ιδομενέως και ο Αποστολάκης έχουν τη γραφή: κερεβύζι. Στα λεξικά η λ. κερεβίζι φαίνεται να χρησιμοποιείται μόνο στο παραπάνω δίστιχο, αλλά εγώ την άκουγα από τον πατέρα
μου (1904-1995) ως κανονική λ. για το σέλινο.}

Eγώ πάλι τη λέξη «κερεβίζι» την έμαθα ως φοιτητής, από μια καλή φίλη, Κρητικιά, που μου διηγόταν ότι, μόλις είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα, σε ηλικία 12 χρονών, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, και την έστειλαν στο μανάβικο της γειτονιάς για ν’ αγοράσει κερεβίζι, που φυσικά ο μανάβης δεν το ήξερε -αλλά ένας πελάτης, από την Πόλη, τους βοήθησε να συνεννοηθούν.

Στο γκουγκλ θα βρείτε το κερεβίζι κυρίως σε συνταγές πρασόρυζου, ακριβώς χάρη στο αστείο δίστιχο που λέει για τον «κεντανέ με κερεβίζι» (ας πούμε εδώ).

Τώρα, το λαχανικό της φωτογραφίας, που το πήρα από το λήμμα kereviz της τουρκικής βικιπαίδειας, είναι σέλινο με ρίζα, ενώ συνήθως στο σουπερμάρκετ βρίσκουμε το σέλινο σε ματσάκια, μόνο τα φύλλα. Υπάρχει και το άλλο είδος, ποικιλία κι αυτό του Apium graveolens, του εύστοχα ονομασμένου «βαρύοσμου» σέλινου, που το λέμε στα ελληνικά «σέλερι» και συνεννοούμαστε. Αλλιώς, θα το πούμε κι αυτό σέλινο και μπορεί να μη συνεννοηθούμε.

Άρθρο για το σέλινο (και για το σέλερι) θα βάλω κάποτε, έχει αρκετό ενδιαφέρον, αλλά όχι σήμερα. Σήμερα θα μιλήσουμε για το κερεβίζι. Το κερεβίζι, όπως είπα, της οργής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γκας Πορτοκάλος, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Κρήτη | Με ετικέτα: , , , , , | 129 Σχόλια »

Τριάντα και μία πολίτικες λέξεις (από αναρτήσεις της Νεκταρίας Αναστασιάδου)

Posted by sarant στο 16 Ιουνίου, 2022

Στο ιστολόγιο δημοσιεύουμε κατά καιρούς άρθρα με λέξεις από κάποια περιοχή του ελληνόφωνου χώρου. Συνήθως τα άρθρα αυτά είναι συνεργασία φίλων του ιστολογίου, που ο καθένας παρουσιάζει λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του -σε αρκετές περιπτώσεις από νησιά, αφού τα νησιά έχουν το καθένα το δικό του γλωσσικό οικοσύστημα. Το τελευταίο από τα άρθρα αυτά ήταν οι λοζετσινές λέξεις, συνεργασία (φυσικά) του φίλου μας του Λοζετσινού.

Ένας λογαριασμός που παρακολουθώ στο Τουίτερ είναι της Νεκταρίας Αναστασιάδου. Η Νεκταρία Αναστασιάδου είναι Κωνσταντινοπολίτισσα συγγραφέας -γράφει τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Στο Τουίτερ δημοσιεύει τακτικά ιδιωματισμούς της μητρικής της γλωσσικής ποικιλίας, των ελληνικών της Πόλης, όπως τα μιλούν οι δυστυχώς λιγοστοί πια Ρωμιοί που έχουν απομείνει (αν και τα τελευταία χρόνια νομίζω πως υπήρξε μια ανάσχεση της πληθυσμιακής πτωτικής τάσης). Ως τώρα έχει δημοσιεύσει σχεδόν 300 τέτοιους ιδιωματισμούς, και από αυτή τη συλλογή εγώ στο σημερινό άρθρο διαλέγω να παρουσιάσω τριάντα και μία λέξεις. Γιατί αυτός ο αριθμός; Θα το καταλάβετε όταν φτάσετε στο τέλος.

Παρουσιάζω λοιπόν τις 30 και μία πολίτικες λέξεις και την αντιστοιχία τους με την κοινή νέα ελληνική, με αλφαβητική σειρά εκτός της τελευταίας. Επειδή τα τουίτ έχουν ασφυκτικό όριο χαρακτήρων, οι δημοσιεύσεις αυτές της Νεκτ. Αναστασιάδου είναι αναγκαστικά λακωνικές. Εδώ προσθέτω διάφορα φλύαρα δικά μου, έχοντας κοιτάξει και το «Λεξικό του κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος» του Νίκου Ζαχαριάδη (εκδ. Γαβριηλίδη).

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

1. ακιντές: σκληρή καραμέλα χωρίς περιτύλιγμα, που πουλιέται από βάζα, με διάφορες γεύσεις και χρώματα.  Από τουρκ. akide.

2. αμπούλα: η λάμπα της κοινής ελληνικής, δάνειο από το γαλλ. ampoule. Όπως έχουμε γράψει κι αλλη φορά, η αμπούλα είναι αντιδάνειο, αφού η γαλλική λέξη ανάγεται στον αμφορέα. Στα ελληνικά της κοινής, η αμπούλα έχει άλλη σημασία, σημαίνει φιαλίδιο. Κατά σύμπτωση, και η λέξη λάμπα είναι αντιδάνειο (από lampe, που ανάγεται στο αρχαίο λαμπάς).

3. απαρτμάν: η πολυκατοικία της κοινής ελληνικής. Δάνειο από το τουρκ. apartman, που είναι με τη σειρά του δάνειο από το γαλλ. appartement, που όμως θα πει «διαμέρισμα». Η αλλαγή της σημασίας δηλαδή έγινε στα τουρκικά. Να σημειωθεί ότι στον μεσοπόλεμο βρίσκουμε σε ελλαδικά κείμενα τη λέξη απαρτμάν ως γαλλισμό, δηλ με τη σημασία «διαμέρισμα».

4. βουρβουτσουλιό: οχλαγωγία, βαβούρα. Ονοματοποιία. Τη λέξη τη βρίσκω (σπάνια) και σε ελλαδικά κείμενα, π.χ. στον Ξενόπουλο.

5. γιουφκάς: Το φύλλο για πίτα ή μπακλαβά. Η λέξη τελευταία έχει περάσει και στην Ελλάδα από τα πολίτικα ζαχαροπλαστεία. Από τουρκ. yufka. Μεταφορικά, ο ευαίσθητος άνθρωπος. Αλλά γιουφκά γιουρεκλής, κατά λέξη «με καρδιά από ζυμάρι» (τουρκ. yufka yürekli) είναι ο δειλός, ο λιπόψυχος.

6. γκεβρέκικος: τραγανός, πχ για κουλούρια, από τουρ. gevrek. Kι αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, εύθρυπτος.

7. καζίνο, καζινάκι: Όχι μόνο και όχι κυρίως το καζίνο, όπως είναι στην Ελλάδα, αλλά το υπαίθριο καφενείο, ιδίως παραθαλάσσιο, ουζερί, αναψυκτήριο. Όχι κατευθείαν από τα ιταλικά, λέει ο Ζαχαριάδης, αλλά από το τουρκ. gazino, που έχει τις ίδιες σημασίες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Κωνσταντινούπολη | Με ετικέτα: , , , , | 147 Σχόλια »

Μεζεδάκια χωρίς πιστοποιητικό

Posted by sarant στο 30 Απριλίου, 2022

Τι πιστοποιητικό; Μα βέβαια πιστοποιητικό εμβολιασμού, αφού καταργείται από αύριο η υποχρέωση επίδειξης πιστοποιητικού για την είσοδο σε μια σειρά καταστήματα ή και για την είσοδο στη χώρα, αφού θέλουμε να έχει τελειώσει η πανδημία, όπως θέλει και η υπόλοιπη Ευρώπη άλλωστε -μάλιστα, εδώ στη Λοθαριγγία ούτε η μάσκα είναι υποχρεωτική σε εσωτερικούς χώρους, μια υποχρέωση που ακόμα ισχύει στην Ελλάδα (αν και, πρέπει να πω, στο σουπερμάρκετ αρκετοί τη φοράνε).

Ακόμα, κάπως έτυχε και η σημερινή μας πιατέλα δεν είναι και τόσο γεμάτη. Λειψή η μερίδα μας σήμερα -ο αστυνόμος της Πρέβεζας θα την είχε ήδη τυλίξει στην εφημερίδα του να πάει να τη ζυγίσει. Ούτε εσείς στείλατε πολλά, ούτε εγώ ψάρεψα μπόλικα. Ας είναι, θα πορευτούμε με ό,τι έχουμε.

* Και ξεκινάμε με κάτι το συνηθισμένο -αμέτρητες φορές έχουμε δει να χρησιμοποιείται ο αρσενικός τύπος της μετοχής παθητικού αορίστου αντί για τον θηλυκό, όταν είναι στη γενική πτώση -των πληγέντων περιοχών και των εγκριθέντων δαπανών.

Ιδού κι ένα πρόσφατο δείγμα: «των αποκτηθέντων τεχνολογικών και ψηφιακών δυνατοτήτων», σε πρόσφατη επιφυλλίδα στο Βήμα, που μάλιστα την υπογράφει ο διευθυντής της εφημερίδας ο Αντώνης Καρακούσης. Ο οποίος βέβαια έχει καλή παρέα, μια και το «λάθος» αυτό το έχουν κάνει αναρίθμητοι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας, πολλοί από αυτούς επιφανείς λόγιοι -είναι η «αυτόματος εξέγερσις του ωτίου», που έλεγε ο Ροΐδης, που μας εμποδίζει να γράψουμε το «σωστό», δηλ. «των αποκτηθεισών τεχνολογικών δυνατοτήτων».

Αλλά αυτά τα έλεγε ο Ροΐδης μια φορά κι έναν καιρό, το 1893, όταν ήταν υποχρεωτικό να χρησιμοποιηθεί αυτή η σύνταξη. Σήμερα, το «αποκτηθεισών δυνατοτήτων» παραμένει εξίσου αχώνευτο αλλά μπορούμε θαυμάσια να γράψουμε του μπαμπά μας τη γλώσσα, «των δυνατοτήτων που έχουν αποκτηθεί», ας πούμε.

* Συχνά στα μεζεδοάρθρα μας σχολιάζουμε αμφίσημους τίτλους άρθρων.

Ο σημερινός δεν είναι ακριβώς αμφίσημος, μάλλον δίνει λαβή για διαφορετική ανάγνωση και για ένα πολύ αστείο σχόλιο -αν και η μαμά μου, που μας διαβάζει, θα με μαλώσει.

Όταν ήταν παιδί ο Έλον Μασκ, δεν τον έπαιζε κανείς

είναι ο τίτλος του άρθρου, για τον Νοτιοαφρικανό δισεκατομμυριούχο που αν ήταν Ρώσος θα τον έλεγαν ολιγάρχη και που συζητιέται συνεχώς από τότε που αγόρασε το Τουίτερ (μπορεί να το συζητήσουμε το θέμα αυτό σε ειδικό άρθρο, αλλά αν κάνετε και τώρα σχόλιο δεν θα σας κρατήσω μούτρα).

Οπότε, ο σχολιαστής διαφωνεί: Όλοι τον παίζαμε, ακόμα και όταν ήταν παιδί ο Έλον Μασκ.

(Ναι, χρωστάμε άρθρο και για αυτά τα προκλιτικά, αν λέγονται έτσι, του τύπου «το παίζω», «τα παίζω», «τον παίζω» κτλ.)

* Και μια ακλισιά από αθλητικό ιστότοπο.

Δεν χωράει συζήτηση για διαιτησία. Κάποια φάση πέραν του ακυρωθέν γκολ του Μπανγκουρά (για να γινόταν το 1-2) δεν υπάρχει για να αναλυθεί. Ήταν τέτοια και η μορφή του αγώνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Λογοκρισία, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , | 162 Σχόλια »

75 τζήδες

Posted by sarant στο 22 Σεπτεμβρίου, 2021

Την ιδέα για το σημερινό άρθρο την πήρα από τα μεζεδάκια του Σαββάτου. Είχαμε εκεί συζητήσει κάτι που έγραψε ο αρθρογράφος της Καθημερινής, ο Σάκης Μουμτζής, και στα σχόλια έγινε αναφορά στο πρόσωπό του. Και τότε σκέφτηκα πως οι περισσότεροι που συναντάμε σήμερα το επώνυμο «Μουμτζής» δεν ξερουμε τη σημασία του.

Ξέρουμε βέβαια ότι οι λέξεις που σχηματίζονται με το επίθημα -τζής δηλώνουν κατά κανόνα επαγγελματικά ουσιαστικά. Ξέρουμε επίσης ότι το επίθημα αυτό είναι δάνειο από τα τουρκικά, ci/cι, όπως και το αδελφάκι του, το -τσής (από το çi, çι). Βέβαια, στην ελληνική γλώσσα το επίθημα, ενώ στην αρχή μάς ήρθε ενωμένο σε τουρκικά δάνεια, πολύ γρήγορα αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται με λέξεις όχι τουρκικής προέλευσης, και μάλιστα το βρίσκουμε ενωμένο ακόμα και με ακρώνυμα, ενώ προσφέρει επίσης έναν εύκολο τρόπο για ευκαιριακούς σχηματισμούς.

Έτσι, ενώ π.χ. ο boyacι μας ήρθε δανεικός ως μπογιατζής, μετά στα ελληνικά φτιάξαμε τον κουλουρτζή (με ελληνικής ετυμολογίας κεφαλή), τον λατερνατζή (με δάνεια λέξη συμμορφωμένη), τον γκολτζή (με ασυμμόρφωτη δάνεια λέξη), τον πασοκτζή ή τον αεκτζή (με ακρώνυμο), τον προπατζή ή προποτζή (με συντομομορφή) ή τον εσπατζή (νεολογισμός της αργκό για τα προγράμματα ΕΣΠΑ) και άλλα αμέτρητα.

Όμοια παραγωγικό έχει φανεί και ένα άλλο τουρκικό επίθημα, το -λίκι, που επίσης παντρεύεται με κεφάλια κάθε λογής, και δίνει ποικίλες λέξεις, από το αντριλίκι και το δημοσιοϋπαλληλίκι έως το χαϊλίκι και το ατενσιοχοριλίκι.

Αλλά τα λίκια θα τα δούμε σε άλλο άρθρο, σήμερα μιλάμε για τους τζήδες.

Τζήδες είναι αμέτρητοι, και μπορούμε να φτιάξουμε (ή, να προβλέψουμε ότι θα φτιαχτούν) κι άλλοι πολλοί. Όμως στο σημερινό άρθρο, παίρνοντας έμπνευση από τον Σάκη Μουμτζή, θα ασχοληθώ με λέξεις τουρκικής ετυμολογίας που δηλώνουν επαγγελματικά ουσιαστικά, που υπάρχουν ως επώνυμα, και που συνήθως η σημασία τους δεν είναι φανερή για τον μέσο ομιλητή της γλώσσας μας.

Δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ ο Μπογιατζής (αφού η λέξη υπάρχει στη γλώσσα και όλοι ξέρουν τι σημαίνει) ούτε ο πατωματζής ή ο φορτηγατζής (αφού είναι ελληνικής ετυμολογίας ως προς την κεφαλή της λέξης και κυρίως αφού δεν υπάρχει και αντίστοιχο επώνυμο). Διότι, θα το έχετε προσέξει, τα επώνυμα που έχουν το επίθημα -τζής προέρχονται από επαγγελματικά ουσιαστικά που υπήρχαν τον καιρό της τουρκοκρατίας (πολλά από τα οποία αφορούν επαγγέλματα που έχουν χαθεί πλέον) και όχι νεότερα επαγγέλματα. Ο σημερινός φορτηγατζής έχει επώνυμο, λέγεται Παπαδόπουλος ας πούμε, κι έτσι δεν υπάρχει πιθανότητα να σχηματίσει επαγγελματικό επώνυμο, όπως ο Αραμπατζής του 1780.

Από την άλλη, ο Μουμτζής παίρνει επάξια θέση στον κατάλογό μου διότι δεν είναι φανερό τι επάγγελμα έκανε, δεν έχει επιβιώσει η λέξη στα νέα ελληνικά, τουλάχιστον στην κοινή. Και όχι, δεν έφτιαχνε μούμιες. (Διαβάστε παρακάτω αν έχετε περιέργεια).

Βέβαια, εκτός από τους τζήδες υπάρχουν και οι τσήδες, και μάλιστα στα ελληνικά, σε μερικές περιπτώσεις τα δυο επιθήματα εναλλάσσονται, π.χ. Παοκτσής και Παοκτζής. Οι τσήδες πάντως είναι λιγότεροι, ενώ κάποτε το -κτσής τρέπεται σε -ξής, π.χ. Τουφεκτσής –> Τουφεξής. Ίσως σε επόμενο άρθρο να δούμε και αυτούς.

Πολλοί τζήδες και τσήδες βέβαια εξελλήνισαν τα ονόματά τους ή ωθήθηκαν να τα εξελληνίσουν ή τους τα εξελλήνισε κάποιος δάσκαλος ή πρόεδρος κοινότητας ή ενωμοτάρχης ή ληξίαρχος χωρίς να τους ρωτήσει. Έτσι εξηγούνται μερικά κάπως κωμικά καθαρευουσιάνικα επώνυμα όπως Οπλοποιός (Τουφεξής θα ήταν), αλλά βέβαια αυτό αφορά όλα τα τουρκογενή επώνυμα και όχι μόνο τους τζήδες.

Τέλος πάντων, στην αρχή είχα πει να μη συμπεριλάβω επώνυμα σε -τζής που υπάρχουν ως λέξεις και στη σημερινή γλώσσα, όπως Καφετζής ή Μπογιατζής, αλλά για λόγους πληρότητας τελικά τα συμπεριέλαβα και αυτά.

Σημειώνω επίσης ότι θα παραθέσω μόνο τον τύπο σε -τζής, παρόλο που υπάρχουν και πολλοί παράγωγοι, π.χ. Αμπατζόγλου, Αμπατζόπουλος, κτλ. Μόνο σε περιπτώσεις που ο τύπος σε -τζής είναι πολύ σπάνιος παραθέτω και παράγωγους.

Χρησιμοποίησα την εργασία του Μαν. Τριανταφυλλίδη «Τα οικογενειακά μας ονόματα» και το βιβλίο «Ελληνικά επώνυμα τουρκικής προέλευσης» του Δημ. Τομπαΐδη. Έβαλα και καναδυό που δεν τα είχαν τα βιβλία αυτά.

Σταμάτησα στους 75 τζήδες επειδή ο αριθμός ήταν στρογγυλός. Αν προσπαθούσα κι άλλο μπορεί και να πλησίαζα τους 100, ακόμα και να τους ξεπερνούσα, αλλά ίσως αυτό γίνει με τα σχόλιά σας.

Βέβαια, για να γίνει η δουλειά μας σωστά, θα πρέπει να βρούμε: επώνυμα που προέρχονται από επαγγελματικά ουσιαστικά σε -τζής, που να ξέρουμε από ποια τουρκική λέξη προέρχονται και να ξέρουμε και τη σημασία τους. Δεν αρκεί δηλαδή να αποδελτιώσουμε τον τηλεφωνικό κατάλογο αναζητώντας επώνυμα σε -τζής.

Τέλος πάντων, ορίστε οι 75 τζήδες που βρήκα:

  1. Αβτζής. Ο αβτζής ήταν ο κυνηγός και επίσης ο δεινός σκοπευτής. Στα τουρκικά avcι. Γεια σου Σιδέρη! (ιδιωτικό μήνυμα).
  2. Αλτιντζής. Από τουρκ. altιncι, ο χρυσοχόος.
  3. Αμπατζής. Από τουρκ. abacι, αυτός που έφτιαχνε ή πουλούσε αμπάδες, χοντρό μάλλινο ύφασμα.
  4. Αραϊτζής. Από τουρκ. arayιcι, που σημαίνει ερευνητής, αλλά και «αυτός που ψάχνει». Δήλωνε τον ρακοσυλλέκτη, αυτόν που έψαχνε τα πεταμένα πράγματα για να βρει χρήσιμα είδη.
  5. Αραμπατζής, από τουρκ. arabacι, o αμαξάς αλλά και ο αμαξοποιός.
  6. Αριτζής. Ο μελισσοκόμος, από τουρκ. arιcι.
  7. Βογιατζής, συχνότερα εξελληνισμένο (και σε παράγωγα), και σπανιότερα Μπογιατζής, ίσως για να διακρίνεται το επάγγελμα από το επώνυμο. Από τουρκ. boyacι.
  8. Γεμιτζής. Ο ναυτικός, ο ναύτης, από τουρκ. gemici.
  9. Γεωργαντζής. Κατά τον Τριανταφυλλίδη, από το τουρκ. yorgancι, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει γιοργάνια, δηλαδή παπλώματα, ο παπλωματάς. Η λέξη όμως γράφεται παρετυμολογικά, σαν να προέρχεται από το Γεώργιος.
  10. Γιαγτζής (και Γιαγτζόγλου κτλ.) από τουρκ. yagcι, ο έμπορος ελαίων και λιπών, αλλά και ο λιπαντής.
  11. Γιαζιτζής, ο δημόσιος γραφέας, ο γραμματικός, από τουρκ. yazιcι.
  12. Γιαπιτζής. Ο χτίστης, από τουρκ. yapιcι. Λέμε βέβαια γιαπί εννοώντας την ημιτελή οικοδομή, αλλά στα τουρκικά έτσι λέγεται και η τελειωμένη.
  13. Γκαϊτατζής. Αυτός που παίζει γκάιντα, από τουρκ. gaydacι.
  14. Δεβετζής. Ο καμηλιέρης, από τουρκ. deveci, deve η καμήλα.
  15. Δεμερτζής, Δεμιρτζής. Ο σιδεράς, από τουρκ. demirci.
  16. Δουατζής. Ο ευχέτης, ο πιστός υπηρέτης ενός ισχυρού, από τουρκ. duacι.
  17. Εσκιτζής, ο παλιατζής, από τουρκ. eskici.
  18. Ζουρνατζής, από τουρκ. zurnacι, αυτός που παίζει τον ζουρνά.
  19. Καζαντζής, αυτός που φτιάχνει καζάνια, από τουρκ. kazancι.
  20. Καλαϊτζής, ο γανωματής, από kalaycι, (πρβλ. το καλάι).
  21. Καλιοντζής, ο ναυτικός του πολεμικού ναυτικού, από τουρκ. kalyoncu.
  22. Κανταρτζής, που ζυγίζει με το καντάρι, από τουρκ. kantarcι.
  23. Καρατζής, ο ληστής, από τουρκ. karacι.
  24. Κατιμερτζής, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κατιμέρι, ένα είδος γλύκισμα με φύλλο, από τουρκ. katmercι.
  25. Κατιρτζής, ο μουλαράς, από τουρκ. katιrcι.
  26. Καφετζής, ο καφετζής βεβαίως. Το τουρκικό είναι kahveci.
  27. Καφταντζής, από τουρκ. kaftancι, ο ιματιοφύλακας.
  28. Κεμεντσετζής, αυτός που παίζει τον κεμεντζέ, είδος λύρας. Από τουρκ. kemençeci.
  29. Κερεστετζής, ο έμπορος δομικής ξυλείας (κερεστέ), από τουρκ. keresteci.
  30. Κιομουρτζής, Κιουμουρτζής. Ο καρβουνιάρης, από τουρκ. kömürcü.
  31. Κουγιουμτζής, Κοεμτζής. Ο χρυσοχόος, από τουρκ. kuyumcu.
  32. Κυρατζής ή Κιρατζής. Ο αγωγιάτης, απο τουρκ. kiracι, που είναι ο μισθωτής.
  33. Λαγουμιτζής, αυτός που φτιάχνει λαγούμια. Υπάρχει και ως επώνυμο, πέρα από τον ιστορικό Λαγουμιτζή της πολιορκίας της Αθήνας που είχε άλλο επώνυμο και πήρε αυτό το παρατσούκλι από την αξιοσύνη του.
  34. Λουλετζής, από τουρκ. lüleci, ο κατασκευαστής ή πωλητής καπνοσυρίγγων, λουλάδων.
  35. Μαδεμτζής, από τουρκ. madenci, ο μεταλλωρύχος.
  36. Μεζαρτζής, ο νεκροθάφτης, από τουρκ. mezarcι.
  37. Μεϊχανετζής/Μεϊχανετζίδης, ο κάπελας, από τουρκ. meyhaneci.
  38. Μουμτζής, που μας έδωσε και αφορμή για το άρθρο, ο κηροποιός, από τουρκ. mumcu.
  39. Μπακιρτζής, ο χαλκωματάς, μπακιρτζής άλλωστε, απο τουρκ. bakιrcι.
  40. Μπαλτατζής, από τουρκ. baltacι, που μπορεί να σημαίνει τον κατασκευαστή ή έμπορο μπαλτάδων, αλλά πιο συχνά σημαίνει τον ξυλοκόπο.
  41. Μπαλτζής. Ο μελάς, ο πουλητής μελιού, από το balcι.
  42. Μπασματζής (και Βασματζής εξελληνισμένο), από το basmacι, o κατασκευαστής ή πουλητής μπασμάδων, που ήταν σταμπωτά βαμβακερά υφάσματα.
  43. Μπερντετζής/Μπερντετζόγλου, ο κατασκευαστής ή πουλητής μπερντέδων, κουρτινών, από τουρκ. perdeci.
  44. Μπιλιουρτζής, ο έμπορος ή τεχνίτης κρυστάλλινων ειδών, από το τουρκ. billûrcu.
  45. Μποζαντζής (και Ποζαντζής), αυτός που φτιάχνει ή πουλάει μποζά, ένα ποτό με βάση το κεχρί, από τουρκ. bozacι.
  46. Μποσταντζής. Ο κηπουρός, bostancι.
  47. Μπρισιμιτζής (Βρισιμιτζής, Μπιρσιμιτζής). Αυτός που πουλάει (ή φτιάχνει) μπρισίμια, δηλ. μεταξωτές κλωστές, από τουρκ. ibrişimci‎.
  48. Νταβουλτζής (και Ταβουλτζής κτλ.) Ο νταουλιέρης, από τουρκ. davulcu.
  49. Παζαρτζής, ο έμπορος σε παζάρι, από τουρκ. pazarcι.
  50. Παστιρματζής/παστουρματζής, ο έμπορος ή παρασκευαστής παστουρμά, από τουρκ. pastιrmacι.
  51. Πεστεμαλτζής (Πεστεμαλτζόγλου). Αυτός που πουλάει ή φτιάχνει πεστεμάλια, δηλ. λουτροπετσέτες. Ή ο λουτράρης του χαμάμ, που δίνει τα πεστεμάλια στον λουόμενο. Κατά τον Τριανταφυλλίδη, από το σπάνιο αυτό επώνυμο πρόκυψε με απλολογία το Πεσματζής και το συχνότερο Πεσματζόγλου. Γεια σου Στέλιο! (ιδιωτικό μήνυμα).
  52. Ρακιτζής, που φτιάχνει ή πουλάει ρακί, από τουρκ. rakιcι.
  53. Σαπουντζής, ο σαπουνάς, από τουρκ. sabuncu.
  54. Σεμερτζής, ο σαμαρτζής, από τουρκ. semerci.
  55. Σεπετζής, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κοφίνια, από τουρκ. sepetçi.
  56. Σερμπετζής, αυτός που πουλάει σερμπέτια, από τουρκ. serbetçi.
  57. Σιλκιτζής, αυτός που πουλάει πετσέτες, από τουρκ. silgi. (Στο λεξικό βρίσκω ότι το silgi είναι ο σπόγγος ή το πανί που σκουπίζουμε τον σχολικό μαυροπίνακα).
  58. Σιμιτζής, που φτιάχνει ή πουλάει σιμίτια, κουλούρια. Από τουρκ. simitçi.
  59. Σουβατζής, από το τουρκ. sιvacι.
  60. Σουγιουλτζής, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση των υδραγωγών, από τουρκ. suyolcu.
  61. Ταμπουρατζής, αυτός που παίζει ταμπουρά, από τουρκ. tamburacι.
  62. Ταχμιτζής, Tαχμιντζής. Κατά τον Τριανταφυλλίδη ή από το tahminci (εκτιμητής, που όμως δεν βρίσκω τη λέξη στο λεξικό, μόνο tahmin = εκτίμηση) ή από το tahmisçi, αυτός που καβουρδίζει καφέ. Μάλλον το δεύτερο, λεω εγώ.
  63. Ταχτατζής, ο σανιδάς, από τουρκ. tahtacι.
  64. Τερετζής, αυτός που πουλάει κάρδαμο, από τουρκ. tereci.
  65. Τζαμτζής, ο τζαμάς ή ο υαλοπώλης. Από τουρκ. camcι.
  66. Τουτουντζής, ο καπνάς, κατά λέξη (μπορεί να σημαίνει είτε καπνοπώλης είτε καπνοπαραγωγός), από τουρκ. tütüncü.
  67. Τσεσμετζής, ο κρηνοποιός, από τουρκ. çeşme.
  68. Τσορμπατζής και τζορμπατζής, ο χριστιανός πρόκριτος επί τουρκοκρατίας, ο προύχοντας. Από τουρκ. çorbacι, που είχε αρχική σημασία «αυτός που φτιάχνει σούπα» (τσορβά, άλλωστε) αλλά σταδιακά πήρε στα τουρκικά άλλες σημασίες όπως ο συνταγματάρχης των γενιτσάρων.
  69. Τσοχατζής, ο έμπορος ή κατασκευαστής τσόχας, από τουρκ. çuhacι.
  70. Φουρουντζής, ο φούρναρης, από τουρκ. fιrιncι.
  71. Φουτσιτζής, ο βαρελάς, από τουρκ. fιçιcι.
  72. Χαβατζής. Στα σημερινά τουρκικά havacι είναι ο πιλότος, ο αεροπόρος, διότι hava όπως ξέρουμε είναι ο αέρας. Αλλά δεν μπορεί να προέρχεται από εκεί το επώνυμο. Όμως στο λεξικό βρίσκω ότι ο havacι ήταν, στο αγώνισμα της τοξοβολίας, ο κριτής που έλεγχε πού έπεφταν τα βέλη!
  73. Χαλβατζής. Ο χαλβατζής βέβαια, από τουρκ. halvacι / helvacι.
  74. Χαλιτζής, Χαλιτζόγλου, Χαλιτζιόγλου. Ο ταπητέμπορος ή ταπητουργός, ο χαλάς, από τουρκ. halιcι.
  75. Χαμαμτζής, ο λουτράρης, από τουρκ. hamamcι.

Posted in τούρκικα, Επώνυμα, Επαγγέλματα, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , | 295 Σχόλια »

Μεζεδάκια με μάσκα

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2020

Με μάσκα, διότι ένα θέμα που απασχόλησε την επικαιρότητα αυτές τις μέρες ήταν τι θα γίνει στη νέα σχολική χρονιά, που ξεκινάει στις 7 Σεπτεμβρίου κάτω από την κοβίντεια σπάθη, κι αν θα θεσπιστεί υποχρέωση να φορούν μάσκα οι μαθητές -και από ποια ηλικία.

Ένα δευτερο σχετικό ερώτημα ήταν το αν θα δίνονται (δωρεάν) μάσκες στους μαθητές -το σχετικό αίτημα διατυπώθηκε με ένταση απο την αντιπολίτευση και τα κοινωνικά μέσα και τελικά η κυβέρνηση ή τουλάχιστον ο υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε ότι μάσκες θα διανεμηθούν στους μαθητές, παρόλο που τις προηγούμενες μέρες αρκετοί υπερασπιστές της κυβέρνησης στα σόσιαλ λοιδορούσαν όσους ζητούσαν να μοιραστούν μάσκες -«σε λίγο θα μας ζητήσετε να σας μοιράζουν και σαπούνια» είπε κάποιος. Σωστή βρίσκω την απόφαση -εδώ που τα λέμε, θα ήταν άτοπο να μοιράζονται μάσκες δωρεάν στους βουλευτές και όχι στους μαθητές, όσο κι αν μαθητές έχουμε 1.200.000 ενώ βουλευτές 300.

* Kαι ξεκινάω με μια φωτογραφία που έστειλε φίλος του ιστολογίου, που την τράβηξε ο ίδιος στην Ευρυτανία «στην εξαιρετικά εντυπωσιακή και ταυτόχρονα επικίνδυνη διαδρομή απο Γέφυρα Επισκοπής προς Προυσσό στην περιοχή του Ασπρόπυργου»

Θα θυμάστε παλιότερα που είχαμε δει μια πινακίδα που απαγόρευε τα «ανεπήτηρα» ζώα. Εδώ το «ανεπιτήρητα» είναι σωστό, αλλά δυο πράγματα ξενίζουν. Αφενός, η αγγλική μετάφραση, γενικώς και ειδικώς ο όρος independent animals.

Και αφετέρου, τι είδους ζώα να είναι αυτά; Όχι προφανώς σκυλιά ή γατιά (pets). Να είναι παραγωγικά ζώα; Αιγοπρόβατα ας πούμε; Πράγματι, τα ανεπιτήρητα αιγοπρόβατα μπορεί να προκαλέσουν αγροζημίες. Αλλά αυτά δεν είναι independent, είναι unattended. Κι έπειτα, να ρίχνουν βράχια; Και η μικρή πινακίδα με το ελάφι προδιαθέτει για άγρια ζώα -αλλά γιατί δεν το έλεγε έτσι;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γκας Πορτοκάλος, Επιγραφές, Θηλυκό γένος, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Φωτογραφίες | Με ετικέτα: , , , , , | 168 Σχόλια »

Γιατί το λένε μπουγιουρντί;

Posted by sarant στο 13 Αυγούστου, 2020

Μια και το Ορούτς Ρεΐς εξακολουθεί να βρίσκεται στις παρυφές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ ή της περιοχής που θα μπορούσαμε να έχουμε ανακηρύξει ως ΑΟΖ, και εκτελεί ή απειλεί να εκτελέσει ή προσπαθεί να εκτελέσει σεισμογραφικές έρευνες στην περιοχή, σε ένδειξη αντιποίνων το ιστολόγιο θα εκτελέσει λεξικογραφικές έρευνες στην ελληνοτουρκική γλωσσική υφαλοκρηπίδα, κι έτσι σήμερα θα λεξιλογήσουμε για το μπουγιουρντί.

Το μπουγιουρντί είναι μια από τις πολλές λέξεις που μας έχει κληροδοτήσει η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας, λέξεις της οθωμανικής διοίκησης και καθημερινότητας, που μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έμειναν άνεργες αλλά προσέλαβαν καινούργιες σημασιες, συνήθως με δείνωση της σημασίας τους.

Έτσι, ο τσαούσης δεν είναι πια ο υπαξιωματικός (σε βαθμό αντίστοιχο με τον λοχία) αλλά κάποιος πεισματάρης και απαιτητικός άνθρωπος· το ασκέρι δεν είναι πια στρατιωτικό τμήμα αλλά δηλώνει όχλο ή συρφετό ή πολυμελή ομάδα ή οικογένεια π.χ. «μας κουβαλήθηκε ο κουμπάρος με το ασκέρι του», ενώ ο ντερβέναγας δεν είναι ο επικεφαλής του στρατιωτικού τμήματος που φυλάει τα στρατηγικά ορεινά περάσματα αλλά κάποιος που φέρεται αυταρχικά ή που απρόσκλητος παρεμβαίνει σε υποθέσεις μας που δεν τον αφορούν -«ντερβέναγα σε βάλαμε;» θα του πούμε τότε.

Αλλά ας έρθουμε στο μπουγιουρντί.

Η αρχική του λοιπόν σημασία είναι έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο αρχικός τύπος, στα μεσαιωνικά χρόνια, ήταν μπουγιουρουλντί, από το buyuruldu, που θα πει «διετάχθη», εννοείται «υφ’ ημών» και με το οποίο τελείωνε το κατεβατό της διαταγής.

Στην αρχη της λέξης βρίσκουμε το ρήμα buyurmak, διατάσσω, που έχει αόριστο buyurdum. Δεν ξέρω αν το ελληνικό πια μπουγιουρντί προέκυψε από το μπουγιουρουλντί με απλολογία ή αν παρήχθη από μεταγενέστερο απλούστερο τουρκικό τύπο (βρίσκω buyurtu) ή αν βγηκε από το τρίτο πρόσωπο του αορίστου του buyurmak, που είναι buyurdu σήμερα (αλλά δεν ξέρω πώς ήταν στην τότε γλώσσα) όμως δεν έχει και τόση σημασία. Πάντως, στα κείμενα της εποχής βρίσκουμε διάφορες παραλλαγές, όπως μπουγιουρτί, πουγιουρτί, μπουγιουρδί κτλ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, τούρκικα, Γλωσσικά συμπόσια, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Θεσσαλονίκη, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , | 131 Σχόλια »

Μας κάνουν χάζι οι σκυλο-Μοραΐται (ένα γράμμα του 1823)

Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2020

Μας ενδιαφέρουν πάντοτε τα δείγματα παλιότερων κειμένων, ιδίως όταν είναι γραμμένα σε γλώσσα που πλησιάζει την εκάστοτε δημώδη. Δημοσιεύω λοιπόν σήμερα μια επιστολή οπλαρχηγών της Ρούμελης που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον αλλά και κάποιο ενδιαφέρον στο περιεχόμενό της.

Η κατάσταση στη Στερεά Ελλάδα διέφερε πολύ από τον Μοριά: η Στερεά ήταν πολύ περισσότερο εκτεθειμένη στις τουρκικές επιθέσεις από τον Βορρά, ενώ οι καπετάνιοι της ήθελαν να κρατήσουν τα αρματολίκια τους -παρόλο που από το 1822 είχε αποφασιστεί η διάλυσή τους. Ο Βλαχογιάννης στα σχόλια που κάνει στα Ενθυμήματα του Κασομούλη εξηγεί αρκετά τις αντιφάσεις και τα διλήμματα με τα οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης.

Το καλοκαίρι του 1823 ο Μουσταή (Μουσταφά) πασάς της Σκόντρας, στρατιωτικός με μεγάλη αξία, κατεβαίνει για να υποτάξει τη Δυτική Στερεά και ν’ απειλήσει το Μεσολόγγι. Τελικά δεν θα τα καταφέρει, αλλά θα νικήσει τους Έλληνες στη μάχη της Καλιακούδας (28.8.1823). Ακόμα πιο σημαντική απώλεια ίσως είναι ότι στη -νικηφόρα για τους Έλληνες- αψιμαχία στο Κεφαλόβρυσο, μια βδομάδα νωρίτερα, σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης.

Η επιστολή που μας ενδιαφέρει έχει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1823 και γράφεται από τον Προυσό, υπογράφουν δε γνωστοί καπεταναίοι της Ρούμελης, ανάμεσά τους και ο Γ. Καραϊσκάκης. Ξέρουμε ότι ο Καραϊσκάκης ήταν πολύ άρρωστος την εποχή εκείνη και τελικά έφυγε για την Κεφαλονιά να αναρρώσει. Η επιστολή υπάρχει στον τόμο «Τα Σπετσιωτικά«, σελ. 403-4, που μπορείτε να τον βρείτε και ονλάιν, και έχει πλήθος έγγραφα του αγώνα που βρέθηκαν στο αρχείο του νησιού και εκδόθηκαν τον 19ο αιώνα.

Τολμώ να σκεφτώ πως ο Βλαχογιάννης δεν είχε υπόψη του την επιστολή, διότι στην επιμέλεια των Ενθυμημάτων του Κασομούλη (τόμ. 1, σελ. 346) γράφει ότι «τίποτε δεν ξέρουμε τι έκανε ο Καραϊσκάκης και πού έμενε από τέλη Αυγούστου [μάχη Καλιακούδας] ως τέλη Οχτώβρη [που εμφανίζεται στο Λαζαρέτο του Αργοστολιού]». Στην προηγούμενη σελίδα ο Κασομούλης αναφέρει πως ο Καραϊσκάκης ήταν ημιθανής και είχε προσκαλέσει τον Στορνάρη να συναντηθούν «εις την μονήν…» αφήνοντας κενό το όνομα. Ξέρουμε πως ήταν η μονή Προυσού, πληροφορία που υπάρχει πχ. στη βιογραφία του Καραϊσκάκη από τον Φωτιάδη.

Το γράμμα (μονοτονίζω αλλά, ετσι για αλλαγή, δεν αλλάζω την ορθογραφία)

Αδελφοί, Καπετάν Οδυσσέα και Καπ. Πανουργιά, σας χαιρετούμεν

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Παλιότερα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 114 Σχόλια »

Ένας απτάλης, πολλοί μπουνταλάδες

Posted by sarant στο 3 Ιουνίου, 2020

Το σημερινό μας σύντομο άρθρο αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, εξόφληση χρέους. Πριν από μερικές μέρες είχα δημοσιεύσει εδώ ένα άρθρο για δέκα λέξεις του Κασομούλη, ανάμεσα στις οποίες ήταν και ο όρος «φακίρ φουκαράς», που σήμαινε «ο λαουτζίκος, η φτωχολογιά».

Είχα βάλει και λινκ σε ένα παλιότερο άρθρο μας, με τίτλο «Ένας φακίρης, πολλοί φουκαράδες» όπου επισήμαινα ένα γλωσσικό παράδοξο: ότι οι λέξεις φακίρης και φουκαράς από ετυμολογική άποψη «ουσιαστικά είναι η ίδια λέξη», αφού «τον φακίρη τον πήραμε από τα τούρκικα (fakir, φτωχός αλλά και ασκητής), δάνειο από τα αραβικά (faqir). Και τον φουκαρά από τα τούρκικα τον πήραμε, από το fukara, δάνειο και αυτό από τα αραβικά (fuqara), που όμως είναι ο πληθυντικός του faqir! Δηλαδή στα αραβικά, το ουσιαστικό faqir (φτωχός) έχει πληθυντικό fuqara (οι φτωχοί)».

Σε εκείνο το παλιό άρθρο του 2012 σημείωνα:

Υπάρχει κι άλλη μια τουρκική λέξη που την έχουμε δανειστεί διπλά, στον ενικό και στον πληθυντικό, σαν τον φακίρη και τον φουκαρά, αλλά την αφήνω για μελλοντικό άρθρο και παρακαλείται ο Δύτης και οι λοιποί αραβοτουρκομαθείς να μην τη μαρτυρήσουν.

Ο φίλος μας ο Spiridione, λοιπόν, το πρόσεξε αυτό και έγραψε τις προάλλες: Δύτη μαρτύρα την, γιατί περάσανε 8 χρόνια και ακόμα περιμένουμε. Και του απάντησα «Να μην το μαρτυρήσει ο Δύτης και να γράψω κάτι την άλλη βδομάδα».

Το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή η άλλη βδομάδα ήρθε -και γράφω το σημερινό άρθρο, που δεν είναι και πολύ μεγάλο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Γλωσσικά δάνεια, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , | 146 Σχόλια »

Πώς ερώμιεψε το χωριό (διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη)

Posted by sarant στο 26 Ιανουαρίου, 2020

Κυριακή σήμερα, και για το σχεδόν καθιερωμένο λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, που τον μνημονέψαμε πρόσφατα δημοσιεύοντας μιαν επιστολή του σχετική με τη γλώσσα. Το σημερινό διήγημα δεν είναι άγνωστο στο Διαδίκτυο, αφού το είχα ανεβάσει και στον παλιό μου ιστότοπο, αλλά έχει την πρωτοτυπία ότι μπορείτε όχι μόνο να το διαβασετε παρά και να το ακούσετε -και μάλιστα από κάποια μάλλον απρόσμενη φωνή.

Μπορείτε επίσης να το διαβάσετε και στα αγγλικά, διότι -με αφορμή μια συζήτηση που είχαμε κάνει εδώ πριν από δέκα χρόνια- ο φίλος Νίκος Νικολάου το μετέφρασε στ’ αγγλικά και το δημοσίευσε στον ιστότοπό του. O Νικολάου επισημαίνει ότι το χωριό, που ήταν σχεδόν τουρκοχώρι και στο τέλος ρώμιεψε, είναι το Μόδι, το χωριό όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος ο Κονδυλάκης -και έγραψε το Όταν ήμουν δάσκαλος.

Αλλά ας δούμε πρώτα το διήγημα:

Πώς ερώμιεψε το χωριό

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Διηγήματα, Ισλάμ, Κρήτη, Λογοτεχνία, ζώα | Με ετικέτα: , , , , , | 160 Σχόλια »

Τουρκολεξιλογικά

Posted by sarant στο 4 Νοεμβρίου, 2019

Tο άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στην κυριακάτικη Αυγή στη μηνιαία στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία».

Για ένα τόσο εκτενές θέμα θα μπορούσε να γραφτεί άρθρο δεκαπλάσιας έκτασης, η εφημερίδα όμως έχει περιορισμούς χώρου. Στην εδώ αναδημοσίευση αντιστάθηκα στον πειρασμό να προσθέσω υλικό, επειδή μου φάνηκε πως θα κατάστρεφα την ισορροπία του κειμένου. Πρόσθεσα πάντως την εικόνα κι ένα λεξιλογικό λινκ -αλλά είμαι βέβαιος ότι στα σχόλιά σας θα αναφέρετε πολλά αξιόλογα προσθετέα.

Τουρκολεξιλογικά

Τον μήνα που μας πέρασε “η γείτων”, όπως συχνά αποκαλείται στον Τύπο η Τουρκία, βρέθηκε στο προσκήνιο της διεθνούς επικαιρότητας, οπότε δεν είναι περίεργο που θα της αφιερώσουμε το σημερινό μας άρθρο. Για τις κινήσεις όμως του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο πολύπλοκο παιχνίδι, άλλοτε σκάκι κι άλλοτε πόκερ, που παίζεται στη Συρία θα έχετε διαβάσει σε άλλες στήλες της Αυγής. Εμείς εδώ, ως γνωστόν, λεξιλογούμε.

Το εθνωνύμιο Τούρκοι είναι άγνωστης ετυμολογίας αν και φυσικά υπάρχουν πολλές εκδοχές για την προέλευσή του. Πιθανές αναφορές υπάρχουν σε ρωμαϊκές πηγές και πιο σίγουρες σε κινεζικές πηγές από τον 5ο αιώνα μ.Χ. Στα ελληνικά, ο αστρολόγος Πάλχος που έζησε μάλλον τον 5ο-6ο αιώνα είναι ο πρώτος που μνημονεύει τους Τούρκους στο έργο του, ενώ τον 6ο αι. υπάρχουν αρκετές αναφορές σε βυζαντινούς συγγραφείς και κυρίως στον ιστορικό Μένανδρο Προτέκτορα, που διηγείται αναλυτικά την πρώτη πρεσβεία Τούρκων (ήταν οι λεγόμενοι Γαλάζιοι Τούρκοι) προς τον Ιουστίνο Β’ και την επίσκεψη του Ζημάρχου στον χαγάνο των Τούρκων, που λεγόταν Σιζάβουλος. Χάρη στις επαφές αυτές εδραιώθηκε ο δρόμος του μεταξιού από την Κίνα στην Πόλη.

Στους επόμενους αιώνες οι Τούρκοι ήρθαν πιο κοντά στα μέρη μας και σιγά-σιγά άρχισαν να αποσπούν εδάφη από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αν και το 1453 η πάλαι ποτέ βασιλεύουσα ελάχιστα εδάφη έλεγχε πλέον, αυτή η χρονολογία έχει μείνει ως ορόσημο παρόλο που άλλα γεγονότα (όπως η μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 ή η άλωση του 1204) ίσως βάρυναν περισσότερο στην πλάστιγγα. Πάντως, η περίοδος που επικράτησε να λέγεται Τουρκοκρατία και που διάρκεσε, συμβολικά, τετρακόσια χρόνια (αμφιβάλλω αν υπήρξε κάποια περιοχή της σημερινής Ελλάδας που να έμεινε ακριβώς ή περίπου 400 χρόνια υπό τουρκικό έλεγχο) θεωρούμε ότι άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα -και συνήθως όλα τα στραβά κι ανάποδα της σημερινής Ελλάδας τα χρεώνουμε σ’ αυτήν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια, Μικρά Ασία, Τουρκία, Φρασεολογικά, Χρώματα | Με ετικέτα: , , , , | 180 Σχόλια »