Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Αίγυπτος’

Έρμη στα ξένα (διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη) και ένα επίμετρο

Posted by sarant στο 30 Ιανουαρίου, 2022

Πολλές φορές έχουμε βάλει στο ιστολόγιο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συνήθως όμως αυτό γίνεται σε χρονιάρες μέρες, Χριστούγεννα ή Πάσχα. Το σημερινό διήγημα δεν αναφέρεται σε κάποια γιορτή. Διάλεξα να το παρουσιάσω όχι μόνο για τη λογοτεχνική του αξία αλλά επειδή θέλω, στο επίμετρο, να παρουσιάσω κάποια πραγματολογικά στοιχεία για το διήγημα. Όμως πρώτα να το διαβάσετε και μετά να προχωρήσετε στο επίμετρο, εκτός βέβαια αν ξέρετε και θυμάστε καλά το διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων εν Κωνσταντινουπόλει» το 1906 και χωρίζεται σε τρία μέρη, αν και δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

Παίρνω το κείμενο από τον ιστότοπο papadiamantis.net (δηλαδή από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου).

Ἔρμη στὰ ξένα (1906)

«Ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς.» (Δαυίδ)

Α’

Διατί ἐπῆγες, ψυχή, εἰς τὸν Μέγα-Γιαλόν, ἀντικρὺ εἰς τὴν ἁπλωτήν, ἀτελείωτην ἄμμον, ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει τὸ μέγα βορεινὸν πέλαγος ―ὅπου τὸ κῦμα ἀγριωπόν, ἔξαλλον, ἀδιαλλάκτως πληγώνει τὴν ἀκτήν― πῶς ἐπαραμόνευσες νὰ εὕρῃς γαληνιῶσαν τὴν θάλασσαν, ὅπου ἡ Σειρήν, βαθιὰ εἰς τὰ ἄντρα ἀδελφωμένη μὲ τὴν Ἠχώ, θρηνῳδεῖ τ᾿ ᾄσματά της, καὶ οἱ Τρίτωνες, κρυμμένοι εἰς τὰς πρασινωπὰς πτυχὰς τῶν ἀπατήτων θαλάμων, σπανίως τολμῶσι ν᾿ ἀνακύψωσιν ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα; Ἐχρειάζετο κλίνη μαλακή, λεία θάλασσα, διὰ νὰ πέσῃς νὰ κοιμηθῇς τὸν ὕπνον τῶν αἰωνίων ὀνείρων!…

*
* *

Βεβαίως, ἂν ἦτον ἄλλη καμμιὰ «μερακλίδισσα» ἢ «ἀσίκισσα», ἀνάμεσα εἰς τὰς νέας τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου, ἦτον κ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα, τὴν ὁποίαν ὁ Γιαννάκης, χλωμήν, λεπτήν, μελαχροινήν, ἀγάπησεν ὄχι διὰ κάλλος προκλητικόν, ἀλλ᾿ ἀπὸ μυστηριώδη ἕλξιν καὶ ἀόριστον ψυχικὴν συνάφειαν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅταν ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ ἦτον ἐρωτευμένος λίαν σοβαρῶς μὲ τὴν Ἀρχοντούλαν, καὶ ἠναγκάζετο, περὶ τὰ τέλη τοῦ θέρους, πρὶν ἔβγῃ ἀκόμη ὁ Αὔγουστος, ἐπειδὴ ἔληγεν ἡ ἄδειά του, νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον, τὸ τραγούδι, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστελνε, πίσω ἀπ᾿ τὸ κάσαρο* τοῦ βαποριοῦ (ὁπόθεν κάποτε ἐν διαχύσει στενοχωρίας ἔρριπτεν ὁλοκλήρους δαμιτζάνας μὲ οἶνον, σπονδὴν εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ πιθαράκια μὲ λάδι, διὰ νὰ γαληνιάσῃ τὸ κῦμα) ἦτον τὸ ἑξῆς:

«Ἡ (τ᾿ ὄνομα τοῦ χωρίου) κ᾿ ἡ Αἴγυπτος, Θέ μου, καὶ νά ᾽ταν ἕνα!»

Κατὰ τὸ βραχὺ ἐντούτοις διάστημα τῶν δύο μηνῶν, ὁποὺ ἔμενεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν πατρίδα, κατὰ τριετίαν ὅταν ἤρχετο ἡ περίοδος τῆς ἀδείας του, ὅλ᾿ αἱ ἡμέραι κ᾿ αἱ νύκτες, εἰς τὸ μικρὸν χωρίον, ἐγίνοντο ἕνα. Ὅλος ὁ κόσμος ἠναγκάζετο νὰ συνεορτάζῃ καὶ νὰ συγχορεύῃ μαζὶ μὲ τὸν νέον συμπαθῆ μερακλήν. Τῶν καπηλείων καὶ λοιπῶν μαγαζείων ἡ κατανάλωσις ηὔξανεν εἰς τὸ διπλάσιον· βιολιτζῆδες, λαουτιέρηδες, δὲν εὐκαιροῦσαν, δὲν ἀνέπνεαν ἐπὶ δύο μῆνας. Συνήθως «τὸ ἔκανε βδομαδιάτικο». Ἐμίσθωνε δυὸ ζυγιὲς βιολιά, λαγοῦτα, μπουζούκια, κλαρινέτα, φλάουτα, κ᾿ ἐξενυχτοῦσεν. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν Πέμπτην τὸ βράδυ, ἐξακολουθοῦσε τὴν Παρασκευὴν καὶ τὸ Σάββατον, προελάμβανε τὸν Τριαδικόν, τὸν ὄρθρον τῆς Κυριακῆς, πρὶν ἐξυπνήσουν τὰ γραΐδια νὰ τρέξουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐποίκιλλε τὴν μονοτονίαν τῶν καθημερινῶν, ηὔξανε τῆς Κυριακῆς τὴν φαιδρότητα κ᾿ ἐξύπνα ὅλους τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς ἐργατικοὺς τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας.

*
* *

Τέλος, τὴν ἄλλην φοράν, ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς ἀδείας του, ἐτελέσθη ὁ γάμος. Ὅλον τὸ χωρίον ἐπανηγύριζεν ἐπὶ δεκαπενθήμερον. Οἱ γαμήλιοι κῶμοι, τὰ πιστρόφια*, οἱ ἐπιθαλάμιοι, μόλις ἐκόπασαν τὴν τρίτην ἑβδομάδα. Ὁ Γιαννάκης ἐπῆρε τώρα τὴν ἀγάπην του μαζί του εἰς τὴν Αἴγυπτον, καί, τέλος, τὸ μικρὸν θαλασσινὸν χωρίον καὶ ἡ χώρα τῶν Φαραὼ «ἔγιναν ἕνα», κατὰ τὴν διάπυρον εὐχὴν τοῦ νέου.

Ὁ υἱὸς τ᾿ Ἀργυροῦ εἶχεν, ἀληθινά, πλοῦτον καὶ θησαυρὸν ἐκεῖ κάτω. Περὶ τὰς δύο λίρας εἰσόδημα τὴν ἡμέραν. Μὲ ὅλην τὴν φοβερὰν σπατάλην, τὰ περισσεύματα δὲν τοῦ ἔλειπαν, καὶ ὅταν ἀνὰ τριετίαν ἐπανήρχετο πάλιν εἰς τὸ χωρίον, μὲ τὴν γυναῖκά του, καὶ τὴν μικρὰν Δεσπούλαν, τὴν μοναχοκόρην του, ἡ Ἀρχοντούλα ἐξέπληττε μὲ τὴν πολυτέλειάν της, κ᾿ ἐπροκάλει ὅλων τῶν γυναικῶν τὴν ζήλειαν.

Ἀφοῦ ἐπάλιωσεν ὁπωσοῦν τὸ ἀνδρόγυνον, τελευταῖον, κατὰ Ἰούνιον τοῦ 19…, ἦλθον εἰς τὸ χωρίον συνοδευόμενοι καὶ ἀπὸ ἓν τέταρτον πρόσωπον. Κατὰ τὰ προλαβόντα ταξίδια, ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε προσπαθήσει νὰ εὕρῃ κανὲν πτωχοκόριτσον, καὶ νὰ τὸ πάρῃ μαζί της, ὡς ψυχοκόρην ἢ ὑπηρέτριαν. Πλὴν τὸ πρᾶγμα ἦτο τόσον δύσκολον! Τὰ κορίτσια τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου εἶχον εὐχὴν καὶ κατάραν, νὰ μὴ πηγαίνουν ποτὲ δοῦλες ἢ «παραπαῖδες».

Κάτω, εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἡ οἰκογένεια εἶχε προσλάβει κατὰ καιροὺς διαφόρους ὑπηρετρίας ἀπὸ τὸν τόπον. Ἀλλὰ καμμίαν δὲν εἶχον φέρει μαζὶ εἰς τὴν πατρίδα των. Τὴν τελευταία φοράν, ἡ Ἀρχοντούλα ἔφερε μαζί της μίαν μεγαλόσωμον ὡραίαν κόρην, ὣς δεκαοκτὼ ἐτῶν, ὑπερήφανα ἐνδυμένην, καὶ κάτι παραπάνω ἀπὸ καμαριέραν ἢ γκουβερνάνταν φαινομένην.

Τὸ πρῶτον πονηρὸν σχόλιον εἰς τὴν γειτονιάν, ὅπου κατέλυεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν ὡραίαν μικρὰν οἰκίαν του ―ὑψηλά, στὸν Ἐπάνω Μαχαλάν― τὸ ἐξέφερεν ἡ θεια-Σειραΐνα ἡ Παπαδούλαινα, ἅμα εἶδε τὴν ξένην συνοδὸν τῆς Ἀρχοντούλας, διατυπώσασα ὡς ἑξῆς τὴν πρακτικὴν γνώμην της:

― Δὲ συφέρνει, πλιό, παιδάκι μ᾿, ἡ δούλα νὰ εἶναι ὀμορφότερη ἀπ᾿ τὴν κυρά.

Τὸ γνωμικὸν ἤχησεν ὡς προφητεία εἰς τὰ ὦτα τῆς Ἀχτῶς, τῆς κυριωτέρας ἀπ᾿ ὅλες τὶς θειάδες τῆς Ἀρχοντούλας, ἥτις πάραυτα ἤρχισε νὰ «ὁρμηνεύῃ» τὴν ἀνεψιάν της.

― Τά*, τ᾿ ἤτανε;… Τί τὴν ἤθελες νὰ τὴν πάρῃς μαζί σου; Κοτζὰμ ἀναρρούσα*, κορίτζι μ᾿!… Τ᾿ εἶν᾿ αὐτήνη;… Πῶς μαθές; Σοῦ χρειαζότανε μιὰ φοβερή, ἀνεράιδα, νὰ τὴν κουβαλήσῃς ἐδῶ, ἀπ᾿ τὸ Πόρτο, θὰ πῶ*; ἔχετε τόσες δουλειές, μαθές, καὶ δὲ συφτάνεστε*; Ἢ ἔχεις τὰ πολλὰ παιδιά, γλέπεις; Χαθήκανε τὰ φτωχοκόριτσα ἐδῶ νὰ σὲ παραπιάσουνε καὶ νὰ σὲ δουλέψουνε, σὲ οὗλα τὰ πάντα;… Τί τὴν ἤθελες, τὴ Βδοκιά, θὰ πῶ; (ἡ Ἀχτὼ δὲν εἶχεν ἀκούσει ἀκόμη τὸ ὄνομα τῆς ξένης, ἀλλ᾿ ἔσπευσεν αὐθαιρέτως νὰ τὴν ὀνοματίσῃ οὕτω). Τί σοῦ χρειαζόταν ἡ Μαρουσώ; (ἄλλο πάλιν ὄνομα τῆς ἔδιδε). Μὲ ὅσα κομμάτια θὰ σοῦ χαλνᾷ μποροῦσες νὰ χορτάσῃς μισὸ κοπάδι ἀπ᾿ τὰ φτωχοκόριτσα τοῦ μαχαλᾶ σας!… Θέλεις πέντε τόπια τσίτι γιὰ νὰ τὴν ντύσῃς κοτζὰμ ἀφοράδα ὣς κεῖ ἀπάνω, θὰ πῶ… καὶ νὰ μὴ βαστᾷ ἀπ᾿ τὴν Τρίτ᾿ ὣς τὴν Τετράδη… Μὲ πέντε πηχόπουλα ἀρμενόπανο μποροῦσες νὰ ντύσῃς ἕνα τσομπανόπουλο, φτωχὸ κορίτσι… καὶ νά ᾽ναι σκλάβος… νὰ σοῦ λέῃ κ᾿ εὐχαριστῶ!… Τί τὴν ἤθελες τὴ Συνοδιά, ἐγὼ θαμάζουμαι*· τί τὴν ἤθελες;

Β’

Τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Κορυφαίων Ἀποστόλων, τὸ δειλινόν, εἷς στενὸς φίλος τοῦ Γιαννάκη, ἀχώριστος, ἐνῷ εὑρίσκοντο ὁμοῦ εἰς ἓν σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης, ἀντικρὺ στὸ βουνόν, ἔβλεπε κάπως ἀνήσυχον τὸν φίλον του. Ἐφαίνετο οὗτος ν᾿ ἀλλοφρονῇ, καὶ κάπως σύννους, ἐκοίταζε διὰ τοῦ δυτικοῦ παραθύρου ἔξω. Τὸ παράθυρον ἀντίκρυζε μὲ τὸ ἀστυνομικὸν γραφεῖον τοῦ τόπου. Αἴφνης δύο νεαροὶ «ταχτικοί», ἀστυφύλακες οἱ αὐτοί, ἐπλησίασαν, καὶ ὁ εἷς ἔκαμε νεῦμα εἰς τὸν Γιαννάκην. Ὁ νέος ἐξῆλθε, καὶ ὁ φίλος του τὸν εἶδε νὰ ὁμιλῇ ταπεινῇ τῇ φωνῇ μὲ τοὺς δύο χωροφύλακας. Μετὰ μίαν στιγμὴν καὶ οἱ τρεῖς διευθύνθησαν διὰ τοῦ στενοῦ δρομίσκου πρὸς τὸ βόρειον μέρος.

Ὁ φίλος, ἀπὸ ἀνήσυχον ἐνδιαφέρον, προέκυψε διὰ τοῦ παραθύρου καὶ εἶδε τοὺς τρεῖς νὰ σταθοῦν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρομίσκου, παρὰ τὴν καμπήν, ἔξωθεν παλαιοῦ κτιρίου ἐλαιοτριβείου, καὶ νὰ συνομιλοῦν μὲ ἕνα τέταρτον, ὅστις ἦτο ἀδραγάτης, ἤτοι ἀγροφύλαξ τοῦ Δήμου, μὲ χωρικὸν ἔνδυμα, μὲ πέδιλα ἀπὸ φασκιές, καὶ ζωσμένος σελάχι μὲ πιστόλια καὶ μαχαίρας. Ὁ Γιαννάκης, ἴσως διότι ὑπώπτευε τὴν ἀνήσυχον περιέργειαν τοῦ ἐν τῷ καπηλείῳ, ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἰδὼν τὸν φίλον του νὰ τὸν κοιτάζῃ διὰ τοῦ παραθύρου, ἔκαμε νεῦμα ὅτι θὰ ὑπάγῃ ὀλίγον παραέξω, καὶ μὲ τὴν φωνὴν ἔκραξε μόνον:

― Μὲ συγχωρεῖς!…

Πάραυτα καὶ οἱ τέσσαρες ἔγιναν ἄφαντοι ὄπισθεν τῆς καμπῆς τοῦ δρόμου.

*
* *

Τὸ πῶς καὶ διατί ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε πεισθῆ νὰ φέρῃ μαζί της ἀπὸ τὸ «Πόρτο» ἐκείνην τὴν εὐμορφοκαμωμένην μεγαλόσωμον «ἀναρρούσα», εἶναι ἄδηλον. Φαίνεται ὅτι, ὅπως ὁ σύζυγός της, ἠγάπα κι αὐτὴ τὴν ἐπίδειξιν, καὶ ἤθελε νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς της.

Διότι, εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ Ἀρχοντούλα ἐχάνετο ἐμπρὸς εἰς τὴν ξένην. Ἡ τελευταία ἦτο πράγματι θαλαμηπόλος κατὰ τὸν εὐρωπαϊκὸν τρόπον, κ᾿ ἐκτὸς ὅτι ἦτο εὐμορφοπλασμένη, ἦτο φύσις φιλόκαλος, καὶ προσέτι ὁ ἀφέντης της ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὴν ἔχῃ πολὺ καλὰ στολισμένην, ὡς ἐπίτιμον συντρόφισσαν ἀνωτέρας περιωπῆς.

Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον διετύπωσεν ὡς ἀπόφθεγμα ἡ πεπειραμένη γειτόνισσα, ἡ Παπαδούλαινα, ἡ φιλαυτία θὰ εἶχεν ἐμποδίσει τὴν Ἀρχοντούλαν νὰ τὸ σκεφθῇ ἢ νὰ τὸ παραδεχθῇ. Οἱ λόγοι ὅμως, τοὺς ὁποίους ἀνέπτυξε μὲ τόσην εὐγλωττίαν ἡ θεία της, ἡ Ἀχτίτσα, τῆς ἔκαμαν, ἀληθινά, βαθεῖαν ἐντύπωσιν. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ κυρὰ ἤρχισεν ἀπὸ τὴν ἰδίαν στιγμὴν νὰ ζηλεύῃ τὴν θαλαμηπόλον της. Ὅπως ἐγνώσθη ἀργότερα, δυσάρεστοι σκηναὶ συνέβησαν μεταξὺ τῶν δύο συζύγων.

Αἱ γειτόνισσαι, αἱ ἐξαδέλφαι, αἱ συγγενεῖς γύρω-γύρω, κάτι ἄκουσαν, ἄκρες-μέσες, ἀπὸ τὰς σκηνὰς ταύτας. Ἡ κακὴ περιέργεια, ἡ ἀργολογία, ἡ πολυπραγμοσύνη, μεγάλως συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ φαρμακευθῇ ἡ διχόνοια τοῦ ἀνδρογύνου. Ὑποβολαί, μωροπιστία, ξυπνητὰ ὄνειρα, ὅλα ἔπαιξαν μέρος πλησίον τῆς ἰσχνῆς καὶ νευροπαθοῦς γυναικός! Ἐφαντάζετο ὅτι ἔβλεπε τὸν σύζυγόν της εἰς ἐρωτικὰς διαχύσεις μὲ τὴν κόρην, ὅ,τι τῆς ἔλεγαν τὸ ἐπίστευε, καὶ μάλιστα ὑπερεθεμάτιζεν αὐτή, βεβαιοῦσα ὅτι ἐγίνοντο χειρότερα παρ᾿ ὅσα ἔλεγεν ἡ γειτονιά. Διηγεῖτο, καὶ τὸ ἐπίστευεν, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της ἐρωτικὰς περιπτύξεις, κ᾿ ἔκαμνεν ὅρκους. Καὶ αὐτὴ μὲν τὸ ἐπίστευεν ἄκουσα, ὅσοι δὲ τὴν ἤκουον ἐπροθυμοῦντο νὰ τὴν πιστεύσουν.

Τέλος, τὸ δειλινὸν ἐκεῖνο τῆς 29 Ἰουνίου, ἡ ἀτυχὴς Βανθούλα ―ἡ κόρη, ἐντοσούτῳ, ἦτον, ὅσον ἠδύνατο, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, νὰ κρίνῃ τις, σεμνοπρεπής, ἁπλοϊκή, ἀξιόλογος, λίαν ἐργατική, περίφημος ράπτρια, κ᾿ ἔξοχος μαγείρισσα― τὸ ἀπόγευμα, λέγω, τῆς ἑορτασίμου ἐκείνης ἡμέρας, ἡ κόρη εἶχε γίνει ἄφαντη. Καὶ ὅταν ὁ τέως σύντροφός του ἀπὸ τὸ καπηλεῖον ἔβλεπε τὸν Γιαννάκην μαζὶ μὲ τοὺς δύο ταχτικοὺς καὶ μὲ τὸν ἀδραγάτην νὰ διευθύνωνται δρομαῖοι πρὸς τὰ Λιβάδια, ἡ νέα εἶχε φύγει εἰς τὰ βουνά. Οἱ τρεῖς νομᾶτοι, οἵτινες ἀπὸ δύο ὡρῶν ἐζήτουν τὰ ἴχνη της, εἶχον φέρει νύξεις τινὰς σχετικὰς εἰς τὸν ἀφέντην της, καὶ οὗτος τοὺς ἠκολούθησε τρέχων πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς φυγάδος. Αὐτὸς ἦτον ὁ λόγος δι᾿ ὃν τόσον ἀνήσυχος καὶ σύννους ἐφαίνετο πρὸ μικροῦ ὁ σπλαγχνικὸς νέος.

*
* *

Τέλος, ἡ κόρη ἀνευρέθη, ἀλλὰ δὲν ἔμελλε ν᾿ ἀνευρίσκεται ἐπ᾿ ἄπειρον. Εἶχε καταφύγει εἰς τὴν καλύβην πτωχῶν ἀγροτῶν, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ὅπου δύο βοσκοποῦλες τὴν ἐκοίταζαν ἀπλήστως, καὶ τῆς ἔδωκαν γάλα νὰ πίῃ. Μετὰ πολλὰς παρακλήσεις, ἡ κυρία της ἐπείσθη νὰ δεχθῇ προσωρινῶς τὴν ξένην εἰς τὴν οἰκίαν της, πλὴν ἀπῄτει νὰ τὴν στείλουν παρευθὺς εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα της. Ἐφαίνετο τόσον παράλογος ἡ ἀπαίτησίς της, ἥτις ἀπεδείκνυε μόνον τὴν τρελὴν ἀνυπομονησίαν της. Διότι ἐντὸς μηνὸς ἢ ὀλίγον περισσότερον τὸ ἀνδρόγυνον ἔμελλε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, κ᾿ ἐκεῖ, ἂν δὲν τῆς ἤρεσκε τῆς κυρίας ἡ καμαριέρα, καλῶς κ᾿ εὐσχήμως θ᾿ ἀπηλλάσσετο αὐτῆς. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ ὀρθὸν λόγον. Ἔβλεπε ζωντανὰς ὀπτασίας, καὶ ἡ εἰκὼν τῶν ἐρωτικῶν περιπτύξεων εἶχε κολλήσει ἐμπρός της, ζωγραφιστὴ καὶ παγία εἰς τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν της.

Ἡ κόρη, εἶχε κι αὐτὴ τοὺς λόγους της· δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ συνοδευομένη ἀπὸ ἄλλο πρόσωπον, ὁσονδήποτε εὐυπόληπτον, ἄγνωστον τέως αὐτῇ. Ἔλεγεν: «Ὁ ἀφέντης μ᾿ ἔφερεν, ὁ ἀφέντης θὰ μὲ πάῃ». Ἡ κυρά της ἐσκύλιαζεν, ὅταν ἤκουε τοῦτο. Τὸ ἐξήγει ὡς ἀπαίτησιν τάχα τῆς κόρης ὅπως τὴν συνοδεύσῃ κατ᾿ ἰδίαν ὁ κύριός της. Καὶ ὅμως, ἡ ταλαίπωρος νέα, δὲν ἔλεγε τοῦτο. Ἐνόει ὅτι ὁ ἀφέντης, τουτέστι, καὶ μὲ ὅλην ἴσως τὴν οἰκογένειαν, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τότε μόνον θὰ τὴν προέπεμπε μέχρι τοῦ τόπου της, τῆς ἀφετηρίας ὁπόθεν τὴν εἶχε παραλάβει.

Ἐπ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Βανθούλα εἶχε μείνει εἰς τὴν οἰκίαν μιᾶς πτωχῆς χήρας, συγγενοῦς τοῦ Γιαννάκη. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχόντω δὲν ἦτο ἀναπαυμένη. Ἐφαντάζετο συνεντεύξεις, ἐν ἀσφαλείᾳ, τοῦ συζύγου της, ὑπὸ τὴν ξένην στέγην κ᾿ ἐπροτίμα νὰ ἔχῃ τὴν ξένην ὑπὸ τὰ ὄμματά της. Ὅθεν, ἐνῷ πρότερον τὴν ἐδίωκε, τώρα τὴν ἐβίαζε νὰ μένῃ πλησίον της.

Γ’

Εἰς τὴν βορείαν παραθαλασσίαν τοῦ Μεγάλου Γιαλοῦ, ἡ οἰκογένεια εἶχε κάμει ἐκδρομὴν ἀναψυχῆς μιᾷ τῶν ἡμερῶν, περὶ τὰ μέσα τοῦ Ἰουλίου. Ἡ Βανθούλα ἔμαθε καλὰ τὸν δρόμον καὶ ὅλη ἡ ὡραία τοποθεσία τῆς ἐνετυπώθη εἰς τὴν μνήμην της.

Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς σκηνὰς ἀκόμη ―καὶ κατόπιν ἀπὸ τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ὅλον τὸ χωρίον ἐπήγαινε διὰ θαλάσσης, μὲ τὰς βρατσέρας τὰς σημαιοστολισμένας καὶ τὰ κότερα― ἡ Βανθούλα εἶχε κάμει μεγάλην ἐπίδειξιν ἐκεῖ, καὶ ὅλ᾿ οἱ νέοι τοῦ χωρίου παρ᾿ ὀλίγον τὴν ἐρωτεύοντο (ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἐσκέφθη ἐν τῷ μεταξύ:

― «Δὲ βρίσκεται κανένας νὰ τὴν κλέψῃ, θὰ πῶ, νὰ τὴν ξεφορτωθῇ ἡ Ἀρχοντούλα!»

Πλήν, ἡ εὐχή της δὲν εἰσηκούσθη)· ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, τὴν παραμονὴν τῆς Πρωταυγουστιᾶς, οἱ φίλοι του εἶδαν τὸν Γιαννάκην, ὄχι ἀνήσυχον ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξημμένον, πρησκοματιασμένον, κλαμένον…

Τὸν εἶδαν καὶ πάραυτα τὸν ἔχασαν. Δύο ἐξ αὐτῶν, οἱ ἐνθερμότεροι, ἔτρεξαν κατόπιν του.

Συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἀδραγάτην, καὶ ἀπὸ δύο νομάτους τῆς χωροφυλακῆς, ἔτρεχεν, ἔτρεχε… Μόλις πρὸ μιᾶς ὥρας εἶχε μάθει τὴν ἐξαφάνισίν της. Καὶ κατὰ ποῦ νὰ τρέξῃ; Δύο γυναῖκες, εὑρισκόμεναι εἰς τ᾿ ἀμπέλια τους, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει τότε νὰ ρίπτουν εἰς τὶς λιάστρες τὰ σῦκα, εἶπαν ὅτι τὴν εἶδαν, καταμεσήμερο, κ᾿ ἐσκιάχτηκαν, νὰ τρέχῃ τὸν ἀνήφορο, σὰν ἀνεράιδα…

Ὁ Γιαννάκης ἐσκέφθη: «Ἴσως νὰ ἐπῆγε κατὰ τὸν Μέγα-Γιαλό… Ἐκεῖ θὰ θυμᾶται τὸν δρόμο…»

*
* *

Ἡ Αἰγυπτία ἔφυγε τὸ πάλαι εἰς τὴν ἔρημον. Πολὺ πλέον δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνην, ἡ πτωχὴ ξένη παιδίσκη, ἡ Βανθούλα, δὲν εἶχε καρπὸν οὔτε εἰς τοὺς κόλπους οὔτε εἰς τὰ σπλάγχνα της. Καὶ δὲν ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἄγγελος Κυρίου νὰ τῆς δώσῃ ἀσκὸν ὕδατος, διὰ νὰ δροσισθῇ… Αὐτὴ μόνη ἔπεσε νὰ εὕρῃ δρόσον εἰς τὴν ἅλμην τοῦ πελάγους, εἰς τὰ πικρὰ κύματα, ὅπου ὁ Γιάννης ὁ Πατσοστάθης, βοσκὸς ἀπὸ τὸ βουνόν, εἶδεν ἐπί τινας στιγμὰς τὴν λευκὴν ἐσθῆτα νὰ κυματίζῃ εἰς τὴν αὔραν, εἶτα νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα καὶ πάλιν νὰ ἐπιπλέῃ εἰς τὸν ἀφρόν.

Τὴν πρωίαν τῆς Πρωταυγουστιᾶς μία βάρκα ἔφερε τὸ νεκρὸν σῶμα καὶ τὸ ἀπεβίβασεν εἰς τὴν προκυμαίαν… Ὤ! τί σπαραγμός! Ξένη, ἔρμη στὰ ξένα, εὗρε τὸν πικρὸν θάνατον ἑκουσίως εἰς τὴν ἅλμην τοῦ κύματος… Οἱ ἰατροὶ τοῦ τόπου εὗρον ἕρμαιον, καὶ τὸ διεξεδίκησαν. Οἱ ἱερεῖς ὄχι. Δὲν ἦτο κανεὶς ἰσχυρὸς ἐνδιαφερόμενος, διὰ νὰ ἐκβιάσῃ τὴν «ἐλαστικότητα» τῶν νόμων καὶ τῶν κανόνων, διὰ νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν τὰ νεῦρα καὶ τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων, τὰ ὁποῖα μέλλει νὰ διασκορπίσῃ ὁ Θεός.

Μόνον πέντε ἢ ἓξ γερόντισσαι, πτωχαὶ χῆραι, δύο ἢ τρεῖς κόραι τοῦ λαοῦ, τρεῖς δωδεκάδες ἀγυιοπαίδων, κ᾿ οἱ δύο νεαροὶ χωροφύλακες, συνώδευσαν τὸν Γιαννάκην εἰς τὸ κοιμητήριον, ὄπισθεν τοῦ σκεπασμένου νεκροκραβάτου.

Ὁ φίλος, τοῦ ἐξοχικοῦ καπηλείου, εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», τὸ «Μετὰ πνευμάτων», Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν δούλην σου, τρίς, κ᾿ ἐτελείωσε.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ πραγματολογικό

Διαβάσαμε λοιπόν την ιστορία της «έρμης στα ξένα», της υπηρέτριας που έκανε το λάθος να είναι πιο όμορφη από την κυρά της, με αποτέλεσμα τα κουτσομπολιά του χωριού να ξυπνήσουν αισθήματα ζήλιας στην τελευταία -και τελικά να οδηγήσουν στον χαμό της κοπέλας.

Φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα. Στο 5ο τεύχος του περιοδικού Άνθρωπος (Οκτ. 2021-Ιαν.2022) η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου δημοσιεύει το ενδιαφέρον άρθρο «Παπαδιαμαντικοί ήρωες στα ψιλά των εφημερίδων», στο οποίο, αναμεσα σε άλλα, ταυτοποιεί τους ήρωες του διηγήματος. Από αυτή την έξοχη μελέτη θα αντλήσω το υλικό για όσα ακολουθούν.

Υπαρκτό λοιπόν πρόσωπο είναι ο Γιαννάκης τ’ Αργυρού, που ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη και εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα (Άσπρη σαν το χιόνι, Αγάπη στον κρεμνό). Πρόκειται για τον Γιαννάκη Καβούρη (1855-1919), γιο του καπετάν Αργύρη Καβούρη, ο οποίος, όπως μας λέει και το διήγημα, ήταν πλοηγός στο Σουέζ, με αποδοχές απίστευτες για τα ελληνικά δεδομένα. Όπως τον περιγράφει στο διήγημα «Αγάπη στον κρεμνό» ο Παπαδιαμάντης:

Ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ, ὁ φίλος μου, διέτριβε καὶ αὐτὸς ἀπὸ χρόνων περὶ τὸ Σουέζ, εἰς Ἰσμαηλίαν, καὶ ἦτο ὀνομαστὸς πιλότος τῆς Γαλλικῆς Ἑταιρείας, ἔχων ἀποδοχὰς ἴσας περίπου μὲ τὰς τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἶχε δὲ ἔλθει τότε ἐπ᾿ ἀδείᾳ εἰς τὴν πατρίδα. … Διότι εἴχομεν κάμει ὁμοῦ παμπόλλους ἐξοχικὰς ἐκδρομὰς κατὰ τὰ θέρη, ἀνὰ τρία ἔτη, ὅταν εἶχεν αὐτὸς τρίμηνον ἄδειαν ἀπουσίας ἀπὸ τὴν Ἑταιρείαν τοῦ Σουέζ, καὶ συνέπιπτε νὰ ἔλθω κ᾿ ἐγὼ τὸ θέρος εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μας

Ο γάμος του Γιαννάκη, που τα γλέντια του τα περιγράφει σε αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης, έγινε το 1890, μας λέει η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου. Το πραγματικό όνομα της συζύγου του ήταν Ματώ, και όχι Αρχοντούλα, όπως στο διήγημα. Αρχόντω ονομαζόταν η αδελφή του Γιαννάκη Καβούρη, που είχε παντρευτεί τον πρωτοξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Γεώργιο Αλέξ. Οικονόμου, που ήταν επίσης πλοηγός στο Σουέζ.

Ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης λοιπόν ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη, και σύμφωνα με μαρτυρίες Σκιαθιτών που τους γνώρισαν, ο Καβούρης ήταν από τους κυριότερους συντρόφους του Παπαδιαμάντη στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τον γυρισμό του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, όταν και ο Καβούρης είχε γυρίσει συνταξιούχος πια στο νησί -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θανάση Φροντιστή «έπαιρνε απίστευτα για τα ελληνικά κριτήρια μεγάλη σύνταξη, σχετικά καλλιεργημένος κι αυτός, γλωσσομαθής, όχι όμως με ιδιαίτερη εκκλησιαστική κλίση, από πολύ πλούσια οικογένεια, αργόσχολος και πότης … εξαιρετικά καλοζωισμένος … ήτανε φίλος των εξοχικών εκδρομών, υπό τον όρον όπως παράλληλα με την καλή παρέα και το καλό κρασί, να έχει και πλούσια προετοιμασία»

Ο καπτα-Γιαννάκης επέστρεφε στη Σκιάθο, με άδεια, τρεις μήνες κάθε τρία χρόνια όπως λέει ο Παπαδιαμάντης (αν και με άλλη μαρτυρία «ήρχετο με κονζέ κάθε χρόνο και παρεθέριζε»). Το 1903 ήταν ένα από αυτά τα καλοκαίρια, αλλά αυτή τη φορά ο πλοίαρχος δεν επέστρεψε μόνο με τη γυναίκα και την κόρη του, αλλά και με μία «μεγαλόσωμον ωραίαν κόρην».

Κατά σύμπτωση, τον Ιούνιο του 1903 είχε επιστρέψει στο γενέθλιο νησί και ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από απουσία τεσσεράμισι χρόνων. Είχε μαζί του τους δυο τόμους του έργου The History of the Greek Revolution του Thomas Gordon για να το μεταφράσει, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί, ίσως εξαιτίας της παρουσίας του φίλου του. «Ένεκα των περιστάσεων, το θέρος ολίγον επροχώρησα εις τον Γόρδωνα», έγραψε τον Σεπτέμβριο στον Γιάννη Βλαχογιάννη (που του είχε αναθέσει τη μετάφραση).

Δεν ξέρουμε φυσικά τα πραγματικά περιστατικά του θανάτου της κοπέλας, όμως η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου βρήκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ειδήσεις του πνιγμού της (προσθέτω από το αρχείο μου τη μία είδηση, η άλλη βρίσκεται ονλάιν)

Ευρέθη πνιγμένη

ΒΟΛΟΣ, 7 Αυγούστου. Καθά αναφέρει ο αστυνόμος Σκιάθου η υπηρέτρια του Ι. Καβούρη Ευδοκία Θεοδοσίου εκ Πάτμου ετών 20, εξαφανισθείσα εκ της οικίας ευρέθη σήμερον το απόγευμα πνιγμένη εις θέσιν Μέγα Γιαλό της Σκιάθου (Σκριπ, 8.8.1903, σ. 3).

Τρεις πνιγμένοι

[…] Εις την θέσιν Μέγας Γιαλός της Σκιάθου ευρέθη πνιγμένη η εικοσαέτις υπηρέτρια του κ. Ι. Καβούρη Ευδοκία Αθανασίου εκ Πατρών (Ακρόπολις, 8.8.1903, σ. 1).

Βλέπουμε ότι το επώνυμο της άτυχης κοπέλας διαφέρει, όπως και ο τόπος καταγωγής της. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, κατά 99,5% το «Πατρών» είναι τυπογραφικό λάθος ή λάθος ανάγνωσης αντί για «Πάτμου», διότι ξέρουμε ότι κατεξοχήν στην Αίγυπτο πήγαιναν παραδουλεύτρες από τα (τότε τουρκικά) Δωδεκάνησα, όπως άλλωστε και χιλιάδες μετανάστες.

Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα ονομάζει όχι Ευδοκία αλλά Ευανθία (Βανθούλα) την κοπέλα, παραλλάζοντας δηλαδή ελαφρά το πραγματικό της όνομα. Όμως και το πραγματικό όνομα εμφανίζεται στο διήγημα («Βδοκιά»), ανάμεσα στα πολλά ονόματα που αναφέρει στον απολαυστικά γραμμένο μονόλογό της η φιτιλιάρα θεία Αχτώ.

Να σημειωθεί ότι ο Παπαδιαμάντης ονομάζει «Αιγυπτία» στο διήγημα την άτυχη κοπέλα, αλλά βέβαια η κοπέλα Ελληνίδα ήταν -είναι όμως συνηθισμένο να αποκαλείται κάποιος ξενιτεμένος με το όνομα του τόπου στον οποίο έχει ξενιτευτεί. Τους μετανάστες στην Αμερική, όταν επέστρεφαν πίσω είτε παροδικά είτε μόνιμα, τους έλεγαν Αμερικάνους (και υπάρχει και διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος»).

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Λ. Τριανταφυλλοπούλου και το «σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης» είναι πραγματικό, είναι το οινοπωλείο-παντοπωλείο «Η μουριά» του Σαραφιανού, το οποίο εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα, μεταξύ των οποίων και στη «Νοσταλγία του Γιάννη», που είχα την τιμή και τη χαρά να ανακαλύψω πριν απο μερικά χρόνια.

Κάτι τελευταίο, που δεν το θίγει η Λ. Τρ. στη μελέτη της -είχε άραγε διαβάσει ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης το διήγημα του Παπαδιαμάντη; Αυτό δεν θα το μάθουμε βέβαια ποτέ, αν και δεν το θεωρώ πολύ πιθανό, αφού το διήγημα δημοσιεύτηκε σε έντυπο της Κωνσταντινούπολης, και βέβαια δεν κυκλοφόρησε σε βιβλίο -όπως και κανένα άλλο διήγημα του μεγάλου μας συγγραφέα όσο αυτός ζούσε.

 

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Μικροφιλολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , | 181 Σχόλια »

Η καθαρόγλωσση (διήγημα του Θεόδ. Μοσχονά)

Posted by sarant στο 29 Αυγούστου, 2021

Θα δημοσιεύσω σήμερα κάτι το αξιοπερίεργο. Eδώ που κάνω τα μπάνια μου, έχω μια παλιά βιβλιοθήκη του παππού μου, με εξίσου παλιά βιβλία. Και καθώς σκάλιζα τις προάλλες, έπιασα ένα βιβλιαράκι με διηγήματα που δεν το είχα προσέξει άλλη φορά, τα Σκίτσα της φτωχολογιάς, κάποιου Θ.Δ.Μοσχονά.

Όπως βλέπετε, έχει εκδοθεί το 1924 στην Αλεξάνδρεια, από τις εκδόσεις Γράμματα του Στ. Πάργα που τόσο σημαντική επιρροή άσκησαν στα πνευματικά μας πράγματα στις αρχές του αιώνα και στον μεσοπόλεμο.

Τα εφτά διηγήματα του βιβλίου δεν είναι διηγήματα κοινωνικής καταγγελίας, όπως ίσως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από το εξώφυλλο, του Μίμη Παπαδημητρίου, ή από τον τίτλο, αλλά μάλλον νατουραλιστικές περιγραφές.

Επίσης, δεν υπάρχουν σαφείς νύξεις για τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσονται τα διηγήματα. Θα σκεφτόταν κανείς την Αίγυπτο, όπου εκδόθηκε το βιβλίο, αλλά δεν είδα καμιάν αναφορά στον πολυεθνικό χαρακτήρα του τόπου ούτε καν στα κλιματολογικά του στοιχεία, μόνο σε ένα διήγημα ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι το «μαγερειό» του τίτλου δεν είναι «κανένα γκριλ-ρουμ».

Ο Θεόδωρος Μοσχονάς, ο συγγραφέας, ήταν Λεριός και βρίσκουμε στη βιβλιογραφία του έργα για την ιστορία του νησιού. Στα «έργα του ιδίου» που προτάσσονται στο βιβλιαράκι που κρατάω στα χέρια μου, βρίσκω το «Κόκκινο Πάσχα», αλλά μην πάει το μυαλό σας σε κομμουνιστικά. Το βιβλίο «περιγράφει την τραγωδία των Δώδεκα Νησιών» δηλ. την προσάρτησή τους από την Ιταλία. Μαθαίνουμε πάντως ότι ήταν γραμματέας του προξενείου στο Μάντσεστερ και αργότερα εγκατέλειψε την Αγγλία και έζησε στην Αίγυπτο. Τον βρισκω, σε επόμενα χρόνια, να αναφέρεται ως Υπομνηματογράφος & Βιβλιοφύλαξ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Το διήγημα περιγράφει μια παράξενη γυναίκα που μένει σε μια σοφίτα στη φτωχογειτονιά και καταδυναστεύει τη γειτονιά με τη γλώσσα της. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δημοτική, διανθισμένη όμως με πολλά καθαρευουσιάνικα στοιχεία, που τα επιστρατεύει και για να προσδώσει ειρωνεία. Το διήγημα έχει κάποιο γλωσσικό ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων και στους διαλόγους με την Κυπραία. Ο τίτλος, Η καθαρόγλωσση, επίσης έχει ενδιαφέρον -χρησιμοποιείται μάλλον ειρωνικά, για το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμα της ηρωίδας αλλά και τις βρισιές της.

Δεν είμαι βέβαιος ότι η λογοτεχνική αξία του διηγήματος θα δικαιολογούσε να το ανασύρουμε από τη λήθη, σχεδόν 100 χρόνια μετά από τότε που εκδόθηκε -αλλά, όπως είπα το διήγημα είναι αξιοπερίεργο μάλλον παρά αξιόλογο. Για να διατηρήσω μάλιστα το εξωτικό κλίμα, δεν άλλαξα καθόλου την ορθογραφία, εκτός από το μονοτονικό. Άφησα όλα τα άλλα όπως είναι, παρόλο που κάποιες γραφές μπορεί να είναι απλώς ορθογραφικά λάθη και όχι επιλογές του συγγραφέα. Επιλογή του συγγραφέα πρέπει να είναι και η αποφυγή του τελικού ν πριν από π, κ, τ (π.χ. τη τραγιάσκα, το πατέρα), και φυσικά δεν οφείλεται σε δημοτικισμό.

Δεν εξηγώ τις πολλές δύσκολες λέξεις, που πολλές δεν τις ξέρω κιόλας. Στα σχόλια ίσως.

Πολλά είπα, ιδού η Καθαρόγλωσση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 118 Σχόλια »

Ο Άδωνις, οι Πρωτοέλληνες των 13 εκατομμυρίων χρόνων και το πανεπιστήμιο Alpine

Posted by sarant στο 10 Οκτωβρίου, 2018

Λένε πως τα κοινωνικά μέσα, το Φέισμπουκ και το Τουίτερ, είναι ένας μικρόκοσμος αποκομμένος από την «πραγματική ζωή». Ωστόσο, πριν από μερικές μέρες είδαμε ένα παράδειγμα περί του αντιθέτου. Ο μεταπτυχιακός φοιτητής Δημήτρης Κοργιαλάς, που χρησιμοποιεί το χρηστώνυμο Παρα-καντιανός στο Τουίτερ, ανέβασε στον λογαριασμό του ένα βιντεάκι διάρκειας 30 δευτερολέπτων με απόσπασμα από την παράδοση ενός μαθήματος στην ιδιωτική σχολή Ελληνική Αγωγή, που ανήκει στον αντιπρόεδρο της ΝΔ κ. Άδωνη Γεωργιάδη.

Στο απόσπασμα αυτό, η «καθηγήτρια» κ. Βασιλεία Στεργιοπούλου επιδίδεται σε ένα κρεσέντο αντιεπιστημονικών και ρατσιστικών απόψεων. Επειδή το βίντεο κατέβηκε από το Γιουτούμπ, για να το δείτε θα πρέπει να πάτε στη σελίδα του Παρα-καντιανού, αλλά έχω μεταγράψει εδώ το, σύντομο άλλωστε, κείμενο:

Εδώ λοιπόν πριν από 13 εκατομμύρια χρόνια, γεννήθηκε ο Πρωτάνθρωπος: ο Έλλην, ο λευκός, ο εκπρόσωπος της Αρίας Φυλής – ο Έλληνας είναι ο εκπρόσωπος της Αρίας Φυλής, δεν υπάρχει άλλη Αρία Φυλή, δεν υπάρχει Ινδοευρωπαϊκή φυλή, και δεν πρέπει να πέφτουμε σε τέτοιες παγίδες, είμαστε ξεκάθαροι. Ο Άριος είναι ο Έλληνας – άσχετα αν έχουν κλέψει τα σύμβολα, και αν οικειοποιούνται την Αρία φυλή και κάποιοι άλλοι. Άριος σημαίνει εξέχων, λαμπρός, διακεκριμένος.»

Όπως συνήθως, η ακροδεξιά αγαπά την αγυρτεία και η αγυρτεία ταιριάζει στην ακροδεξιά. Οι απόψεις για…. Έλληνα Πρωτάνθρωπο πριν απο 13 εκατομμύρια χρόνια είναι εντελώς αντιεπιστημονικές, ενώ η λέξη ’Αριος δεν έχει ελληνική ετυμολογία, είναι (στον Ηρόδοτο) η ονομασία των Μήδων και των Περσών. Τη λέξη βέβαια τη μίανε ο εθνικοσοσιαλισμός -και φυσικά αυτοί που απλώς «οικειοποιούνται» την Αρία φυλή δεν είναι άλλοι από τους Ναζί.

Για να καταλάβουμε πόσο εξωφρενικός είναι ο αριθμός των 13 εκατ. χρόνων: σύμφωνα με την παλαιοντολογία, τα 13 εκατ. χρόνια είναι στο μέσον της Μειοκαίνου περιόδου. Οι πρόγονοι των ανθρώπων δεν είχαν ακόμα διαφοροποιηθεί από τους προγόνους του χιμπατζή ώστε ν’ ακολουθήσουν το δικό τους εξελικτικό μονοπάτι -αυτό έγινε προς το τέλος της Μειοκαίνου, αρκετά εκατομμύρια χρόνια μετά. Κι όμως, η (οΘντκ) καθηγήτρια της Ελληνικής Αγωγής μιλάει για… Έλληνες!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκπαίδευση, Μύθοι, Μεταμπλόγκειν | Με ετικέτα: , , , , | 270 Σχόλια »

Τι μας έμαθαν οι αρχαίοι (Δημ. Σαραντάκος) 16 – Αλεξάνδρεια, ο φάρος της γνώσης

Posted by sarant στο 3 Ιουλίου, 2018

Εδώ και κάμποσο καιρό δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου «Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες;» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γνώση και έχει τον υπότιτλο «Χρηστομάθεια». Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη.

Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη έκτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Έχουμε πια περάσει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει εργοβιογραφικά σκιαγραφήματα διανοητών και τώρα οδεύουμε προς το τέλος του. (Θυμίζω πως δεν δημοσιεύω ολόκληρο το βιβλίο αλλά επιλεγμένα κεφάλαια).

Τα προηγούμενα έξι κεφάλαια του δευτέρου μέρους αυτού του βιβλίου ήταν αφιερωμένα στους έλληνες φιλοσόφους, από τους λαμπρούς Ίωνες και Ελεάτες, από τον Αναξαγόρα, τον Ηράκλειτο, τον Δημόκριτο και τον Σωκράτη, ώς τους διαδόχους του Πλάτωνα, του Αντισθένη και του Αριστοτέλη. Παρακολουθήσαμε πώς η φιλοσοφική σκέψη, στους τέσσερις αυτούς αιώνες βαθμιαία αποσπάστηκε όλο και πιο πολύ από τη ζωή, και πέρασε σε σφαίρες υπερβατικές, που ενδιέφεραν όλο και λιγότερους ανθρώπους.

Η ιωνική σαφήνεια και η αττική διαύγεια αντικαταστάθηκαν από έναν σκοτεινό και περίπλοκο μυστικισμό. Πολλές φιλοσοφικές σχολές, όπως οι Νεοπυθαγόρειοι και οι Στωικοί, παίρνουν με τον καιρό τη μορφή και το περιεχόμενο θρησκευτικών συλλόγων, με καθιερωμένες τελετουργίες, ακόμα και με ειδική χαρακτηριστική αμφίεση και εμφάνιση των μελών τους. Προετοιμάζεται η εποχή της πίστεως, που για χίλια και πάνω χρόνια θα αντικαταστήσει την εποχή του λόγου. Οι μόνοι που αντιστέκονται στην πορεία αυτήν είναι οι Επικούρειοι.

Πριν όμως φτάσουμε στην απόλυτη έκπτωση των φιλοσοφιών, όπως την περιγράφει καυστικά ο Λουκιανός στα θαυμάσια έργα του Βίων πράσις και Συμπόσιον ή Λαπίθαι, θα μεσολαβήσει ένα φωτεινό διάλειμμα δύο περίπου αιώνων, κατά το οποίο μεγαλουργεί, όχι πια η φιλοσοφία αλλά η επιστήμη, ενώ η λογοτεχνία (πεζογραφία και ποίηση) θα γνωρίσει κι αυτή μια πρόσκαιρη άνθηση. Αυτό όμως δεν θα γίνει στην παρακμασμένη Αθήνα αλλά σε μια καινούργια πόλη, στην Αλεξάνδρεια.

Από όλες (73 κατά μία παράδοση) τις Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είναι χωρίς αμφιβολία η λαμπρότερη, η ενδοξότερη και η μακροβιότερη, αφού εξακολουθεί ώς τις μέρες μας να σφύζει από ζωή. Ο στρατηγός του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος ο Λάγου, την έκανε πρωτεύουσα της ελληνιστικής Αιγύπτου, και έμεινε επί χίλια χρόνια το μεγαλύτερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in χημεία, Αρχαίοι, Δημήτρης Σαραντάκος, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , | 95 Σχόλια »

Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους (Δημ. Σαραντάκος) 2 – Ο αρχιτέκτονας του Φαραώ και ο παμπόνηρος γιος του

Posted by sarant στο 23 Μαΐου, 2017

Πριν από 15 μέρες άρχισα να δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Γνώση. Η πρώτη δημοσίευση βρίσκεται εδώ (φυσικά πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες).

Συνεχίζω σήμερα με μια δεύτερη ιστορία, πάλι από τον Ηρόδοτο, η οποία εκτυλίσσεται επίσης στην Αίγυπτο.

  1. Ο αρχιτέκτονας του Φαραώ και ο παμπόνηρος γιος του

(Η ιστορία αυτή είναι επίσης από το 2ο Βιβλίο,  Ευτέρπη, κεφαλαιο 121)

Ο φαραώ της Αιγύπτου Ραμψίνιτος (πρόκειται μάλλον για τον Ραμσή τον Β΄) είχε συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο σε χρυσό, άργυρο, πολύτιμες πέτρες και διάφορα τεχνουργήματα. Ανέθεσε λοιπόν στον ικανότατο αρχιτέκτονά του, που του είχε φτιάξει το παλάτι, πολλούς ναούς και άλλα σπουδαία κτίρια, να του κατασκευάσει ένα ασφαλές θησαυροφυλάκιο.

Πραγματικά ο αρχιτέκτονας κατασκεύασε στον περίβολο των ανακτόρων ένα κτίριο από συμπαγείς πέτρινους τοίχους, χωρίς κανένα άνοιγμα εκτός από την είσοδο, η οποία επικοινωνούσε μόνο με το ανάκτορο, με κλειστό διάδρομο φρουρούμενο συνεχώς. Ικανοποιημένος ο φαραώ αφού επιθεώρησε το θησαυροφυλάκιο και επείσθη για την ασφάλειά του, συσσώρευσε σ΄αυτό ότι πολύτιμο είχε.

Ο αρχιτέκτονας όμως, που είχε δυο γιους ανεπρόκοπους και κακομαθημένους, είχε προνοήσει να εξασφαλίσει κατά κάποιον τρόπο το μέλλον τους. Όταν λοιπόν πέθαινε τους φώναξε κοντά του και τους είπε πως στον εξωτερικό τοίχο του θησαυροφυλακίου, τον μόνο που ήταν προσιτός από το δρόμο, είχε αφήσει μια μυστική, στενή και απολύτως αόρατη είσοδο. Τους είπε τα κρυφά σημάδια που τη δείχνανε και το μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσαν να την ανοίξουν, ώστε, αν ποτέ βρεθούν σε ανάγκη, να μπουν στο θησαυροφυλάκιο και να πάρουν όσο χρυσάφι ή ασήμι χρειάζονταν. Τους συνέστησε όμως αυτό να tο κάνουν σε πολύ αραιά διαστήματα και κάθε φορά να παίρνουν πολύ μικρές ποσότητες ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κλοπή, που σύμφωνα με τους αιγυπτιακούς νόμους και ήθη δεν ήταν μόνο κλοπή αλλά και ιεροσυλία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Αρχαίοι, Δημήτρης Σαραντάκος, Ευτράπελα | Με ετικέτα: , | 127 Σχόλια »

Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους (Δημ. Σαραντάκος) 1 – Το σανδάλι της Ροδώπιδας

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2017

Μια από τις παραδόσεις του ιστολογίου είναι ότι κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες κάποιο βιβλίο του αξέχαστου πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. (Πρωτύτερα, όταν ζούσε, δημοσίευα κάθε Τρίτη το χρονογράφημα που έγραφε στη μυτιληνιά εφημερίδα Εμπρός) Έτσι, πριν από δεκαπέντε μέρες ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημά του «Τα έπη των Αριμασπών».

Από σήμερα περνάμε σε ένα άλλο βιβλίο, το «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Γνώση. Πρόκειται για το πιο επιτυχημένο εμπορικά βιβλίο του πατέρα μου, και ακριβώς επειδή βρίσκεται ακόμα στο εμπόριο δεν θα το δημοσιεύσω εδώ ολόκληρο, αλλά μόνο αποσπάσματα, σαν (γενναιόδωρο πάντως) ορεκτικό.

Σήμερα θα δημοσιεύσω τον πρόλογο του βιβλίου και μια «ιστορία από τον Ηρόδοτο».

Πρόλογος

Εμείς οι παλαιότεροι υποτίθεται ότι διδαχτήκαμε Αρχαία Ελληνικά. Πραγματικά και στις 6 τάξεις του τότε Γυμνασίου, τα Αρχαία ήταν το κύριο μάθημα, με μία τουλάχιστον ώρα διδασκαλίας  τη μέρα, κάθε μέρα και επί έξι χρόνια! Και τελικά τι διδαχθήκαμε; γραμματική, συντακτικό, “τεχνολογία” και ουσία μηδέν (σ΄όλα τα γυμνασιακά μας χρόνια ζήτημα είναι αν κάναμε δέκα σελίδες Όμηρο και είκοσι Ξενοφώντα ή Ηρόδοτο). Και τι μάθαμε; Το μόνο που μάθαμε ήταν  να αντιπαθήσουμε δια βίου τον Όμηρο, τους Τραγικούς, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, εκείνον τον αχώνευτο τον Λυσία και τον Δημοσθένη, αφού στο όνομά τους είχαμε τυραγνιστεί. Ποτέ μας δεν υποπτευθήκαμε τους θησαυρούς, που κρύβονται στα βιβλία των αντιπαθών αυτών προσώπων, αφού, μένοντας άγευστοι της ουσίας, δηλαδή των νοημάτων και των ιδεών τους, κατατριβόμασταν στο συντακτικό και τη γραμματική.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Αρχαίοι, Δημήτρης Σαραντάκος, Ευτράπελα | Με ετικέτα: , , , | 149 Σχόλια »

Λεξιλογώντας με τον Αστερίξ και την Κλεοπάτρα

Posted by sarant στο 27 Απριλίου, 2017

Εδώ και δύο χρόνια έχω αρχίσει να παρουσιάζω, κάθε δυο μήνες, από μία περιπέτεια του Αστερίξ, ενός από τα πιο αγαπημένα μου κόμικς.

Όπως έχω πει, με μια δόση υπερβολής βέβαια, οι 24 τόμοι του Αστερίξ (εννοώ την κοινή δημιουργία του Ρενέ Γκοσινί και του Αλμπέρ Ουντερζό) είναι μια από τις σημαντικότερες προσφορές της Γαλλίας στον παγκόσμιο πολιτισμό μεταπολεμικά. Τουλάχιστον η γενιά μου, που γνώρισε τον Αστερίξ στα φοιτητικά της χρόνια, τον αγάπησε σχεδόν ομόθυμα -και η ανταπόκρισή σας σε αυτές τις δημοσιεύσεις ήταν πολύ θετική, οπότε είχα πει ότι θα αρχίσω να παρουσιάζω στο ιστολόγιο, έναν προς έναν, τους 24 τόμους του Αστερίξ, κάτι που, με μια συχνότητα έναν τόμο κάθε δίμηνο (και εφόσον δεν κάνω παρασπονδίες) θα μας πάρει τέσσερα χρόνια. Ήδη πάντως ξεπεράσαμε τα μισά.

Ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 2014, με μια παρουσίαση της περιπέτειας Αστερίξ στους Βρετανούς και μετά με μια γενική παρουσίαση των πρωταγωνιστών του κόμικς. Τον Δεκέμβριο είχαμε τη δεύτερη περιπέτεια, την Κατοικία των θεών, τον Φλεβάρη 2015 είδαμε τον Μάγο (ή Μάντη) ενώ στα τέλη Απριλίου παρουσίασα τον «Αστερίξ στη χώρα των Ελβετών». Τέλη Ιουνίου 2015 παρουσιάστηκε Ο αγώνας των αρχηγών, η πέμπτη περιπέτεια της σειράς, αλλά στα τέλη Αυγούστου δεν είχαμε περιπέτεια για τεχνικούς λόγους. O κύκλος συνεχίστηκε στα μέσα Οκτωβρίου με τον Αστερίξ στην Κορσική και η τελευταία δημοσίευση για το 2015 ήταν την παραμονή των Χριστουγέννων με τον Αστερίξ Λεγεωνάριο. Το 2016 ξεκίνησε με την περιπέτεια Οβελίξ και σία τον Φλεβάρη, ενώ τον Απρίλιο ανέβασα το Δώρο του Καίσαρα. Τον Ιούνιο είχε πέσει πολλή δουλειά, τον Αύγουστο είχαμε το… θερινό ραστόνι (και θα ήταν ευκαιρία να βάλουμε τον Αστερίξ Ολυμπιονίκη, κρίμα), οπότε ξαναπιάσαμε το νήμα τον Οκτώβριο με την Ασπίδα της Αρβέρνης. ενώ τον Δεκέμβριο ακολούθησε το Χρυσό δρεπάνι. Πρώτη περιπέτεια του 2017, τον Φλεβάρη, ήταν το Μεγάλο ταξίδι, που συμπλήρωσε την πρώτη δωδεκάδα. Το Πάσχα, οι εκλογές και η πληθώρα επικαίρου ύλης, που λέγανε παλιά οι εφημερίδες, μας πήγαν λίγο πίσω αλλά σήμερα παρουσιάζουμε την περιπέτεια «Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα».

Θυμίζω ότι οι περιπέτειες του Αστερίξ κυκλοφόρησαν σε αυτοτελείς τόμους στα ελληνικά πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τις εκδόσεις Ψαρόπουλου (σε μετάφραση αρχικά του Κώστα Ταχτσή και μετά του Αργύρη Χιόνη) ενώ αργότερα κυκλοφόρησαν σε νέα μετάφραση (της Ειρήνης Μαραντέι) από τις εκδόσεις Μαμούθ, που είναι και η έκδοση που (νομίζω πως) βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο εμπόριο.

Ωστόσο, στην περιπέτεια που μας ενδιαφέρει σήμερα, Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα, διαπιστώνω με κάποια έκπληξη ότι η έκδοση της Μαμούθ χρησιμοποιεί την ίδια μετάφραση με την παλιότερη έκδοση του Ψαρόπουλου -τουλάχιστον το τεύχος της Μαμούθ που έχω στα χέρια μου. Δεν ξέρω αν έγινε επανέκδοση με διαφορετική μετάφραση. Αυτό σημαίνει πως τούτο το άρθρο, κατ’ εξαίρεση, δεν θα έχει σύγκριση των δύο ελληνικών μεταφράσεων, όπως κάνω συνήθως στα αστεριξολογικά άρθρα μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αστερίξ, Κόμικς, Λογοπαίγνια, Μεταφραστικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 129 Σχόλια »

Ο Μποστ και η επίσκεψη του Νάσερ

Posted by sarant στο 23 Σεπτεμβρίου, 2016

Τις Παρασκευές του αποκαλόκαιρου έχουμε πει να βάζουμε Μποστ, κάτι που μάλλον θα σταματήσει στα τέλη του μήνα. Την περασμένη Παρασκευή είχαμε δει το ταξίδι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στη Βόννη το 1960. Στο 1960 θα μείνουμε και σήμερα, αλλά θα δούμε πώς σχολίασε ο Μποστ μια επίσκεψη ξένου ηγέτη στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα του Νάσερ, του ηγέτη της Αιγύπτου.

Το πρώτο από τα δύο σκίτσα που θα παρουσιάσω το είχα παλιότερα ανεβάσει στον ιστότοπό μου, αν και με ελάχιστο σχολιασμό.

naser1

Το σκίτσο δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία στις 12 Ιουνίου 1960, λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, προέδρου της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (βραχύβια κρατική ένωση Αιγύπτου και Συρίας) στην Ελλάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γελοιογραφίες, Λογοπαίγνια, Μποστ, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | 98 Σχόλια »

Η σκόνη που σκότωνε καλόγερους

Posted by sarant στο 29 Μαρτίου, 2016

Επειδή σήμερα ταξιδεύω, αναδημοσιεύω με κάποιες αλλαγές ένα παλιότερο άρθρο, που αρχικά είχε δημοσιευτεί πριν από έξι χρόνια (και βάλε), ελπίζοντας ότι οι μεν δεν θα το ξερουν και οι δε δεν θα το θυμούνται πολύ καλά.

kohlΟ τίτλος είναι, βέβαια, πολλαπλά παραπλανητικός. Πιο σωστό θα ήταν «Το ημιμέταλλο που δήθεν πήρε το όνομά του επειδή κάποιοι καλόγεροι λέγεται ότι δηλητηριάστηκαν από δαύτο», αλλά παραείναι μακρύ για τίτλος και μαρτυράει και το θέμα. Διότι, φαντάζομαι, θα καταλάβετε για ποιο πράγμα σας μιλάω.

Η… φονική σκόνη για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα, είναι ένωση ενός στοιχείου που ανήκει σε μια μεσοβέζικη κατηγορία χημικών στοιχείων, που είναι και δεν είναι μέταλλα  ή ίσως πότε είναι και πότε δεν είναι. Πολλοί τα λένε «ημιμέταλλα» και άλλοι επαμφοτερίζοντα. Μερικά από αυτά έχουν αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά τούτο εδώ έχει σίγουρα την πιο συναρπαστική, που ξεκινάει από την αρχαία Αίγυπτο.

Οι Αιγύπτιες της παλιάς εκείνης εποχής (που όταν έχτιζαν πυραμίδες, εμείς κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα) δεν διέφεραν πολύ από τις σημερινές και αγαπούσαν πολύ να βάφουν τα μάτια τους. Στα αιγυπτιακά, αυτή η σκόνη με την οποία βάφονταν, που ήταν σκόνη θειούχου αντιμονίου, ονομαζόταν στιμ, και από εκεί πέρασε στα αρχαία ελληνικά ως στίμμι ή στίβι.

Η λέξη έχει αρκετές εμφανίσεις στη γραμματεία· για παράδειγμα, στη μετάφραση των εβδομήκοντα της Βίβλου, στον Ιεζεκιήλ (23:40) διαβάζουμε για μια γυναίκα η οποία μόλις έβλεπε από μακριά να έρχονται άντρες λουζόταν και έβαφε τα μάτια της· εκεί χρησιμοποιείται το ρήμα στιβίζομαι, ενώ αλλού το στιμίζομαι ή στιμμίζομαι, όπως όταν η Ιεζάβελ «ήκουσεν και εστιμίσατο τους οφθαλμούς αυτής» (Βασ.Δ’, 9.30). Μάλιστα, το στίμμι ή στίβι το είπαν και πλατυόφθαλμον, επειδή κάνει τα μάτια να φαίνονται πιο μεγάλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in χημεία, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Περιοδικό σύστημα | Με ετικέτα: , , , , , , | 201 Σχόλια »

Καβαφισμός και άλλες επιδημίες από την Αίγυπτο

Posted by sarant στο 21 Ιουνίου, 2015

Το σημερινό κυριακάτικο, άρα φιλολογικό μας άρθρο αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, συνέχεια ενός παλιότερου φιλολογικού άρθρου. Βέβαια, το παλιότερο εκείνο άρθρο δεν δημοσιεύτηκε την περασμένη ή την προπερασμένη Κυριακή αλλά πριν από τριάμισι χρόνια -τι τα θέλετε όμως, αν ο βίος είναι βραχύς, η τέχνη είναι μακρά.

Στο άρθρο που είχα γράψει το 2012 για την τερατώδη γκάφα του (οΘντκ) φιλόλογου κ. Σ. Καργάκου να βγάλει φασίστα τον Καβάφη επειδή σε κάποια παλιά εφημερίδα βρήκε μια πλαστή επιστολή υπέρ του φασιστικού κόμματος που την υπέγραφε ο Καβάφης και άλλοι επιφανείς αλεξαντριανοί, αγνοώντας ότι υπήρξε διάψευση και μη μπορώντας να δει ότι ο Καβάφης με τον Λαγουδάκη δεν θα υπέγραφαν μαζί ούτε έγγραφο διαμαρτυρίας για τα τσουχτερά κοινόχρηστα της οκέλας τους (της πολυκατοικίας δηλαδή), έγραφα και τα εξής: Οι φίλοι του Καβάφη συγκέντρωσαν υπογραφές κάτω από ένα κείμενο διαμαρτυρίας, το οποίο δημοσιεύτηκε ευρέως και στην Αλεξάνδρεια αλλά και στην Αθήνα. Ο Δρ Λάιγξ κατατροπώθηκε, αλλά η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου οι φίλοι του Παλαμά αισθάνθηκαν να απειλείται το είδωλό τους από τον αλεξανδρινό ποιητή. Όχι με μεγάλη δόση υπερβολής θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξαιτίας του επεισοδίου Λαγουδάκη βγήκε το ειδικό καβαφικό τεύχος του περιοδικού Νέα Τέχνη, μορφοποιήθηκε ο πυρήνας των φίλων του Καβάφη στην Αθήνα (Λαπαθιώτης, Βαϊάνος κτλ.) και εδραιώθηκε ο Καβάφης ως το αντίπαλον δέος στον Παλαμά. Όμως το κεφάλαιο αυτό θα μας απασχολήσει σε επόμενο σημείωμα, διότι ήδη έχω γράψει πάρα πολλά.

Βρισκόμαστε στα 1924 και στην ελληνική ποίηση, όπως τουλάχιστον αυτή είναι αντιληπτή στην Αθήνα, κυριαρχεί ο Παλαμάς, αν και ο Καβάφης έχει αρχίσει να ακούγεται. Με αφορμή το επεισόδιο Λαγουδάκη λοιπόν, ο Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο εκδότης του ιστορικού Νουμά, της ναυαρχίδας των δημοτικιστών, έγραψε στην εφημερίδα Έθνος, όπου είχε καθημερινή φιλολογική στήλη αλλά και χρονογράφημα, το άρθρο που θα διαβάσετε, με τίτλο «Καβαφισμός». Στο αρνητικότατο για τον Καβάφη άρθρο, που παρομοίαζε με επιδημία τον καβαφισμό, απάντησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, από τους πρώτους και πιο πιστούς φίλους του Καβάφη στην Αθήνα, με μια μάλλον σύντομη επιστολή του, που την παρουσιάζω επίσης. Οι δυο επιστολές είναι γνωστές στους παροικούντες τη φιλολογικήν Ιερουσαλήμ, αλλά αν δεν κάνω λάθος δεν υπάρχουν στο Διαδίκτυο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Καβαφικά, Λαπαθιώτης, Μικροφιλολογικά, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 58 Σχόλια »

Ένα καλό πραξικόπημα;

Posted by sarant στο 4 Ιουλίου, 2013

tahrirΟι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς όταν άκουσαν τον στρατηγό αλ-Σίσι, Υπουργό Αμύνης και επικεφαλής των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων, να ανακοινώνει την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι.

Η εξέγερση είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετές μέρες, με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την άνοδο του Μόρσι στην εξουσία. Οι εξεγερμένοι, που το κεντρικό τους σύνθημα ήταν η λέξη Ταμαρόντ (στα αγγλικά τη μεταφράζουν Rebel) μάζεψαν 22 εκατομμύρια υπογραφές ζητώντας την αποπομπή του Προέδρου και τον κάλεσαν να παραιτηθεί αλλιώς θα ξεκινούσαν εκστρατεία πολιτικής απείθειας (αν μεταφράζεται έτσι το civil disobedience) ανυπακοής.

Την κρίσιμη στιγμή πέρασε στο προσκήνιο ο στρατός της Αιγύπτου και έδωσε τελεσίγραφο στον Μόρσι να σεβαστεί τη θέληση του λαού. Σε ένα προχτεσινό διάγγελμα ο πρόεδρος δεν έδειξε να συμβιβάζεται, οπότε χτες ο στρατός τον ανέτρεψε και όρισε προσωρινό πρόεδρο της χώρας τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου, ανέστειλε το Σύνταγμα και ανάγγειλε πρόωρες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές.

Ο Μόρσι ήταν μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων, ενός από τα δύο ισλαμικά κόμματα της Αιγύπτου (ακριβέστερα, το πολιτικό κόμμα που εκφράζει την οργάνωση λέγεται Κόμμα Δικαιοσύνης και Ελευθερίας). Βγήκε με μικρή διαφορά νικητής στις περυσινές εκλογές, μετά βίας 51% -αντίπαλός του ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός του Μουμπάρακ, ο Αχμέντ Σαφίκ. Στον πρώτο γύρο είχαν πάρει μέρος 12 υποψήφιοι, πέντε από τους οποίους είχαν πάρει διψήφια ποσοστά. Ο Μόρσι πήρε 25%, ο Σαφίκ 24%, τρίτος ένας κοσμικός υποψήφιος, κυνηγημένος από τον Μουμπάρακ, με 21%. Ο Μόρσι άλλωστε δεν ήταν η πρώτη επιλογή του κόμματός του -αρχικά είχε υποβάλει υποψηφιότητα ένας άλλος, δημοφιλέστερος, ισλαμιστής υποψήφιος, ο Ελ Σατέρ, ο οποίος όμως αποκλείστηκε από την Εκλογική Επιτροπή, διότι είχε φυλακιστεί από το καθεστώς Μουμπάρακ, κι έτσι πήρε τη θέση του ο Μόρσι, που δεν είχε μεγάλη ανάμιξη ως τότε με την ενεργό πολιτική, ήταν ένας αμερικανοσπουδαγμένος πλούσιος επιχειρηματίας. Άλλοι υποψήφιοι, όπως ο γνωστός στη Δύση Ελ-Μπαραντέι, πρώην πρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, αποσύρθηκαν αυτόβουλα, βλέποντας ότι δεν έχουν τύχη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα | Με ετικέτα: , | 142 Σχόλια »

Μπακάλης είσαι και φαίνεσαι! (επανάληψη)

Posted by sarant στο 17 Αυγούστου, 2012

Και πάλι επανάληψη, θερινή περίοδος γαρ, με ένα από τα πρώτα άρθρα του ιστολογίου, τώρα όμως σε αρκετά επαυξημένη έκδοση, αφού έχω ενσωματώσει τα σχόλια του αρχικού άρθρου και έχω προσθέσει και κάμποσο υλικό στο τέλος.

Η φωτογραφία από το giapraki.com

Πολλές φορές το ‘μπακάλης’ το λέμε υποτιμητικά, για κάποιον που κάνει χονδροειδείς υπολογισμούς και προχειροδουλειές και πιο συχνό ακόμα είναι το ‘μπακάλικος’ ή ‘μπακαλίστικος’ που το λέμε για έναν εμπειρικό και πρόχειρο τρόπο εργασίας· βέβαια, όταν ο τρόπος αυτός φέρνει αποτελέσματα χωρίς να χολοσκάει για τη θεωρία, μπορεί η λέξη ‘μπακάλικος’ να πάρει και ελαφρώς θετική απόχρωση. Όμως, δεν θα μιλήσω γι’ αυτή καθαυτή τη λέξη.

Θα μιλήσω για την τουρκική λέξη bakkal, από την οποία βέβαια προέρχεται και η δικιά μας ελληνική. Ο bakkal ήταν ο μπακάλης, ο παντοπώλης, αλλά στα χωριά της εποχής εκείνης συχνότατα το μπακάλικο ήταν το μοναδικό μαγαζί. Ο bakkal λοιπόν ήταν και λιγάκι πανδοχέας, και λιγάκι σαράφης, και λιγάκι τοκογλύφος.

Στα χωριά της Μικρασίας και της Αιγύπτου, αυτός ο bakkal ήταν σχεδόν πάντα Ρωμιός. Σε ταξιδιωτικούς οδηγούς Μπαίντεκερ της Αιγύπτου πριν από τον πόλεμο, βρίσκει κανείς φράσεις όπως: Στις περισσότερες πόλεις, ο έλληνας bakkal θα σας δώσει ένα απλό δωμάτιο για ύπνο. Στο βιβλίο Cairo and its environs των Lamplough και Francis διαβάζουμε (στη σελ. 91): every village contains one Greek ” bakkal ” or grocer-moneylender, παναπεί κάθε χωριό έχει και τον δικό του έλληνα μπακαλοσαράφη. Αφού το ισλαμικό δίκαιο απαγόρευε τον έντοκο δανεισμό, οι μπακάληδες αντικατέστησαν τις τράπεζες. Ό,τι έγινε και με τους Εβραίους στη Δύση και την απαγόρευση αυτή τη φορά απ’ την Kαθολική εκκλησία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εθνοφαυλισμοί, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , | 67 Σχόλια »

Η κατάρα, μια «φιλολογική εκτροχίαση» του Ν. Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 18 Μαρτίου, 2012

Κυριακή σήμερα, θέμα λογοτεχνικό θα έχουμε -και επειδή την Τετάρτη που μας έρχεται, στις 21 Μαρτίου, είναι η ημέρα της ποίησης, ταιριάζει να βάλω ένα ποίημα και μάλιστα αθησαύριστο. Το άρθρο μου που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 31 του κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά που μόλις κυκλοφόρησε.

Ο Λαπαθιώτης με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού, γύρω στο 1918

Στην αυτοβιογραφία του, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αναφέρεται, στη ρύμη του λόγου του, σε διάφορα ποιήματα ή πεζά έργα του που έχουν μείνει αθησαύριστα, χωρίς όμως να δίνει και πολλές ενδείξεις στον ερευνητή που θα ήθελε να τα αναζητήσει. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το «Εις τον θάνατον των υιών του Ριτσιότη Γαριβάλδη», που το παρουσίασα σε προηγούμενο τεύχος των Μικροφιλολογικών (και στο ιστολόγιο). Ο Λαπαθιώτης δεν μνημονεύει  σαφώς το συγκεκριμένο ποίημα· απλώς αναφέρει ότι μέσα στον πόλεμο έγραψε άρθρα και ποιήματα υμνητικά για τη Γαλλία, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες.

Μια κάπως σαφέστερη νύξη υπάρχει σε άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας του, κι αυτή με οδήγησε στο αθησαύριστο ποίημα που θα παρουσιάσω σήμερα. Συγκεκριμένα, στις τελευταίες σελίδες του έργου (σελ. 272-3 στην έκδοση του Κέδρου), εκεί που αφηγείται τη ζωή του στην Αίγυπτο το 1917, ο Λαπαθιώτης θυμάται: «Σχετίσθηκα επίσης και με τους ελληνικούς φιλολογικούς κύκλους του Καΐρου, και μάλιστα συνέβη και τούτο το νόστιμο: Ένα περιοδικό, ο Φοίνικας, που μου είχε ζητήσει συνεργασία και του έδωκα, επειδή εν τω μεταξύ είχα δημοσιεύσει στις εκεί ελληνικές εφημερίδες κάποιο ποίημα, που έθιγε τους πολύ εύθικτους πολιτικούς αντιφρονούντας, έβαλε το πεζοτράγουδό μου στην πρώτη του σελίδα και στην τελευταία μ’ έβριζε πατόκορφα! Εκεί έγραψα και άλλα πολλά πράγματα -στίχους και πεζά- που έχουν μείνει εντελώς ανέκδοτα ως σήμερα, κι ίσως ποτέ να μη δουν το φως -ποιος ξέρει…»

Το επίμαχο τεύχος του Φοίνικα ήταν το τριπλό τεύχος 10-12 (Σεπτ.-Νοε. 1916). Ωστόσο, παρά την χρονολογική αυτή ένδειξη, το περιοδικό σίγουρα τυπώθηκε πολύ αργότερα, σαφώς μέσα στο 1917, και μάλιστα η εκτύπωση έγινε σε δόσεις, όπως συνηθιζόταν τότε. Το «πεζοτράγουδο» του Λαπαθιώτη ήταν το εναρκτήριο κείμενο του τεύχους, αν και προτιμώ να το χαρακτηρίζω «διήγημα», μεταξύ άλλων και λόγω της έκτασής του (τρεις σελίδες) όσο κι αν, πράγματι, βρίσκεται ανάμεσα στα δυο είδη. Διήγημα άλλωστε το χαρακτήρισε και η συντακτική ομάδα του περιοδικού, σε μια σημείωση στις τελευταίες σελίδες του τεύχους: «Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Ενταύθα. Το διήγημά σου αν το βλέπεις να δημοσιεύεται στον Φοίνικα είναι γιατί είχε τυπωθεί ένα μήνα πριν από τη φιλολογική εκτροχίασή σου: ο μόνος λόγος που μας αναγκάζει σήμερα να το κυκλοφορήσουμε». Αυτό είναι το βρισίδι στο οποίο αναφέρεται ο Λαπαθιώτης -όχι και τόσο πατόκορφο, θα έλεγα, αλλά γράφει 23 χρόνια μετά και από μνήμης. Πάντως, σε αδρές γραμμές, η αναφορά της αυτοβιογραφίας επιβεβαιώνεται.

Να θυμηθούμε τα περιστατικά: ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ταξίδεψε στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα του 1916, συνοδεύοντας τον πατέρα του, Λεωνίδα Λαπαθιώτη, στρατηγό του στρατού της Εθνικής Άμυνας· αντικείμενο της αποστολής τους ήταν να αντλήσουν οικονομική ενίσχυση και να στρατολογήσουν εθελοντές από τις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου. Στις αλεξανδρινές εφημερίδες της εποχής βρίσκω αρκετές αναφορές στις δραστηριότητες του στρατηγού, τις διαλέξεις που έδινε και τις συναντήσεις του με επιφανείς παράγοντες της ομογένειας, αλλά λίγες φορές μνημονεύεται ο Ναπολέοντας· βρίσκουμε ωστόσο το όνομά του στην κατάσταση των επιτυχόντων στον διαγωνισμό ανθυπολοχαγών-διερμηνέων.

Ποια ήταν όμως η πέτρα του σκανδάλου; Το έργο του Λαπαθιώτη που χαρακτηρίστηκε «φιλολογική εκτροχίαση» λάνθανε μέχρι σήμερα. Ο Τάκης Σπετσιώτης υποθέτει ότι έτσι χαρακτηρίστηκε η «έμμετρη υπεράσπιση των Γάλλων και της Αντάντ», υπονοώντας το γαλλόφιλο σονέτο Κραυγή!, αλλά δεν έχει δίκιο. Είχα την τύχη να ανακαλύψω το… σώμα του εγκλήματος στην αλεξανδρινή εφημερίδα Ταχυδρόμος-Ομόνοια, στο φύλλο της 2 Ιουνίου 1917. Πρόκειται για ένα ποίημα που δημοσιεύεται στη δεύτερη σελίδα, αλλά σε περίοπτη θέση και με παχιά, ημίμαυρα τυπογραφικά στοιχεία. Προτάσσεται η εξής εισαγωγή (μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Λαπαθιώτης, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , | 39 Σχόλια »

Ποιο ζώο είναι η γκαμούζα;

Posted by sarant στο 25 Αυγούστου, 2011

Στον Τελευταίο σταθμό του Σεφέρη (λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’αρέσουν…) υπάρχουν και οι εξής ωραίοι στίχοι:
το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια

Την πρώτη φορά που διάβασα το ποίημα, μικρός, μόλις έφτασα στις γκαμούζες,  σκέφτηκα πως είναι οι γκαμήλες. Παρακμάσαν, ερημώσαν οι μεγάλες πολιτείες, σκέφτηκα. Στην έρημο ταιριάζουν οι γκαμήλες. Εκεί τον άφησα τον στίχο και δεν με ξαναπροβλημάτισε για μερικές δεκαετίες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 97 Σχόλια »