Θα αναρωτιέστε τι κοινό έχουν αυτές οι δυο λέξεις και γιατί συγκατοικούν στον τίτλο.
Εκ πρώτης όψεως όχι πολλά, αλλά απασχολούν και οι δυο εναν φιλο του ιστολογιου, ο οποίος μού έθεσε ορισμένα ερωτήματα, που θα σας τα παρουσιάσω να δω και τη δική σας γνώμη.
Μου γράφει ο φίλος:
Με αρκετές λέξεις νοιώθω αμήχανα: όχι τόσο επειδή είναι καινούργιες, όσο επειδή δεν καταλαβαίνω το νόημα τους, όσο και να προσπαθώ.
Δύο χαρακτηριστικές τέτοιες λέξεις είναι η “καθημερινότητα” και η “εξωστρέφεια”. Από όσο γνωρίζω δεν θα τις βρει κανείς στα παλιά λεξικά. Δεν είναι όμως λέξεις που προέρχονται από την αργκό, και η λογιοσύνη τους είναι χτυπητή.
Καθημερινότητα παλιότερα ονομαζόταν αραιά και πού η ρουτίνα. Σήμερα όμως έχει αποκτήσει νέες ιδιότητες, που μέχρι πρότινος ήταν στη σφαίρα αρμοδιότητας της καθημερινής ζωής. Εξωστρέφεια αμφιβάλλουμε αν υπήρχε σαν λέξη μέχρι πριν λίγα χρόνια, και είναι η μεταφορά μιας ψυχολογικής ή και ψυχιατρικής έννοιας στην κοινωνική και πολιτική μας ζωή.
Καμία από τις δύο λέξεις δεν έχει ακριβή μετάφραση στα αγγλικά, και γι αυτό κανείς αναρωτιέται πού στον κόρακα μας φύτρωσαν, αφού τέτοιου είδους λέξεις συνήθως μας έρχονται από έξω. Δεν υπάρχουν ούτε everydayness (τουλάχιστον δεν υπήρχε μέχρι πολύ πρόσφατα) ούτε extrovertedness. Υπάρχουν το επίθετο everyday, που έχει την έννοια όμως του κοινού, του συνηθισμένου (άρα και αδιάφορου) καθώς και το extrovert, που σημαίνει εξωστρεφής, αλλά με πιθανώς αρνητικές προεκτάσεις, όπως σε έναν επιδειξιομανή ή και επιδειξία ακόμα.
Η καθημερινότητα παρουσιάζεται σαν μία έννοια χωρίς αρνητική φόρτιση, ίσως και με ελαφρώς θετική. Παράξενο για μία λέξη που μέχρι πριν λίγα χρόνια είχε μόνο την έννοια της ρουτίνας, η οποία σπάνια απαντάται με θετικό πρόσημο. Ενώ η επέκταση των εννοιών που καλύπτει κάνει πολύ δύσκολο να την ξεχωρίσει κανείς από την καθημερινή ζωή. Μάλιστα, εξωραΐζει την καθημερινή ζωή, τόσο ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι “η καθημερινότητα είναι το λάιφσταϋλ του φτωχού”. Αλλά τότε, οι αριστεροί τουλάχιστον, που επαγγέλλονται την αλλαγή της ζωής όλων, θα έπρεπε να αποφεύγουν τη λέξη.
Η εξωστρέφεια είναι ακόμα χειρότερη περίπτωση: αποτελεί δάνειο από την ψυχολογία στην κομματική ορολογία, όπου η καλή “εξωστρέφεια” ανταγωνίζεται την κακή “εσωστρέφεια”, με τη δεύτερη να σημαίνει τις εσωκομματικές διαφωνίες (και κατά συνέπεια όμως την ουσιαστική πολιτική συζήτηση) και την πρώτη τίποτα παραπάνω από την προπαγάνδιση των κομματικών θέσεων με ζέση (και ταυτόχρονα υποταγή στην εκάστοτε κομματική γραμμή). Σήμερα παρουσιάζεται σαν κάτι απαραίτητο για οποιαδήποτε υπηρεσία ή οργανισμό, δημόσιο, συνεταιριστικό ή ιδιωτικό, αν και παραμένει ασαφές τι ακριβώς πρέπει κανείς να κάνει για να την επιτύχει. Να αρχίσει να φωνάζει μέχρι να ασχοληθούν όλοι μαζί του; Ή μήπως ακόμα και να βγάλει το μόριο του στη φόρα, εν ανάγκη να τα κοπανάει και στο τραπέζι, όπως κάνουν ορισμένοι ακραία εξωστρεφείς;
Προσπαθώ να καταλάβω ποια ακριβώς ανάγκη προσπαθούν να καλύψουν αυτές οι δύο λέξεις, και δεν μπορώ να τη βρω. Αν μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει, θα ήμουν ευγνώμων.