Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Φρούτα εποχής’ Category

Το φρούτο του Παραδείσου: μπανάνες και Μπανανίες

Posted by sarant στο 6 Μαρτίου, 2023

Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις. Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου εκείνου είχαν προδημοσιευτεί στο ιστολόγιο, ύστερα τα ξαναδούλεψα και τα έβγαλα στο βιβλίο (το μακρινό 2013) και μετά τα ξαναδημοσίευσα, τα περισσότερα, εδώ. Όμως τούτο το κεφάλαιο, για τη μπανάνα, φαίνεται πως είχε ξεχαστεί και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο ιστολόγιο (παρά μόνο ένα-δυο τμήματά του). Την παράλειψη την πήρα είδηση τις προάλλες και σήμερα επανορθώνω. 

Ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου, σύμφωνα με τον θρύλο, είναι το μήλο, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο φρούτο που κι αυτό έχει συνδεθεί με τον Παράδεισο και τον Αδάμ, που κι αυτό το βρίσκουμε όλο το χρόνο στην αγορά, που κι αυτό θεωρείται πολύ ωφέλιμο για την υγεία, και που ήταν κι αυτό απαγορευμένο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από το μήλο και σε διαφορετική εποχή. Δεν έχει νόημα όμως να σας ταλαιπωρώ με αινίγματα. Το φρούτο αυτό είναι η μπανάνα.[1]

Βέβαια, η μπανάνα διαφέρει πολύ από το μήλο: μία πρώτη και ολοφάνερη διαφορά είναι το σχήμα. Μία δεύτερη, όχι και τόσο φανερή, που ίσως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει, είναι ότι η μπανάνα δεν έχει σπόρους. Όπως και άλλα άσπερμα φυτά, πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες. Ωστόσο, αυτό ισχύει για τις ποικιλίες του εμπορίου ή, πιο σωστά, για την ποικιλία του εμπορίου, μια και είναι μόνο μία, η Κάβεντις (Cavendish). Η Κάβεντις δεσπόζει σήμερα· προπολεμικά, επικρατούσε μια άλλη ποικιλία, η Γκρο Μισέλ (Gros Michel), η οποία όμως αφανίστηκε περί το 1950, μέσα σε λίγα χρόνια, από έναν μύκητα. Η απάντηση των φυτοπαθολόγων ήταν η ποικιλία Κάβεντις. Σήμερα ένας άλλος μύκητας απειλεί να αφανίσει την Κάβεντις: επειδή τα φυτά είναι γενετικώς στείρα (από γενετική άποψη, όλες οι μπανάνες της ποικιλίας αυτής είναι το ίδιο φυτό, σε όλο τον κόσμο, είτε καλλιεργούνται στο Εκουαδόρ είτε στην Γκάνα είτε στις Φιλιππίνες!), είναι εξαιρετικά ευπαθή. «Αυτά παθαίνει όποιος δεν κάνει σεξ», είναι το αστείο που λένε μεταξύ τους οι βοτανολόγοι – αλλά βέβαια υπεύθυνες για το πρόβλημα είναι οι μεγάλες βιομηχανίες, μια και αυτές το δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες μπανάνας στις τροπικές χώρες, πολλές από τις οποίες έχουν σπόρους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Πατρίδα της μπανάνας είναι η Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, πρώτη φορά καλλιεργήθηκε στην Παπούα-Νέα Γουινέα ίσως και το 5000 π.Χ. Από εκεί εξαπλώθηκε προς την Ινδοκίνα και την Ινδία αλλά και προς τα άλλα νησιά του Ειρηνικού. Από την Ινδία, που αποτελεί και σήμερα ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής άλλων ποικιλιών μπανάνας, εκτός από την Κάβεντις, διαδόθηκε στην Ανατολική Αφρική και μετά σε όλη την αφρικανική ήπειρο, και από τα Κανάρια Νησιά πέρασε, χάρη σ’ έναν μοναχό, στον Άγιο Δομίνικο το 1516, και λίγο αργότερα από τα νησιά της Καραϊβικής στην Αμερική. (Ορισμένοι υποστηρίζουν πάντως ότι η μπανάνα είχε φτάσει στη δυτική αμερικανική ήπειρο μέσω Πολυνησίας, πριν από τον Κολόμβο.)

Λέγεται ότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δοκίμασαν μπανάνες ήταν οι στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου, κατά την εκστρατεία στην Ινδία το 327 π.Χ., ή τουλάχιστον όσοι παρέβησαν τις διαταγές του, διότι, όπως μας πληροφορεί ο Πλίνιος,[2] ο Αλέξανδρος έδωσε αυστηρές διαταγές να μη φάνε τον περίεργο καρπό, που βέβαια δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν ήταν η μπανάνα. Ο Πλίνιος ονομάζει το δέντρο αυτό «πάλα» και λέει ότι το φύλλο του μοιάζει με φτερό πουλιού και ότι βγάζει γλυκύτατους καρπούς από τους οποίους τρέφονται οι σοφοί Ινδοί (οι γυμνοσοφιστές). Παρόμοια περιγραφή υπάρχει και στον Θεόφραστο, αλλά χωρίς αναφορά στον Αλέξανδρο.

Πάντως, οι μπανάνες καλλιεργούνταν στην Κύπρο την εποχή που έγραψε ο ιστορικός Ετιέν ντε Λουζινιάν (περί το 1580) και τότε ονομάζονταν μήλα του Παραδείσου. Ο Ιωάννης Γεννάδιος, που μας δίνει την πληροφορία αυτή, αναφέρει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η μπανανιά ονομαζόταν «συκιά του Αδάμ» στην Κύπρο. Γιατί; Διότι, σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις, ο απαγορευμένος καρπός, ο οποίος –να θυμίσουμε– δεν κατονομάζεται στη Βίβλο, δεν ήταν μήλο αλλά μπανάνα, και τα φύλλα συκής με τα οποία σκεπάστηκαν οι πρωτόπλαστοι ήταν μπανανόφυλλα, τα οποία, εδώ που τα λέμε, είναι πολύ καταλληλότερα και χρησιμοποιούνται πράγματι για ένδυση.

Ο Λινναίος στο σύστημα ταξινόμησής του ονόμασε musa sapientum (των σοφών) την μπανάνα και musa paradisiaca (παραδείσια) ένα πολύ συγγενικό είδος, το πλαντάγο, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω· δεν πρόκειται όμως για τις αρχαίες μούσες, αλλά για εκλατινισμό της αραβικής ονομασίας του καρπού. Στα αραβικά η μπανάνα λέγεται mauz, ενώ στα τούρκικα είναι muz.

Στις ευρωπαϊκές γλώσσες, η μπανάνα είναι, φυσικά, banana –με ελάχιστες παραλλαγές– λέξη που μπήκε στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά, που με τη σειρά τους την είχαν πάρει από κάποια γλώσσα της περιοχής της Γουινέας στη Δυτική Αφρική. Ο Πορτογάλος εξερευνητής Garcia de Orta γράφει, το 1563, ότι «υπάρχουν στη Γουινέα και κάποια σύκα που οι ντόπιοι τα λένε bananas.» Στα ελληνικά η λέξη πρέπει να πέρασε κατά τον 19ο αιώνα, βέβαια στην καθαρεύουσα ως βανάνα.

Σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, η μπανάνα λέγεται και platano, λέξη που ανάγεται στο ελληνικό πλατύς. Ωστόσο, αλλού η λέξη «platano» χρησιμοποιείται για το παρόμοιο με την μπανανιά δέντρο, το πλαντάγο, που δίνει καρπούς πολύ περισσότερο αμυλούχους παρά γλυκούς, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται κυρίως για μαγείρεμα.

Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, η μπανάνα ήταν πολυτέλεια για τις δυτικές χώρες, διότι οι αποστάσεις από την παραγωγή στην κατανάλωση ήταν απαγορευτικές. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, που σήμερα καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες, η μπανάνα έγινε πλατιά γνωστή στην έκθεση της Φιλαδέλφειας το 1876, στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της Ανεξαρτησίας.

Στην Ελλάδα του 1900 η μπανάνα ήταν γνωστή σαν εξωτική λιχουδιά· πότε-πότε  ερχόταν πεσκέσι από Έλληνες της Αιγύπτου, αλλά οι περισσότεροι μόνο ακουστά την είχαν∙ χαρακτηριστικά ο εκδότης Γ. Φέξης, γράφοντας στο Ημερολόγιο Σκόκου το 1902, παρομοιάζει το επάγγελμά του με την μπανάνα: «Και εν πρώτοις τι εστί εκδότης; Η λέξις είναι γνωστή βεβαίως, το πράγμα όμως είναι εντελώς σχεδόν άγνωστον για τους πολλούς. Ομοιάζει με την βανάναν, την οποίαν όλοι γνωρίζουν κατ’ όνομα, πολλοί ολίγοι όμως έφαγαν.»

Μπανάνες επιχειρήθηκε να καλλιεργηθούν στην Καλαμάτα και στα Επτάνησα, ενώ καλλιεργούνται στην Κρήτη (στις περιοχές Μεσσαράς και Άρβης). Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι επί δικτατορίας είχε για ένα διάστημα απαγορευτεί η εισαγωγή μπανάνας (για να προστατευτεί η παραγωγή των μήλων και των άλλων εγχώριων φρούτων), ενώ αργότερα οι εισαγόμενες μπανάνες επιβαρύνονταν με υψηλούς δασμούς. Οι μπανάνες Κρήτης δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό με τις πολύ μεγαλύτερες εισαγόμενες, αλλά με τη στροφή στη βιολογική καλλιέργεια ίσως εξασφαλίσουν νέο μέλλον.

Όμως, παρόλο που μπήκε αργά στη ζωή μας, η μπανάνα έχει καταφέρει να εισχωρήσει στο λεξιλόγιο και στη φρασεολογία των ευρωπαϊκών γλωσσών, αν και περισσότερο, π.χ., της αγγλικής παρά της ελληνικής. Στα γαλλικά avoir la banane σημαίνει είμαι σε φόρμα, χαρούμενος, ενώ στα αγγλικά υπάρχει η έκφραση to go bananas, που σημαίνει τρελαίνομαι, μου λασκάρει η βίδα. Εμείς δεν έχουμε έκφραση για την μπανάνα, έχουμε όμως για τη φλούδα της: «πάτησε την μπανανόφλουδα», λέμε για κάποιον που έπεσε στην παγίδα που κάποιος άλλος του έστησε. Παλιότερα, πριν διαδοθούν οι μπανάνες, χρησιμοποιούσαμε την πεπονόφλουδα για την ίδια ιδέα. Εννοείται ότι η εικόνα του ανθρώπου που πατάει μπανανόφλουδα και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς αποτελεί, από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, ακόμα και πριν από τον Σαρλό, μόνιμη πηγή γέλιου, και ότι παρόμοιες εκφράσεις υπάρχουν σε πολλές άλλες γλώσσες.

Ακόμα, μπανάνα λέγεται ένας τύπος βύσματος, αλλά και εκείνο το τσαντάκι που φορούν πολλοί άντρες γύρω από τη μέση τους το καλοκαίρι με κλειδιά, κινητό, αναπτήρα και άλλα χρειώδη. Έτσι λέγεται και ένα φουσκωτό σύνεργο της θαλάσσιας ψυχαγωγίας. Τέλος, υπάρχει η φράση της αργκό «Την μπανάνα σου και στο κλουβί σου», που υπονοεί ότι ο συνομιλητής μας δεν είναι άνθρωπος αλλά μαϊμού.

Φυσικά, οι μπανάνες αποτελούν ολοφάνερο φαλλικό σύμβολο, που πολλές φορές έχει εκφραστεί σαφώς, όπως στο περίφημο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Βέλβετ Αντεργκράουντ (1967), σχεδιασμένο από τον Άντι Γουόρχολ. Πιο παλιά, η Ζοζεφίν Μπέικερ είχε προκαλέσει σάλο όταν εμφανίστηκε στη σκηνή του Φολί Μπερζέρ, το 1927 πρώτη φορά, με ένα τολμηρό φουστάνι από (ψεύτικες) μπανάνες.

Αν όμως οι μπανάνες ξεκίνησαν από τη Νοτιοανατολική Ασία, σήμερα το μεγάλο κέντρο εξαγωγικής παραγωγής μπανάνας είναι η Λατινική Αμερική. (Οι μπανάνες της Ινδίας και της Αφρικής, που ανήκουν άλλωστε και σε άλλες ποικιλίες, καταναλώνονται τοπικά.) Για χάρη της μπανάνας, ή πιο σωστά για χάρη του κέρδους από την μπανάνα, οι πολυεθνικές βιομηχανίες αποψίλωσαν τροπικά δάση, έστρωσαν σιδηροτροχιές, έχτισαν πόλεις. Τα μπανανόπλοια ήταν τα πρώτα πλοία με ψυκτικούς θαλάμους και οι βιομηχανίες μπανάνας οι πρώτες που χρησιμοποίησαν ελεγχόμενη ατμόσφαιρα για να επιβραδύνουν την ωρίμαση του καρπού.

Στις ΗΠΑ οι μπανάνες έκαναν θραύση, μια και προσφέρονταν πολύ φτηνότερα από τα μήλα (το 1913 δώδεκα μπανάνες κόστιζαν όσο δύο μήλα). Οι εταιρείες μπορούσαν να πουλάνε τόσο φτηνά, επειδή αγόραζαν σε εξευτελιστική τιμή τεράστιες εκτάσεις στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική, έχοντας εξασφαλίσει πάμφθηνη εργατική δύναμη από τους αγρότες τους οποίους είχαν ξεριζώσει από τις εστίες τους. Φυσικά, για να γίνει αυτό χρειάζονταν τη συναίνεση των ντόπιων πολιτικών ελίτ, εννοείται με το αζημίωτο. Ο όρος «banana republic» επινοήθηκε από τον Αμερικανό συγγραφέα Ο. Χένρι, ο οποίος είχε ζήσει λίγα χρόνια στην Ονδούρα στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα ελληνικά τον αποδίδουμε συνήθως ως μπανανία, αν και θα το βρείτε επίσης ως δημοκρατία της μπανάνας.

Μπανανία είναι μια μικρή χώρα, που εξαρτάται από τη γεωργική της παραγωγή, συνήθως ενός μόνο προϊόντος, και που κυβερνιέται δικτατορικά ή κατ’ επίφαση δημοκρατικά από μια διεφθαρμένη πλουτοκρατία ευεπίφορη στις πιέσεις του ξένου παράγοντα. Αρχετυπικές μπανανίες ήταν η Ονδούρα και η Γουατεμάλα κι αυτό δεν είναι μόνο σχήμα λόγου: όταν το 1954 ο δημοφιλής πρόεδρος Άρμπενθ προχώρησε σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις στη Γουατεμάλα που έθιγαν τα συμφέροντα της Γιουνάιτεντ Φρουτ, η CIA οργάνωσε πραξικόπημα που τον ανέτρεψε. Η ταινία του Γούντυ Άλλεν Μπανάνες (1971) βοήθησε τον όρο να εδραιωθεί. Αυτό δεν ήταν πάντως το πρώτο αίμα που χύθηκε για χάρη της Γιουνάιτεντ Φρουτ. Όταν τον Δεκέμβριο του 1928 οι εργάτες στις μπανανοφυτείες της Κολομβίας κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας να δουλεύουν οκτώ ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα, η Γιουνάιτεντ Φρουτ και η κυβέρνηση των ΗΠΑ απείλησαν με εισβολή των πεζοναυτών, Τελικά ο κολομβιανός στρατός χτύπησε τους απεργούς, Η σφαγή της μπανάνας, όπως την ονόμασαν, είχε δεκάδες ή εκατοντάδες νεκρούς (ίσως πολύ περισσότερους από τους 47 επίσημα αναγνωρισμένους) και απαθανατίστηκε μυθιστορηματικά από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιάς. Ο Πάμπλο Νερούδα τιτλοφόρησε «Γιουνάιτεντ Φρουτ» μια ενότητα του Κάντο Χενεράλ. Το 1975, όταν αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία είχε δωροδοκήσει τον πρόεδρο της Ονδούρας για να μειώσει τους φόρους στην μπανανοκαλλιέργεια, ο τότε πρόεδρός της, Έλι Μπλακ, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του γραφείου του, στον 44ο όροφο, κρατώντας μάλιστα τον χαρτοφύλακά του. Σήμερα η Γιουνάιτεντ Φρουτ έχει μετονομαστεί σε Τσικίτα.

Ο όρος «μπανανία» πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά (ως «μπανάνια») στα τέλη του 1961, όταν ο δημοσιογράφος Σάιρους Σουλτσμπέργκερ έγραψε στους  New York Times για μια Banania, της οποίας η πολιτική κατάσταση θύμιζε τις ελληνικές εκλογές βίας και νοθείας του Οκτωβρίου του 1961. Ο ελληνικός Τύπος ανέδειξε το θέμα, αλλά ο Σουλτσμπέργκερ διευκρίνισε ότι δεν εννοούσε την Ελλάδα.

Στη σημερινή χρήση ο όρος «μπανανία» έχει χάσει τα αρχικά γεωγραφικά του γνωρίσματα και αναφέρεται σε μια χώρα όπου το κράτος δεν λειτουργεί και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται· δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια από Έλληνες για την Ελλάδα – κάτι που άρχισε επί δικτατορίας.

 

[1]  Πολλά στοιχεία του κεφαλαίου αυτού είναι παρμένα από το βιβλίο του Dan Koeppel, Banana: The Fate of the Fruit that Changed the World (2008).

[2] Φυσική Ιστορία, Βιβλίο 12, Κεφ. 12.

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 172 Σχόλια »

Το φρούτο των Χριστουγέννων και πάλι

Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2022

Μέρες που είναι, να επαναλάβουμε ένα παλιότερο άρθρο, που το είχα δημοσιεύσει τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια, ενώ επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«. Θυμίζω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της χρονιάς.

Δεν νομίζω να υπάρχει ένα κοινώς αποδεκτό «φρούτο των Χριστουγέννων», οπότε θα μιλήσω για τον εαυτό μου. Για μένα, φρούτο των Χριστουγέννων είναι αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία αριστερά: το μανταρίνι.

Η πιο καθαρή χριστουγεννιάτικη εικόνα που έχω συγκρατήσει από την παιδική μου ηλικία, εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, είναι τα μανταρίνια στη φρουτιέρα, κι ύστερα, στο τραπέζι, ο παππούς να καθαρίζει τα μανταρίνια ώστε να διατηρηθεί το κάτω μέρος ακέραιο, σαν καλαθάκι. Βάζαμε λίγο λάδι και ανάβαμε το άσπρο στέλεχος που απέμενε στον πάτο, σαν φιτιλάκι –και μοσχοβολούσε. Και σήμερα ακόμα, έχω συνδέσει τα Χριστούγεννα μ’ αυτό το φρούτο -αν λείπουν τα μελομακάρονα, ας πούμε, μπορεί να μην το προσέξω, αλλά τα μανταρίνια στη φρουτιέρα είναι απαραίτητα.

Σε παλιότερο άρθρο είχαμε μιλήσει για τα νεράντζια και τα πορτοκάλια. Αν το νεράντζι είναι ο φτωχός συγγενής του πορτοκαλιού, ο μικρός αδελφός του ασφαλώς είναι το μανταρίνι. Μικρότερο σε μέγεθος, ήρθε αργότερα στην Ευρώπη, αλλά εγκλιματίστηκε απόλυτα -και μόνο το όνομά του προδίδει τις ανατολίτικες καταβολές του.

Η μανταρινιά, με βοτανική ονομασία Citrus reticulata, έχει πατρίδα της την Κίνα. Άργησε να έρθει στα μέρη μας· μόλις το 1805 έγινε η πρώτη εισαγωγή μανταρινιών στην Αγγλία. Οι Άγγλοι τα καλλιέργησαν στη Μάλτα, που τότε ήταν κτήση τους και το κλίμα της ήταν πρόσφορο, και από εκεί ο νέος καρπός διαδόθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα, μανταρινιές έφερε πρώτος από τη Μάλτα ο Ρώσος ναύαρχος Χέιδεν, που τον ξέρουμε όλοι από τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (αλλά ίσως δεν ξέρουν όλοι ότι ήταν Ολλανδός στην καταγωγή και ότι στα ρώσικα προφέρεται Γκέιντεν). Τις χάρισε στον Μανώλη Τομπάζη, στον Πόρο. Το 1877 εκείνες οι μανταρινιές σώζονταν ακόμα στον κήπο του πατρογονικού των Τομπάζηδων. Ωστόσο, το «μανδαρίνιον της Μάλτας», όπως αρχικά το αποκαλούσαν, δεν διαδόθηκε αμέσως· πάντως, μετά το 1850 το δέντρο καλλιεργιόταν στην Αθήνα, στην Κέρκυρα και στην Κρήτη. Σε εφημερίδα του 1917, διαβάζω ότι τα καλύτερα μανταρίνια έβγαιναν στα Σεπόλια και στην Κολοκυνθού· από τότε έχουν αλλάξει τα πράγματα!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , , , , | 78 Σχόλια »

Το καρύδι από τον Πόντο

Posted by sarant στο 3 Οκτωβρίου, 2022

Tις προάλλες, στο άρθρο μας για το μνημειώδες λεξικό του Σαντρέν που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ είχα διαλέξει, λίγο πολύ τυχαία, να βάλω, ως δείγμα, το λήμμα «πόντος», τόσο στο καθαυτό λεξικό όσο και στο Παράρτημα του Γιώργου Παπαναστασίου, που δείχνει την επιβίωση της αρχαίας λέξης στη νεότερη γλώσσα.

Κι έτσι θυμήθηκα και το καρύδι από τον Πόντο, έγιναν άλλωστε και σχετικά σχολια, τόσο εδώ όσο και στο Φέισμπουκ. Κι ενώ για όλα τα οπωρικά και τους καρπούς έχουμε βάλει άρθρο στο ιστολόγιο (εννοώ εκείνα που βρίσκει κανείς στα μέρη μας, μη μου πείτε για το ραμπουτάν, αν υπάρχει τέτοιο φρούτο) περιέργως για το φουντούκι δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα εδώ. Αλλά και στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«, του 2013, το κεφάλαιο για το φουντούκι είναι πολύ μικρό.

Η αλήθεια είναι πως τα φουντούκια δεν μου αρέσουν πολύ, τουλάχιστον σκέτα, σε αντίθεση με τα καρύδια, που ιδίως όταν είναι φρέσκα, νέας εσοδείας, τα καταναλώνω σε τεράστιες ποσότητες -ακριβώς τώρα είναι η εποχή τους. Τα φουντούκια έχουν έντονη τη γεύση του λαδιού τους, κι αυτή η λαδίλα ακόμα κι αν δεν έχουν ταγκιάσει δεν μου αρέσει πολύ. Αλλά αυτά είναι γούστα, εμείς εδώ λεξιλογούμε και πρέπει να επανορθώσω την παράλειψη του ιστολογίου με το σημερινό άρθρο, στο οποίο βασίζομαι στο άρθρο του βιβλίου αλλά το έχω υπερδιπλασιάσει σε έκταση προσθέτοντας πολλά ακόμα.

Στους ξηρούς καρπούς, το φουντούκι είναι κάπως φτωχός συγγενής σε σύγκριση με το πολύ μεγαλύτερο και πολύ σκληρότερο καρύδι – άλλωστε μια από τις αρχαίες ονομασίες του, που διατηρείται και σήμερα ενμέρει, είναι «λεπτοκάρυον», λεπτό καρύδι. Όπως και οι περισσότεροι ξηροί καρποί, το φουντούκι έρχεται από τη Μικρασία και ειδικότερα από τα νότια παράλια του Εύξεινου πόντου.

Ο Θεόφραστος τη φουντουκιά την αποκαλεί «ηρακλεωτική καρύα», τοποθετώντας την καταγωγή της στην Ηράκλεια Ποντική, στις ακτές της Βιθυνίας. Ο Αθήναιος μιλάει για «ηρακλεωτικόν κάρυον» και «ποντικόν κάρυον», ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι τα ποντικά κάρυα μερικοί τα αποκαλούν λεπτοκάρυα, ενώ ο Γαληνός δίνει και τα δύο ονόματα. Οπότε, ο τίτλος «καρύδι από τον Πόντο» είναι ιστορικά τεκμηριωμένος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ποίηση, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , | 193 Σχόλια »

Ο θεϊκός καρπός ξανά

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2022

Έχω ταξίδια αυτές τις μέρες, οπότε καταφεύγω στις επαναλήψεις, διότι, όπως λέγαμε τις προάλλες, πώς αλλιώς θα καταφέρω να κρατήσω αδιάσπαστο το σερί της καθημερινής δημοσίευσης;

Θα επαναλάβω λοιπόν ένα άρθρο για το σταφύλι, που είχε δημοσιευτεί το 2016, πριν από έξι χρόνια δηλαδή. Να σημειώσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε επίσης δημοσιεύσει άρθρο για τη σταφίδα, καθώς και για τα φρασεολογικά του αμπελιού.

Λοιπόν, το σταφύλι είναι καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος. Βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσαμε να γράψουμε· για να μην πάρει μεγάλη έκταση το άρθρο δεν θα επεκταθούμε καθόλου στο κρασί (για το οποίο ακόμα δεν έχουμε βάλει άρθρο, και βεβαίως γι’ αυτό μπορεί να γραφτεί επίσης άλλο βιβλίο!) και θα κάνουμε την σχεδόν ιερόσυλη επιλογή να αντιμετωπίσουμε τα σταφύλια σαν ένα φρούτο όπως όλα τα άλλα, ενώ δεν είναι.

Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές. Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας –αλλά στη σταφίδα έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.

Οι αρχαίοι έλεγαν άμπελο το φυτό, ενώ για τον καρπό είχαν δυο λέξεις, βότρυς και σταφυλή. Η λέξη βότρυς, που θεωρείται προελληνικό δάνειο, σπάνια χρησιμοποιείται πια, και όταν χρησιμοποιείται σημαίνει το τσαμπί· αλλά η σταφυλή, μέσω του ελληνιστικού υποκοριστικού σταφύλιον έδωσε το δικό μας σταφύλι. Παρομοίως η άμπελος έδωσε το αμπέλι, αλλά αμπέλι σε μας είναι τόσο το μεμονωμένο φυτό, το κλήμα, όσο και, συχνότερα, η έκταση η φυτεμένη με τέτοια φυτά. Η λέξη κλήμα, πάλι, είναι επίσης αρχαία, αλλά στην αρχαιότητα σήμαινε τα κλαδιά του φυτού, που σήμερα τα λέμε κληματσίδες ή κληματόβεργες. Τη διάκριση τη βλέπουμε παραστατικά στο γνωστό ευαγγελικό χωρίο «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάν. 15:5) δηλαδή ο Χριστός είναι το δέντρο και οι μαθητές τα κλαδιά. Το κλήμα προέρχεται από το ρ. κλω, σπάζω, απ’ όπου και το κλάσμα και η άλλη δύσοσμη λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 131 Σχόλια »

Τα βατόμουρα που μ’ αρέσουν

Posted by sarant στο 31 Αυγούστου, 2022

Στις πεζοπορίες που κάνω αυτές τις μέρες, εδώ στην Εσπερία, αργώ περισσότερο από το συνηθισμένο, όχι (μόνο) επειδή έχει ζέστη κι επειδή περνάν τα χρόνια κι έτσι το τέμπο χαλαρώνει, αλλά και διότι κάθε τόσο το μάτι μου εντοπίζει βατόμουρα, οπότε σταματάω, απλώνω το χέρι και τα τσακίζω αλύπητα. Μου αρέσουν πολύ και δεν μπορώ ν’ αντισταθώ.

Βρίσκω και δαμασκηνιές στο δρόμο μου, κι αμπέλια επίσης, αλλά τα δαμάσκηνα και τα σταφύλια, εκτός του οτι ανήκουνε σε κάποιον, τα βρίσκω και στο μανάβικο, ενώ τα βατόμουρα είναι δώρο της φύσης στον πεζοπόρο.

Χρωστάω λοιπόν να τους ανταποδώσω το σημερινό άρθρο, στο οποίο βέβαια θ’ αντλήσω υλικό από ένα παλιότερο άρθρο που είχα βάλει εδώ πριν από έξι χρόνια, εκείνο αφιερωμένο σε όλα τα μουροειδή φρούτα.

Εννοώ τα μούρα, βατόμουρα, φραγκοστάφυλα, σμέουρα, μύρτιλλα και όλα τα άλλα μικρούλια φρούτα του δάσους, τα οποία στα αγγλικά λέγονται συλλογικά berries, διότι τα περισσότερα έχουν τη λέξη αυτή ως β’ συνθετικό: raspberry, blackberry, blueberry κτλ. Στα ελληνικά δεν ξέρω αν έχουμε στανταρισμένη απόδοση ή αν τα λέμε «μουροειδή». Βρίσκω στα λεξικά ότι το berry το λέμε μώρον, αλλά δεν πρέπει να έχει επικρατήσει αυτή η απόδοση, ίσως επειδή φοβόμαστε μη μας πέσει ο τόνος. Καμιά φορά εγώ συλλογικά τα λέω «μπέρια», και μου αρέσουν όλα εκτός απ’ τον Λαυρέντη.

Αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για τα βατόμουρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ποίηση, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , | 117 Σχόλια »

Δαμασκηνά δαμάσκηνα, κορόμηλα, μπουρνέλες

Posted by sarant στο 29 Ιουνίου, 2022

Επανάληψη θα βάλουμε σήμερα, ένα ακόμα από τα άρθρα της σειράς των οπωρικών. Είπα όμως να αλλάξω τον τίτλο του άρθρου για να γίνει πιο φανερό ποιο φρούτο (ή, ποια φρούτα) εννοούμε. Έτσι κι αλλιώς, έχουν περάσει εφτά χρόνια από το προηγούμενο εκείνο άρθρο, οπότε κάποιοι δεν θα το θυμάστε.

Μια από τις πιο παλιές πόλεις του μεσογειακού χώρου που κατοικούνται συνεχώς από την αρχαιότητα ως τα σήμερα, είναι κι η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας. Δαμασκός στα ελληνικά, Ντιμάσκ αλ-Σαμ στα αραβικά, Damas στα γαλλικά, πόλη που κάποτε ήταν ζηλευτή για τα πλούτη της και είχε δώσει τ’ όνομά της σε ένα σωρό περιζήτητα προϊόντα της, όπως είναι το δαμάσκο ύφασμα, πολύχρωμο μεταξωτό με αργυρά και χρυσά νήματα (damask στα αγγλικά), το δαμασκηνό ατσάλι, που διακρινόταν για την σκληρότητα και την αντοχή του ή το δαμασκί σπαθί, φτιαγμένο από δαμασκηνό ατσάλι αλλά και με ένθετα χρυσά ή αργυρά σχέδια.

Το σπαθί αυτό, που το λέγαν διμισκί ή ντιμισκί, ήταν περιζήτητο αν και βεβαια έπρεπε να ξέρεις να το κουμαντάρεις -όπως περηφανεύεται κάπου ο Μακρυγιάννης «τα σπαθιά των τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες».

Αλλά εδώ δεν κάνουμε ιστορία, ούτε γεωγραφία· ταξιδεύουμε στον κόσμο των οπωρικών, και το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στο φρούτο από τη Δαμασκό, το δαμάσκηνο.

Είναι όμως ένα φρούτο το δαμάσκηνο ή μια οικογένεια; Τι γίνεται με τα κορόμηλα; Με τις μπουρνέλες ή βανίλιες; Πρόκειται για ποικιλίες που προέρχονται από πολύ συγγενικά δέντρα· εδώ θα τα εξετάσουμε όλα μαζί: και τα μοβ ελλειψοειδή μεσαίου μεγέθους  (τα δαμάσκηνα), και τα μικρά στρογγυλά πράσινα ή κόκκινα ή κίτρινα (τα κορόμηλα), και τα μεγάλα στρογγυλά μοβ ή κίτρινα (μπουρνέλες ή βανίλιες), ακόμα και τους καρπούς της εικόνας, που εγώ δαμάσκηνα θα τα έλεγα, αλλά η ελληνική βικιπαίδεια τα θέλει κορόμηλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 68 Σχόλια »

Τι εστί βερίκοκο είπαμε;

Posted by sarant στο 14 Ιουνίου, 2022

Διότι βρισκόμαστε στην εποχή του βερίκοκου -και όχι μόνο. Στο ιστολόγιο αγαπάμε τα φρούτα κι έχουμε γράψει άρθρα για όλα σχεδόν τα οπωρικά, άρθρα που συμπεριλήφθηκαν στη συνέχεια στο βιβλίο «Οπωροφόρες λέξεις» (2013). Τα άρθρα εκείνα τα αναδημοσιεύω κάθε πέντε χρόνια περίπου, για να παίρνω μιαν  ανάσα από το μαγκανοπήγαδο της καθημερινής αρθρογραφίας. Οπότε, σήμερα που έχω και ταξίδι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λέει το κλισέ, για να ξαναπαρουσιάσω το άρθρο για τα βερίκοκα, που τελευταία φορά το είχα (ανα)δημοσιεύσει το 2017, περίπου τέτοιες μέρες και τότε. Το εμπλουτίζω όμως λιγάκι, να διαφέρει από την προηγούμενη δημοσίευση, να μην αισθανθείτε ότι σας ρίχνω.

Άλλα φρούτα βρίσκονται σχεδόν ολοχρονίς στην αγορά, άλλα επί μήνες, άλλα όμως μόνο για λίγες εβδομάδες. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι τα βερίκοκα· ακόμα και σήμερα που με την εκμηδένιση των αποστάσεων ο πάγκος του μανάβη γεμίζει καρπούς από μακρινά μέρη, η εποχή του βερίκοκου είναι μάλλον σύντομη, κάτι εβδομάδες τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Αλλά, ας δούμε τι εστί βερίκοκο. Και ξεκινάω μ’ ένα πρόχειρο κουίζ. Ποια είναι η απώτερη καταγωγή της λέξης βερίκοκο; Ελληνική, λατινική, αραβική, ινδική ή άλλη; Αν υποθέσατε καταγωγή από την Ανατολή, λυπάμαι αλλά πέσατε έξω. Το φρούτο από την Ανατολή μάς ήρθε, η λέξη που το περιγράφει όχι, τουλάχιστον όχι η λέξη «βερίκοκο». Το βερίκοκο είναι λέξη που έχει περάσει από σαράντα κύματα.

Η σημερινή του επιστημονική ονομασία, στα λατινικά, είναι Prunus armeniaca, παναπεί «αρμένικο δαμάσκηνο» αλλά δεν είναι ούτε δαμάσκηνο ούτε αρμένικο. Οι εγκυκλοπαίδειες λένε πως πατρίδα του ήταν η Κίνα, αλλά είναι γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι το γνώρισαν (από τις εκστρατείες του Μεγαλέξαντρου ή από τον Λούκουλλο) σαν είδος εισαγόμενο από την Αρμενία κι έτσι τα βερίκοκα τα είπαν armeniaca, αρμενιακά. Κι επειδή το βερίκοκο ωριμάζει νωρίτερα από άλλα παρόμοια φρούτα σαν το ροδάκινο, το είπαν praecoquium, πρώιμο. Η λέξη πέρασε και στα ελληνικά και οι δυο ονομασίες συνυπήρξαν για καιρό, αρμενιακά και πραικόκια (που το γράψαν και με δύο κάπα, πραικόκκια, παρετυμολογία με το κόκκος, που βαστάει ακόμα στη γραφή βερίκοκκο· όσο για την ακόμα συχνότερη ανορθόγραφη παραλλαγή με ύψιλον, βερύκοκκο ή βερύκοκο, δεν έχει καμιά βάση). Καθώς για τους Έλληνες δεν είχε ετυμολογική διαφάνεια η λέξη «πρεκόκια», ήταν εύκολο να εμφανιστεί και τύπος «βρεκόκια». Λέει κάπου ο Διοσκουρίδης, αφού περιγράψει τα περσικά μήλα (δηλ. τα ροδάκινα):

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

Διαβάζοντας κανείς τους διάφορους γιατρούς συγγραφείς της ελληνιστικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, βλέπει να χρησιμοποιούνται για τα βερίκοκα οι εξής ονομασίες: πραικόκκια, πρεκόκια, βρεκόκια, βερεκόκια, βερικόκκια, βερίκοκκα: η αλυσίδα της εξέλιξης της λέξης διαγράφεται αρκετά καλά. Κι έτσι, από τα πραικόκκια που οι έλληνες της ελληνιστικής εποχής τα αντιλαμβάνονταν σαν λέξη λατινική, φτάσαμε στα βερίκοκκα. Η κατάσταση είναι αρκετά μπερδεμένη, πάντως, διότι τυχαίνει ακόμα και ο ίδιος συγγραφέας άλλοτε να θεωρεί τα πραικόκκια συνώνυμα των αρμενιακών και άλλοτε διαφορετικό καρπό.

Έχουμε φτάσει στο βερεκόκκιο ή βερικόκιο της ύστερης αρχαιότητας. Τη λέξη τη δανείζονται οι άραβες, ως μπαρκούκ, ή μάλλον αλ-μπαρκούκ με το άρθρο κι έχει σημασία εδώ το άρθρο, διότι έτσι περνάει η λέξη στα ισπανικά με την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες: albaricoque, και από εκεί στα καταλάνικα abercoc, στα ιταλικά albicocca, στα γαλλικά abricot, στα αγγλικά apricot.

Το αστείο είναι ότι αφού διαδόθηκε η λέξη σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, το barquq στις αραβικές χώρες άλλαξε σημασία και σήμερα σημαίνει «δαμάσκηνο», ενώ το βερίκοκο λέγεται μισμίς.

Να πούμε εδώ ότι ενώ η Δυτική και Βόρεια Ευρώπη έχει ονομασίες για το βερίκοκο που παράγονται από το barquq, το παλιό armeniacum επιβιώνει σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες. Πράγματι, από το armeniacum προέκυψε το ιταλ. armellino, που σήμερα ελάχιστα λέγεται στην Ιταλία, έδωσε όμως το γερμανικό Μarille, απ’ όπου το τσέχικο merunka, το πολωνικό morela, το σερβοκροάτικο marelica και μερικά ακόμα.

Στα ελληνικά έχουμε κι άλλες ονομασίες για τα βερίκοκα. Τα λέμε «καϊσιά», που είναι τουρκικό δάνειο (kaysi). Η ρουμάνικη, η βουλγάρικη και η σερβική λέξη για τα βερίκοκα είναι επίσης δάνειο από το kaysi. Στο στρατό είχα γνωρίσει έναν Καϊσίδη κι έναν Βερικοκίδη. Θαρρώ πρόκειται για το ίδιο επίθετο, μόνο που οι πρόσφυγες πρόγονοι του δεύτερου έτυχαν σε πιο δραστήριο ληξίαρχο. Να πω πάντως ότι σε μερικά μέρη καϊσιά αποκαλούνται όχι όλα τα βερίκοκα αλλά μια ιδιαίτερη ποικιλία τους.

Επίσης, τα βερίκοκα τα λένε, π.χ. στη Θράκη, ζερντέλια ή ζαρταλούδια ή ζέρδελα (ή άλλες παραλλαγές). Όλα αυτά είναι από τα τούρκικα επίσης, zerdali, λέξη που προέρχεται από τα πέρσικα, όπου zardalu είναι το βερίκοκο, κατά λέξη, το «κίτρινο δαμάσκηνο» (zar ο κίτρινος). Από εκεί και ο γλωσσοδέτης: Ανέβηκα στην ζερδελιά, την μπερδελιά και την ζερδελομπερδελοκουκκιά, να κόψω ζέρδελα, μπέρδελα και ζερδελομπερδελόκουκκα. Στην Κύπρο τα λένε χρυσόμηλα.

Οι χώρες γύρω από τη Μεσόγειο παράγουν πολλά βερίκοκα –στη Βικιπαίδεια βρίσκω (στοιχεία 2017) πρώτη σε παραγωγή την Τουρκία, με σχεδόν το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής, και την Ελλάδα ενδέκατη στον κόσμο. Ο Καισάριος Δαπόντες στον Κανόνα περιεκτικό λέει πως τα καλύτερα βερίκοκα είναι της Δαμασκού, πράγμα το οποίο συμφωνεί με την τούρκικη παροιμία bundan iyisi Şam’da kayısı, που λέγεται για κάτι πολύ καλό: «το μόνο καλύτερο απ’ αυτό είναι ένα καϊσί από τη Δαμασκό». Από τη Δαμασκό βεβαίως είναι τα δαμάσκηνα, που τα έχουμε δει σε άλλο άρθρο. Πάντως, επειδή όλα τα φρούτα μπερδεύονται, στα πορτογαλικά το βερίκοκο λέγεται damasco, όπως και σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Οι δυο μεγάλες ποικιλίες βερίκοκου στην Ελλάδα είναι οι Διαμαντοπούλου και Μπεμπέκου. Για τη δεύτερη παραδίδεται ότι την παρουσίασε πρώτος ο παραγωγός Μπεμπέκος από την Ασίνη της Αργολίδας. Συνηθίζεται το όνομα του παραγωγού να δίνεται στην ποικιλία, αλλά, όπως είχε επισημάνει στο προηγούμενο άρθρο ο αείμνηστος φίλος μας ο Γς, υπάρχουν κι άλλες ποικιλίες βερικοκιάς με πιο φαντεζί ονόματα: Λαΐς, Νεφέλη, Νηρηίς, Τύρβη, Δαναΐς, Χαρίεσσα, Νεράϊδα κλπ

Η βερικοκιά είναι καρπός εξαιρετικά συγγενικός με την αμυγδαλιά, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται. Μάλιστα, σε ορισμένες ποικιλίες η ψίχα του κουκουτσιού είναι φαγώσιμη και δεν διαφέρει πολύ από το μύγδαλο, όπως έχει αποτυπωθεί στη μανάβικη κραυγή Σαράντα το βερίκοκο – και το κουκουτσι μύγδαλο. Στο προηγούμενο άρθρο μας, ο παλιός φίλος Σπαθόλουρο είχε βρει δημοσίευση σε εφημερίδα: Το αδόμενον υπό των οπωροπωλών: Σαράντα το βερίκοκο, ρίκο-ρίκο-ρίκοκο (Εμπρός 12/9/1906).

Μια και είπαμε το ρίκο-ρίκο-ρίκοκο, ταιριάζει να βάλουμε και την Αλίκη Βουγιουκλάκη να το τραγουδάει για τον Αντρέα Μπάρκουλη, που είχε μάγουλο βερίκοκο:

Στη φρασεολογία μας, η μοναδική εμφάνιση του βερίκοκου είναι στην παροιμιακή φράση που έβαλα στον τίτλο. Παλιότερα λεγόταν σαν απειλή σε κάποιον που κοκορεύεται ή που μας περιφρονεί: Θα σου δείξω εγώ τι εστί βερίκοκο ή Θα σε μάθω τι εστί βερίκοκο! και έτσι την καταγράφει στο γύρισμα του 20ού αιώνα ο Νικόλαος Πολίτης στη συλλογή του. Σήμερα, η σημασία ίσως έχει κάπως μετατοπιστεί, μια και ο Μπαμπινιώτης πλάι στην απειλή δίνει και τη σημασία της «επισήμανσης της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος».

Το slang.gr αναφέρει ότι η φράση έχει συχνά σεξουαλικό υπονοούμενο, κάτι που δεν είναι αυθαίρετο, αφού πριν πενήντα χρόνια κιόλας, στο 10 του Καραγάτση, υπάρχει το εξής απόσπασμα, σε μια σκηνή όπου εργατοκόριτσα έχουν πιάσει κουβέντα για το σεξ: Οι πιο μικρές σώπαιναν τάχα ντροπιασμένες· με την έκφρασή τους όμως άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι ήξεραν από βερίκοκο, κι ας προσποιούνταν την πάπια.

Περιδιαβάζοντας τα σώματα κειμένων βρίσκουμε κυρίως τη φρ. να χρησιμοποιείται ως απειλή, όχι πολύ διαφορετική από την «θα δεις/θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Άλλωστε, οι δυο σημασίες (απειλή / επισήμανση της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος) τέμνονται. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα «Νύχτες κι αυγές» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, υπάρχει κάποιος στρατηγός που ο αδελφός του, βουλευτής όντας, τις έφαγε στη Βουλή από έναν αντίπαλο βουλευτή. Οπότε ο στρατηγός στέλνει τον γιο του αντίπαλου βουλευτή στο μέτωπο λέγοντας: «Πήγαινε να μάθεις τι εστί βερίκοκο και να μάθει και ο πατέρας σου να σηκώνει μαγκούρα». Εδώ είναι και απειλή και επισήμανση της δυσκολίας.

H παλαιότερη ανεύρεση της φράσης, όπως είχε βρει το Σπαθόλουρο, είναι στον Ρωμηό του Σουρή, το 1891: Γράμμα που μας απέδειξε με γλαφυρά στοιχεία / το τι εστί βερύκοκο και τ’ είναι πειθαρχία.

Ποια είναι όμως η αρχή της φράσης «τι εστί βερίκοκο», δεν σας το είπα… διότι δεν το ξέρω. Ο Νικόλαος Πολίτης λέει ότι πιθανόν στην αρχή της φράσης να κρύβεται μύθος λησμονημένος. Η δική μου εικασία είναι ότι πιθανόν να πρωτοείπε «θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο» ένας νοικοκύρης που έπιασε κάποιον να του κλέβει τα βερίκοκα. Αλλά αυτό είναι σκέτη εικασία. Οπότε, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε ακόμα μάθει τι εστί βερίκοκο, εκτός κι αν καταφύγουμε στον κυκλικό ορισμό που υπάρχει στο γλωσσάριο του πανέξυπνου βιβλίου Ο πάγος του Ξένου Μάζαρη και του Στράτου Μπουλαλάκη: Βερίκοκο είναι αυτό που εστί!

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 94 Σχόλια »

Και πάλι για το περιφρονημένο φρούτο

Posted by sarant στο 12 Μαΐου, 2022

Θα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που έχει δημοσιευτεί ξανά στο ιστολόγιο, ένα άρθρο της σειράς των φρούτων -είναι άλλωστε η εποχή του περιφρονημένου φρούτου που θα σας παρουσιάσω (ξανά) σήμερα. Ποιο φρούτο; Το βλέπετε στην εικόνα: το μούσμουλο.

Τα είδα στον μανάβη, αλλά μου τα θύμισε και μια φίλη, που με ρώτησε αν τη λέξη μούσμουλο, που λέγεται στα ιταλικά nespolo και στην Κρήτη δέσπολο, έχει αρχή ελληνική ή ιταλική -ποιος το πήρε από ποιον με άλλα λόγια. Της απάντησα σε συντομία και της σύστησα να δει το άρθρο που θα έγραφα για περισσότερα.

Κατά την προηγούμενη δημοσίευση του άρθρου, που έγινε πριν από 6 χρόνια (τέτοια εποχή, παρά δύο μέρες!) είχα πει ότι το λέω περιφρονημένο το μούσμουλο, με τα πολλά και υπερμεγέθη κουκούτσια και τη σχετικά λιγοστή, φτενή σάρκα, παρόλο που έχει φανατικούς φίλους διότι ποτέ δεν κατέκτησε τις μάζες, όσο ωραίο κι αν είναι το θέαμα της φορτωμένης με καρπούς μουσμουλιάς, προς το τέλος της άνοιξης.

Σε εκείνη τη δημοσίευση ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος μού θύμισε ότι και τη μουσμουλιά την είχε κοροϊδέψει ο μέγας Τσιφόρος, σε ένα του ευθυμογράφημα της σειράς Παιδιά της πιάτσας, με τίτλο «Ο μούσμουλος». Εκεί, φαντάζεται τον Θεό να λέει μια μέρα «Ρε δεν κάθουμαι να σκαρώσω ένα δέντρο κορόιδο να σπάνε πλάκα τα υπόλοιπα φυτά;». Και πράγματι δίνει διαταγή στον Γαβρίλη (τον αρχάγγελο Γαβριήλ): «Το δέντρο, μεγάλα φύλλα το θέλω, καθότι τα μεγάλα θα φορεθούν πολύ φέτος και να’χει καρπόν, τα κουκούτσα να τρώνε το ψαχνό, διότι μας είναι και χρήσιμα». Χρήσιμα, επειδή θα τα παίρνουν οι ευσεβείς να τα κάνουν κομπολόγια για τις προσευχές.

Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε με τον Τσιφόρο ότι είναι για κοροϊδία η μουσμουλιά. Αυτό που ξέρω, αλλά δεν ξέρω αν το ήξερε ο Τσιφόρος, είναι ότι στην πραγματικότητα οι σημερινές μουσμουλιές δεν είναι ίδιες με αυτές που ήξεραν οι προπαππούδες μας, οι οποίοι είχαν υπόψη τους μια πολύ διαφορετική ποικιλία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 106 Σχόλια »

Φράπες, γκρέιπ φρουτ και τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή, ξανά

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2020

Ταξίδευα χτες οπότε δεν προλάβαινα να γράψω φρέσκο άρθρο. Στις περιπτώσεις αυτές συχνά καταφεύγω στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης κι αυτό θα κάνω και σήμερα.

Το άρθρο που θα διαβάσετε είχε πρωτοδημοσιευτεί πριν απο έξι χρόνια, πάλι Νοέμβρη μήνα, αφού τον Νοέμβριο τα εσπεριδοειδή βρίσκονται στην εποχή τους -εννοώ πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο, αφού αρχικά το είχα συμπεριλάβει στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις, του 2013.

Σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου (και αντίστοιχα άρθρα του ιστολογίου) παρουσιάστηκαν τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και οι φτωχοί συγγενείς τους, νεράντζια και κίτρα· σε άλλο άρθρο είπαμε και για το μανταρίνι. Όμως υπάρχουν και άλλα εσπεριδοειδή, που θα μας απασχολήσουν λιγότερο, μια και δεν κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή μας ή στην κουλτούρα μας.

Και ξεκινάμε από το γκρέιπ-φρουτ, το οποίο, παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έχει μπει ορμητικά στη ζωή μας, ούτε ντόπιο όνομα δεν αξιώθηκε να αποκτήσει – είναι το πιο διαδεδομένο στην Ελλάδα φρούτο που έχει διατηρήσει ασυμμόρφωτο και άκλιτο το ξένο του όνομα (οι ανανάδες και οι μπανάνες κλίνονται, βλέπετε, ενώ το μάνγκο είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένο). Λοιπόν, στα ελληνικά είναι δάνειο από το αγγλικό grape-fruit, που το είπαν έτσι επειδή οι καρποί του φυτρώνουν σε τσαμπιά στις άκρες των κλαδιών.

Φράπα, αγγλιστί pomelo

Αν δεν βρίσκετε πολύ εύστοχη την αγγλική ονομασία, δεν είστε ο μόνος· μάλιστα διαβάζω ότι έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες να καθιερωθεί άλλο όνομα, αλλά απέτυχαν, γιατί έχει πια ριζώσει. Αλλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, και η επίσημη βοτανική ονομασία αναφέρεται στο τσαμπί.

Στις Αντίλλες, που είναι η πατρίδα του, και συγκεκριμένα στα νησιά Μπαρμπάντος, το είπαν αρχικά «απαγορευμένο καρπό», πράγμα που αντανακλάται και στο βοτανικό του όνομα, Citrus paradisi. Ωστόσο, το γκρέιπ-φρουτ προέκυψε από διασταύρωση ανάμεσα στο πορτοκάλι και στη φράπα, που είναι καρπός ιθαγενής της Νοτιοανατολικής Ασίας. Κάπως τα μπλέξαμε τα πράγματα, οπότε ας τα πάρουμε με τη σειρά, όσο κι αν είναι μπερδεμένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 156 Σχόλια »

Το φρούτο της εποχής, ξανά

Posted by sarant στο 2 Ιουνίου, 2020

Θ’ αναρωτηθείτε, ποιο είναι το φρούτο της εποχής, μια και ο Μαϊούνης φέρνει πολλά οπωρικά. Ή μάλλον δεν θ’ αναρωτηθείτε, επειδή βάζω τη φωτογραφία -για τις φράουλες θα μιλήσουμε σήμερα. Οι ταχτικοί θαμώνες του ιστολογίου ξέρουν άλλωστε πως το ιστολόγιο αγαπάει τα φρούτα και τη φρουτολεξιλογία. Τα σχετικά άρθρα, που έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις, τα επαναλαμβάνω στο ιστολόγιο κάθε 4-5 χρόνια, ανάρια για να έχουν νοστιμάδα, οπότε σήμερα βάζω το άρθρο για τις φράουλες, που η τελευταία του δημοσίευση είχε γίνει τέτοιες μέρες πριν από πέντε χρόνια.

Η φράουλα είναι από τα δημοφιλέστερα φρούτα, και όχι μόνο για νωπή κατανάλωση αλλά και ως γεύση σε παγωτά, μαρμελάδες, τσίχλες, ζελέ και συστατικό σε αρώματα, καλλυντικά και διάφορα άλλα προϊόντα, κι όμως… δεν είναι φρούτο!  Όντως, από φυτολογική άποψη, η φράουλα είναι ψευδοφρούτο: τα πραγματικά φρούτα είναι τα πολλά μικροσκοπικά «σποράκια» που βλέπουμε στην επιφάνεια της σάρκας της φράουλας, ενώ το σαρκώδες μέρος δεν είναι παρά το περίβλημα του καρπού. Μπορεί αυτό να το υποστηρίζουν οι βοτανολόγοι, ωστόσο εμείς που τις απολαμβάνουμε τις θεωρούμε φρούτα και με το παραπάνω – και μάλιστα, αν ρωτήσετε τα παιδιά, πάω στοίχημα πως η φράουλα θα πάρει μια θέση ανάμεσα στις πρώτες, με το κόκκινο χρώμα της, τη λάμψη της, το άρωμά της. Ίσως και την πρώτη, κι ας λένε οι βοτανολόγοι.

Αν εξαιρέσουμε τα εξωτικά φρούτα, οι φράουλες ήρθαν τελευταίες στα μέρη μας: στη Γεωργική και οικιακή οικονομία του, γραμμένη το 1835, ο πρωτοπόρος Γρηγόριος Παλαιολόγος σημειώνει μεν ότι η φράγουλα, που την ονομάζει επίσης χαμαίβατο, καλλιεργείται σε πολλούς κήπους των Αθηνών και πετυχαίνει σχεδόν παντού, αλλά την παρουσιάζει ανάμεσα στα σχετικώς άγνωστα φρούτα (χαρακτηριστικό είναι ότι αμέσως μετά περιγράφει το ανανάσιον, δηλαδή τον ανανά).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ιστορίες λέξεων, Κινηματογράφος, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 113 Σχόλια »

Μεζεδάκια του Αγιαντρέα

Posted by sarant στο 30 Νοεμβρίου, 2019

Δεν θέλει πολλή φιλοσοφία ο τίτλος του σημερινού μας άρθρου. Χτες κεράσαμε λουκουμάδες για τον Αγιαντρέα, σήμερα μεζεδάκια στ’ όνομά του -αν και παραπλήσιο τίτλο είχαμε βάλει και το 2013.

* Φίλος εκλεκτός του ιστολογίου στέλνει ένα παράδειγμα νομανσλανδιανής σχιζολεξίας από το tvxs.gr (αν και η αρχική πηγή είναι το ethnos.gr). Σε ενδιαφέρον αλλά προχειρογραμμένο άρθρο με τίτλο «Δέκα πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή μας αλλά δεν υπήρξαν ποτέ» διαβάζουμε για διάφορους ήρωες της λογοτεχνίας και των παραδόσεων, από τον Άγιο Βασίλη και τον Οδυσσέα έως τον Ταρζάν -για τον οποίο Ταρζάν μαθαίνουμε ότι: Ο Ολυμπιονίκης Τζόνι Βάις Μίλερ ενσάρκωσε εντυπωσιακά τον ήρωα του Μπάροουζ. Το 1929 ακούστηκε για πρώτη φορά η κραυγή του Ταρζάν , που όμως θεωρήθηκε πολύ ανθρώπινη· την τελειοποίησε ο Βάις Μίλερ το 1932, εμπνεόμενος από τους λαρυγγισμούς των Γερμανών των Άλπεων.

Οπότε, εκτός από τον Ταρζάν ένα άλλο πρόσωπο που δεν υπήρξε ποτέ ήταν ο Τζόνι Βάις Μίλερ δεδομένου ότι ο πρωταθλητής που ενσάρκωσε τον Ταρζάν στην οθόνη ήταν ο… ακέραιος Τζόνι Βαϊσμίλερ.

* Αυτό κυκλοφορεί στο Φέισμπουκ τις τελευταίες μέρες.

O λεξάριθμος της λέξης ΡΟΥΦΙΑΝΙΑ είναι 1142, όσο δηλαδή ο τετραψήφιος αριθμός στον οποίο οι πολίτες μπορούν να καταγγέλλουν παραβάσεις του αντικαπνιστικού νόμου.

(Λεξάριθμος είναι ο αριθμός που σχηματίζεται αν αντιστοιχίσουμε ένα προς ένα τα γράμματα μιας λέξης με την αριθμητική αξία που είχαν στο αρχαίο ελληνικό σύστημα και προσθέσουμε τους αριθμούς αυτούς).

Η σύμπτωση είναι πραγματικά εντυπωσιακή, δεν βρίσκετε;

Έχει όμως και καλύτερο. Όπως μπορείτε να δείτε από τον ειδικό ιστότοπο που υπολογίζει τους λεξαρίθμους, η φράση ΗΘΙΚΗ ΤΑΞΗ ΜΠΟΓΔΑΝΟΥ βγάζει ακριβώς τον ίδιο λεξάριθμο, 1142!

Oπότε, αν οι λεξάριθμοι φανερώνουν την κρυμμένη αλήθεια των λέξεων, τότε ΗΘΙΚΗ ΤΑΞΗ ΜΠΟΓΔΑΝΟΥ = ΡΟΥΦΙΑΝΙΑ.

(Εννοείται ότι το ιστολόγιο δεν πιστεύει στους λεξάριθμους -και το έχουμε γράψει επανειλημμένα).

* Αυτό δεν χώρεσε στην πιατέλα την περασμένη βδομάδα, όμως το βάζω σήμερα διότι διατηρεί τη φρεσκάδα του -και είναι και κυριολεκτικό μεζεδάκι, αφού αφορά έδεσμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά ευτράπελα, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Μηχανική μετάφραση, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , | 243 Σχόλια »

Ο κατάφρακτος καρπός και πάλι

Posted by sarant στο 25 Οκτωβρίου, 2019

Ταξίδευα χτες, μην περιμένετε καινούργιο άρθρο. Ή δεν θα έβαζα τίποτα ή θα κατέφευγα στη δοκιμασμένη λύση, την επανάληψη κάποιου παλιότερου άρθρου. Προτίμησα να μη σπάσω το σερί της καθημερινής δημοσίευσης που κρατάει αδιάλειπτα από τον Γενάρη του 2014, οπότε αναδημοσιεύω σήμερα για δεύτερη φορά ένα άρθρο της σειράς των οπωρικών -το είχα αρχικά δημοσιεύσει το 2011 οπότε μπήκε και στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις, και το ξανάβαλα το 2015. Ενσωματώνω μερικά από τα σχόλιά σας.

Το διάλεξα επειδη τώρα είναι η εποχή τους, εννοώ η εποχή των καρυδιών. Μάλιστα, μέχρι πριν από καμιά δεκαριά μέρες έβρισκα στο σουπερμάρκετ και τα χλωρά καρύδια, που μ’ αρέσουν πολύ, κι έχω ακόμα καναδυό διχτάκια στο ψυγείο.

Στον Πωρικολόγο, το υστεροβυζαντινό σατιρικό ποίημα όπου προσωποποιούνται τα φρούτα, οι ξηροί καρποί παρουσιάζονται σε δεύτερη μοίρα, ως σωματοφύλακες (βάραγγοι) των αρχόντων: ο Καρύδιος, ο Κάστανος και ο Λεπτοκάρυος και άλλοι.

Οι Βάραγγοι, να πούμε για την ιστορία, ήταν Ρως και σκανδιναβοί μισθοφόροι (αργότερα και αγγλοσάξονες), που συγκροτήθηκαν σε σώμα από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και σταδιακά αποτέλεσαν το πιο επίλεκτο τμήμα της αυτοκρατορικής φρουράς στο Βυζάντιο από τον 11ο αιώνα και μετά, πιο αξιόπιστο από τους ντόπιους οι οποίοι ήταν επιρρεπείς σε πραξικοπήματα. Δεν αποκλείεται ο ανώνυμος συγγραφέας του Πωρικολόγου να διαλέγει αυτή την παρομοίωση επειδή οι ξηροί καρποί έχουν κι αυτοί πανοπλία, το κέλυφός τους, άρα δίνουν την εντύπωση του πολεμιστή. Και ο επικεφαλής αυτής της φρουράς, που αποτελεί μια ξεχωριστή οικογένεια μέσα στον κόσμο των οπωρικών, δεν είναι άλλος από το καρύδι.

Και λεξιλογικά αν το σκεφτούμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα καρύδια είναι ο κατεξοχήν ξηρός καρπός, αν σκεφτούμε ότι οι αρχαίοι τους ξηρούς καρπούς τους αποκαλούσαν «κάρυα», περίπου όπως τις οπώρες τις έλεγαν «μήλα». Πάντα τα ακρόδρυα κάρυα λέγουσιν, επισημαίνει ο Αθήναιος. Τα καρύδια τα έλεγαν σκέτα κάρυα όταν δεν υπήρχε περιθώριο για σύγχυση αλλά και Περσικά κάρυα ή βασιλικά κάρυα, δηλαδή προερχόμενα από τον βασιλιά της Περσίας. Η ανάμνηση του βασιλιά μένει και στην επιστημονική ονομασία της καρυδιάς που είναι Juglans regia, δηλαδή βασιλική.

Αυτό το περίεργο λατινικό Juglans σημαίνει, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού, «Διός βάλανος» (Jovis glans)· βέβαια οι Έλληνες, π.χ. ο Θεόφραστος, αποκαλούσαν Διός βάλανο τα κάστανα, αλλά δεν είναι καθόλου σπάνιο να αποκαλείται ένας καρπός με όνομα που έχει χρησιμοποιηθεί και για κάποιον άλλο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , | 174 Σχόλια »

Το ελληνικό μαύρο χρυσάφι ξανά

Posted by sarant στο 13 Αυγούστου, 2019

Επειδή είχα μετακινήσεις χτες, αναδημοσιεύω σήμερα ένα παλιό άρθρο της σειράς με τα οπωρικά, ένα άρθρο μάλιστα που, περιέργως, δεν έχει αναδημοσιευτεί μετά την αρχική του δημοσίευση, το μακρινό 2011, παρά μόνο στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις». Σήμερα βάζω το αντίστοιχο κομμάτι από το βιβλίο, που είναι αρκετά διαφορετικό από την αρχική μορφή του άρθρου.

Πετρέλαιο ακόμα δεν έχουμε αξιωθεί να βρούμε σε μεγάλες ποσότητες κάτω από τη γη ή τη θάλασσά μας, και ίσως να μη βρούμε ποτέ, αλλά ελληνικός μαύρος χρυσός έχει υπάρξει στο παρελθόν, εξίσου προσοδοφόρος και πολύ πιο εύγευστος. Είναι η σταφίδα.

Η αποξήρανση των σταφυλιών για παρασκευή σταφίδας είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Ο Έρμιππος, κωμικός της κλασικής εποχής, σε ένα απόσπασμα κωμωδίας που διασώζεται από τον Αθήναιο, μας πληροφορεί ότι οι καλύτερες σταφίδες έρχονταν από τη Ρόδο. Η λέξη που χρησιμοποιεί είναι «ασταφίς», που ήταν παράλληλος τύπος με το «σταφίς» και αρχαιότερος. Φανερή είναι η σχέση με τη λέξη «σταφυλή». Υπάρχει και αρχαία παροιμία, «Ανθρώπου γέροντος ασταφίς η κεφαλή», η οποία μας θυμίζει το «σταφιδιασμένος» που λέμε εμείς σήμερα για κάποιον που έχει γεράσει και το δέρμα του είναι ζαρωμένο και  γεμάτο ρυτίδες.

Η κορινθιακή σταφίδα, δηλαδή η μαύρη, έγινε τόσο ονομαστή ώστε ταυτίστηκε σχεδόν με τη σταφίδα και γλωσσικά. Η λέξη «currant», που σημαίνει στα αγγλικά την κορινθιακή μαύρη σταφίδα, έχει την αρχή της στην Κόρινθο. Από τα γαλλικά, raisins de Corinthe, ή μάλλον raisins de Corauntz όπως ήταν στα γαλλικά της εποχής, πέρασε τον 14ο αιώνα και στα αγγλικά, όπου σιγά-σιγά το raisins παραλείφθηκε. Στα κείμενα της εποχής τη λέξη τη βρίσκει κανείς γραμμένη σε πάμπολλες παραλλαγές: corentes, corauntz, currents, currence, corans κτλ.

Μάλιστα, όταν τον 16ο αιώνα άρχισαν να καλλιεργούνται στην Αγγλία τα φραγκοστάφυλα, ο κόσμος νόμισε ότι αυτός ο καρπός είναι η νωπή μορφή της σταφίδας, και τα είπε κι αυτά currant· το λάθος επισημάνθηκε αμέσως, αλλά, όπως συχνά συμβαίνει, ρίζωσε, γι’ αυτό  σήμερα currants λέγονται και τα φραγκοστάφυλα και οι σταφίδες. Στην Αμερική, για να διαλυθεί η σύγχυση, τις σταφίδες τις λένε Zante currants, δηλαδή ζακυνθινές. Η Ζάκυνθος ήταν σημαντική πηγή για εξαγωγές σταφίδας προς τη Βρετανία. Μια λέξη σχεδόν ξεχασμένη για την κορινθιακή σταφίδα είναι το κουρεντί,  αντιδάνειο από το currant.

Όταν κέρδισε η Ελλάδα την ανεξαρτησία της, η σταφίδα ήταν το μοναδικό αξιόλογο εξαγωγικό προϊόν του νεαρού κράτους. Δεδομένου ότι έφτασε να αντιπροσωπεύει το 50%-75% της αξίας του συνόλου των ευρωπαϊκών εξαγωγών, δεν είναι υπερβολή αυτό που είχε πει ο Ξ. Ζολώτας, ότι η σταφίδα για την Ελλάδα ήταν «ό,τι και ο καφές για τη Βραζιλία». Τότε η σταφίδα χαρακτηρίστηκε «χρυσός της Κορινθίας», αν και καλλιεργήθηκε σε πολύ ευρύτερη ζώνη, σε όλη τη δυτική και βορειοδυτική Πελοπόννησο και στα Επτάνησα, όπου οι αγρότες επέκτειναν δυσανάλογα τις αμπελοφυτείες σε βάρος των ελαιώνων και των άλλων καλλιεργειών. Πολλές οικογένειες που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή εδραιώθηκαν με άξονα τις ζώνες Κόρινθος-Πάτρα και Πύργος-Καλαμάτα και συνδέθηκαν με το εμπόριο της σταφίδας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Πρόσφατη ιστορία, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 142 Σχόλια »

Από πού βγαίνει το καρπούζι; (Μια συνεργασία του Νίκου Νικολάου)

Posted by sarant στο 29 Ιουλίου, 2019

Εδώ και κάμποσο καιρό έχουμε αρχίσει να δημοσιεύουμε συνεργασίες του φίλου γλωσσολόγου Νίκου Νικολάου. Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο αυτής της συνεργασίας. Στο τέλος θα βρείτε ευρετήριο των προηγούμενων άρθρων.

Στο σημερινό άρθρο, ο Νίκος Νικολάου ασχολείται με ένα φρούτο της εποχής, το καρπούζι, αλλά από ετυμολογική άποψη -και συνομιλεί με παλιότερα άρθρα του ιστολογίου.

Αρχική μορφή εδώ.

Η συμβολή μου εδώ παίρνει τη μορφή κονσέρβας: αναδημοσιεύω άρθρα που είχα γράψει στην Κβόρα, το 2016 και 2017, εμπλουτισμένα και μεταφρασμένα.

Το συγκεκριμένο άρθρο συγγενεύει με άρθρο που έχει ήδη δυο φορές εμφανιστεί εδώ κονσέρβα από τον ίδιο το Νίκο το Σαραντάκο: Το ελληνικό πεπόνι με τα πολλά ονόματα (ύστατη μορφή: Ο βασιλιάς του καλοκαιριού;)

Το άρθρο του Νίκου για το καρπούζι αναφέρει:

Εμείς βέβαια το λέμε καρπούζι, το οποίο είναι τουρκικό δάνειο (karpuz), αν και δεν είναι σαφές από πού το πήραν οι Τούρκοι. Και οι Ρώσοι, που το λένε Αρμπούζ, από τα τούρκικα πρέπει να το έχουν πάρει.

[…]

Το ήξεραν οι αρχαίοι το καρπούζι; Οι γνώμες διίστανται. Είναι μάλλον βέβαιο πως η κοιτίδα του καρπουζιού είναι η τροπική Αφρική, οι δε Αιγύπτιοι σαφώς το γνώριζαν –το έβαζαν και στους τάφους των Φαραώ, βρίσκω κάπου· στου Τουταγχαμών τον τάφο έχουν βρεθεί σπόρια καρπουζιού. Ο Γεννάδιος υποστηρίζει λοιπόν ότι είναι αδύνατο οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν διαρκή επικοινωνία από πολύ παλιά με τους Αιγυπτίους, να μη γνώριζαν το καρπούζι.

Σε ανύποπτο χρόνο, ανέφερα στην Κβόρα την πρόταση του Νικόλαου του Κονεμένου να αντικαταστήσει το τουρκικό καρπούζι με το χειμωνικό. (Αγγλόγλωσσος ιστότοπος γενικού ενδιαφέροντος είναι η Κβόρα, αλλά έλεγα και γω τα δικά μου.)

Οπότε ο τούρκος Κβορανός Ali Berat απόρησε, και με ρώτησε.

Μα δεν είναι ελληνικό το karpuz; Κοίταξα στο ετυμολογικό λεξικό, και μου είπε πως βγαίνει από το καρπόω

(Όπως είπε ο Νίκος: «δεν είναι σαφές από πού το πήραν οι Τούρκοι».)

Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως, το να παράγεται το καρπούζι από το καρπός αποτελεί μια ιδέα τόσο κουφή, που μόνο στην πλάκα αναφέρεται. Όπως μάλιστα είχα αναφέρει, προκύπτει στον ελληνόγλωσσο ιστό μόνο στο σατιρικό Καινούργιες λέξεις III («Πρόκειται για γνησία αρχαία ελληνική οπώρα, η οποία έθελξε και τους τουρκεστανούς εισβολείς, εξού και το τουρκοπρεπές γλωσσικό ένδυμα.» Το παράγει μάλιστα από το σκοπίμως ασυνάρτητο υποκοριστικό καρπός-διον.) Α, προκύπτει και σε διστακτικό σχόλιο που έχει γίνει εδώ το 2010, στην πρώτη ανάρτηση: «Αποκλείεται η λέξη καρπουζ να είναι αντιδάνειο; Από τους «καρπούς»; Λέμε τώρα.»

Οπότε η απορία του Αλί Μπεράτ, και το ενδεχόμενο να αποτελεί αντιδάνειο το καρπούζι, με ξαπόστειλε σε πέντε ετυμολογικά άρθρα, και κίνησε και μένα και τη φίλη μου τη Δήμητρα Τριανταφυλλίδου να ψάξουμε την προϊστορία του καρπουζιού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Συνεργασίες, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 167 Σχόλια »