Εντάξει, κάπως βαρύγδουπος ο τίτλος, σκέφτηκα όμως αυτό το άρθρο για να συνδυάσω δυο αγάπες του ιστολογίου. Από τη μια τη Φρασεολογία, στην οποία έχω αφιερώσει πολλά άρθρα (και το βιβλίο μου Λόγια του αέρα) και από την άλλη τον αγαπημένο μου Ζορζ Μπρασένς, που συχνά έχω βάλει τραγούδια του -κάποτε μάλιστα αφιέρωσα και άρθρα σε αυτά (εδώ η σχετική ετικέτα).
Ο συνδυασμός είναι απλός: Θα βάλω γαλλικές ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται σε τραγούδια του Μπρασένς και θα πω δυο λόγια για την κάθε ιδιωματική έκφραση.
Φυσικά, εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος. Τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν στις δεκαετίες 1950-1970, έχουν δηλαδή περάσει 50-70 χρόνια από τότε, οπότε αυτές οι εκφράσεις μπορεί να είναι (και μερικές σίγουρα είναι) παλιωμένες, όπως παλιωμένες θα είναι και οι εκφράσεις που θα συναντήσει όποιος διαβάζει όχι Παπαδιαμάντη αλλά ακόμα και το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή (το αναφέρω επειδή είναι γεμάτο από τέτοιες εκφράσεις).
Με αυτό το δυσκλαίμηρο κατά νου, ξεκινάμε.
Στο τραγούδι Le pornographe, ακούμε τον Μπρασένς να λέει (κάπου στο 0.50):
En m’retrouvant seul sous mon toit
Dans ma psyché j’me montre au doigt
Et m’crie: » Va t’faire, homme incorrec’
Voir par les Grecs »
Η έκφραση είναι aller se faire voir par les Grecs, συνήθως στην προστακτική, va te faire voir par les Grecs (ή… chez les Grecs) και είπα να ξεκινήσουμε από αυτήν για λόγους, ας πούμε, εθνικής υπερηφανείας. Είναι έκφραση βίαιης αποπομπής, κάτι ανάμεσα στο «πήγαινε στο διάολο» και στο «άντε γαμήσου», και δη από τους Έλληνες, υπαινιγμός στην παιδεραστική φήμη των αρχαίων ημών προγόνων.
H έκφραση υπάρχει και χωρίς το par les Grecs, σκέτο Va te faire voir. Υπάρχει και «εξευγενισμένη» μορφή της, Aller se faire considérer par les Hellènes. Σε συλλογή γαλλικών εκφράσεων του 2009 υπάρχει η σημείωση: L’expression aller se faire voir chez les Grecs ne sert guère à l’amitié franco-hellène. (Η έκφραση δεν εξυπηρετεί καθόλου την ελληνογαλλική φιλία).
2. Στο τραγούδι Une jolie fleur ακούμε μια στροφή που σήμερα μπορεί και να τη λέγαμε σεξιστική (στο 1.20 περίπου):
Σήμερα έχουμε 23 του μηνός και αν γράψουμε την ημερομηνία ολογράφως χωρίς διαχωριστικά βλέπουμε ότι είναι 23022023, υπάρχει δηλαδή μια συμμετρία γύρω από τα δύο 23άρια. Κι έτσι, διάλεξα τη σημερινή μέρα για να την αφιερώσω στον αριθμό 23 -άλλωστε σας είχα θέσει ερώτημα, αν το άρθρο του 23 έπρεπε να το βάλουμε σήμερα ή στις 23 Μαρτίου, και οι περισσότεροι είχατε προτιμήσει τη σημερινή μέρα.
Ξεκινάμε λοιπόν με τον αριθμό 23, ο οποίος είναι πρώτος αριθμός, δεν έχει άλλο διαιρέτη εκτός από τον εαυτό του και τον 1. Προηγούμενος πρώτος είναι ο 19, επόμενος είναι ο 29. Στη Βικιπαίδεια θα βρείτε κι άλλες ιδιότητες του αριθμού 23 αλλά δεν τις βρίσκω αξιομνημόνευτες.
Στη χημεία, ο 23 είναι ο ατομικός αριθμός του βαναδίου, που ονομάστηκε έτσι από τη σκανδιναβική θεότητα Vanadis, χοντρικά αντίστοιχη με την Αφροδίτη. Στη φυσική, ο 23 εμφανίζεται στη σταθερά του Αβογκάντρο, που είναι 6,022 x 10^23 (εκθέτης δηλαδή). Επίσης, τα κύτταρά μας έχουν 23 ζευγάρια χρωμοσωμάτων -το 23ο ζευγάρι είναι αυτό που καθορίζει το φύλο, στις γυναίκες είναι ΧΧ και στους άντρες ΧΥ.
Πριν από ένα μήνα και κάτι είχαμε βάλει ένα άρθρο για τα χάπια, που έτυχε να το κοιτάξω ξανά χτες, διότι ήθελα να το στείλω σε έναν φίλο στο Φέισμπουκ που με ρώτησε κάτι σχετικό. Και καθώς κοίταζα τα σχόλια του άρθρου εκείνου, είδα ότι είχαμε αναφερθεί στον σπετσέρη, που είναι παλιά ονομασία του φαρμακοποιού, οπότε σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για ολόκληρη αυτή την οικογένεια λέξεων -ποια οικογένεια; Θα δείτε.
Ο σπετσιέρης ή σπετσέρης είναι μια από τις 366 λέξεις που έχω στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται. Πράγματι χάνεται, διότι τα λεξικά δεν την έχουν και επιβιώνει μόνο ως επίθετο -βρίσκω μάλιστα πως οι δυο τύποι, Σπετσέρης και Σπετσιέρης, επιχωριάζουν στον Αστακό και στο Αργοστόλι. Υπήρχε κι ο παλιός ποδοσφαιριστής Τάκης Σπετσέρης, στυλοβάτης της Προοδευτικής πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια.
Σπετσέρης είναι ο φαρμακοποιός, και σπετσαρία ή σπετσερία το φαρμακείο. Δάνειο από τα ενετικά (spezier). Η υποκατάσταση του σπετσέρη από τον φαρμακοποιό θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα των λογίων της καθαρεύουσας μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ωστόσο η παλιά λέξη έχει αφήσει ίχνη.
Πέρα από τις αναφορές στη λογοτεχνία, έχουμε το γνωστό αδέσποτο ρεμπέτικο Καλέ μάνα δεν μπορώ, όπου η άρρωστη κόρη ζητάει «το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι». Το έχει περάσει σε δίσκο ο Μάρκος Βαμβακάρης στο όνομά του, αλλά ολοφάνερα είναι αδέσποτο και κατά πάσα πιθανότητα βασίζεται σε δημοτικό άσμα.
Αυτό το μοτίβο με τον γιατρό και τον σπετσιέρη σαν δίδυμο είναι αρκετά κοινό. Σε ένα άλλο ρεμπέτικο, στο Βασανάκι του Χατζηχρήστου, το βρίσκουμε κάπως τροποποιημένο: «Το γιατρό και τον σπετσέρη δεν ζητώ, μανάκι μου· πάρε με στην αγκαλιά σου, βασανάκι μου».
Αλλά και σε ένα παλιό χρονογράφημα βρίσκω σε ταβέρνα να συμβουλεύουν κάποιον να κατεβάσει ένα κατοσταράκι και να μην έχει ανάγκη ούτε γιατρό ούτε σπετσέρη.
Θα κάνουμε σήμερα μιαν εξαίρεση στις συνήθειες του ιστολογίου, που θέλουν την Κυριακή να δημοσιεύουμε λογοτεχνική ύλη. Θα αναδημοσιεύσω ένα άρθρο, όχι λογοτεχνία λοιπόν, όμως από λογοτεχνικό περιοδικό, από την Επιθεώρηση Τέχνης, το θρυλικό αριστερό λογοτεχνικό και γενικότερα πολιτιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1954 έως το 1967.
Ο λόγος για αυτή την έκτακτη, ας πούμε, δημοσίευση είναι ότι προχτές γιόρτασε τα 78α γενέθλιά του ο Διονύσης Σαββόπουλος, και με την ευκαιρία αυτή ο ηλεφίλος Κωστής Δήμος θυμήθηκε, στη σελίδα του στο Φέισμπουκ, ένα άρθρο του Γιάννη Καλιόρη στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1965, όπου παρουσιάζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε ήδη κυκλοφορήσει κάποια σαρανταπεντάρια (με δύο ή με τέσσερα τραγούδια το καθένα) αλλά όχι ακόμα μεγάλο δίσκο.
Δανείστηκα το κείμενο από τον Κ. Δήμο, κάνοντας αντιπαραβολή με το πρωτότυπο που έχω στο αρχείο μου. Για εικονογράφηση, επειδή το άρθρο δεν είχε φωτογραφίες ή άλλες εικόνες, πήρα το εξώφυλλο και το σημείωμα από ένα extended 45άρι του Σαββόπουλου.
Μια και το άρθρο είναι εκτενές, δεν θα πω άλλα, μόνο θα επισημάνω κάτι αξιοπερίεργο. Το τεύχος στο οποίο δημοσιεύτηκε το άρθρο για τον Σαββόπουλο (μαζί με πλουσιότατη λογοτεχνική ύλη: τις Τρεις άδειες καρέκλες του Σκαρίμπα, 33 ποιήματα του Ρίτσου, άρθρο του Καζαντζάκη για τη Θεία Κωμωδία, πεζογράφημα του Β. Βασιλικού κτλ.) είχε χρονολογική ένδειξη Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1965 (άρα ήταν διπλό), αλλά αριθμό τεύχους 130-132, που θα ταίριαζε σε τριπλό τεύχος. Το λαθάκι έμεινε, κι έτσι το επόμενο τεύχος, του Ιανουαρίου 1966, είχε αριθμό 133.
Το άρθρο του Γιάννη Καλιόρη (διατηρείται η ορθογραφία αλλά με μονοτονικό):
Ένας τραγουδιστής
Μια σύμπτωση οδήγησε κάποιο βράδυ τα βήματά μας στο σπίτι ενός νέου τραγουδιστή — του Διονύση Σαββόπουλου. Είναι ένας νέος εικοσιενός περίπου έτους, ο οποίος σαν τους παλιούς εκείνους «ραψωδούς», τους περιπλανώμενους τροβαδούρους του Μεσαίωνα —που εκφράζονταν μέσα απ’ όλα τα στοιχεία του τραγουδιού πριν το τελευταίο καταμεριστεί σέ «τομείς»—, γράφει τους στίχους και τη μουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας με την κιθάρα του.
Μας τραγούδησε αρκετά απ’ τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη, μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για ν’ αποδόσει αυτήν ακριβώς τήν «ειδοποιό» αίσθησή τους.
«Φύγαμε από το σπίτι του Σαββόπουλου με το κεφάλι γεμάτο μελωδίες, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό που ανελέητα είχε γαντζωθεί πάνω μας».
Ε, λοιπόν όχι, όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ-μοτίβ, απ’ αυτά που τ’ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι «μελωδικά», δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας «μαγνητικά» σημεία αποτυπώνονται εύκολα –ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση, το έξωτερικά «τακτοποιημένο» βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δε μας «αρέσουν» γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις, δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες.
Τα τραγούδια αυτού του είδους, είναι αδύνατο να τα οικειωθούμε σε κάποιο βάθος, με την πρώτη ακρόαση, ή με ακροάσεις ασυνειδητοποίητης προσοχής —αντιστέκονται με πείσμα σε μια τέτοια προσπέλαση. Αλλά όσες φορές τ’ ακούμε με ζωντανή προσοχή, τόσο και εξιχνιάζουμε τις αφανείς τους δυνατότητες, κι ανασύρουμε από μέσα τους τον κρυμμένο πλούτο.
Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου, είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα, ή το όχημα έστω, για ν’ αναδειχτεί η μουσική· ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ’ αυτήν, ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα απ’ τα δυο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητά του με το άλλο. Μ’ αυτόν τον τρόπο η σύλληψη του νοήματος ή ενός μηνύματος άν θέλουμε, είναι ταυτόχρονα «εννοιολογική» και μουσική. Έτσι το λεπτόσαρκο μέλος, δέν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο, λ.χ. σε διασκευή για σκέτη ορχήστρα, γιατί δεν έχει εκείνη την πληθωρικότητα, που θα του επέτρεπε να αναλυθεί και να ανασυσταθεί εμπλουτισμένο, μέσα στην ενορχήστρωση ή την πολυφωνία —αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξ αρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία.
Πέρ’ απ’ αυτά τα στοιχεία, που η παραπέρα ανάλυση και η αξιολόγησή τους ανήκει σ’ ένα μουσικολόγο, τα τραγούδια είναι τέτοια που η διαφάνειά τους, ή καλύτερα η ίδια τους η ζωή, εξαρτάται από τη δική μας προσπάθεια, ν’ αυτενεργήσουμε πάνω τους —όχι μόνο δέν μάς μουδιάζουν, δέν μας αποκαρώνουν με μελωδικές φαντασμαγορίες κ’ εύκολες συγκινήσεις, αλλά προϋποθέτουν και προκαλούν την ενεργό συμμετοχή μας, τη δική μας πρωτοβουλία. Και κάτι περισσότερο —προϋποθέτουν μιαν αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας που μόνο μέσα της μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί και να γονιμοποιηθεί ο πλούτος τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε, πως τα τραγούδια του Σαββόπουλου εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα, στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές, για να μας εκσφενδονίσουν κάποιες πολύτιμες αισθήσεις και βιώματα ανεκτίμητα, που τα εξευτελίσαμε ή τά «διασκευάσαμε» ξεγελώντας τους εαυτούς μας — φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε.
Λέξεις με τραχειά αφή, με «άηθες ήθος», μπολιάζονται μέσα τους, κομίζοντα όχι τη γυμνή χυδαιότητα, ή την ακαλαισθησία τους, αλλά το θάνατο μιας ήδη τραυματισμένης απ’ τη βαναυσότητα των ανθρώπινων σχέσεων λυρικής αίσθησης, την ασεβή σπίλωση κάποιας παρθενικής συνείδησης του κόσμου. Λέξεις όπως «νταρντάνα», «σωματική ανάγκη», «νταβατζής», «βλαστημάει», έρχονται απροσδόκητα, κοφτά, ν’ αντιπαραταχθούν σαρκαστικά για να υπενθυμίσουν τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας και την ασάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις Οξύ, τα πρώτα βιβλία μιας νέας σειράς που έχει τον εύγλωττο τίτλο 33 1/3. Εύγλωττο, διότι καθένα από τα μικρού σχήματος τομίδια της σειράς, με έκταση γύρω στα 10 τυπογραφικά, είναι αφιερωμένο σε έναν σημαντικό δίσκο των 33 στροφών -μεγάλο δίσκο όπως τους λέγαμε τότε. Τα περισσότερα βιβλία της πρώτης αυτής φουρνιάς είναι μεταφρασμένα, αφιερωμένα σε ξένους δίσκους, όμως έχουμε και δύο πρωτότυπα, για ελληνικούς δίσκους.
Σειρά έχει σήμερα το δεύτερο, το βιβλίο του φίλου Χριστόφορου Κάσδαγλη για το Βρώμικο ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου.
Οι δυο δίσκοι έχουν κοινή ηλικία, αφου κυκλοφόρησαν και οι δυο στα τέλη του 1972, άρα συμπληρώνουν μισόν αιώνα ζωής. Ασφαλώς συγκαταλέγονται και οι δύο στους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής μουσικής -στον κατάλογο του Διφώνου για τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους του 20ού αιώνα, που είχαμε παρουσιάσει παλιότερα εδώ, ο Μεγάλος ερωτικός κατατάσσεται δεύτερος ενώ το Βρώμικο ψωμί στη 10η θέση.
Όμως, ανεξάρτητα από την αξία τους, νομίζω ότι ο δίσκος του Σαββόπουλου είχε περισσότερους φανατικούς ακροατές, έφηβους που έλιωσαν το βινύλιο ή την κασέτα παίζοντάς τα αδιάκοπα, δέκα, είκοσι, πενήντα φορές συνέχεια, με την επιμονή και τη λατρεία που μόνο ένα κορίτσι ή ένα αγόρι δεκατέσσερα χρονώ μπορεί να έχει.
Ένα τέτοιο αγόρι δεκατέσσερα χρονώ υπήρξε και ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, «δεκατεσσάρων με φωνή βραχνή» όπως τιτλοφορεί το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Γράφει:
Η αλληλουχία της μύησης είχε ως εξής: πρώτα ανακαλύψαμε το Περιβολι του τρελλού με το πολύχρωμο ψυχεδελικό εξώφυλλο, υποθέτω λίγο μετά την κυκλοφορία του LP, κάπου στα δεκατρία. Αμέσως μετά το Φορτηγό, και λίγο αργότερα ο Μπάλλος. Αυτό το «λίγο αργότερα» είναι λόγια τωρινά, αντιπροσωπεύουν την τρέχουσα αντίληψή μου για τον χρόνο. Αλλά έχω αποκρυσταλλωμένη την πεποίθηση ότι οι λίγοι μήνες που μεσολαβούσαν τότε μεταξύ των δύο σταδίων της μύησης ήταν ισοδύναμοι με σημερινά χρόνια.
Στα δεκατέσσερά μου οι φίλοι μου κι εγώ είμαστε ήδη ακραιφνείς σαββοπουλικοί. Ακούμε μέρα νύχτα Σαββόπουλο. Συζητάμε για τον Σαββόπουλο. Προσπαθούμε να τραγουδάμε Σαββόπουλο με φωνή βραχνή. Πώς μπορείς να τραγουδήσεις στα δεκατέσσερα με φωνή βραχνή; Μπορείς.
Δημιουργούμε μυστικούς κώδικες με τα λόγια, που τα ξέρουμε απέξω αν και σε μερικές περιπτώσεις μάς διαφεύγουν φράσεις -αφορμή για ατελεύτητες συζητήσεις και διαφωνίες. Είμαστε σε θέση να παραθέσουμε τους τίτλους των τραγουδιών με τη σειρά τους στον δίσκο, κατά τον ίδιο τρόπο που εκφωνούμε τη βασική ενδεκάδα της ομάδας. Οικονομόπουλος, Βλάχος, Αθανασόπουλος, Καψής, Σούρπης, Δημητρίου, Ελευθεράκης, Δομάζος, Κουβάς, Αντωνιάδης, Φυλακούρης. Προπονητής, Φέρεντς Πούσκας. Έχουμε απομνημονευσει κάθε λέξη που αναφέρεται στα οπισθόφυλλα, τα ονόματα των μουσικών και του ηχολήπτη, τα credits, έστω και αν εντέλει αποδείχτηκαν ελλιπή.
Σήμερα γίνεται η κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας, 11 μέρες μετά τον θάνατό της. Προηγουμένως, η σορός της είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πρώτα στο Εδιμβούργο και μετά στο Λονδίνο, στο Γουεστμίνστερ, ενώ σήμερα θα ταφεί στο παλάτι Ουίνδσορ.
Κατά σύμπτωση, τον θάνατο της Ελισάβετ ακολούθησαν αλυσιδωτά τρεις ακόμα απώλειες εγχώριων προσωπικοτήτων, γνωστών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, του Δημήτρη Παντερμαλή, του Κώστα Καζάκου και της Ειρήνης Παπά -συνομήλικης της εστεμμένης.
Είχαμε λοιπόν πολλές κηδείες αυτές τις μέρες. Το θέμα δεν είναι ευχάριστο, κι έτσι ίσως εξηγείται ότι ενώ επί δεκατρία χρόνια έχουμε γράψει αποχαιρετιστήρια άρθρα για όχι λίγες προσωπικότητες που έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο, για τη λέξη «κηδεία» δεν έχουμε δημοσιεύσει άρθρο.
Να διορθώσουμε λοιπόν αυτή την παράλειψη με το σημερινό άρθρο.
Η κηδεία είναι λέξη αρχαία, αλλά η σημασία της έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. Προέρχεται από το ρήμα κηδεύω, το οποίο, με τη σειρά του, ανάγεται στο κήδω-κήδομαι.
Το ενεργητικο ρήμα κήδω σήμαινε «χτυπάω, βλάπτω». Ας πούμε στο Ε της Ιλιάδας (στ. 404) λένε για τον Διομήδη ότι «τόξοισιν έκηδε θεούς», δηλ. τραυμάτιζε με τα βέλη του τους θεούς. Αλλά το μέσο κήδομαι, απεναντίας, σήμαινε «φροντίζω κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον». Από εκεί άλλωστε είναι και ο κηδεμών, κηδεμόνας σήμερα, που ανάμεσα στις σημασίες του είχε και τη σημερινή.
Το ρήμα «κηδεύω», από το «κήδω» με παραγωγικό τέρμα «-εύω» είχε επίσης αρχική σημασία «φροντίζω, μεριμνώ», αλλά στη συνέχεια πήρε τη σημασια «νυμφεύομαι» (παντρεύομαι, αλλά για άντρα), συμπεθεριάζω. Στον Προμηθέα Δεσμώτη, υπάρχει ο γνωμικός στίχος (890): ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ, που ο Γρυπάρης τον μεταφράζει «πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς μ’ όμοιους του να συμπεθεριάζει».
Παρομοίως, η αρχική σημασία της λέξης «κηδεία» είναι η συγγένεια από γάμο, η συγγένεια εξ αγχιστείας που λέμε σήμερα. Ο Αριστοτέλης, ας πούμε, λέει στα Πολιτικά για συγγενείς «ή προς αίματος ή κατά … κηδείαν», ενώ πιο κάτω, όταν γράφει » κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις» εννοεί συμπεθεριά, παντρειές -όχι βεβαια κηδείες με τη σημερινή σημασία!
Ωστόσο, ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια εμφανίζεται η σημερινή σημασία, «τελετή της ταφής» για την κηδεία ενώ το ρήμα «κηδεύω» είχε πάρει (και) τη σημασία «τελώ την ταφή» ήδη από την κλασική εποχή. Ας πούμε, στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή εμφανίζεται η Ηλέκτρα να θρηνεί τον Ορέστη (που υποτίθεται ότι είχε σκοτωθεί στα ξένα και μόνο τις στάχτες του έφεραν στην πατρίδα) και να του λέει «εν ξένησι χερσί κηδευθείς τάλας» (στ. 1141), από ξενα χέρια κηδεύτηκες κακόμοιρε.
Φαίνεται παράξενο, που συνυπήρχαν για ένα διάστημα στην ίδια λέξη δυο σημασίες που φαίνονται διαμετρικά αντίθετες, ο γάμος και η κηδεία, αλλά το κοινό στοιχείο είναι η φροντίδα που χρειάζεται για την τελετή. Αν είχε δηλαδή διατηρηθεί αυτή η συνύπαρξη των σημασιών, η γνωστή αγγλική κωμωδία θα μπορούσε να αποδοθεί «Τέσσερις κηδείες και μια κηδεία», αλλά βέβαια υπερβάλλω διότι η αρχαία κηδεία δεν ήταν η γαμήλια τελετή αλλά το συμπεθεριό.
Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις Οξύ, τα πρώτα βιβλία μιας νέας σειράς που έχει τον εύγλωττο τίτλο 33 1/3. Εύγλωττο, διότι καθένα από τα μικρού σχήματος τομίδια της σειράς, με έκταση γύρω στα 10 τυπογραφικά, είναι αφιερωμένο σε έναν σημαντικό δίσκο των 33 στροφών -μεγάλο δίσκο όπως τους λέγαμε τότε. Τα περισσότερα βιβλία της πρώτης αυτής φουρνιάς είναι μεταφρασμένα, αφιερωμένα σε ξένους δίσκους, όμως έχουμε και δύο πρωτότυπα, για ελληνικούς δίσκους, το ένα από τα οποία θα παρουσιάσω σήμερα. Για το άλλο, που είναι το βιβλίο του φίλου Χριστόφορου Κάσδαγλη για το Βρώμικο ψωμί του Σαββόπουλου, επιφυλάσσομαι.
Προτίμησα να ξεκινήσω παρουσιάζοντας το βιβλίο του φίλου Αλέξη Βάκη για τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, επειδή σε αυτό το βιβλίο έχω βάλει κι εγώ το χεράκι μου, μ’ ένα μικρό σημείωμα που θα το παραθέσω πιο κάτω, σχετικά με το τραγούδι Κέλομαί σε Γογγύλα.
Ο Βάκης στην εισαγωγή του λέει ότι το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη και ο Μεγάλος Ερωτικός του Μάνου Χατζιδάκι είναι οι δυο δίσκοι που θα διάλεγε κανείς να πάρει μαζί του αν έμπαινε το παροιμιώδες ερώτημα της καταστροφής του κόσμου ή της εξορίας σε έρημο νησί. Και πράγματι, πολύ συχνά αυτοί οι δυο δίσκοι βρίσκονται στις πρώτες θέσεις διάφορων αξιολογήσεων -ας πούμε, στους 100 ελληνικούς δίσκους του 20ού αιώνα του περιοδικού Δίφωνο, που είχαμε πρόσφατα παρουσιάσει και εδώ. Αλλά νομίζω πως είναι γενικώς αποδεκτό ότι πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό ελληνικό δίσκο.
Το βιβλίο του Αλέξη Βάκη είναι διαρθρωμένο σε 11 κεφάλαια συν τα προλογικά και επιλογικά. Η ιδέα του Μεγάλου Ερωτικού γεννήθηκε ενώ ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική. Κι έτσι το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί μια πολύ χρήσιμη υπενθύμιση της περιόδου αυτής στη ζωή του Χατζιδάκι, που διάρκεσε σχεδόν έξι χρόνια. Πήγε στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1966, μαζί με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, για να προετοιμάσουν το ανέβασμα της παράστασης Ilya Darling, όπου ο Μ.Χ. έγραφε τη μουσική. Επειδή όμως ανέκυψε μια οικονομική διαφορά με την Εφορία, ο συνθέτης έμεινε στη Νέα Υόρκη μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα.
Εκεί γνώρισε τη Φλέρυ Νταντωνάκη, που εμφανιζόταν σε μια παράσταση μιούζικαλ αφιερωμένη στον Ζακ Μπρελ, και εκεί είχε την ιδέα για τον Μεγάλο Ερωτικό, ο οποίος ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1972, δυο μήνες μετά την επιστροφή του Χατζιδάκι στην Ελλάδα, άρα είναι έργο της «αμερικανικής» περιόδου.
Διαβάζω στο βιβλίο του Βάκη ότι το έναυσμα για να γραφτεί όλο το έργο ήταν το ποίημα «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας. Η Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) ήταν η μητέρα του εξαιρετικού ηθοποιού Γιώργου Παππά, που δεν είναι πολύ γνωστός σήμερα διότι έπαιζε κυρίως στο θέατρο. Ο Παππάς, στενός φίλος του Χατζιδάκι, πέθανε νέος, 55 χρονών, το 1958. Αργότερα η Μυρτιώτισσα, άρρωστη στο νοσοκομείο, έστειλε στον Χατζιδάκι το ποίημα Σ’ αγαπώ, αφιερωμένο στον γιο της, για να το μελοποιήσει. Εκείνος αμέλησε να την επισκεφτεί και όταν, στην Αμερική πια, διάβασε τον θάνατό της (το 1968) στις ελληνικές εφημερίδες, αισθάνθηκε τύψεις για την αμέλεια και αποφάσισε να κάνει κάτι -και διάλεξε ποιήματα για τον έρωτα απ’ όλη την ιστορία της ελληνικής ποίησης, μαζί και το ποίημα της Μυρτιώτισσας.
Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν στα μέσα Μαΐου κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.
Tο διήγημα ανήκει στη σειρά «Καθ’ όναρ, καθ’ ύπαρ», που θα πει Στον ύπνο και στον ξύπνιο, όπως και άλλα διηγήματα του Τζι που έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο (το πιο πρόσφατο)
Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι και το σημερινό συνδέεται με τραγούδι, ήδη από τον τίτλο, αλλά και με μιαν ακόμα αγάπη του Τζι. Όχι τη θάλασσα, τις γάτες.
Κατ΄όναρ, καθ’ ύπαρ (5) Passing through
Αντί προλόγου
Στον ύπνο και στον ξύπνιο…
Ηταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, θυμήθηκα πως βγήκα απ’ τα όνειρά μου.
Τα όνειρα πια βαστάνε λίγο, ό,τι προλάβεις να ζήσεις μέσα σ’ αυτά.
Είχα ένα ραντεβού με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα.
Ηταν σαν ηθοποιός, έπαιζε όποιον ρόλο της ζητούσα, θυμήθηκα όλες τις καλές και τις κακές στιγμές σε όλο το ρεπερτόριό της.
Αρνήθηκε όμως να παίξει τον εαυτό της.
Είναι πολύ νωρίς, μου είπε, δεν γέρασα ακόμα…
Με πήρε ο ύπνος ξανά… περιμένοντας να γεράσει.
I saw Adam leave the garden with an apple in his hand I said «»Now that you’re out, what are you gonna do?»» He said «»Plant some crops and pray for rain, maybe raise a little Cain I’m an orphan now and I’m only passing through»»
Σε ένα τραγούδι του, ο αγαπημένος μου Ζορζ Μπρασένς υμνεί την Καρκασόν, την πανέμορφη πόλη της νότιας Γαλλίας, παρουσιάζοντάς την μάλιστα σαν έναν ανέφικτο ιδανικό προορισμό:
Τα λόγια, με πρόχειρη δική μου μετάφραση, που δεν προσπάθησα να την κάνω τραγουδιστή.
George Brassens – Carcassonne
«Je me fais vieux, j’ai soixante ans, Γερνάω, έγινα εξήντα χρονών
J’ai travaillé toute ma vie δούλεψα όλη τη ζωή μου
Sans avoir, durant tout ce temps, Δεν μπόρεσα τόσο καιρό
Pu satisfaire mon envie. να ικανοποιήσω την επιθυμία μου.
Je vois bien qu’il n’est ici-bas Το ξέρω πως σ’ αυτόν τον κόσμο
De bonheur complet pour personne. δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία για κανέναν
Mon vœu ne s’accomplira pas : Η ευχή μου δεν θα εκπληρωθεί:
Je n’ai jamais vu Carcassonne !» Δεν έχω δει την Καρκασόν!
«On dit qu’on y voit tous les jours, Λένε πως εκεί βλέπεις κάθε μέρα
Ni plus ni moins que les dimanches, αλλά και τις Κυριακές
Des gens s’en aller sur le cours, τον κόσμο να κάνει τη βόλτα του
En habits neufs, en robes blanches. με καινούργια ρούχα, άσπρα φορέματα
On dit qu’on y voit des châteaux Λένε πως έχει και πύργους
Grands comme ceux de Babylone, μεγάλους σαν της Βαβυλώνας
Un évêque et deux généraux ! Έναν δεσπότη και δυο στρατηγούς!
Je ne connais pas Carcassonne !» Δεν εχω πάει στην Καρκασόν!
«Le vicaire a cent fois raison : Χίλια δίκια έχει ο εφημέριος:
C’est des imprudents que nous sommes. Είμαστε πλάσματα επιπόλαια.
Il disait dans son oraison Το έλεγε στο κήρυγμά του,
Que l’ambition perd les hommes. πως η φιλοδοξία θα’ ναι ο χαμός μας.
Si je pouvais trouver pourtant Κι όμως αν μπορούσα να βρω
Deux jours sur la fin de l’automne… δυο μέρες στο τέλος του φθινόπωρου
Mon Dieu ! que je mourrais content Θεέ μου! Θα πέθαινα ευτυχισμένος
Après avoir vu Carcassonne !» αφού θα είχα δει την Καρκασόν!
«Mon Dieu ! mon Dieu ! pardonnez-moi Θεέ μου σου ζητώ συγγνώμη
Si ma prière vous offense ; αν σε προσβάλλει η προσευχή μου
On voit toujours plus haut que soi, Πάντα κοιτάμε πιο ψηλά απ’ το μπόι μας
En vieillesse comme en enfance. και οι γέροι, όχι μόνο τα παιδιά
Ma femme, avec mon fils Aignan, Η γυναίκα μου μαζί με τον γιο μου, τον Αινιάν,
A voyagé jusqu’à Narbonne ; ταξίδεψαν ως τη Ναρμπόν·
Mon filleul a vu Perpignan, ο αναδεξιμιός μου είδε το Περπινιάν,
Et je n’ai pas vu Carcassonne !» κι εγώ να μην έχω δει την Καρκασόν!
Ainsi chantait, près de Limoux, Έτσι τραγουδούσε, κοντά στο Λιμού,
Un paysan courbé par l’âge. ένας χωριάτης σκεβρωμένος απ’ τα χρόνια
Je lui dis : «Ami, levez-vous ; Του είπα: «Ελάτε, φίλε μου
Nous allons faire le voyage.» θα το κάνουμε το ταξίδι
Nous partîmes le lendemain ; Αναχωρήσαμε την άλλη μέρα
Mais (que le bon Dieu lui pardonne !) Μα (ο Θεός να τον συγχωρέσει!)
Il mourut à moitié chemin : Πέθανε στα μισά του δρόμου:
Il n’a jamais vu Carcassonne ! Δεν είδε ποτέ την Καρκασόν!
Αν κοιτάξετε στον χάρτη, το Λιμού (ή η Λιμού; ) απέχει κάπου 25 χιλιόμετρα από την Καρκασόν, οπότε γίνεται ακόμα πιο γκροτέσκο το τραγούδι. Πρέπει όμως να πούμε πως οι στίχοι δεν είναι του Μπρασένς αλλά του τραγουδοποιού Γκυστάβ Ναντό (Gustave Nadaud) που έδρασε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οπότε ίσως την εποχή εκείνη να ήταν πιο δύσκολες οι συγκοινωνίες. O Mπρασένς έχει μελοποιήσει κι αλλους στίχους του Ναντό.
Επίσης ο Ναντό ήταν από την Καρκασόν (ή τέλος πάντων από την περιοχή εκείνη) και μάλιστα ένας από τους δρόμους που οδηγεί στην ακρόπολη της Καρκασόν φέρει το όνομά του.
Σαν σήμερα πριν απο εννιά χρόνια, στις 23 Μαΐου 2013, έφυγε από τη ζωή, στα 79 του χρόνια ο τραγουδοποιός Ζορζ Μουστακί, ο μέτοικος.
Γεννημένος το 1934 στην Αλεξάνδρεια, από οικογένεια Κερκυραίων ρωμανιωτών Εβραίων που μιλούσαν ιταλικά και αραβικά, λεγόταν Τζουζέπε Μουστάκι ή Γιουσέφ Μουστάκι στο ληξιαρχείο ή Ζοζέφ Μουστακί στο γαλλικό σχολείο που πήγε στην Αλεξάνδρεια.
Στα 17 του χρόνια έρχεται στο Παρίσι, όπου το Ζο(ζέφ) Μουστακί πολλοί το εκλαμβάνουν ως Ζορζ, και τελικά το υιοθετεί και ο ίδιος για να τιμήσει τον μέντορά του, τον Ζορζ Μπρασένς.
Πέρα από δικά του τραγούδια, έγραψε και για άλλους, άλλοτε μουσική και άλλοτε στίχους, άλλοτε και τα δύο -ανάμεσά τους το Milord για την Εντίθ Πιαφ. Όμως το γνωστότερο τραγούδι του, αυτοαναφορικό, του 1969, είναι η μπαλάντα Le Métèque, Ο μέτοικος.
Όπως λένε οι δικοί του στίχοι στο πρωτότυπο:
Avec ma gueule de métèque, de juif errant, de pâtre grec et mes cheveux aux quatre vents
Avec mes yeux tout délavés qui me donnent l’air de rêver, (moi qui ne rêve plus souvent)
Mε τη φάτσα του μέτοικου, του περιπλανώμενου Ιουδαίου, του Έλληνα βοσκού, και τα μαλλιά μου στους τέσσερις ανέμους
Με τα μάτια μου τα ξεπλυμένα, που μου δίνουν ύφος ονειροπόλου (παρόλο που δεν ονειρεύομαι πια συχνά)…
Φυσικά, όταν μεταφέρθηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Χριστοδούλου, το 1971 (το είπε πρώτος ο Νταλάρας αν θυμάμαι καλά) οι στίχοι άλλαξαν τελείως, για να μπορούν να ταιριάξουν με τη μουσική -είναι μεγάλο βάσανο να μεταγλωττίζεις από γλώσσα με πολύ μικρότερες λέξεις και με δεσμευμένο τονισμό. Ωστόσο, μπορεί να πει κανείς ότι περιγράφουν τον δημιουργό τους:
Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό
Μονάχο μες τον ουρανό
Πήρα παιδί τους δρόμους
Περπάτησα όλη τη γη
Μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά
Και τη βροχή στους ώμους
Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πριν από δυο μήνες κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.
Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτά συνδέονται με τραγούδι, τούτη τη φορά ελληνικό, που μπαίνει σαν ιντερλούδιο μετά το πρώτο διήγημα. Τα διηγήματα αυτά τα αφιερώνουμε στη μνήμη του αξέχαστου φίλου μας Γιάννη Ιατρού, επειδή λίγο πριν από τον αδόκητο θάνατο του Γιάννη ο Τζι τού είχε ζητήσει τη βοήθεια για τη μορφοποίηση -και φυσικά ο Γιάννης είχε δώσει τη βοήθειά του, όπως με τόση γενναιοδωρία και αξιοσύνη έκανε πάντοτε.
1. Το στρείδι και το μαργαριτάρι
Περίεργα νερά αυτά της Μεσόγειος, αλλού σου μοιάζουν φιλικά, κι αλλού μόνο το χρώμα τους προειδοποιεί κινδύνους. Μεγαλωμένη στα ήρεμα νερά της Καλλονής η κοπελιά-λέγανε πως από αυτήν πήρε το όνομά του ο κόλπος- ανεβοκατέβαινε από τον αφρό στον πλούσιο σε όστρακα βυθό, μα δεν της έλαχε ποτέ μαργαριτάρι. Τόχε παράπονο. Μόνο ένα πιο μικρό από φακή, σε ακανόνιστο σχήμα σαν αχλάδι, στα τόσα χρόνια που έψαχνε.
– Θέλω το πιο σπάνιο μαργαριτάρι του κόσμου !
– Θα τόχεις. Κι’ από μένα, μπόνους, το πιο σκούρο.
Ηταν σαν προγαμιαία συμφωνία ό όρος που έθετε η κοπελιά στον νέο από την Μπαρμπαριά. Γεροδεμένος κι αθλητικός, με σκοτεινό το βλέμμα απ’ τις βουτιές για σφουγγάρια στα σκληρά νερά της Αφρικής, δούλεψε χρόνια σ’ ελληνικά καΐκια, έμαθε και την γλώσσα. Με το τέλος της δουλειάς ήρθε με το σφουγγαράδικο στα νησιά του Αιγαίου ψάχνοντας για νύφη. Δεν τόχε σε πολύ να αλλαξοπιστήσει, πίστευε πως αν η γυναίκα του ήταν καλύτερη από αυτόν και ο θεός της θα μπορούσε να είναι καλύτερος από τον δικό του. Η Καλλονή τον μάγεψε τόσο που αρκέστηκε στον λόγο της για την παρθενιά της- ήταν εκ των ουκ άνευ στην κουλτούρα του- αν και η κάπως προχωρημένη ηλικία της για γάμο προξενούσε απορίες αν κάποιος έβλεπε την ομορφιά της.
Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι το καλοκαίρι, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.
Σήμερα θα δούμε δυο διηγήματα που ανήκουν στη σειρά «Ιστορίες με αλάτι». Όπως λέει ο Τζι είναι «μικρές στιγμές από την ζωή κανονικών, καθημερινών ανθρώπων που δεν μπήκαν ποτέ στο κάδρο της επικαιρότητας. Κατά την γνώμη μου δικαιούνται κι αυτοί τα 15 λεπτά τους στη διασημότητα, όπως έλεγε ο Αντυ Γουόρχολ».
Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτά συνδέονται με τραγούδι, και συγκεκριμένα το Sapore di sale (Γεύση από αλάτι) του Τζίνο Πάολι. Το βάζω ανάμεσα στα δυο διηγήματα.
Το αλάτι, ο μπάρμπα-Αντρέας και οι αστακοί
Δεν του άρεσαν οι ρηχές παραλίες, εκεί που το κύμα σβήνει γλυκά στην αμμουδιά. Ηθελε βράχια χαμηλά νάναι το σύνορο ανάμεσα από την ξηρά και το υγρό στοιχείο και μόνο το παιχνιδιάρικο το κύμα να καταργεί το σύνορο με τις μικρές σταγόνες. Τότε, σαν οι σταγόνες βρίσκανε λακούβα πλατειά και χαμηλή, με τον καιρό και με τον ήλιο το αλάτι γίνονταν, πιο αλμυρό και γευστικό απ’ τα συνηθισμένα κι αλλιώτικα κρυσταλλωμένο. Το μάζευε πιτσιρικάς τα καλοκαίρια και τόγλειφε τις κρύες μέρες του χειμώνα, τότε που δεν περπάταγε στ’ αγαπημένα βράχια, τόχε πολύτιμο για να το χαραμίσει στο φαΐ.
Μεγάλος τώρα, με πίεση αρτηριακή και συμφραζόμενα δεν έβαζε αλάτι στο φαΐ του μα κάθε φορά που τόβρισκε ανάμεσα στα βράχια, μάζευε λίγο με τον δείκτη ή με τον δάκτυλο τον μέσο και τόγλειφε να θυμηθεί τη γεύση του. Ετσι και τώρα έβγαλε ένα κομματάκι…
Sapore di sale….
un gusto un po amaro di cose perdute
( μια γεύση από αλάτι…μια επίγευση λίγο πικρή για όσα χάθηκαν )
Σ’αυτά που χάθηκαν κι ο Μπαρμπαντρέας, ο ψαράς, Σμυρνιός την καταγωγή και πολλά μορφωμένος περί την ψαρική την τέχνη, ήρθε με την μικρασιατική καταστροφή και ρίζωσε στον τόπο. Εμενε λίγα σπίτια παραπέρα από το δικό του κι ήταν ο πρώτος που τον πήρε στην βάρκα του να τον μυήσει στης θάλασσας τα κόλπα, θάταν δεν θάταν έξη χρονών. Βαρκάκι εξάπηχο χωρίς μηχανή, μόνο λατίνι και κουπί είχεν ο Μπαρμπαντρέας και μ’ αυτό όργωνε τις ψαροτοπιές του κόλπου εκτελώντας τις παραγγελιές της γιαγιάς του :
«Τι θέλεις κυρά-Λένη ; Συναγρίδα θέλεις ή κάνα ροφό ; Μην πάλε πεθύμησες αστακό ; Πες μου εσύ τι θες κι αύριο θα τόχεις «.
Τα χρόνια του πενήντα, τα νερά ήσαντε ατρύγητα κι αν ήξερες μέρη κι εποχές πήγαινες για στείρες και ροφούς με τη συρτή ή για σαργούς και λεθρίνια με το παραγάδι ή και για χανόπερκες μεγάλες με την καθετή. Αυτό το ψάρεμα έκανε με τα πιτσιρίκια όποτε τάπαιρνε μαζί του, ήταν το πιο εύκολο και το πιο κοντινό. Πρώτα πλάνευε κανένα μικρό χταποδάκι μέσα στο λιμάνι, τόκοβε κομματάκια για δόλωμα και μετά έλαμνε μέχρι τον τόπο κι αμόλαγε τις καθετές. Σκληρό δόλωμα το χταπόδι, το τσιμπάγανε τα γύλια μα δεν έφευγε απ’ τ’ αγκίστρι μέχρι νάρθει η πέρκα ή ο χάνος με το μεγάλο στόμα και να το καταπιεί. Καμιά φορά πιανότανε και καμιά τσιπούρα μεγάλη κι ήθελε τέχνη να την βγάλεις επάνω με την λεπτή την μεσηνέζα και το μικρό τ’ αγκίστρι. Τον είχε δει να παλεύει κοντά μια ώρα με μια, ίσαμε δυο οκάδες πράμα, μέχρι να την σκάσει και να την βγάλει φούσκα στον αφρό απ’ όπου την εμάζεψε με την απόχη.
Σαν τέλειωνε το ψάρεμα, έβαζε τα ψάρια στο καλάθι και πέρναγε πρώτα απ’ την γιαγιά του να διαλέξει ποιά ήθελε και μετά πήγαινε στον μανάβη για πούλημα. Δεν ήταν μόνο η εκτίμηση που είχε στην γιαγιά του αλλά και η ανάγκη : άνυδρο το μέρος και τα πηγάδια γλυφά, μόνο όσοι είχανε στέρνα πίνανε γλυκό νερό και διατηρούσανε τις γλάστρες με τις ορτανσίες και τις μπιγκόνιες, το γλυφό νερό τις ξέραινε. Ο Μπαρμπαντρέας έστελνε τη γυναίκα του τη θειά Βιολέττα με τον κουβά όποτε είχε ανάγκη από γλυκό νερό κι η υποχρέωση ήταν μεγάλη. Η στέρνα ήταν στο υπόγειο του σπιτιού, βαθειά μέσα στο χώμα, μ’ ένα μικρό χέλι μέσα και πλάκες από μέταλλο για την υγεία του νερού. Δροσερό έβγαινε το βρόχινο νερό που μάζευαν τα κεραμίδια του σπιτιού κι ακούγονταν ήχοι απόκοσμοι από την ηχώ του χώρου, σαν χτύπαγε το χαρανί στα πέτρινα τοιχώματα κατά την διαδρομή του.
Σαν έφτασε η δεκαετία του εξήντα, τα βαρκάκια απόκτησαν μηχανή και οι ψαράδες πληθύνανε. Επιασε κι ο κόσμος λεφτά κι άρχισε να ζητάει ψάρι σαν πιο υγιεινή τροφή. Γέμισε ο τόπος δίκτυα και παράνομους «ευκόλου αλιείας» όπως λέγανε οι λιμενικοί όσους ψαρεύανε με δυναμίτη ή φλόμο. Ηρθε κι η τράτα κι έσκαψε το βυθό του κόλπου χαλνώντας προαιώνιες ψαροφωλιές και τόπους όπου γένναγαν τα καλαμάρια. Το ψάρι λιγόστεψε κι ο Μπαρμπαντρέας βάρυνε κι έβαλε συνεταίρο και γραμμάτια σε βάρκα μεγαλύτερη, με ντήζελ μηχανή. Ξανοίγονταν τώρα σε τόπους πιο μακρινούς γιατί στα κοντινά τα μέρη ήσαντε πολλά τα εργαλεία και το ψάρι λιγοστό. Τα μάτια δεν τον βοηθάγανε πολύ πιά, ούτε τ’ αφτιά του, άρχισε νάχει περισσότερη εμπιστοσύνη σε όνειρα κι οράματα παρά σ’ αυτά που έβλεπε μεσ’ στην θολούρα του καταρράκτη του ή άκουγε στο βουητό των αφτιών του.
Ενα πρωΐ σαν ξύπνησε, νωπή είχε ακόμα την μνήμη απ’ τ΄όραμά του, μια μαυροντυμένη άγια γυναίκα τούπε να ρίξει τα δίχτυα του στα βαθειά νερά, σε μέρος πούχε βούρκο. Ο Μπαρμπαντρέας ήτανε σίγουρος πως η Αγία Παρασκευή είχε έρθει στ’ όνειρό του. Ο συνεταίρος του ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε, θα πάει χαμένη η μέρα κι ο κόπος, έλεγε. Ιδρωσε να τον πείσει ο Μπαρμπαντρέας αν κι αυτός ήξερε πως στον βούρκο ψάρι δεν πολυπερπατάει αλλά είχε εμπιστοσύνη στ’ όνειρο. Βαρειά ερχόντουσαν τα δίκτυα και τα συνεταιράκια απορούσαν τι ψάρια νάχανε πιάσει στην βουρκάδα, μέχρι να τα βγάλουν στην επιφάνεια. Ούτε στα πιο τρελλά ονειρά τους δεν τόχαν φανταστεί ! Καμμιά διακοσαριά αστακοί ήταν μπλεγμένοι στα μανά τους. Δεν ήταν δυνατόν να γυρίσουν στο χωριό με τέτοια ψαριά, ξανάριξαν τα δίχτυα τους στον τόπο και τράβηξαν για την μεγάλη πολιτεία, τρείς ώρες με την βάρκα, να ξεπουλήσουν. Γύρισαν πτώμα και γεμάτοι λεφτά. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Αλλοι διακόσιοι αστακοί περίμεναν να τους ξεψαρίσουν από τα δίχτυα, ξαναπήγαν στην πολιτεία για πούλημα και τα γραμμάτια ξεπληρώθηκαν. Την τρίτη μερα μια δυσάρεστη έκπληξη τους περίμενε : όλος ο τόπος ήταν ζωσμένος με δίχτυα, οι άλλοι ψαράδες κάτι μυρίστηκαν. Για λίγες μέρες ακόμα η περιοχή έβγαζε ακόμα αστακούς, όχι διακόσιους την φορά αλλά πολύ λιγότερους, μετά σταμάτησε. Ηταν μια κάποια πληθυσμιακή έκρηξη στην περιοχή που δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά, όσο ο Μπαρμπαντρέας έριχνε τα δίχτυα του, μέχρι να τον πάρει ο Χάρος. Ούτε από άλλους ψαράδες ξανακούστηκε τέτοιο περιστατικό.
Το θαλασσινό αλάτι έλιωσε μέσα στο στόμα του. Η θάλασσα είχε πάρει το σκούρο χρώμα της, αυτό που ταίριαζε με τις αναμνήσεις του και με την επίγευση τ’ αλατιού. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Η κυρά Μαρία
Η κυρά-Μαρία ήταν μια ψηλή – 1,65 μ.- και όμορφη γυναίκα που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε εποχές που ο μέσος όρος του ύψους δεν ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο, το δικό της καθόριζε και την μοίρα της καθότι οι προτιμήσεις της έπρεπε να περιοριστούν στους διαθέτοντες ανάλογο ύψος άνδρες και να ευοδωθούν γιατί η τσαχπινιά της και οι σχετικά ανοιχτόμυαλοι γονείς της έδιναν μια ευκαιρία να διαλέξει σύζυγο, αλλά όχι δεύτερη. Μετά ακολουθούσε το προξενιό κι η γονική βούληση. Η Μαρία έκανε βόλτες στα βραχάκια της παραλίας του χωριού της πηδώντας σαν ζαρκάδι από το ένα στο άλλο και ψάχνοντας για λακκούβες ταϊσμένες με θαλασσινό νερό που άφηναν το ίχνος τους σαν κρυσταλλικό αλάτι όταν το νερό εξατμιζότανε. Η γεύση του τρέλλαινε την Μαρία που κάπως έτσι φανταζότανε την γεύση του συντρόφου της.
Η εκλογή της Μαρίας ήταν σύντομη κι αποφασιστική. Οντας ελαφρώς ρομαντική και έχοντας όλες τις νεανικές ευαισθησίες διψασμένες, συγκινήθηκε σφόδρα από τις λογοτεχνικές ικανότητες ενός νέου που είχε όμορφο το πρόσωπο και κατάλληλο ύψος. Μοναδικό του ελάττωμα ήταν πως δεν είχε δημιουργηθεί επαγγελματικά ακόμη, τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντά του δεν τον άφηναν να επιλέξει μια σίγουρη δουλειά.
Οπως γινότανε την εποχή εκείνη, η προτίμηση της Μαρίας ήταν μια λύση στα επαγγελματικά του σχέδια. Στην κουβέντα με τον προσεχώς πεθερό του απαίτησε -και πήρε- για προίκα έναν επαγγελματικό χώρο και την επίπλωσή του, ένα χώρο που προοριζότανε για το καφενείο της αριστοκρατίας του χωριού, όπως και έγινε. Αριστοκρατία βέβαια στο χωριό ήταν οι καραβοκύρηδες και οι καπετανέοι, η ναυτουριά περιορίστηκε στα υπόλοιπα καφενεία μαζί με τους άλλους εργαζόμενους.
Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο, εντυπωσιακό. Με καθρέπτες γύρω-γύρω ενώ τα τραπέζια περιμετρικά στους τοίχους άφηναν χώρο στο κέντρο για χορό ή και για άλλες εκδηλώσεις. Η Μαρία φανταζότανε τον άντρα της να απαγγέλλει κι αυτή γεμάτη περηφάνεια να κάθεται στην πρώτη γραμμή των επισήμων. Η πραγματικότητα έμελλε να την διαψεύσει οικτρά. Οι καπετανέοι πολύ λίγο καιρό ήταν στην στεριά κι όταν και εάν έβγαιναν εκεί σαν απόμαχοι, προτιμούσαν ν’ ατενίζουν από το σπίτι τους την θάλασσα αναλογιζόμενοι τα παλιά, παρά την παρουσία τους στο καφενείο- πλην εορτών και εκδηλώσεων βεβαίως. Η υπόλοιπη αριστοκρατία δεν επαρκούσε να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού. Ετσι το υπηρετικόν προσωπικό απελύθη και η Μαρία ανέλαβε την δουλειά των τριών υπαλλήλων, το σκούπισμα, την προετοιμασία της παραγγελίας και την λάντζα. Ο σύζυγος ανέλαβε τον ρόλο του γκαρσονιού και διορίσθηκε άμισθος ανταποκριτής σε τοπικές εφημερίδες περιμένοντας μια αναγνώριση του ταλέντου του που ποτέ δεν ήρθε. Στο καφενείο ήταν το αφεντικό αλλά και το μοναδικό γκαρσόνι, μη έχοντας ούτε Κυριακή ούτε σχόλη.
Η καθημερινότητα στο καφενείο ήταν αρκετά σκληρή. Νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε κι ερχόταν με το χαρανί είτε από την στέρνα, το πόσιμο, είτε από το πηγάδι, το προοριζόμενο για την καθαριότητα. Το ψυγείο λειτουργούσε με πάγο αφού ρεύμα μόνο κάποιες ώρες του εικοσιτετραώρου υπήρχε. Καμινέτο ετοίμαζε τους καφέδες και τα γλυκά ψήνονταν στον φούρνο του χωριού, το πήγαινέλα ήταν στα καθήκοντα του συζύγου. Μόνο το υποβρύχιο, όπως έλεγαν ένα κουταλάκι βανίλια σερβιρισμένο σ’ ένα ποτήρι με κρύο νερό δεν απαιτούσε κόπο στην προετοιμασία.
Η ζωή της Μαρίας περιορίστηκε στο κουζινάκι πίσω από τον μπάγκο του καφενείου και στα δωμάτια ακόμα πιο πίσω ακόμα που ήταν η κατοικία τους. Μόνο το πρωΐ κατά τις δέκα που έκοβε η δουλειά είχε την ευκαιρία να κάνει μια βόλτα στα βραχάκια της θάλασσας, να ξεκουράσει το βλέμμα της κοιτώντας μακριά, να μυρίσει το ιώδιο και να γευθεί το αγαπημένο της αλάτι από του βράχου τις σχισμάδες. Σαν ήρθαν τα παιδιά και η ελάχιστη αυτή απόδραση από την καθημερινότητα σταμάτησε.
Η οποιαδήποτε πνευματικότητά της τρίφτηκε μαζί με τα φλυτζάνια και τα νεροπότηρα στα βρωμόνερα της λάντζας κι εξαφανίσθηκε. Το βλέμμα της απέκτησε την παγωμένη αδιαφορία του ισοβίτη, αφού δεν ήθελε πια να βγει από το κουζινάκι της ούτε στην αίθουσα του καφενείου. Από την αίθουσα φαίνονταν μόνο δυο χέρια που έβγαιναν από το κουζινάκι και άφηναν στον μπάγκο την παραγγελιά για να την βάλει στο δίσκο το γκαρσόνι- αφεντικό ή να πάρουν τα χρησιμοποιημένα πιατάκια και ποτήρια. Οποιος γνωστός ή συγγενής ήθελε να την δει, έπρεπε να μπει στο στενόχωρο κουζινάκι και να της μιλήσει ανάμεσα σε γκαζιέρες, ταψιά με γλυκά και την βούτα του νεροχύτη. Ακουγε τον επισκέπτη κουνόντας καταφατικά ή αρνητικά το κεφάλι της, την φωνή της την άκουγαν μόνο τα παιδιά της όπως τα φρόντιζε. Ισως είχε προσαρμοσθεί στις νέες συνήθειες του συζύγου της που είχε απωλέσει παντελώς την ακοή του κι είχε μάθει να διαβάζει τα χείλια του συνομιλητού του. Η συμβολή της Μαρίας σ’ αυτό πρέπει να ήταν μεγάλη και μια ακόμα απόδειξη πως στήριξε την επιλογή της κι ας αποδείχθηκε άτυχη.
Οταν τα παιδιά της μεγάλωσαν η Μαρία άφησε τον εαυτόν της να αρρωστήσει βαριά, μέχρι τότε απαγορευότανε. Εφυγε ήσυχα και δεν έλειψε σε κανέναν που δεν ήξερε τι υπήρχε μέσα στο μισοσκότεινο κουζινάκι του καφενείου.
Σήμερα έχουμε 22 του μηνός, αλλά αν γράψουμε την ημερομηνία ολογράφως βλέπουμε ότι είναι 22/02/2022, δηλαδή εμφανίζονται τρία 22άρια. Όπως μάλιστα γράφει κάποιος, η σημερινή ημερομηνία, αν τη γράψουμε χωρίς διαχωριστικά, δηλαδή 22022022, αποτελεί παλίνδρομο, δηλαδή διαβάζεται το ίδιο από τα δεξιά προς τ’ αριστερά, ενώ αν χρησιμοποιήσουμε τη γραμματοσειρά της εικόνας αποτελεί επίσης αμφίγραμμα (αν έτσι αποδίδεται το ambigram) δηλαδή διαβάζεται το ίδιο κι αν την αναποδογυρίσουμε.
Πολλά 22άρια λοιπόν σήμερα, οπότε λογικό είναι να αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο στον αριθμό 22, συνεχίζοντας έτσι μια παράδοση ετήσιων αριθμοάρθρων. Οι ταχτικοί θαμώνες θα θυμούνται ότι στις 12 Δεκεμβρίου του 2012 (στις 12/12/12) είχα γράψει ένα άρθρο για τη Μέρα με τα τρία δωδεκάρια, συνεχίζοντας μια παράδοση που ήδη μετρούσε τέταρτο χρόνο, αφού στις 11/11/2011 είχαμε τη μέρα με τα τρία εντεκάρια, στις 10/10/ 2010 είχαμε γράψει για τη μέρα με τα τρία δεκάρια και στις 9/9/2009 για την αντίστοιχη μέρα με τα τρία εννιάρια. Η ωραία αυτή παράδοση κινδύνεψε να σταματήσει το 2013, διότι μέρα με τρία 13άρια δεν υπάρχει, αφού δεν έχουμε δέκατο τρίτο μήνα, τελικά όμως σκέφτηκα ότι η 13/3/13 ήταν μια καλή προσέγγιση κι έτσι έγραψα το άρθρο για τα δεκατριάρια, και στο ίδιο πατρόν το 2014 το άρθρο για τα δεκατεσσάρια, στις 14/4/14. Στις 15/5/15 αγρόν ηγόραζα, κι έτσι το αντιστοιχο άρθρο με τα δεκαπεντάρια το έβαλα τελικά στις 15 Οκτωβρίου, αλλά το 2016 επανήλθα στην κανονικότητα κι έτσι είχαμε το άρθρο για τα δεκαεξάρια στις 16/6/16 και το άρθρο για τα δεκαεφτάρια στις 17/7/17. Το άρθρo για τα δεκαοχτάρια θα έπρεπε να δημοσιευτεί στις 18 Αυγούστου, αλλά λόγω ραστώνης δημοσιεύτηκε στις 18/9/18. Μετά είχαμε το άρθρο για τα δεκαεννιάρια στις 19/9/19, ενώ πρόπερσι το άρθρο για τα εικοσάρια στις 20/10/20 και πέρυσι το άρθρο για το 21 στις 21/2/21.
Ξεκινάμε λοιπόν με τον αριθμό 22. Δεν είναι βέβαια πρώτος, αλλά είναι ημιπρώτος, αφού είναι γινόμενο δύο πρώτων αριθμών, του 2 και του 11.
Στη Βικιπαίδεια έχει κι άλλες ιδιότητες του αριθμού 22 (ως αριθμού, εννοώ) π.χ. ότι είναι πενταγωνικός αριθμός, αλλά δεν τις βρίσκω ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες.
Στη χημεία, πάλι, το 22 είναι ο ατομικός αριθμός του τιτανίου, Ti, ενός μετάλλου που βρίσκει ολοένα και περισσότερες μοντέρνες εφαρμογές, από οδοντόκρεμες και εμφυτεύματα έως κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, κοσμήματα και ποδήλατα.
Στο ελληνικό αριθμητικό σύστημα το 22 είναι κβ’, ενώ στο ρωμαϊκό είναι XXΙΙ. Τους αριθμούς αυτούς τους χρησιμοποιούμε πλέον κυρίως για αιώνες και για εστεμμένους αν και το να υπάρξει εικοστός δεύτερος εστεμμένος με το ίδιο όνομα δεν είναι εύκολο. Στους πάπες, αντιθέτως, το όνομα Ιωάννης έχει φτάσει το 23. O Πάπας Ιωάννης XXΙΙ ήταν Γάλλος και εξελέγη Πάπας το 1316, σε ηλικία 72 ετών, ως συμβιβαστική λύση -περίμεναν ότι θα πέθαινε γρήγορα, αλλά εκείνος πείσμωσε και έμεινε στον θρόνο 18 ολόκληρα χρόνια και έκανε πολλά και διάφορα που μας τα διηγείται εδώ ο φίλος μας ο Ρογήρος -μεταξύ άλλων, είναι ο πάπας για τον οποίο γίνεται συνεχώς λόγος στο Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο.
Στο δυαδικό αριθμητικό σύστημα, ο αριθμός 22 γράφεται 10110, ενώ στο δεκαεξαδικό σύστημα… 16.
Ο αριθμός 22 κανονικά γράφεται, ολογράφως, με δίλεκτο: είκοσι δύο, αν και συχνά τον βλέπουμε και ενωμένο, εικοσιδύο, ενώ μπορεί να προφερθεί/γραφτεί και «εικοσιδυό». Κάποιος που είναι 22 χρονών, είναι εικοσιδυάχρονος.
Φυσικά, εφόσον ζούμε στον 21ο αιώνα, ο επόμενος θα είναι ο 22ος, που αρχίζει την 1/1/2101. Στοιχηματίζω ότι αρκετοί θα βιαστούν να τον γιορτάσουν από την 1/1/2100, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το σχολιάσουμε τότε.
Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πέρυσι, στο οποίο είχαμε δει έναν κατάλογο με τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια του 20ού αιώνα, που τον είχαν καταρτίσει οι συντελεστές του περιοδικού Δίφωνο στα τέλη, ακριβώς, του 20ού αιώνα.
Συγκεκριμένα, τον Μάιο του 1999, μέσα στον παροξυσμό για την αλλαγή του αιώνα και της χιλιετίας, το περιοδικό Δίφωνο (τότε έβγαιναν περιοδικά) είχε κυκλοφορήσει ένα ειδικό τεύχος με τίτλο «Ένας αιώνας ελληνική μουσική», στο οποίο οι συνεργάτες του, κάθε άλλο παρά τυχαίοι, επέλεξαν τα 100 τραγούδια, τους 100 δίσκους και τα 60 πρόσωπα της εκατονταετίας.
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε τα 100 τραγούδια και πολλοί σχολιαστές είχαν εκφράσει την άποψη ότι περισσότερο νόημα θα είχε μια κατάταξη των δίσκων -οπότε, το σημερινό άρθρο.
Η αξία που έχουν τέτοιοι κατάλογοι είναι βέβαια σχετική και στοιχηματίζω ότι ο καθένας θα βρει ότι κάποιοι δίσκοι κακώς λείπουν. Αλλά έτσι γίνεται με αυτές τις λίστες. Τουλάχιστον δίνουν αφορμή για συζήτηση. Στο τέλος του άρθρου κάνω ένα δικό μου σχόλιο.
Οι συνεργάτες του τεύχους του Δίφωνου ήταν: Στέλλα Βλαχογιάννη, Πάνος Γεραμάνης, Μάνος Ελευθερίου, Αργύρης Ζήλος, Γιώργος Μονεμβασιτης, Γιώργος Νοταράς, Γιώργος Παπαδάκης και Γιώργος Τσάμπρας. Για κάθε δίσκο του πίνακα των 100 καλύτερων, κάποιος από αυτούς έγραψε ενα (όχι και πολύ) σύντομο σημείωμα εξηγώντας τη σημασία του.
Στο προηγούμενο άρθρο, είχα αντιγράψει τον κατάλογο, προσθέτοντας για κάθε τραγούδι ένα λινκ στο Γιουτούμπ. To ιδιο έκανα και τώρα, και με έκπληξη διαπίστωσα πως οι περισσότεροι δίσκοι του καταλόγου υπάρχουν στο Γιουτούμπ αυτούσιοι ή σε πλεϊλίστες -μετρημένοι στα δάχτυλα είναι όσοι δεν βρέθηκαν.
Επίσης, ενώ ένα τραγούδι έχει περιορισμένο αριθμό συντελεστών, ένας μεγάλος δίσκος μπορεί να έχει πάρα πολλούς, οπότε αναφέρω επιγραμματικά τους κυριότερους.
(Από το 1999 ως σήμερα έχουν περάσει 23 χρόνια. Τραγούδια έχουν συνεχίσει βεβαίως να γράφονται -δίσκοι όμως βγαίνουν; Ναι, βγαίνουν -αλλά τώρα πια, όπως και πριν απο π.χ. 100 χρόνια, βγαίνουν τραγούδια και με άλλα μέσα και χωρίς να είναι προϋπόθεση η κυκλοφορία ενός μεγάλου δίσκου. Αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης, ίσως και για τα σχόλια του άρθρου).
Χωρίς άλλα εισαγωγικά, οι 100 δίσκοι του 20ού αιώνα, σύμφωνα με το Δίφωνο, είναι τα εξής:
Το άξιον εστί (1964). Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσσέας Ελύτης