Έκλεισε χτες, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, η μαραθώνια δίκη της Χρυσής Αυγής και αφού το δικαστήριο δεν αναγνώρισε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση για τους περισσότερους από τους κατηγορουμένους, ο αρχηγός και τα πρωτοπαλίκαρα του ναζιστικού μορφώματος συνελήφθησαν και μπήκαν ή θα μπουν πολύ σύντομα στη φυλακή, ενώ ελπίζουμε ότι μετά την έφεση θα τους ακολουθήσουν και όσοι έχουν μείνει εκτός προς το παρόν.
Αυτό το ενδεχόμενο ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να ελπίζουμε αφού πριν από ένα μήνα πολλοί και όχι αβάσιμα προέβλεπαν αισθητά χαμηλότερες ποινές, ισως και απαλλαγές, μεταξύ άλλων και εξαιτίας της αγόρευσης της εισαγγελέα.
Το ιστολόγιο λοιπόν χαίρεται και γιορτάζει. Αλλά αφού εμείς εδώ λεξιλογούμε, λεξιλογικά θα εκφράσουμε την ευφορία μας. Τα λεξιλογικά της φυλακής, ας πούμε, αφού έστω και κατ’ εξαίρεση χτες είδαμε ότι «της φυλακής τα σίδερα είναι για τους φασίστες».
Ο τίτλος του άρθρου είναι ίδιος σχεδόν με ένα παλιότερο άρθρο του ιστολογίου μας, τότε που ειχε γίνει η προφυλάκιση των χρυσαυγιτών, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Τη φράση «στη μπουζού» την είχε εκστομίσει, όταν ήταν βουλευτίνα, η κυρία Ελένη Ζαρούλια, σύζυγος του Φύρερ, όταν είχε αναφερθεί από το βήμα της Βουλής σε συγγενικό πρόσωπο του Γιάννη Δραγασάκη, διερωτώμενη κουτοπόνηρα αν βγήκε ή όχι «από τη μπουζού». Έχει ο καιρός γυρίσματα, βλέπετε, και τώρα βρέθηκαν άλλοι στη μπουζού -κι ελπίζω ότι μετά την έφεση θα βρεθεί και η ίδια.
Η μπουζού είναι όρος της αργκό για τη φυλακή. Τα μεγάλα γενικά λεξικά δεν την έχουν, θα πρέπει να ψάξουμε σε λεξικά της πιάτσας για να τη βρούμε ή σε παλιότερα λεξικά και γλωσσάρια, όπως τα Άτακτα του Κοραή, ο οποίος και καταγράφει τη σημασία «μπουζού = τσέπη». Ο τύπος «πουζού» ή «μπουζού» με τη σημασία της τσέπης βρίσκεται επίσης σε λεξικά της χιώτικης διαλέκτου, αλλά και σε σημερινά κείμενα του μυκονιάτη πεζογράφου Παναγιώτη Κουσαθανά. Από την τσέπη εύκολα μπορεί η σημασία να διολισθήσει στη φυλακή. Μια άλλη σημασία της λέξης, που τη βρίσκουμε σε λεξικά της πιάτσας, είναι η κρυψώνα.
Τα λεξικά δεν έχουν τη μπουζού, έχουν όμως το ρήμα μπουζουριάζω, με τη σημασία «συλλαμβάνω και φυλακίζω» και σπανιότερα «τρώω» (ΛΚΝ) ή «κλείνω στη φυλακή» (ετυμολογικό Μπαμπινιώτη). Θα ήταν απίθανο το ρήμα «μπουζουριάζω» να είναι άσχετο με τη «μπουζού», και πράγματι όλα δείχνουν πως το «μπουζουριάζω» προέρχεται από τη «μπουζού» -κάτι που το έχει καταγράψει ο Κ. Καραποτόσογλου στο «Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη», εξηγώντας ότι η λέξη μπουζού, που αρχικά σήμαινε την (μεγάλη) τσέπη, πήρε στη συνέχεια μεταφορικά τις σημασίες «κοιλιά» [που εξηγεί και τη σημασία «μπουζουριάζω = τρώω», που καταγράφεται στο ΛΚΝ και σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη] και στη συνέχεια «κρυψώνα» και «φυλακή», που είναι και η κοινότερη σήμερα.
Όσο για τη μπουζού, κατά μία εκδοχή προέρχεται από το γενουάτικο borsu δηλαδή από το ιταλικό borsa, που σημαίνει μεταξύ άλλων πουγγί, δερμάτινο σακούλι, που ανάγεται στο λατινικό bursa, byrsa, δέρμα, το οποίο, θα το καταλάβατε, είναι δάνειο από το ελλ. βύρσα, δέρμα -λέξη που επιβιώνει στη βυρσοδεψία. Αν είναι έτσι, η μπουζού είναι αντιδάνειο κι έχει επιφανή ξαδέρφια, αφού από τη bursa προέρχεται και το γαλλ. bourse που δεν είναι μόνο το πουγγί (αυτή ήταν η αρχική του σημασία), αλλά και οι υποτροφίες, όπως θα ξέρουν όσοι έχουν σπουδάσει σε γαλλόφωνα μέρη, και για να πάμε και πιο μακριά, Bourse είναι το χρηματιστήριο, λέξη που φαίνεται να γεννήθηκε επειδή το πρώτο οίκημα που χρησιμοποιήθηκε σαν χρηματιστήριο, στη φλαμανδική Μπριζ, ανήκε σε μια πλούσια οικογένεια εμπόρων ονόματι van den Burse, που στο οικόσημό τους είχαν τρία πουγγιά. Η λέξη έχει περάσει και στα ελληνικά, ως μπόρσα, δυο φορές, μία με τη σημασία του πουγγιού, σε μεσαιωνικά κείμενα, και μία με τη σημασία του χρηματιστηρίου, που έτσι το βρίσκουμε πολλές φορές σε κείμενα των αρχών του 20ού αιώνα ή του τέλους του 19ου αιώνα.
Εκτός από την αργκοτική μπουζού, μια άλλη λέξη για τη φυλακη, επίσης αργκοτική και μισοξεχασμένη, είναι η χάψη, που αυτή έχει απλούστερη ετυμολογία, αφού είναι δάνειο από το τουρκικό hapis / habs. Στο δημοτικό των Λαλαίων ο πασάς διατάζει να φυλακιστούν οι γυναίκες τους: «Γιά πάρτ’ αυτές τες μπροστινές και βάλτε τες στη χάψη».
Συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη ο Μακρυγιάννης, π.χ. «Ο Σαρρής, οπού ’ταν σκλάβος, έφυγε από μέσα από την χάψη με τα σίδερα εις τα ποδάρια, από την Λάρσα» ή «Του είπε να βγάλει τον Πετρόμπεγη και τους άλλους από την χάψη· και στρέχτη [δέχτηκε] ο Κυβερνήτης να τους βγάλει, ν’ αγαπηθούν» και για την εποχή της αντιβασιλείας και του Όθωνα: «Και οι χάψες του Κράτους ξαναγιόμωσαν οπίσου και είναι γιομάτες ως την σήμερον».
Το ρήμα είναι «χαψώνω» και η μετοχή «χαψωμένος»: «Σκοτώστε, χαψώστε, ό,τι βίγια [βία] μπορείτε να κάμετε, όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο», λέει ο Μακρυγιάννης για τον υπουργό Λοντίδη και ο ιδιος, για άλλη περίσταση: «Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ’κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους».
Τη χάψη θα τη θυμόμαστε και από τον Βεληγκέκα του Καραγκιόζη, που έλεγε «πο για να το πιάνω, να το κλείνω στη χάψη». Όμως έχει κερδίσει έτσι κι αλλιώς μια γωνίτσα αθανασίας χάρη στο εξαίσιο τραγούδι Σεβάχ ο Θαλασσινός του Λοΐζου, που χτες ήταν η μέρα των γενεθλίων του, και τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Κι εκεί στου μακελειού την άψη / δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω / Και μα τον Άγιο Κωνσταντίνο / όλους τους ρίχνω μες στη χάψη».
Πιο συχνή από τη χάψη είναι η «στενή», που ονομάστηκε έτσι για τον προφανή λόγο ότι η φυλακή είναι περιορισμός της ελευθερίας και των κινήσεων του κρατούμενου, αλλά και για τις πολύ μικρές διαστάσεις που έχουν τα κελιά της φυλακής, τουλάχιστον για τους κρατούμενους της σειράς. Όπως λέει ο Πετρόπουλος στο Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη, οι κατάδικοι λένε ότι τα κελιά «τους στενεύουν στη μασχάλη».
Ο Πετρόπουλος έχει γράψει και ξεχωριστό βιβλίο «Της φυλακής» αλλά, εκτός λάθους, ούτε σε αυτό ούτε στον Καλό κλέφτη (που έχει μια μεγάλη ενότητα για τις φυλακές) δεν ασχολείται με τα λεξιλογικά του θέματος, ή τουλάχιστον δεν έχει ειδικό κεφάλαιο.
Η φυλακή λέγεται επίσης «το φρέσκο», μια ονομασία της καθομιλουμένης που είναι εξίσου συχνή με τη «στενή» ίσως και συχνότερη. Καθώς στη φυλακή δεν υπήρχε κεντρική θέρμανση και τα μεγάλα κελιά δύσκολα θα ζεσταίνονταν, η πιθανότερη εξήγηση του όρου είναι ότι στη φυλακή κάνει κρύο ή τέλος πάντων έχει δροσιά.
Συνεχίζοντας, έχουμε την «ψειρού», που βέβαια εξηγείται εύκολα από τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούν στις φυλακές. Ο Πετρόπουλος, στην Ψειρολογία, λέει ότι αρχικά η φυλακή λεγόταν «ψειριάρα» και μετά έγινε «ψειρού». Στο λεξικό του Κάτου βρίσκω και τη «στρουγκού», που φαίνεται να ειναι μεταπλασμός της στρούγκας κατά τα ψειρού, μπουζού.
Έχουμε έπειτα μετωνυμίες: τα σίδερα, λέμε, εννοώντας τα κάγκελα, εννοώντας τη φυλακή -άλλωστε «της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες». Βέβαια, σίδερα είναι και οι χειροπέδες, και τους λαχανάδες του Παπάζογλου «τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε».
Σίδερα λοιπόν, αλλά και «κάγκελα» είναι η φυλακή, όπως και «αλυσίδες». Και βέβαια «μέσα». Θα πας μέσα, λέμε κάποτε για να απειλήσουμε κάποιον που θεωρούμε πως παρανομεί. Και βέβαια «βρίσκεται μέσα και κοιτάει απόξω», που πρέπει να το έχει χρησιμοποιήσει κι ο Τσιφόρος.
Κάποιοι που τους αρέσει να χαλάνε τη χαρά των άλλων δεν παρέλειψαν να επισημάνουν, από χτες κιόλας, ότι οι έγκλειστοι δεν θα μείνουν πολύ στη φυλακή είτε επειδή θα εκμεταλλευτούν αποφυλακίσεις για λόγους υγείας είτε επειδή οι κατάδικοι σπάνια εκτίουν ολόκληρη την ποινή στην οποία έχουν καταδικαστεί.
Αυτοί ας σκεφτούν πώς θα ένιωθαν αν είχε καταδικαστεί μόνο ο Ρουπακιάς ή έστω και ο πυρηνάρχης του. Και ούτε είναι ιδιον πολιτισμένης κοινωνίας να έχει ένα δρακόντειο σωφρονιστικό σύστημα. Αλλά αυτά, άλλη φορά.
Για σήμερα μάς αρκεί ότι από χτες ή έστω από αύριο-μεθαύριο ο Μιχαλολιάκος και τα πρωτοπαλίκαρά του θα βρεθούν στη μπουζού, στο φρέσκο, στη χάψη, στη στενή, στα σίδερα, στην ψειρού, στα κάγκελα, στις αλυσίδες, στη φυλακή!