Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.
Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.
Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας. Ταξιδεύει στην Αίγινα μαζί με τον φίλο του τον Αντρέα για να βρει την παλιά του αγάπη. Ξανασμίγουν. Σήμερα περνάμε στο πέμπτο κεφάλαιο.
ΠΕΝΤΕ
ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Την εβδομάδα, μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, ο Δήμος και η Βασιλική έδειξαν στον Αντρέα ολόκληρο το νησί. Πήγανε στην Αφαία και την Αγιά Μαρίνα, διασχίσανε την κεντρική αρτηρία του νησιού και από τον Κοντό κατεβήκαν στη Σουβάλα, περνώντας μπροστά από το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, χωρίς όμως να μπούνε μέσα. Αντίθετα αφιέρωσαν ολόκληρο πρωινό για να επισκεφθούν την Παλιαχώρα. Ακόμα και στο Ελλάνιον Όρος ανέβηκαν και απόλαυσαν το πανόραμα ολόκληρου του νησιού.
Δε χρησιμοποιούσαν πάντα το αυτοκίνητό του. Ένα πρωί ξεκίνησαν οι δυο τους, χωρίς τη Βασιλική, από την Παχιά Ράχη και διασχίσανε τον ελαιώνα φτάνοντας ως τη θάλασσα. Στην τρίωρη σχεδόν πεζοπορία τους, ο Δήμος νιώθοντας μεγάλην ευεξία φλυαρούσε συνεχώς και ο Αντρέας τον άκουγε ευχαριστημένος βλέποντας τον φίλο του χαρούμενο. Στην αρχή μιλούσαν για το νησί τους κατοίκους του και την ιστορία του. Την κουβέντα την ξεκίνησε ο Αντρέας που ήθελε να μάθει σχετικά.
«Ξέρω πως στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στις κοντινές περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και στην Αττική είχαν εγκατασταθεί τον 13ο αιώνα χιλιάδες Αλβανοί. Αυτό ισχύει και για την Αίγινα;»
«Οι πούροι Αιγινήτες δεν το παραδέχονται αλλά τα ονόματα, δηλαδή τα επώνυμα τους, επιμένουν στην παρουσία Αλβανών ή Αρβανιτών στο νησί».
«Ξέρεις κάποιοι ελληνοκεντριστές ή ελληνόψυχοι ή όπως αλλιώς λέγονται, σαν το φίλο μας τον Κολιάτσο, καληώρα, ισχυρίζονται πως άλλο Αρβανίτες κι άλλο Αλβανοί, με το επιχείρημα πως οι Αλβανοί στη γλώσσα τους αυτοονομάζονται Σκιπετάροι…»
«Ναι αλλά η παλαιότερη, η μεσαιωνική ονομασία τους ήταν Αρμπαρέζε. Άλλωστε ο Παπαδιαμάντης, στα αθηναϊκά διηγήματά του αναφερόμενος σε κάποιον Αρβανίτη των Μεσογείων τον λέει Αλβανό»
«Μα και ο Βυζάντιος στη Βαβυλωνία, μιλώντας για τον καυγά του Κρητικού με τον Αρβανίτη, βάζει τον Λογιώτατο να λέει: Ο Κρης μετά του Αλβανού εμαχεσάτην».
«Οι Αιγινήτες πάντως καταφρονούσαν τους Αγγιστριώτες, που παλιά μιλούσαν αποκλειστικά αρβανίτικα, ως κατώτερους. Αν πιστέψουμε δε τον Λίσβα, η διαμάχη των δυο νησιών οφειλόταν στην κλοπή μιας γαϊδάρας».
«Τι λες τώρα;» απόρησε ο Αντρέας
«Αν τον είχες γνωρίσει αυτόν τον Λίσβα θα σου άρεσε πολύ. Κατά κάποιον τρόπο σού ΄μοιαζε. Ήταν άνθρωπος του κρασιού και της παρέας. Δεν ήταν Αιγινήτης, ξενοκαρφίτης ήταν…».
«Πώς τον είπες;» απόρησε ο Αντρέας.
«Ξενοκαρφίτη. Έτσι λένε εδώ, υποτιμητικά, τους μέτοικους. Αυτός λοιπόν ο Λίσβας δημοσίευσε, στη δεκαετία του ΄20 μου φαίνεται, τη «Γαρουφιάδα», έμμετρη παρωδία της Ιλιάδας, πολύ έξυπνη και πολύ ευρηματική, που αναφερόταν στην κλοπή, απαγωγή τη λέει, μιας πολύ όμορφης γαϊδάρας, της Γαρούφως, από την Πέρδικα, που διέπραξαν κάτι Αγγιστριώτες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα δυο νησιά. Θα ψάξω στα βιβλιοπωλεία της πόλης να τη βρω και θα σου τη δώσω. Θα σ΄ αρέσει. Μέχρι και των «νηών κατάλογο», προσαρμοσμένον φυσικά στην ιστορία του, έχει, στους δε διαλόγους των αντιμαχομένων βάζει τους Αγγιστριώτες να μιλάνε αρβανίτικα».
Για λίγην ώρα πάψανε να μιλάνε. Συνέχισαν να διασχίζουν τον ελαιώνα, βυθισμένοι στις σκέψεις τους ο καθένας. Ο Αντρέας ήταν φανερό πως είχε επηρεαστεί από το θαυμάσιο τοπίο, γιατί έγινε πολύ εκδηλωτικός και κάπως λυρικός.
«Τι τα θες, βρε Δήμο, η γυναικεία συντροφιά είναι μεγάλο πράμα. Είναι η γλύκα της ζωής. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι όταν σε βλέπω με τη Βασιλική. Την αγαπάς πολύ, έ;»
«Όπως σου είπα και προχτές είναι η μόνη μου αγάπη. Δεν αγάπησα άλλη γυναίκα και δεν πιστεύω πως θα αγαπήσω άλλη στο μέλλον. Εκείνη όμως βλέπει τη ζωή διαφορετικά και αυτό είναι το πρόβλημα».