Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ψευδώνυμα’ Category

Η Τζένη παραθερίζει (διήγημα του Στέφανου Δάφνη)

Posted by sarant στο 28 Ιουλίου, 2019

Στην καρδιά του καλοκαιριού βρισκόμαστε, οπότε σκέφτηκα να δημοσιεύσω σήμερα, που είναι Κυριακή και βάζουμε λογοτεχνική ύλη, ένα καλοκαιρινο διήγημα, ανάλαφρο, δροσερό και παλιομοδίτικο.

Συγγραφέας είναι ο Στέφανος Δάφνης (1882-1947) λογοτέχνης από το Ναύπλιο με σημαντική παρουσία στα γράμματα προπολεμικά. Λεγόταν κανονικά Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, αλλά υιοθέτησε λογοτεχνικό ψευδώνυμο και μάλιστα εκείνου του τύπου που ήταν πολύ της μόδας στον μεσοπόλεμο: όνομα και επώνυμο σχηματίζουν μια φράση, με το επώνυμο να είναι θηλυκό ουσιαστικό σε γενική πτώση.

Το «Στέφανος Δάφνης» είναι από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα, ενώ πολύ καλό είναι και το Άγγελος Δόξας (Νικ. Δρακουλίδης) καθώς και, διατί να το κρύψομεν, το Άχθος Αρούρης του παππού μου. Μάλιστα, στην περίπτωση του Στ. Δάφνη το ψευδώνυμο το χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, η Αιμιλία Δάφνη (Αιμιλία Κούρτελη) που είχε επίσης παρουσία στα γράμματα. Δεν θυμάμαι άλλες περιπτώσεις ζευγαριού με ψευδώνυμο, αν και θα υπάρχουν.

Το διήγημα που θα διαβάσετε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο το 1934. Περιγράφει ένα εφηβικό ειδύλλιο σε μια «ηλεκτροφωτισμένη λουτρόπολη» -τότε που ακόμα ήταν καινοτομία ο ηλεκτροφωτισμός στην επαρχία· ένα ειδύλλιο ανάμεσα σε μια έφηβη παραθερίστρια, από πλούσια οικογένεια της Αθήνας, και έναν ντόπιο νεαρό, αγωγιάτη. Το μοτίβο της αρχόντισσας και του αλήτη έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές σε λογοτεχνία και κινηματογράφο. Μια ιδιαίτερη πινελιά του διηγήματος, που μας ενδιαφέρει διότι είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, είναι ότι εκτυλίσσεται σε αρβανιτοχώρι και ο νεαρός μιλάει (και) αρβανίτικα -ακούγονται και επεξηγούνται μερικές λέξεις.

Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση και την όλη επιμέλεια.

Η ΤΖΕΝΗ ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΕΙ

Κείνο το καλοκαίρι, στην ηλεκτροφώτιστη λουτρόπολη, η μικρούλα Τζένη έφερνε την ομορφιά των δεκάξι της χρόνων, την πρώιμη κοκεταρία της, τ’ ασημένιο της γέλιο. Έφερε όμως και τη δασκάλα της, που ήταν, όπως όλες οι Εγγλέζες μίσσες, ψηλή, ξεραγκιανή και σεμνότυφη σαν ξουρισμένος πάστορας. Λουτρά θα έκαναν μόνο η μαμά της, η κυρία Χατζηγιάννη και η θεία της―άλλη γεροντοκόρη αυτή― που είχαν πιαστεί από την τανάλια της αρθρίτιδας. Η Τζένη και η μις Γουότσον θα έκαναν μόνο εκδρομές στα γύρω, θα ψάρευαν σπάρους με το καλαμίδι και θα διάβαζαν τους τόμους του «Τιτ-Μπιτς» και άλλων περιοδικών, που τους φύλαγαν από τον περασμένο χειμώνα.

Η οικογένεια Χατζηγιάννη επήρε τα καλύτερα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο πρώτο πάτωμα, με τη βεράντα ανοιχτή στη θάλασσα. Εκεί η Τζένη, ξαπλωμένη σε μια σεζ-λογκ, άκουγε τη δασκάλα της να διαβάζει και να εξηγεί την ατέλειωτη «Ιστορία της Αγγλίας». Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να χασμουρηθεί, άκουσε μια φωνή από κάτω, από το δρόμο:

― Αγωγιάτη θέλετε, κυρίες;… Έχουμε ζα καλά, βασταγερά… ξέρουμε όλα τα κατατόπια…

Η Τζένη σηκώθηκε κι ήρθε στη ράμπα. Κείνος που μιλούσε ήταν ένας νέος χωριάτης, έφηβος ακόμη, ντυμένος με τη ντρίλινη φορεσιά του τόπου. Έστεκε ταπεινά, κρατώντας με το ‘να χέρι το κασκέτο του και με τ’ άλλο το σκοινί ενός γαϊδάρου. Κοιτάζοντας επάνω, περίμενε την απάντηση. Ήταν όμορφο αγόρι, μελαχρινό, με μάτια σα μαύρα κεράσια και μαλλιά σγουρά… Στο μυαλό της Τζένης άστραψε μια ιδέα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία, Μεσοπόλεμος, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , | 119 Σχόλια »

Γιατί δεν έβαλαν τον Παπαδόπουλο;

Posted by sarant στο 26 Ιουνίου, 2018

Ο τίτλος του άρθρου δεν νοσταλγεί τον θλιβερό πρωτοδικτάτορα, ούτε λιγουρεύεται μπισκότα. Είναι λογοπαίγνιο, αν και ίσως όχι πολύ πετυχημένο, πάνω στον τίτλο του αστυνομικού μυθιστορήματος της Αγκάθας Κρίστι Why didn’t they ask Evans? Βέβαια, στο αγγλικο μυθιστόρημα το κλειδί είναι ότι ο τίτλος δεν προσδιορίζει φύλο, και τελικά δεν προκειται για κάποιον Ίβανς αλλά για μια κυρία Ίβανς -αλλά δεν είναι αναγκη να επεκταθούμε προς τα εκεί. Ας πούμε ότι συνεχίζω το άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας για τα αστυνομικά μυθιστορήματα, μόνο που τώρα θα επεκταθώ στα ονοματολογικά.

Στη νουβέλα του Ντάσιελ Χάμετ Το ξεθεμέλιωμα του Κάφιναλ (The gutting of Couffignal, ήμουν πολύ νέος όταν το μετέφρασα για τον Καστανιώτη, δεν ξέρω αν σήμερα θα το απέδιδα έτσι), ο αρχικακός είναι ένας φαινομενικά άκακος γεροντάκος, ο Παπαντοπουλος, ελληνικής βέβαια καταγωγής. Δεν είχε μόνο κακούς Έλληνες ήρωες ο μεγάλος αστυνομικός συγγραφέας. Ο ντετέκτιβ του μυθιστορήματος Ο αδύνατος άντρας, που ήταν το μπεστ σέλερ του Χάμετ, αν και δεν το πληρώθηκε γερά διότι στο μεταξύ έγινε κομμουνιστής και μεταπολεμικά μπήκε στη μαύρη λίστα του Μακάρθι και στη φυλακή, ήταν κι αυτός Έλληνας. Χαραλαμπίδης, αλλά τελικά Νικ Τσαρλς, όπως κούρεψε το επώνυμο του πατέρα του ο υπάλληλος στο Ιμιγκρέσιο. «Και Χ να τον έλεγαν, ο γέρος μου θα το δεχόταν», λέει -παραθέτω απο μνημης.

Ξερουμε βέβαια πως Παπαδοπουλος είναι το συχνοτερο ελληνικό επώνυμο, μια και κάθε χωριό έχει ιερέα και οι παπάδες κάνουν παιδιά, και μάλιστα πολλά («επειδή χρόνο-χρονικής μένουν κοντά στις γυναίκες τους», εξηγεί ένας παπάς ήρωας του Παπαδιαμάντη –και πάλι παραθέτω από μνήμης, μη με διορθώσετε). Η συγκριτική συχνότητα των επωνύμων είναι θέμα γι’ άλλο άρθρο, πάντως ο Παπαδόπουλος είναι το αντίστοιχο του Σμιθ των αγγλοσαξόνων.

Για τον Χάμετ, ένας Παπαντόπουλος, που αν θυμάμαι καλά το γράφει και Papadopolous σε κάποιο σημείο, όπως τυπικά τσαλακώνουν οι Αμερικάνοι την χαρακτηριστική κατάληξη των επωνυμων μας, είναι κάτι το εξωτικο, που όμως θα το αναγνωριζαν οι αναγνώστες του -και αυτό είναι το ζητούμενο: αν βάλεις έναν Έλληνα ήρωα σε αμερικάνικη νουβέλα, θα βάλεις Παπαδόπουλο ή Χαραλαμπίδη, δεν θα βάλεις, λέμε τώρα, Παραπραστανίτη, Μπρη ή Τσουρουκτσόγλου (υπαρκτα επώνυμα ολα τους, ένας τελευταίος ήταν συμμαθητής μου, εγγονός προκρίτου της Σμύρνης που βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με τον Χρυσόστομο το 1922).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Αστυνομική λογοτεχνία, Λογοτεχνία, Ονόματα, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 205 Σχόλια »

Λαπαθιώτης – Καραγάτσης, η δεύτερη «συνάντηση» (επανάληψη με υστερόγραφο)

Posted by sarant στο 23 Νοεμβρίου, 2014

Το άρθρο ανεβαίνει με αυτόματο πιλότο, αφού βρίσκομαι μακριά από τη βάση μου, κι έχει γραφτεί από προχτές. Κι επειδή δεν προλάβαινα να γράψω κάτι εκτενές και φιλολογικό, αποφάσισα να καταφύγω στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης. Διάλεξα ένα άρθρο φιλολογικό, που αρχικά το είχα δημοσιεύσει πριν από τέσσερα χρόνια, τον Αύγουστο του 2010, και επιπλέον κατακαλόκαιρο, άρα και κάποιοι που παρακολουθούσαν από τότε το ιστολόγιο μπορεί να μην το πήραν είδηση. Με την ευκαιρία της αναδημοσίευσης κάνω μερικές αλλαγές. Επιπλέον, προσθέτω ένα υστερόγραφο.

Σε ένα κείμενο που έχω στον ιστότοπό μου, και που δεν το έχω μεταφέρει στο ιστολόγιο συν τοις άλλοις επειδή είναι πολύ μεγάλο, παραθέτω και συμπληρώνω ένα άρθρο της Άντειας Φραντζή για μια «ιδιότυπη συνάντηση» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη με τον Μ. Καραγάτση το 1939-1940. Το κείμενο αυτό μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο, εγώ εδώ θα δώσω μια πολύ σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Λοιπόν, το 1939, δημοσιεύεται στα «Νεοελληνικά γράμματα» ένα διήγημα του Καραγάτση. Λίγο αργότερα, ο λόγιος Κ. Φριλίγγος, εβραϊστής, επισημαίνει (ίσως κάπως αιχμηρά) μια ανακρίβεια στο διήγημα. Ο Καραγάτσης, όπως συνήθιζε, απαντάει μάλλον αγενώς, οπότε ακολουθεί ανταπάντηση του Φριλίγγου. Στον καβγά παρεμβαίνουν, υπέρ Φριλίγγου, ο νεαρός φοιτητής Στ. Γιαννακόπουλος, πολύ γνωστότερος αργότερα ως Πέτρος Ανταίος, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο Καραγάτσης ρίχνει τους τόνους και δηλώνει τη μεγάλη επιθυμία του να λύσει την παρεξήγηση με τον Λαπαθιώτη. Η συνέχεια ακολουθεί σε ιδιωτική αλληλογραφία.

Στο αρχείο Καραγάτση υπάρχουν δύο επιστολές του Λαπαθιώτη, από το 1940, πολύ ενδιαφέρουσες, από τις οποίες μαθαίνουμε ότι σχεδίαζαν να συναντηθούν αλλά μάλλον δεν συναντήθηκαν. Πάντως, λέει στο άρθρο η Άντεια Φραντζή, στα τέλη του 1943, δυόμισι μήνες πριν αυτοκτονήσει, ο Λαπαθιώτης θα αφήσει σαφέστατους υπαινιγμούς για την τάση «ενός νέου λογογράφου» να ανοίγει καβγάδες για αυτοδιαφήμιση. Ωστόσο, παραλείπει η Ά.Φ. μιαν άλλη «συνάντηση» Λαπαθιώτη-Καραγάτση, με πολύ σαφέστερους υπαινιγμούς, λίγους μήνες νωρίτερα, την άνοιξη του 1943. Αυτήν σκοπεύω να σας παρουσιάσω στο σημείωμα αυτό, που βγήκε μεγάλο, αλλά ίσως αποτελέσει ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

Βρισκόμαστε στο 1943, λοιπόν. Ο Καραγάτσης είναι 35 χρονών και ήδη έχει καθιερωθεί στο φιλολογικό στερέωμα. Ο Λαπαθιώτης είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, 55, κατεστραμμένος από την ηρωίνη και την ανέχεια, και μόλις έχει ματαιώσει -γιατί ακριβώς δεν μάθαμε ποτέ- την έκδοση μιας δεύτερης εκλογής των ποιημάτων του. Σε κάποιο τεύχος της Νέας Εστίας λοιπόν, ο διευθυντής της Πέτρος Χάρης, στο χρονογράφημά του, γράφει για τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα και, αν και δικαιολογεί τον Σύψωμο που έγινε Πορφύρας, απορεί πως ο εύηχος Ροδόπουλος προτίμησε να γίνει Καραγάτσης. Σε επόμενο τεύχος (συγκεκριμένα, στο τ. 379 της 15ης Μαρτίου 1943), ο Καραγάτσης πολύ πρόθυμα αναλαμβάνει να εξηγήσει πώς και γιατί πήρε ψευδώνυμο. Και ταυτόχρονα εξαπολύει, εντελώς απρόκλητα και περιττά, μια φαρμακερή επίθεση στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, διότι βέβαια όλοι οι παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ κατάλαβαν με το πρώτο ποιος ήταν ο «αιρετικός» γιος του Παυσανία. Ιδού η επιστολή Καραγάτση [εκσυγχρονίζω την ορθογραφία, όπως και στην επόμενη επιστολή]:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία, Μικροφιλολογικά, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 57 Σχόλια »

Ο Όψιμος Κρίνος και η πρώτη ζωή του Πλάτωνα Χαρμίδη

Posted by sarant στο 3 Νοεμβρίου, 2013

Τις Κυριακές συνηθίζουμε να βάζουμε φιλολογικά άρθρα και αφού την Πέμπτη που μας πέρασε είχαμε τα 125 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου Ν. Λαπαθιώτη είναι επόμενο σήμερα να βάλω ένα φιλολογικό άρθρο αφιερωμένο στον Λαπαθιώτη, όπως βάζω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Το άρθρο που θα διαβάσετε δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος (αριθ. 34) του περιοδικού «Μικροφιλολογικά» της Λευκωσίας.

lapaefedrosΟι μελετητές της ζωής και του έργου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ξέρουν ότι ο ποιητής ως έφηβος ήταν συνδρομητής, όπως και πολλοί άλλοι λόγιοι της εποχής του, στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων του Γρηγ. Ξενόπουλου και συμμετείχε στην εσωτερική ζωή του περιοδικού, με το ψευδώνυμο Αιθήρ, από το 1897 ως το 1906, δηλαδή από 9 ως 18 χρονών. (Κάποια στοιχεία για τη δραστηριότητα αυτή υπάρχουν σε παλιότερο άρθρο μου).

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Λαπαθιώτης αργότερα επέστρεψε στους κύκλους των συνδρομητών του περιοδικού, με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Όψιμος Κρίνος[1]. Την πληροφορία την δίνει η Αλίκη Παληοδήμου, στο άρθρο της «Χρονοβιογραφία» Λαπαθιώτη, στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω[2] και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται σε άλλα συγγράμματα για τον Λαπαθιώτη, χωρίς πουθενά να προσδιορίζονται η χρονική περίοδος και το περιεχόμενο της συμμετοχής του ενήλικου πια Λαπαθιώτη στο περιοδικό.

Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης γνωστό ότι ο Λαπαθιώτης χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης για να δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, μια σειρά από μιμήσεις γνωστών ποιητών (συμπεριλαμβανομένου… του εαυτού του) στο περιοδικό Πνευματική ζωή το 1938-39. Λέγεται, και δεν αποκλείεται να είναι σωστό, ότι μετά το «σκάνδαλο» που είχε προκαλέσει ο Λαπαθιώτης με το «άσεμνο» ποίημά του «Επεισόδιο» στη συνέντευξή του στα Νεοελληνικά Γράμματα[3], η λογοκρισία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δεν του επέτρεπε να δημοσιεύσει με το όνομά του, αν και αργότερα αυτή η απαγόρευση, αν υπήρξε, άρθηκε.

Επίσης γνωστό, αν και κάπως λιγότερο, είναι ότι ο Λαπαθιώτης είχε χρησιμοποιήσει ξανά το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης (με διεύθυνση «Αθήναι, Οδός Μεθώνης») για να πάρει μέρος στον ποιητικό διαγωνισμό του περιοδικού Πολιτισμός στα τέλη του 1921. Σε μια τυπικά λαπαθιωτική χειρονομία, ήταν επίσης… μέλος της επιτροπής που έκρινε τα ποιήματα! Το ένα ποίημα του Πλάτωνος Χαρμίδη  «Ξένοι καημοί» πήρε το δεύτερο βραβείο, ενώ το «Πέρασμα» απέσπασε έπαινο.

Αυτό που δεν είναι γνωστό ως τώρα, είναι η σχέση του «Όψιμου Κρίνου» με τον «Πλάτωνα Χαρμίδη» και με την Κύπρο· θα τα δούμε στο σημερινό σημείωμα. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά και ας ξεκινήσουμε με τον Όψιμο Κρίνο.

Ένα κλειδί για να χρονολογήσουμε την παρουσία του Όψιμου Κρίνου στη ζωή των συνδρομητών της Διαπλάσεως των Παίδων μας το προσφέρει η μαρτυρία του Νίκου Τουτουντζάκη, που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα Λαπαθιώτη στο περιοδικό Λέξη[4], αλλά δεν έχει προσεχτεί και τόσο.

Ο Τουτουντζάκης ήταν συνδρομητής της Διαπλάσεως ως μαθητής γυμνασίου στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αλληλογραφούσε με πολλούς άλλους συνδρομητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Όψιμο Κρίνο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βρέθηκε πρόσφυγας στην Αθήνα όπου, παρά τις δύσκολες συνθήκες, η αλληλογραφία συνεχίστηκε. Όταν κάποτε θέλησαν να γνωριστούν, ο Όψιμος Κρίνος τού έδωσε ραντεβού στο Μπάγκειον, γνωστό φιλολογικό στέκι, με την εντολή να ρωτήσει το γκαρσόνι ποιος είναι ο κ. Λαπαθιώτης.

Με βάση την πληροφορία ότι ο Όψιμος Κρίνος ήταν συνδρομητής το 1922, ανέτρεξα στο σώμα της Διαπλάσεως και μπόρεσα να καταγράψω ολόκληρη τη διαδρομή του.

Ο Όψιμος Κρίνος γράφεται συνδρομητής στη Διάπλασι στα τέλη του 1921· το ψευδώνυμό του γίνεται δεκτό στο τεύχος της 18.12.1921, με τη μνεία ότι πρόκειται για αγόρι (ένα αρχικό «α.») και ότι τα αρχικά του πραγματικού του ονόματος είναι Π.Χ. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο τεύχος εγκρίνεται και το ψευδώνυμο «Ρίτα» που αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ανήκει στη Μαργαρίτα Μπούμη, τη μετέπειτα γνωστή ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Επετειακά, Λαπαθιώτης, Μικροφιλολογικά, Περιοδικά, Ποίηση, Φιλολογία, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , | 39 Σχόλια »

Η σαρμανίτσα των ποιητών κι ο Γούλας Μπούκουρης

Posted by sarant στο 24 Φεβρουαρίου, 2013

Μια από τις 366 λέξεις του βιβλίου μου Λέξεις που χάνονται είναι η σαρμανίτσα. Σαρμανίτσα είναι η κούνια του μωρού. Το μοναδικό γενικό λεξικό που καταγράφει τη λέξη είναι, αν δεν κάνω λάθος, του Πάπυρου, το οποίο μας πληροφορεί ότι πρόκειται για δάνειο από τα κουτσοβλάχικα. Είναι λέξη κατεξοχήν ηπειρώτικη, αν και ακούγεται επίσης στη Θεσσαλία, στη Φθιώτιδα, στη Δ. Μακεδονία, ίσως κι αλλού.

pikermiΗ λέξη εμφανίζεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια, π.χ. «που άφησα μικρό παιδί, μικρό στη σαρμανίτσα». Ένα παροιμιακό τετράστιχο που συγκρίνει τις οικιακές εργασίες υποστηρίζει ότι «Το κέντημα είναι γλέντησμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη». Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, σε συνέντευξή του, είπε για τα ηπειρώτικα τραγούδια: «Μ’ αυτά τα τραγούδια με νανούριζε η μάνα μου στη σαρμανίτσα». Παρεμπιπτόντως, canticu di sarmanitsa είναι στα κουτσοβλάχικα το νανούρισμα.

Μια άλλη παροιμία με τη σαρμανίτσα, που δεν την έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο επειδή την έμαθα αργότερα, είναι: «Καλού κακού ας βρίσκεται και μια σαρμανίτσα στο μοναστήρι». Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στο μοναστήρι αποκλείεται να χρειαστεί κούνια για νεογέννητο μωρό, αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς -οπότε, καλού κακού, ας βρίσκεται.

Ο ηπειρώτης Γ. Κοτζιούλας, θυμώντας τα στερημένα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε χωρίς παιχνίδια, έγραψε: «Εμείς δεν ξέραμε ούτε μπάλες ούτε χαρταϊτούς ούτε σιδερόδρομους. Αυτά δε συνηθίζονταν εκεί, γιατί θέλουν παράδες κι εμείς δεν είχαμε. Ένα φτηνό βραγκανίδι [κουδουνίστρα] όλο όλο μας έπαιρναν οι δικοί μας όταν είμασταν μικρά, στη σαρμανίτσα, να μας το βροντάν αποπάνω και να μερώνουμε, να παύουμε το κλάμα. Αυτό το μοναδικό μας παιγνίδι φυλάγουνταν ύστερα για τ’ άλλα παι­διά που θα ‘ρχονταν πίσω από μας» (από το αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα»).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ποίηση, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 143 Σχόλια »

Ο ποιητής που τον έλεγαν Κ.

Posted by sarant στο 16 Δεκεμβρίου, 2012

karthaios

Ο ποιητής που τον έλεγαν Κ.

Θα μπορούσα να το βάλω και για κουίζ αλλά δεν θα άντεχε για πολύ, οπότε ας το παρουσιάσω ευθέως: ποιος ήταν ο ποιητής που τον έλεγαν Κ; Βέβαια, λογοτεχνικοί ήρωες με όνομα Κ. υπάρχουν πολλοί, με πιο γνωστόν τον Κ. στον Πύργο του Κάφκα και τον Γιόζεφ Κ. στη Δίκη του Κάφκα πάλι (άλτερ έγκο του συγγραφέα υποθέτω), ενώ και ο Β. Βασιλικός, μετά το Ζ έβγαλε και το Κ, ίσως από τον Κοσκωτά (ή από το «κακέκτυπο»). Αλλά και τις μπρεχτικές Ιστορίες του κ. Κόινερ, μερικές φορές θα τις δούμε να γράφονται Ιστορίες του κ. Κ.

Όμως όλοι αυτοί είναι λογοτεχνικοί ήρωες, εγώ ζητάω λογοτέχνη, ποιητή συγκεκριμένα, που να λεγόταν Κ. Για να το πω αλλιώς, που το μικρό του όνομα να ήταν Κ. Όχι Κώστας, όχι Κυριάκος ή Κοσμάς, όχι Κλέαρχος, Κρίτωνας ή Καλλισθένης, αλλά σκέτο Κάπα. Θα μου πείτε, γίνεται αυτό; Μπορεί κανείς να βαφτιστεί ή να πάρει όνομα σκέτο Κ; Όχι. Αλλά μπορεί να το δώσει στον εαυτό του. Μπορεί δηλαδή να διαλέξει τέτοιο λογοτεχνικό ψευδώνυμο που να αποτελείται μόνο από το επώνυμο και το αρχικό γράμμα του μικρού του ονόματος.

Διάσημη τέτοια περίπτωση είναι ο Καραγάτσης· ο Δημήτρης Ροδόπουλος διάλεξε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης, και έτσι υπέγραφε. Το Μ. δεν σήμαινε Μιχάλης, όπως πολλοί υπέθεσαν επειδή είδαν στον Μιχάλη Καραμάνο, τον συγγραφέα φίλο του Γιούγκερμαν το άλτερ έγκο του Καραγάτση. Είτε σήμαινε Μίτια (το ρώσικο Δημήτρης, λόγω της αγάπης προς τον Ντοστογιέφσκι), είτε ένα σκέτο Μι χωρίς εξήγηση. Σήμερα δεν νομίζω να βρεθεί έργο αναφοράς να αναφέρει Μιχάλη τον Καραγάτση.

Δυστυχώς όμως, τον ποιητή που λεγόταν Κ. βρίσκονται και σήμερα ακόμα αρκετές πηγές να τον βαφτίζουν Κώστα, ενώ Κώστας ούτε ονομάστηκε, ούτε διάλεξε να τον λένε. Εννοώ τον Κ. Καρθαίο (1878-1955), ποιητή, ονομαστό μεταφραστή, κορυφαίο στον αγώνα του δημοτικισμού. Ο Καρθαίος γεννήθηκε Κλέανδρος Λάκων, γιος του καθηγητή Πανεπιστημίου Βασ. Λάκωνα. Σπούδασε στην Ευελπίδων, βγήκε αξιωματικός του πυροβολικού και έκανε μεταπτυχιακά στα μαθηματικά. Πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους, και παράλληλα συμμετείχε στον Νουμά και στους γλωσσικούς αγώνες, ενώ, πράγμα όχι συνηθισμένο για αξιωματικό, δημοσίευε στον Νουμά αντιπολεμικά ποιήματα, που ακόμα διεθνιστικά θα μπορούσε να τα πει κανείς, πιστεύοντας ότι πρέπει να γράφεται πολεμική λογοτεχνία αλλά δεν είναι ανάγκη να είναι πολεμόχαρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Θεατρικά, Κοτσανολόγιο, Μεταφραστικά, Ποίηση, Φιλολογία, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 85 Σχόλια »

Ψευδώνυμα τραγούδια

Posted by sarant στο 5 Ιουλίου, 2012

Τον παλιό τον καιρό, ήταν αρκετά συνηθισμένο οι συγγραφείς να έχουν ψευδώνυμα, ψευδώνυμα που έμοιαζαν με κανονικά ονοματεπώνυμα βέβαια. Πολλές φορές κρατούσαν το όνομά τους και έπαιρναν ένα πιο εύηχο επώνυμο. Ο Ηλίας Μέλλος έγινε Ηλίας Βενέζης, ο Ευστράτιος Σταματόπουλος έγινε Στράτης (και Στρατής) Μυριβήλης, ο Δημήτρης Ροδόπουλος έγινε Μ. Καραγάτσης. Πολλές φορές το έκαναν αυτό επειδή το κανονικό τους επώνυμο ήταν πολύ κοινό. Έτσι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έγινε Μάρκος Αυγέρης, ενώ ο Πέτρος Αποστολίδης έγινε Παύλος Νιρβάνας και ο Δημ. Δημητριάδης Ρήγας Γκόλφης (Υπάρχει και μια σπάνια περίπτωση που λογοτέχνης με σπάνιο επώνυμο διάλεξε ένα κοινότατο για ψευδώνυμο: ο Τέος Σαλαπασίδης ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα με το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης, αν και αργότερα επέστρεψε στο δικό του).  Άλλοτε, το κανονικό επώνυμο ήταν κακόηχο -όπως του Γιώργου Ιωάννου, που είχε τραβήξει τον παθών του τον τάραχο ως μαθητής με το παλιό του επώνυμο (Σορολόπης) και τελικά πήρε και με δικαστική απόφαση το Ιωάννου. Μερικοί πήραν το ψευδώνυμό τους για λίγο και μετά ξαναγύρισαν στο κανονικό τους όνομα, όπως η Γαλάτεια Καζαντζάκη (που έγραψε αρκετό καιρό σαν Πετρούλα Ψηλορείτη) ή ο Μάρκος Τσιριμώκος (Στέφανος Ραμάς). Κάποιοι το άλλαξαν ελάχιστα, όπως ο Σεφεριάδης που έγινε Σεφέρης. Σε μια ακόμα πιο σπάνια περίπτωση, η Ελένη Νεγρεπόντη υπέγραφε τα κριτικά και άλλα της κείμενα ως Άλκης Θρύλος. Κάποτε, το ψευδώνυμο αφορά μόνο ένα μέρος του έργου του συγγραφέα. Ο Peter Tremayne υπογράφει με αυτό το ψευδώνυμο τα ιστορικά αστυνομικά μυθιστορήματα με ηρωίδα την αδελφή Φιντέλμα, ενώ με το κανονικό του όνομα (που μου διαφεύγει τώρα) δημοσιεύει σοβαρά έργα για τους Κέλτες, ένα θέμα στο οποίο είναι ειδικός.

Αν σας φάνηκε ενμέρει γνωστή η παραπάνω παράγραφος, η εξήγηση είναι απλή: προέρχεται (με κάποιες αλλαγές) από ένα άρθρο που έχω δημοσιεύσει παλιότερα στο ιστολόγιο, τον Οκτώβρη του 2010. Όχι, δεν έχω αρχίσει (ακόμα) να αναδημοσιεύω παλιότερα άρθρα, αν και αυτό δεν θα αργήσει. Απλώς, ταιριάζει η εισαγωγή και στο σημερινό μας θέμα, οπότε η επανάληψη δεν βλάφτει. Πάντως, αν η λέξη «ψευδώνυμο» έφερνε παλιότερα στο μυαλό κυρίως ποιητές και πεζογράφους, τούτο δεν ισχύει και τόσο πολύ σήμερα. Στις μέρες μας είναι πολύ λιγότεροι οι συγγραφείς που γράφουν με ψευδώνυμο, όσο κι αν ακόμα υπάρχουν.

Οι καλλιτέχνες, αντιθέτως, γενικά ο κόσμος του θεάματος, και χρησιμοποιούσαν κατά κόρο ψευδώνυμα και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν εξίσου εντατικά, ιδίως οι τραγουδιστές. Και στις μέρες μας είναι πολύ ευκολότερο να πληροφορηθεί κανείς το αληθινό ονοματεπώνυμο του τάδε τραγουδιστή ή της δείνα τραγουδίστριας, μια και η Βικιπαίδεια, που δεν είναι ψηλομύτα όπως οι συμβατικές εγκυκλοπαίδειες, δεν περιλαμβάνει λήμματα μόνο για τον Οδυσσέα Ελύτη (Αλεπουδέλη) αλλά και για την Τζένη Βάνου (Ευγενία Βραχνού, σχεδόν υποχρεωτικό το ψευδώνυμο), την Χάρη Αλεξίου (Χαρίκλεια Ρούπακα, νομίζω) ή τον Γιώργο Νταλάρα (Νταράλα).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιουτουμπάκια, Λαπαθιώτης, Μελοποιημένη ποίηση, Ποίηση, Τραγούδια, Φιλολογία, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 115 Σχόλια »

Η γέννησις, ένα ποίημα του Άχθου Αρούρη

Posted by sarant στο 20 Μαΐου, 2012

Ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος (1903-1977), ίδιο ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο με μένα (μέχρι και ίδιο ΑΦΜ, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία), χρησιμοποιούσε όταν ήταν νέος το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, και μ’ αυτό δημοσίευε ποιήματα στις εφημερίδες της Μυτιλήνης πριν από τον πόλεμο.

Άχθος αρούρης είναι βέβαια φράση ομηρική (Ιλιάδα Σ104) και σημαίνει «βάρος της γης», παναπεί «άχρηστος άνθρωπος». Τον μεσοπόλεμο ήταν πολύ της μόδας τα φιλολογικά ψευδώνυμα που φτιάχναν ονοματεπώνυμο από ένα αρσενικό και τη γενική ενός θηλυκού, π.χ. Άγγελος Δόξας ή Ρώμος Φιλύρας ή Στέφανος Δάφνης -αυτά είναι τα πετυχημένα, γιατί υπήρχαν και πολλά που σήμερα ακούγονται κάπως αστεία, π.χ. Όλμος Περάνθης και άλλα που προτιμώ να μην τα αναφέρω. Δεν ξέρω αν η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου αντιπροσώπευε και μια υποδόρια κριτική σ’ αυτή τη μόδα.

Τις Κυριακές βάζω συνήθως λογοτεχνικό θέμα, οπότε σήμερα σκέφτηκα να βάλω ένα ποίημα του παππού μου, ένα ποίημα θρησκευτικό -ή αντιθρησκευτικό. Λέγεται «Γέννησις» και γράφτηκε παραμονή χριστουγέννων του 1937, στη Σάμο. Θα μπορούσα να το βάλω την εποχή των Χριστουγέννων, αλλά αυτό ίσως θεωριόταν βλάσφημη ενέργεια, οπότε το βάζω τώρα, σε ανύποπτο όπως λέμε χρόνο.

Άλλα ποιήματα του Άχθου Αρούρη υπάρχουν στο βιβλίο «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης» που έγραψε ο πατέρας μου, Δημήτρης Σαραντάκος, από τις εκδόσεις Ερατώ, που όμως έχει δυστυχώς εξαντληθεί -σκέφτομαι να το επανεκδώσω, ίσως σε ηλέκδοση. Κάποια ποιήματα έχω βάλει σε μια ειδική σελίδα στον παλιό μου ιστότοπο.

Χωρίς να είμαι αντικειμενικός, βρίσκω πολύ αξιόλογο το ποίημα αυτό του παππού μου. Με χαρά βλέπω ότι έχει αναδημοσιευτεί αρκετά στο Διαδίκτυο. Μάλιστα, είδα ότι ο Γιώργος ο Πήττας, που είχαμε φιλία όταν ήμασταν έφηβοι στο Φάληρο και τώρα έχω ξαναβρεί τα ίχνη του διαδικτυακώς, έχει φτιάξει κι ένα βιντεάκι στο οποίο απαγγέλλει το ποίημα του παππού μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Δημήτρης Σαραντάκος, Θρησκεία, Ποίηση, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , | 47 Σχόλια »

Τα ψευδώνυμα και ο Πλάτων Χαρμίδης

Posted by sarant στο 3 Οκτωβρίου, 2010

Τον παλιό τον καιρό, ήταν αρκετά συνηθισμένο οι συγγραφείς να έχουν ψευδώνυμα, ψευδώνυμα που έμοιαζαν με κανονικά ονοματεπώνυμα βέβαια. Πολλές φορές κρατούσαν το όνομά τους και έπαιρναν ένα πιο εύηχο επώνυμο. Ο Ηλίας Μέλλος έγινε Βενέζης, ο Ευστράτιος Σταματόπουλος έγινε Στράτης Μυριβήλης, ο Δημήτρης Ροδόπουλος έγινε Μ. Καραγάτσης. Πολλές φορές το έκαναν αυτό επειδή το κανονικό τους επώνυμο ήταν πολύ κοινό. Έτσι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έγινε Μάρκος Αυγέρης, ενώ ο Πέτρος Αποστολίδης έγινε Παύλος Νιρβάνας και ο Δημ. Δημητριάδης Ρήγας Γκόλφης (Υπάρχει και μια σπάνια περίπτωση που λογοτέχνης με σπάνιο επώνυμο διάλεξε ένα κοινότατο για ψευδώνυμο: ο Τέος Σαλαπασίδης ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα με το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης).  Άλλοτε, το κανονικό επώνυμο ήταν κακόηχο -όπως του Γιώργου Ιωάννου, που είχε τραβήξει τον παθών του τον τάραχο ως μαθητής με το παλιό του επώνυμο (Σορολόπης) και τελικά πήρε και με δικαστική απόφαση το Ιωάννου. Μερικοί πήραν το ψευδώνυμό τους για λίγο και μετά ξαναγύρισαν στο κανονικό τους όνομα, όπως η Γαλάτεια Καζαντζάκη (που έγραψε αρκετό καιρό σαν Πετρούλα Ψηλορείτη) ή ο Μάρκος Τσιριμώκος (Στέφανος Ραμάς). Κάποιοι το άλλαξαν ελάχιστα, όπως ο Σεφεριάδης που έγινε Σεφέρης. Μια ιδιαίτερη κατηγορία είναι τα ψευδώνυμα όπου το επώνυμο είναι θηλυκό ουσιαστικό στη γενική και το ονοματεπώνυμο σχηματίζει φράση: παράδειγμα χαρακτηριστικό, ο Άγγελος Δόξας (Ν. Δρακουλίδης) ή ο Στέφανος Δάφνης (Θρ. Ζωιόπουλος). Μερικά τέτοια ψευδώνυμα ακούγονται κωμικά σήμερα, αλλά του παππού μου (Άχθος Αρούρης) το βρίσκω πολύ πετυχημένο, όσο κι αν είμαι μεροληπτικός.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία, Μεταμπλόγκειν, Παρωδίες, Ποίηση, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , | 226 Σχόλια »