Σε κάποιο από τα πολλά άρθρα που γράφτηκαν αυτές τις μέρες για το κυπριακό δράμα, ο αρθρογράφος, αφού ανέφερε το κούρεμα εν χρω που περιμένει τους καταθέτες που ξεπερνούν το όριο των 100.000, πρόσθεσε μετριάζοντας: «Για να λέμε και του στραβού το δίκιο πάντως, διασφαλίζονται οι καταθέσεις κάτω από το όριο των 100.000». Εδώ, το «δίκιο του στραβού» είναι η θετική πτυχή ενός κατά τα άλλα δυσάρεστου γεγονότος.
Η έκφραση είναι πολύ διαδεδομένη. Χρησιμοποιείται επίσης όταν παραδεχόμαστε ότι κάποιος που τον κατηγορούμε έχει ελαφρυντικά ή όταν αναφέρουμε δικαιολογίες για κάποιον που έφταιξε ή όταν θέλουμε να επισημάνουμε και το δίκιο που έχει η άλλη πλευρά. Έτσι, σ’ ένα παλιό χρονογράφημά της η Έλενα Ακρίτα, αφού κατηγορήσει για πολλά και διάφορα τους ταξιτζήδες, προσθέτει: «Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε κι από την άλλη μεριά, ότι κι ο τρόπος που φερόμαστε εμείς στους ταξιτζήδες συναγωνίζεται το δικό τους».
Ποιος όμως είναι ο στραβός, που έχει κι αυτός τα δίκια του; Πρέπει να το εννοήσουμε κυριολεκτικά, ότι εννοείται ο τυφλός. Όπως έχει γράψει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, στην αρχή της φράσης θα βρίσκεται κάποια μοιρασιά, όπου βέβαια ο τυφλός κινδυνεύει να μην πάρει το σωστό μερτικό. Θα ειπώθηκε πρώτα «να μην κλέψουμε του στραβού το δίκιο», και μετά η φράση μετέπεσε στην έννοια του καθολικού δικαίου. Σε παραλλαγές της φράσης, βρίσκουμε άλλους που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν το δίκιο τους: να πούμε του φτωχού το δίκιο, παραθέτει ο Νικόλαος Πολίτης, ενώ στη μανιάτικη συλλογή του Κ. Κάσση βρίσκω «να λέμε και του πιζώκωλου το δίκιο» -εννοώντας αυτόν που έχει στραμμένα τα νώτα του και κατ’ επέκταση τον απόντα από μια ομήγυρη. Σε άλλη παραλλαγή, πάλι στον Ν. Πολίτη, «να πούμε και του κακού το δίκιο».
Βέβαια, ο τυφλός είναι ανυπεράσπιστος, αθώο θύμα, ενώ στη φράση «του στραβού το δίκιο» έχουμε τις περισσοτερες φορές φταίχτη (έστω και με ελαφρυντικά) -αλλά η σημασιακή ολίσθηση δεν είναι δύσκολη, και ίσως να βοηθιέται κι από τη δισημία της λέξης «στραβός». Στα αγγλικά μια αντίστοιχη φράση είναι to give the devil his due.
Μερικές φορές, πάντως, έχω δει να χρησιμοποιείται η φράση «του στραβού το δίκιο» χωρίς την απόχρωση των ελαφρυντικών ή της δικαιολογίας, σαν απλή αναγνώριση της αλήθειας, του δίκιου. Έχουμε κι άλλες εκφράσεις τέτοιες, πιο ουδέτερες: «για να πούμε την αλήθεια» ή, μια φράση που πολύ συχνά τη βρίσκω στα κοινωνικά μέσα, «για να τα λέμε όλα». Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, ότι από τη στιγμή που λέμε «για να πούμε την αλήθεια» είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι η αλήθεια αυτή δεν είναι και πολύ ευχάριστη, αλλιώς δεν θα κάναμε αυτό τον πρόλογο.
Παρόλο που το «για να πούμε την αλήθεια» ήδη υπονοεί ότι η αλήθεια αυτή δεν μας συμφέρει και πολύ, συχνά νιώθουμε την ανάγκη να το κάνουμε πιο καθαρό, βάζοντας μπροστά κάποιο επίθετο: την πικρή αλήθεια, την ωμή αλήθεια, τη γυμνή αλήθεια, την αφτιασίδωτη αλήθεια, όλη την αλήθεια, ή, αρκετά συχνά, να πούμε τη μαύρη αλήθεια. Μαύρη είναι η αλήθεια επειδή δεν μας συμφέρει ν’ ακούγεται. Τη φράση τη βρίσκουμε, λογουχάρη, στον Παπαδιαμάντη, σε ένα απόσπασμα από το θαυμάσιο «Του μπουφ του πλι», που νομίζω πως θα κέρδιζε αν δεν ήταν το μισό σε καθαρεύουσα: Αγαπούσε πολύ το πλιάτσικο, ο βλογημένος. […] Πλην τούτο ίσως το συνήθιζον και άλλοι ναυτικοί και διά να είπωμεν την μαύρην αλήθειαν, ποτέ δεν έλειψεν από τον ναυτικόν μας κόσμον αυτή η στοιχειώδης πειρατεία. Ή, στο Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή: Μμ, οι παλιοτουρκαλάδες, που μας είχαν τόσους αιώνες στη σκλαβιά. Μα τέλος πάντων, περασμένα-ξεχασμένα. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, οι Τούρκοι που γνώρισα εγώ ήταν όλοι άνθρωποι του Θεού. Δεν περνούσε ζητιάνος χωρίς να τον ελεήσουν. Στην πρώτη περίπτωση, η μαύρη αλήθεια (που δεν θέλουμε να ακούγεται και πολύ) είναι ότι οι ναυτικοί συνήθιζαν το πλιάτσικο. Στη δεύτερη περίπτωση, ότι οι προαιώνιοι εχθροί είναι καλοί άνθρωποι -εδώ θα ταίριαζε και του στραβού το δίκιο.
Μια άλλη φράση που λειτουργεί σαν προτροπή για να πούμε ή να παραδεχτούμε χωρίς περιστροφές την αλήθεια, είναι: «για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Έχουμε ξαναγράψει για την πανάρχαιη αυτή φράση, οπότε δεν θα σταθώ καθόλου στη συναρπαστική της ιστορία, απλώς θα δώσω ένα παράδειγμα χρήσης, από το 10 του Καραγάτση, όπου ο δάσκαλος απευθύνεται σε βιομήχανο, γονιό μαθητή του (φυσικά, αυτά εκτυλίσσονται σε μια εποχή που οι πλούσιοι στέλναν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολεία, στις μέρες μας τέτοιος διάλογος είναι αδιανόητος και ο Πρόκας τζούνιορ παίρνει άριστα): — Εξετέθην, κ. Πρόκα, για να προβιβάσω το γιο σας. Είναι πολύ καλό παιδί· αλλά, για να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, δεν παίρνει από γράμματα. Θα μπορούσε επίσης να πει «για να πούμε την αλήθεια». Υπάρχουν κι άλλες φράσεις περίπου συνώνυμες, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εδώ, όπως: «για να πούμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους», χωρίς ωραιοποιήσεις δηλαδή και χωρίς περιστροφές, και πάλι με την δυσάρεστην αλήθεια αφτιασίδωτη.
Εδώ βρισκόμαστε ήδη στον προθάλαμο μιας άλλης οικογένειας φράσεων, όπως μίλησε έξω απ’ τα δόντια, μίλησε ορθά-κοφτά, τα είπε χύμα (και τσουβαλάτα), δεν μάσησε τα λόγια του, αλλά δεν θα σταθούμε σ’ αυτές, μια και δίνουν κυρίως την έμφαση στην παρρησία με την οποία μίλησε κάποιος και όχι στο περιεχόμενο των όσων είπε. Πάντως, αυτές οι δυο οικογένειες φράσεων τέμνονται -για παράδειγμα, στην τελευταία φράση με τον γιο βιομηχάνου, θα μπορούσαμε να πούμε «για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια, ο γιος σας δεν παίρνει από γράμματα».
Η προτροπή προς αναγνώριση της αλήθειας μπορεί να εκφραστεί και με μιαν ακόμα φράση, να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Πίσω από το δάχτυλό του, κουτοπόνηρα, κρύβεται βέβαια κάποιος που δεν θέλει να παραδεχτεί την ενοχή του, κρύβεται όμως και όποιος δεν θέλει να αναγνωρίσει τη δυσάρεστην αλήθεια. (Κάπου διάβασα πως τα μικρά παιδιά πιστεύουν πράγματι πως μπορούν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους, και εδώ θα βρίσκεται η αρχή της φράσης). Έγραφε πριν από τρία χρόνια γνωστός δημοσιογράφος: «Για να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, τα αμέσως επόμενα χρόνια εκατοντάδες εργαζόμενοι θα αναγκαστούν (αν τα καταφέρουν) να αλλάξουν δουλειά.»
Αυτό λέγεται και «Ας μην εθελοτυφλούμε» -ή, όπως συχνά ακούγεται επίσης, «Ας μη στρουθοκαμηλίζουμε». Εδώ εννοείται η διαδεδομένη πεποίθηση ότι η στρουθοκάμηλος, όταν δει κίνδυνο, χώνει το κεφάλι της μέσα στην άμμο επειδή πιστεύει ότι έτσι γίνεται αθέατη. Αυτό είναι μύθος, δεν είναι τόσο χαζό το πουλί -ξέρει να το βάλει στα πόδια, ξέρει και να αμυνθεί με τα γαμψόνυχά του. Όταν η στρουθοκάμηλος χώνει το ράμφος της στην άμμο, το κάνει για να φάει σκουλήκια και άλλα ζούδια, που τα καταπίνει μαζί με άμμο. Ωστόσο, η πολιτική της στρουθοκαμήλου (politique de l’autruche το είπαν οι Γάλλοι, και από κει το πήραμε κι εμείς, αλλά παρηγοριόμαστε που το autruche, όπως και το ostrich, είναι ελληνικής αρχής) είναι πολύ διαδεδομένη μέθοδος για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, αν και όχι αποτελεσματική. Οι αμερικάνοι έχουν και μιαν έκφραση, ostrich effect, που σημαίνει ότι όταν τα χρηματιστήρια πάνε από το κακό στο χειρότερο, ο ιδιώτης επενδυτής αποφεύγει να πολυκοιτάζει την πορεία του χαρτοφυλακίου του, ενώ τον καιρό των παχιών αγελάδων αφιερώνει κάθε μέρα αρκετή ώρα για να δει πόσο αβγάτισαν τα αέρινα πλούτη του. Βέβαια, τώρα στην Κύπρο, φύσηξε βοριάς κι αγέρας και τους μάδησε όλους -και, για να πούμε του φτωχού το δίκιο, δεν ήταν μόνο Ρώσοι μαφιόζοι που κουρεύτηκαν, αλλά και μικροεπιχειρηματίες, και όλα τα ταμεία των εργαζομένων, και οι περισσότεροι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης του νησιού. Να το λέμε του φτωχού το δίκιο, μήπως και το βρει στο τέλος.