Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Ήπειρος’

Το περιβόλι των νεκρών (διήγημα του Κωστή Ανετάκη)

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2022

Δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα του φίλου μας Κωστή Ανετάκη. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύουμε δικά του κείμενα: έχουμε ήδη δημοσιεύσει τρία ακόμα διηγήματά του: Σαπφώ, Ο Ευριπίδης της ταφής και Ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε, ενώ επίσης είχαμε παρουσιάσει το μυθιστόρημά του Αναρούσες

Το σημερινό διήγημα, γραμμένο πρόσφατα, είναι ένα αντιπολεμικό διήγημα μαγικού ρεαλισμού, όπως το χαρακτηρίζει, με νεκρικά έθιμα που τα συνηθίζουν οι Βλάχοι της Σερβίας. Οι υποσημειώσεις είναι του συγγραφέα. Δεν χρειάζονται περισσότερα για εισαγωγή, ας το διαβάσουμε:

Το περιβόλι των νεκρών

Είδες άντρα με στολή, μόνο για κακό θε να ’ναι. Η Ρηνιώ η Μιστριώτενα αυτό δεν το ’λεγε τόσο για τον ενωμοτάρχη του χωριού, αν και όλοι ξέρανε τι ανακατωσούρας ήταν και πως όλα τα ’μπλεκε χειρότερα σαν έμπαινε στη μέση. Τούτος ήταν ο μικρότερος μπελάς.

Την πρώτη φορά που ήρθε στο χωριό στρατιωτικό απόσπασμα, μ’ έναν ταγματάρχη επικεφαλής, ήτανε μικρό κορίτσι. Θαμπώθηκε με τη στολή και το παράστημα, το μακρύ σπαθί, τα γαλόνια, τις επωμίδες και το στριφτό μουστάκι του, ένιωσε ένα πρωτόγνωρο τσίμπημα στην καρδιά. Κι η επιβολή του πάνω στους φαντάρους που βάδιζαν συνταγμένοι κατόπι του, αγόρια με μάγουλα χνουδάτα σα ροδάκινα, την είχε εντυπωσιάσει ακόμα βαθύτερα. Σαν χτύπησαν την πόρτα της αυλής τους, όπως και σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, και φώναξαν τους άντρες άνω των δεκαοχτώ να παρουσιαστούν στην πλατεία, η Ρηνιώ κρύφτηκε πίσω απ’ τα φουστάνια της μάνας της, της Χαρίκλειας, και κοιτούσε ντροπαλά και αδιάντροπα τον όμορφο αξιωματικό.

Μαζεύτηκαν οι άντρες στην πλατεία, όπως οι μύγες στη ζάχαρη, και τα παιδιά ακροβολισμένα ολόγυρα, σκαρφαλωμένα στα κλαριά από τα πλατάνια, ρουφούσαν την ασυνήθιστη σκηνή. Οι γυναίκες, που ήξεραν καλύτερα, έμειναν σπίτι και συνέχισαν τις δουλειές τους, με μια σκοτεινιά να φτεροκοπά πάνω απ’ τα κεφάλια τους σα σμήνος κορακιών.

Ο κομψός ταγματάρχης μίλησε στους συγκεντρωμένους κι η φωνή του αντήχησε όπως το σίδερο στο αμόνι. Πρόφερε την τρομερή λέξη, Πόλεμος, και σίγησε κάθε ψίθυρος στην πλατεία. Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία κλάγγιζαν στο στόμα του κι άπλωναν τριγύρω μιαν αίγλη σα φωτοστέφανο, λες κι ήταν ο Αϊ-Δημήτρης αρματωμένος. Γενικός ενθουσιασμός απλώθηκε κι όλοι έτρεξαν να ετοιμαστούν για πόλεμο, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι.

Ο πατέρας αγκάλιασε τη Ρηνιώ και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της, τον Νικόλα και την Αγάθη, έπειτα φίλησε τη μάνα, την ορμήνεψε για όσο θα έλειπε κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Προτού χαθεί απ’ τα μάτια τους, γύρισε και τους χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε πολύ με αληθινό. Κείνη η πομπή, κι ας φαινόταν εύθυμη, είχε μια θλιμμένη επισημότητα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο νου της Ρηνιώς.

Δεν τον ξαναείδαν, ζωντανό ή νεκρό. Ένα χρόνο αργότερα, ο ταχυδρόμος έφερε γραφή με κρατική σφραγίδα, πως ο Τάσος είχε πέσει ηρωικά στη μάχη και το σώμα του θάφτηκε στα ξένα, μαζί με τους υπόλοιπους δοξασμένους νεκρούς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Πολεμικά | Με ετικέτα: , | 144 Σχόλια »

Το θολό νερό (διήγημα του Γιώργου Βραζιτούλη)

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2022

Θα δημοσιεύσω σήμερα στο ιστολόγιο ένα ανέκδοτο διήγημα που μου έστειλε τις προάλλες ο φίλος Γιώργος Βραζιτούλης, που παρακολουθεί το ιστολόγιό μας αν και δεν σχολιάζει.

Ο Βραζιτούλης γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1961, έχει σπουδάσει τοπογράφος στη Θεσσαλονίκη και από τη δεκαετία του 80 ζει στη Γερμανία, τώρα στο Βερολίνο. Αρθρογραφεί τακτικά τόσο για θέματα ιστορίας και τοπικής ιστορίας όσο και για επιστημονικά θέματα, ενώ το 2019 εξέδωσε το βιβλίο Προδότρες λέξεις, για το έργο του Δημήτρη Νόλλα, που μου το έχει στείλει και είναι πολύ ενδιαφέρον. Τις δημοσιεύσεις του μπορείτε να τις βρείτε ονλάιν, σε ειδική σελίδα του.

Το διήγημα θίγει μια όχι πολύ γνωστή πτυχή της ιστορίας, τη μεταχείριση που είχαν από το ελληνικό κράτος οι «ρουμανίζοντες» Βλάχοι όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940. Ο Βραζιτούλης έχει ασχοληθεί και ιστοριογραφικά με το θέμα αυτό -δείτε εδώ ένα άρθρο του. Όπως λέει, παρόμοια μέτρα πήραν και άλλα κράτη (η Γαλλία με τους γερμανόφωνους της Αλσατίας και Λωραίνης, οι ΗΠΑ με τους ιαπωνικής καταγωγής Αμερικανούς) αλλά στην Ελλάδα ίσως υπάρχει δυσαναλογία των μέτρων προς τους κινδύνους.

Στο διήγημα υπάρχουν και μερικές βλάχικες λέξεις, που τις εξηγεί στο τέλος ο συγγραφέας. Υπάρχει επίσης και η λέξη «οβορός», που είναι η περιφραγμένη αυλή του αγροτόσπιτου (η λέξη έχει και άλλες σημασίες), από το σλαβ. obor = στάβλος.

Χωρίς άλλα εισαγωγικά, παρουσιάζω το διήγημα. Στο τέλος κάνω ένα επιλογικό σχόλιο.

Το θολό νερό

Οι μετεωρολόγοι έλεγαν πως ήταν οι εντονότερες βροχοπτώσεις των τελευταίων σαράντα χρόνων στην περιφέρεια του Ζάουερλαντ της Βεστφαλίας, οι οποίες είχαν κάνει μέσα σε λίγες ώρες  τα ποτάμια και τους χείμαρρους  να φουσκώσουν και να προξενήσουν ανυπολόγιστες ζημιές σε σπίτια και περιουσίες των γύρω περιοχών. Η μικρή κωμόπολη του Πλέτενμπεργκ βρίσκονταν σε κατάσταση συναγερμού, παντού σειρήνες από βιαστικά αυτοκίνητα της αστυνομίας και βαριά φορτηγά της υπηρεσίας καταστροφών, που έτρεχαν να σώσουν ό,τι μπορούσε ακόμα να σωθεί από τη μανία των ορμητικών νερών. Η αναστάτωση στο σπίτι του Γιάννη Μπέσιου ήταν εκείνη τη μέρα ακόμα μεγαλύτερη, από τη στιγμή που τού τηλεφώνησαν νωρίς το πρωί από το γηροκομείο, όπου διέμενε η άρρωστη, με βαριάς μορφής άνοια, μητέρα του, η Βάγγιω, για να του πουν, ότι από τα χαράματα είχε εξαφανιστεί και δεν την εύρισκαν πουθενά. Η είδηση τού στοίχισε ένα σχεδόν πακέτο τσιγάρα μαζί με ένα αφόρητο πλάκωμα από τύψεις,  επειδή εκείνος ήταν που είχε πείσει τη μάνα του με βαριά, ομολογουμένως, καρδιά, έναν μόλις χρόνο αφότου τού την είχαν στείλει από την Ελλάδα, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα, πως θα ήταν καλύτερο για όλους να διαμένει στο εξής στο Αλτενχάιμ, όπου θα είχε άριστη φροντίδα.

Αφού πέρασε αρκετές ώρες διανύοντας αμέτρητα πήγαινε-έλα μεταξύ σαλονιού και κουζίνας σαν λύκος κλεισμένος σε κλουβί, ένιωσε τελικά να λυτρώνεται, όταν χτύπησε το κουδούνι και ανοίγοντας την εξώπορτα είδε μπροστά του δυο νεαρούς αστυνομικούς που κρατούσαν από τα μπράτσα τη μάνα του. Η κατάστασή της ήταν αξιολύπητη. Tα άσπρα της μαλλιά της ανακατεμένα, ενώ κάτω από μια ακριλική κουβέρτα, με την οποία την είχαν τυλίξει για να μην κρυώνει, φορούσε μονάχα το βρεγμένο νυχτικό της και παντόφλες. «Τη βρήκαμε στο πάρκο» τού είπε ο ένας από τους αστυνομικούς. «Είχε περάσει  τα απαγορευτικά κιγκλιδώματα που έχουμε βάλει λόγω των πλημμυρών στην περιοχή, στέκονταν στη μέση της σιδερένιας πεζογέφυρας πάνω απ’ το ποτάμι και μονολογούσε. Είχαμε δυσκολίες να συνεννοηθούμε μαζί της. Ο γιατρός του ασθενοφόρου που καλέσαμε, την εξέτασε επιτόπου, δεν της βρήκε κάτι παθολογικό και μας συνέστησε να τη φέρουμε καλύτερα πρώτα σε εσάς.»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1940-41, Βλάχοι, Διηγήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 130 Σχόλια »

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού)

Posted by sarant στο 10 Σεπτεμβρίου, 2021

Λοζετσινές είναι οι λέξεις από το Λοζέτσι και το Λοζέτσι ήταν η παλιά ονομασία του χωριού Ελληνικό, του νομού Ιωαννίνων (ανήκει στον καλλικρατικό δήμο Βορείων Τζουμέρκων). Το χωριό έχει, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, 443 κατοίκους και ανήκει στα Κατσανοχώρια. Η ονομασία Λοζέτσι είναι σλάβικο δάνειο (λόζα, αμπέλι ή κληματσίδα).

Το χωριό αξίζει να το επισκεφτεί κανείς επειδή στεγάζει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεόδωρος Παπαγιάννης, με πάρα πολλά έργα του γλύπτη και καθηγητή της ΑΣΚΤ Θ. Παπαγιάννη που είναι Λοζετσινός -ενώ πολλά έργα του βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του χωριού. Λίγο έξω από το χωριό βρίσκεται και το μοναστήρι της Παναγίας, αξιόλογο βυζαντινό μνημείο με θέα στον Άραχθο.

Είχα πάει πρόπερσι το Πάσχα -η φωτογραφία είναι από τον κήπο του Μουσείου.

Ο φίλος μας ο Λοζετσινός μού έστειλε τις προάλλες μια συνεργασία με 32 λέξεις, που εντάσσεται στη σειρά άρθρων με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας, που τέτοιες έχουμε δημοσιεύσει αρκετές στο ιστολόγιο. Με την ευκαιρία, ανανεώνω την πρόσκληση προς όποιον φίλο θέλει και μπορεί, να μας γράψει ένα άρθρο με λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Λίγα δικά μου σχόλια, [μέσα σε αγκύλες]

32 λοζετσινές λέξεις

  1. αποχάκ(ι) –Έρχομαι σε κάποιον αποχάκι, το λέμε όταν κάποιος μού έκανε κακό αλλά τώρα που αυτός έπαθε μεγαλύτερο κακό κι εγώ χαίρομαι, η χαιρεκακία. [Αναρωτιέμαι αν έχει να κάνει με το τουρκικό και ηπειρώτικο χάκι, παίρνω χάκι = εκδικούμαι]
  2. γρουμπανιά η: ρίχνω γρουμπανιά, σφίγγω το χέρι μου σαν γροθιά αλλά τον αντίχειρα τον βάζω πάνω από τον δείκτη ίσια και χτυπώ με το μέρος της παλάμης και των 4 σφιγμένων δακτύλων γιατί δεν θέλω να κάνω ζημιά σ΄αυτόν που χτυπώ στην πλάτη ή στη μέση.
  3. ζγκαϊδός –ή -ό . Ο αλλήθωρος [Σε άλλα μέρη είναι «γκαϊδός», λέξη για την οποία έχουμε άρθρο]
  4. ζντόκος ο. Αφροξυλιά, λιλιτσιά. Η φλούδα του ζντόκου βρασμένη με λάδι θεραπεύει τα εγκαύματα.
  5. ζντρόχ(ι) το. Μας έβαλαν στο ζντρόχ, μέρος απ΄το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις.
  6. κανταρέλα η: τον ψήφσαν μονοκούκ και κανταρέλα. Τον ψήφισαν μονοσταυρία ο ένας πίσω από τον άλλον. Δέσε τα μπλάρια κανταρέλα με την τριχιά [τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο]. Πριν λίγα χρόνια άκουσα στα Γιάννινα γνωστό να λέει πως κέρδισε στο ΚΙΝΟ γιατί βγήκαν κανταρέλα τα νούμερα που έπαιξε!
  7. καταφλετσί το. Η κορυφή: κόλλσε στο καταφλετσί να μαζέψ όλα τα κεράσια. Πάντα λέγαμε κολλάω στο δέντρο, όχι ανεβαίνω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ντοπιολαλιές, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , | 168 Σχόλια »

Το γιορτόπιασμα και η μισοριξιά

Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2020

Καλή φίλη του ιστολογίου μού έστειλε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Lifo πριν απο μερικές μέρες, επισημαίνοντας ότι θα είχε ενδιαφέρον να το αναδημοσιεύσω στο ιστολόγιο. Άλλο που δεν ήθελα, αφενός επειδή έτσι γλιτώνω τον κόπο να γράψω κάτι εκ του μηδενός και αφετέρου διότι έχω ήδη ασχοληθεί με μια από τις λέξεις του άρθρου, όχι όμως στο ιστολόγιο αλλά στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται.

Το άρθρο το έχει γράψει ο φιλόλογος και λεξικογράφος Βασίλης Μαλισιόβας και δημοσιεύτηκε στη Lifo πριν από μερικές μέρες με τον τίτλο Ηπειρώτικοι μειωτικοί χαρακτηρισμοί και η κυριολεκτική έννοια της μισοριξιάς. Το παραθέτω αυτούσιο, αλλά κάπου στη μέση βάζω και τα δικά μου σχετικά με τη λέξη «γιορτόπιασμα». Αλλάζω και τον τίτλο, μια και τώρα αναδεικνύεται και μια δεύτερη λέξη. Και βέβαια, θα ξέρετε τι σημαίνει «μισοριξιά», έστω μεταφορικά. Αλλά ξέρετε τι σημαίνει «γιορτόπιασμα»;

Ο λόγος στον Βασ. Μαλισιόβα:

ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙ μεγάλο μέρος της ζωής μου ‒θα έλεγα, ολόκληρη‒ στην καταγραφή των ιδιωμάτων της Ηπείρου, της ιδιαίτερης πατρίδας μου, αποτελεί για μένα ιδιαιτέρως γοητευτική πρόκληση το να ανακαλύπτω τόσο ξεχασμένες λέξεις όσο και σημασίες που εξέλιπαν, οπότε σήμερα χρησιμοποιούνται μόνο μεταφορικά. Στο σώμα του «Ηπειρώτικου Λεξικού» που έχω συντάξει (θα εκδοθεί σύντομα) εμφανίζεται ένας μεγάλος αριθμός λημμάτων με μειωτική σημασία – μεταξύ πολλών άλλων, οι σύνθετες λέξεις που έχουν ως δεύτερο συνθετικό τη λέξη «σουσούμι» (εμφάνιση): αλλοσούσουμος, παρασούσουμος, κακοσούσουμος. Ειδικότερα, υπάρχει μια αξιοσημείωτη ομάδα λέξεων που χαρακτηρίζουν μειωτικά κάποιον με βάση τα σχετικά με τη γέννησή του. Για παράδειγμα, οι λέξεις «κυττάρι» και «απόρριμμα». Η μεν πρώτη σημαίνει τον πλακούντα των θηλαστικών: «Το ‘καμι του κυττάρι η γίδα… Είνι γιρά κι τα κατσίκια κι η γίδα». Στα νεογέννητα μωρά λέγεται «ύστερο» ή «ντύμα». Όταν χρησιμοποιείται η λέξη «κυττάρι»για άνθρωπο, η μειωτική σημασία είναι έντονη, εφόσον η λέξη κανονικά αναφέρεται στα ζώα.

Σχεδόν το ίδιο σκληρή είναι και η δεύτερη εκ των προαναφερθεισών λέξεων. «Απόρριμμα» είναι το νεκρό έμβρυο, το εξάμβλωμα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για το ζώο που γεννιέται νεκρό. Μεταφορικά, όμως, λέγεται και για καχεκτικό άνθρωπο, ιδίως παιδί: «Τι απόρρ’μμ αείν’ αυτό του πιδί τ’ς Μαρία…».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αναδημοσιεύσεις | Με ετικέτα: , , , , , | 174 Σχόλια »

Ο Δράμαλης και η νίλα

Posted by sarant στο 20 Αυγούστου, 2020

Μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές του Εικοσιένα ήταν η εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη στο Μοριά το καλοκαίρι του 1822. Ο Δράμαλης είχε πολύ στρατό και είχε σκοπό να συντρίψει την επανάσταση -και σημείωσε μια πρώτη απρόσμενη επιτυχία όταν ο φρούραρχος του Ακροκόρινθου, που μάταια είχε πάρει το παρατσούκλι Αχιλλέας, πανικοβλήθηκε βλέποντας το ασκέρι και εγκατέλειψε το φρούριο «αντουφέκηγο» που έγραψε κι ο Μακρυγιάννης.

Αν ο Δράμαλης έστεκε στην Κόρινθο και εγκαθιστούσε εκεί το στρατηγείο του, τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχτεί πολύ δυσάρεστα για τους επαναστάτες, αλλά μεθυσμένος από τις πρώτες επιτυχίες θέλησε να τελειώνει γρήγορα. Ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε πολιτική καμένης γης, γνωρίζοντας από αναφορές ανιχνευτών ότι το ασκέρι του Δράμαλη έχει «χασνέδες [χρήματα] και εφόδια πολεμικά αρκετά, πλην από ζαερέδες [προμήθειες σε τρόφιμα] υστερούνται». Στον αργολικό κάμπο άρχισε να τους βασανίζει η ζέστη και η δυσεντερία, καθώς οι Έλληνες μόλυναν και τις πηγές, και θελησαν να αναδιπλωθούν -αλλά στα στενά των Δερβενακιών (ντερβένι είναι το στενό) στα τέλη Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης τους πετσόκοψε. Λίγοι σώθηκαν από το μεγαλο ασκέρι κι ο ίδιος ο Μαχμούτ Πασάς πέθανε ειτε από τη λύπη του είτε απο τύφο στην Κόρινθο στις 26 Οκτωβρίου 1822.

Το περιστατικό επιβεβαιώνει μια παρατήρηση που έχουν κάνει ίσως αρκετοί αλλά σίγουρα ο Κ. Παπαγιώργης, ότι οι μεγάλες νίκες του Εικοσιένα οφείλονται όλες σε ενέδρα ή αιφνιδιασμό ή εκμετάλλευση του πεδίου της μάχης ή φθορά του αντιπάλου με κλεφτοπόλεμο και όχι σε κατά μέτωπο σύγκρουση. Όποτε οι Έλληνες θέλησαν να αντιπαρατεθούν στους Τούρκους «ευρωπαϊκά», σε ανοιχτό πεδίο, υπέστησαν επώδυνες ήττες: Πέτα, Κρεμμύδι, Ανάλατος.

Η σφαγή αυτή του πανίσχυρου στρατού του Δράμαλη στα Δερβενάκια έσωσε την επανάσταση, εδραίωσε ακόμα περισσότερο το γόητρο του Κολοκοτρώνη και έγινε παροιμιώδης, αφού έμεινε γνωστή και ως «η νίλα του Δράμαλη». Πολύ συχνά θα δείτε τη μάχη στα Δερβενάκια να αναφέρεται ως «νίλα του Δράμαλη».

Το ΛΚΝ στο λήμμα «νίλα» αναφέρει, ακριβώς, τον Δράμαλη:

νίλα η [níla] Ο25α : 1.(οικ.) α. μεγάλη καταστροφή: Ο στρατός του Δράμαλη έπαθε μεγάλη ~ από τους Έλληνες. β. μεγάλη αποτυχία σε διαγωνισμό ή συναγωνισμό: ~ στα μαθηματικά. H ομάδα μας έπαθε ~ στο σημερινό αγώνα. γ. ζημιά που προκαλεί μεγάλη ταλαιπωρία: Πάθαμε μια ~ στο ταξίδι… μας χάλασε το αυτοκίνητο. 2. (παρωχ.) καψόνι.

Το λεξικό ετυμολογεί, χωρίς βεβαιότητα, τη λέξη από τα λατινικά: [ίσως μσν. *νίλα < λατ. nila πληθ. του nilum (ουδ.) `τίποτε, ασήμαντο, χωρίς αξία΄ που θεωρήθηκε θηλ. εν.]

Το λεξικό Μπαμπινιώτη δίνει την ίδια ετυμολογία, και πάλι χωρίς βεβαιότητα, δεν αναφέρει τον Δράμαλη, και δίνει παραδειγματική φράση παρμένη από το ποδόσφαιρο, «πάθαμε μεγάλη νίλα μέσα στην έδρα μας» ή κάτι τέτοιο. Πράγματι, στις σημερινές χρήσεις συχνά θα δούμε τη νίλα σε αθλητικά-ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα.

Σε πολλά κείμενα για το 1821, ιστορικά ή λογοτεχνικά, βρίσκω αναφορά στη «νίλα του Δράμαλη». Μάλιστα, ο Βασίλης Ρώτας έχει γράψει το θεατρικό έργο «Κολοκοτρώνης ή η νίλα του Δράμαλη». Στον «Καραϊσκάκη», τη μυθιστορηματική βιογραφία του ήρωα από τον Δημ. Φωτιάδη, υπάρχει επίσης κεφάλαιο «Η νίλα του Δράμαλη».

Το περίεργο είναι ότι στα κείμενα της εποχής δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναφορά σε «νίλα του Δράμαλη» -ή εγώ δεν βρήκα. Σίγουρα δεν υπάρχει στον Μακρυγιάννη, αν και η λέξη «νίλα» χρησιμοποιείται σε άλλα συμφραζόμενα, αλλά ούτε και στα απομνημονευματα του Κολοκοτρώνη, του πρωταγωνιστή της υπόθεσης. Ούτε σε άλλο κείμενο της εποχής βρήκα «νίλα του Δράμαλη», εκτός αν βρείτε εσείς και με διαψεύσετε.

Πράγματι, στα σώματα κειμένων που έψαξα, η παλαιότερη αναφορά που βρήκα σε «νίλα του Δραμαλη» είναι το 1910 στον Ρωμηό του Σουρή και το 1917 στο Ημερολόγιο Σκόκου. Ίσως κάποιος άλλος βρει κάτι ακόμα παλιότερο, αλλά το ζήτημα είναι πόσο παλιότερο -δυο τρεις δεκαετίες ή κοντινό στα γεγονότα;

Το άλλο περίεργο είναι ότι ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί στο έργο του δυο φορές τη λέξη «νίλα» αλλά όχι με τη σημασία «πανωλεθρία, παταγώδης αποτυχία».

Γράφει ο Μακρυγιάννης, περιγράφοντας την εγκληματική θανάτωση άμαχων Τούρκων από ανειδοποίητους Ρωμιούς κοντά στο Κομπότι παρά τις συνθήκες που είχαν υπογραφτεί: «Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Tούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα» (Α53). Και αλλού, σε σχέση με την πολιορκία της Αθήνας: «Πήγαμεν εις το φρούριον. Ήταν η νίλα εκεί· γυναικόπαιδα, ζώα» (Α213).

Δηλαδή, την εποχή του Μακρυγιάννη η σημασία της λέξης ήταν κάπως διαφορετική, σήμαινε: οίκτο, τραγικό θέαμα που προκαλεί τον οίκτο, συμφορά· «με πήρε η νίλα» σήμαινε «με κυρίεψε ο οίκτος».

Αυτή η σημασία βρίσκουμε να επιβιώνει στο ηπειρωτικό ιδίωμα. Αντιγράφω από το σχετικό σύγγραμμα του Ευάγγελου Μπόγκα (ο οποίος γράφει νήλα):

νήλα: 1. Το τραγικό θέαμα, «είναι νήλα να γλέπ’ς να σφάζουν μπροστά σου τ’ αρνάκια», 2. Ο οίκτος: Όταν τον είδα ξαπλωμένον στα χώματα, μ’ έκοψε η νήλα. Στο Ζαγόρι λένε «να τον φτάκει η νήλα μου» δηλ. κατάρα να δυστυχήσει κάποιος τόσο πολύ που να τον λυπηθούμε. Ο Μπόγκας γράφει «νήλα» επειδή ετυμολογεί από το νηλεές ήμαρ του Ομήρου, που μάλλον είναι πορτοκαλισμός.

Εικαζω λοιπόν ότι η πανωλεθρία του πανίσχυρου στρατου του Δράμαλη, που χαρακτηρίστηκε νίλα του Δράμαλη βοήθησε να μεταπέσει η σημασία από το «τραγικό θέαμα» και τη «συμφορά» προς την «παταγώδη αποτυχία» κι έτσι να χρησιμοποιείται σήμερα για αποτυχία στις εξετάσεις ή στο ποδόσφαιρο. Η μετάπτωση της σημασίας είναι ευκολη, αφού η «συμφορά» είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο οικτρό θέαμα και στην παταγώδη αποτυχία.

Μάλιστα, στις στρατιωτικές σχολές κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα το καψόνι που γινόταν στους πρωτοετείς λεγόταν «νίλα», σημασία που την καταγραφει το ΛΚΝ αν και κοντεύει πια να ξεχαστεί.

Σχεδον τελειώσαμε. Τελευταία πτυχή, ο Μάμαλης. Στις συλλογές παροιμιωδών εκφράσεων υπάρχει η έκφραση «έπαθε τη νίλα του Μάμαλη». Ποιος ο Μάμαλης; Κάποιοι λένε τον Ιμάμ Αλή, πασά της Ναυπάκτου, άλλοι αναφέρουν κάποιον οπλαρχηγό Μάμαλη που τον παλούκωσε ο Αλή Πασάς. (Όποιος ενδιαφέρεται: Δημ. Πετρόπουλος, «Η θανάτωσις δι’ ανασκολοπισμού κατά την Τουρκοκρατίαν», ΕΕΒΣ, Τόμ. 23 (1953), σελ. 535-6.)

Αν ισχύει αυτό, τότε προϋπήρξε η νίλα (δηλαδή η συμφορά, το τραγικό θέαμα) του Μάμαλη και η ομοηχία διευκόλυνε να γίνει παροιμιώδης και η φράση για τον Δράμαλη. Μπορεί βέβαια να προϋπήρξε η «νίλα του Δράμαλη», το θέμα αξίζει διερεύνηση.

Όσο για την ετυμολογία, κι ας λέει ο Μπόγκας, με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πιθανότερη μια σλαβική αρχή της λέξης και ασφαλώς απορρίπτεται το λατινικό nila, που προτείνεται χωρίς σιγουριά από τα λεξικά. Όποιος έχει πρόσβαση στο περιοδικό Βυζαντινά, του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, τόμος 8, σελ. 301-2, όπου υπάρχει άρθρο για τη νίλα, θα μπορούσε ίσως να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ: Ο φίλος μας ο Spiridione βρήκε τη δημοσίευση στα Βυζαντινά, που νομίζω ότι φωτίζει το θέμα:

Κ. Παπαχρίστου, νεοελληνικά ετυμολογικά, σελ. 301, 302

νίλα, η: α) αφανισμός, β) τραγικό θέαμα, που προκαλεί τον οίκτο, και γ) οίκτος. Από τις τρεις αυτές σημασίες η τρίτη, δηλ. νίλα = οίκτος, έχει λησμονηθή σήμερα στην Ελλάδα, με εξαίρεση την ’Ήπειρο — ίσως και κάποια άλλη περιοχή, που δε μπόρεσα να επισημάνω- για την Ήπειρο δίνει ο Μπάγκας την ερμηνεία: νήλα = 1) τραγικό θέαμα και 2) οίκτος: «όντας τουν είδα ξαπλουμένουν στα χώματα μ’ έκουψι η νήλα», και παραθέτει το Ζαγοριακό: «να τον φτάκη η νήλα μου» = «να δυστυχήση δηλ. σε τέτοιο βαθμό που να μου προκαλέση τον οίκτο». Παλαιότερα, όμως, η λ. νίλα στη σημασία «οίκτος» απανταται και σε άλλες περιοχές, π.χ. τη Ρούμελη, καθώς διαπιστώνεται από το Μακρυγιάννη, που γράφει: «Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Τούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα». Το νεοελ. νίλα προέρχεται από το αρωμουν. nila (= οίκτος, συμπάθεια) ← ρουμαν. mila ← σλαβ. міль (= συμπάθεια), στα αρωμουνικά: ρ. niluesku (= ελεώ, οικτίρω, συμπαθώ) και επίθ. niluitu – ta (=οικτρός), η τροπή του m → n (ρουμαν. mila → nila) είναι συνήθης στα αρωμουνικά: λατιν. mille → nile (= χίλια). Εσφαλμένα υποστηρίζει ο Νικολαίδης ότι το σλαβ. mih, το ρουμαν. mila και το αρωμουν. nila προέρχονται από το αρχ. ελλην. μείλιον (= «παν το ευφραίνον»), ούτε, βέβαια, είναι δυνατό να γίνη οποιοσδήποτε συσχετισμός του νεοελ. νίλα με το ομηρικό επίθ. νηλεές (ήμαρ), που υπαινίσσεται ο Μπόγκας και γι’ αυτό γράφει νήλα αντί νίλα, δικαιολογημένα ο Ανδριώτης αγνοεί αυτή την ετυμολογία.

Posted in 1821, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 169 Σχόλια »

Μεζεδάκια του Δεκαπενταύγουστου

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2020

Πώς είναι τα μεζεδάκια του Δεκαπενταύγουστου; Τούτα εδώ πάντως είναι με πολλές φωτογραφίες και λίγα λόγια. Δεδομένου όμως ότι μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις το ισοζύγιο βγαίνει τελικά το ίδιο.

Πολλοί φίλοι στέλνουν φωτογραφίες από τις διακοπές. Και ιδού μια φωτογραφία από την επιγραφή σε ένα γεφύρι στην Ήπειρο, τη γέφυρα του Κόκκορη, με την προσωπογραφία του Aλέξη Νούτσου (που τον σκότωσε ο Ανδρούτσος ύστερα από ραδιουργία του Κωλέττη).

Έχω κόψει την εικόνα και δεν μπορείτε να δείτε τις αρκετά αναλυτικές πληροφορίες που δίνει η ταμπέλα, αλλά βλέπετε -και βγάζει μάτι- το προρρινισμένο bringes αντί για bridges.

Κρίμα, που έκαναν αρκετό κόπο για ένα καλό αποτέλεσμα και δεν πρόσεξαν τον τίτλο -έχει ξανασυμβεί, βέβαια.

* Ένας άλλος φίλος έστειλε μια φωτογραφία απο ιατρείο επαρχιακής πόλης, που δεν τη δημοσιεύω επειδή έχει προσωπικά δεδομένα, αλλά που λέει περίπου τα εξής:

Μαρία Παπαδοπούλου [φτιαχτό όνομα] – Ειδικός Παθολόγος Πανεπιστημίου Αθηνών.

Και ρωτάει ο φίλος: Καλά η παθολόγος, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι «ειδική παθολόγος»;

Θα μπορούσε, και θα έπρεπε. Στο γκουγκλ βλέπω πάρα πολλές «ειδικές παθολόγους».

Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλό στις περιπτώσεις των μηχανικών -το δίλεκτο του τίτλου είναι πολύ πιο συμπαγές εδώ, κι έτσι δεν λέμε «χημική μηχανικός» ή «πολιτική μηχανικός».

* Με την αύξηση των κρουσμάτων συζητάμε καθημερινά για τον κ. Χαρδαλιά και κάποιος πρόσεξε το προφίλ που έχει στο Φέισμπουκ.

Σαν να μην έφτανε η πόζα, σαν να μην έφτανε το ρηχό ρητό που έχει βάλει για μότο, ποιος ξέρει από ποιον Κοέλιο του επιχειρείν το πήρε, έχει και ένα τραγικό ορθογραφικό (where αντί were) κι ένα αμφισβητούμενο less problems όπου το fewer problems είναι σαφώς καλύτερο.

Και τα προφίλ του Φέισμπουκ δεν χαράζονται στην πέτρα, είναι σχετικά εύκολο να διορθωθεί το λάθος.

Οπότε, τόσες χιλιάδες φίλους και γνωστούς έχει ο κ. υπουργός, κανείς δεν του επισήμανε την κοτσάνα; Ή του την επισήμαναν και δεν νοιάστηκε; Είναι και διασυρμός της χώρας, σε κάποιο βαθμό.

* Μαργαριτάρι σχετικό με τη φοβερή εκρηξη στη Βηρυττό.

Γράφει το πάντα γενναιόδωρο in.gr σε άρθρο για το ιστορικό του μοιραίου πλοίου:

Το 2015, το πλοίο μετακινήθηκε 1.000 πόδια πάνω από την προβλήτα όπου παρέμεινε για περίπου τρία χρόνια.

Τι έγινε; Σήκωσαν ολόκληρο πλοίο κάπου 300 μέτρα και το άφησαν να αιωρείται εκεί ψηλά;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επιγραφές, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Φωτογραφίες | Με ετικέτα: , , , , , , | 130 Σχόλια »

Οι τρεις αρτοποιοί, ο Χαριτόπουλος κι ο Βάρναλης

Posted by sarant στο 7 Απριλίου, 2019

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα πεζογράφημα από το πιο πρόσφατο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου «Πειραιάς βαθύς» που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες. Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο της «πειραιώτικης τριλογίας» του Χαριτόπουλου και έχει ως υπότιτλο «Εγκλήματα και φόνοι», που είναι ακριβής περιγραφή του περιεχομένου του, αφού το βιβλίο είναι μια συλλογή εγκλημάτων και υποθέσεων του αστυνομικού δελτίου που συνέβησαν πραγματικά και που τα διηγείται ο Χαριτόπουλος.

Τα δύο προηγούμενα βιβλία της τριλογίας δεν τα έχω διαβάσει, ίσως επειδή με ενοχλεί ο στόμφος με τον οποίο προβάλλεται ο συγγραφέας, στόμφος έκδηλος και στο οπισθόφυλλο τούτου του βιβλίου: Όλα αυτά έγιναν. Έγιναν κι άλλα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Είναι κόσμος υπόγειος. Όσοι ξέρουν δεν μιλάνε. Κι όσοι μιλάνε δεν ξέρουν.

Όμως η δημοσίευση ενός φίλου στο Φέισμπουκ, που το γούστο του στη λογοτεχνία το εμπιστεύομαι, με παρακίνησε να αναζητήσω το βιβλίο -και δεν το μετάνιωσα.

Όπως είπα και πιο πάνω, τα εγκλήματα, οι φόνοι, τα συμβάντα του αστυνομικού δελτίου που αφηγείται ο Χαριτόπουλος στο βιβλίο αυτό δεν είναι μυθοπλασία. Είναι πραγματικά γεγονότα, αν και δεν αποκλείω ο συγγραφέας να πήρε κάποιες ελευθερίες  στην αφήγησή του. Ανατρεπτικά βέβαια λειτουργεί και η καθαρεύουσα την οποία διάλεξε ο συγγραφέας ειδικά για τους τίτλους των πεζογραφημάτων (τους βλέπετε εδώ) και που μένει μόνο στους τίτλους, αφού τα κείμενα είναι γραμμένα σε στρωτή δημοτική, με κάποιες αργκοτικές λέξεις, όχι πολλές (καμιά εξηνταριά), που τις συγκεντρώνει στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας σε γλωσσάρι και τις επεξηγεί.

Διάλεξα να παρουσιάσω σήμερα ένα πεζογράφημα από το βιβλίο του Χαριτόπουλου. Δεν διάλεξα το καλύτερο, ούτε το πιο συναρπαστικό -το διάλεξα επειδή μου δίνει την ευκαιρία να σκηνοθετήσω μια συνάντηση του Διονύση Χαριτόπουλου με τον Κώστα Βάρναλη, μια και ο Βάρναλης έχει κι αυτός αναφερθεί, σε χρονογραφήματά του, στην «ανεπίλυτον τριπλή σφαγήν εις το Χατζηκυριάκειον», στη δολοφονία των τριών αρτοποιών που μας διηγείται εδώ ο Χαριτόπουλος:

Η ανεπίλυτος τριπλή σφαγή εις το Χατζηκυριάκειον

Οι φουρναραίοι κάνουν αγαθή δουλειά.

Κάθε απόγεμα πιάνουν μαγιές και τη νύχτα όσο εμείς κοιμόμαστε αυτοί ιδρώνουν και τσιγαρίζονται· ζυμώνουν, πλάθουν, ψήνουν ψωμιά, κουλούρια, τυρόπιτες. Πάμε εμείς το πρωί και τα βρίσκουμε όλα έτοιμα, ζεστά και μοσχομυριστά σαν να τα ετοίμασε η μάνα μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Βάρναλης, Λογοτεχνία, Παρουσίαση βιβλίου, Πεζογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , | 137 Σχόλια »

Στην Ταράτσα του Φοίβου

Posted by sarant στο 14 Σεπτεμβρίου, 2018

Πήγα προχτές στην Ταράτσα του Φοίβου Δεληβοριά. Πήγα με την κόρη μου, που της αρέσει κι εκείνης πολύ, από τότε που ήταν μικρή και στις οικογενειακές εκδρομές άκουγε τα σιντάκια που έπαιζα στο αυτοκίνητο. Είναι η δεύτερη σεζόν που λειτουργεί η Ταράτσα, αλλά πέρυσι δεν μπόρεσα να πάω. Κάλλιο αργά πάντως.

Προχτές που πήγαμε ήταν καλεσμένη η Ελένη Βιτάλη, αλλά κάποιο πρόβλημα υγείας την εμπόδισε να εμφανιστεί. Ωστόσο, και έτσι η παράσταση ήταν πολύ πλούσια και μεγάλη σε διάρκεια, τρεις ώρες καθαρές, και τη χαρήκαμε και οι δυο μας, όπως φάνηκε να τη χαίρεται και το κοινό, που είχε σχεδόν γεμίσει τα τραπέζια της ταράτσας παρά την ακριβούτσικη τιμή του εισιτηρίου (23 ή 30 ευρώ το άτομο για σκέτη είσοδο, χωρίς ποτό). Στον εξώστη τα εισιτήρια είναι πιο προσιτά, 15 ευρώ και μια μπίρα δώρο. Βλέπεις όμως και την Ακρόπολη, καθώς η ταράτσα βρίσκεται στην αρχή της Ιεράς Οδού.

Η Ταράτσα είναι σχεδιασμένη στο πατρόν των παλιών αναψυκτηρίων, θέλει δηλαδή να αποτελέσει λαϊκό θέαμα. Με επιφύλαξη τις τιμές, το καταφέρνει, χάρη στη μεγάλη ποικιλία της παράστασης που επιστρατεύει πολλά είδη πάντα με άξονα το τραγούδι, καθώς και χάρη στο πλήθος των συντελεστών. Θα παρουσιάσω εδώ τις εντυπώσεις μου από την Ταράτσα, δίνοντας κάποια έμφαση στα στοιχεία που ενδιαφέρουν εμένα και το ιστολόγιο.

Ο Δεληβοριάς μού αρέσει, τόσο ο ίδιος ως τραγουδοποιός όσο και το είδος που εκπροσωπεί. Ωστόσο, λίγα σχετικά από τα τραγούδια της παράστασης είναι δικά του. Αν δεν κάνω λάθος ακούστηκαν μόνο τα εξής:

Το εισαγωγικό τραγούδι, που λέγεται Η ταράτσα του Φοίβου, το Κάθε Σεπτέμβρη, σε ντουέτο, η Όμορφη πόρτα, μεταπλασμένο σε νούμερο, ο Μπάσταρδος γιος, ο Καθρέφτης, Εκείνη και, για το φινάλε, Η Κική κάθε βράδυ.

Πριν ακόμα ανέβουν οι μουσικοί στη σκηνή και ενώ το κοινό πηγαίνει προς τις θέσεις του, δίνει παραγγελίες κτλ. ανεβαίνει στη σκηνή ένας πολύ καλός μίμος-μάγος και άλλα πολλά ονόματι Alex de Paris. Aν είναι βέρος Παριζιάνος δεν το ξέρω, διότι δεν θυμάμαι να τον άκουσα να μιλάει καθόλου, αλλά είναι εξαιρετικός.

Η πρώτη ενότητα της παράστασης παίρνει έναυσμα από τα μεταγλωττισμένα τραγούδια, ξένες επιτυχίες με ελληνικό στίχο. Παίζεται ένα τέτοιο τραγούδι, που ξέχασα ποιο είναι, και μετά ο Φοίβος ενημερώνει το κοινό πως στις δεκαετίες 60-70 ήταν της μόδας αυτά τα μεταφρασμένα τραγούδια, αναφέροντας για παράδειγμα ότι ο Πάριος έκανε επιτυχία με το Τώρα πια που ήταν το γαλλικό Tu t’en vas με ελληνικό στίχο, ενώ η Αλέκα Κανελλίδου είπε το Πόσο γλυκά με σκοτώνεις, που είναι το πασίγνωστο Killing me softly, αλλά μετά, στη δεκαετία του 80, λέει ο Φοίβος, έμαθε ο κόσμος αγγλικά (πήραμε Λόουερ, είπε) κι έτσι σταμάτησε αυτή η μόδα. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτή η εξήγηση, νομίζω πως ξένα τραγούδια εξακολούθησαν να διασκευάζονται -ακόμα κι από τον Σαββόπουλο στο Ξενοδοχείο.

Πάντως αυτή η εισαγωγή δίνει πάσα στον Φοίβο για να πει ότι θέλησε να αναστήσει αυτή την τάση μεταφράζοντας νεότερα διεθνή σουξέ, πράγμα που το κάνει δήθεν στο φτερό, σε ντουέτο με την Νατάσα Φασουλή, από το SexBomb και το Another one bites the dust ίσαμε το MammaMia των Abba, που δεν είναι και τόσο καινούργιο, και κάποια άλλα που δεν τα ήξερα ενώ η κόρη μου, που τα ήξερε, φάνηκε να το χαίρεται πειρισσότερο. Στο μεταξύ έχουν ανέβει κι άλλοι από τον θίασο πάνω στη σκηνή, και κάπου εκεί ακούμε και το Δώδεκα του Νίκου Καρβέλα/Άννας Βίσση μεταφρασμένο στα ιταλικά και τραγουδισμένο πειστικά: Dodici… (Αν δεν κάνω φρικτό λάθος, δεν πρόκειται για μετάφραση ξένου αλλά για σύνθεση του Καρβέλα).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Θεατρικά, Παρωδίες, Παραστάσεις, Ρεμπέτικα, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , | 258 Σχόλια »

Από μικρός στα γράμματα (Γιώργος Κοτζιούλας)

Posted by sarant στο 11 Σεπτεμβρίου, 2016

Καθώς αύριο ανοίγουν τα σχολεία, ταιριάζει θαρρώ το σημερινό μας λογοτέχνημα να αναφέρεται στα σχολικά χρόνια -και νομίζω πως επίσης ταιριάζει να βάλω ένα εκτενές απόσπασμα από την αρχή ενός παραγνωρισμένου έργου που το θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και το αγαπώ πολύ: εννοώ το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα», του αγαπημένου μου Γιώργου Κοτζιούλα, κι ας είναι η σημερινή δημοσίευση φόρος τιμής και για τα 60 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του, που είχαμε την επέτειό τους πριν από δώδεκα περίπου μέρες.

Ο Κοτζιούλας δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο το «Από μικρός στα γράμματα». Το έγραψε το 1948 και ήθελε να το εκδώσει, αλλά τα τυπογραφικά ήταν πολλά για τα χρονίως στενεμένα οικονομικά του. Έτσι, τελικά, αφού οι προσπάθειες δεν ευδοκίμησαν, κατέληξε να το δημοσιεύσει σε 16 συνέχειες, στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία το 1953-54. Στη συνέχεια, το έργο συμπεριλήφθηκε στον Β’ τόμο των Απάντων του ποιητή (Δίφρος, 1957) που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Επίσης εκδόθηκε αυτοτελώς σε έκδοση Βαρσοβίας από και για τους πολιτικούς πρόσφυγες -έτσι εκπληρώθηκε η επιθυμία του ποιητή.

Διάλεξα να παρουσιάσω σήμερα αποσπάσματα από τις δύο πρώτες ενότητες του βιβλίου (που συνολικά αριθμεί εννέα ενότητες). Στο τέλος εξηγώ κάποιες λέξεις. Σας παροτρύνω να διαβάσετε ολόκληρο το αφήγημα, που υπάρχει στον παλιό μου ιστότοπο, σε πληκτρολόγηση και επιμέλεια της φίλης μας της Μαρίας.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο πατέρας. Αυτός μου πρωτόδειξε τυπωμένα τα γράμματα, αρχίζοντας βέβαια απ’ τα πιο εύκολα, και μ’ έμαθε να τα προφέρω, να τα συλλαβίζω. Αλλά εκείνο που του χρωστάω περισσότερο είναι πως πήρε με το δουλευτάρικο, τριχωτό χέρι του το δικό μου το άμαθο, το δισταχτικό και με δίδαξε πώς να γράφω. Καθώς ο ίδιος, παρ’ όλη τη λιγοστή μόρφωσή του, έγραφε προσεχτικά και κανονικά, μ’ έναν τύπο δικό του, ευανάγνωστο κι ελκυστικό, πήρα απ’ αυτόν τη συνήθεια του λεπτού και ωραίου γραψίματος, έτσι που με τον καιρό να γίνω σχεδόν καλλιγράφος και ν’ ακούσω γι’ αυτό όχι λίγους επαίνους στη ζωή μου. Μα για την καλλιγραφία του πολυσπουδαγμένου γιου ευθυνόταν ο λιγογράμματος πατέρας, με τις δυο ή τρεις τάξεις του δημοτικού.

Δε μάθαιναν πολλά γράμματα στον καιρό του∙ πολλοί μάλιστα, της ίδιας ηλικίας μ’ αυτόν, δεν ήξεραν ούτε να βάλουν την υπογραφή τους. Κι όταν τους πήραν αργότερα στο στρατιωτικό ή όποτε παρουσιάζονταν στο δικαστήριο, δήλωναν σαν το φυσικότερο πράμα: αγράμματος. Το καταλάβαιναν και μόνοι τους πως αυτό δεν ήταν σωστό, ίσως να ντρέπονταν κιόλας κατά βάθος, μα δε μπορούσαν πια να το διορθώσουν. Κι αν η αμορφωσιά τους έμοιαζε μ’ ένα είδος αναπηρία, ήταν πολλοί γύρω τους που έπασχαν από το ίδιο σακατλίκι. Στο κάτω κάτω παρηγοριόνταν μονάχοι τους λέγοντας: «Δε βαριέσαι! Σάματι θα γίνω γω παπάς ή γραμματικός;» Σ’ αυτές τις δύο κατηγορίες ήταν απαραίτητα τα γράμματα, οι άλλοι μπορούσαν να κάμουν και χωρίς αυτά.

Το ’ριχναν όξω λοιπόν επαναλαμβάνοντας διασκεδαστικά το εύθυμο στιχάκι, που το ξέραν ακόμα κι οι γυναίκες και το ’λεγαν σαν παροιμία ή σαν ξόρκι:

Άλφα βήτα
κόψι πίτα,
φάι κι ισύ,
δο μ΄κι μένα!

Ως εκεί έφταναν οι πνευματικές γνώσεις των περισσότερων, αντρών και γυναικών. Σε μερικούς είχε μείνει, σα μακρινή ανάμνηση παλιάς διδαχτικής μεθόδου, από τότε που τα μάθαιναν απόξω κι ανακατωτά, και το εξής μνημοτεχνικό, ένα είδος κινέζικα:

Άλφα – ω
βήτα – ψι
γάμα – χι…

Οι δάσκαλοι τότε ήταν σπάνιο δείγμα, κι αν έβγαινε κάπου κάπου κανένας, δε θα ’ρχόταν να φάει ψωμί στα δικά μας φτωχοχώρια, σ’ εκείνο το έρμο καυκί ανάμεσα Τζουμέρκου και Ξεροβουνιού, που έχει κατακάτσει φαίνεται από παμπάλαια γεωλογική καθίζηση, για να τυραννιούνται από γεννητάτη φτώχεια οι κάτοικοί του. Τα πρώτα γράμματα τα δίδασκαν οι παπάδες, σαν οικογενειακό τους προνόμιο, σα μυστικό του σιναφιού τους, στους γιους τους που θα κληρονομούσαν το επάγγελμα, στοιχεία απ’ το Χτωήχι και το Ψαλτήρι που τα ’χαν μάθει με κόπο κι οι ίδιοι, υπηρετώντας κανέναν καλόγερο κοντινού μοναστηριού. Ο πρώτος κοινοτικός δάσκαλος που ξέπεσε στα μέρη μας (τα χωριά μας δεν είχαν ξαγοραστεί ακόμα απ’ τον Αφέντη) ήταν κάποιος Τσαπαδόντης, που αξίζει να πούμε γι’ αυτόν μερικά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αναμνήσεις, Εκπαίδευση | Με ετικέτα: , , , | 214 Σχόλια »

Τασία Βενέτη, Πέντε μικροδιηγήματα του χιονιού

Posted by sarant στο 19 Ιουνίου, 2016

touxioniouΤο άρθρο ανεβαίνει με αυτόματο πιλότο επειδή τούτο το σαββατοκύριακο έχω… αγωνιστικές υποχρεώσεις.

Σκέφτηκα να βάλω κάτι λογοτεχνικό να διαβάσουμε και η φίλη μας η Μαρία είχε την ιδέα να προτείνει και την καλή διάθεση να πληκτρολογήσει πέντε σύντομα διηγήματα από τη συλλογή «Του χιονιού» της Τασίας Βενέτη που εκδόθηκε το 2013 από τον φιλικό εκδοτικο οίκο «Το Ροδακιό».

Η συλλογή «Του χιονιού» έχει έντονο ηπειρώτικο χρώμα. Τα διηγήματα έχουν και λεξιλογικό ενδιαφέρον αφού βρίσκουμε αρκετές λέξεις της ηπειρώτικης ντοπιολαλιάς -γι’ αυτό στο τέλος εξηγώ όσες δεν θα βρείτε στα σύγχρονα λεξικά. Κάποιες από αυτές τις επισημαίνει και το Γλωσσάρι που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου.

Τα διηγήματα που διάλεξε η Μαρία να μας παρουσιάσει είναι σύντομα, αν και στο βιβλίο υπάρχουν και άλλα πιο εκτενή. Νομίζω ότι και τα πέντε ικανοποιούν τις προδιαγραφές για να χαρακτηριστούν «ιστορίες μπονζάι», όπως ονομάζει τα μικροδιηγήματα ο φίλος Γιάννης Πατίλης, που έχει ασχοληθεί πολύ με το είδος και έχει ιστολόγιο με τέτοιες ιστορίες. Αλλά δεν βλέπω να ανθολογεί ιστορίες της Τασίας Βενέτη.

Ας δούμε τα διηγήματα

Τασία Βενέτη, Του χιονιού, Το Ροδακιό 2013

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ντοπιολαλιές, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 110 Σχόλια »

Τα λαζαρούδια (Χρονογράφημα του Γ. Κοτζιούλα)

Posted by sarant στο 31 Ιανουαρίου, 2016

Πριν από 15 μέρες που παρουσίασα το βιβλίο της Αθηνάς Βογιατζόγλου «Ποίηση και πολεμική«, που είναι μια βιογραφία του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, έγινε συζήτηση για τα Λαζαρούδια, ένα έθιμο ζωντανό στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, ένα είδος πασχαλινά κάλαντα, που τα λένε τα παιδιά το Σάββατο του Λαζάρου, το βράδυ όμως.

Αφορμή για τη συζήτηση στάθηκε ένα απόσπασμα του Κοτζιούλα στο οποιο λέει για τους πρώτους αντάρτες που φάνηκαν στο χωριό του, την πρωτοχρονιά του 1943: » Καὶ πέρασαν ἀπὸ μαχαλὰ σὲ μαχαλὰ σὰν τὰ «Λαζαρούδια», μόνο ποὺ δὲν τραγουδοῦσαν, δὲν ἔλεγαν τὰ πάθια τοῦ νεκροῦ, μὰ κήρυχναν ἀνάσταση γιὰ τὶς πεθαμένες ψυχές μας».

Η φίλη Σωτηρία Μελετίου, που έχει επιμεληθεί αρκετές πρόσφατες εκδόσεις κειμένων του Κοτζιούλα, μού γνωστοποίησε ότι, πέρα από αυτή τη σύντομη αναφορά, ο Κοτζιούλας έχει γράψει και ένα διήγημα για τα Λαζαρούδια, όπως και ένα χρονογράφημα στο οποίο περιγράφει με λεπτομέρειες το έθιμο, χρονογράφημα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει. 

Στην αρχή σκεφτόμουν να το παρουσίαζα κοντά στο Πάσχα, όμως επειδή θέλουμε ακόμα τρεις μήνες και είναι πολύ πιθανό να το ξεχάσω αποφάσισα τελικά να το βάλω σήμερα, ως επιστέγασμα, ας πούμε, της συζήτησης που είχε γίνει στο περιθώριο του προηγούμενου άρθρου.

Το χρονογράφημα έχει ημερομηνία 6 Απριλίου 1955. Εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.

ΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥΔΙΑ

Μεθαύριο το Σάββατο έχουμε του Λαζάρου. Τον λέει και φτωχολάζαρο ο λαός μας, μ’ έναν τόνο ξεχωριστής συμπάθειας και στοργής. Είναι ο ταπεινός φίλος που αξιώθηκε ν’ ακούσει απ’ το στόμα του Χριστού, μες στη νύχτα του τάφου του «ζωντανός, σαβανωμένος –και με το κερί ζωσμένος», το χαρμόσυνο λόγο του, το αναστάσιμο μήνυμα:

Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Λαογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , | 98 Σχόλια »

Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη

Posted by sarant στο 30 Νοεμβρίου, 2014

Δημοσιεύω σήμερα ένα σύντομο, σπαραχτικό διήγημα που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, το «Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη», από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου (1955-). Πρόκειται για την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Δημητρίου (1987) και, αν δεν κάνω λάθος, το βιβλίο είναι σήμερα εξαντλημένο.

Η φίλη Μαρία, που πληκτρολόγησε το διήγημα, έψαξε επίσης και βρήκε πώς αποδίδονται μερικές φράσεις και τραγούδια που είναι στα αλβανικά (ή ανακατεμένα με ελληνικά) -νομίζω μόνο μια λέξη μάς λείπει.

Ζάντζες, ηπειρώτικη λέξη, είναι ιδιοτροπίες, νάζια, καμώματα.
Τσάκινο είναι το λεπτό ξυλαράκι.

Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη

Από ’να πείσμα την πήρε.

Δεν τον πολυένοιαζε, μα πέσαν να τον φάνε οι δικοί του.

«Καλά, το ’χασες τελείως; Να μπάσουμε σπίτι μας την Αρβανίτω, την τέτοια, την πάντοια;»

Ιδίως οι αδερφές του ήταν κατηγορηματικές:

«Σπίτι μας δεν μπαίνει η παλιοσκιπιτάρ».

Βέβαια, πιο πολύ απ’ τη φυλετική της ιδιότητα τις πείραζε που, όταν έμπαινε στο φούρνο τους, σαν κάτι να ομόρφαινε.

Σε φούρνο λοιπόν τη γνώρισε.

Γερή, νοστιμούλα – ε, θεόφτωχη ήταν μα τα ’χε περασμένα κι αυτός τα τριάντα πέντε.

Δεν μπήκε σε οικογένεια η κοπέλα, μπήκε σε φιδοφωλιά. Μούτρα, μισόλογα, ξεθέωμα στις δουλειές, κι ο άντρας έκανε το πείσμα αδιαφορία. Βολεύτηκε. Τέρμα.

«Και να τ’ αφήσεις αυτά τα μιρ και τα μιρ. Δεν είναι Αρβανιτιά εδώ. Μπήκες σε σπίτι ρύζι καρολίνα. Τ’ άκουσες; Σε κάναμε άνθρωπο.»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , | 178 Σχόλια »

Θρηνητικό τραγούδι για τον ταχυδρόμο που χάθηκε στις στράτες

Posted by sarant στο 11 Μαΐου, 2014

kotzekswΚυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες ένα ξεχωριστό βιβλίο, η συλλογή πεζογραφημάτων «Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα» του Γιώργου Κοτζιούλα, που όπως θα ξέρουν αρκετοί είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ο Κοτζιούλας βέβαια κυρίως σαν ποιητής είναι γνωστός, αλλά στην πραγματικότητα άσκησε με επιτυχία και αφοσίωση όλα σχεδόν τα είδη του λόγου: εκτός από ποιήματα, έγραψε διηγήματα και εκτενέστερα πεζογραφήματα (ο δεύτερος τόμος των Απάντων του, που επανεκδόθηκε πρόσφατα, είναι αφιερωμένος στα πεζά του),  μεταφράσεις πεζές και ποιητικές, θέατρο (είναι άλλωστε ο δημιουργός της Λαϊκής σκηνής, ενός μοναδικού αντάρτικου θιάσου στα βουνά της Πίνδου το 1944), χρονογράφημα, δοκίμια και κριτικές. Το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του παραμένει ανέκδοτο.

Το βιβλίο το χαρακτήρισα ξεχωριστό, όχι μόνο επειδή είναι το πρώτο νέο βιβλίο με έργα του Κοτζιούλα που εκδίδεται εδώ και πολύ καιρό (τα Άπαντα αποτελούν επανέκδοση), αλλά επίσης επειδή εκδόθηκε χάρη στη χορηγία ενός συγχωριανού και συγγενή του Κοτζιούλα, του Κώστα Αθανασούλα. Επίσης, δεν θα το βρείτε στο εμπόριο, αφού αυτή η πρώτη έκδοση διακινείται μόνο χαριστικά. Εγώ το πήρα από τον Κώστα Κοτζιούλα, τον γιο του ποιητή, ο οποίος συγκέντρωσε το υλικό και είχε την επιμέλεια μαζί με τη σύζυγό του Σωτηρία Μελετίου.

Το εξώφυλλο κοσμείται από σχέδιο του Αλ. Φασιανού, ο οποίος, όπως έχω ακούσει, θα εκδώσει και βιβλίο με σχέδια δικά του και ποιήματα του Κοτζιούλα. Επίσης, στο βιβλίο υπάρχουν και αρκετές θαυμάσιες παλιές (και ανέκδοτες ως σήμερα) φωτογραφίες του Κοτζιούλα, είτε με τους δικούς του ανθρώπους είτε με φίλους ή λογοτέχνες. Υπάρχει βέβαια στο τέλος και γλωσσάρι, που είναι απαραίτητο για ένα έργο με τόσο έντονο το ιδιωματικό στοιχείο.

Όπως υπονοεί και  ο τίτλος, κεντρική θέση στο έργο κατέχει το πεζογράφημα Πικρή ζωή, μια αυτοβιογραφική νουβέλα που εκτείνεται σε περισσότερες από 100 σελίδες. Πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο κείμενο, γραμμένο από τον Κοτζιούλα το 1941, λίγο πριν αφήσει την Αθήνα για να επιστρέψει στη γενέτειρά του, που θυμίζει άλλα αυτοβιογραφικά του, όπως το έξοχο «Από μικρός στα γράμματα». Εκτενείς είναι και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις «Περιδιαβάζοντας στο Άγιον Όρος», που είχαν δημοσιευτεί το 1939 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα». Τα υπόλοιπα 27 κείμενα του τόμου είναι μάλλον σύντομα. Περίπου τα μισά είναι ανέκδοτα, ενώ τα υπόλοιπα είχαν εκδοθεί σε περιοδικά που είναι δυσεύρετα σήμερα, κι έτσι είναι ουσιαστικά άγνωστα για τον σημερινό αναγνώστη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ντοπιολαλιές, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , | 70 Σχόλια »

Γιώργος Κοτζιούλας, Ημερολόγια Κατοχής: Η επιστροφή

Posted by sarant στο 13 Οκτωβρίου, 2013

kotzimerΤο φθινόπωρο του 1941, ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, για να σωθεί από την πείνα που όλοι έβλεπαν να έρχεται στην Αθήνα, παίρνει τη σωτήρια όσο και προφανή απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρά του, την Πλατανούσα, χωριό των Τζουμέρκων στην Ήπειρο. Καθώς όλα αυτά τα χρόνια ζούσε στην πρωτεύουσα ανάμεσα στην ανέχεια και στην αρρώστια (ήταν φυματικός), είχε οχτώ χρόνια να επισκεφτεί το χωριό του και να δει τους γονείς του. Τώρα όμως η απόφαση ήταν εύκολη, αφού στην Αθήνα της Κατοχής οι προοπτικές επιβίωσης ενός μεροκαματιάρη γραφιά (και μάλιστα φιλάσθενου) θα ήταν ζοφερές. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1941 γυρίζει στην Πλατανούσα, όπου θα περάσει τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, ίσαμε να προσχωρήσει στους αντάρτες του Άρη και να δημιουργήσει το περίφημο Θέατρο του Βουνού.

Με το που φτάνει ο Κοτζιούλας στο χωριό του, αρχίζει να κρατάει ημερολόγιο, πάνω στις άγραφες σελίδες του ημερολογίου που είχε τυπώσει κάποια φαρμακευτική εταιρεία ίσως, και που το είχε για σημειωματάριο (αριστερά βλέπετε την πρώτη σελίδα του κειμένου). Οι καταγραφές του είναι πολύ λεπτομερειακές: για τους δυόμισι μήνες από τις 26.11.1941 έως τις 11.2.1942 (εκεί σταματάει το ημερολόγιο) το κείμενο φτάνει τις 190 χειρόγραφες σελίδες, πυκνογραμμένες με τα μικρούτσικα αλλά ευκολοδιάβαστα γράμματά του, ή αλλιως κάπου 40.000 λέξεις. Υπάρχουν και άλλα κατοχικά ημερολόγια του Κοτζιούλα, αλλά από το 1944, όταν πια βρισκόταν με τους αντάρτες. Όλα μαζί τα ημερολόγια βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου τα εμπιστεύθηκε ο γιος του ποιητή, Κώστας Κοτζιούλας, και έχω αναλάβει να τα εκδώσω, μια δουλειά που προχωράει -αν και αποδείχτηκε πιο δύσκολη απ’ όσο λογάριαζα. Πέρυσι είχα ζητήσει εθελοντές για την πληκτρολόγηση των ημερολογίων, κάτι που έγινε με μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα με μια ολιγομελή ομάδα φίλων προσπαθήσαμε, με αρκετή επιτυχία, να «αποκρυπτογραφήσουμε» μερικές πολύ φθαρμένες, άρα δυσανάγνωστες, σελίδες. Περιττό να πω είναι ότι ευγνωμονώ και τους μεν και τους δε, που βοήθησαν σημαντικά να προχωρήσει το έργο.

Θα έλεγε κανείς ότι από τη στιγμή που υπάρχει το κείμενο πληκτρολογημένο, έχει τελειώσει και η δουλειά, αλλά δεν είναι έτσι: πέρα από την αντιπαραβολή και τις διορθώσεις χρειάζεται και υπομνηματισμός του κειμένου -και ειδικά στην περίπτωση του Κοτζιούλα το ημερολόγιο πρέπει να συσχετιστεί αφενός με τα ποιήματα που έγραψε ο ποιητής την ίδια περίοδο και αφετέρου με τις επιστολές που έστελνε σε φίλους του. Μερικές φορές τυχαίνει το ίδιο γεγονός που καταγράφεται στο ημερολόγιο, να θίγεται επίσης σε κάποιο ποίημα, διότι ο Κοτζιούλας συνεχώς αυτοβιογραφούνταν, ή σε μια επιστολή προς φίλο, αλλά εξετάζεται με τρόπο διαφορετικό. Στο ημερολόγιο, ο Κοτζιούλας περιγράφει κυρίως τους άλλους, τα δικά του συναισθήματα τα εκφράζει στα ποιήματά του, ενώ στην αλληλογραφία του κάνει μια ανακεφαλαίωση και βγάζει συμπεράσματα από μεγαλύτερη απόσταση.

Και όσοι δεν ζήσαμε την Κατοχή, ξέρουμε ότι δεν χτύπησε το ίδιο την επαρχία όσο και τα αστικά κέντρα, και πρώτα απ’ όλα την Αθήνα. Η πρωτεύουσα χτυπήθηκε πολύ περισσότερο από την πείνα, και μάλιστα αμέσως, τον πρώτο φριχτό χειμώνα του 1941. Στην επαρχία τα τρόφιμα βρίσκονταν πολύ πιο εύκολα. Φτωχό χωριό η Πλατανούσα ακόμα και με τα μέτρα της φτωχής Ηπείρου, αλλά η κατάσταση ήταν ασύγκριτα καλύτερη απ’ ό,τι στην Αθήνα, ιδίως για κάποιον όπως ο Κοτζιούλας που και πριν από την Κατοχή δεν χόρταινε την πείνα του. Και στην αρχή λίγα πράγματα είχαν αλλάξει σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την Κατοχή, εκτός από την εξάρθρωση του κρατικού μηχανισμού -που έδινε στους κατοίκους των χωριών μεγαλύτερη άνεση π.χ. να κόβουν ξύλα από το δάσος χωρίς το φόβο του δασοφύλακα. Άλλωστε, οι καταχτητές (Ιταλοί στην περίπτωση της Άρτας) δεν πατούσαν στα μακρινά χωριά. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Κοτζιούλα, όπου καταγράφεται ένας διάλογος της μητέρας του με μια γειτόνισσα, που είχε πάει στη Φιλιππιάδα, όπου είδε και Ιταλούς:

—        Τι σκέδιο ανθρώποι είναι; τη ρωτάει η μητέρα.
—          Γιά, σαν εμάς τους χριστιανούς, το ίδιο.  Ένας κιόλας έπλενε τα σκουτιά του στο Λούρο. Τα ’χε βγάλει και τα σαπούνιζε μοναχός του…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Ημερολόγια, Κατοχή, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 75 Σχόλια »