Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Φρασεολογικά’ Category

Μαθήματα Γαλλικών με τον Ζορζ Μπρασένς

Posted by sarant στο 11 Μαΐου, 2023

Εντάξει, κάπως βαρύγδουπος ο τίτλος, σκέφτηκα όμως  αυτό το άρθρο για να συνδυάσω δυο αγάπες του ιστολογίου. Από τη μια τη Φρασεολογία, στην  οποία έχω αφιερώσει πολλά άρθρα (και το βιβλίο μου Λόγια του αέρα) και από την άλλη τον αγαπημένο μου Ζορζ Μπρασένς, που συχνά έχω βάλει τραγούδια του -κάποτε μάλιστα αφιέρωσα και άρθρα σε αυτά (εδώ η σχετική ετικέτα).

Ο συνδυασμός είναι απλός: Θα βάλω γαλλικές ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται σε τραγούδια του Μπρασένς και θα πω δυο λόγια για την κάθε  ιδιωματική έκφραση.

Φυσικά, εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος. Τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν στις  δεκαετίες 1950-1970, έχουν δηλαδή περάσει 50-70 χρόνια από τότε, οπότε αυτές οι εκφράσεις μπορεί να  είναι (και μερικές σίγουρα είναι) παλιωμένες, όπως παλιωμένες θα είναι και οι εκφράσεις που θα συναντήσει όποιος διαβάζει όχι Παπαδιαμάντη αλλά ακόμα και το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή (το αναφέρω επειδή είναι γεμάτο από τέτοιες εκφράσεις).

Με αυτό το δυσκλαίμηρο κατά νου, ξεκινάμε.

  1. Στο τραγούδι Le pornographe, ακούμε τον Μπρασένς να λέει (κάπου στο 0.50):

En m’retrouvant seul sous mon toit
Dans ma psyché j’me montre au doigt
Et m’crie: » Va t’faire, homme incorrec’
Voir par les Grecs »

Η  έκφραση είναι aller se faire voir par les Grecs, συνήθως στην προστακτική, va te faire voir par les Grecs  (ή… chez les Grecs) και είπα να ξεκινήσουμε από αυτήν για λόγους, ας πούμε, εθνικής υπερηφανείας. Είναι έκφραση βίαιης αποπομπής, κάτι ανάμεσα στο «πήγαινε στο διάολο» και στο «άντε γαμήσου», και δη από τους Έλληνες, υπαινιγμός στην παιδεραστική φήμη των αρχαίων ημών προγόνων.

H έκφραση υπάρχει και χωρίς το par les Grecs, σκέτο Va te faire voir. Υπάρχει και «εξευγενισμένη» μορφή της, Aller se faire considérer par les Hellènes. Σε συλλογή γαλλικών εκφράσεων του 2009 υπάρχει η σημείωση: L’expression aller se faire voir chez les Grecs ne sert guère à l’amitié franco-hellène. (Η έκφραση δεν εξυπηρετεί καθόλου την ελληνογαλλική φιλία).

2. Στο τραγούδι Une jolie fleur ακούμε μια στροφή που σήμερα μπορεί και να τη λέγαμε σεξιστική (στο 1.20 περίπου):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Τραγούδια, Φρασεολογικά, γαλλικά | Με ετικέτα: , | 123 Σχόλια »

Τι λέτε όταν σηκώνετε το τηλέφωνο;

Posted by sarant στο 5 Μαΐου, 2023

Το θέμα του σημερινού μας άρθρου το εμπνεύστηκα από ένα  μέιλ που μου έστειλε χτες το πρωί ένας τακτικός αναγνώστης του ιστολογίου, ο οποίος συχνά μού στέλνει υλικό για τα μεζεδάκια του Σαββάτου, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, δεν σχολιάζει ποτέ.

Αφού λοιπόν ο φίλος έστειλε ένα μεζεδάκι (θα το δείτε αύριο) με ρώτησε:

Γιατί άραγε λέμε (ή λέγαμε) «εμπρός» στο τηλέφωνο; Σκεφτόμουν ότι έχει ενδιαφέρον ο κατάλογος με σχετικές λέξεις (παρακαλώ, λέγετε, ορίστε, ναι, κ.ά.), αλλά ίσως έχεις γράψει κάτι για το θέμα.

Δεν θυμάμαι να έχω γράψει για το θέμα. Επίσης, ο κλάδος της τηλεφωνίας έχει περάσει από πολύ μεγάλες αλλαγές στις τελευταίες τρεις δεκαετίες -ακόμα και η φράση «σηκώνω το τηλέφωνο» ίσως να είναι ανακριβής  αν τη δούμε κυριολεκτικά, αφού τις περισσότερες φορές δεν σηκώνουμε κάποιο μέρος της συσκευής, όπως στις παλιές συσκευές.

Και επειδή σήμερα όταν δεχόμαστε μια τηλεφωνική κλήση πολύ συχνά ξέρουμε ποιος μάς καλεί, επειδή υπάρχει αναγνώριση κλήσης, η φράση που λέμε όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο (εντάξει, όταν απαντάμε στην κλήση) είναι προσαρμοσμένη στο πρόσωπο που μας καλεί.

Οπότε, τα όσα θα πούμε σήμερα ισχύουν μόνο όταν δεν βλέπουμε ή δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός που μας καλεί.

Ο φίλος μας αναρωτιέται γιατί λέμε (ή λέγαμε) «εμπρός» στο τηλέφωνο. Νομίζω πως ξεκινάει από τη χρήση του «εμπρός» ως έντονης προτροπής για να αρχίσει κάτι, για να ξεκινήσει κάποιος να κάνει κάτι: Εμπρός  λοιπόν, πες μου τι ξέρεις. Εμπρός παλικάρια μου, χτυπάτε τον εχθρό. Εμπρός παιδιά για τη νίκη. Εμπρός μαρς! (στην παρέλαση). Από εκεί πέρασε και στο τηλέφωνο: Εμπρός, εννοώντας: πείτε τι θέλετε, σας ακούω.

Το «Εμπρός» μπορεί να ειπωθεί και με ερωτηματική χροιά, όπως και οι περισσότερες λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε.

Κάποτε λέμε ένα σκέτο «Ναι» (ή «Ναι;»), άλλοτε «Λέγετε», άλλες φορές «Ορίστε» ή «Παρακαλώ;». Σε επαγγελματικό περιβάλλον μπορεί να προηγείται το όνομα της εταιρείας, ενώ στις γραμμές βοήθειας ο υπάλληλος λέει απνευστί μια στερεότυπη φράση που περιέχει και το όνομά του και καταλήγει «πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Σφυγμομετρήσεις, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: | 204 Σχόλια »

Χαμπάρι ο αχάμπαρος!

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2023

Πριν από λίγο καιρό, όταν είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ορθογραφία της λέξης «νιώθω», ο φίλος μας ο Missing Ink, αναφερόμενος στη λέξη «άνιωθος» τη χαρακτήρισε εκτός μόδας, διότι τώρα τρεντάρει η λέξη «αχάμπαρος» και  με ρώτησε – αναρωτήθηκε αν αξίζει άρθρο. «Αν βάλουμε και το χαμπάρι μαζί, γιατί όχι;» του απάντησα. Σήμερα έρχομαι να εξοφλήσω το χρέος, πριν κλείσει μήνας και αρχίσουν  να μπαίνουν τόκοι υπερημερίας.

Χαμπάρι είναι η είδηση, το νέο. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο, από το haber, αραβικής  αρχής. Υπάρχει και τύπος «χαμπέρι», που είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο. Στα τουρκικά, σήμερα, το haber είναι η επίσημη λέξη για τις ειδήσεις, τα νέα. Λένε, ας  πούμε,  haberleri izliyorum, βλέπω τις ειδήσεις.

Σε μας όμως είναι λέξη της καθομιλουμένης, ελαφρώς παλιωμένη και χρησιμοποιείται πια σε ειδικές χρήσεις και στερεότυπες φράσεις. Δεν θα πούμε «έμαθα ένα χαμπάρι». Λέμε όμως, κάπως μάγκικα, «τι χαμπάρια;» και «τι χαμπάρια μάστορα;» εννοώντας «τι νέα;» ή  απλώς «τι κάνεις, πώς πάει;» και κυρίως  λέμε «παίρνω χαμπάρι» δηλαδή «αντιλαμβάνομαι», που το λέμε συνήθως αρνητικά, ας πούμε «πότε έφυγε ο Γιάννης  και δεν το πήρα χαμπάρι;».

Το λέμε και στην προστακτική, για νουθεσία: Πάρ’το χαμπάρι, δηλαδή κατάλαβέ το. «Πάρ’το χαμπάρι, αν δεν στρωθείς στο διάβασμα δεν παίρνεις πτυχίο φέτος».

Και «δεν έχω χαμπάρι», είμαι άσχετος, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω ιδέα π.χ. από άλγεβρα δεν έχει χαμπάρι.

Επίσης, «δεν δίνω χαμπάρι», που λέγεται και ελλειπτικά, σημαίνει «αδιαφορώ» π.χ. Τόση ώρα σε φωνάζω, χαμπάρι εσύ. Έτσι και στον τίτλο του άρθρου μας.

Έχουμε και το ρήμα «χαμπαριάζω» ή «χαμπαρίζω», που συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά. Δεν χαμπαριάζω μπορεί  να σημαίνει α) δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω κάτι, πχ δεν χαμπαριάζει από μαθηματικά, ή β) δεν δίνω σημασία, δεν υπολογίζω κάποιον ή κάτι, πχ αυτός δεν χαμπαριάζει κανέναν.

Παλιότερα ιδίως το χαμπάρι, έστω και χωρίς άλλον προσδιορισμό, ήταν η κακή είδηση, και μάλιστα όχι η οποιαδήποτε κακή είδηση  αλλά ειδικώς η είδηση του θανάτου κάποιου. Στην Κάλυμνο, ας πούμε, το χαμπάρι ήταν η είδηση ότι κάποιος σφουγγαράς είχε πνιγεί. Ακόμα πιο συγκεκριμένα «τα χαμπάρια του», που ακουγόταν και σαν κατάρα: «Που να’ρθουν τα χαμπάρια σου!» δηλ.  μακάρι να μαθευτεί η είδηση του θανάτου σου.

Πάμε  τώρα στον αχάμπαρο. Ο αχάμπαρος είναι αυτός που δεν δίνει χαμπάρι, που αδιαφορεί και δεν δίνει σημασία, ο αναίσθητος, ο άνιωθος. Όταν ανακοινώθηκε ότι ο Κώστας Καραμανλής θα κατεβεί στις επικείμενες εκλογές παρά τις ευθύνες του στην τραγωδία των Τεμπών, το Λούμπεν κυκλοφόρησε ένα βίντεο με τίτλο «Αχάμπαρος Κώστας Καραμανλής ξανακατεβαίνει με ΝΔ σα να μην έγινε τίποτα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ιστορίες λέξεων, Κύπρος, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 143 Σχόλια »

Μπα, τον βρήκες τον δρόμο;

Posted by sarant στο 7 Απριλίου, 2023

Τις προάλλες, είχα πάει επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι, βραδάκι, αλλά σχετικά νωρίς. Κάποια στιγμή, οι φίλοι μου αναρωτήθηκαν πού να είναι ο γιος τους (κάπου 23 χρονών) που έλειπε από το πρωί.

Καμιά ώρα αργότερα ακούγεται το κλειδί στην πόρτα.

— Α, ήρθε κι ο …. λέει η μητέρα.

— Τον βρήκε τον δρόμο; λέει ο πατέρας.

Κι ύστερα, σα να κοντοστέκεται, γυρίζει σε μένα και λέει:

— Αυτό μου το έλεγε η μητέρα μου, όταν αργούσα.

Και βάλαμε τα γέλια.

Το στιγμιότυπο αυτό το γνωστοποίησα στον τοίχο μου στο Φέισμπουκ, και σχολιάστηκε αρκετά. Κάποιοι επισήμαναν πως εφόσον ο γιος ήταν ενήλικος ήταν άστοχη η παρατήρηση του πατέρα, ενώ οι περισσότεροι θυμήθηκαν ότι και οι δικοί τους γονείς τούς έλεγαν τη συγκεκριμένη φράση και αρκετοί παραδέχτηκαν, σαν τον φίλο μου, ότι «και τώρα τη λέμε κι εμείς στα παιδιά μας».

Κάποιοι φίλοι θυμήθηκαν παρεμφερείς φράσεις των γονιών τους, σε περιπτώσεις που γύριζαν αργά στο σπίτι, ας πούμε:

  • Μπα; Θυμήθηκες ότι έχεις σπίτι;
  • Μαζεύτηκες επιτέλους;
  • Ξενοδοχείο το έκανες το σπίτι; [Και στη διαρκή εκδοχή του: Ξενοδοχείο το έχεις κάνει το σπίτι!]
  • Πήρες και τα κλειδιά από το … [Εννοώντας ότι το παιδί τους πρέπει να έφυγε τελευταίο από εκεί όπου βρισκόταν]

Κάποιος άλλος θυμήθηκε ότι, όταν αργούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο πατέρας του (συνήθως) στρεφόταν στη μητέρα του και τη ρωτούσε: «Πού είναι τέτοια ώρα ο κανακάρης σου;» σχολιάζοντας ότι ήταν καθιερωμένο, στις επιπλήξεις, ξαφνικά το παιδί να χρεώνεται στον άλλο γονιό.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Φρασεολογικά | 170 Σχόλια »

Παρατηρήσεις για τη γλώσσα του Σεφέρη

Posted by sarant στο 31 Μαρτίου, 2023

Αυτές τις μέρες βρίσκομαι στην Κρήτη, όπου προχτές πήρα μέρος στην εσπερίδα της  Βικελείου Μορφωτικής Εταιρείας για τον Γιώργο Σεφέρη. Επειδή με το ταξίδι δυσκολεύομαι να γράψω φρέσκα άρθρα, παρουσιάζω εδώ ένα τμήμα της ομιλίας μου. Όχι ολόκληρη, διότι είναι αρκετά μεγάλη. 

Ο τίτλος της εισήγησής μου ήταν «Η γλώσσα του Σεφέρη και ο Σεφέρης για τη γλώσσα». Αυτοί ήταν και οι δυο άξονες της ομιλίας μου, ενώ στην αρχή αναφέρθηκα επίσης στη σχέση του Σεφέρη με την κρητική λογοτεχνία και ειδικά με τον Ερωτόκριτο. 

Εδώ θα παρουσιάσω λοιπόν το τμήμα της ομιλίας όπου εξετάζεται η γλώσσα του Σεφέρη, μαζί με το κλείσιμο της ομιλίας μου.

Η γλώσσα του Σεφέρη

[…]

Ποια είναι η γλώσσα του Σεφέρη λοιπόν; Είναι βέβαια η δημοτική, η δημοτική της γενιάς του, κάπως διαφορετική όπως θα δούμε από τη σημερινή νέα ελληνική.

Όπως σημειώνει ο Μαρωνίτης, ως βασικό στοιχείο της γλώσσας του Σεφέρη πρέπει να αναγνωριστεί η απλότητα (λεξιλόγιο, γραμματική και σύνταξη), χωρίς βέβαια η απλή γλώσσα να σημαίνει εύκολη γλώσσα κι εύκολη ποίηση. Θα λέγαμε, η σοφή απλότητα.

Ο Σεφέρης ανανεώνει το φθαρμένο από τη χρήση ποιητικό λεξιλόγιο, για παράδειγμα αποφεύγει το σύνθετο επίθετο που αφθονεί στον Παλαμά ή στον Γρυπάρη, αποφεύγει το «υψηλό», ποιητικό λεξιλόγιο. (Στο δοκίμιό του για την ελληνική γλώσσα, μάλιστα, κάνει λόγο για «αριστερή καθαρεύουσα», που μερικά από τα γνωρίσματά της είναι: Ηχητικός πληθωρισμός· φραστική ακαμψία· κυνήγημα λέξεων χωρίς περιεχόμενο· ατέλειωτα, πολυσύνθετα, ταχυδακτυλουργικά επίθετα).

Το έχει εκφράσει και ποιητικά, στον Γέροντα στην Ακροποταμιά:

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Στον Σεφέρη δεν υπάρχει καμιά γλωσσική εκζήτηση. Λέξεις συνηθισμένες, σύνταξη ομαλή, κανένα υπερβατό, ρυθμός ήρεμος που ανεβαίνει χωρίς να ασθμαίνει.

Έτσι, οι ιδιωματικές ή λόγιες λέξεις ή τα αρχαία σύνθετα (π.χ. βαθύκολπη) ενσωματώνονται και χωνεύονται, σοφιλιάζονται που ίσως να έλεγε κι ο ίδιος, στις εσοχές μιας οικείας κατά βάση έκφρασης.

Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Μαρωνίτης, η γλώσσα του Σεφέρη είναι με τη βαθύτερη έννοια της λέξης δημοτική, δεν είναι φορτωμένη με τίτλους ιδιοκτησίας, όπως π.χ. στον Κάλβο ή στον Καβάφη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Εκδηλώσεις, Ποίηση, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 57 Σχόλια »

Να βάλουμε όλοι πλάτη;

Posted by sarant στο 23 Μαρτίου, 2023

Ομολογώ πως δεν είδα προχτές το βράδυ την πολυδιαφημισμένη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Σταύρο Θεοδωράκη. Ήμουν κουρασμένος από το ταξίδι, είχα πάει και σε μια ποιητική εκδήλωση, οπότε δεν είχα όρεξη να παρακολουθήσω σεμινάριο για το πώς καθαρίζονται οι λεκέδες ανάλογα με το είδος τους και σε ποια θερμοκρασία πλένονται τα μεταξωτά.

Η αλήθεια είναι πως και πολλοί άλλοι έκαναν όπως εγώ διότι η συνέντευξη παρουσίασε χαμηλή τηλεθέαση, με μονοψήφιο ποσοστό, παρόλο που η εκπομπή που προηγήθηκε, ο Σασμός, είχε εντυπωσιακά υψηλή θεαματικότητα, κάπου 25% (αυτό το λένε lead-in στην ειδική ορολογία, δεν ξέρω να υπάρχει ελληνικός όρος).

Είδα όμως χτες να σχολιάζονται διάφορα σημεία της συνέντευξης στα σόσιαλ και ανάμεσά τους η απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός σε μια κοπέλα που τραυματίστηκε στο δυστύχημα στα Τέμπη:

Θα έλεγα στην Ευδοκία η οποία έχει ηλικία -απ’ ό,τι κατάλαβα λίγο μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη μου κόρη- ότι έχει κάθε λόγο να είναι θυμωμένη, να φοβάται, να ανησυχεί. Δε γίνεται σήμερα ένα νέο παιδί να μπαίνει στο τρένο και να αισθάνεται ότι μπορεί να του συμβεί κάτι τόσο τραγικό. Θα της έλεγα όμως ότι πρέπει τελικά να επιμείνει. Να βάλει και αυτή πλάτη για να αλλάξει αυτή η χώρα.

Φαντάζομαι πως και οι τραυματίες που ακόμα νοσηλεύονται στην εντατική θα πρέπει να βιαστούν να βγουν για να βάλουν κι εκείνοι πλάτη. Οπότε, ας βάλουμε πλάτη κι εμείς, λεξιλογώντας ακριβώς για τη λέξη «πλάτη».

Σύμφωνα με το λεξικό, πλάτη είναι το οπίσθιο τμήμα του κορμού του ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα και τους ώμους ως τη μέση· ράχη, νώτα. Μεταφορικά, λέμε επίσης «πλάτη» το πίσω μέρος καθισμάτων -της καρέκλας ή του καναπέ, ας πούμε, αλλά και πλατιών αντικειμένων, π.χ. του φτυαριού.

Η λέξη είναι αρχαία, ανήκει στην πλατιά οικογένεια λέξεων που ξεκινάει από το επίθετο «πλατύς», από ινδοευρωπαϊκή ρίζα.

Πλάτη στα αρχαία ήταν, αρχικά, το πλατύ τμήμα του κουπιού και κατ΄επέκταση το ίδιο το κουπί και μετωνυμικά το καράβι. Ας πούμε, στον Αίαντα του Σοφοκλή «ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν» -που με κουπί ευλύγιστο κάνει τα πλοία να πετούν, στη μετάφραση του Μαρωνίτη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 101 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 17 ακόμα εκφράσεις

Posted by sarant στο 7 Μαρτίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα μήνα περίπου. Αφορμή για εκείνο το πρώτο άρθρο είχε σταθεί ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται, που μου είχε κοινοποιήσει ένας φίλος.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι έγραψα το προηγούμενο άρθρο, που έπιασε τις 15 πρώτες από τις (περίπου) 30 εκφράσεις. Σήμερα θα βάλω το δεύτερο μέρος, με τις υπόλοιπες εκφράσεις.

Ο τίτλος που βάζω, «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι», μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Παραθέτω λοιπόν το δεύτερο μέρος του άρθρου του dinfo.gr, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

1. Μάλλιασε η γλώσσα μου

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, οπως είναι τα μαλλια.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]

2. Μου έφυγε το καφάσι

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά -και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]

3. Τουμπεκί

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».

Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.

Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

[Η εξήγηση της δεύτερης παραγράφου στέκει περισσότερο. Όσο για το «ψιλοκομμένο» λειτουργεί επιτατικά -πρβλ. «δεν μου έμεινε δεκάρα τσακιστή»]

[Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τη φράση για το ξύλο της χρονιάς, που την ανέφερε ήδη στο πρώτο μισό του άρθρου, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]

4. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

[Δεν είναι εξήγηση αυτό! Δεν μας λέει γιατί η φράση σημαίνει «κάτι ύποπτο συμβαίνει». Θα θυμάστε ίσως ότι πέρυσι συζητήσαμε την έκφραση αυτή, χωρίς όμως να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τον σχηματισμό της].

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 95 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 15 εκφράσεις

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2023

Φίλος του ιστολογίου μού έστειλε λινκ προς ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται. Είναι περισσότερες από 30, δεν είναι μόνο εκφράσεις διότι περιλαμβάνονται και λέξεις, δεν χάνονται όλες -όμως δεν είναι εδώ το θέμα, αλλά στις εξηγήσεις που προτείνει το άρθρο σχετικά με την προέλευση των εκφράσεων.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο. Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.

Επειδή όμως το άρθρο με τις 30 εκφράσεις είναι σχετικά μεγάλο, σήμερα θα σχολιάσω μόνο το πρώτο μισό και θα αφήσω το υπόλοιπο για άλλη φορά. Παραθέτω λοιπόν το άρθρο, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση θα βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

  1. Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!

Εδώ έχουμε μια λέξη που προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.

Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».

[Η ελκυστική αυτή εκδοχή ήταν ευρέως διαδεδομένη και μοιάζει πειστική. Καταρρίπτεται ωστόσο διότι, όπως βρήκαμε εδώ στο ιστολόγιο, η λέξη «ζουρλοκαμπέρω» υπήρχε από πιο παλιά. Την χρησιμοποιεί το 1899 ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν ο Καμπέρος ήταν ακόμα 16 χρονών και δεν είχε αρχίσει τις πτήσεις, και προφανώς υπάρχει από ακόμα παλιότερα. Περισσότερα στο άρθρο του ιστολογίου.]

1α. Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.

[Ισχύει]

2. Η ιστορία μιας χυλόπιτας

Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλόπιτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστοσο το θαύμα της στη γλωσσά ειχε συντελεσθει.

[Νατσουλισμός μου φαίνεται. Η φράση υπάρχει σε τοπικές παραλλαγές με διάφορα πικρά ή ξινά εδέσματα -μούσμουλα, σταχτοζούμι- οπότε είναι πιο γόνιμο να σκεφτούμε απλώς την απόρριψη σαν ένα πικρό ποτήρι]

3 και 3α. Η μπέμπελη και η μαρμάγκα

Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.

Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι…

[Γενικά ισχύουν οι δυο εξηγήσεις. Η μαρμάγκα ετυμολογείται από τα αλβανικά, merimangë]

4. Καράβια βγήκαν στη στεριά…

Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου. Για να μη χρειαστεί να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις βιτρίνες στο Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…

[Εντελώς αστήρικτη εξήγηση, που δεν μαρτυρείται πουθενά, λες και χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να εξηγήσουμε μια ανθρωπολογική παρατήρηση]

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 116 Σχόλια »

Μεζεδάκια της μομφής

Posted by sarant στο 28 Ιανουαρίου, 2023

Θα καταλάβατε ότι τα ονομάζω έτσι επειδή, την ώρα που τα έγραφα χτες το μεσημέρι, διεξαγόταν στη Βουλή η συζήτηση για την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Και θα έχετε δίκιο αν μου πείτε ότι ο κανονικός όρος είναι «πρόταση δυσπιστίας», θα σας αντιτείνω όμως ότι τίτλο «Μεζεδάκια δυσπιστίας» έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει το 2018, όπως και «Δύσπιστα μεζεδάκια» πέρυσι -κι έτσι, τα είπα «μομφής».

Μπόρεσα να παρακολουθήσω κάποια σημεία από τη συζήτηση κι έτσι αλίευσα μερικά γλωσσικά αστοχήματα για να τα σερβίρω στη σημερινή πιατέλα.

Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός, απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα είπε:

Αλλά δεν μας απαντήσατε, κ. Τσίπρα, και θέλω να σας ρωτήσω ευθέως, εάν στην επιστολή την οποία σας ενεχυρίασε ο Πρόεδρος της Αρχής αναφέρθηκαν τα ονόματα τα οποία δημοσιεύσατε σήμερα, ναι ή όχι; Υπήρχαν τα ονόματα ή δεν υπήρχαν;

Αλλά δεν τη βάζουμε ενέχυρο την επιστολή, τη δίνουμε στο χέρι, την εγχειρίζουμε. Άρα, που σας ενεχείρισε έπρεπε να πει. Πιο απλό βέβαια θα ήταν να πει: που σας έδωσε, που σας έδωσε ιδιοχειρως.

Επίσης, αν άκουσα καλά, ο Αλ. Τσίπρας είπε για τα «τρεισήμισι χρόνια» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αυτό θεωρείται λάθος, είναι μάλιστα από τα πρώτα πρώτα που βρίσκει κανείς στα λαθολόγια, διότι τα χρόνια είναι γένους ουδετέρου, οπότε αφού έχουμε «τρία» χρόνια πρέπει να πούμε «τριάμισι χρόνια» αλλά «τρεισήμισι μήνες» και «τρεισήμισι ώρες». Αλλά για το θέμα αυτό χρωστάμε άρθρο.

Επίσης, έτυχε να ακούσω τον βουλευτή της ΝΔ κ. Χαρακόπουλο να επαινεί τον δημόσιο τομέα «που καταγάγει καθημερινά νίκες». Αλλά ενώ θα πούμε «έχει καταγάγει» ή μπορούμε να πούμε «θα καταγάγει» ή «φιλοδοξεί να καταγάγει», στην οριστική του ενεστώτα το ρήμα είναι «κατάγει». Πρόσεξα επίσης ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ανέφερε μια λέξη που μας απασχόλησε πρόσφατα, την κουτσουκέλα, αλλά χρησιμοποίησε τον τύπο «κουτσικέλα».

Τέλος, πρόσεξα ότι ο Αλ. Τσίπρας χρησιμοποίησε τον κακόζηλο αγγλότροπο πληθυντικό, όταν είπε ότι ο πολίτης φοβάται να περάσει «έξω από τα σουπερμάρκετΣ». Το σωστό είναι «τα σουπερμάρκετ’, βέβαια.

Κι ένα μαργαριτάρι σχετικό με τη συζήτηση στη Βουλή, αλλά από εφημερίδα. Iδού ο πρωτοσέλιδος τίτλος του Ποντικιού:

Πρόκειται βέβαια, όπως το λένε κι οι ίδιοι στον υπότιτλο, για παράφραση του πασίγνωστου ρητού «Έστι δίκης οφθαλμός ός τα πάνθ’ ορά». Ωστόσο, οι μεταξωτές περισκελίδες θέλουν επιδέξιους χειριστές. Το «ους» (το αυτί) είναι ουδέτερο, άρα η αντωνυμία έπρεπε να είναι «ό», όχι «ός». Και το «ακούει» δεν δασύνεται όπως το «ορά», άρα «τα πάντ’ ακούει».

* Κι ένα πρωθυπουργικό μαργαριτάρι, σχετικό με τη συζήτηση στη Βουλή αλλά φιλοτεχνημένο την προηγούμενη μέρα, σε ομιλία στο Ηράκλειο. Αναφέροντας προηγούμενη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, ο Κ. Μητσοτάκης είπε: «Υπάρχουν δικαστάς εις τας Αθήνας» (στο 55.30 του βίντεο, εδώ).

Ο Τσίπρας όμως (είδα το βίντεο) είπε, φυσικά, «Υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας». Επαναλάμβανε ρήση του Ελευθ. Βενιζέλου, ο οποίος παράφραζε την παροιμιώδη φράση «Υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο», που αποδίδεται σε έναν μυλωνά στο Πότσδαμ.

* Αστείο ορθογραφικό λάθος που είδα στα Υπογλώσσια, όπου κάποιος εμπορικός ιστότοπος προτείνει ταξινόμηση των προϊόντων που εκθέτει κατά διάφορους τρόπους, ανάμεσά τους και κατά «φθήνουσα» τιμή.

Φθίνουσα βεβαίως, δηλαδή ξεκινάει από τη μεγαλύτερη και κατεβαίνει προς τη μικρότερη, αλλά η έλξη από τις φθηνές τιμές φάνηκε ακαταμάχητη.

Αχ, πότε θα έρθει το φθηνόπωρο, που είπε κάποιος.

* Διαβάζω στον 984:

Το φημισμένο Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο είναι λειτουργικό επί 19 αιώνες, συνεχίζοντας να μεταφέρει νερό από την Πάρνηθα και την Πεντέλη στην Αθήνα, αναδεικνύει αλλά και το καταστεί παραγωγικό, ο δήμος Χαλανδρίου κατασκευάζοντας το πρώτο δίκτυο στη χώρα αποκλειστικά μη πόσιμου νερού. Μετά από 60 χρόνια εκτός λειτουργίας, το πολύτιμο νερό που κυλάει μέσα στο Αδριάνειο θα είναι προσβάσιμο στους κατοίκους του Χαλανδρίου για ποτιστικές και άλλες ανάγκες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βουλή, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 155 Σχόλια »

Το πετσί και η πετσέτα

Posted by sarant στο 19 Ιανουαρίου, 2023

Τέτοιες μέρες πριν από ένα χρόνο μας είχε πιάσει η μανία με το Wordle και τις παραφυάδες του σε κάθε γλώσσα (το σχετικό άρθρο του ιστολογίου το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα χρόνο κι έξι μέρες) Κάποιοι βαρέθηκαν τη νέα μόδα και την παράτησαν, κάποιοι τη συνεχίζουν (στην ειδική σελίδα μας βλέπω περιστασιακά και καινούργια σχόλια).

Eγώ τον πρώτο καιρό έπαιζα 6-7 συναφή παιχνίδια κάθε μέρα, σε διάφορες γλώσσες, αλλά δεν κράτησε πολύ και τα σταμάτησα. Όλα; Όχι όλα. Ένας φίλος, που ξέρει καλά πορτογαλικά, και που τον μύησα στο πορτογαλικό Wordle (το λένε Palavra do dia, λέξη της ημέρας) παίζει κάθε μέρα το παιχνίδι και μου στέλνει το αποτέλεσμά του μαζί με μια νύξη για τη λέξη που βρήκε (ή που, σπανίως, δεν βρήκε) κι εγώ δοκιμάζω και του απαντάω -είναι, ας πούμε, ο τρόπος μας για να λέμε καλημέρα. Εγώ πορτογαλικά δεν έχω διδαχτεί, αλλά κάτι σκαμπάζω από δεύτερο χέρι, κι έτσι συνήθως βρίσκω τη λέξη.

Τις προάλλες, ο φίλος μού έστειλε το αποτέλεσμά του εκείνης της μέρας με το σχόλιο: Εύκολο, παραπέμπει και στην τέχνη. Εύκολο ήταν πράγματι, το βρήκα σε τρεις προσπάθειες -πάντα ξεκινάω από τη λέξη CLARO, είχα έμπνευση να βάλω δεύτερη PESCA, και η σωστή απάντηση ήταν PECAS. Το παιχνίδι δεν έχει πρόβλεψη για τα γράμματα με διακριτικά που έχει η πορτογαλική γλώσσα (ã, ç), θεωρεί πως είναι σαν τα αντίστοιχα απλά γράμματα. Έτσι, η απάντηση στην πραγματικότητα ήταν η λέξη peças, που θα πει «κομμάτια» -peça (πέσα) είναι το κομμάτι, το εξάρτημα, με διάφορες σημασίες, είναι όμως και το θεατρικό έργο.

Πέτσες και πετσέτες δηλαδή, απαντάω στον φίλο μου. Διότι, πράγματι, η πέτσα και η πετσέτα είναι ξαδερφάκια του (θηλυκού γένους) peça. Στην ίδια οικογένεια (σαν τους εστεμμένους, που κατέκλυσαν προχτές το Τατόι, έτσι και κάποιες λέξεις έχουν συγγενείς σε όλη την Ευρώπη) έχουμε το αγγλικό piece, το γαλλ. pièce, το ιταλ. pezzo, το ισπανικό pieza κτλ.

Όλες αυτές οι λέξεις ανάγονται σε μια δημώδη λατινική λέξη *pettia (πρβλ. τη μεσαιωνική λατινική pettia), η οποία μάλλον είναι κελτικής αρχής -ας πούμε, υπάρχει ουαλικό peth «πράγμα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 111 Σχόλια »

Τα χάπια μου!

Posted by sarant στο 11 Ιανουαρίου, 2023

Καθώς συνεχίζονται οι ελλείψεις σε φάρμακα, η παροιμιώδης φράση του τίτλόυ παίρνει καινούργιο νόημα, καθώς θα μπορούσε να τη φωνάζουν χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι που ψάχνουν και δεν βρίσκουν αναλγητικά, αντιπυρετικά και άλλα βασικά φάρμακα που λείπουν.

Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων εξέδωσε συστάσεις για εναλλακτικά φάρμακα, με την ίδια δραστική ουσία, αλλά εμείς, ως ιστολόγιο, λεξιλογούμε, οπότε αρπάζω την ευκαιρία για ένα άρθρο. Όχι για τα φάρμακα γενικώς (έχουμε βάλει στο παρελθόν και θα το ξαναδημοσιεύσουμε κάποτε) αλλά ειδικά για τα χάπια.

Σύμφωνα με το ΜΗΛΝΕΓ, χάπι είναι «Φαρμακευτικό παρασκεύασμα με τη μορφή δισκίου που καταπίνεται». Το ΛΚΝ δίνει ελαφρώς διαφορετικό ορισμό, «φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα» και «(επέκτ.) δισκίο». Για τον Μπαμπινιώτη είναι «μικρού μεγέθους δισκίο ή κάψουλα φαρμάκου, που έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνεται από το στόμα είτε με κατάποση είτε με διάλυσή του στο στόμα», ενώ για το Χρηστικό το χάπι είναι «στερεό φαρμακευτικό παρασκεύασμα μικρού μεγέθους και συνήθως κυκλικού ή κυλινδρικού σχήματος, το οποίο λαμβάνεται από το στόμα». Δεν ξέρω τι μ’έπιασε και αντέγραψα και τους τέσσερις ορισμούς, αν και θα ήταν μια καλή άσκηση σε ένα σεμινάριο λεξικογραφίας. Πάντως, έχω την εντύπωση πως όταν λέμε «χάπι» συνήθως δεν σκεφτόμαστε ορισμένο σχήμα -θα μπορούσε να είναι σφαιρικό ή κυλινδρικό ή σε μορφή δισκίου (ή είναι κυλινδρικό ήδη το δισκίο;)

Η λέξη «χάπι» είναι τουρκικό δάνειο, από το τουρκ. hap, που είναι αραβικής αρχής. Χάπια είχαν βεβαίως και οι αρχαίοι, αν και τη φαρμακευτική ουσία την έκλειναν μέσα σε ζύμη. Τα έλεγαν «τροχίσκους», μια λέξη που χρησιμοποιείται και σήμερα στην φαρμακευτική ορολογία. Αργότερα εμφανίστηκε και ο όρος «πάστιλλος», δάνειο από το λατιν. pastillus, που ανάγεται στο panis = ψωμί. Και η παστίλια άλλωστε μπορεί να έχει φαρμακευτική χρήση, αλλά όχι αναγκαστικά. Στα νεότερα χρόνια, αμιγώς ελληνική λέξη είναι το καταπότι(ο).

Στα αγγλικά το χάπι είναι pill, pilule στα γαλλικά, pillola στα ιταλικά, pildora στα ισπανικά -όλα αυτά ανάγονται στο λατινικό pilula, που σήμαινε μπαλίτσα (pila η μπάλα) και είχε πάρει φαρμακευτική σημασία ήδη από τα αρχαία χρόνια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 111 Σχόλια »

Ποιος θα πληρώσει τα Μάρμαρα;

Posted by sarant στο 10 Ιανουαρίου, 2023

Τις τελευταίες μέρες έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για την επιστροφή των μαρμάρων (ή των γλυπτών) του Παρθενώνα (των Ελγινείων μαρμάρων, τα λέγαμε οι παλιότεροι), σε σημείο που δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για συνεννοήσεις της ελληνικής με τη βρετανική πλευρά που βρίσκονται πολύ κοντά στην επίτευξη συμφωνίας.

Αλλά εκτός από τη συζήτηση για τους όρους της συμφωνίας, είχαμε και μια δευτερεύουσα παρασυζήτηση όταν ο Αλέξης Τσίπρας, στη συνάντηση που είχε με το ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Αρχαιολόγων, αναφέρθηκε στα «Μάρμαρα του Παρθενώνα». Στο Τουίτερ πολλοί γνωστοί φιλοκυβερνητικοί λογαριασμοί (που δεν αποκλείεται να είναι μετακλητοί) ειρωνεύτηκαν την επιλογή του όρου «Μάρμαρα» αντί για «γλυπτά», μίλησαν, για πολλοστή φορά για αγραμματοσύνη του Τσίπρα, και κάποιοι προσφέρθηκαν να οπτικοποιήσουν την (υποτιθέμενη) διαφορά των όρων, βάζοντας πλάι στα γλυπτά του Βρετανικού Μουσείου φωτογραφίες από μάντρα μαρμαράδικου.

Οπότε, σήμερα θα λεξιλογήσουμε για τη λέξη «μάρμαρο», αρχικά, και στη συνέχεια για το αν ήταν σωστή η μομφή εναντίον του όρου «μάρμαρα του Παρθενώνα».

Το μάρμαρο που λέμε σήμερα είναι το αρχαίο «μάρμαρον», που όμως δεν είναι και πολύ αρχαίο -μάλλον μεταγενέστερο είναι· οι βεριτάμπλ αρχαίοι, οι σωστοί, οι γνήσιοι, έλεγαν «ο μάρμαρος», με αρχική σημασία, στον Όμηρο, «κομμάτι πέτρας (που λάμπει)». Στην Ιλιάδα (Μ380) ο Αίαντας σκοτώνει τον Επικλή «μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών», που οι Καζαντζάκης-Κακριδής το μεταφράζουν «βαριά κοτρόνα σφεντονίζοντας». Aλλά και στους Αχαρνής του Αριστοφάνη «ο μάρμαρος» είναι μια πέτρα που κάποιος θέλει να πετάξει σε κάποιον άλλο.

Στα επόμενα χρόνια η σημασία εξειδικεύεται σε «λευκό πέτρωμα, μάρμαρο», εμφανίζεται και θηλυκός τύπος, π.χ. «μαρμάρου της Υμηττίας και της Πεντελικής» στον Στράβωνα, ενώ μάλιστα εμφανίζεται και η σημασία «μαρμάρινο καλλιτέχνημα» και ειδικότερα επιτύμβια πλάκα, π.χ. μάρμαρος τυκτή στον Θεόκριτο. Όπως είπαμε, το ουδέτερο, το μάρμαρον, είναι τύπος μεταγενέστερος, που όμως επικράτησε.

Ως προς την ετυμολογία, το μάρμαρο πρέπει να συνδέεται με το ρήμα «μαρμαίρω» «λάμπω, ακτινοβολώ», που προήλθε από εκφραστικό αναδιπλασιασμό του θέματος μαρ-.

Η ελληνική λέξη πέρασε στα λατινικά ως marmor (αυτό δέχονται οι περισσότεροι μελετητές) και από εκεί είχαμε το γαλλικό marbre με ανομοίωση και το αγγλικό marble. Στα αγγλικά, marbles είναι επίσης οι μπίλιες, οι γκαζές που λέγαμε. Υπάρχει και η έκφραση Have you lost your marbles? που ισοδυναμεί με τη δική μας «σου έστριψε η βίδα;» ή «έχασες τα λογικά σου;». Διαβάζω όμως ότι αυτά τα marbles προέρχονται από τον όρο marbles της σλανγκ που είναι παραφθορά του γαλλ. meubles (έπιπλα).

Marbles ονομάστηκαν και τα γλυπτά που αγόρασε ή έκλεψε ή τέλος πάντων απέσπασε ο Ελγίνος από τον Παρθενώνα το 1803 με ένα (αμφισβητούμενο) σουλτανικό φιρμάνι και μετά τα πούλησε στη βρετανική κυβέρνηση και που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο. Λένε ότι ο λόρδος Elgin ζημιώθηκε από την επιχείρηση αυτή, αφού το αντίτιμο της πώλησης δεν κάλυψε τα έξοδά του, τουλάχιστον όμως κέρδισε μιαν ηροστράτεια υστεροφημία αφού το όνομά του μνημονεύεται ακόμα και λέμε για Elgin marbles ή Ελγίνεια μάρμαρα.

Τότε που η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε, ως υπουργός πολιτισμού στη δεκαετία του 80, την εκστρατεία επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα, η συνήθης αναφορά γινόταν σε Ελγίνεια ή Ελγίνεια μάρμαρα. Στην αρχή, οι βρετανικές αρχές αρνούνταν κατηγορηματικά ενώ και ο βρετανικός Τύπος ήταν αντίθετος έως ειρωνικός (θυμάμαι τίτλο The Greeks have lost their marbles). Η πρώτη νίκη σε αυτή την εκστρατεία ήταν το ψήφισμα της Unesco τον Αύγουστο του 1982. Βλέπουμε το σχετικό ρεπορτάζ των Νέων (7.8.82) όπου χρησιμοποιείται, φυσικά, ο όρος «μάρμαρα»:

Σε άλλες της δηλώσεις, η Μελίνα Μερκούρη είχε πει ότι «τα μάρμαρα συνηθίζεται να λέγονται Ελγίνεια, αλλά για μας θα είναι πάντα τα Μάρμαρα της Ακρόπολης».

Στα επόμενα χρόνια, πλάι στον όρο Ελγίνεια, τον οποίο πολλοί απέφευγαν να χρησιμοποιούν για να μη διαιωνίζεται το όνομα του άρπαγα, άρχισε να χρησιμοποιείται, όλο και περισσότερο, ο όρος «μάρμαρα του Παρθενώνα».

Χαρακτηριστικό είναι ότι στο ΛΚΝ (έκδ. 1998) καταγράφεται ο όρος «Ελγίνεια μάρμαρα» (και στο λήμμα «μάρμαρο» και σε ιδιαίτερο λήμμα, ενώ στο λεξικό Μπαμπινιώτη υπάρχει λήμμα «ελγίνεια» όπου συστήνεται να αποφεύγεται ο όρος -και στο λήμμα «μάρμαρο» καταγράφεται η σημασία «καλλιτέχνημα από μάρμαρο» όπως και ο όρος «μάρμαρα του Παρθενώνα».

Ο όρος «μάρμαρα του Παρθενώνα» υπάρχει και στα νεότερα λεξικά, το Χρηστικό δηλαδή, όπως και το ΜΗΛΝΕΓ. Βάζω την οθονιά από το ΜΗΛΝΕΓ, με απόσπασμα από το λήμμα «μάρμαρο», επειδή μού θυμίζει κι άλλη μια χρήση του όρου «μάρμαρο»:

Το «Πάριο μάρμαρο» (λέγεται και «Πάριο χρονικό») είναι μια μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο και αποτελεί χρονογραφική επιτομή πολιτιστικών γεγονότων της αρχαίας ιστορίας. Μπλεκει ιστορία και μύθο, καθώς ξεκινάει από τη βασιλεία του Κέκροπα και φτάνει έως το 264 πΧ, όταν και χαράχτηκε. Ομολογώ πως δεν το έχω διαβάσει.

Βλέπουμε λοιπόν πως η χρήση του όρου «μάρμαρα» με τη σημασία «μαρμάρινα καλλιτεχνήματα» είναι εδραιωμένη και δεν αποτελεί αγγλισμό, αν και ασφαλώς η χρήση ενισχύθηκε από τις αναφορές σε Elgin marbles. Πάντως, το βρίσκω άτοπο να θεωρείται «λανθασμένη» η φράση «μάρμαρα του Παρθενώνα», πολύ περισσότερο που όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, ανάμεσά τους και ο Κ. Μητσοτάκης, την έχουν χρησιμοποιήσει.

Αυτή τη στιγμή, βέβαια, που έχει βγει το φιρμάνι πως είναι λάθος να λες «μάρμαρα», στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο πλειοψηφούν, σχεδόν μέχρι ομοφωνίας, οι αναφορές σε «γλυπτά του Παρθενώνα», οπότε δεν αποκλείεται τελικά να μείνουμε κάτι λίγοι που να λέμε (και) «μάρμαρα του Παρθενώνα» και έτσι να δείχνουμε την ηλικία μας. (Σε αυτό το ενδιαφέρον άρθρο, πάντως, οι όροι «γλυπτά» και «μάρμαρα» χρησιμοποιούνται αδιάφορα και εναλλάξ, όπως είναι το φυσιολογικό).

Αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Πιο σημαντικό είναι ότι, από τις διαρροές στον Τύπο, φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να πιστωθεί προεκλογικά την «εθνική επιτυχία» της «επιστροφής» των γλυπτομαρμάρων, είναι έτοιμη να απεμπολήσει την πάγια εθνική θέση ότι η Ελλάδα «δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής» και να δεχτεί δανεισμό και μάλιστα έναντι ανταλλαγμάτων, δηλαδή του δανεισμού άλλων σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο για όσο διάστημα θα φιλοξενούνται τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Η αλήθεια είναι ότι το διεθνές κλίμα έχει μεταστραφεί υπέρ της επιστροφής των αρχαιοτήτων -όχι του Παρθενώνα ειδικά, αλλά παγκοσμίως και γενικά. Όπως εξηγεί η Δέσποινα Κουτσούμπα σε άρθρο της (με την ευκαιρία, αξίζει να προσεχτεί ο νέος ιστότοπος που το φιλοξενεί), μέσα στο 2022 είχαμε την καθιέρωση του όρου «ηθική των μουσείων» και τη δικαίωση της Νιγηρίας για την επιστροφή αρχαιοτήτων που είχαν κλαπεί από το έδαφός της. Οπότε, αφού το μομέντουμ, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της μόδας, ευνοεί τις ελληνικές διεκδικήσεις, θα ήταν κρίμα μια βεβιασμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει ψηφαλάκια να οδηγήσει σε μια συμφωνία δανεισμού, παρόμοια με την επαίσχυντη συμφωνία Στερν.

Ή αλλιώς, να μην πληρώσουμε τα Μάρμαρα με τον δανεισμό άλλων σημαντικών αρχαιοτήτων.

ΥΓ Δεν αναφέρθηκα στη φράση «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;», που σημαίνει «ποιος θα υποστεί τις συνέπειες;». Μια και εδώ λεξιλογούμε, να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προήλθε από καβγάδες σε καφενεία. Όταν σπάσει το (ακριβό) μάρμαρο του τραπεζιού, κάποιος από τους συμπλεκόμενους θαμώνες αναγκάζεται να το πληρώσει.

Posted in Αρχαιολογία, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 137 Σχόλια »

Το παράπονο της νεοφώτιστης Φωτεινής

Posted by sarant στο 9 Ιανουαρίου, 2023

Προχτές, που είχαμε τα Φώτα και γιόρταζαν διάφορα ονόματα, ανάμεσά τους και η Φωτεινή, είχα πει ότι τον καιρό του Εικοσιένα οι νεοφώτιστες, μουσουλμάνες συνήθως, που ασπάζονταν τον χριστιανισμό, ήταν συνηθισμένο να παίρνουν το όνομα Φωτεινή. 

Την πληροφορία αυτή τη βρήκα σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, και που το ανέφερα στο βιβλιοφιλικό μας άρθρο πριν από ένα μήνα. Πρόκειται για το Λόγος γυναικών; του Δημήτρη Δημητρόπουλου από τις εκδόσεις Αντίποδες. 

Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζονται δέκα αναφορές γυναικών προς τη Διοίκηση της επαναστατημένης Ελλάδας, μεταξύ του 1823 και του 1827. Κάθε έγγραφο αναλύεται διεξοδικά ενώ παρατίθενται και παράλληλα κείμενα με παρεμφερές θέμα. Πολύ αξιόλογη είναι και η εισαγωγή του συγγραφέα. 

Από αυτό το βιβλίο διάβασα να παρουσιάσω σήμερα ένα κείμενο, τη συντομότερη από τις δέκα αναφορές. Ο λόγος που διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο κείμενο, την αναφορά της νεοφώτιστης Φωτεινής, είναι ότι έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, αφενός, και αφετέρου επειδή την αναφορά αυτή έτυχε να την έχω αποδελτιώσει από ένα παλιό περιοδικό και να την ξέρω. 

Πράγματι, είχε δημοσιευτεί, σύμφωνα με τις σημειώσεις μου, στο Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 18 (Δεκ. 1969), σ. 100-1, με σημείωση «Από ανέκδοτα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους». Δεν έχω σημειώσει αν αναφερόταν όνομα συντάκτη, αλλά στην Ιστορία άρθρα τέτοιου τύπου δημοσίευε ο Δικαίος Βαγιακάκος. 

Η αναφορά έχει ως εξής (ο Δημητρόπουλος μονοτονίζει, και σωστά κατά τη γνώμη μου, αλλά διατηρεί κατά τα άλλα την ορθογραφία):

Προς το σεβαστόν Συμβούλιον των Υπουργών

Παρακαλώ τους αφεντάδες να με λυπηθούν την καϊμένην οπού μου έκαψαν το σικότι η γενειαίς μου. Ούδε σκουτιά μου άφησαν, ούδε τίποτες. Με επέρασαν από του σκυλιού τον κώλον με τις υβρισιαίς τους. Και με τυραννούν ολημέρα ωσάν οι Εβραίοι τον Χριστόν. Από τότε που εβαπτίσθηκα η μάννα μου δεν έχει μάτια να με ιδή. Το τι τραβώ ένας Θεός το ξέρει. Διά τούτο παρακαλώ επειδή έμεινα ολόγυμνη, να κάμετε μερχαμέτι και να προστάζετε οπού να πάρω τα ρούχα μου γιατί είναι κρίμα και εις εμένα την ορφανή να τα κρατούν αυταίς οι μπομπιεμέναις. Τώρα θέλετε ηξεύρει ότι κάθουμαι εις την νουνά μου και δι’ αυτό δεν μου τα δίδουν.

Η δούλη σας Η νεοφώτιστος Φωτεινή

[στο νώτο:]

Αριθ. 339

Εις το εξοχώτατον και σεβαστότατον Συμβούλιον των Υπουρ­γών

[ανωτέρω με άλλο χέρι:]

Αριθ. 125

Αναφορά της Νεοφώτιστου Φωτεινής

Ζητεί να διαταχθή η μήτηρ της να της δώση τα ρούχα της τα οποία κατακρατή διότι αυτή έγινε χριστιανή.

[κατωτέρω με άλλο χέρι:]

Προς το Υπουργείον της Αστυνομίας

Να διατάξη τον αστυνόμον να γίνη εξέτασις

Τριπολιτσά 26 Ιουλίου 1823

Ο Γραμμ[ατεύς] του Συμβουλίου Γεώργιος Γλαράκης

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Δύο φύλα, Παρουσίαση βιβλίου, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 73 Σχόλια »

Τον λύκο βλέπεις και τον ντορό γυρεύεις;

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2023

Ντορός ή τορός είναι τα ίχνη που αφήνει πίσω του το θήραμα και, ειδικότερα, η οσμή που αφήνει το θήραμα και που τη βρίσκουν τα κυνηγόσκυλα. Αλλά βέβαια, όταν έχεις μπροστά σου το άγριο ζώο, που μάλιστα είναι και απειλητικό, είναι περιττό να αναζητείς τα ίχνη. Ή αλλιώς, όταν βλέπεις τον ίδιο τον λύκο τι νόημα έχει να ψάχνεις τα αχνάρια του; Η παροιμία λέγεται όταν κάποιος αρνείται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει την (δυσάρεστη) πραγματικότητα, όταν εθελοτυφλεί.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως σημαίνει, περίπου, ό,τι και η στερεότυπη φράση «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;»

Ο ντορός είναι λέξη με αμφίβολη ετυμολογία. Το ΛΚΝ δεν δίνει καμία, μόνο ένα σκέτο ερωτηματικό, ενώ το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει με επιφύλαξη ότι ίσως προέρχεται από το αλβανικό toruam που σημαίνει «ίχνος θηράματος» και δίνει και ως λιγότερο πιθανή την  προέλευση από τουρκ. töre «συνήθεια». Σημειώνω εδώ ότι ο Ν. Πολίτης θεωρεί ότι η λέξη «ντορός» ετυμολογείται από το αρχαίο «τορός».

Εκτός από την κυνηγετική χρήση του, μεταφορικά ντορός είναι η πεπατημένη, ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος διαβίωσης. Μπαίνω στον τορό/ντορό σημαίνει ότι αρχίζω να ακολουθώ ζωή λίγο-πολύ τυποποιημένη και τακτοποιημένη, εξού και η φράση «όταν παντρευτείς, θα μπεις στον ντορό».

Η λέξη υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Αναρωτιέμαι όμως αν ξέρουν τη σημασία της οι νεότεροι (ας μας πουν στα σχόλια).

Ο ντορός δεν έχει καμιά σχέση, ετυμολογική ή σημασίας, με το σχεδόν ομόγραφό του, τον ντόρο. Ντόρος είναι ο θόρυβος, η φασαρία, αλλά και οι συζητήσεις και τα σχόλια που προκαλεί ένα γεγονός, θετικά ή αρνητικά, π.χ. Η καινούργια ταινία του έκανε μεγάλο ντόρο. Περιέργως, τα λεξικά προτείνουν (με επιφύλαξη) για ετυμολογία της λέξης «ντόρος» το αρχαίο «τορός», που ήταν επίθετο και σήμαινε «διαπεραστικός, διαυγής» (ήχος).

Να επιστρέψουμε στην παροιμία του τίτλου, που νομίζω πως είναι αρκετά ζωντανή και σήμερα -αν μη τι άλλο, την καταγράφει το σλανγκρ, με την εξήγηση «Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά», όπου θα προσπεράσουμε το «δευτερευόντων λεπτομερειών».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in πεζοπορία, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Χάρτες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 91 Σχόλια »