Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Φιλολογία’ Category

Μια συνέντευξη του 1893

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2023

Χρονιάρα μέρα και σήμερα, γιορτάσιμη, χαλαρή, ταιριάζει κάτι λογοτεχνίζον έστω και όχι καθαρά λογοτεχνικό. Χτες, όπως η μέρα οιονεί επιβάλλει, είχαμε Παπαδιαμάντη, Παπαδιαμάντη έχουμε και σήμερα -αλλά όχι διήγημά του.

Έχουμε μια συνέντευξη του Παπαδιαμάντη, που την έδωσε το 1893 στον Μήτσο Χατζόπουλο (Μποέμ) στην εφημερίδα Το Άστυ. Ο Μήτσος Χατζόπουλος (1872-1936), ήταν μικρότερος αδελφός του Κώστα, του γνωστού πεζογράφου και πρωτοπόρου σοσιαλιστή (που μετάφρασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε από το Αγρίνιο στην Αθήνα και, με σύσταση του Ξενόπουλου, άρχισε να δημοσιογραφεί στο Άστυ, ενώ είχε ήδη γράψει διηγήματα.

Ως δημοσιογράφος, με βασικό ψευδώνυμο Μποέμ (αλλά, κατά καιρούς και ανάλογα το έντυπο και με πλειάδα άλλων) ο Μ. Χατζόπουλος είχε λαμπρή σταδιοδρομία και, ανάμεσα σε άλλα, νομίζω πως ήταν εκείνος που έφερε στην Ελλάδα τις συνεντεύξεις λογοτεχνών ή τουλάχιστον έκανε δημοφιλές το είδος. Η σειρά συνεντεύξεών του το 1893 στο Άστυ προκάλεσε πολλές συζητήσεις, όπως και επόμενες σειρές (αν καλοθυμάμαι, στην εφημ. Αθήναι το 1909). Τότε ο Χατζόπουλος ήταν 21 χρονών και ο Παπαδιαμάντης είχε τη διπλή ηλικία, 42.

Παραθέτω εδώ στα επόμενα τη συνέντευξη που πήρε ο Μποέμ από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Άστυ 26 Μαρτίου 1893). Αποσπάσματά της υπάρχουν στο Διαδίκτυο, όχι όμως ολόκληρη. Εξάλλου, αξίζει πολύ και η μακροσκελής εισαγωγή και τα άλλα σχόλια του Μ. Χατζόπουλου, όπως και το πορτρέτο που κάνει στον Παπαδιαμάντη.

Ο Μποέμ βέβαια προσπαθεί να προκαλέσει θόρυβο και συζητήσεις με τις συνεντεύξεις του, γι’ αυτό και συνεχώς ρωτάει τη γνώμη του Παπαδιαμάντη για άλλους λογοτέχνες, ενώ προς το τέλος της συνέντευξης φανερώνει ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ήξερε πως όλα όσα κουβέντιαζαν επρόκειτο να δημοσιευτούν. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, μετά τη συνέντευξη του Παπαδιαμάντη δημοσιεύεται επιστολή του Μιχ. Μητσάκη (συνέντευξη του οποίου είχε ήδη δημοσιευτεί) που αρχίζει: Ψεύδεται αναιδώς ο θρασύς Μποέμ…. 

Να ευχαριστήσω τον φίλο μας Κώστα Λ. που είχε την καλοσύνη να πληκτρολογήσει το κείμενο. Εκσυγχρονίζω γενικά την ορθογραφία. Για να προλάβω ερωτήσεις, δεν ξέρω ποιος ήταν ο «γνωστός ποιητής» που παραβρέθηκε στη συνέντευξη. Η Βρύση του Λέκα, όπου βρισκόταν το μπακάλικο του Μπάρκα, ήταν στη γωνία Λέκ(κ)α και Κολοκοτρώνη.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

Εις το μπακάλικον του Μπάρκα. – Φιλολογικόν γκιουβέτσι. – Δύο ημείς και ο κ. Παπαδιαμάντης τρεις. – Σύντομος βιογραφία του. – Ο ονομαστικός κατάλογος του κ. Φιντικλέους εις το Πανεπιστήμιον. – Μποέμ πάντοτε. – Τα διηγήματά του. – Η Σκίαθος κατά τον κ Παπαδιαμάντην μικρόκοσμος. – Η γλώσσα εις το μεταίχμιον. – Τον Βαλαωρίτην περισσότερον του Σολωμού. – Αι κρίσεις του περί των συγχρόνων. – Έν ανέκδοτόν του

 

Ο κ. Παπαδιαμάντης, γνωστός Έλλην ποιητής, και εγώ, οι τρεις μας, είχαμεν καθίσει επί ενός τραπεζίου εις το μπακάλικον του Μπάρκα, ακριβώς παρά την βρύσιν του Λέκα. Η ώρα ήτο ογδόη εσπερινή, το μπακάλικον εφωτίζετο πλουσίως δια των ραμφών του αεριόφωτος, τα εις το βάθος απόκρυφα δωμάτια ήταν κατειλημμένα υπό πολυαρίθμων παρεών, αίτινες συνέκρουον ευθύμως τα ποτήρια, και ευθυμότερον, και περιπαθέστερον έψαλλον την Μυγδαλιάν του Δροσίνη αφ’ενός, και περιπαθείς αμανέδες εξ άλλου, ων συχνοτέρα επωδός αντήχει:

Έλα να σε κάμω μάκια
Στο λαιμό, στα γλυκαδάκια.

Ευτραφέστατος μπακαλόπαις προσήλθεν εις τας διαταγάς μας, έστρωσεν επί του τραπεζίου αντί τραπεζομανδήλου μιαν Επιθεώρησιν και μίαν Παλιγγενεσίαν, παρέθηκεν επ αυτής αχνίζον γκιοβέτσι, από έν πινάκιον, από έν μαχαιροπερούνιον, από μίαν αμφίβολον πετσέταν, μισήν οκάν άρτου κεκομμένου μπακάλικα, μίαν οκάν αφρίζοντος ρητινίτου και τρία ποτήρια. Το σπαγέτον ορεκτικότατον, ο κ. Παπαδιαμάντης εζήτησε και τυρόν μάλιστα, το κρέας τρυφερότατον, ο ρητινίτης γευστικότατος, ηδωνικότατος, και ημείς εφάγομεν ορεκτικότατα. Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλείων και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα, και με την χείρα αιωνίως επί του στήθους, ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός, η χάρις αυτή του Θεοκρίτου, ο αναλυτικός ψυχολόγος Τουργένιεφ, ο παρατηρητικός Δίκενς, ο μελαγχολικός Κοππέ, ο γλαφυρός και φυσικότατος αυτός Πλούταρχος, με τ’ άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με το πλατύγυρον λερωμένον ημίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχνα γένια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο ήκιστα αυτός φαινόμενος ποιητής, ο ελάχιστα δεικνυόμενος συγγραφεύς, η μορφή αυτή του σχολαστικού, του δασκάλου, η προτομή αυτή του Σειληνού, ο ιδιότροπος, ο φυγόπονος διά τας φιλολογικάς εργασίας, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού διά την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του διά μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέτα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος, καθ’όλην την διάρκειαν του μποεμικού δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος, ο τόσον απότομος συνήθως.

Και εν μέσω των συχνών προπόσεών μας και των συγκρούσεων των ποτηρίων εν γλυκεία αδελφικότητι εξηκολούθει ν’ απαντά εις τας ερωτήσεις μου και να λέγει πάντοτε αυτός, ο τόσον κατηφής, ο τόσον δύσκολος συνήθως. Ο κ. Παπαδιαμάντης είνε εις την ακμήν της ηλικίας του, μόλις υπερπηδήσας το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του. Εγεννήθη εν τη νήσω του Αιγαίου Σκιάθω το 1851. Εις το σχολείον της πατρίδος του σχεδόν ουδέποτε εφοίτησεν, και οσάκις εξ ανάγκης έκαμε τούτο, υπείκων εις την οργήν του κλασικού δασκάλου της εποχής του, δεν ήνοιξε ποτέ βιβλίον, δεν έπιασε ποτέ πέναν εις τα χέρια του. Ως παπαδοπαίδι όπου ήτο ηρέσκετο πολύ να διαβάζει εκκλησιαστικά βιβλία, εις τρόπον ώστε αργότερα, εις ηλικίαν 13 ετών, εννοούσεν ευχερέστατα τον Όμηρον. Κατά δε τας ετησίας εξετάσεις, μη δυνάμενος να προσφέρει και αυτός μετά των άλλων συμμαθητών του δείγματα καλλιγραφικής ικανότητας, παρουσίαζεν εις την επιτροπήν των εξετάσεων αντιγραφάς διαφόρων αγίων και πρωτομαρτύρων, τας εικόνας των οποίων τόσην μανίαν είχε να αντιγράφει κρυφίως εν τη σκιά και ησυχία της εκκλησίας της πατρίδος του. Μετά τινα χρόνον απήλθεν εις την Χαλκίδα ως φοιτητής του γυμνασίου, ένθα αποπερατώσας τας εγκυκλοπαιδικάς αυτού μελέτας, ήλθεν εις Αθήνας, όπου ενεγράφη εις την φιλοσοφικήν σχολήν. Αλλά ταχέως ηναγκάσθη να αποσκορακίσει και φιλοσοφίαν και πανεπιστημιακάς δάφνας. Ο χαρακτήρ του, το πνεύμα του ήκιστα συνεφώνουν με τον φοιτητικόν βίον και τας σχολαστικάς μελέτας. Εκείνο το οποίον κυρίως τον απέσπασεν από το φοιτητικόν εδώλιον ήτο ο καθ’εκάστην ημέραν εκφωνούμενος υπό του καθηγητού κ. Φιντικλέους κατά την έναρξιν των παραδόσεων ονομαστικός κατάλογος. Εξ όλων τούτων ηναγκάσθη να παραιτήσει τας φοιτητικάς σπουδάς του αργότερον, καθώς και τας ιδιαιτέρας παραδόσεις, δι ων επορίζετο τα προς το ζην, και να επιδοθεί εις την δημοσιογραφίαν, ταχέως εκμαθών την γαλλικήν και την αγγλικήν. Το 1882 προσελήφθη εις την Εφημερίδα ως μεταφραστής, την γνωστήν τότε μικράν το σχήμα, αλλ’ εκλεκτήν την ύλην Εφημερίδα. Τώρα δε εργάζεται εις την Ακρόπολιν, δημιουργών συγχόνως και φιλολογικά έργα, εκτός των καθημερινών μεταφράσεων, δι ών κερδίζει τον άρτον του. Ο κ. Παπαδιαμάντης έχει γράψει πλείστα όσα αριστουργήματα από του Μηχάνεσαι μέχρι της σημερινής Εστίας. Τα διηγήματά του τα διακρίνει βαθεία έμπνευσις, φυσικότης απαράμιλλος, ανθηρότης ύφους συναρπάζουσα. Τα θέματά του συνήθως αναστρέφονται εις θαλασσινάς παραδόσεις, εις την ποιμενικήν ζωήν, εις ειδυλλιακάς σκηνάς, όλων των εμπνεύσεών του εκπηγαζουσών εκ του αγροτικού επαρχιακού βίου, και ιδίως του της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σκιάθου, της μικροσκοπικής νήσου, του μικρόκοσμου τούτου, ως την αποκαλεί ο ίδιος με την θαυμαστικήν φυσικήν καλλονήν της, την παρέχουσαν 15 πεδιάδες, 12 όρμους, 25 βουνά και άπειρα δάση. Το ένδυμα δε των διηγημάτων του, αν και είναι τόσον καθαρώς επιμελημένον, εν τούτοις κλίνει πολύ προς τον δημοτικόν χαρακτήρα, τον οποίον ο συγγραφεύς, φαίνεται, ότι βαθύτατα επίσταται. Αν τον ερωτήσετε τόρα, ποία γλώσσα του αρέσει, θα σας απαντήσει με τον ολίγον αλλόκοτον, αλλά και ήρεμον τόνον της φωνής του, ότι η ιδέα του είνε η γλώσσα να ακολουθήση ένα μεταίχμιον, δηλαδή ούτε άκρως δημοτική να είναι, ούτε υπερβολικώς καθαρεύουσα.

Από τον Σολωμόν εκτιμά περισσότερο τον Βαλαωρίτην, και κατόπιν αυτού τον Ζαλοκώσταν. Ο Βαλαωρίτης του αρέσει περισσότερον, διότι τον θεωρεί, ότι αυτός μόνο ειργάσθη εθνικώς, αυτός μόνον είχε καρδίαν, αίμα, αίσθημα, έξεις, όλα συγχωνευμένα ελληνικά και παρήγαγε μακράν εποποιίαν, ενώ ο Σολωμός, παρ’όλην την ατελή και άμορφον παραγωγήν του, φαίνεται κάπως ξένος, εν Ιταλία ανατραφείς, ουχί αδόλως εμπνευσθείς, Επτανήσιος ων. Τώρα αν θέλετε και τας ιδέας του περί των συγχρόνων ποιητών συγγραφέων, ακούσατέ τας. Αν εκοπίασα να τας αγρεύσω εκ της αμειλίκτου σιωπής του εγώ το γνωρίζω.

Τον Ροΐδην τον θεωρεί ως πνευματώδη, αλλ’ εις το παρελθόν ανήκοντα.

Τον Άννινον πνευματώδη και αυτόν, καλλιτεχνικότερον, αλλ’ εις την παρωδίαν ανήκοντα.

Τον Ψυχάρην ως ποιητήν καλόν, ως γλωσσολόγον και επιβλητήν της δημώδους γλώσσης, Λεβαντίνον, ψευδή, τεχνητόν. Προσθέτει μάλιστα ότι η μονομανία του αύτη, του να αποκτήσει όνομα εις την Ελλάδα, κατέστη δι’αυτόν ψύχωσις, την οποίαν δυστυχώς δεν απέφυγον και παρ’ ημίν πλείστοι όσοι καλοί ποιηταί και λογογράφοι, οίτινες, διακαιόμενοι θερμώς υπό του πόθου της ρεκλάμας του ονόματός των εις την Ευρώπην υπό του ιεροφάντου Ψυχάρη, προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα προς αυτόν. Αλλ’ όλα αυτά θα παρέλθουν ταχέως, και η Ψυχάρειος δόξα θα εξατμισθεί ως πομφόλυξ, αυτή ήτις παίρνει και δίνει εις την οδών Κλωδίου εις τα Παρίσια! Την δημοτικήν γλώσσαν πού την είδε, πού την έμαθε, πού την εσπούδασεν ο Ψυχάρης; Αυτός είνε Χίος, σχεδόν ξένος, αριστοκράτης Φαναριώτης, επιχειρών μ’ έν στρεβλωτικόν ιδίωμα να επιβληθεί ως δημιουργός και διδάσκαλος ολοκλήρου έθνους. Όχι! Αι γλώσσαι δεν επιβάλλονται ούτω εις τα καλά καθούμενα υπό των ατόμων εις τους λαούς!

Τον Δροσίνην τον θεωρεί ως καλόν. Τον Μητσάκην τον αγαπά ως φίλον, και τον εκτιμά ως συγγραφέα. Τον Καρκαβίτσαν τον φίλον του, τον αναγνωρίζει ως κατέχοντα λαμπρόν τάλαντον αναμφισβήτητον, και λέγει ότι αυτός ειργάσθη περισσότερον πολλών άλλων εθνικώς, αλλά τελευταίως τα μπέρδεψε με την απότομον αποσκοράκισιν της γλώσσας εις την οποίαν έγραψε τα καλύτερα έργα του. Άλλως τε δεν είναι καθόλου δημοτική η γλώσσα του αναμιγνύουσα τύπους καθαρευύσης με τύπους δημοτικούς π.χ. τον οποίον, την οποίαν, το οποίον. Δεν λέγει ο χριστιανός κι αυτός, οπού, και να τελειώνει!

Τον Ξενόπουλον τον λέγει καλούτσικον. Αυτός έχει καλαισθησίαν, εργάζεται, αλλά δεν δύναται ν’ αντιληφθεί τα πρέποντα θέματα, τον παρακολουθεί δε με αγάπην του πάντοτε. Τον Κρυστάλλην τον αγαπά ως κλέφτην, και ως τσοπάνον, και τον θεωρεί ως μόνον αγνόν δημοτικόν, όστις εκ του φυσικού μόνον δανείζεται την δημώδη γλώσσαν. Τον Εφταλιώτην τον θεωρεί ως καλόν. Αλλ’ απορεί δια την μακράν σιγήν του. Ο Γαβριηλίδης, αλλά ποιος Γαβριηλίδης; αυτός ξέρει πολλούς Γαβριηλίδας, δι’ αυτόν καλύτερος είναι εκείνος που του σκάει 250 δρ. τον μήνα. Ο Γαβριηλίδης είναι δύναμις. Νεωτεριστής, πρωτότυπος, αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αναμφισβήτητος αξία, γνωρίζουσα να συμβαδίζει με τας αξιώσεις και τας κλίσεις του κοινού.

Τον Πολέμην ως νέον ευαίσθητον, συμπαθητικόν, αλλ’ ευρωπαΐζοντα, συνεσφιγμένον με το ευρωπαϊκόν πνεύμα. Τον Παλαμάν φίλον σεβαστόν, κριτικόν καλόν και πολυμαθή, αλλά στρυφνόν και απαιτητικόν και αυτόν. Τον Στεφάνου, αυτόν δεν τον διάβασε, αλλά εις την Ακρόπολιν όπου διόρθωνε τας Σειρήνας του, του ανέγνωσε καμιά εικοσαριά στίχους και τους εύρε καλούς. Τον Μάνον, αυτού λίγα διάβασε, πού να του μένει καιρός κιόλας, αυτός εξάλλου τώρα δεν διαβάζει τίποτα τζάνουμ, και του εφάνησαν αρκετά καλά. Τον Πολυλάν σοφόν, αλλ’ ιδιότροπον, και τον Καλοσγούρον, αυτός δα δεν είναι για κουβέντα!

Μη ζητήσετε περισσότερον διότι θαύμα είναι πώς απεσπάσθησαν και αυτά εκ των χειλέων του, αλίμονον δε αν προεμάντευε την ιδιότητά μου, καθ’ην στιγμήν τον ηρώτουν. Αι καλλιτεχνικαί του απαντήσεις ίσως δεν θα εστόλιζον σήμερον την σκιαγραφίαν του, την οποίαν επισφραγίζω και με έν ανέκδοτόν του.

Μιαν ημέραν ο κ. Σίμων Αποστολίδης, και ο κ. Ανδρέας Συγγρός συνομίλουν καθ’ οδόν, οπότε διερχόμενος ο συγγραφεύς των Ειδυλλίων, πάντοτε ρακένδυτος και ιδιότροπος, εχαιρέτησε τον κ Αποστολίδην. Ο μέγας τραπεζίτης διακόψας την συνομιλίαν του προσέθεσεν επί τη ευκαιρία του χαιρετισμού του συγγραφέως.

-Για δέτενε εδώ εις την Ελλάδα ως και οι επαίται, mon cher, φέρνουνε μπαστούνια.

Έκπληκτος ο Αποστολίδης απαντά.

-Τι λέγεις, κυρ Ανδρέα; αυτός είνε ο καλύτερος διηγηματογράφος μας.

-Ποιος; πώς τον λέτε;

-Παπαδιαμάντην.

-Και είναι έτσι σαν διακονιάρης! απήντησεν έτι εκπληκτότερος αυτήν την φοράν ο κ. Συγγρός.

Μποέμ

 

 

 

Advertisement

Posted in Λογοτεχνία, Συνεντεύξεις, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 86 Σχόλια »

Το λεύκωμα της Ευρυδίκης

Posted by sarant στο 12 Φεβρουαρίου, 2023

Το 1939, η νεαρή Ευρυδίκη, γεννημένη στο Μπατούμ του Καυκάσου, ζει στην Αθήνα. Χάρη στον νονό της, τον δημοσιογράφο και μεταφραστή Λουκά Καστανάκη, αδελφό του συγγραφέα Θράσου Καστανάκη, συμμετέχει σε συγκεντρώσεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών, και έχει την έμπνευση να ζητήσει από τους πνευματικούς ανθρώπους που γνωρίζει να γράψουν κάτι στο λεύκωμά της.

Ανάμεσα στο 1939 και στο 1945, συνολικά 32 λογοτέχνες και καλλιτέχνες έγραψαν στο λεύκωμα της Ευρυδίκης. Πρώτος ήταν ο ηθοποιός Βίκτωρ Ζήνων, που τον έχουμε γνωρίσει στο ιστολόγιο από τη φιλία και την αλληλογραφία του με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,ενώ ακολούθησαν πολλοί γνωστοί πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κάρολος Κουν, ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Καραγάτσης, ο Φώτης Κόντογλου, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Μάρκος Αυγέρης κτλ. Τελευταίος έγραψε ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Δημήτρης Καραντώνης, τον Ιούνιο του 1945. Δυο μήνες αργότερα, παντρεύτηκε την Ευρυδίκη.

Κάποιοι από τους παραπάνω έγραψαν δυο λόγια μόνο στο λεύκωμα, άλλοι εκτενέστερα. Κάποιοι αφιέρωσαν ποιήματα στην Ευρυδίκη, γραμμένα ειδικά για την περίσταση. Ο μόνος που έγραψε κάτι χωρίς να έχει γνωρίσει την νεαρή κοπέλα ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας, που του πήγε το λεύκωμα ο Λουκάς Καστανάκης. Οι άλλοι έγραψαν παρουσία της, οι πιο πολλοί στο σπίτι των Καστανάκηδων.

Το λεύκωμα αυτό της Ευρυδίκης, ένα πολύτιμο ντοκουμέντο με αυτόγραφα σημαντικών δημιουργών, κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1988 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, με φωτογραφίες των σελίδων του και με μεταγραφή των εγγραφών και με πρόλογο του Γιώργου Καραντώνη, του γιου της Ευρυδίκης Καραντώνη. Το σκίτσο που κοσμεί την έκδοση, πορτρέτο της νεαρής Ευρυδίκης, το φιλοτέχνησε ο μεγάλος Μυτιληνιός σκιτσογράφος Αντώνης Πρωτοπάτσης.

Το Λεύκωμα εκδόθηκε ξανά το 2019 από τις εκδόσεις Βακχικόν σε έκδοση επαυξημένη με αναμνήσεις της Ευρυδίκης Καραντώνη (η οποία έφυγε από τη ζωή το 2005). Δυστυχώς, αυτή τη νεότερη έκδοση δεν μπόρεσα να τη βρω -οι εκδόσεις Βακχικόν μου είπαν ότι δεν έχουν αντίτυπα, κάτι που είναι κάπως περίεργο για τόσο καινούργια έκδοση, κι έτσι θα βασιστώ στην παλαιότερη, που τη βρήκα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Λυπάμαι γιατί το πρόσθετο υλικό, οι αναμνήσεις δηλαδή της Ευρυδίκης, θα φώτιζαν πτυχές της ιστορίας. Πάντως, εδώ βλέπουμε τον Γιώργο Καραντώνη σε τηλεοπτική εκπομπή να παρουσιάζει αυτή τη νεότερη έκδοση που δεν μπόρεσα να βρω, ενώ στο άρθρο αυτό του Γ. Καραντώνη μπορείτε να δείτε και φωτογραφία της Ευρυδίκης -και μαζί να διαβάσετε ότι ο πατέρας του, ο Δημήτρης Καραντώνης, δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο του 1947 σε ενέδρα της Χωροφυλακής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Φιλολογία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 111 Σχόλια »

Το γιουκαλίλι του Σεφέρη

Posted by sarant στο 6 Φεβρουαρίου, 2023

Τη λέξη «γιουκαλίλι» την άκουσα πρώτη φορά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν βγήκε ο δίσκος Τετραλογία του Δημου Μούτση, που περιείχε μελοποιημένα ποιήματα τεσσάρων μεγάλων ποιητών μας: του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Ρίτσου. Ανάμεσά τους και το Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι, ας το ακούσουμε εδώ από τον Μανώλη Μητσιά:

Τότε έμαθα ότι το γιουκαλίλι είναι κάποιο εξωτικό μουσικό όργανο και δεν ασχολήθηκα περισσότερο με το θέμα -εξάλλου η εξήγηση ήταν πειστική, το περίεργο όνομα ακουγόταν εντελώς εξωτικό.

Αργότερα, που πήρα τον τόμο των Απάντων του Σεφέρη από τον Ίκαρο, είδα ότι το ποίημα που είχε μελοποιήσει ο Μούτσης δεν λεγόταν «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι» αλλά Fog, δηλαδή «Ομίχλη», όπως η φράση αυτή επανέρχεται διαρκώς στο ποίημα. Να το διαβάσουμε:

FOG
Say it with a ukulele

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ‘ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να ‘ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Έχω βάλει με πλάγια τις στροφές που ο Μούτσης επέλεξε να μη μελοποιήσει: πράγματι, από τις 10 στροφές του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί οι μισές: η 1η, η 6η, η 7η, η 9η και η 10η. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επωδός («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι») αλλά βέβαια στο μυαλό μένουν οι μελοποιημένες στροφές και οι άλλες περνάνε στο περιθώριο, ένα πρόβλημα κοινό στην μελοποιημένη ποίηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά, Μελοποιημένη ποίηση, Μουσική, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 115 Σχόλια »

Γλωσσικές και άλλες παρατηρήσεις στις Μέρες Β’ του Σεφέρη

Posted by sarant στο 27 Δεκεμβρίου, 2022

Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο οποίο εξετάσαμε την καταγωγή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, με βάση μια εκτενή εγγραφή από τις Μέρες Β’, τον 2ο τόμο από το πολύτομο ημερολόγιό του, στην οποία ο ποιητής φαίνεται να πιστεύει, αβάσιμα όπως είπαμε, ότι ο πρόγονός του Σεφέρης Αϊναμπέογλου είχε απώτερη καταγωγή από την Αίγινα.

Το έργο του Σεφέρη εκτείνεται σαν πυραμίδα. Στην κορυφή τα ποιήματα, ο τόμος του Ίκαρου. Όμως υπάρχει επίσης το Τετράδιο γυμνασμάτων Β’, τα Ποιήματα για μικρά παιδιά και τα αθυρόστομα Εντεψίζικα. Έχουμε βέβαια και τα πεζά του, Βαρνάβας Καλοστέφανος και Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Τις μεταφράσεις του («Αντιγραφές») και τους τρεις τόμους με τις δοκιμές, τα κριτικά του δηλαδή κείμενα.

Πιο κάτω έχουμε όμως τους οχτώ τόμους του ημερολογίου του, Μέρες -που το έγραφε για να δημοσιευτεί. Και δυο τόμους Πολιτικό ημερολόγιο. Αλλά έχουμε και γύρω στους 15 τόμους αλληλογραφίας του Σεφέρη: με τη Μαρώ, τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Γιώργο Αποστολίδη, τον Αντρέα Καραντώνη, τον Γιώργο Θεοτοκά, κ.ά. Αν το σκεφτούμε, από τους κορυφαίους λογοτέχνες μας, ο Σεφέρης είναι αυτός για τον οποίο υπάρχουν δημοσιευμένα και προσιτά τα περισσότερα ντοκουμέντα. Σωστά ο Άκης Γαβριηλίδης χρησιμοποιεί την αναλογία του παγόβουνου, όπου το ορατό τμήμα είναι ο τόμος των Ποιημάτων και το κρυμμένο τα υπόλοιπα.

Με την ευκαιρία λοιπόν του παραπάνω άρθρου, διάβασα ξανά ολόκληρες τις Μέρες Β’ και κράτησα σημειώσεις γλωσσικού χαρακτήρα. Οι Μέρες Β’, ο δεύτερος τόμος των ημερολογίων, εκτείνονται από 24 Αυγούστου 1931 έως 12 Φεβρουαρίου 1934, δηλαδή το διάστημα όπου ο Σεφέρης υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο Λονδίνο. Οι Μέρες μπορούν να διαβαστούν παράλληλα με την αλληλογραφία του Σεφέρη της ίδιας περιόδου (με Κατσίμπαλη, Θεοτοκά, Καραντώνη, Αποστολίδη) και το ίδιο γεγονός που συνοπτικά καταγράφει ο ποιητής στο ημερολόγιο μπορούμε να το δούμε να το ξαναδιηγείται εκτενέστερα σε κάποιο γράμμα του, ίσως δίνοντας αλλού την έμφαση, και πάνω από μία φορά. Αλλά και οι εγγραφές στις Μέρες αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από επιστολές που απευθύνονται «σε πραγματικό πρόσωπο» όπως κρυπτικά προσημειώνει στο σύντομο σημείωμά του ο Δημήτρης Μαρωνίτης που επιμελήθηκε την έκδοση. Σήμερα ξέρουμε ότι πρόκειται για τη μουσικοκριτικό Λουκία Φωτοπούλου, με την οποία ο Σεφέρης είχε ερωτικό δεσμό.

Ο Σεφέρης γράφει σε δημοτική, σε πολλά όμοια με τη σημερινή κοινή νεοελληνική, αλλά με λιγότερες παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα, όπως θα δούμε πιο κάτω -και με το έργο του, ποιητικό και δοκιμιακό, αποδεικνύει έμπρακτα τις δυνατότητες της δημοτικής. Αυτό το κάνει προγραμματικά. Γράφει στον Κατσίμπαλη: Αν κατορθώσω με αυτά τα λίγα να δέιξω τις αφάνταστες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας όπως την αισθάνομαι, θα μου φτάνει ως επιτυχία (το 1932, Αγαπητέ μου Γιώργο, τόμ. Α’, σελ. 158) και: Πρώτα πρώτα χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνονται δύσκολες μεταφράσεις στα ελληνικά. Στην αρχή, επειδή κυρίως είναι ασυνήθιστα όχι γλωσσικά αλλά γιατί ποτέ στη δημοτική δε γράφτηκαν  τέτοια πράματα, φυσικά ξαφνιάζουν. Πώς όμως να γίνει; Αν δεχτούμε ότι δε μπορεί να προχωρήσει η δημοτική χαθήκαμε. Πρέπει να τη σπρώξουμε με το στανιό, οι καλύτεροι ας διορθώσουν. (Στο ίδιο, 180). Και ζητάει κανόνες: Μπορείς να μου πεις αν κατά τη γνώμη σου υπάρχει κανόνας για το ν της αιτιατικής μπροστά στα σύμφωνα της ερχόμενης λέξης που δέχουνται ν (ξ, τ, κ, κτλ.) δηλαδή έναν ξένο ή ένα ξένο, ξένον τόπο ή ξένο τόπο, στο πρώτο νομίζω ότι το χρειάζεται, στο δεύτερο έχω αμφιβολίες, κάποτε το ακούω έτσι και κάποτε αλλιώς (στο ίδιο, 140).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αποδελτιώσεις, Γενικά γλωσσικά, Ημερολόγια, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , | 76 Σχόλια »

Ο ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2022

Στις 26 Οκτωβρίου, ακριβώς 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα (που επανεκδίδουν το σύνολο του έργου του) το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος».

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η έκδοση αυτή ασφαλώς αποτελεί σημαντικό εκδοτικό και φιλολογικό γεγονός.

Το μυθιστόρημα το έγραψε ο Καζαντζάκης το 1946, όταν έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία, στον πρώτο σταθμό μιας αυτοεξορίας που έμελλε να κρατήσει ίσαμε τον θάνατό του, το 1957. Ένα κομμάτι («Ο θάνατος του παππού») το δημοσίευσε στη Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 1947 (τχ 473) με αφιέρωση στην Τέα Ανεμογιάννη και με την υποσημείωση: Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridje [sic], αλλά το υπόλοιπο έργο το άφησε ανέκδοτο.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες σελίδες του τις χρησιμοποίησε στον Καπετάν Μιχάλη. Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε πιο κάτω, ίσως θυμηθείτε τη σκηνή με τους τέσσερις τζουτζέδες του πατέρα του αφηγητή, που είμαι βέβαιος (αλλά δεν μπορώ να το ψάξω τώρα) πως υπάρχει  και στον Καπετάν Μιχάλη.

Ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Κοσμάς, σαραντάχρονος συγγραφέας και προφανές  αλτερέγκο του Καζαντζάκη, και η Νοεμή, η Πολωνοεβραία γυναίκα του που έχει περάσει όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη αρχικά και στη συνέχεια την Αγγλία.

Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα έδωσε στο γεγονός τη σημασία που του αξίζει. Η έκδοση είναι καλαίσθητη και το κείμενο του μυθιστορήματος (αλλά όχι των προλόγων κτλ) είναι τυπωμένο σε ιδιαίτερη γραμματοσειρά, πολύ ευχάριστη στο μάτι. Αρκετές λέξεις εξηγούνται σε υποσημείωση, με μια πρωτοτυπία: δεν υπάρχει αστερίσκος ή άλλη ένδειξη στη λέξη που εξηγείται, αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχουν οι εξηγήσεις με διαφορετική γραμματοσειρά. Οι εξηγήσεις βασίζονται στο «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του Β. Γεώργα, ένα πολύ αξιόλογο έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης και που φιλοδοξώ κάποτε να παρουσιάσω εδώ. Για να πάρετε μια ιδέα των λέξεων που εξηγούνται, στο τέλος του αποσπάσματος που θα παραθέσω βάζω όλες μαζί τις εξηγούμενες λέξεις -και σημειώνω και κάποιες παρατηρήσεις.

Αξιοδιάβαστο και χρήσιμο είναι και το Επίμετρο που το υπογράφουν, όπως και τον πρόλογο, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.

Γεννιέται το ερώτημα, αν προσθέτει κάτι ο Ανήφορος στο έργο του Καζαντζάκη που ξέρουμε (που ξέρουν, όσοι έχουν διαβάσει τα μεγάλα του έργα τουλάχιστον). Ενώ αναγνωρίζω πως είναι σημαντικό γεγονός φιλολογικά, δεν είμαι πεισμένος ότι στέκεται στο ύψος των γνωστών έργων του Καζαντζάκη σαν συνολικό εγχείρημα. Κι ο ίδιος άλλωστε το ίδιο φαίνεται να πίστευε, αφού πήρε σελίδες από το [αποτυχημένο; αποκηρυγμένο;] έργο του και τις ένταξε (σικ, ρε) στον Καπετάν Μιχάλη. Όμως η γνώμη μου αυτή είναι προσωρινή εντύπωση και μπορεί ν’ αλλάξει. Θα άξιζε επίσης να υπάρξει αντιπαραβολή με τον Καπετάν Μιχάλη, κάτι που δεν το κάνουν οι Μαθιουδάκης και Βασιλειάδη στο Επίμετρο, όπου πάντως αναφέρουν πολλά ενδιαφέροντα για την ιστορία του χειρογράφου και την αντιμετώπιση που είχε ως τώρα.

Θα παραθέσω λοιπόν εδώ τις πρώτες σελίδες από τον Ανήφορο (σελ. 29-43 του βιβλίου) και στο τέλος τις Λέξεις που εξηγούνται. Αν μου ξέφυγε κανένα λαθάκι από το Οσιάρ, διορθώστε με.

Πριν προχωρήσω, μια επισήμανση. Έχω βάλει με μαύρα τη λέξη «δυνάμες» (όλες του τις δυνάμες) διότι θεωρώ απίθανο να το έγραψε αυτό ο Καζαντζάκης, ή, ακόμα κι αν είναι έτσι στο χειρόγραφο που σώζεται, θα έπρεπε να το διορθώσουν οι επιμελητές. Ο Καζαντζάκης «δύναμες» και μόνο «δύναμες» έγραφε, όπως είναι ο παλιός δημοτικός-λαϊκός τύπος των δημοτικών τραγουδιών, του Σολωμού και του Βάρναλη, όχι «δυνάμεις» που είναι ο κανονικός τύπος της σημερινής κοινής νεοελληνικής, και οπωσδήποτε όχι το αλλόκοτο «δυνάμες». Οπότε, ένα μείον για την επιμέλεια της έκδοσης. Εχω  και μια μικρή επιφύλαξη για το απόσπασμα: Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε, όπου λογικά θα περίμενα «ήταν γερός», αλλά και το «γέρος» στέκει. Όμως αυτά είναι παρωνυχίδες. Ο λόγος στο άγνωστο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη

Ο ανήφορος

Ι

Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε’ μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

— Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφε­ρότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

— Ναι, είπε’ και σώπασε.

— Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

–  Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

— Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

— Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

—  Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα’ θα ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

— Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

—  Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσά­νυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή… Σα να ’ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

—  Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. Τώρα που πέθανε ο γέρος…

Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

—  Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω’ μα ναι πολύ αργά.

Έκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι,

όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

— Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

— Μα… έκαμε η κοπέλα.

Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα να ’θελε να της φράξει το στόμα.

—  Όχι, όχι… είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα – τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλω­μένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθα­μένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

«Δεν πέθανε ο γέρος», συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με

τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό. «Όσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ…»

Ένιωθε τον κύρη στα σωθικά του να πιάνει, ν’ απλώνει ρίζες, να μη θέλει να ξεκολλήσει. Έτσι ήταν πάντα του. Άγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή. Τον θυμάται, μικρός, με τα μαύρα καραμπογιά γένια, με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, βαρύς, λιγομίλητος κι είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτε­ρωθεί η Κρήτη. Κι ένα βράδυ, θυμάται ο Κοσμάς, είχε έρθει βεγγέρα σπίτι τους ο θείος ο Δημητρός, ο αδερφός της μητέρας, πρόσχαρος, αγαθός, από άλλο χώμα καμωμένος. Είπε κάτι στην κουβέντα απάνω και γέλασε’ ο κύρης μάζεψε τα χοντρά του φρύδια και πια δε μίλησε. Κι όταν ο θειος έφυγε, στράφηκε κι είδε τον Κοσμά: «Δεν ντρέπεται», είπε, «γέλασε».

Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε. Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε· μα μέσα του ένιωθε βαριά κατασκέπαση, ακατανόητη πίκρα, ένα αχ! ανέβαινε στο λαιμό του και τον έπνιγε. Στέρνιαζε, στέρνιαζε τον πόνο ένα μήνα, δυο μήνες, έξι μήνες, μα πια ξεχείλιζε μέσα του, δεν μπορούσε πια να χωρέσει, πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Και τότε, κάθε έξι μήνες, μεθούσε. Τα μεθύσια αυτά τα θυμάται ακόμα ο Κοσμάς με τρόμο. Είχε τέσσερεις τζουτζέδες, φτωχούς ανθρώπους, που τους έδινε δανεικά όλο το χρόνο, για να τους έχει στην υποταγή του όταν τους ήθελε’ όταν, κάθε έξι μήνες, μεθούσε και του χρειάζουνταν. Καθένας τους είχε και μια χάρη – ο ένας χόρευε καλά, ο άλλος τραγουδούσε, ο άλλος έπαιζε λύρα κι ο τέταρτος έκανε χωρατάδες. Σαν έρχουνταν ο γραμμένος καιρός, ο κύρης έστελνε τον παραγιό στον καθένα και τους μηνούσε: «Χαιρετίσματα», λέει, «από τον καπετάν Μιχάλη, και να κλείσετε το μαγαζί και να κοπιάσετε σπίτι».

Τρόμος τους έπιανε. Έστελναν ανθρώπους, παρακαλούσαν τον κύρη αν ήταν μπορετό ν’ αναβάλει δυο τρεις μέρες, να ετοιμαστούν. Είχαν δουλειά, δεν την τέλειωσαν, η γυναίκα τους ήταν άρρωστη, είχαν να παν στο χωριό να τρυγήσουν. Τίποτα! Έστελνε ο γέρος πάλι τον παραγιό: «Να κοπιάστε, λέει, ευτύς!» Κλειούσαν λοιπόν τα μαγαζάκια τους οι κακόμοιροι κι έγραφαν σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το κολνούσαν απόξω: «Θα λείψω οχτώ μέρες», γιατί τόσο βαστούσαν τα μεθύσια του γέρου. Ψώνιζαν μιας βδομάδας πράματα, πήγαιναν σπίτι τους, αποχαιρετούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκαναν το σταυρό τους και κατάφταναν ένας ένας στο σπίτι. Η δούλα τούς κατέβαζε στο υπόγειο· εκεί ταν τα βαρέλια το κρασί, ένα πιθάρι λάδι, ένα πιθάρι ελιές και δυο πιθάρια αλεύρι και στάρι. Είχε σύντοιχα ένα μακρύ πατάρι με μαξιλάρες και μεντέρια και μπροστά ένα μακρύ τραπέζι. 0 γέρος κάθουνταν στη μέση, έβανε δεξά του τους δυο, ζερβά τους άλλους δυο, κατέβαζε η δούλα τους μεζέδες, κινούσαν να σφάζουνται οι όρνιθες στη μέσα αυλή κι άρχιζε το φαγοπότι. Έτρωγαν, έπιναν, δε μιλούσαν. Κανένας από τους τέσσερεις δεν είχε κέφι· καθένας συλλογίζουνταν τις δουλειές του και το σπίτι του κι αγαναχτούσε μα σώπαινε. Σιγά σιγά, με το κρασί, με το φαΐ ζωντάνευαν, θόλωνε το μυαλό, ξεχνούσαν, έκανε νόημα ο γέρος, έπιανε τη λύρα ο λυράρης, ρουφούσε ο τραγουδιστής ένα αυγό να καθαρίσει η φωνή του κι άρχιζε το ξεφάντωμα. Πετιούνταν ο χορευτής, κινούσε τα χωρατά ο χωρατατζής, όλο το υπόγειο βροντούσε κι έτρεμε. Περνούσε η μέρα, έφτανε η νύχτα, ξημέρωνε. Ο γέρος, αγέλα­στος, ακίνητος, έπινε και θωρούσε· δεν τραγουδούσε, δε χόρευε ποτέ του. Ακουμπούσαν στον τοίχο οι καλεσμένοι, ή στον ώμο ο ένας του άλλου, έπαιρναν κλεφτάτα έναν ύπνο και πάλι, με μια σκουντιά του γέρου, τινάζουνταν και ξαναρχινούσε το φαγοπότι. Μέρες τρεις, τέσσερεις, οχτώ. Απάνω στις οχτώ, ο γέρος σηκώνουνταν, άνοιγε την πόρτα, άπλωνε το χέρι: «Φευγάτε!» έλεγε ήσυχα. Ποτέ δε θα τους ξεχάσει ο Κοσμάς τους κακόμοιρους πώς έφευγαν τοίχο τοίχο κι οι τέσσερεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, κιτρινοπράσινοι από τους εμετούς και τις αγρυπνίες, άπλυτοι, αξούριστοί, τρεκλίζοντας… Κι ο γέρος καβαλίκευε τη φοράδα του, περνούσε από τους τούρκικους μαχαλάδες, έβγαινε από την πολιτεία και πήγαινε στο μετόχι του να πάρει αγέρα.

Τίναξε ο Κοσμάς θυμωμένος το κεφάλι, σα να ’θελε να πετάξει αποπάνω του τον κύρη, στράφηκε να δει την κοπέλα, να γλυκάνει ο νους του. Την είδε να κάθεται απάνω στην κουλούρα τα σκοινιά, στην πλώρα, και να κοιτάζει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της την πολιτεία που όλο και ζύγωνε… Τα βενετσάνικα τείχη, τα χαλασμένα σπίτια, δυο τρεις μιναρέδες κουτσου­ρεμένοι, χωρίς πια μισοφέγγαρο, κι απάνω απ’ όλα μια μεγάλη εκκλησιά με γαλαζόμαυρο τρούλο.

— Είναι η μητρόπολη, ο Άγιος Μηνάς, είπε ο Κοσμάς και κάθισε δίπλα της. Είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου όταν χιμούσαν οι Τούρκοι να πατήσουν την εκκλησιά, αυτός πηδούσε από το κόνισμά του κι όπως ήταν, καβαλάρης, με τα σγουρά κοντά γένια, με την ασημένια αρμάτα, με το μακρύ κοντάρι, πρόβαινε στην πόρτα της εκκλησιάς και χύνουνταν στους Τούρκους…

Έζωσε το χέρι του στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της -σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα- κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους.

– Νοεμή, της είπε σιγά, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις.

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι, μαζεύτηκε στο στήθος του αντρός

σα να ‘θελε να μπει, να χαθεί μέσα του, να μην υπάρχει.

Το φως τράνεψε, από χλωμό πρωινό τριαντάφυλλο έγινε άγριο ρόδο κάτασπρο κι η θάλασσα γέμισε μαστούς, χοροπηδούσε και δέχουνταν τον ήλιο. Ο Γιούχτας άρχισε ν’ αραιώνει και να χάνεται μέσα στους αχνούς της ζέστας που ανέβαιναν κιόλας από τη γης. Ο ουρανός αποπάνω είχε χάσει τη γλύκα του την πρωινή κι είχε γίνει γαλάζιο ατσάλι.

Κάθε πρωί, είπε η κοπέλα κι αναστέναξε, άνοιγε ο πατέρας μου  το παράθυρο και τον έπαιρναν τα κλάματα. «Τι ομορφιά είναι τούτη», έλεγε, «τι θάμα!» Και τι έβλεπε; Μαύρες καμι­νάδες κι ένα κομμάτι μολυβένιο ουρανό κι ανθρώπους άσκη­μους και κουρελήδες που τουρτούριζαν. Τι θα ’λεγε, Θε μου, αν έβλεπε την Κρήτη!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε αναστενάζοντας ένας γέρος βρακάς, που πρόβαλε το κεφάλι του από το αμπάρι, αναμαλλιασμένο, μαχμουρλίδικο και κοίταξε. Παντέρμη Κρήτη!

Έσκυψε στο αμπάρι.

— Ελάτε, μωρέ παιδιά, να δείτε’ όλο χαλάσματα!

Ένας ναύτης περνούσε:

— Σώπα, γέρο, του φώναξε, σώπα και καλά τα πλερώνουν τώρα οι Φρίτσοι κι οι Φριτσομάνες!

Μα ο γέρος κούνησε το κεφάλι:

— Μωρέ, κι όλη η Γερμανία να ξεπατωθεί, το αχ! της Κρήτης δε σβήνει! Παντέρμη Κρήτη! αναστέναξε πάλι κι έκαμε το σταυρό του’ να ’σουν γυναίκα, θα ’χες πάει στην Παράδεισο· μα ’σαι νησί, κακομοίρα!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε κι ο Κοσμάς, μαρτύρησε πάλι. Εγώ ’μουν τότε ακόμα στην Αθήνα, δε με είχε ακόμα πιάσει η ντροπή, δεν είχα ακόμα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να κιντυνέψω κι εγώ, σαν άντρας. Ήταν οι τελευταίες μέρες του Μάη του ’41. Ο ουρανός σκοτείνιασε, γέμισε αεροπλάνα, χύθηκαν όλα, γραμμή, σα γερανοί, κατά την Κρήτη. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήραν σκληρίζοντας τα βουνά, οι άντρες, ξαρμάτωτοι, χιμούσαν και φώναζαν: «Ελευ­θερία ή θάνατος!» Ένας Εγγλέζος αξιωματικός μου δηγόταν, ύστερα από καιρό, στην Αφρική, για την πατρίδα που καίγουνταν. «Κι οι άντρες;» ρώτησα. Ο Εγγλέζος γέλασε: «Κρατούσαν μεγάλες σκουριασμένες μαχαίρες και φώναζαν: ‘Ελευθερία ή θάνατος!” κι έπεφταν απάνω στους αλεξιπτωτιστές». «Και γιατί γελάς;» «Για να μην κλαίω· εμείς φεύγαμε. Σ’ ένα χωριό, στο Λιβυκό πέλαγο, την ώρα που πηδούσα στο καράβι, ένας γέρος καπετάνιος με ρώτησε: “Γιατί φεύγετε;” “Μα δε βλέπεις, καπε­τάνιο; Θα μας σκοτώσουν”. “Ε, κι ύστερα;” έκαμε ο καπετάνιος. “Κι αν φύγεις, δε θα πεθάνεις θαρρείς μια μέρα; Πέθανε τώρα!” “Όσο αργότερα, τόσο καλύτερα”, του αποκρίθηκα. “Τον κακό σου τον καιρό!” μου φώναξε ο γερο-Κρητικός και μου γύρισε τις πλάτες». Ύστερα από καιρό έμαθα πως ο γερο-καπετάνιος αυτός ήταν ο παππούς μου.

— Βαριές ψυχές είναι τούτες, ζόρικοι άντρες οι Κρητικοί, σα να μπαίνω σε ζούγκλα, ψιθύρισε η κοπέλα, κοίταξε τον άντρα και του χαμογέλασε για να γλυκάνει λίγο τα λόγια της.

«Έχει δίκιο», συλλογίστηκε ο Κοσμάς, «έχει δίκιο. Βαριά πολύ η ψυχή του Κρητικού, μονόχνοτη, άγρια, σα ρινόκερος».

Θυμήθηκε στην Αφρική, όταν πήγε να πολεμήσει κι αυτός, πώς ξάφνου ανοίχτηκαν τα σπλάχνα του και πετάχτηκαν οι παμπάλαιοι δαιμόνοι. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει χωριό να καίγεται, αίμα να χύνεται. Την πρώτη φορά που είδε άνθρωπο σκοτωμένο παραλίγο να λιποθυμήσει. Μα, σιγά σιγά, περιπλέ­χτηκε στο αιματερό παιχνίδι, το πάθος τον κυρίεψε, η προαιώνια σκοτεινή λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώνει ανθρώπους… Άνοιξαν μέσα του οι καταπαχτές και ξεπετάχτηκαν οι παμπά­λαιοι πρόγονοι – ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο.

—Έχει δίκιο, μουρμούρισε πάλι και κοίταξε τη γυναίκα με συμπόνια.

— Θαρρώ δε θα βγω από δω ζωντανή, είπε η κοπέλα τόσο σιγά που δεν ακούστηκε.

Οι επιβάτες ξεπρόβαλαν όλοι από τ’ αμπάρια, από τις καμπίνες, μαζώχτηκαν στην πλώρα, κοίταζαν. Έμπαιναν πια στο λιμάνι έλαμψε δεξιά, σφηνωμένο στους βράχους, το πέτρινο λιοντάρι της Βενετιάς με το ανοιχτό Βαγγέλιο στα νύχια. Βούιζε το λιμάνι, μύριζε σάπια λεμόνια, λάδι, κίτρα, χαρούπι… Πίσω η θάλασσα η λουλακιά χόχλαζε. Ο ήλιος πια είχε ανέβει, κι έκαιγε. 0 Κοσμάς πήδηξε στο μόλο, άπλωσε το χέρι, πήρε το χέρι της κοπέλας:

— Πρωτοπάτησε με το δεξό σου πόδι, της είπε σιγά· ευτυ­χισμένη να ’ναι τούτη η στιγμή.

Πρωτοπάτησε με το δεξό της πόδι η κοπέλα, κρεμάστηκε από το μπράτσο του αντρός, εξαντλημένη.

— Κουράστηκα, είπε.

— Κοντά ’ναι το σπίτι, είπε ο Κοσμάς, κάνε κουράγιο. Φτάσαμε.

Προχώρεσαν. Ο Κοσμάς κοίταζε με απληστία τα σπίτια, τους ανθρώπους, τους δρόμους. Όλα είχαν γεράσει· οι μαύρες τρίχες άσπρισαν, τα μάγουλα βούλιαξαν, οι μπογιές ξέβαφαν, ξέφτισαν οι τοίχοι, πολλοί γκρεμίστηκαν. Πολλά κατώφλια είχαν χορταριάσει. Πήρε το χέρι της κοπέλας, το ’σφίξε.

— Τούτη είναι η πατρίδα μου, είπε· να, είμαι από τούτο το χώμα που πατούμε.

Η κοπέλα έσκυψε, πήρε από χάμω λίγο χώμα, το ’θρύψε στα δάχτυλά της:

— Είναι ζεστό, είπε· μου αρέσει.

Και θυμήθηκε τη μακρινή δική της πατρίδα, την παγωμένη.

Μπήκαν στα στενά σοκάκια. Ο Κοσμάς είχε αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, πήγαινε τώρα λίγο μπροστά· βιάζουνταν. Η καρδιά του χτυπούσε. Πήρε δεξά, έστριψε το δρομάκι· από μακριά ξέκρινε την πατρική πόρτα· κλειστή. Αποπάνω το παράθυρο, κλειστό. Κανένας στο δρόμο. Καμιά φωνή· σα να ονειρεύουνταν. Ζύγωσε στην παλιά δοξαρωτή πόρτα, με το χοντρό σιδερένιο κρικέλι. Τα γόνατά του λύγισαν λίγο. Έκαμε κουράγιο.

Χτύπησε. Βήματα ακούστηκαν στην αυλή, κάποιος στέναξε. Τα βήματα σταμάτησαν, ξαναχτύπησε. Η πόρτα άνοιξε, μια γριούλα πρόβαλε, κάτασπρη, εξαντλημένη, λιωμένη, ντυμένη κατάμαυρα. Μόλις είδε τον άντρα, έσυρε φωνή:

— Παιδί μου! κι άνοιξε την αγκάλη.

Η αδερφή πρόβαλε, λιγνή, λιωμένη κι αυτή, με άσπρες τρίχες τα μάτια της ολάνοιχτα, γεμάτα κακία και πίκρα. Τα στήθια της του κάκου περίμεναν όρθια, χρόνια· έπεσαν.

Χαρές, κλάματα, τα χέρια άδραχναν με λαχτάρα το αγαπη­μένο σώμα.

Μπήκαν μέσα· ένα καντήλι άναβε στην πέρα γωνιά του καναπέ, όπου κάθουνταν πάντα ο γέρος.

Ο Κοσμάς τρόμαξε μια στιγμή, έκαμε το σταυρό του.

— Είπε τίποτα πεθαίνοντας; ρώτησε.

— Όχι, αποκρίθηκε η μάνα· μούγκριζε σα θεριό. Του δώκαμε το κόνισμα της Παναγιάς, το πέταξε.

— Πονούσε;

—  Όχι· από θυμό που πέθαινε.

— Σιγά! είπε η αδερφή, δείχνοντας το καντήλι. Ακούει!

Μα η μάνα είχε τώρα το γιο της, δε φοβόταν εξακολούθησε

δυνατά:

—Έκρυψε το χρυσάφι του όλο μέσα στη γης, να μη χαρούμε. Σούρθηκε όξω στο μετόχι ετοιμοθάνατος, μας έδιωξε όλους, έσκαψε τη γης και το ‘κρύψε. Το βράδυ γύρισε· έπεσε ευχαριστημένος κι άρχισε το ρουχαλητό του θανάτου. Ήρθε ο παπάς να τον μεταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, τον είδε· αγρίεψε: «Φύγε!» του φώναξε. «Την κατάρα σου να ’χω!» «Δε φοβάσαι το Θεό;» του κάνει ο παπάς και του ’δείξε το άγιο δισκοπότηρο. «Δικός μου λογαριασμός!» αποκρίθηκε ο γέρος· «ξεκουμπίσου πό δω!»

Τα μεσάνυχτα άρχισε να χλιμιντράει σαν άλογο· η αδερφή σου κι εγώ μι οι γειτόνισσες μαζευτήκαμε σε μια γωνιά του σπιτιού και τρέμαμε. Αυτός χλιμίντριζε και λέγαμε τώρα θα πέσει το σπίτι να μας πλακώσει. Κι άξαφνα σιωπή. «Πέθανε!» είπε η κυρα-Κατίγκω η γειτόνισσα· «ποια θα πάει να δει;» Μα καμιά δεν τολμούσε. «Πήγαινε εσύ να του κλείσεις τα μάτια», μου κάνει η κυρα-Κατίγκω, «πήγαινε κι είναι αμαρτία». Έκαμα το σταυρό μου, πήγα. Κρατούσε ακόμα τα σίδερα του κρεβατιού και τα ’χε λυγίσει…

Άξαφνα, ως μιλούσε, είδε την κοπέλα να στέκει ακόμα στην αυλή, στον παραστάτη της οξώπορτας.

— Είναι…; ρώτησε η μάνα σιγά.

— Ναι, η γυναίκα μου…

Η αδερφή έστρεφε το πρόσωπο πέρα, με αναγούλα· η μάνα ζύγωσε το γιο:

— Γιατί την πήρες; ρώτησε σιγά. Θα μολέψει το αίμα. Οβραία.

— Είναι μεγάλη ψυχή. Σε αυτή χρωστώ τη ζωή μου· αν έλειπε, θα ’χα πεθάνει. Άλλη χαρά δεν έχω. Αγάπα τη, μητέρα. Και συ, Μαρία… είπε και στράφηκε στην αδερφή του.

Μα αυτή είχε γλιστρήσει μέσα να ετοιμάσει τον καφέ.

— Είναι Οβραία… ξανάπε η μάνα. Μα αφού τη θέλεις… Ένα μονάχα φοβούμαι…

-Τι;

— Μην την πνίξει.

— Ποιος;

Η μάνα δεν αποκρίθηκε· στράφηκε, κοίταξε κατά το αναμ­μένο καντήλι. Ο Κοσμάς κατάλαβε, ακούμπησε στον τοίχο. Σιγή. Ήξεραν κι οι δυο πως σαράντα μέρες η ψυχή δε φεύγει από το σπίτι, τρογυρίζει στην αυλή, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, μανταλώνει τη νύχτα την πόρτα, κάθεται δίπλα στο καντήλι και κοιτάζει κι ακούει τα πάντα. Ο γέρος του μήνυσε ως έμαθε πως παντρεύτηκε Οβραία: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Και τώρα είναι μονάχα δέκα μέρες που πέθανε.

Έσκυψε ένα βήμα προς την πόρτα.

— Χρυσούλα, είπε, έλα!

Την πήρε από το χέρι, την πήγε στη μάνα του.

— Μητέρα, η κόρη σου, είπε.

Η κοπέλα έσκυψε, φίλησε το χέρι της γριάς και στάθηκε πάλι και περίμενε.

Η μάνα την κοίταζε, αμίλητη. Τη γρυπή μύτη, τα χοντρά χείλια, τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Τη χρυσή αλυσιδίτσα που της έζωνε το λαιμό.

— Βαφτίστηκες; ρώτησε η γριά, χωρίς ν’ απλώσει το χέρι.

— Βαφτίστηκε, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Να ο σταυρός. Πήρε και τ’ όνομά σου, μητέρα. Χρυσούλα.

Τράβηξε την αλυσιδίτσα κι ανέβηκε από το στήθος, ζεστό, ένα χρυσό σταυρουλάκι.

— Καλώς όρισες! είπε η μάνα και της άγγιξε με κάποιο δισταγμό το κεφάλι.

Ο Κοσμάς άρχισε να τρογυρίζει στο σπίτι κι ήταν η καρδιά του βαριά· ανέβαινε, κατέβαινε, χάδευε αμίλητος τις πόρτες, τα παλιά έπιπλα, το τεράστιο ρολόι του τοίχου, τις ασημένιες πιστόλες τις προγονικές δίπλα στα κονίσματα.

— Κι ο παππούς; ρώτησε.

— Πέρα, στο χωριό· κείτεται του θανατά.

Οι δυο γυναίκες κάθισαν στο μακρύ παμπάλαιο καναπέ. Η μάνα κοίταζε έξω από το κλειστό παράθυρο, τη χαλικοστρω­μένη αυλή, τις γλάστρες το βασιλικό και πάνω από το πηγάδι την κληματαριά φορτωμένη αγουρίδες. Κάποτε έριχνε και μια λοξή ματιά στην κοπέλα. «Τι να της πω;» συλλογίζουνταν. «Άλλη ράτσα, άλλος θεός την έπλασε αυτή, δεν τη θέλω!» Κι η κοπέλα έβλεπε πέρα από την αυλή, πάνω από την κληματαριά, απέρα­ντους κάμπους χιονισμένους, μαύρες έρημες φάμπρικες και δάση κρουσταλλεμένα και καβαλάρηδες με γυμνά σπαθιά που έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και μάζωναν τους Οβραίους… Και τα χιόνια έλιωναν από το ζεστό αίμα, γίνουνταν λάσπη, και τα κοπάδια, άντρες και γυναικόπαιδα, έσερναν φωνές, μάζωναν τους μπόγους και τα παιδιά τους κι έτρεχαν…

Στράφηκε· είδε τη γριά που την κοίταζε. Έκαμε να της χαμογελάσει, δεν μπόρεσε· τα μάτια της ξαφνικά είχαν βουρ­κώσει. Η γριά τη λυπήθηκε.

— Τι συλλογιέσαι; τη ρώτησε, την πατρίδα σου; Πού γεννήθηκες;

— Μακριά, μακριά, στην Πολωνία. Σε μια μαύρη πολιτεία, με φάμπρικες.

— Τι κάνουν;

— Κανόνια, αεροπλάνα, μηχανές… Μα ο πατέρας μου…

Ήθελε να πει: «Δε μόλευε τα χέρια του φτιάνοντας μηχανές

να σκοτώνουν ανθρώπους, ήταν ραβίνος…» μα πρόλαβε και κρατήθηκε.

— Ο πατέρας σου, τι; ρώτησε η γριά.

— Ήταν καλός άνθρωπος, αποκρίθηκε η κοπέλα στενά­ζοντας.

Η γριά σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα κλωνί βασιλικό, το ’δωκε στην κοπέλα.

—Έχετε σεις βασιλικό; ρώτησε.

-Όχι.

— Φύτρωσε στον τάφο του Χριστού, είπε η γριά και σώπασε.

Ωστόσο κατάφταναν οι θείοι, οι θείες, οι γειτόνισσες. Γέμισε

το σπίτι. Είχαν ξεχάσει το γέρο, όλοι χαίρουνταν για τον ερχομό του γιου. Και κοίταζαν τη γυναίκα του από την κορυφή ως στα νύχια, σαν ένα όμορφο ζώο περίεργο κι ανησυχαστικό.

Η κυρα-Κατίγκω έσκυψε στο αυτί της γειτόνισσάς της:

— Είδες τι μυρωδιά που βγάνει; είπε. Για ζύγωσε κοντά της.

— Οβραΐλα, μουρμούρισε η γειτόνισσα και σούφρωσε τα χείλια. Έτσι μυρίζουν αυτές.

Ο Κοσμάς, μια στιγμή περνώντας, είδε τη γυναίκα του και την πόνεσε. Σαν πληγωμένος κύκνος του φάνηκε ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι χήνες, πάπιες και καρακάξες. Όλες άπλωναν το λαιμό και την κοίταζαν, έβγαναν μερικές φωνές και τραβούσαν πάλι το λαιμό τους πίσω· και σώπαιναν.

— Άκου πώς τσίρισε το καντήλι! είπε άξαφνα μια γριά και σταυροκοπήθηκε. Κύριε ελέησον!

Όλες στράφηκαν κατά τη γωνιά του καναπέ, όπου άγριο, ασάλευτο μέσα στο μεσόφωτο, έλαμπε το κόκκινο μάτι του καντηλιού.

— Ο γέρος! μουρμούρισε μια παχουλή γυναικούλα και χλώμιασε.

— Πού;

— Να, εκεί, στη γωνιά του καναπέ, διπλοπόδι.

— Άνοιξε το παράθυρο να φύγει! ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές.

Μια γριά γαντζώθηκε από το παράθυρο της αυλής, το άνοιξε’ μπήκε ο ήλιος.

— Βλέπεις τώρα τίποτα, κυρα-Πηνελόπη;

Η στρουμπουλή γειτονοπούλα έκαμε το σταυρό της:

— Δόξα σοι ο Θεός, είπε· έφυγε!

Η Μαρία έφερε τους καφέδες. Μαραμένη, στριμμένη, με μια μαύρη κορδέλα στο λαιμό, για να κρύβει τις ζάρες. Κοίταξε τη Χρυσούλα με μίσος· ήταν πιο νέα, πιο όμορφη και της είχε πάρει τον αδερφό της.

Ο Κοσμάς πλαντούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους. Ήλιος βαρύς, αποσυνθέτουνταν οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φρούτα βρομούσαν και μύριζαν οι δρόμοι. Χαλάσματα, μαγαζιά ετοιμόρροπα, τριμμένα σακάκια, μπαλωμένα παντα­λόνια, φάτσες ρημαγμένες από την πείνα. Μέσα από ψαρά γένια και βουλιαγμένα μάγουλα αναγνώριζε με τρόμο παλιούς συμμαθητές κι άλλαζε δρόμο. «Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη…

Αγαπημένο Κάστρο, μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, γεράσαμε…

……..

Γλωσσάρι

απόγειος: για άνεμο που πνέει από τη στεριά, από την ξηρά, που είναι στεριανός

μαυρολογώ: αποκτώ μελανή απόχρωση, γίνομαι σκοτεινός, σκούρος

ασπρολογώ: φαίνομαι άσπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητά μου

διανεύω: κινούμαι ελαφρά, σαλεύω

ανησυχαστικός: που προκαλεί ανησυχία, ανησυχητικός· επίφοβος

βεγγέρα: εσπερινή συγκέντρωση για συζήτηση και διασκέδαση

κατασκέπαση: η δυσκολία στην αναπνοή, αίσθημα έντονης δυσφορίας

στερνιάζω: αποθηκεύω, συσσωρεύω κάτι σε αποθηκευτικό χώρο, συγκεντρώνομαι σε ποσότητα

κλειώ: κλείνω κάτι, ενώνω κάτι με κάτι άλλο

μεντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ ή κρεβατιού, ντιβάνι

μετόχι: κτήμα με σπίτι

αρμάτα: οπλισμός, πανοπλία, πολυτελής ενδυμασία

τρανεύω: ολοκληρώνω τη σωματική ανάπτυξη· αυξάνω, μεγαλώνω’ γίνομαι τρανός

παντέρμος: που είναι εντελώς έρημος, εγκαταλειμμένος

μαχμουρλίδικος: που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια, νωθρότητα, βαρυθυμία

θρύβω: διαλύω σε πολύ μικρά κομμάτια, θρυμματίζω, συντρίβω κάτι

ξεκρίνω: διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάτι, βλέπω

δοξαρωτός: που έχει σχήμα τόξου, τοξωτός, καμαρωτός

μολεύω: μολύνω κάποιον ή κάτι· μιαίνω

γρυπός: που είναι γαμψός, κυρτός, καμπύλος

μεσόφωτο: το αμυδρό φως της ατμόσφαιρας κατά το σούρουπο ή την αυγή· ημίφως

διπλοπόδι: καθιστά, με τις κνήμες διασταυρωμένες, οκλαδόν

πλαντώ: κρύβω, εξασθενίζω κάτι, δυσφορώ, δημιουργώ κλίμα δυσφορίας

κουρνιαχτός: σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από το έδαφος

Μια δική μου παρατήρηση στο Γλωσσάρι. Δεν είναι κακό να εξηγούνται τύποι και λέξεις όπως ανησυχαστικός, βεγγέρα, διπλοπόδι, κουρνιαχτός, που τις βρίσκει κανείς σε κάθε λεξικό. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως νεότεροι, μπορεί να αγνοούν τη σημασία τους ή να μην είναι βέβαιοι. Ωστόσο, είναι περίεργο, ενώ εξηγείται ο «ανησυχαστικός» και η «βεγγέρα» να μένουν χωρίς εξήγηση οι τζουτζέδες ή η λέξη «σύντοιχα».

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθησαύριστα, Κρήτη, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 81 Σχόλια »

Μαθητές και δάσκαλοι, αφήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου – 7

Posted by sarant στο 9 Νοεμβρίου, 2021

Πριν από λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω σε συνέχειες το χρονικό του πατέρα μου «Μαθητές και δάσκαλοι», που εκδόθηκε το 2008 και έχει θέμα το Γυμνάσιο Μυτιλήνης στα χρόνια 1938-1946, τους καθηγητές του και τους συμμαθητές του. Όπως και με τα άλλα βιβλία του πατέρα μου, θα δημοσιεύεται κάθε δεύτερη Τρίτη.

Η προηγούμενη συνέχεια είναι εδώ. Σήμερα δημοσιεύω την έβδομη συνέχεια, στην οποία γίνεται λόγος για τα περιοδικά που εξέδωσε η τάξη του πατέρα  μου και τις θεατρικές παραστάσεις που ανέβασαν. Ο πατέρας μου παραθέτει και κατάλογο των περιεχομένων του περιοδικού Λεσβιακά Γράμματα. Bλέπετε ότι αφιερώνονται αρκετά άρθρα στον Ν. Λαπαθιώτη και την αυτοκτονία του. Τα Λεσβιακά γράμματα τα εχω σκαναρισμένα εκτός από το 1ο τεύχος (κι έτσι δεν μπορώ να βάλω το κείμενο Προκόπης ο ΣΤ’ του πατέρα μου, αφιερωμένο στον γάτο της οικογένειας, που έκανε κατορθώματα που έγιναν οικογενειακός θρύλος). Βάζω όμως ένα πατριωτικό ποίημα του (15χρονου τότε) πατέρα μου από το 6ο τεύχος.

Το πρώτο περιοδικό που εξέδωσαν, πριν από τα Λεσβιακά Γράμματα, ήταν οι Μαθητικές σελίδες, για τις οποίες έχει γράψει ο πατέρας μου και στο αυτοβιογραφικό του Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια και το είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο το 2012, μετά τον θάνατό του. Μερικά χρόνια αργότερα, ένας οίκος δημοπρασιών έβγαλε σε πλειστηριασμό, ανάμεσα σε διάφορα άλλα τεκμήρια λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, το πλήρες σώμα των χειρόγραφων Μαθητικών σελίδων. Το διεκδίκησα, αλλά δυστυχώς υπήρχε κάποιος εξίσου αποφασισμένος διεκδικητής που διέθετε περισσότερα μέσα. Έτσι, όταν ξεπέρασα κατά πολύ το ανώτατο όριο που είχα υπολογίσει, αποσύρθηκα. Αν μας διαβάζει ο άγνωστος κάτοχος του σπάνιου αυτού τεκμηρίου, ας στείλει μερικές σκαναρισμένες σελίδες….

 

ΙΙΙ

Τα περιοδικά μας

Οι «Μαθητικές σελίδες»

Οι “Μαθητικές Σελίδες” έβγαλαν συνολικά τέσσερα νούμερα

Δυστυχώς δεν κατόρθωσα να βρω ούτε ένα τεύχος τους και δε μπορώ να αναφέρω τα περιεχόμενά τους. Θυμάμαι πάντως πως ήταν υψηλής ποιότητας και μολονότι κυκλοφορούσε σε πέντε αντίτυπα, διαβαζόταν από πολύν κόσμο.  Ο ίδιος ο Μίλτης είχε φροντίσει να έχουν τα πολυσέλιδα τεύχη των «Μαθητικών Σελίδων» χοντρό εξώφυλλο, ώστε να αντέχουν στην ταλαιπωρία και είχε κανονίσει να τα παίρνουν εκ περιτροπής όλοι οι μαθητές της τάξης και να τα κρατούν στο σπίτι τους αρκετές ημέρες, ώστε να τα διαβάζουν οι ίδιοι, οι γονείς τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Σε μια εποχή όπου ούτε αθηναϊκές εφημερίδες δεν έρχονταν ταχτικά στο νησί, πόσο μάλλον λογοτεχνικά περιοδικά, η κυκλοφορία, έστω και με τον τρόπο που γινόταν, των «Μαθητικών Σελίδων», έκανε μεγάλη αίσθηση.

Η πρώτη σελίδα του κειμένου του Μίλτη για τις «Μαθητικές Σελίδες»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εκπαίδευση, Μυτιλήνη, Περιοδικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , | 83 Σχόλια »

Μνήμη Μάριου Χάκκα (μια συνεργασία του Χρήστου Γιαννακού)

Posted by sarant στο 4 Ιουλίου, 2021

Συμπληρώνονται αύριο 49 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Μάριου Χάκκα, στις 5 Ιουλίου 1972 -αν ζούσε ακόμα θα ήταν ένας θαλερός ενενηντάχρονος, αλλά τον γκρέμισε ο καρκίνος στα 41 του χρόνια. Το ιστολόγιο μάλλον έχει παραμελήσει τον Χάκκα -ένα μόνο διήγημά του έχουμε αναδημοσιεύσει, το Ένας αγνοημένος φιλέλληνας. Του χρόνου ελπίζω να έχουμε επανορθώσει.

Ο φίλος μας ο Χρήστος Γιαννακός μου έστειλε δυο κείμενα για τον Χάκκα, που τα δημοσιεύω σήμερα. Το ένα είναι ένα μικροδιήγημα του ίδιου, εις μνήμην Μάριου Χάκκα, με τίτλο «Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία» (δηλαδή ακριβώς στα μέρη του Χάκκα). Το άλλο είναι ένα άρθρο του, δημοσιευμένο το 2012 στο περιοδικό Μανδραγόρας, αλλά σε επικαιροποιημένη έκδοση τώρα, στο οποίο ο Γιαννακός παρουσιάζει εναν φάκελο με γραφτά του Χάκκα, που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή Θανάση Κωσταβάρα. Ανάμεσα σε αυτά, ανέκδοτα ποιήματα του Χάκκα, ένα αφήγημά του και μια επιστολή σταλμένη από το νοσοκομείο.

Πρώτα το μικροδιήγημα του Χρήστου Γιαννακού:

Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία

Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία εμφανιζόταν κάποτε ένας νέος, που νόμιζε πως ρύθμιζε την κυκλοφορία. Μαυρομάλλης, μουστακαλής και λιπόσαρκος είχε χαρακτηριστικά κοινά και ύψος μεσαίο. Φορούσε καθαρά, καθημερινά ρούχα –επομένως οι όποιοι δικοί του, κατά πάσα πιθανότητα, είχαν επίγνωση της κατάστασης. Οι κινήσεις του θύμιζαν τροχονόμο. Τα χέρια του ακολουθούσαν τις αναλαμπές «Γρηγόρη»-«Σταμάτη», για να επιτρέψει, δήθεν, το πέρασμα των πεζών, αφού πρώτα είχε σταματήσει τα αυτοκίνητα.

Καμαρωτός, με ύφος ανάλογο της περίστασης, έπιανε «δουλειά» για ποικίλα χρονικά διαστήματα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Στεκόταν στην άκρη και δεν ενοχλούσε κανένα. Κατά παρέκκλιση, συγχρόνως με τα συλλογικά, έδινε και κατ’ ιδίαν σήματα: έκλεινε διακριτικά το μάτι σε καμιά ομορφούλα, που περίμενε πριν τη διάβαση για να περάσει το δρόμο.

Με τον καιρό απέκτησε, εύλογα, χρονικό αυτοματισμό· δεν χρειαζόταν πια να συμβουλεύεται τα φανάρια για τις υποδείξεις του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εις μνήμην, Ποίηση, Συνεργασίες, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 55 Σχόλια »

Παρωνυχίδες

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2020

Παρωνυχίδα λέγεται η μικρή προεξοχή δέρματος στη βάση του νυχιού -για το ωμέγα ζητήστε τον λόγο από τον κ. Βακερνάγκελ. Λέγεται όμως παρωνυχίδα και κάθε ασήμαντο ζήτημα, ιδίως σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο που είναι σοβαρό ή/και επείγον.

Στο σημερινό άρθρο θ’ ασχοληθώ με μερικές λεπτομερειες με μεταφραστικό-μικροφιλολογικό ενδιαφέρον που συνάντησα σε βιβλία που διάβασα -κι αν ήταν παρωνυχίδες τον καλό τον καιρό, πρέπει να τις χαρακτηρίσουμε διπλά παρωνυχίδες τώρα στον καιρό της πανδημίας. Αλλά τι να κάνουμε, αυτό είναι το κουσούρι του ιστολογίου, ν’ ασχολείται πότε πότε με τα μικρά.

Ακόμα χειρότερα, θα παρουσιάσω μερικά μεταφραστικά ή τυπογραφικά ψεγάδια που εντόπισα σε δυο σημαντικά βιβλία που κατά τα άλλα ευτύχησαν να έχουν πολύ καλή μετάφραση / επιμέλεια. Ένας λόγος παραπάνω για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο που διάλεξα.

Και ξεκινάω από το βιβλίο Μέρες Θ’, τον τελευταίο τόμο των ημερολογίων του Γιώργου Σεφέρη.

Κυκλοφόρησε πέρυσι σε επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου-Davis και αποτελεί μείζον εκδοτικό γεγονός, αφού ολοκληρώνει τη σειρά των ημερολογίων του Σεφέρη. Στο βιβλίο αυτό αναφέρθηκα και σε ένα προηγούμενο άρθρο του ιστολογίου.

Λοιπόν, ψάρεψα ένα μικρούτσικο λαθάκι της επιμελήτριας, ανθυπολαθακι ίσως αλλά σε ένα τέτοιο έργο δικαιολογείται σχολαστικισμός.Στην εγγραφή της 9.7.1964 (σελ. 52) ο Σεφέρης αφηγείται τη συνάντηση και συνομιλία που είχε με τον συν-νομπελίστα Σαιν Τζον Περς (Νόμπελ 1960). Ο Γάλλος ποιητής, που μεγάλωσε σε ένα νησί των Αντιλλών, διηγείται στον Σεφέρη ότι μια φορά, ενώ πήγαινε με τον δάσκαλό του, είδαν ένα ζευγάρι «ιθαγενείς» να «κάνουν τον έρωτα» [έτσι το έλεγε ο Σεφέρης] και ρώτησε τον δάσκαλο -που ήταν και ιερέας- τι κάνουν.

Ο δάσκαλος δεν απάντησε αλλά ο μαθητής επέμεινε.

Και τότε, ο δάσκαλος είπε: Ils pêchent, mon enfant.

Η επιμελήτρια σωστά επισημαίνει πως εδώ ο Σεφέρης κάνει ορθογραφικό λάθος. Στα γαλλικά υπάρχουν δυο παρόμοια ρήματα, pêcher που θα πει «ψαρεύω» και pécher που θα πει «αμαρτάνω».

Ο δάσκαλος απάντησε, προφανώς, «αμαρτάνουν παιδί μου».

Και διορθώνει η επιμελήτρια τον Σεφέρη αλλά τον διορθώνει λάθος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μεταφραστικά, Μικροφιλολογικά, Παρουσίαση βιβλίου, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 157 Σχόλια »

Υπό εχεμύθειαν με την Έλλη Αλεξίου

Posted by sarant στο 5 Απριλίου, 2020

Μια και η επικαιρότητα στους πανδημικούς καιρούς μας είναι ζοφερή και καταθλιπτική, σκέφτομαι σήμερα να βάλω κάτι ανάλαφρο. Θα δημοσιεύσω μερικά ανέκδοτα. Όχι όμως ανέκδοτα με την τρέχουσα σημασία της λέξης («Ήταν μια φορά ένας Άγγλος, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας, και λέει ο Άγγλος…») αλλά με την παλαιότερη, δηλαδή ένα συμβάν που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο αλλά που η αλήθεια του δεν επιβεβαιώνεται από έγκυρες ιστορικές πηγές [ορισμός από το ΛΚΝ]).

Και αυτά τα ανέκδοτα βέβαια συνήθως είναι αστεία ή πνευματώδη, κι αν δεν είναι αληθινά είναι μπεντροβάτα (όπως λέμε στο ιστολόγιο).

Η Έλλη Αλεξίου (1894-1988), η μικρότερη αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, από σημαντική οικογένεια λογίων του Ηρακλείου Κρήτης, είναι γνωστή για το λογοτεχνικό και το εκπαιδευτικό της έργο και για τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση και στους κοινωνικούς αγώνες. Η Λιλίκα, όπως την έλεγαν οι φίλοι της, είχε επίσης έφεση στα ανέκδοτα και το 1976 εξέδωσε στη Σύγχρονη Εποχή τη συλλογή «Υπό εχεμύθειαν» στην οποία παρουσιάζει εκατοντάδες ανέκδοτα λογοτεχνών και γενικά ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, αλλά και της πολιτικής, πολλά από τα οποία της τα αφηγήθηκαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές.

Tο βιβλίο αργότερα επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτης, όπου έχει εκδοθεί το σύνολο των έργων της Έλλης Αλεξίου, αλλά είναι προ πολλού εξαντλημένο και στην επανέκδοση.

Η Αλεξίου δημοσιεύει τα ανέκδοτα στη συλλογή της με τυχαία σειρά, έχει όμως ευρετήριο στο τέλος ώστε να βρίσκει εύκολα ο αναγνώστης ποια ανέκδοτα αναφέρονται σε κάθε πρόσωπο. Επίσης, για κάθε ανέκδοτο υπάρχει μνεία του προσώπου που το αφηγήθηκε.

Διάλεξα λοιπόν κάμποσα ανέκδοτα που μου άρεσαν από τα πολλά ωραία που έχει το βιβλίο στις 200 σελίδες του, αν και έδειξα κάποια προτίμηση στα πιο σύντομα. Σε κάποιες περιπτώσεις, θα μπορούσε κανείς να πει για κουτσομπολιό, αλλά όπως έλεγε κάποιος «Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».

* Του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου συστήσανε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη σε κάποιον γνωστό μεγαλέμπορο, ο οποίος είχε μεσάνυχτα από ποίηση και φυσικά αγνοούσε και το όνομα του ποιητή. Κάποια στιγμή, που ο καλός άνθρωπος είχε στριμώξει τον Λαπαθιώτη σε μια γωνιά και του μιλούσε ασταμάτητα για την αγορά, το εμπόριο και τις δουλειές του, αντιλήφθηκε την απόγνωση και την αμηχανία του συνομιλητή του κι έσπευσε να τον ρωτήσει:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ανέκδοτα, Λογοτεχνία, Παρουσίαση βιβλίου, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 136 Σχόλια »

Όταν ο Σεφέρης είδε τον Αλέξη Ζορμπά στο σινεμά

Posted by sarant στο 25 Φεβρουαρίου, 2020

Κυκλοφόρησε πέρυσι ο τελευταίος τόμος των Ημερολογίων του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες Θ’) που πιάνει τα ημερολόγια της περιόδου από 1 Φεβρουαρίου 1964 έως 11 Μαΐου 1971 -είναι η τελευταία εγγραφή, αν και ο ποιητής πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα.

Μπορεί να γράψω και άλλο άρθρο για το σημαντικό αυτό βιβλίο, αλλά προς το παρόν θέλω να εστιαστώ σε μία μόνο εγγραφή, που με έχει προβληματίσει. Είναι σχετικά γνωστή, με την έννοια ότι αναδημοσιεύτηκε σε διάφορους ιστότοπους πέρυσι, οπότε ίσως να την ξέρετε, αλλά θαρρώ πως αξίζει να τη συζητήσουμε.

Eίναι η εγγραφή της 21.3.1965, η εξής:

Χτές είδαμε το Ζορμπά, το φίλμ του Κακογιάννη-Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη τη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να’ χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας – ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο· ποιος δεν ήταν βάρβαρος κάποτε –όλα μπορεί να τα πει κανείς– αλλά σ’ ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πώς εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε.

Πρόκειται για την πασίγνωστη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν στον ρόλο του Ζορμπά. Η ταινία όπως βρίσκω στη Βικιπαίδεια) έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 14 Δεκεμβρίου 1964, δηλαδή όταν την είδε ο Σεφέρης είχε ήδη τρεις μηνες που προβαλλόταν στις αίθουσες.

Ο Σεφέρης δεν συμπαθούσε τον Καζαντζάκη. Σαν συγγραφείς και σαν άνθρωποι είναι τα δυο άκρα αντίθετα. Στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων του Καζαντζάκη βρίσκουμε το εξής:

Ο νεοελληνιστής καθηγητής στο King’s College (Λονδίνο) Ροντερίκ Μπιτόν έχει ασχοληθεί κυρίως με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και του Γιώργου Σεφέρη. «Δύο αντίθετοι πόλοι», σχολιάζει: «Ο Σεφέρης δεν τον χώνευε καθόλου. Πιστεύω, ζήλευε θανάσιμα τον Καζαντζάκη επειδή ο τελευταίος είχε την πολυτέλεια να ζει μόνο από το γράψιμο. Ίσως γι’αυτό τα περισσότερα απ’όσα έχει γράψει ο Καζαντζάκης δεν διαβάζονται. Ο Σεφέρης ήταν διπλωμάτης, ο οποίος όμως στις κρίσιμες στιγμές τον βρίσκουμε πάνω στη δουλειά και να φτάνει σε υψηλές θέσεις μεταπολεμικά. Θυμάμαι πάντως κάτι αστείο. Ο μεταφραστής του Καζαντζάκη, ο Πήτερ Μπιν, συνάντησε τον Σεφέρη σε ένα ταξίδι του τελευταίου στην Αμερική, επί χούντας. Όταν ο Μπιν του είπε ότι έχει μεταφράσει Καζαντζάκη, ο Σεφέρης έγινε έξαλλος: «Μα τι είναι πια αυτός ο Καζαντζάκης; Ένας τιποτένιος είναι.» (εφημερίδα Καθημερινή, 9 Ιανουαρίου 2011)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ημερολόγια, Κινηματογράφος, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »

Πώς να μην κάνετε επιμέλεια αλληλογραφίας

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2019

Προειδοποίηση: Το σημερινό είναι άρθρο γκρίνιας. Και, το χειρότερο, θα γκρινιάξω για ένα θέμα που ενδιαφέρει ελάχιστους: για ένα βιβλίο με αλληλογραφία του Γιάννη Σκαρίμπα, στο οποίο βρήκα τρία-τέσσερα χοντρά λάθη στην επιμέλεια.

Παρόλο που ξέρω μερικούς τακτικούς θαμώνες του ιστολογίου που το γενικό θέμα της επιμέλειας και της έκδοσης χειρογράφων και αλληλογραφίας τούς ενδιαφέρει πολύ, αναγνωρίζω πως πρόκειται για «ειδικότητα» περιθωριακή ακόμα και ανάμεσα στους επαγγελματίες γραφιάδες.

Όταν λέω «επιμέλεια» δεν εννοώ τη γλωσσική ή την τυπογραφική επιμέλεια, αλλά όλη την εργασία για να μετατραπεί η χειρόγραφη ή δακτυλογραφημένη επιστολή σε κείμενο έτοιμο προς έκδοση, δηλαδή ο σχολιασμός ώστε ο αναγνώστης να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Και η δουλειά αυτή κάθε άλλο παρά απλή είναι. Αυτός που γράφει την επιστολή δεν έχει στο νου του τις μελλοντικές γενιές, έχει μονο τον παραλήπτη της επιστολής. Μπορεί να του γράψει «Είδα χτες τον Τ. και μου μίλησε για το άρθρο σου» χωρίς καμιά ανάγκη να εξηγήσει ποιος είναι ο Τ. (ο παραλήπτης θα ξέρει) ούτε για ποιο άρθρο μίλησαν. Όταν όμως η επιστολή εκδίδεται 50 χρόνια μετά, ο επιμελητής πρέπει να σκαλίσει τα άχυρα για να βρει ποιος είναι ο μυστηριώδης Τ. και για ποιο άρθρο του παραλήπτη γίνεται λόγος.

Είναι δύσκολη δουλειά λοιπόν η επιμέλεια της αλληλογραφίας, αλλά επειδή έχουν υπάρξει και περιπτώσεις υποδειγματικών επιμελειών ξέρουμε ότι μπορεί να γίνει άριστα ή έστω πολύ ικανοποιητικά. Θα αναφέρω, ας πούμε, τις καβαφικές Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο (υποδειγματική επιμέλεια και σχολιασμός  του Ε. Μόσχου) ή τους πολλούς τόμους εκδομένης αλληλογραφίας του Σεφέρη (διάφοροι επιμελητές).

Προανάγγειλα όμως ότι θα γκρινιάξω, οπότε καταλαβαίνετε πως την επιμέλεια του βιβλίου του Σκαρίμπα δεν τη θεωρώ υποδειγματική, κάθε άλλο. Στον παλιό μου ιστότοπο, όπου δεν υπήρχε αλληλεπίδραση, δημοσίευα αρκετά τέτοια «γκρινιάρικα» άρθρα επικρίνοντας κυρίως μεταφραστικές αστοχίες. Στο ιστολόγιο έχω αραιώσει τα άρθρα του είδους αυτού. Σήμερα θα με ανεχτείτε.

Πρόκειται λοιπόν για την αλληλογραφία του Γιάννη Σκαρίμπα, που εκδόθηκε με τίτλο «…στις πλάνες μου κανένας δεν με φτάνει!» και υπέρτιτλο «Ο Γιάννης Σκαριμπας αλληλογραφεί». Συγγραφέας, και επιμελήτρια της αλληλογραφίας, η κ. Σούλα Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη. Το βιβλίο περιέχει 144 σχολιασμένες επιστολές του Σκαρίμπα και προς τον Σκαρίμπα. Οι περισσότερες από αυτές είναι ήδη δημοσιευμένες σε διάφορα περιοδικά, πολλές άλλωστε ήταν «ανοιχτές επιστολές» εξαρχής δημοσιευμένες σε έντυπα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επιστολές, Κριτική βιβλίου, Λογοτεχνία, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 120 Σχόλια »

Οι τελευταίες συνεργασίες του Λαπαθιώτη στο Μπουκέτο

Posted by sarant στο 31 Μαρτίου, 2019

Το κείμενο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε στο τεύχος 45 (άνοιξη 2019) του κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά, με το οποίο συνεργάζομαι τακτικά. Αφορά βέβαια ένα είδος, το πεζό ποίημα ή πεζοτράγουδο, που δεν καλλιεργείται σχεδόν καθόλου στις μέρες μας.

Οι τελευταίες συνεργασίες του Ναπ. Λαπαθιώτη στο Μπουκέτο

Στα σχεδόν σαράντα χρόνια παρουσίας του στον λογοτεχνικό στίβο, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης συνεργάστηκε με πάρα πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Ωστόσο, δύο από αυτά ξεχωρίζουν, για τον όγκο και τη χρονική διάρκεια της συνεργασίας: η Νέα Εστία και το Μπουκέτο. Και με τα δύο αυτά περιοδικά, ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε από την αρχή της έκδοσής του έως το τέλος της ζωής του.

Κι αν η συνεργασία με τη Νέα Εστία, τη ναυαρχίδα των λογοτεχνικών περιοδικών την περίοδο του μεσοπολέμου (και στη συνέχεια) ήταν αυτονόητη, ο σημερινός αναγνώστης ίσως θα παραξενευτεί διαπιστώνοντας ότι ο ποιητής, ένας από τους κορυφαίους του μεσοπολέμου, είχε ακόμα πιο πυκνή και μακρόχρονη συνεργασία με το “λαϊκό” Μπουκέτο, ένα ταπεινό περιοδικό ποικίλης ύλης.

Ωστόσο, το Μπουκέτο, παρόλο που συχνά κατατάσσεται στα περιοδικά ποικίλης ύλης (ή “οικογενειακά περιοδικά”), αδικείται από την ταξινόμηση αυτή. Όχι τόσο επειδή το ίδιο αυτοπροσδιοριζόταν “Εβδομαδιαία εικονογραφημένη φιλολογική επιθεώρησις”, αλλά διότι πράγματι το περιοδικό, τουλάχιστον στη χρυσή εποχή του (από το 1924 έως το 1933 περίπου) διατηρούσε ανοιχτή επαφή με τη μεγάλη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη και σε αυτό δημοσίευσαν έργα τους οι κορυφαίοι λογοτέχνες της εποχής (Παλαμάς, Νιρβάνας, Ουράνης, Πορφυρας, Μαλακάσης, Βλαχογιάννης, Μυρτιώτισσα, Φιλύρας, Ξενόπουλος). Χαρακτηριστική για την επίδραση που είχε το Μπουκέτο στο νεανικό και στο αμύητο κοινό είναι η ανάμνηση του Γιώργου Κοτζιούλα, ο οποίος θυμάται πως όταν πρωτοείδε, έφηβος μαθητής Γυμνασίου στην Άρτα, τεύχος του, του φάνηκε σαν “Ευαγγέλιο της λογοτεχνίας”.

Ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε με το Μπουκέτο από το πρώτο τεύχος του (24.7.1924 με το πεζοτράγουδο “Μίσος”). Στο Μπουκέτο δημοσίευσε δεκάδες ποιήματα (πολλά σε πρώτη δημοσίευση), τα περισσότερα διηγήματά του, πολλά πεζά ποιήματα, στοχασμούς και άλλα κείμενα, αλλά και δύο εκτενή σημαντικά πεζογραφήματά του σε συνέχειες: τη νουβέλα Το τάμα της Ανθούλας το 1932 και την Αυτοβιογραφία του το 1940.

Η συνεργασία του χαρακτηρίζεται από περιόδους πυκνών δημοσιεύσεων, όπου σε κάθε τεύχος του περιοδικού ή σχεδόν υπάρχει κείμενο του Λαπαθιώτη, ακολουθούμενες από παρατεταμένες παύσεις και από νέα περίοδο πυκνής συνεργασίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες (π.χ. του Γ. Κοτζιούλα) υπήρχαν περίοδοι που ο Λαπαθιώτης περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ από τα γραφεία του περιοδικού “περισσότερο για κουβέντα παρά για συνεργασία”.

Ωστόσο, υπήρξαν και περίοδοι που ο Λαπαθιώτης συγκρούστηκε με τους ανθρώπους του περιοδικού, πράγμα που εξηγεί και τις πολύχρονες διακοπές της συνεργασίας. Παρά τους καβγάδες όμως, ο Λαπαθιώτης τελικά πάντοτε επέστρεφε και ξανάδινε συνεργασία. Ίσως είχε βρει στο Μπουκέτο ένα εκφραστικό βήμα για να φτάνουν τα κείμενά του σε πλατύτερα στρώματα, ένα βήμα που διατηρούσε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας που άλλα λαϊκά περιοδικά, στα οποία ο Λαπαθιώτης είχε περιστασιακά δώσει συνεργασία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν.

Η συνεργασία του Λαπαθιώτη με το Μπουκέτο στην αρχή αγνοήθηκε: στο πρώτο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Λαπαθιώτη, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1944, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο περιοδικό, ούτε καν στην εκεί δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του. Αλλά και ο Άρης Δικταίος έκανε το 1964 τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη χωρίς να έχει δει τα σώματα του Μπουκέτου, κάτι που εξηγεί ένα μέρος από τις ελλείψεις της έκδοσής του.

Σήμερα η συνεργασία του Λαπαθιώτη με το Μπουκέτο έχει γίνει γνωστή και έχει αξιοποιηθεί και εκδοτικά, με εξαίρεση την τελευταία περίοδο του περιοδικού. Πράγματι, το Μπουκέτο διέκοψε την έκδοσή του μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα το 1941, ωστόσο προς τα τέλη του χρόνου άρχισε πάλι να εκδίδεται, σκιά πλέον του εαυτού του, με πολύ λιγότερες σελίδες. Σε αυτή τη νέα περίοδο, από την οποία δεν έχουμε εντελώς πλήρη σώματα, οι συνεργασίες του Λαπαθιώτη είναι αρχικά σποραδικές. Στο 1943, και ενώ σταδιακά οι σελίδες του περιοδικού αυξάνονται και η ύλη βελτιώνεται, ο Λαπαθιώτης δίνει για δημοσίευση δύο διηγήματά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαπαθιώτης, Περιοδικά, Πεζό ποίημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , | 80 Σχόλια »

Φύσηξε βοριάς…, εις μνήμην Φάνη Κακριδή (1933-2019)

Posted by sarant στο 10 Ιανουαρίου, 2019

Με μια πολύ σημαντική απώλεια για τα γράμματά μας άνοιξε το 2019: τον θάνατο του κλασικού φιλόλογου Φάνη Κακριδή, ομότιμου καθηγητή κλασικής φιλολογίας στην Αθήνα και τα Γιάννινα.

Ο Κακριδής προερχόταν από οικογένεια φιλολόγων και πανεπιστημιακών καθώς ήταν εγγονός του καθηγητή Θεοφάνη Κακριδή και γιος του Ιωάννη Κακριδή -αλλά και της Όλγας Κομνηνού-Κακριδή, που όπως είναι λιγότερο γνωστό έχει μεταφράσει και αυτή την Ιλιάδα, μετάφραση που κυκλοφορεί από τον Ζαχαρόπουλο και είναι και πολύ καλή: ο Φάνης Κακριδής μάλλον θα πρέπει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας που οι γονείς του μετάφρασαν και οι δυο την Ιλιάδα, όχι όμως μαζί παρά σε δυο διαφορετικές εκδοχές.

Ο Κακριδής ομως είναι γνωστός και για τη συμμετοχή του στον δημόσιο στίβο με την αρθρογραφία του για θέματα εκπαίδευσης και γλώσσας. Στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιέψει ένα άρθρο με διάλεξή του για τη διδασκαλία των αρχαίων στο Γυμνάσιο. Καθώς ήταν δεινός κλασικός φιλόλογος, έβλεπε καθαρά πόσο καταστροφική ηταν η αντιμεταρρύθμιση του 1992 που επανέφερε τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο.

Στο ιστολόγιο έχουμε φιλοξενήσει κι άλλο ένα άρθρο του Φ. Κακριδή, περυσινό, από το περιοδικό Μικροφιλολογικά της Λευκωσίας, με το οποίο συνεργαζόμασταν και οι δυο. Στα άρθρα που έδινε στα Μικροφιλολογικά, ο Κακριδής εξέταζε κάθε φορά ένα μοτίβο όπως εμφανίζεται στην αρχαία γραμματεία και στα νεότερα χρόνια.

Για να τιμήσω τη μνήμη του, διάλεξα να αναδημοσιεύσω σήμερα ένα ακόμα άρθρο από τη σειρά των Μικροφιλολογικών, όπου εξετάζεται το μοτίβο του αέρα που σηκώνει το φουστάνι μιας κοπέλας. Ανάλαφρο θέμα, προφανώς -αλλά νομίζω πως ταιριάζει, κι ας είναι πένθιμη η συγκυρία. Βλέπετε, ο Φ. Κακριδής δεν περιφρονούσε και τα ανάλαφρα -είναι άλλωστε γνωστό ότι έχει μεταφράσει και περιπέτειες του Αστερίξ στα αρχαία ελληνικά. Μάλιστα, προς στιγμή σκέφτηκα να παρουσιάσω μια τέτοια μετάφρασή του, όμως ήθελε πολλή δουλειά κι έτσι το ανέβαλα για άλλη, πιο πρόσφορη στιγμή.

Το σύντομο άρθρο που θα διαβάσουμε δημοσιεύτηκε στο τεύχος 36 των Μικροφιλολογικών (φθινόπωρο 2014). Εγώ χάρηκα όχι μόνο το πλάτος των αναφορών, από τον Νόννο τον Πανοπολίτη ίσαμε την Κέιτ Μίντλετον, αλλά και τη θαυμάσια γλώσσα -μαζί και κάποιους τύπους που σήμερα θεωρούνται τολμηροί, όπως «δημοσιέψει», «κατάγραψαν», «περίγραψε».

 

Φύσηξε βοριάς..

… και της σήκωσε το ποδοφούστανό της
και της φάνηκε ο ποδαστράγαλός της!

Να ήξερε η χιώτισσα μικρή παπαδοπούλα πόσες νιες είχαν προηγηθεί και πόσες θα την ακολουθούσαν σε παρόμοια παθήματα, και να ήξερε ο λαϊκός τραγουδιστής πόσοι ποιητές είδαν ή φαντάστηκαν και κατάγραψαν πριν και μετά από αυτόν το ίδιο βίωμα!

Είναι χαρακτηριστικό του ανέμου να γυμνώνει, πότε τους λόφους και τις επιθυμίες, όπως στη «Μαρίνα των βράχων» του Οδυσσέα Ελύτη,1 πότε τα κόκκαλα απτη σάρκα, όπως στο Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, πότε τον χώρο και τα σχήματα /και τις ιδέες, όπως στην ποίηση του Μανώλη Γλέζου, πότε τις κολόνες του Ποσειδώνα, όπως στο «Σούνιο» του Κώστα Στεργιόπουλου· και πρόκειται πάντα για υπαλλαγή, όταν ο άνεμος παρουσιάζεται όχι να γδύνει αλλά να τον γδύνουν τα πόδια των κοριτσιών, όπως στο «Με τα δόντια» του ίδιου ποιητή, ή γυμνωμένος, όπως στις «Μέρες του φθινοπώρου» του Νίκου Κρανιδιώτη. Ιδιαίτερα αγαπητή στους ποιητές περίπτωση, όταν φυσώντας ο άνεμος αποκαλύπτει κάποιο από τα μυστικά του γυναικείου κορμιού.

Χρονολογικά, πρώτο γνωστό μας κείμενο είναι το αδέσποτο αλεξανδρινό ελεγειακό δίστιχο της Ελληνικής Ανθολογίας (5,38):

Εἴθ’ ἄνεμος γενόμην, σὺ δὲ δὴ στείχουσα παρ’ αὐγὰς
στήθεα γυμνώσαις καί με πνέοντα λάβοις.

Αγέρας να γινόμουνα, κι εσύ φωτολουσμένη
να γύμνωνες τα στήθη σου, να πάρεις την πνοή μου.

Αιώνες αργότερα, ο ίδιος λαϊκός τύπος της ανεκπλήρωτης ευχής2 απαντά και στην τρίτη στροφή από το ιδιότυπο ερωτικό ποίημα “Πόθος”, που δημοσίεψε το 1811 ο Αθανάσιος Χριστόπουλος:

Ας ήμουν αεράκης / και όλος να κινήσω
στα στήθη σου να πέσω / να σου τα αερίσω.

Στην αρχαία λογοτεχνία ανήκουν ακόμα τα Διονυσιακά του Νόννου, επικού ποιητή από την αιγυπτιακή Πανόπολη, που τον 6° μ.Χ. αιώνα, ανάμεσα σε πολλά άλλα μυθολογικά επεισόδια, περίγραψε και το θαλασσινό ταξίδι της Ευρώπης, τότε που ως ταύρος ο Δίας την άρπαξε και την οδήγησε από τη Φοινίκη στην Κρήτη. Τη φαντάστηκε καθισμένη στην πλάτη του μεταμορφωμένου θεού, να κρατιέται φοβισμένη από ένα του κέρατο…

καὶ δολόεις Βορέης γαμίῃ δεδονημένος αὔρῃ
φᾶρος ὅλον κόλπωσε δυσίμερος, ἀμφοτέρῳ δὲ   
ζῆλον ὑποκλέπτων ἐπεσύρισεν ὄμφακι μαζῷ.

Κι ο δολερός Βοριάς, από την αύρα τη γαμήλια ερεθισμένος,
το ρούχο της εκόλπωσε ο κακόγαμπρος, και με κλεμμένο πόθο
τ’ άγουρα στήθια εχάιδεψε σφυρίζοντας, κρυφά, τα διδυμάρια.

Η εικόνα της Ευρώπης να ταξιδεύει στη θάλασσα απαντά συχνά σε λογοτέχνες, και όχι μόνο σ’ αυτούς· ήταν όμως αποκλειστική έμπνευση του Νόννου ν’ αποδώσει στον Βοριά πρόθεση, και μάλιστα πονηρή.3

Πολυ κοντά στο δημοτικό της προμετωπίδας βρέθηκε ο Δημοσθένης Βουτυράς, όταν στο διήγημα «Το παιδί της βουβής» (1920) ξάγρυπνος ο Φύκος φαντάζεται πως μια κόρη με θαλασσί φόρεμα περνά· ο άνεμος της φυσά το φόρεμα καί φαίνεται ένα μεσοφοράκι άσπρο… Λιγότερο συγκρατημένος, αλλά πάλι υπαινικτικός, ο Κωνσταντίνος Σταλίδης στο «Εικόνα» μιλά για τα κορίτσια: ορθόστηθες Αφροδίτες / κόρφος αναχυτός / και … / το μισάνοιχτο πουκάμισο / ανεμίζει παντού / την κρυμμένη λαχτάρα.4 Παρόμοια ο κύπριος συνθέτης Μιχάλης Χατζηγιάννης τραγούδησε στην «Εκδρομή» (2002) τους στίχους της Ελεάνας Βραχάλη: Θα ’θελα ξανά να με θες / θα ’θελα αέρας να γίνεις / να περνάω τις νύχτες που καις / το πουκάμισό μου ν’ ανοίγεις.

Αναμφίβολα, όσα συμβαίνουν στη ζωή είναι πάντα πιο άμεσα και δραστικά. Η γνωστή σκηνή από το κινηματογραφικό Επτά χρόνια φαγούρα (Seven years itch, 1955), όπου η Marilyn Monroe πασχίζει να συγκρατήσει τη φούστα της, ξεσηκωμένη από τον ζεστό αέρα που αναδίνουν οι σχάρες του Μετρό, ανήκει ακόμα στην έντεχνη μίμηση·5 όμως το βοριαδάκι που αποκάλυψε πρόσφατα τα πριγκιπικά οπίσθια της Kate Middleton (Καθημερινή, 1.6.2014) ήταν πραγματικό.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους /Γύμνωσε την επιθυμία σου το κόκαλο… Αυτή η εικόνα θα τριγύριζε και στον νου του Κ. Στεργιόπουλου, όταν στο “Χωρίς τα πρόσωπα” έγραψε ότι Άνεμος ποντοπόρος πάνω απ’ τα κεφάλια μας / γυμνώνει τις αητοφωλιές…

2 Βλ. Φ. Κακριδής, «Ευχή ανεκπλήρωτη», Πεπραγμένα Συνεδρίου Η κρητική μαντινάδα, Ακρωτήρι, Δήμος Ακρωτηρίου, 2002, σσ. 131-141.

3 Μόσχος, Ευρωπ. 129, Λουκιανός, Ενάλ. διάλ. 15,2, Αχιλλ. Τάτ. 1,1,12, κ.ά.· βλ. τη σημείωση του F. Vian στην έκδοση των Διονυσιακών, Παρίσι, Belles Lettres, 1976, σ. 139.

4 «Στην Πυρκαγιά των υδάτων», Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2007, 22012, σ. 41.

5 Θαυματουργή και η φούστα της χορεύτριας, όπως περιγράφεται στο “Billet à Whistler” του Stephane Mallarmé, όπου η τελευταία στροφή: … Sinon rieur que puisse l’air / de sa jupe éventer Whistler.

Φάνης I. Κακριδής

Posted in Αρχαία ελληνικά, Εις μνήμην, Εκπαίδευση, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 221 Σχόλια »

Όταν ο Λαπαθιώτης συνάντησε τον Παλαμά -και τον Πόε

Posted by sarant στο 30 Σεπτεμβρίου, 2018

Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα ξεπήδησε από μια συζήτηση που έγινε στο Φέισμπουκ στις αρχές Αυγούστου. Λόγω του καλοκαιρινού κλίματος, δεν θέλησα ή δεν μπόρεσα να το γράψω τότε, οπότε το γράφω τώρα.

Η συνάντηση του τίτλου είναι φιλολογική. Στην πραγματική ζωή ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) είχαν συναντηθεί πολλές φορές, αν και βέβαια η μεγάλη διαφορά της ηλικίας (29 χρόνια νεότερος ο Λαπαθιώτης, κι ας πέθαναν με ένα χρόνο διαφορά) δεν τους άφησε να γίνουν φίλοι. Στην εφηβεία και την πρώτη νιότη του ο Λαπαθιώτης ήταν φίλος με τον γιο του Παλαμά, τον Λέαντρο, και ανήκαν και οι δυο τους στην ομάδα των δέκα νεαρών ποιητών (μαζί με Φιλύρα και Βάρναλη, μεταξύ άλλων) που έκδωσαν το 1907 το πρωτοποριακό ποιητικό περιοδικό Ηγησώ -που το βάφτισε ο Κωστής, ο οποίος συνεργαζόταν με το περιοδικό, όπως συνεργάστηκε άλλωστε και με την «αμαρτωλή» Ανεμώνη το 1910 (εδώ εξηγώ γιατί τη λέω αμαρτωλή).

Στην αλληλογραφία του ο Λαπαθιώτης αναφέρεται πότε-πότε στον Παλαμά και σε συναντήσεις τους, και μάλιστα σε ένα σημείο μάς λέει ότι ο Παλαμάς είχε παινέψει πολύ ένα ποίημα του έφηβου Λαπαθιώτη, όταν ο τελευταίος το είχε απαγγείλει σε μια συγκέντρωση στο σπίτι του Νικ. Πολίτη, που οι δυο γιοι του, ο Φώτος και ο Γιώργος, ήταν περίπου συνομήλικοι και φίλοι με τον Ναπολέοντα. Το ποίημα αυτό, «Ο τρελός» δεν έχει βρεθεί πουθενά -μάλλον δεν δημοσιεύτηκε οπότε για να το μάθουμε θα πρέπει μάλλον να ανοίξουν κάποτε οι αδελφοί Παπανδρέου το μυθικό αρχείο Λαπαθιώτη που έχουν ιδιοκτησία τους και να εκδοθούν τα περιεχόμενά του. Αλλά πλατειάζω.

Αργότερα ο Λαπαθιώτης πήρε απερίφραστα το μέρος του Καβάφη στη μεγάλη διαμάχη που δίχασε τη φιλολογούσα Ελλάδα από το 1924 και μετά: Παλαμάς ή Καβάφης; Έτσι, ήρθε σε σφοδρή σύγκρουση με τους παλαμικούς, αν και όχι με τον ίδιο τον Παλαμά.

Εδώ όμως θα δούμε μια ποιητική τους συνάντηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαπαθιώτης, Μελοποιημένη ποίηση, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 164 Σχόλια »