Θα δημοσιεύσω σήμερα στο ιστολόγιο ένα ανέκδοτο διήγημα που μου έστειλε τις προάλλες ο φίλος Γιώργος Βραζιτούλης, που παρακολουθεί το ιστολόγιό μας αν και δεν σχολιάζει.
Ο Βραζιτούλης γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1961, έχει σπουδάσει τοπογράφος στη Θεσσαλονίκη και από τη δεκαετία του 80 ζει στη Γερμανία, τώρα στο Βερολίνο. Αρθρογραφεί τακτικά τόσο για θέματα ιστορίας και τοπικής ιστορίας όσο και για επιστημονικά θέματα, ενώ το 2019 εξέδωσε το βιβλίο Προδότρες λέξεις, για το έργο του Δημήτρη Νόλλα, που μου το έχει στείλει και είναι πολύ ενδιαφέρον. Τις δημοσιεύσεις του μπορείτε να τις βρείτε ονλάιν, σε ειδική σελίδα του.
Το διήγημα θίγει μια όχι πολύ γνωστή πτυχή της ιστορίας, τη μεταχείριση που είχαν από το ελληνικό κράτος οι «ρουμανίζοντες» Βλάχοι όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940. Ο Βραζιτούλης έχει ασχοληθεί και ιστοριογραφικά με το θέμα αυτό -δείτε εδώ ένα άρθρο του. Όπως λέει, παρόμοια μέτρα πήραν και άλλα κράτη (η Γαλλία με τους γερμανόφωνους της Αλσατίας και Λωραίνης, οι ΗΠΑ με τους ιαπωνικής καταγωγής Αμερικανούς) αλλά στην Ελλάδα ίσως υπάρχει δυσαναλογία των μέτρων προς τους κινδύνους.
Στο διήγημα υπάρχουν και μερικές βλάχικες λέξεις, που τις εξηγεί στο τέλος ο συγγραφέας. Υπάρχει επίσης και η λέξη «οβορός», που είναι η περιφραγμένη αυλή του αγροτόσπιτου (η λέξη έχει και άλλες σημασίες), από το σλαβ. obor = στάβλος.
Χωρίς άλλα εισαγωγικά, παρουσιάζω το διήγημα. Στο τέλος κάνω ένα επιλογικό σχόλιο.
Το θολό νερό
Οι μετεωρολόγοι έλεγαν πως ήταν οι εντονότερες βροχοπτώσεις των τελευταίων σαράντα χρόνων στην περιφέρεια του Ζάουερλαντ της Βεστφαλίας, οι οποίες είχαν κάνει μέσα σε λίγες ώρες τα ποτάμια και τους χείμαρρους να φουσκώσουν και να προξενήσουν ανυπολόγιστες ζημιές σε σπίτια και περιουσίες των γύρω περιοχών. Η μικρή κωμόπολη του Πλέτενμπεργκ βρίσκονταν σε κατάσταση συναγερμού, παντού σειρήνες από βιαστικά αυτοκίνητα της αστυνομίας και βαριά φορτηγά της υπηρεσίας καταστροφών, που έτρεχαν να σώσουν ό,τι μπορούσε ακόμα να σωθεί από τη μανία των ορμητικών νερών. Η αναστάτωση στο σπίτι του Γιάννη Μπέσιου ήταν εκείνη τη μέρα ακόμα μεγαλύτερη, από τη στιγμή που τού τηλεφώνησαν νωρίς το πρωί από το γηροκομείο, όπου διέμενε η άρρωστη, με βαριάς μορφής άνοια, μητέρα του, η Βάγγιω, για να του πουν, ότι από τα χαράματα είχε εξαφανιστεί και δεν την εύρισκαν πουθενά. Η είδηση τού στοίχισε ένα σχεδόν πακέτο τσιγάρα μαζί με ένα αφόρητο πλάκωμα από τύψεις, επειδή εκείνος ήταν που είχε πείσει τη μάνα του με βαριά, ομολογουμένως, καρδιά, έναν μόλις χρόνο αφότου τού την είχαν στείλει από την Ελλάδα, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα, πως θα ήταν καλύτερο για όλους να διαμένει στο εξής στο Αλτενχάιμ, όπου θα είχε άριστη φροντίδα.
Αφού πέρασε αρκετές ώρες διανύοντας αμέτρητα πήγαινε-έλα μεταξύ σαλονιού και κουζίνας σαν λύκος κλεισμένος σε κλουβί, ένιωσε τελικά να λυτρώνεται, όταν χτύπησε το κουδούνι και ανοίγοντας την εξώπορτα είδε μπροστά του δυο νεαρούς αστυνομικούς που κρατούσαν από τα μπράτσα τη μάνα του. Η κατάστασή της ήταν αξιολύπητη. Tα άσπρα της μαλλιά της ανακατεμένα, ενώ κάτω από μια ακριλική κουβέρτα, με την οποία την είχαν τυλίξει για να μην κρυώνει, φορούσε μονάχα το βρεγμένο νυχτικό της και παντόφλες. «Τη βρήκαμε στο πάρκο» τού είπε ο ένας από τους αστυνομικούς. «Είχε περάσει τα απαγορευτικά κιγκλιδώματα που έχουμε βάλει λόγω των πλημμυρών στην περιοχή, στέκονταν στη μέση της σιδερένιας πεζογέφυρας πάνω απ’ το ποτάμι και μονολογούσε. Είχαμε δυσκολίες να συνεννοηθούμε μαζί της. Ο γιατρός του ασθενοφόρου που καλέσαμε, την εξέτασε επιτόπου, δεν της βρήκε κάτι παθολογικό και μας συνέστησε να τη φέρουμε καλύτερα πρώτα σε εσάς.»