Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Χιουμοριστικά’ Category

Πατρινό Καρναβάλι (κείμενο του Μποστ, παρουσίαση από AntonisLaw)

Posted by sarant στο 26 Φεβρουαρίου, 2023

Καρναβάλι σήμερα. Στην Πάτρα και σε μερικά ακόμα μέρη το γιορτάζουν με τρόπο ξεχωριστό. Ο φίλος μας ο AntonisLaw, ο Νομικαντώνης, που είναι βέβαια Κρητικός αλλά ζει στην Πάτρα, επειδή δεν είναι μοναχοφάης, θέλησε να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς το Πατρινό Καρναβάλι, και μας κερνάει ένα ευθυμογράφημα του Μποστ με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Το ευθυμογράφημα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου 1964 του περιοδικού Δρόαμοι της Ειρήνης, με το οποίο συνεργαζόταν τακτικά ο Μποστ τότε και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Μποστ – Πεζά κείμενα 1960-1965. Εδώ ο Αντώνης έχει μονοτονίσει και έχει εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, κάτι που θα ήταν ιεροσυλία για σκίτσο του Μποστ, όμως σε αυτά τα πεζά κείμενα ο Μποστ ακολουθούσε συμβατική ορθογραφία εποχής -η μονη διαφορά είναι ότι στην υποτακτική υπήρχε το η, που έγινε τώρα ει. Το σκίτσο του Μποστ συνόδευε το βιβλίο.

Δεν γράφω περισσότερα διότι ο Αντώνης έχει και εισαγωγή και σχολιασμό (μετά το ευθυμογράφημα), οπότε του δίνω τον λόγο αμέσως:

Το κείμενο δημοσιεύτηκε τις Απόκριες του 1964, λίγες μέρες αφότου είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (18 Φεβρουαρίου 1964), και στα γεγονότα των ημερών αναφέρεται το κείμενο. Τελικά για την ιστορία το Πατρινό Καρναβάλι του 1964 ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του βασιλιά Παύλου (6 Μαρτίου 1964). Φυσικά ο χορός του δημοτικού θεάτρου ήταν τα ντόμινα ή Μπουρμπούλια στο θέατρο «Απόλλων» (ανέγερση περί τα 1872) του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ στην πλατεία Γεωργίου (Α’) της Πάτρας. Διαβάζουμε ότι κάποιοι μελετητές ανάγουν τα πρώτα Μπουρμπούλια ήδη στα πρώτα χρόνια της αποπεράτωσης του «Απόλλωνα».  Τα Μπουρμπούλια διεξαγόταν απογευματινή ώρα και ντύνονταν μόνο οι γυναίκες με μαύρο ντόμινο και μάσκα ενώ οι άντρες με επίσημο ένδυμα χορού, οι γυναίκες δεν πλήρωναν εισιτήριο και ο καβαλιέρος επέλεγε ντάμα χωρίς να ξέρει την ταυτότητά της, αλλά και η ίδια κατά κάποιο τρόπο αξιοποιώντας την ανωνυμία της συμμετείχε στο παιχνίδι αυτό. Τα Μπουρμπούλια διεξάγονται κανονικά κάθε χρόνο αλλά στο φυσικό τους χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» έχουν αρκετά χρόνια να πραγματοποιηθούν. Οι καλλιτέχνες που συνήθως καλούνται είναι ο Πασχάλης, η Μπέσσυ Αργυράκη,  ο Γιώργος Πολυχρονιάδη, ο Λάκης Τζορντανέλλι , η Κατερίνα Αδαμαντίδου, η Σοφία Αρβανίτη (όσον ήταν εν ζωή και ο Ρόμπερτ Ουίλλιαμς και ο Δάκης)  και γενικά τραγουδιστές του ελληνικού ποπ της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα αλλά και του ογδόντα.   Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μποστ βάζει και τους άντρες να φορούν ντόμινα, ίσως για να εξυπηρετήσει τη μυθοπλασία του, για να μπορέσει να γίνει η παρεξήγηση σχετικά με τον ποιον τελικά κρυφάκουγε μέσα στο χορό.

ΠΑΤΡΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Όταν κανείς έχει λίγα χρήματα και πολλάς στενοχωρίας, το πρώτον πράγμα που επιθυμεί είναι να διασκεδάσει. Έτσι κι εγώ, μόλις εισήλθε το Τριώδιον και ευρέθην με πολλάς στενοχωρίας, ησθάνθην μίαν τάσιν διά ξεφάντωμα. Συνέπεσε δε τας ημέρας εκείνας να συναντήσω τον φίλον μου Ανδρέαν που ήτο νυμφευμένος επίσης και του εξεμυστηρεύθην τας επιθυμίας μου. Ο Ανδρέας στεναχωρίας δεν έχει, αλλά είχε ένα ωραιότατον αυτοκίνητον.

-Ανδρέα, του είπα, πολλοί φίλοι μού κάνουν προσκλήσεις διά την Πάτρα με το αυτοκίνητό τους. Αλλά διστάζω…

-Να πας. Θα διασκεδάσεις πολύ ωραία. Μη διστάζεις.

-Φοβούμαι όπως οδηγούν. Τρέχουν πολύ. Μόνο σ’εσένα Ανδρεά έχω εμπιστοσύνη. Αλλά εσύ θα μείνεις εδώ.

– Όχι δεν θα μείνω. Η Πλάκα είναι γνωστή και οι γιορτές της δεν παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Θα πάω κι εγώ στην Πάτρα. Δεν έρχεσαι μαζί μας κι εσύ με τη γυναίκα σου;

– Ευχαριστώ, Ανδρέα. Δεν θέλω να σας δώσω βάρος. Άλλωστε εσύ θα έχεις την παρέα σου. Άσε, καλύτερα να μείνω στην Αθήνα. Οι γιορτές δεν είναι για μας.

– Τι θα κάνεις εδώ;

– Θα δω το γαϊτανάκι. Θα περάσει η ώρα μου…

– Το γαϊτανάκι, απαγορεύθηκε. Θα πλήξεις.

– Θα πάρω κι ένα φθηνό πλαστικό κλομπ.

– Απαγορεύθηκε κι αυτό.

– Ε, κάτι θα κάνω. Θα πάρω δυο δραχμές χαρτοπόλεμο και θα μετρώ τα μπλε και τα κόκκινα κομφετί και θα περάσει η ώρα μου. Το κομφετί δεν απαγορεύεται. Με δυο δραχμές θα διασκεδάσω… Μην με πιέζεις. Δεν έρχομαι στην Πάτρα. Ίσως δεν βρούμε και δωμάτιο.

– Μη σε νοιάζει για δωμάτιο. Θα μείνουμε στο σπίτι μιας θείας μου. Έχει ένα αρχοντικό παλιό με 10 δωμάτια άδεια…

– Όχι, Ανδρέα, μην επιμένεις…

– Καλά, άσε. Θα βάλω την γυναίκα μου να τηλεφωνήσει στη γυναίκα σου. Εσύ σ’αυτά πάντα είσαι αναποφάσιστος. Δεν έχουμε παρέα, γιατί ο Κώστας με την αρραβωνιαστικιά του έφυγε με τα πεθερικά του και την κουνιάδα του για τη Θήβα από χθες, να δουν το Βλάχικο Γάμο. Και μεις τον είδαμε τρεις φορές και τον βαρεθήκαμε…

– Ναι, βέβαια, ο Βλάχικος Γάμος, δεν συγκρίνεται με το Καρναβάλι της Πάτρας. Στην Πάτρα υπάρχει μεγαλυτέρα ποικιλία…

– Ε, είδες; Καλύτερα θα περάσουμε. Άσε το ζήτημα σε μένα. Θα καταφέρουμε τη γυναίκα σου…

Αυτά είπα με τον φίλο μου Ανδρέα και χωρίσαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Ευτράπελα, Μποστ, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 110 Σχόλια »

Κοσμικά – σερέτικα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2022

Θα παρουσιάσω σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο πάνω σε ένα εύθυμο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου. Ωστόσο, ο Κόρτο δεν περιορίστηκε στο να πληκτρολογήσει το χρονογράφημα του Ψαθά ή έστω να το σχολιάσει σε εισαγωγή και επίλογο, αλλά πρόσθεσε επίσης ένα απόσπασμα από ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ψαθά, οπως και ένα παρεμφερές χρονογράφημα του Δημ. Γιαννουκάκη -κι έτσι εμπλούτισε πάρα πολύ το αρχικό κείμενο.

Μια και ο Κόρτο έχει γράψει και εισαγωγή, εγώ δεν θα πω τίποτε άλλο, του δίνω ευχαρίστως τον λόγο. Προσθέτω μόνο μερικά γιουτουμπάκια σε λινκ. Αλλά επειδή εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω ότι το κείμενο έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, τόσο ως προς τη μίμηση της διανθισμένης με γαλλικά ιδιολέκτου των νεόπλουτων ή τις παρατηρήσεις του Ψαθά για τα ρήματα σε -άρω, όσο και ως προς την αναφορά στο επιφώνημα «Ιφ» (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο).

Εισαγωγή

Τον σφετερισμό του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ και μάλιστα από κάποιους εκ των «πλουτισάντων επί Κατοχής» θίγει ο Δημήτρης Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Κοσμικά – σερέτικα». Στο κείμενο στηλιτεύεται η υποκριτική μεταστροφή ενός κόσμου που ενώ μέχρι πρόσφατα περιφρονούσε και επιτίθετο σε οτιδήποτε λαϊκό και ελληνικό, ακόμα και στην γλώσσα μας, εκ των υστέρων υιοθέτησε συνήθειες συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας που κανονικά ήταν ταυτισμένες με τα λαϊκά στρώματα –εκτοπίζοντας τα τελευταία από τους δικούς τους φυσικούς χώρους.

Το κείμενο αντλήθηκε από αχρονολόγητο τόμο ανθολόγησης δημοσιευμάτων του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Από την εύθυμη πλευρά», εκδόσεις Μαρή (πιθανώς επανέκδοση). Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι μία έκδοση με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 1960. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί η ακριβής χρονολόγηση και το φύλλο της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το εν λόγω χρονογράφημα. Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα. Οπωσδήποτε η χρονολόγηση του ακολούθου κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1948, δεδομένου ότι το τραγούδι «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» (ή αλλιώς «η ντερμπεντέρισσα») του Βασίλη Τσιτσάνη και του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε στις 18/10/1947, σε ερμηνεία της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του συνθέτη (η σχετική πληροφορία από τον ιστότοπο rebetiko sealabs).

  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ρεμπέτικα, Συνεργασίες, Χρονογραφήματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , | 214 Σχόλια »

Τα εμβούτια και πώς να μην τα εμβλέξετε

Posted by sarant στο 27 Μαΐου, 2021

Κοίταζα τις προάλλες κάτι χρονογραφήματα του Βάρναλη από το 1950, και είδα ένα που με έκανε να γελάσω, και που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, οπότε σκέφτηκα να το μετατρέψω σε άρθρο.

Την αφορμή για το χρονογράφημα την έδωσε η επιστολή ενός «υπερεθνικόφρονος» στις εφημερίδες, στις οποίες ο επιστολογράφος διαμαρτύρεται επειδή σε πολλές εφημερίδες δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες αθλητριών, στις οποίες φαίνονταν «τα εμβούτιά των».

Παίρνοντας αφορμή από αυτόν τον αστειότατο «εξευγενισμό» που μετέτρεψε τα μπούτια σε «εμβούτια», και από τον νεολογισμό «υποεμβούτιος», ο Βάρναλης αναπτύσσει το γράμμα του καθαρευουσιάνου εθνικο(παρά)φρονα χρησιμοποιώντας διαρκώς λέξεις που αρχίζουν από μπ-, τις οποίες βέβαια μετατρέπει κατά τον ίδιο τρόπο.

Παραθέτω λοιπόν το χρονογράφημα κι ύστερα σχολιάζω. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος στις 19 Ιουλίου 1950.

Για να μην το μπερδέψετε, όλο το κείμενο μετά τα πρώτα εισαγωγικά, δηλ. από το «Είναι να μη φρίξομεν» και μετά, είναι τρολιά (avant la lettre) του Βάρναλη.

Περί εμβουτίων κλπ.

Υπερεθνικόφρων κύριος ζητεί να διώκονται επί προσβολή των δημοσίων ηθών, οι εφημερίδες, που δημοσίευσαν «εικόνας κορασίων ΜΑΣ (αθλητριών είτε των κατά θάλασσαν είτε των κατά ξηράν αγωνισμάτων) «σχεδόν γυμνών με όλα τα εμβούτιά των και τα στήθη των γυμνά άνευ φύλλων συκής… Εφρυάξαμεν προ ημερών, όταν μας υπέδειξεν τοιαύτην εικόνα κορασίου καθημένου με λυγισμένους τους πόδας, ώστε να υποπροβάλλει μια σκανδαλωδεστάτη ύποπτος υποεμβούτιος εικών»!

Είναι να μη φρίξομεν όχι μόνον δια τας γυμνάς εικόνας, αλλά και δια τας ζωντανάς; Βλέπομεν καθ’ εκάστην, και κατά μείζονα λόγον τας Κυριακάς, πλήθος κορασίων ΜΑΣ σχεδόν γυμνών να συλλούονται μετά γυμνών επίσης νέων, εις τα λεγόμενα «εμβαίνια μίξτια» και να υπτιάζουσιν επί της άμμου τα «εμβάνικα» «εμβοϊά» των απέναντι του «εμβουγαζίου» υπό τας θωπείας της «εμβουκαδούρας» και υπό τα όμματα των «εμβανιστών», οίτινες επί τω θεάματι γίνονται «εμβαρούτια».

Και είναι ηλικίας 16-20 ετών αι νέαι, («εμβουβούκια» δηλαδή) και οι νέοι ομοίως («εμβέβηδες» ακόμη»!).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Βάρναλης, Ετυμολογικά, Ευπρεπισμός, Χρονογραφήματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , | 179 Σχόλια »

Κάτι σαν Καββαδίας

Posted by sarant στο 4 Απριλίου, 2021

Το ιστολόγιο αγαπά τη λεπτή τέχνη της παρωδίας και σε πολλά μας σημειώματα έχουμε συμπεριλάβει παρωδίες γνωστών ποιητών (κυρίως -αν και πεζά μπορεί επίσης να παρωδηθούν).

Η παρωδία μπορει να πάρει τη μορφή της παράφρασης ενός συγκεκριμένου, γνωστού ποιήματος, μπορεί όμως να μιμηθεί απλώς το ύφος ενός ποιητή χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένο ποίημα -τότε μπορεί να χαρακτηριστεί και «μίμηση» ή à la manière de…

Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας παρωδίας, αυτής που παραφράζει συγκεκριμένο ποίημα, ένα καβαφικό του παππού μου, του Άχθου Αρούρη που παρωδεί την καβαφική Πόλι.

ΘΑΛΑΣΣΑ

Είπες: Θα πάγω σ’ άλλη Γη. Θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα
μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη για μένα
– Κάθε προσπάθεια πηγαίνει πάντα στα χαμένα
κι είν’ η καρδιά μου, σα σκυλί, δεμένη.
Και ξέρω ο δόλιος τι με περιμένει
μα και ψιλή δεν έχω, όλα τα χάλασα.

Καινούργιους τόπους δε θα βρεις δε θα’ βρεις άλλες θάλασσες
δεν είσαι λόρδος φουκαρά να τρέχεις δω και κει
στους ίδιους δρόμους θα γυρνάς σ’ όλη τη ζήση σου.
Και μες τες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς.
Δεν έχει πλοίο για σε. Δε μετοικεί
έτσι εύκολα ένας άψιλος· κι ως χάλασες
και τη δεκάρα τη στερνή, να χορηγήσει σου
κανείς σιτήριο τζάμπα μην ολπίζεις
στην πόλη αυτή θα ζεις και θα πεινάς
στην κώχη τούτη τη μικρή θα τουρτουρίζεις.

Άχτος Αρούρης
(Τρίβολος, φ. 109, 2.2.1934)

Όσο για τη δεύτερη κατηγορία, τις μιμήσεις, έχουμε παλιότερα παρουσιάσει στο ιστολόγιο μια σειρά από μιμήσεις που είχε δημοσιεύσει προπολεμικά ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Ο Καβάφης είναι, με διαφορά, ο περισσότερο παρωδημένος ποιητής μας. Αν στη δεκαετία του 1920 πολλές καβαφικές παρωδίες (όπως π.χ. του Φώτου Πολίτη) ήταν χλευαστικές προς τον ποιητή, εδώ και πολλά χρόνια οι καβαφικές παρωδίες γίνονται σε ένδειξη τιμής. Ο Δημ. Δασκαλόπουλος στο βιβλίο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων (Aθήνα 1998) έχει ανθολογήσει πάνω από 100 παρωδίες του Καβάφη ενώ ο Ξ. Κοκόλης είχε εκδωσει μια συλλογή με δικές του καβαφικές παρωδίες.

Για να παρωδηθεί ένας ποιητής πρέπει να είναι ευρέως γνωστός και αναγνωρίσιμος. Έτσι, σήμερα που η απήχηση της ποίησης έχει υποχωρήσει, οι παρωδίες είναι λιγότερες (ενώ εμφανίζονται παρωδίες τραγουδιών). Ο Καββαδίας όμως, που είναι ευρύτατα γνωστός χάρη στις μελοποιήσεις ποιημάτων του, κυριως από τον Θάνο Μικρούτσικο, έχει γνωρίσει αρκετές παρωδίες -μάλιστα, υπάρχει και γι’ αυτόν μια παρωδική συλλογή: Τα ταμπού και μούσι του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (που υπογράφει ως Νίκος Καββαθίας).

Το πρόσφατο ναυτικό ατύχημα του γιγαντιαίου φορτηγού στο Σουέζ μπορεί να προκάλεσε πολύ σοβαρά προβλήματα στο παγκόσμιο εμποριο αλλά θα τολμήσω να πω πως ήταν ένας σχεδόν καλοδεχούμενος περισπασμός από τον πανδημικό ζόφο, ιδίως αφού δεν είχε ανθρώπινα θύματα. Εξάλλου, το θέαμα ενός ανοικονομητου κολοσσού που σφηνώνει στα στενά της διώρυγας είναι από μόνο του αστείο.

Οπότε, ο Άγγελος Τσέκερης, ο διευθυντής της Αυγής, δημοσίευσε στο Φέισμπουκ μια μίμηση του Καββαδία εμπνευσμένη από το περιστατικό στο Σουέζ.

Ο Τσέκερης έχει εξαιρετική χιουμοριστική φλέβα όπως θα διαπιστώσετε αν διαβάσετε τα χιουμοριστική στήλη που δημοσιεύει κάθε Κυριακή (ένα πρόσφατο δείγμα). Η μίμησή του:

Κάτι σαν Καββαδίας

Απ τον Νοτιά τρεμόπαιζαν τα φώτα του Σουεζ
και οι βάρκες αχνοφαίνονταν κοντά στο ακροθαλάσσι
κι ο καπετάνιος γελαστός μας έκανε σαφέζ
πως σκόπευε την διώρυγα με πάντες να περάσει.

Γλυκά του ´παμε η διώρυγα πως είναι μακρουλή
και με τη μουρη μονάχα καράβι την περνάει
μα αυτός, σκληρό κι ανέμελο θαλασσινό πουλί
μας είπε «alea jacta est, θα πάμε με το πλάι».

Τώρα να ξεκολλήσουνε το πλοίο απ το στενό
με μια μπουλντόζα παιδική μοχθούνε οι αραπαδες
Χίλια καράβια μας κοιτούν με βλέμμα σκοτεινό
που το παγκόσμιο εμπόριο γαμησαμε ενθάδες
(Άγγελος Τσέκερης)

Θα μπορούσε να χτενιστεί λίγο περισσότερο αλλά έχει ρυθμό, φρεσκάδα και δροσιά.

Μου άρεσε πολύ η μίμηση και την αναδημοσίευσα στον τοίχο μου στο Φέισμπουκ. Βρήκε ανταπόκριση που δεν την περίμενα -κι έτσι έχουμε το σημερινό άρθρο.

Ο Δημητρης Φιλίππου έδωσε ένα πολύ προσεγμένο στιχούργημα εις ύφος Καββαδία με επιμονή στις ίδιες ρίμες:

AUTO-AISE

Ήτανε Μάρτης και έσκιζε ο αγέρας το Σουέζ
Κι αλύχταγε η διώρυγα σαν γέρικο φαγκότο
Ο καπετάνιος τρόμαξε τ’ ανέμου το σολφέζ
Και το τιμόνι άφησε σ’ αυτόχθονα πιλότο

Με πρόφαση πως είχε από το χλωροκίν μαλαίζ
Κλείστηκε στην καμπίνα του (με κάποιον καμαρότο)
Ο άλλος πάνω νόμιζε πως είν’ στο Σαν-Τροπέζ
Τις στενωπούς που διάβαινε σα να ‘τανε ροντότο

Τώρα παίζουν τα στοκ-μαρκετ Στοκχάουζεν (ή Μπουλέζ)
Οι εφοπλιστές νοστάλγησαν τον πειρατή ντε Σότο
Με τον πιλότο ο καπετάνιος ψάχνει μακιγέζ
Κι οι κούληδες; Στα ίσαλα, μαστίγιο και καρότο…
(Δημήτρης Φιλίππου)

Πολύ διασκεδαστικό το βρίσκω.

Και μετά μια ακόμα εξαιρετική προσπάθεια από τον Γιώργο Φαρμάκη, με αναφορές σε στίχους του Καββαδία:

Επεσε το πουσι απο εχθέζ
Ξεμειναμε και σημερα στη λασπη κολλημενοι
Μες το στενο το διαυλο του σκοτεινου Σουεζ
Και γω θυμαμαι τη Σμαρω που θα με περιμένει.

Απανω στο κατάστρωμα, κόμπρα νωθρη κοιμαται
Που απ την πρυμνη ανεβηκε, στου Κάιρου την μεριά
Εσυρθηκε νωχελικα απ τα κοντεινερ μεσα
Και απο την πλωρη αγνάντεψε τα μέρη του Σινά

Σου παν γαρμπής μας πολεμά μην το ζοριζεις
Μα εσυ το Σινικο τ’ αφεντικο ακουσες μονο
Και τωρα θαλασσα πατας, στεριά μυρίζεις
Να καθαρίσεις τη μοραβια εχεις χρόνο.

Απο της Ίντιας τα φανάρια ως τη Μαρσίγια
Σφιγμενοι ατζεντηδες μετρουν λεφτα χαμενα
Μα πα στη γεφυρα και σημερα ολα ίδια
Ψησε Χαραμ πίτα αλμυρη μόνο για μένα
(Γιώργος Φαρμάκης)

Τέλος, ο Δημήτρης Χάνος έδωσε μιαν εξαιρετική παρωδία της Εσμεράλδας του Καββαδία προσαρμοσμένη στο ατύχημα του Σουέζ:

Ολονυχτίς βυθοκορείς με γύφτικη μπουλντόζα
βαρκούλες πες μου νόμιζες πως έχει η Evergreen;
φελούκα του Εβρου που περνά μες απ’ τη Zaragoza;
τέτοιο θεριό πλεούμενο δεν είχες δει πιο πριν.

Απά στο γλυκοχάραμα το ρυμουλκό μουγκρίζει
μα ο κολοσσός ατάραχος δε λέει να κουνηθεί
Ελληνικό γκαζάδικο απ’ τ’ ανοιχτά σφυρίζει
«άντε μεγάλε αργήσαμε» φωνάζει στο CB.

Ο παπαγάλος σού ‘δειξε του GPS εικόνα
συνωστισμός απίθανος στη μπούκα του Σουέζ
σαν τις ουρές στο σπίτι μιας μικρούλας στην Ancona
που τάχα μου παρέδιδε μαθήματα σολφέζ.

Τρεις μέρες άμμο φτυάριζαν κι όταν το ξεκολλήσαν
τα χρέη κι οι ρήτρες είχανε τρελά συσσωρευτεί
σε κάτι φάπες σβουριχτές τον καπετάνιο αρχίσαν
σαν τον Γελεβουρδέζο είχε πια ρεζιλευτεί.
(Δημήτρης Χάνος)

Ο ναύαρχος Γελεβουρδέζος είναι ήρωας της κωμωδίας Δεσποινίς διευθυντής. Η τελευταία αυτή προσπάθεια μού άρεσε πολυ. Αυτήν ξεχωρίζω μαζί με την πρωτη του Τσέκερη -αλλά εσείς μπορεί να έχετε άλλες προτιμήσεις.

Με έναυσμα το Σουέζ αλλά όχι τον Καββαδία ο Χρήστος Μασμανίδης σκάρωσε δυο ωραία τετράστιχα με στιχουργικές προκλήσεις:

Φάλτσος αυτός που λάθεψε απάνω στο σολφέζ
φαλτσάρισε κι ο πλοίαρχος σαν μπήκε στο Σουέζ.
Το ever given ξόκειλε μπαίνοντας με τις πάντες
στα στενά του καναλιού και τρόμαξαν οι πάντες.

Και:

Όταν το θηρίο κατάφερε να στρέψ
μέσα στο κανάλι που’φτιαξ’ ο Λεσέψ
άλλοι έσκουζαν Αλλαχ Ακμπάρ
κι άλλοι τα πίναν σ’ενα μπαρ.

Να σημειώσω εδώ ότι ο ίδιος ο Καββαδίας, αν και ως ναυτικός θα είχε διαβεί πολλές φορές το Σουέζ (το μνηνονεύει, θαρρώ, στα γράμματά του) δεν θυμάμαι να έχει γράψει ποίημα για τη διωρυγα ή έστω να την αναφέρει σε στίχο του (σωστά θυμάμαι).

Αλλά να κλείσουμε εις ύφος Καββαδία με μια μίμηση (που την έχουμε παρουσιάσει κι άλλη φορά) του Λαπαθιώτη. Δεν είναι βέβαια για το Σουέζ.

Ταξίδι

Μπάρκαρα μούτσος, μιαν αυγή, σε κάποιο κότερο μαβί,
που σάλπαρε, στραβά κουτσά, για το Σταυρό του Νότου,
πλήρωμα οκνό, ετερόκλητο: Σπανιόλοι, αλλόκοτα βουβοί,
– καθένας με το βίτσιο του, και το παράπονό του…

Σ’ όποιο λιμάνι αράζαμε, μας έδιωχναν οι ιθαγενείς,
κι όλο σκοπέλοι κάρφωναν το δρόμο μας, κι υφάλοι!
Μα τι να κάνουμε! Μπορείς όμοιος μ’ εκείνους να γενείς,
και να τους ρίχνεις, σαν μαϊμού, καρύδες στο κεφάλι;!…

Μας κοίταζαν τα μαραμπού, και μας χαζεύαν τ’ αλμπατρός.
Τρεις σύντροφοι σφαχτήκανε για μια ξανθιά κοπέλα,
κι άλλοι πέντ-έξι πέθαναν: έλειπε, βλέπεις, ο γιατρός!
Τους ρίξαμε στη θάλασσα, κουνώντας τα καπέλα.

Κι έτσι, άξαφνα, κάποια βραδιά, βρεθήκαμε μες στους Ζουλού!
Γιατί και πώς, μην τα ρωτάς: φυσούσε τραμουντάνα,
– κι ο καπετάνιος έτυχε να’ χει, κι αυτός, το νου του αλλού,
στ’ αργά πουλιά που πέρναγαν σαν άσπρα αεροπλάνα.

Φάγαμε φρέσκον ανανά, κι άγνωστα φρούτα τροπικά,
που μήτε που τα βάνει καν ο νους σας, Ευρωπαίοι!
Μα μ’ όλα αυτά μας τα πολλά, καλά επεισόδια και κακά,
το μάτι, για το πόρτο μας, δεν έπαψε να κλαίει…

Γι’ αυτό κι εμείς όλοι μαζί, του νόστου φάρα υστερική,
μπήξαμε αλλόκοτες φωνές βλέποντας την Ασία…
Έτυχε, βλέπεις, τη βραδιάν εκείνη την ιστορική,
να’ ναι οπωσδήποτε υψωμένη κι η θερμοκρασία…

Πλάτων Χαρμίδης (= Ναπολέων Λαπαθιώτης) Πνευματική ζωή, τχ. 39, 10 Ιανουαρίου 1939

Μια και ο κοβιντ έχει κάνει δύσκολα τα ταξίδια, σημερα ταξιδέψαμε με τη δύναμη της παρωδίας. Καλή Κυριακή!

 

 

 

Posted in Παρωδίες, Ποίηση, Στιχουργική, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 100 Σχόλια »

Πιόνι στο ε4 (εύθυμο σκακιστικό διήγημα του Στίβεν Λίκοκ)

Posted by sarant στο 28 Φεβρουαρίου, 2021

Θέλω να βάλω σήμερα κάτι εύθυμο για το καθιερωμένο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα -ίσως για αντίδοτο στον ζόφο που κυριαρχεί. Συμπτωματικά, πριν από μερικές μέρες πρόσεξα σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου ένα βιβλίο που δεν έτυχε ποτέ να το διαβάσω παρόλο που βρίσκεται εκεί εδώ και πολλά πολλά χρόνια.

Το βιβλίο λέγεται «Ιστορίες της σκακιέρας» και, όπως θα περιμένατε από τον τίτλο του, είναι μια ανθολογία σκακιστικών διηγημάτων -να το πω αλλιώς, διηγημάτων με θέμα το σκάκι. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1988 και είναι εξαντλημένο στον εκδότη, όπως βλέπω. Η μετάφραση έγινε από τη Γλύκα Μαγκλιβέρα.

Δεν έχω διαβάσει τα υπόλοιπα διηγήματα, αν και πολλά ονόματα συγγραφέων είναι γνωστά. Έτυχε και το άνοιξα σε αυτό που θα παρουσιάσω σήμερα, το διάβασα, αλλά το υπόλοιπο βιβλίο το άφησα για να τελειώσω πρώτα το βιβλίο που διαβάζω τώρα.

Ο Στίβεν Λίκοκ (1869-1944) ήταν Καναδός χιουμορίστας, που διηγήματά του έβρισκα πολλά σε ανθολογίες διηγημάτων των δεκαετιών 1950-60. Είχε ανάλαφρο χιούμορ, όπως θα δείτε και στο σημερινό διήγημα, που μου άρεσε η ατμόσφαιρά του.

Έχω κάποιες ενστάσεις για τη μετάφραση -ας πούμε, στην αρχή αρχή το «βολεύοντας τον εαυτό του» εγώ θα το έβαζα κάπως σαν «ενώ βολευόταν…». Αλλά δεν με εμπόδισαν να απολαύσω το διήγημα, ανάλαφρο και εύθυμο, οπως μακάρι να ήταν και η επικαιρότητά μας.

Πιόνι στο ε4

Stephen Leacock

«Δεν υπάρχει πιο άμεση φυγή από τα βάσανα της ζωής από μια παρτίδα σκάκι».

Φράνσις Μπέικον με αυγά

«Πιόνι στο ε4», είπα καθώς καθόμουν στο τραπέζι με το σκάκι.

«Ώστε πιόνι στο ε4, ε;» είπε ο Λέδερμπι, βολεύοντας τον εαυτό του στο παλιό, δρύινο τραπέζι, με τους αγκώνες του στο μεγάλο περιθώριό του, με συμπεριφορά βετεράνου παίκτη. «Πιόνι στο ε4», επανέλαβε. «Αχά, για να δούμε!»

Είναι η πρώτη και αρχαιότερη κίνηση στο σκάκι, αλλά από τον τρόπο που το είπε ο Λέδερμπι, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν χτεσινή. Οι σκακιστές έτσι είναι… «Πιόνι στο ε4», επανέλαβε. «Δεν σε πειράζει να το σκεφτώ λίγο, ε;»

«Όχι, όχι», είπα, «καθόλου. Παίξε όσο αργά θέλεις. Κι εγώ θέλω να κοιτάξω λίγο αυτή την πανέμορφη αίθουσα».

Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στο Μακρύ Δωμάτιο της Σκακιστικής Λέσχης — και καθόμουν μαγεμένος από τη γοητεία και την ησυχία του επενδυμένου με ξύλο δωματίου -με το μαλακό του φως, τον μπλε καπνό του ταμπάκου να φτάνει στο ταβάνι, τις φωτιές να καίνε, τα αραιοβαλμένα τραπέζια, τους παίκτες με τα κεφάλια σκυμμένα, χωρίς να προσέχουν την είσοδο και την παρουσία μας… Όλα ήσυχα, εκτός από κάποια ψιθυριστή συζήτηση εδώ κι εκεί, που υψωνόταν για να σβήσει γρήγορα.

«Πιόνι στο ε4», επανέλαβε ο Λέδερμπι. «Για να δω!».

Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στην Σκακιστική Λέσχη. Ποτέ δεν είχα μάθει πού ήταν ακριβώς, μόνο ότι ήταν κάπου στο κέν­τρο της πόλης, μέσα στην καρδιά της, ανάμεσα στα μεγάλα κτίρια. Ούτε τον ίδιο τον Λέδερμπι ήξερα τόσο καλά, αν κι είχα καταλάβει ότι ήταν σκακιστής. Του φαινόταν. Είχε το μακρύ, ακίνητο πρόσωπο, τα ακίνητα μάτια, το χρώμα της «κλεισούρας», που κάνει ένα σκακιστή να ξεχωρίζει οπουδήποτε.

Εντελώς φυσικά, όταν ο Λέδερμπι άκουσε ότι έπαιζα σκάκι, με κάλεσε να περάσω κανένα βράδυ από τη Λέσχη. «Δεν ήξερα ότι έπαιζες σκάκι», είπε. «Δεν έχεις την εμφάνιση σκακιστή -συγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω».

Έτσι βρεθήκαμε στο τραπέζι. Η Σκακιστική Λέσχη, όπως ανακάλυψα, ήταν στην πόλη, ακριβώς δίπλα στο Ξενοδοχείο Νιου Κομέρσιαλ. Μάλιστα, συναντηθήκαμε στη ροτόντα του ξενοδοχείου… μια παράξενη αντίθεση: ο θόρυβος, τα φώτα, ο κόσμος, οι φωνές των ξενοδοχειακών υπαλλήλων κι αυτό το άγνωστο καταφύγιο ηρεμίας και ησυχίας, κάπου από πάνω και δίπλα του.

Δεν έχω μεγάλη ικανότητα προσανατολισμού κι έτσι δεν μπορώ να πω πώς ακριβώς πας στη Λέσχη — ανεβαίνεις μερικά πατώματα με το ασανσέρ, περπατάς σ’ ένα διάδρομο (εδώ νομί­ζω περνάς έξω από το κτίριο) κι ύστερα ανεβαίνεις μια μικρή, παράξενη σκαλίτσα, ύστερα άλλη μια και ξαφνικά φτάνεις σε μια μικρή πόρτα, κάπως σαν γωνιακή σε δωμάτιο, και να ’σαι μέσα στο Μακρύ Δωμάτιο…

«Πιόνι στο ε5», είπε ο Λέδερμπι, αποφασίζοντας επιτέλους, και κούνησε το πιόνι μπροστά. «Για μια στιγμή σκέφτηκα να ανοίξω από την πλευρά της βασίλισσας, αλλά καλύτερα όχι».

Όλοι οι σκακιστές σκέφτονται να ανοίξουν από την πλευρά της βασίλισσας, αλλά ποτέ δεν το κάνουν. Η ζωή τελειώνει πο­λύ νωρίς.

«Ίππος στο ζ3», είπα.

«Ίππος στο ζ3. Αχά!» αναφώνησε ο Λέδερμπι. «Αχά!» Κι έπεσε σε βαθιά μελέτη… Είναι η δεύτερη αρχαιότερη κίνηση στο σκάκι, γεννήθηκε πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, στην Περσέπολη, αλλά για ένα σκακιστή ήταν ακόμα στην πρώτη της νιότη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Σκάκι, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 140 Σχόλια »

Περιμένοντας το λεωφορείο πρωί Κυριακής στο Λονδίνο (του Τζόναθαν Κόου)

Posted by sarant στο 20 Δεκεμβρίου, 2020

Τελευταία Κυριακή πριν μπούμε σε εορταστικό κλίμα, οπότε σκέφτηκα να βάλω κάτι ανάλαφρο, νεανικό. Κάτι νεανικό είχαμε δει την περασμένη Κυριακή, αλλά μονάχα ανάλαφρο δεν ήταν. Αυτό είναι.

Μόλις άνοιξαν τα βιβλιοπωλεία, έσπευσα να κάνω μερικές αγορές και ανάμεσά τους ήταν και το «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζοναθαν Κόου (Jonathan Coe). Το διαβάζω τώρα -και έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού η ηρωίδα, η Καλλιστώ, είναι Ελληνίδα ή έστω Ελληνοβρετανίδα. Αλλά σήμερα θα παρουσιάσω ένα απόσπασμα από ένα άλλο βιβλίο του Κόου, ένα από τα πρώτα του. Το ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου -διότι, με κλειστά τα βιβλιοπωλεία και τους κούριερ φρακαρισμένους, είχα ξεμείνει από αναγνωστική ύλη. Πρόκειται για το «Οι νάνοι του θανάτου», μυθιστόρημα του 1990, που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2002 από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Χιλντας Παπαδημητρίου. Βλέπω ότι είναι εξαντλημένο πια, οπότε αν σας αρεσει πολύ το απόσπασμα που θα διαβάσετε δεν μπορείτε δυστυχώς να το βρείτε παρά μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή ίσως στη βιβλιοθήκη των γονιών σας. (Λάθος: Με πληροφορούν ότι επανεκδόθηκε το 2013 και διατίθεται κανονικά΄).

Ο τίτλος που βλέπετε είναι δική μου έμπνευση. Διάλεξα ένα σχετικά αυτοτελές απόσπασμα από το μυθιστόρημα, την αρχή από το κεφάλαιο Middle Eight δηλ. Μέση ογδόη – όλοι οι τίτλοι των κεφαλαίων θα μπορούσαν να αποτελούν τα μέρη ενός μουσικού έργου: Intro, Theme One, κτλ. αφού ο ήρωας είναι ένας νεαρός μουσικός και το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις περιπέτειές του όταν παράτησε τις σπουδές Χημείας στο Πανεπιστήμιο και μετακόμισε από το Σεφιλντ στο Λονδίνο προσπαθώντας να ακολουθήσει καριέρα μουσικού. Μάλιστα ο Κοου παρεμβάλλει και παρτιτούρες των συνθέσεων του ήρωά του σε κάποια σημεία. Οσοι διάβασαν το Μέση Αγγλία θα θυμούνται ότι και εκεί ο ήρωας είναι (μεταξύ άλλων) μουσικός και μάλιστα παιζει πλήκτρα, όπως και ο ήρωας των Νάνων του θανάτου.

Το μυθιστόρημα αυτό του Κόου είναι γραμμένο με πολύ χιούμορ, όπως και άλλα βιβλία του -και είναι, όπως είπαμε, νεανικό. Στο απόσπασμα που διάλεξα, ο ήρωας ξεκινάει, Κυριακή πρωί, να βρει τα άλλα μέλη του συγκροτήματός του για πρόβα. Το μυθιστόρημα έχει την απλοχωριά να αφιερώνει 5-6 σελίδες σε ένα μικροπεριστατικό.

Middle Eight

Εσύ κι αυτός ήσασταν Εραστές;
και θα το παραδεχόσουν αν ήσασταν;
MORRISSEY, Alsatian Cousin

Δεν υπάρχει κανένας απολύτως άνθρωπος στον κόσμο, που να θέλει να περάσει ένα κυριακάτικο πρωινό σε μια εργατική πολυκατοικία στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο — αν έχει δικαί­ωμα επιλογής. Ξυπνάς το πρωί και κοιτάζεις τον υγρό λεκέ στο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς σου, κι από το μυαλό σου αρχίζουν να περνάνε όλα τα όμορφα μέρη του κόσμου, όλα τα διαφορετικά μέρη όπου θα μπορούσες να βρίσκεσαι, και τότε συνειδητοποιείς ότι κάποιος, κάπου, έχει πέσει σοβαρά έξω στους υπολογισμούς του. Ο ήλιος λάμπει. Είναι ένα όμορφο, φρέσκο και τονωτικό, χειμωνιάτικο πρωινό. Έχεις δύο επιλογές. Μπορείς να μείνεις ξαπλωμένος στο κρεβάτι όλη τη μέρα και να προσπαθήσεις να ξεχάσεις πού βρίσκεσαι, ή μπορείς να σηκωθείς και να βγεις έξω – να πας οπουδήποτε, δεν έχει σημασία, να πας κάπου όπου δεν θα νιώθεις τέ­τοια αυτοκτονική απελπισία. Όλοι οι άνθρωποι στην πολυκατοικία θα πρέπει να κάνουν παρόμοιες σκέψεις· στο κάθε διαμέρισμα χωριστά, οι ένοικοι θα πρέπει να σχεδιάζουν τη φυγή τους. Θα νόμιζε κανείς -έτσι δεν είναι;— ότι κάθε Κυ­ριακή πρωί θα γινόταν μαζική έξοδος από το Μέγαρο Χέρμπερτ, ότι οι δρόμοι θα έσφυζαν από απελπισμένους άντρες, γυναίκες και παιδιά, που θα έκαναν μια ομαδική απόπειρα προς την ελευθερία. Δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Κανένας δεν κινείται. Όλοι μένουν εκεί που είναι. Και ξέρετε γιατί;

Επειδή δεν περνάνε τα γαμημένα τα λεωφορεία, γι’ αυτό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μυθιστόρημα, Μουσική, Παρουσίαση βιβλίου, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , | 163 Σχόλια »

Οι Γερμανοί ξανάρχονται (αναμνήσεις του Αλέκου Σακελλάριου)

Posted by sarant στο 24 Νοεμβρίου, 2019

Το σημερινό κυριακάτικο ανάγνωσμά μας δεν είναι ακριβώς λογοτεχνικό -οι αυτοβιογραφίες βρίσκονται στις παρυφές της λογοτεχνίας, αν και κάποιος κακεντρεχής έλεγε πως αυτό είναι άδικο διότι πολλές αυτοβιογραφίες περιέχουν μεγάλες δόσεις μυθοπλασίας, αν δεν είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένες.

Τέλος πάντων, προχτές συζητήσαμε την ετυμολογία της λ. αλαλούμ, και έκανα αναφορά στον Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Λες και ήταν χθες…» χρησιμοποιεί τη λέξη με τη σημασία του καψονιού. Όπως έγραψα, το βιβλίο αυτό έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Αλαλούμ», που ξεκινάει ως εξής:

Η λέξη «αλαλούμ», στην αργκό των θεατρικών παραστάσεων, σημαίνει καψόνι. Και είναι, συνήθως, ένα καψόνι σκληρό και ανελέητο, που το υφίστανται αγογγύστως όσοι έχουν την αφέλεια να θέλουνε να επιδείξουνε το «ταλέντο» τους στους ηθοποιούς ενός θιάσου.

Διάλεξα σήμερα να σας παρουσιάσω ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο ο Σακελλάριος (1913-1991) διηγείται περιστατικά απο το γύρισμα της ταινίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) και όπου το αλαλούμ/καψόνι παίζει ρόλο πρωταγωνιστικό.

Για τον Σακελλάριο συστάσεις δεν χρειάζονται κι ας λείπει τόσα χρόνια -αν τα θεατρικά του έργα δεν παίζονται συχνά, οι αμέτρητες ταινίες που σκηνοθέτησε ή όπου έγραψε το σενάριο επαναπροβάλλονται συνεχώς στην τηλεόραση, ενώ ακούγονται και τα τραγούδια που έχει γράψει τους στίχους τους, συχνά χωρίς να ξέρουμε πως είναι δικά του -από το Άσ’τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα ως το Μονοπάτι ή το Έχω ένα μυστικό. Όπως όλοι οι παλιοί μάστορες της επιθεώρησης, είχε τεράστιο ταλέντο και, υποχρεωτικά, εξαιρετική παραγωγικότητα.

Το βιβλίο «Λες και ήταν χθες…» (τίτλος πασίγνωστου τραγουδιού του σε μουσική Κώστα Γιαννίδη) ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα σε «επετειακή» έκδοση, συμπληρωμένη με κάποιο υλικό (τις τρεις τελευταίες ενότητες στα περιεχόμενα που βλέπετε εδώ). Εγώ έχω μια παλιότερη έκδοση. Όπως βλέπετε, η ύλη διαιρειται σε ολιγοσέλιδες ενότητες με αναμνήσεις του Σακελλάριου, γραμμένες στη δεκαετία του 1980 -ίσως πρωτοδημοσιεύτηκαν σε κάποια εφημερίδα, αλλά δεν υπάρχει κάποια μνεία στον πρόλογο.

Θα προσέξετε ότι, ενω σε άλλες πηγές αναφέρεται πως στα κινηματογραφικα΄»αλαλούμ» γινόταν λήψη χωρίς φιλμ στη μηχανή, εδώ ο Σακελλάριος λέει για κανονική λήψη -και μάλιστα ότι οι ταινίες αυτές κάπου φυλάγονταν.

Το βιβλίο ήταν τυπωμένο σε μονοτονικό, που μου έκανε πιο εύκολη τη ζωή στη μετατροπή του. Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλιο -υπήρχε κι άλλη μία που δεν την έβαλα.

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ακριβώς από το εργοστάσιο τσιμέντων «Άτλας» στις Τρεις Γέφυρες, υπήρχε μια μεγάλη εγκαταλελειμένη αποθήκη. Αυτή, λοιπόν, την αποθήκη την πήρε ο Φίνος και την έκανε «πλατό». Κι όταν λέμε «πλατό» μην πάει το μυαλό σας στα «πλατό» όπως είναι σήμερα.

Το πρώτο «πλατό» του Φίνου, που στην ουσία ήταν και το πρώτο «πλατό» του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν όπως είπαμε μια αποθήκη χωρίς κανέναν από τους γνωστούς τεχνικούς εξοπλισμούς. Και μόνο η εφευρετικότητα του Φίνου, κατάφερε να κάνει στούντιο -και μάλιστα, στούντιο μέσα στο οποίο γυριστήκανε αξιόλογες ταινίες— αυτόν τον εντελώς ακατάλληλο χώρο. Και πρώτα-πρώτα δεν υπήρχαν προβολείς. Προβολείς που σήμερα έχουνε ακόμα κι οι ερασιτέχνες φωτογράφοι, τότε ήταν ένα είδος εντελώς άγνωστο.

Ο πρώτος προβολέας που μπήκε στο στούντιο του Φίνου, ήταν ένας μικρός προβολέας -πεντακόσια βατ όλα κι όλα— που δεν ξέρω πού τον βρήκε ο Φίνος και τον έφερε με όλας τας τιμάς, όταν γυρίζαμε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», για να κάνουμε ένα εφφέ.

Τα φώτα, λοιπόν, στο πρώτο αυτό «πλατό» ήταν μεγάλες και μικρές τενεκεδένιες σκάφες, που είχανε απλά «ντουί» στα οποία βιδώναμε κοινές λάμπες των εκατό και των διακοσίων κεριών. Υπήρχαν, ακόμα και μερικοί δήθεν προβολείς, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μεγάλες λάμπες απάνω σε κάποιο πόδι, χωρίς να έχουνε όμως μπροστά τους ειδικούς αυτούς φακούς που έχουνε οι προβολείς και που επιτρέπουν, με τους κατάλληλους χειρισμούς, το φως, να γίνεται συγκεντρωτικό ή διάχυτο.

Πριν, όμως, προχωρήσω στο πώς γυρίστηκε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και στα χαριτωμένα επεισόδια που δημιουργηθήκανε στη διάρκεια του γυρίσματος, θα έπρεπε ίσως να σας πω ότι τότε δεν υπήρχανε τα κινηματογραφικά συνεργεία, που δημιουργηθήκανε λίγα χρόνια αργότερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Κινηματογράφος, Παρουσίαση βιβλίου, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , | 144 Σχόλια »

Η κάρτα (διήγημα του Μαρσέλ Αιμέ)

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2019

Πριν από τρεις Κυριακές είχαμε δημοσιεύσει το φανταστικό-χιουμοριστικό διήγημα «Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’ τους τοίχους» του Μαρσέλ Αιμέ. Όπως είχαμε τότε αναφέρει, η φίλη που έκανε τη μετάφραση έχει επίσης μεταφράσει κι ένα ακόμα διήγημα του Αιμέ -και το παρουσιάζουμε σήμερα.

Όπως και το προηγούμενο, έτσι κι αυτό το διήγημα του Αιμέ γράφτηκε μέσα στην Κατοχή και δημοσιεύτηκε το 1943 σε βιβλίο -στην ίδια συλλογή διηγημάτων, που μπορείτε να τη βρείτε εδώ στα γαλλικά.

Το διήγημα έχει τη μορφή αποσπασμάτων από το ημερολόγιο ενός συγγραφέα. Θεσπίζεται ένας νέος νόμος βάσει του οποίου το δικαίωμα ύπαρξης χορηγείται με δελτίο και ο Αιμέ περιγράφει τα όσα γκροτέσκα ακολουθούν. Περιέργως, το διήγημα πέρασε από τη γερμανική λογοκρισία -θα θεωρήθηκε φανταστικό.

Το διηγημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά παλιότερα, με τίτλο «Το δελτίο». Η φίλη που το μετέφρασε προτίμησε να ακολουθήσει το πρωτότυπο, που κάνει λόγο για carte (κάρτα, και πιο πέρα carte de temps-χρονοκάρτα), η οποία περιέχει 24 δελτία (tickets).

Στο διήγημα εμφανίζονται διάφορα υπαρκτά πρόσωπα, γνωστά στο Παρίσι και ειδικά στη Μονμάρτη στην εποχή. Ο Σελίν είναι γνωστός, τον Ζεν Πωλ τον αναφέραμε στο προηγούμενο διήγημα, ενώ στα άλλα πρόσωπα έχω βάλει λίκνους. Ο Τεντέν (Tintin) πιθανώς είναι ο Tonton, δηλαδή ο Gaston Baheux, που τον βλέπουμε στη φωτογραφία στο κέντρο, ενώ πίσω του με τα μαύρα γυαλιά είναι ο Μαρσέλ Αιμέ.

Το λουλούδι αγριολίζα είναι η pervenche.

Tο όνομα του κεντρικού ήρωα είναι Flegmon, που παραπέμπει στη διπλότυπη λόγια λέξη flegme/phlegme (φλέγμα) και στον ιατρικό όρο phlegmon (φλεγμονή).

Ο γέρος γείτονάς του λέγεται Roquenton, παραλλαγή του roquentin μειωτικού χαρακτηρισμού για γέρο που παλιμπαιδίζει. Στη Ναυτία του Σαρτρ, που κυκλοφόρησε  το 1938 και έχει επίσης ημερολογιακό χαρακτήρα, ο συγγραφέας του ημερολόγιου ονομάζεται Roquentin παρ’ ότι νέος.

 

            Η κάρτα

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ιούλιου Φλεγκμόν

10 Φεβρουαρίου. Κάτι παράλογο ψιθυρίζεται στη γειτονιά για νέα περιοριστικά μέτρα. Θα προχωρούσαν, λέει, στη θανάτωση των μη παραγωγικών καταναλωτών, γερόντων, συνταξιούχων, εισοδηματιών, άνεργων και άλλων άχρηστων στομάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ένδεια και να διασφαλίσουν την καλύτερη απόδοση στο εργαζόμενο κομμάτι του πληθυσμού.

Κατά βάθος βρίσκω το μέτρο αρκετά δίκαιο. Συνάντησα λίγο αργότερα μπροστά στο σπίτι μου το γείτονά μου Ροκαντόν, τον παράφορο εβδομηντάρη, που παντρεύτηκε πέρσι μια νεαρή εικοσιτεσσάρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Διηγήματα, Επιστημονική φαντασία, Κατοχή, Παρίσι, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , | 120 Σχόλια »

Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’ τους τοίχους (διήγημα του Μαρσέλ Αιμέ)

Posted by sarant στο 5 Μαΐου, 2019

Τις προάλλες που συζητούσαμε στα σχόλια αν η παριζιάνικη Montmartre αποδίδεται Μονμάρτη ή Μονμάρτρη στα ελληνικά, είχαμε κάνει λόγο και για δυο διηγήματα φαντασίας του Μαρσέλ Αιμέ. Θα παρουσιάσω σήμερα το ένα από αυτά, το «Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’ τους τοίχους». Μια φίλη του ιστολογίου, που έχει ζήσει στο Παρίσι, το είχε μεταφράσει τότε, και μου το έστειλε. Παρόλο που, όπως λέει, η μετάφρασή της είναι ερασιτεχνική, νομίζω ότι διαβάζεται πολύ καλά και ελάχιστα άλλαξα καθώς τη διάβαζα. Πάντως, το πρωτότυπο είναι εδώ.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1941 και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1943. Τα ονόματα των δρόμων που αναφέρονται είναι υπαρκτά. Έχω βάλει κάποια λινκ. Ο Μαρσέλ Αιμέ έζησε πολλά χρόνια στη Μονμάρτη, ακριβώς στη λεωφόρο Ζινό για την οποία γίνεται λόγος στο διήγημα. Μάλιστα, υπάρχει και πλατεία στο όνομά του, στην οποία μπορεί κανείς να δει ένα γλυπτό εμπνευσμένο από το διήγημα που θα διαβάσετε -φωτογραφία στο τέλος.

Η αναφορά σε «εγγλέζικη εβδομάδα» εννοεί την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, που τότε ήταν ακόμη νεωτερισμός στη Γαλλία ενώ εφαρμοζόταν στην Αγγλία.

Περιμένω από τους ειδήμονες σε θέματα επιστημονικής φαντασίας να μας πουν αν το διήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ΕΦ. Νομίζω όχι. Μάλλον χιουμοριστικό θα το πούμε ή φανταστικό διήγημα.

 

Μαρσέλ Αιμέ

Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’τους τοίχους

Ζούσε στη Μονμάρτη, στον τρίτο όροφο της οδού ντ’Ορσάπ 75Β ένας εξαιρετικός άνθρωπος με το όνομα  Ντιτιγέλ, που είχε το μοναδικό χάρισμα να περνάει χωρίς πρόβλημα ανάμεσα απ’ τους τοίχους. Φορούσε γυαλιά, είχε μικρό μαύρο υπογένειο και ήταν τριτοβάθμιος  υπάλληλος στο Υπουργείο Καταστίχων. Το χειμώνα πήγαινε στο γραφείο του με το λεωφορείο και την άνοιξη έκανε τη διαδρομή με τα  πόδια φορώντας το μελόν καπέλο του.

Ο Ντιτιγέλ μόλις είχε πατήσει τα σαραντατρία, όταν του αποκαλύφτηκε η δύναμή του. Ένα βράδυ, μια σύντομη διακοπή ρεύματος τον βρήκε στο χωλ του μικρού εργένικου διαμερίσματός του. Περπάτησε για λίγο ψηλαφητά μες στα σκοτάδια και, όταν το ρεύμα επανήλθε, βρέθηκε στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου. Καθώς η πόρτα του διαμερίσματος ήταν κλειδωμένη από μέσα, το συμβάν τον έβαλε σε σκέψεις και, παρά τις επιταγές της λογικής του, αποφάσισε να ξαναμπεί με τον τρόπο που είχε βγει, διασχίζοντας δηλαδή τον τοίχο. Αυτή η παράξενη ικανότητα, που καθώς φαίνεται δεν ήταν μέσα στις επιδιώξεις του, δεν έπαψε να τον ανησυχεί κάπως, και την επαύριο, Σάββατο, επωφελήθηκε από την «εγγλέζικη» εβδομάδα και πήγε να βρει ένα γιατρό της γειτονιάς, για να του εκθέσει την περίπτωσή του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Διηγήματα, Επιστημονική φαντασία, Παρίσι, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , | 153 Σχόλια »

Το Χανγκόβερο και άλλα δέκα εγκυκλοπαιδικά λήμματα του Χρήστου Τσατσαρώνη

Posted by sarant στο 24 Φεβρουαρίου, 2019

Πριν από τρεις μήνες είχαμε δημοσιεύσει δυο διηγήματα του φίλου μας Χρήστου Τσατσαρώνη. Σήμερα θα δούμε μερικά ακόμα χιουμοριστικά κείμενα του Τσατσαρώνη που έχουν τη μορφή λημμάτων από φανταστικές εγκυκλοπαίδειες. Μου αρέσει ο τρόπος που παίζει ο συγγραφέας με τη γλώσσα και βρίσκω πρωτότυπη την ιδέα του. Στα περισσότερα λήμματα γίνεται αναφορά σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο, άλλα μπορεί να χαρακτηριστούν ασεβή, εμένα πιο πολύ μου άρεσε το πρώτο. Μακάρι να ζούσαμε στο Χανγκόβερο!

 

Το Χανγκόβερο
(λήμμα από την Ντοϊτσηπήδεια)

Το Χανγκόβερο είναι μικρή πόλη της κεντρικής – βόρειας Γερμανίας που ιδρύθηκε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους από Κέλτες της Βρεττανίας, της Ιρλανδίας και των γύρω μικρών νήσων (Εβρίδων κ.ά.). Οι άνθρωποι εκείνοι ξέμειναν στον τόπο αυτόν μετά από αμέτρητες πολεμικές συρράξεις, εκστρατείες, μετακινήσεις πληθυσμών, ανταλλαγές αιχμαλώτων, εξανδραποδισμούς, σκλαβοπάζαρα, φυλακίσεις και δραπετεύσεις, φυγοδικίες και άλλες επώδυνες διαδικασίες. Στον πρώτο, σπάνιο για τα χρόνια που μιλάμε, ορίζοντα ειρηνικής εποχής, ένοιωσαν ότι δεν είχαν κουράγιο ούτε καν στην πατρίδα τους να επιχειρήσουν να επιστρέψουν. Ρίζωσαν λοιπόν εκεί ιδρύοντας αυτήν την – μικροσκοπική στην αρχή – πολίχνη, έκαναν οικογένειες, καλλιέργησαν τη γη, άρχισαν να εκτρέφουν ζώα και να ασκούν την όποιαν τυχόν τέχνη ήξερε ο καθένας από πριν. Μοιραία, σιγά σιγά, οι κάτοικοι άρχισαν επιμειξίες με εκπροσώπους των αυτόχθονων Γοτθικών φύλων και η πόλη όπως και ο πληθυσμός μεγάλωναν, χωρίς όμως να επηρρεασθούν κάποιες συνήθειες του λαού τους αρχαίες που κουβάλησαν εκεί από την πατρίδα τους και διατηρήθηκαν ανέπαφες. Για παράδειγμα, η πολύ ιδιαίτερη γλωσσική τους διάλεκτος, τα Γαλελικά, που ακόμα και σήμερα μιλιέται και γράφεται από –λιγοστούς είναι η αλήθεια- κατοίκους της περιοχής. Επίσης η μεγάλη τους αγάπη για τη μουσική, το χορό και το τραγούδι. Όπως και για τη συγγραφή, ανάγνωση, διήγηση και ακρόαση ιστοριών με πλήθος φανταστικών στοιχείων, μύθων κ.λ.π. Πάνω απ’ όλα όμως οι κάτοικοι του Χανγκόβερου διατήρησαν την προγονική τους αγάπη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Παραδοσιακά, από τις απογευματινές έως τις πρώτες πρωϊνές ώρες, το αλκοόλ (τί μπύρα, τί μηλόκρασο, τί ουΐσκυ, τί τζιν) ρέει άφθονο στο Χανγκόβερο των έξω καρδιά – γλεντζέδων κατοίκων. Στη διατήρηση ειμή και στην ενίσχυση της συνήθειας αυτής πρέπει να πούμε ότι συνετέλεσε και ο απόλυτος ενστερνισμός της (άλλο που δε θέλανε δηλαδή) από τους – εξίσου γερά ποτήρια – ντόπιους. Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ είναι μια γιορτή στο Χανγκόβερο, στο τέλος της οποίας όλοι γυρνούν πανευτυχείς, άδοντας και γελώντας, τρεκλίζοντας αλληλοϋποβασταζόμενοι στα σπίτια τους. «Μα… και πώς ξυπνάνε το πρωί να πάνε στις δουλειές τους;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο νηφάλιος, τακτικός, σπίτι-δουλειά / δουλειά-σπίτι και ύπνο από νωρίς, αναγνώστης. Μα εδώ ακριβώς έιναι το ζήτημα. Αυτό που κάνει τη μικρή αυτή και κατά τα άλλα άσημη πόλη, άξια να της αφιερωθεί ολόκληρο λήμμα στην έγκυρη δικτυακή, ψηφιακή μας εγκυκλοπαίδεια, τη Βίβλο των γερμανικών σπουδών και τον πνευματικό φάρο των ανά τον κόσμο Γερμανιστών, την Ντοϊτσηπήδεια. «Δηλαδή;» (αναρωτιέται ξανά ο αναγνώστης). Δηλαδή… δεν ξυπνάνε. Διότι απλά δεν μπορούν. Είναι κατάκοποι, εξουθενωμένοι, νοιώθουν εξάντληση, αδιαθεσία, τους πονάει το κεφάλι, τους ανακατώνεται το στομάχι… πάσχουν με άλλα λόγια από τις παρενέργειες της μέθης που στη γλώσσα της πατρίδος τους ονομάζονται «Χανγκόβερ», λέξη που στην περίπτωση αυτή αφορά φαινόμενο τόσο εκτεταμένο που στάθηκε ικανό να δώσει στην πόλη το όνομα της. Και τί γίνεται λοιπόν τις μέρες, τα πρωϊνά στο Χανγκόβερο; Μα –αγαπητοί αναγνώστες- όπως λένε και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που σημειώνουν το Χανγκόβερο ως ένα αξιοπερίεργο αξιοθέατο… δε γίνεται τίποτα! Η πόλη μοιάζει έρημη, σαν όλοι οι κάτοικοι να έχουν πάει διακοπές. Ψυχή δεν κυκλοφορά στους δρόμους. Τα μαγαζιά κλειστά. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι τράπεζες, τα ταχυδρομεία, όλα κλειστά. Ούτε βλέπεις να κινείται κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς. Ο τυχόν ανυποψίαστος επισκέπτης απορεί έως και αγριεύεται. Και μετά, το μεσημεράκι, αρχίζουν να εμφανίζονται οι Χανγκόβεροι, να σκάνε μύτη όπως τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή και να ξεκινά να ζωντανεύει η πόλη κατά τον τρόπο που συβαίνει οπουδήποτε αλλού στις, φερ΄ειπείν, 7:00 το πρωί. Κάπως βαρύθυμοι βέβαια και λιγομίλητοι είναι όλοι, όπως εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ωστόσο καλοπροαίρετοι, πρόθυμοι και ευγενικοί. Προοδευτικά το κλίμα βελτιώνεται, το δε βραδάκι και τη νύχτα, όπως ήδη αναφέραμε, όλη η πόλη είναι ένα ξεφάντωμα, μια γιορτή. Θα το διαπιστώσεις και συ αναγνώστη αν βρεθείς στα μέρη αυτά και αποφασίσεις (διότι αξίζει) να περάσεις έστω και ένα εικοσιτετράωρο στο Χανγκόβερο. Άλλωστε, μέρος σαν κι αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο όλο. Εκτός, καθώς λένε κάποιοι πολυταξιδεμένοι, από ένα νησί στο ανατολικό Αιγαίο, όπου –χωρίς την άμεση σχέση με το αλκοόλ- οι ντόπιοι έχουν τα ίδια περίεργα ωράρια. Αλλά περισότερα γι αυτό θα βρεις βεβαίως αναγνώστη στην αδελφή Ελληνοπαίδεια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 125 Σχόλια »

Τα μονόχρωμα αριστουργήματα του Αλφόνς Αλέ

Posted by sarant στο 25 Οκτωβρίου, 2018

 

Την Πρωταπριλιά του 1897, ο Γάλλος ευθυμογράφος Αλφόνς Αλέ (Alphonse Allais, 1854-1905) δημοσίευσε ένα «Πρωταπριλιάτικο λεύκωμα» (Album Primo – Avrilesque) με εφτά μονόχρωμες γκραβούρες, μία ολοκόκκινη, μία με σκέτο μαύρο, μία γκρίζα, μία κίτρινη κτλ., τις οποίες «εξηγούσε» με ευφυέστατες λεζάντες. Ένας φίλος τις προάλλες με ρώτησε για μία από τις λεζάντες αυτές και μου έδωσε την ιδέα για το σημερινό άρθρο, στο οποίο θα παρουσιάσουμε τους… πίνακες του Αλέ και θα εξηγήσουμε τα λογοπαίγνια.

Να πω ότι ο Αλέ έχει δώσει αμέτρητες ξεκαρδιστικές ατάκες, λογοπαίγνια και ευφυολογήματα. Ένα λεξικό του γαλλικού πνευματώδους λόγου, που έχω υπόψη μου, αφιερώνει κεφάλαιο ολόκληρο στις δημιουργίες του. Κάποιοι ίσως παραξενευτούν που τον γράφω Αλέ και όχι π.χ. Αλλαί, αλλά η αντιστρεψιμότητα έτσι κι αλλιώς είναι μια φενάκη. Όμως να μη σταθούμε σ’ αυτό.

Και ξεκινάμε από το μαύρο, ίσως τον γνωστότερο πίνακα της σειράς, που η λεζάντα του έχει γίνει παροιμιώδης.

Combat de Nègres dans une cave, pendant la nuit, είναι ο γαλλικός τίτλος, δηλαδή «Πάλη νέγρων μέσα σε υπόγειο τη νύχτα». Λέω ότι είναι παροιμιώδης ο τίτλος επειδή τον έχω δει να παρουσιάζεται και ως ανέκδοτο, συχνά με τούνελ αντί για υπόγειο. Μάλιστα, στην ελληνική του εκδοχή προστίθεται στο τέλος «… στη Σκωτία», κάνοντας ένα λογοπαίγνιο παραπάνω με το σκοτάδι. Ο πατέρας μου θυμάμαι, όταν ήθελε να πει ότι είναι σκοτάδι πίσσα (ή ότι κάτι είναι εντελώς ακατανόητο) έλεγε «Πάλη νέγρων…» και καταλαβαίναμε -ήταν την εποχή που δεν είχε γίνει προσβλητικός ο όρος, τότε που ο Λοΐζος κυκλοφορούσε τα Νέγρικα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ζωγραφική, Λογοπαίγνια, Χρώματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , | 251 Σχόλια »

Η ιστορία με το κριάρι (του Μαρκ Τουέιν)

Posted by sarant στο 15 Απριλίου, 2018

Το σαββατοκύριακο προμηνυόταν ζοφερό κι έτσι διάλεξα για το κυριακάτικο ανάγνωσμά μας κάτι χιουμοριστικό, που να μας κάνει να ξεσκάσουμε από τα σύννεφα της πολεμικής σύγκρουσης και την αγωνία για τον Βασίλη Δημάκη. Τελικά, το δεύτερο θέμα φαίνεται πως διευθετήθηκε τουλάχιστον προς το παρόν, ενώ στο πρώτο αποφύγαμε τα πολύ χειρότερα -ωστόσο δεν άλλαξα την επιλογή μου, το γέλιο χρειάζεται.

Θα παρουσιάσω ένα χιουμοριστικό διήγημα του Μαρκ Τουέιν (1835-1910), του πατέρα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Για τον Τουέιν δεν χρειάζονται συστάσεις, στη γενιά μου όλοι είχαν διαβάσει είτε σε πλήρη μορφή είτε σε διασκευή τον Τομ Σόγιερ ή τον Χοκ Φιν, αλλά ο Τουέιν έγραψε πολύ περισσότερα και επίσης αξιόλογα, ενώ και η βιογραφία του έχει ενδιαφέρον, με την αγάπη του για την τεχνολογία και τις εφευρέσεις, τους αγώνες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ιδίως την κατάργηση της δουλείας) και την αντιμπεριαλιστική στάση του στα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του. Αλλά αυτά τα ξέρετε -αν και θα ενδιέφερε να δούμε αν οι νεότεροι τον έχουν επίσης διαβάσει.

Οπότε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο διήγημα. Το έγραψε το 1872 (κατά σύμπτωση, η φωτογραφία που βρήκα στην αγγλική Βικιπαίδεια είναι από εκείνα τα χρόνια) και περιλαμβάνεται στη συλλογή Roughin it. Εγώ το πήρα από τη δίτομη έκδοση «Μαρκ Τουαίην – Διηγήματα Α’+Β'» που ειναι επιλογή από τα Άπαντά του, σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ. Θα μπορούσα να διαλέξω ένα πιο συμβατικό χιουμοριστικό, όπως το «Η κυρία Μακ Γουίλιαμς και οι κεραυνοί», που άρεσε πολύ στον παππού μου, αλλά τελικά προτίμησα το Κριάρι -άλλη φορά βάζουμε τους κεραυνούς.

Τον Μαρκ Τουέιν, που τότε τον λέγαμε Τουέν, τον είχα μάθει απο τον παππού μου -τα καλοκαίρια που πήγαινα μαζί τους στο Τολό πηγαίναμε στη Δανειστική Βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και δανειζόμασταν βιβλία, κι εκεί είχα διαβάσει τον Τομ Σόγιερ και τον Χοκ Φιν, καθώς και κάμποσα διηγήματα. Τη δίτομη έκδοση των Γραμμάτων, που έχει εξαντληθεί πια και δεν έχει ξανακυκλοφορήσει, την είχα αγαπήσει πολύ τότε που βγήκε, το 1979 -υπάρχει ακόμα γραμμένη με μολύβι η τιμή, 140 δρχ. ο τόμος.

Το πρωτότυπο το βρίσκετε εδώ. Το διήγημα έχει πολλά αμερικάνικα κύρια ονόματα, που έχουν μεταγραφεί με τις συμβάσεις της εποχής, δηλαδή χωρίς απλογράφηση, π.χ. Τζέηκοπς αντί Τζέικοπς που θα λέγαμε σήμερα. Τα άφησα όπως ήταν, μάλλον από φυγοπονία. Άφησα και το «Ιλλινόις» διότι έτσι το λέγαμε τότε, δεν είχε πάρει το κουτάλι μας νερό να μορφωθούμε και να μάθουμε ότι το λένε Ιλινόι.

Η ιστορία με το κριάρι

Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ’λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι του παππού του – αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν’ αναφέρω το θέμα αν ο Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται για να ’ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το ’λεγαν συνέχεια, μέχρι που άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα  παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα. Επιτέ­λους, ένα βράδι, έτρεξα βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, γαλήνια, συμμετρικά με­θυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα να κάθεται πάνω σ’ ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ’ ένα πήλινο τσιμπούκι στο ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επι­βάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, ολο­στρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυ­μνός και τα  μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, βαρέλια από μπαρούτι κλπ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, ΗΠΑ, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 89 Σχόλια »