Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Αγία Παρασκευή Λέσβου’

Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από το 1973

Posted by sarant στο 17 Δεκεμβρίου, 2021

Συμπληρώνονται σήμερα δέκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του, μέχρι πολύ πρόσφατα, που εξαντλήθηκε το απόθεμα των κειμένων. Έχουν απομείνει βέβαια ορισμένα έργα του «στο συρτάρι», που διστάζω όμως να τα παρουσιάσω καθώς δεν είχε ο ίδιος κάνει την τελειωτική επιμέλεια πριν από τη δημοσίευση. Επίσης, υπάρχουν ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή.

Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, που ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά πριν από δέκα χρόνια, κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το Έκτο καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 1973.

Το έκτο καλοκαίρι

Από το προηγούμενο καλοκαίρι περάσανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Στα χρόνια αυτά στήσαμε το νοικοκυριό μας, κάναμε άλλα δύο παιδιά,  αποχτήσαμε το πρώτο μας αυτοκίνητο, δέσαμε τις παλιές μας φιλίες, μεγαλώσαμε κατά τρία δωμάτια το σπίτι μας, ταξιδέψαμε πολύ και  εγώ έγραψα και τύπωσα ένα βιβλίο τεχνικού περιεχομένου.

Η δικτατορία δεν μας πείραξε, μολονότι τις πρώτες μέρες της φοβόμουν πως θα με πιάνανε. Φαίνεται πως για κάποιον, άγνωστο σε μένα, λόγο οι στρατιωτικοί δεν με είχαν στα δικά τους κατάστιχα, γιατί στην Αστυνομία είχα ογκώδη φάκελο. Τον δεύτερο χρόνο όμως απολύσανε την Κική από τη δουλειά της στο Αρεταίειο. Εγώ είχα παραιτηθεί από τον ΕΟΤ το 1965 και έτσι πρόλαβα να φύγω μόνος μου,  πριν με απολύσουν, όπως, κατά τον θείο μου τον Μιχάλη, είχανε σκοπό να κάνουν από τον καιρό ακόμη των «αποστατών». Έτσι γίναμε και οι δύο ελεύθεροι επαγγελματίες και παρά το αρχικό στένεμα και τις αναπόφευκτες λαχτάρες του ελεύθερου επαγγέλματος, τελικά επιζήσαμε αρκετά άνετα. Είχαμε μόνο κάτι ψιλοπεριπέτειες με την υγεία μας.

Το καλοκαίρι αυτό η δικτατορία των συνταγματαρχών κρατούσε ακόμα, αλλά όλα δείχνανε πως είχε φάει τα ψωμιά της. Ήδη από τη  διεθνή πίεση και κατακραυγή είχε αναγκαστεί τον Ιούλιο να απολύσει πολλούς πολιτικούς κρατούμενους από τα Γιούρα και τη Λέρο.

Αυτό το καλοκαίρι, που ο Νίκος ήταν  δεκατριώ χρονών, η Λένα έντεκα και η Έφη πέντε, αποφασίσαμε να πάμε τρεις βδομάδες στο νησί που γεννήθηκα και μάλιστα όχι μόνο εμείς οι πέντε αλλά κι ο Βασίλης με την Αλίκη και τους δυο γιους τους.

…………………….

Μιαν άλλη μέρα πήγαμε στην Αγιά Παρασκευή στου Πάνου του Ευαγγελινού, που διατηρούσε ακόμα το φαρμακείο του. Στον πηγαιμό αφηγήθηκα στα παιδιά και την Κική για το τελευταίο καλοκαίρι της Κατοχής που πέρασα εκεί, για το μοναδικό κατόρθωμα μου ως «αγωνιστή» της Εθνικής Αντίστασης, να προκαλέσω δηλαδή χωρίς λόγο την εκκένωση ενός ολόκληρου χωριού και τους ενημέρωσα για την προσωπικότητα του ανθρώπου που θα επισκεπτόμασταν.

Ο Πάνος Ευαγγελινός, φαρμακοποιός το επάγγελμα, ήταν στην πραγματικότητα λόγιος με τρία ως τότε βιβλία στο ενεργητικό του και πολλές δημοσιεύσεις στα τοπικά έντυπα. Κυρίως όμως ήταν φαρσέρ με ταλέντο, από τότε που ήταν νεαρός φοιτητής. Όταν άνοιξε το φαρμακείο του συστηματοποίησε αυτή του την ενασχόληση. Ταχτικό θύμα του ήταν ένας μπακάλης, που είχε εκεί δίπλα το μαγαζί του. Ήταν φοβερά παραδόπιστος και ταυτόχρονα πολύ καχύποπτος. Σε οποιαδήποτε πράξη ή πρόθεση του άλλου προσπαθούσε να ανακαλύψει κάποιο κρυφό κίνητρο, που οπωσδήποτε θα συνδεόταν με χρηματικό όφελος.

Με την ευκαιρία και για να περάσει η ώρα μας, αφηγήθηκα στα παιδιά δυο τέτοιες φάρσες, που διέπραξε σε βάρος του εν λόγω μπακάλη.

Μια μέρα λοιπόν, μπαίνοντας στο μπακάλικο για να ψωνίσει κάτι, ο Πάνος αντιλήφθηκε πως ο μπακάλης τύλιγε τις ρέγγες ή τις ελιές ή άλλα χύμα εμπορεύματα, σε φύλλα μιας παλιάς εφημερίδας της Μυτιλήνης, της «Σάλπιγγος» Όταν διαπίστωσε πως υπήρχε ολόκληρο πάκο από αυτές τις Σάλπιγγες, του λέει

«βρε Στρατή, μου τις δίνεις αυτές τις παλιοεφημερίδες και να σου δώσω άλλες άλλες πιο καινούργιες να πορεύεσαι;»

«ας΄τες κυρ Πάνο, άς΄τες να βρίσκονται» αρνήθηκε αυτός, που  αστραπιαία συνδύασε τη φήμη του Πάνου ως λόγιου και συλλέκτη, την παλαιότητα των εφημερίδων, που τις είχε αγοράσει μπιρ παρά με την οκά στη Μυτιλήνη και το ενδεχόμενο κέρδος που θα είχε αν του τις μοσχοπουλούσε.

Ο Πάνος ψυχολογόντας τον σωστά δεν επέμεινε, αλλά του το φύλαξε. Κατά σύμπτωση την άλλη μέρα τον επισκέφθηκε ο εισπράκτορας του ΤΣΑΥ, πρόσωπο τελείως άγνωστο στον κόσμο του χωριού, για να εισπράξει τη συμμετοχή του στο ταμείο, οπότε ο Πάνος τον έπεισε να πάει στον μπακάλη, να παρουσιαστεί ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και να του πει πως το Υπουργείο έμαθε ότι ήταν κάτοχος φύλλων της παλιάς και ιστορικής εφημερίδας της Λέσβου «Σάλπιγξ» και να ζητήσει να τις αγοράσει, προσφέροντας υπέρογκη τιμή.

«Κι αν δεχτεί να μου τις πουλήσει, τί γίνεται;» αντέτεινε ο εισπράκτορας

«Μη φοβάσαι, τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει» τον καθησύχασε ο Πάνος.

Πραγματικά ο μπακάλης αρνήθηκε κατηγορηματικά στον «εκπρόσωπο του Υπουργείου» πως είχε καν τέτοιες εφημερίδες στην κατοχή του και δεν κάμφθηκε ακόμα και όταν ο εισπράχτορας, που άρχισε να γλεντάει την υπόθεση, του προσέφερε το μυθικό, τότε, ποσό των πέντε χιλιάδων δραχμών.

Όπως εξακρίβωσε εν συνεχεία ο Πάνος, ο μπακάλης τύλιξε το πάκο με τις πολύτιμες εφημερίδες σε καθαρό λαδόχαρτο, τις έβαλε σε έναν άδειο γκαζοτενεκε, που τον έθαψε στον κήπο του σπιτιού του, όπου θα βρίσκεται ακόμα.

Η δεύτερη φάρσα με το ίδιο θύμα ήταν πιο απλή και πιο σύντομη. Ο μπακάλης τα καλοκαιρινά βράδια λειτουργούσε το μαγαζί του και ως ανεπίσημο ουζοπωλείο, βγάζοντας, όταν το έκλεινε σαν μπακάλικο δυο τρία τραπεζάκια και μερικές καρέκλες στο δρόμο μπροστά του και σερβίροντας στους πελάτες ούζο, ρακί ή κρασί με μεζέδες ελιές, τσίρους, ρέγγες και τα παρόμοια. Ο Πάνος συνήθιζε όταν έκλεινε το φαρμακείο να πίνει ένα δυο ούζα στου Στρατή.

Ένα βράδυ καθώς τα πίνανε με κάποιους φίλους, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα κολλαριστό κατοστάρικο, το κοίταξε πολλήν ώρα και προσεχτικά στο φως του στύλου που ήταν ακριβώς από πάνω και ύστερα λέει του μπακάλη

«Βρε Στρατή, μου το χαλάς σε παρακαλώ;»

Ο Στρατής, που η απλή θέα οποιουδήποτε νομίσματος τραβούσε αμέσως το ενδιαφέρον του και ο οποίος είχε παρακολουθήσει την προσεχτική εξέταση του κολαριστού κατακαίνουργιου κατοστάρικου, υποπτεύθηκε αμέσως πως πρέπει να είναι κάλπικο

«Δεν έχω κυρ΄ Πάνο μ’ τόσα ψιλά»

«Ας είναι, δώς΄μου ενενήντα δραχμές»

«Ούτε τόσα έχω κυρ Πάνο»

Ο Πάνος κατέβηκε στις ογδόντα, στις εβδομήντα, στις εξήντα δραχμές, χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα όσο ζητούσε λιγότερα τόσο μεγάλωνε η βεβαιότητα του μπακάλη πως το κατοστάρικο ήταν πλαστό. Όταν πια απερρίφθη η πρόταση του να αλλάξει το κατοστάρικο, που εννοείται ήταν γνησιότατο, με … δέκα δραχμές, ο Πάνος το έβαλε στο πορτοφόλι του ικανοποιημένος.

Ο Πάνος όταν φτάσαμε, μας υποδέχτηκε πολύ εγκάρδια και φάνηκε πως χάρηκε πολύ που γνώρισε τη νύφη και τα εγγόνια των φίλων του, του Νίκου και της Ελένης, στους οποίους είχε αφιερώσει πολλές σελίδες στο βιβλίο του «Σοβαρά και Γελοία».

 

Εκτός από αυτές τις εκδρομές, που τις κάναμε εμείς οι δύο και τα παιδιά μας, τον περισσότερο καιρό τον περνούσαμε με τους φίλους μας, Πήγαμε μαζί τους δυο μεγάλες εκδρομές: στα Βατερά και στο Μόλυβο.

Πηγαίνοντας για τα Βατερά συνεννοήθηκα με τους άλλους και πήρα στο δικό μου αμάξι, που ήταν πιο ευρύχωρο, (Πεζώ 404 κάραβαν ήταν) και τα οχτώ παιδιά της παρέας. Οι πέντε μεγάλοι θα πήγαιναν με το αμάξι του Βασίλη. Στα Θέρμα τα παιδιά διψάσανε και σταθήκαμε στο εκεί αναψυκτήριο, που είχε μια καταπληκτική θέα στον Κόλπο της Γέρας και παράγγειλα πορτοκαλάδες. Ορμήνεψα δε στα παιδιά να με φωνάζουν όλα «μπαμπά». Ακούγοντας τα ο καφετζής με ρώτησε

«Θ΄κας είνι ούλα;»

κι όταν του είπα «Ναι» μου είπε με θαυμασμό

«χαρά στα νιφρά σ΄»

Τα Βατερά μας ενθουσίασαν όλους ιδίως τους «Αθηναίους», που δεν είχαν ξαναδεί την απέραντη αμμουδιά και την πεντακάθαρη θάλασσα τους. Έχοντας εξοικειωθεί με τα παιδιά, ιδίως με τα μικρότερα: την Έφη, τον Κρίτονα και τον Ορέστη, ανέλαβα να τα απασχολήσω παίζοντας μαζί τους στην άμμο. Καταπιαστήκαμε να φτιάξουμε ένα φρούριο με άμμο και βότσαλα, αλλά καθώς έσκαβα, κατάφερα κι έχασα τη βέρα μου! Ήταν κάπως φαρδυά και γλύστρησε από το δάχτυλό μου και χάθηκε μέσα στην άμμο. Επιστράτευσα τα παιδιά που ανασκάψανε την αμμουδιά σε όλη τη γύρω άκταση, δημιουργώντας αληθινή λιμνοθάλασσα, η βέρα όμως δε βρέθηκε.

Ήταν η δεύτερη φορά που έχανα τη βέρα μου. Η αρχική ήταν κάπως στενή και με ενοχλούσε, γι΄αυτό κάθε τόσο την έβγαζα. Τώρα πού και πώς την έχασα είναι μυστήριο. Ίσως σε ένα από τα πολλά βγαλσίματα, αντί να τη χώσω στην τσέπη του παντελονιού μου, μού΄πεσε χωρίς να το αντιληφθώ. Πήρα τότε και τη βέρα της Κικής και μαζί με την απαιτούμενη ποσότητα χρυσού τη λιώσαμε και φτιάξαμε δυο καινούριες. Για να μην έχουμε δε το ίδιο πρόβλημα τη δικιά μου την κάναμε κάπως φαρδυά και να το αποτέλεσμα.

Ανεξαρτήτως πάντως αυτής της απώλειας, περάσαμε ωραία. Διανυκτερεύσαμε σε μια μικρή πανσιόν και το βράδι φάγαμε σε μια ταβέρνα στην άκρη της αμμουδιάς πάνω σε ένα λοφίσκο, δίπλα στα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Το φεγγάρι που βρισκότανε στο δεύτερο τέταρτό του συμπλήρωνε την ειδυλλιακή εικόνα.

Η επόμενη εκδρομή μας ήταν στο βόρειο μέρος του νησιού και συγκεκριμένα στον Μόλυβο. Πηγαίνοντας  ακολουθήσαμε τη διαδρομή: Μυτιλήνη – Θερμή – Μανταμάδο – Σκαμνιά – Εφταλού – Μόλυβος. Φάγαμε για μεσημέρι στο μαγευτικό λιμανάκι στη Σκάλα της Σκαμιάς, με τη γραφική εκκλησούλα της Παναγιάς της Γοργόνας και συνεχίσαμε για τον Μόλυβο, όπου διανυκτερεύσαμε. Είχα να πάω στο Μόλυβο και στην Πέτρα από το Γενάρη του ΄45, όταν το θεατρικό τμήμα της Μαθητικής ΕΠΟΝ έδωσε στα μέρη αυτά παραστάσεις. Το απόγεμα, στην Πέτρα, οι «Αθηναίοι» φίλοι μας βλέποντας την καταπληκτική αμμουδιά της και τη γαλήνια θάλασσα, φόρεσαν τα μαγιό τους και βούτηξαν με αλαλαγμούς για να βγουν αμέσως έξω. Ήταν σα να κάνανε γκελ στην επιφάνεια της.

«παγάκια έχουν βάλει;»

αναρωτήθηκε ο Βασίλης τουρτουρίζοντας. Είχα ξεχάσει να τους προειδοποιήσω πως τα νερά στις βόρειες και δυτικές ακτές του νησιού είναι μονίμως κατάψυχρα, σχεδόν παγωμένα, από ένα ρεύμα που κατεβαίνει ίσια από τα Δαρδανέλια.

……………………………………….

Την Κική την απολύσανε από τη δουλειά της στο Αρεταίειο την πρώτη επέτειο της δικτατορίας. Στο Νοσοκομείο το γενικό πρόσταγμα μεταξύ των χουντικών και κατ΄επέκτασιν και εφ΄όλων των άλλων το είχε ο μάγειρας, άτομο νεαρό και κάπως θρασύ*. Αυτός λοιπόν όταν κόντευε η πρώτη επέτειος της Εθνοσωτηρίου, έβγαλε φετφά, οι θάλαμοι να εργαστούν με προσωπικό ασφαλείας και τα  εργαστήρια να μη λειτουργήσουν, όλο δε το προσωπικό να συγκεντρωθεί για να τιμήσει την επέτειο.

Η  Κική όχι μόνο δεν υπάκουσε αλλά δήλωσε πως εντολές σχετικά με τη λειτουργία των εργαστηρίων δέχεται μόνο από τον Διευθυντή του Νοσοκομείου ή έστω από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου. Το αποτέλεσμα ήταν πως σε μια βδομάδα της κοινοποιήθηκε απόλυση! Παράλληλα την καλέσανε στην Ασφάλεια και την πίεσαν να δηλώσει μεταξύ άλλων τι φρονεί περί του … Ανδρέα Παπανδρέου! Φυσικά δεν έκανε καμιά παραχώρηση ούτε έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Με τη συμβουλή φίλων και συναγωνιστών δικηγόρων, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο, ύστερα από πολλούς μήνες φυσικά, την δικαίωσε ακυρώνοντας την απόλυση της ως μη νομικώς αιτιολογημένη. Και ήταν τότε Υπουργός Παιδείας ο ίδιος ο Παπαδόπουλος!

Φυσικά στη θέση της επανήλθε μόνο μετά την πτώση της Χούντας και για να αναπληρώσει την απώλεια του μισθού έστησε στη σοφίτα του σπιτιού ολόκληρο εργαστήριο βιοχημικών αναλύσεων που πήγε πολύ καλά, καθώς απέκτησε πλήθος πελατών, κυρίως μικροβιολόγων. Αργότερα έπιασε δουλειά σε μια ιδιωτική επιχείρηση, τη Θεραπευτική Κλινική, κρατώντας όμως και το εργαστήριό της.

(Πολύ αργότερα, γύρω στο ΄81, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ετέθη θέμα να απολυθεί ο μάγειρας. Η Κική τότε ήταν μέλος της Διοίκησης του Νοσοκομείου, ως εκπρόσωπος των εργαζομένων και αντιτάχθηκε με σθένος στην απόλυσή του εφόσον επρόκειτο για φτωχό βιοπαλαιστή. Όταν το ΄92 πέρασε από σοβαρή αρρώστεια και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, ο μάγειρας, που είχε μάθει τη στάση της πήγε και της φιλούσε τα χέρια).

Στο μεταξύ αποχτήσαμε και το τρίτο μας παιδί, την Έφη. Ευτυχώς στο μεγάλωμα των παιδιών μας είχαμε από την αρχή τη συμπαράσταση των γονιών μου και της πεθεράς μου και αυτό μας διευκόλυνε πολύ, γιατί όσο να΄ναι δεν είναι εύκολη δουλειά να μεγαλώνει τρία παιδιά ένα ζευγάρι εργαζομένων και μάλιστα χωρίς τη σταθερότητα και τα λοιπά πλεονεκτήματα  της μόνιμης δουλειάς στο δημόσιο ή σε κάποιον οργανισμό.

Ο πατέρας μου κατείχε στην εντέλεια την «τέχνη να είναι κανείς παππούς», όπως γράφει ο Ουγκώ, αλλά και η μάνα μου κι η πεθερά μου δεν πήγαιναν πίσω. Τα παιδιά εξ άλλου αγάπησαν θερμά τους προγόνους τους, τις γιαγιάδες τους, που ήταν όλο χάδια και τρυφερότητα και τον παππού τους που ήταν ανεξάντλητη πηγή παραμυθιών και γνώσεων και απίστευτα ανεκτικός στις σκανταλιές τους, Στο βιβλίο που έγραψα πολύ αργότερα γι αυτόν, αναφέρω μια σκηνή χαρακτηριστική αυτής της ανεκτικότητας: Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους ο Νίκος με τη Λένα πάλευαν σωρός κουβάρι στο πάτωμα και η Έφη, δυό χρονώ, καβάλα στο σβέρκο του τον χτένιζε … ανάποδα ενώ εκείνος την ίδια στιγμή, πανευτυχής και ατάραχος, έγραφε έμμετρη επιστολή προς τον Στρατή τον Αναστασέλλη!

………………………..

 

Advertisement

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εις μνήμην, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , , , | 130 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στην Παρασκευή και στον Παρασκευά!

Posted by sarant στο 26 Ιουλίου, 2021

Παρόλο που σήμερα είναι Δευτέρα, θα μπορούσα να πω κάνοντας εύκολο χιούμορ. Μια και γιορτάζουν, όμως, ας τους αφιερώσουμε το σήμερινό άρθρο, υπό τύπον δώρου. Θα λεξιλογήσουμε λοιπόν για το όνομα Παρασκευή καθώς και για το αρκετά σπανιότερο ανδρικό αντίστοιχό του, τον Παρασκευά.

Στο ιστολόγιο συνηθίζουμε να δημοσιεύουμε άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και με τον καιρό έχουμε καλύψει τα περισσότερα διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο και στον Θανάση και παλιότερα στον Θωμά, στον Στέφανο και στον Χαράλαμπο. Τελευταίο τέτοιο άρθρο ήταν, πέρυσι τον Σεπτέμβριο, για τον Σταύρο, εκτός αν έχω ξεχάσει κανένα.

Σύμφωνα με μια κατάταξη των ελληνικών ονομάτων, το γυναικείο όνομα Παρασκευή δεν είναι από τα πολύ συχνά, αλλά ούτε βέβαια και σπάνιο: έρχεται στη 18η θέση ανάμεσα στα γυναικεία ονόματα, ενώ ο Παρασκευάς βρίσκεται αρκετά πιο πίσω, στην 56η θέση των ανδρικών.

Το κύριο όνομα Παρασκευή προέρχεται από την ημέρα Παρασκευή, η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή προηγείται του Σαββάτου, που ήταν ημέρα ανάπαυσης για τους Εβραίους. Οπότε, τη μέρα της προετοιμασίας, την Παρασκευή, έπρεπε να προετοιμάσουν όλα τα αναγκαία ώστε το Σάββατο να είναι έτοιμα.

Στο Κατά Μάρκον ευαγγέλιο διαβάζουμε: Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ἐστιν προσάββατον. Αλλά και στον Φλάβιο Ιώσηπο: …ἐν σάββασιν ἢ τῇ πρὸ αὐτῆς παρασκευῇ ἀπὸ ὥρας ἐνάτης. Ομολογώ πως, αν και έψαξα, δεν βρήκα πώς λέγεται η παρασκευή αυτή στα εβραϊκά.

Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ περισσότερα για την ημέρα Παρασκευή, και για τη Μεγάλη Παρασκευή και για τη λαογραφία, και το ότι θεωρείται γρουσούζικη, ιδίως όταν πέσει 13 του μηνός (όχι όμως τόσο πολύ στην Ελλάδα, όπου τον αντίστοιχο ρόλο παίζει η Τρίτη), αλλά το άρθρο θα επικεντρωθεί στο όνομα.

Από την ημέρα Παρασκευή άρχισε να δίνεται και το γυναικείο όνομα Παρασκευή, ενώ μεταγενέστερο είναι το ανδρικό Παρασκευάς. Η ορθόδοξη και η καθολική εκκλησία τιμούν τη μνήμη της μεγαλομάρτυρος Αγίας Παρασκευής της Ρώμης, της αθλοφόρου, που γεννήθηκε στη Ρώμη τον 2ο αιώνα από γονείς ελληνικής καταγωγής, πήρε το όνομά της από την ημέρα της εβδομάδας, και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Αυτή γιορτάζει σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες αγίες με το ίδιο όνομα με πιο γνωστή την οσία Παρασκευή την Επιβατινή (ή Νέα) από τους Επιβάτες της Ανατολ. Θράκης, που έζησε τον 10ο αιώνα και που την τιμούν ιδιαίτερα οι σλαβικοί λαοί των Βαλκανίων. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου.

Το γυναικείο όνομα δεν εμφανίζεται στη δυτική Ευρώπη, παρόλο που η αγία Παρασκευή ήταν, όπως είδαμε, γεννημένη στη Ρώμη. Είναι όμως αρκετά διαδεδομένο στα Βαλκάνια και στους σλαβικούς λαούς, όπου έχουμε το Παρασκεβα και, στα ρώσικα, το Πρασκοβία.

Το ανδρικό όνομα είναι ακόμα σπανιότερο διεθνώς. Ο Παρασκευάς του Ροβινσώνα Κρούσου υπάρχει βεβαίως μόνο στην ελληνική μετάφραση. Στο πρωτότυπο είναι Friday, επειδή ο Ροβινσώνας τον βρήκε μια Παρασκευή, στη γαλλική μετάφραση είναι Vendredi κτλ.

Από υποκοριστικά και χαϊδευτικά υπάρχουν αρκετά: καταρχάς Παρασκευούλα, ενώ πολύ συχνά είναι τα Βούλα, Βιβή και Εύη, αν και δεν νομίζω να υπάρχει αποκλειστικότητα, δηλ. το Εύη μπορεί να προέρχεται και από άλλα πλήρη ονόματα, όπως και το Βούλα.

Πιο παλιά, ιδιωματικά χαϊδευτικά έχουμε τη Σκεύω και τη Σκευούλα, την Τσέβω, την Τσεβή και την Τσεβούλα, την Κεβή (σε μυθιστόρημα του Ξενόπουλου την έχω συναντήσει). Τη μακαρίτισσα την πεθερά μου την έλεγαν οι δικοί της Πανσούλα. Εμείς τη μεγάλη κόρη μου τη λέμε Εύη, να είναι πάντα χαρούμενη και λαμπερή.

Συνηθισμένη συντομομορφή του Παρασκευά είναι ο Πάρις ή Πάρης -ας πούμε ο Πάρις Κουκουλόπουλος, που είναι Παρασκευάς, όπως και ο Πάρης Ταβελούδης (αλλά γνωστότερος ως Κοσμάς Πολίτης). Υπάρχει και ο Τσεβάς, που κυρίως ως επώνυμο επιβιώνει. Πιθανώς και ο Σκεύος, αν και ο Δωδεκανήσιος πολιτικός και γιατρός Σκεύος Ζερβός είχε το σπάνιο όνομα Σκευοφύλαξ.

Τοπωνύμια Παρασκευή υπάρχουν δυο χωριά στην Αχαΐα και στα Γρεβενά, κι ένας οικισμός στα Τρίκαλα. Αλλά βεβαίως έχουμε πάμπολλα τοπωνύμια Αγία Παρασκευή, από τα οποία ξεχωρίζει το προάστιο της Αθήνας στα πόδια του Υμηττού -έχει γράψει ο Βάρναλης ένα ωραίο χρονογράφημα, για τη μεταβολή του οικισμού, που το συμπεριέλαβα στα Αττικά, και ίσως το αναδημοσιεύσω κάποτε και εδώ.

Την Αγία Παρασκευή των βορείων προαστίων ξέρουν οι περισσότεροι αλλά εμείς που καταγόμαστε από τη Μυτιλήνη ξέρουμε επίσης την Αγία Παρασκευή της Λέσβου, το κεντρικό κεφαλοχώρι του νησιού, πρωτεύουσα της Ελεύθερης Λέσβου στην Κατοχή. Και στη Θεσσαλονίκη υπάρχει Αγία Παρασκευή, αλλά βέβαια και δεκάδες χωριά με το ίδιο όνομα.

Στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, την Παρασκευούλα τη γέλασε το άτιμο το δημαρχόπουλο, και δεν την παντρεύτηκε, παρόλο που είχε αμπέλια στη Βλαχιά και σπίτια στο Βουκουρέστι. Πάνω στην ίδια μελωδία (νομίζω) αλλά με άλλα λόγια βρίσκω και μια θερμιώτικη παραλλαγή.

Υπάρχει επίσης το δημοτικό Σιγά σιγά Παρασκευούλα μου, αλλά πιο γνωστή είναι μια άλλη Παρασκευούλα, δημοτικοφανής κι αυτή, που την έκανε γνωστή ο Μιχάλης Βιολάρης:

Παρασκευούλα ζάχαρη, Παρασκευούλα μέλι
Παρασκευούλα κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι.

Δεν νομίζω να είναι αυθεντικό δημοτικό, αλλά θα μας πουν οι ειδικοί. Πάντως οι στίχοι αναφέρονται και στην άλλη Παρασκευούλα, με τα σπίτια στο Βουκουρέστι.

Μετά την καθιέρωση της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας η μέρα Παρασκευή έγινε πολύ ελκυστική, και έχω ακούσει στην τηλεόραση να λένε το τραγούδι του Βιολάρη, Παρασκευούλα ζάχαρη και μέλι, όχι για κάποια κοπέλα αλλά για τη μέρα, που ήταν ο προθάλαμος της διήμερης ανάπαυσης.

Βέβαια, με την καλπάζουσα απορρύθμιση των εργασιακών χάνει κι η Παρασκευούλα, η μέρα εννοώ, κάμποση από την αίγλη της, αφού όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι δεν ξέρουν από Σάββατα και Κυριακές.

Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη συζήτηση. Σήμερα ας ευχηθούμε χρόνια πολλά στις Παρασκευές και τους Παρασκευάδες του ιστολογίου και στους δικούς μας ανθρώπους. Χρόνια πολλά Ευούλα!

 

Posted in Εορταστικά, Ημερολογιακά, Ονόματα, Τραγούδια, Τοπωνύμια | Με ετικέτα: , , , , , | 221 Σχόλια »

Το μπουρίνι (διήγημα του Κώστα Μάκιστου)

Posted by sarant στο 15 Σεπτεμβρίου, 2019

Τις προάλλες, πιο σωστά ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο το διήγημα «Το σύγνεφο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπου περιγράφεται η αγωνία των σταφιδοπαραγωγών όταν μια καλοκαιρινή μπόρα απειλεί την απλωμένη σταφίδα και μαζί τους κόπους όλης της χρονιάς.

Ο φίλος μας ο Άρης Γαβριηλίδης ανέφερε ένα διήγημα του Κώστα Μάκιστου με παρόμοιο θέμα, και είχε την καλοσύνη να το πληκτρολογήσει για το ιστολόγιο.

Ο Κώστας Μάκιστος (1895-1984) ήταν Μυτιληνιός λογοτέχνης -από την Αγία Παρασκευή, το κεντρικό κεφαλοχώρι του νησιού. Παπαχαραλάμπους το πραγματικό του επώνυμο. Τον είχα γνωρίσει γιατί ήταν γείτονάς μας και είχε φιλικές σχέσεις με τον παππού και τη γιαγιά μου. Επιπλέον, μας έδινε γερό μποναμά όταν του λέγαμε τα κάλαντα τα Χριστούγεννα (ήταν βέβαια μαζί κι ο εγγονός του ο Πάνος -Πάνο, έχω χάσει το τηλέφωνό σου, αν διαβάζεις άφησε σχόλιο).

Δεν θα πω περισσότερα εγώ, διότι ο φίλος μας ο Άρης έχει κι αυτός τον δικό του πρόλογο. Του δίνω λοιπόν τον λόγο αφού πρώτα πω ότι το σκίτσο του συγγραφέα το βρήκα στον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ. Πρέπει να είναι φτιαγμένο από τον Αντώνη Πρωτοπάτση.

Αγαπητέ Νίκο, ανήμερα της Παναγίας είχες δημοσιεύσει το ωραίο διήγημα «Το σύγνεφο» του Καρκαβίτσα, με την καλοκαιριάτικη μπόρα που κατέστρεψε την απλωμένη σταφίδα.

Εδώ έχω ένα εξ ίσου, κατά την άποψή μου, ωραίο διήγημα του Κώστα Μάκιστου, που πληκτρολόγησα, όπως μου ζήτησες. Είναι από την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του «Ο τάραχος», όπου πραγματεύεται το ίδιο θέμα, μόνο που αντί σταφίδας εδώ έχουμε στάρι.

Ο Κώστας Μάκιστος, (Κώστας Παπαχαραλάμπους-Ματζάρης, Λέσβος, Αγία Παρασκευή 1895-1984), διδάσκαλος στο επάγγελμα, άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο. Μακρινός θείος μου, (το γένος Ματζάρη ήταν η εκ πατρός γιαγιά μου). Κι ο παππούς ήταν Αγιο-Παρασκευώτης, Αριστείδης Γαβριλέλλης, του οποίου φέρω υπερηφάνως το όνομα, ελαφρώς μεταλλαγμένο στην κατάληξη. Οπότε, λόγω καταγωγής έχω ιδιαίτερη αγάπη για την λεσβιακή λογοτεχνία. Περισσότερα για τον Μάκιστο εδώ.

Ο Μάκιστος στο διήγημα αυτό, που έχει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον, δεν αρκείται στο να περιγράψει παραστατικά μια φυσική καταστροφή αλλά δίνει προεκτάσεις κοινωνικές: πόλεμος, φτώχια, ξενιτιά, γηρατειά. Σημαντική η σκηνή που ο γιος βάζει την νιόπαντρη γυναίκα του να ορκιστεί στις θημωνιές ότι δεν θα πικράνει τον πατέρα του…

Το πρωτότυπο κείμενο είναι, φυσικά, σε πολυτονικό. Ο σύνδεσμο και, προ φωνήεντος, είναι παντού γραμμένος κ’ που τον μετέγραψα σε κι, ενώ έκανα ελάχιστες ακόμη ορθογραφικές παρεμβάσεις.  

 

Μπουρίνι

(Κώστα Μάκιστου)

-Άντε δα,  γέρο! Τούτη μονάχα τη φορά και θα σε σχολιάσω πια…

Οι γέροι ήταν δυο. Ο άνθρωπος και το ζο. Περασμένα τα εβδομήντα πέντε του ο άνθρωπος. Στο κεφάλι, φόραγε πλατύγυρο ψαθί.  Από κείνα τα φτηνά, ξοχάρικα,  για τον ήλιο του καλοκαιριού, καπέλα. Το πολυχρονίτικο ψαθί στραβοχείλιαζε, η κουκούλα του ήταν σκισμένη και νότιζε από τον ιδρώτα.  Κάτω από τον ψαθόγυρο, ξεχώριζαν τα δασά, μεγαλότριχα φρύδια να μπερδεύονται με τις τούφες τ’ άσπρα μαλλιά που πέφτανε στο κούτελο.  Κάτω από κείνα τα φρύδια, δύο μάτια γαλανά, ήμερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , , | 102 Σχόλια »

Χαράλαμπος Κανόνης (Δημ. Σαραντάκος) 9 – Στην Ελεύθερη Λέσβο

Posted by sarant στο 6 Αυγούστου, 2019

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, σε συνέχειες, το βιβλίο του πατέρα μου «Χαράλαμπος Κανόνης. Η ζωή και ο θάνατος ενός Ανθρώπου», το πρώτο μη επιστημονικό βιβλίο του.

Ο Κανόνης ήταν Μυτιληνιός, γεωπόνος, υπάλληλος της ΑΤΕ, συνάδελφος και επιστήθιος φίλος του παππού μου, στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο τον Μάρτιο του 1948 στη Χίο, στον εμφύλιο.

Κανονικά οι δημοσιεύσεις γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Στη σημερινή ένατη συνέχεια βρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους του βιβλίου, στην Κατοχή, με τον Κανόνη να περνάει στο απελευθερωμένο κομμάτι του νησιού.

Στο κείμενο παρεμβάλλεται ένα αφηγημα του συγγραφέα Προκόπη Πανταζή που περιγράφει το μοίρασμα ενός τσιφλικιού στους ακτήμονες. Στο αφήγημα αυτό υπάρχουν λέξεις ιδιωματικές, που δεν προλαβαίνω να τις αναζητήσω, ενώ έχω και μερικές πραγματολογικές απορίες π.χ. για τα ‘αντιαεροπορικά’ που χρησιμοποιούνταν στο πότισμα. Κάθε βοήθεια καλοδεχούμενη.

Τον Ιούνιο του 1944, ο Κανόνης ένοιωσε τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης. Μια ακτινογραφία επιβεβαίωσε τους φόβους του. Ζήτησε από την Τράπεζα δίμηνη αναρρωτική άδεια και από την Οργάνωση να τον στείλει στο βουνό. Τουλάχιστον εκεί θάταν πιο καλά, παρά κλεισμένος μέσα στην πόλη και κυκλοφορώντας κρυφά. Να βγει στο βουνό ζήτησε κι ο Σαραντάκος, που πήρε από την Τράπεζα τις κανονικές άδειες των τριών τελευταίων χρόνων που δεν τις είχε χρησιμοποιήσει. Έτσι μια νύχτα στις αρχές Ιουλίου οι δυο φίλοι έφυγαν κρυφά από τη Μυτιλήνη και πήγαν στην Αγιά Παρασκευή, κωμόπολη στο κέντρο του νησιού, όπου είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο του ΕLΑΣ.

Ο Κανόνης στα δυο χρόνια που πέρασαν από τότε που εντάχθηκε στην Αντίσταση είχε εξελιχθεί σε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έτσι φτάνοντας στην Αγία Παρασκευή ανέλαβε την καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων που είχαν στηθεί σ’ ολόκληρη την επαρχία Μηθύμνης, δηλαδή στο δυτικό τμήμα του νησιού. Ο Κανόνης ανάλαβε το πόστο αυτό σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Λίγες βδομάδες πιο μπροστά οι αγρότες του πλούσιου κάμπου της Καλλονής συγκρότησαν διαδήλωση στην πλατεία της κωμόπολης, διαμαρτυρόμενοι για την απόπειρα να γίνει από τις κατοχικές αρχές αναγκαστική συγκέντρωση της σοδιάς. Η χωροφυλακή, που είχε ενισχυθεί την προηγούμενη με απόσπασμα, που έφτασε εκεί από τη Μυτιλήνη, με επικεφαλής το μοίραρχο Γεωργόπουλο, πυροβόλησε τον κόσμο στο ψαχνό, σκότωσε έναν και τραυμάτισε αρκετούς διαδηλωτές. Ο μητροπολίτης Διονύσιος διαμαρτυρήθηκε γι ’ αυτό το έγκλημα στο σταθμάρχη Καλλονής και την άλλη μέρα το απόσπασμα της Χωροφυλακής γύρισε στη Μυτιλήνη.

Λίγες μέρες αργότερα με απόφαση της Οργάνωσης του ΕΑΜ αφοπλίστηκαν από τον ΕΑΑΣ οι χωροφύλακες σ’ όλα τα χωριά του νησιού, εκτός από το Μόλυβο, το Πλωμάρι και το Σίγρι, όπου υπήρχαν γερμανικά φυλάκια. Την τήρηση της τάξης σ’ ολόκληρη την ύπαιθρο ανέλαβε η Εθνική Πολιτοφυλακή. Άλλοι χωροφύλακες μείναν στα χωριά όπου υπηρετούσαν, ιδιωτεύοντας, άλλοι, που είχαν προηγούμενα με τον πληθυσμό, πήγανε στη Μυτιλήνη και μερικοί κατατάχτηκαν στον ΕΛΑΣ. Ο μοίραρχος Γεωργόπουλος πιάστηκε τον Ιούλιο, πέρασε από ανταρτοδικείο και εκτελέστηκε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βιογραφίες, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , , | 73 Σχόλια »

Οι Γερμανοί φεύγουν (εις μνήμην Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 17 Δεκεμβρίου, 2012

mimisneos

Ο Μίμης 14 χρονών, το 1943, με το πρώτο του μακρύ παντελόνι. Από το ιστολόγιο tofistiki.wordpress.com

Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από τη μέρα που έφυγε από κοντά μας, εντελώς αναπάντεχα, ο πατέρας μου, ο μηχανικός και συγγραφέας Δημήτρης Σαραντάκος. Ο Δημήτρης (Μίμης) Σαραντάκος γεννήθηκε το 1929 στη Μυτιλήνη, γιος του τραπεζικού υπάλληλου και εμπειροτέχνη χημικού Νίκου Σαραντάκου από τη Γέρμα της Λακωνίας (που έγραφε ποιήματα με το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης), και της δασκάλας Ελένης Μυρογιάννη, που κι αυτή έγραφε ποιήματα και συμμετείχαν και οι δυο στη Λεσβιακή Άνοιξη, το πνευματικό κίνημα του μεσοπολέμου. Συμμετείχε στην εθνική αντίσταση με την ΕΠΟΝ. Μετά την απελευθέρωση έφυγαν κυνηγημένοι από τη Μυτιλήνη για την Αθήνα, όπου ο παππούς, απολυμένος από τη θέση του, έφτιαχνε για ένα διάστημα γύψινα κουκλάκια για βιοπορισμό, ενώ ο πατέρας μου πέρασε στην Ιατρική, την παράτησε λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και συνέχισε στο ΕΜΠ, χημικός μηχανικός. Δούλεψε λίγο στην τεχνική εκπαίδευση, στη συνέχεια στον ΕΟΤ, έπειτα για 15 χρόνια ελεύθερος επαγγελματίας στον κλάδο των στεγανώσεων και στη συνέχεια στην τεχνική υπηρεσία της ΑΤΕ, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Μετά τη συνταξιοδότησή του άρχισε να γράφει και να εκδίδει τα έργα του, ενώ επί πολλά χρόνια εξέδιδε στην Αίγινα τη σατιρική εφημερίδα «Φιστίκι», που μετά εξελίχθηκε σε περιοδικό και στο τέλος σε ιστολόγιο. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Στοιχεία Χημείας», Αναξαγόρας, Πειραιάς 1958, «Στεγανώσεις και στεγανωτικά υλικά», Αθήνα 1964, «Χαράλαμπος Κανόνης. Η ζωή και ο θάνατος ενός Ανθρώπου», Αθήνα 1987, «Απάντηση σε πέντε ερωτήματα», Αθήνα 1991, «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης», Ερατώ, Αθήνα 1996, Οι εσταυρωμένοι σωτήρες: Ο ζηλωτής, ο πρίγκηπας και ο διδάσκαλος», Εντός 1999, «Τα έπη των Αριμασπών», Βιβλιοπέλαγος 2004, «Γιατί η θεία μου μπορεί και να πήγε στον παράδεισο», Το Φιστίκι 2006, «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους», 2008, «Μαθητές και δάσκαλοι», 2008, «Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες;», 2010, «Σχίζοντας τις γραμμές των οριζόντων», 2011 και, μετά θάνατον, πολύ πρόσφατα, «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» (Γνώση, 2012). Είχε έντονη πολιτική δράση από τις γραμμές της αριστεράς, προδικτατορικά από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, μεταδικτατορικά από το ΚΚΕ και τον Συνασπισμό/ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας πάντοτε την αισιοδοξία του και τους ήπιους τόνους . Παντρεύτηκε την αιγινήτισσα Αγγελική (Κική) Πρωτονοταρίου, κλινικό χημικό, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής, που επίσης γράφει ποιήματα, και έκανε τρία παιδιά, έναν γιο (εμένα) και δυο κόρες.

Κανονικά, τα αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του πατέρα μου τα δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, αφού πρώρα δημοσιευτούν στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης. Σήμερα μεταθέτω κατά μία ημέρα τη δημοσίευση για να συμπέσει με την επέτειο του θανάτου του πατέρα μου. Πρόκειται για την εικοστή τέταρτη συνέχεια.  Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στον Σεπτέμβρη του 1944. Η οικογένεια του πατέρα μου έχει καταφύγει στην ελεύθερη Αγία Παρασκευή, αλλά όταν μαθαίνουν το πολυπόθητο νέο της αποχώρησης των Γερμανών από το νησί επιστρέφουν φυσικά στη χώρα. Το σημερινό απόσπασμα είναι κάπως μεταβατικό, χωρίς συγκλονιστικά συμβάντα, αλλά τουλάχιστον έχει ωραίο τίτλο.

Η Οργάνωση τελικά αποφάσισε τη δημιουργία παιδικού κινήματος με τη συγκρότηση της πρώτης ομάδας «Αετόπουλων». Δεν ξέρω για ποιο λόγο, επιλέξαν εμένα ως υπεύθυνο αυτής της δουλειάς. Με τη βοήθεια του Τάκη και του Δημοσθένη, του μικρότερου αδελφού του, μαζέψαμε καμμιά εικοσαριά πιτσιρίκια, που πρόθυμα εντάχθηκαν στα Αετόπουλα. Θυμήθηκα τα παιχνίδια που παίζαμε στο χωριό του παππού μου και το «καλαμένιο ιππικό» μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη, Uncategorized | Με ετικέτα: , , , , | 46 Σχόλια »

Ένα φιλί κάτω απ’ τη συκιά (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 4 Δεκεμβρίου, 2012

 

Tο σημερινό είναι το εικοστό τρίτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1944 και ο πατέρας μου, σύνδεσμος της ΕΠΟΝ, έχει πάει σε αποστολή από την Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα ας πούμε της ελεύθερης Λέσβου, δηλαδή του κομματιού του νησιού που δεν το έλεγχαν πια οι Γερμανοί, σε ένα άλλο χωριό, το Ψηλομέτωπο.

mimis_jpeg_χχsmallΤο βραδάκι πήγα στο καφενείο του Στρατή, μήπως είχε να μου δώσει τίποτα.

«Συναγωνιστή, είσαι άτυχος», μου λέει. «Συνεδρίαση θα έχουμε μεθαύριο το βράδυ. Αναγκαστικά θα πρέπει να μείνεις άλλες δύο μέρες, γιατί δεν έχω σύνδεσμο να στείλω την απόφαση κάτω.»

Γύρισα και ανακοίνωσα τα νέα στον κυρ-Στέλιο και την κυρία Ανθούλα. Χάρηκαν αληθινά που θα με είχαν τρεις μέρες μαζί τους. Η παρουσία μου ήταν ίσως μια ποικιλία στην καθημερινή τους ρουτίνα. Το βράδυ μετά το φαΐ, πιάσαμε συζήτηση, αυτήν τη φορά για την εξέλιξη του πολέμου, για τις ειδήσεις που μας είχε φέρει ο συναγωνιστής Οικονόμου από την Ελεύθερη Ελλάδα, για τις μάχες στις συνοικίες της Αθήνας, για τους ΕΠΟΝίτες που σκοτώθηκαν στην οδό Μπιζανίου στην Καλλιθέα και στο κάστρο του Υμηττού και με την ευκαιρία τούς έμαθα τα δυο τραγούδια του αγώνα που ήξερα: το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» και τον «Ύμνο τής ΕΠΟΝ». Μ’ ακούγανε με μεγάλη συγκίνηση. Είδα τα μάτια της Αγλαΐας, που παρακολουθούσε τη συζήτηση χωρίς να μιλά, να λάμπουν. Ο κυρ-Στέλιος μερακλώθηκε κι άρχισε να τραγουδά τον παλιό ύμνο της Δημοκρατίας: «Από τα βάθη των αιώνων Δημοκρατία ξεκινάς» κι ένα σατιρικό τραγουδάκι που έλεγε «Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το Βασιλιά».

Το πρωί, η Αγλαΐα μού πρότεινε να πάμε να μαζέψουμε σύκα από τις συκιές τους και η κυρία Ανθούλα συμφώνησε. Πήραμε ένα καλάθι κι οπλισμένοι με την κατζουρίδα, ένα μακρύ ραβδί που κατέληγε σε αρπάγη σαν τις αγκλίτσες, κινήσαμε. Οι συκιές ήταν λίγο έξω από το χωριό. Σκαρφαλώσαμε κι οι δυο στα δέντρα και με την κατζουρίδα τραβούσαμε κοντά τα κλαδιά που είχαν σύκα, για να κόψουμε τους καρπούς. Σε λίγο είχαμε γεμίσει το καλάθι.

Μου άρεσε πολύ η Αγλαΐτσα. Ήταν όμορφο κορίτσι, που ξεχείλιζε από ζωή και χαρά. Γελούσε με το παραμικρό. Ένιωθα ζωηρή επιθυμία να την αγκαλιάσω και να της φιλήσω τα ροδοκόκκινα μάγουλά της, που θυμίζανε μήλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 115 Σχόλια »

Σύνδεσμος στο Ψηλομέτωπο (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2012

Tο σημερινό είναι το εικοστό δεύτερο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) και ο πατέρας μου έχουν καταφύγει στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα ας πούμε της ελεύθερης Λέσβου, δηλαδή του κομματιού του νησιού που δεν το έλεγχαν πια οι Γερμανοί.  Πάντοτε καλοκαίρι του 1944 και, όπως ίσως θα θυμάστε, εξαιτίας της μυωπίας του ο αφηγητής είχε προκαλέσει έναν άσκοπο συναγερμό, οπότε κρίθηκε ακατάλληλος για σκοπός.

Αποφασίστηκε να μη με ξαναβάλουν σκοπό και με κατατάξανε στους συνδέσμους.

«Βαστάνε τα πόδια σου;», με ρώτησε ο Θουκυδίδης, όταν μου ανακοίνωσε την απόφαση.

«Μη νοιάζεσαι, συναγωνιστή. Με τον πατέρα μου ήρθαμε από τη Χώρα με τα πόδια. Σαρανταπέντε χιλιόμετρα.»

Τον είδα που εντυπωσιάστηκε. Δεν του είπα βέβαια πως μετά τις Λάμπες ήρθαμε με βοϊδάμαξα.

«Μεθαύριο θα σου δώσω ένα σημείωμα να το πας στο Ψηλομέτωπο.»

Ξεκίνησα πρωί πρωί από το σπίτι, πέρασα από το σπίτι του συναγωνιστή Θουκυδίδη και πήρα το φάκελο με τα χαρτιά. Με ορμήνεψε να μην τον κρατάω στο χέρι, μη τύχει και μου παραπέσει, αλλά να τον βάλω κάτω από το πουκάμισο και τη φανέλα μου, κατάσαρκα.

«Πήρες μαζί σου νερό και φαΐ;», με ρώτησε.

«Έφαγα καλά πριν ξεκινήσω. Νερό όμως δεν πήρα. Δε θα ‘χει βρύσες στο δρόμο;»

Με κοίταξε με το αποδοκιμαστικό βλέμμα του χωριάτη προς τον άσχετο χωραΐτη και χωρίς να πει τίποτα, μπήκε μέσα και γύρισε κρατώντας ένα χοντρό ραβδί κι ένα παγούρι από αλουμίνιο, που το είχε γεμίσει νερό.

«Κρέμασ’ το στη ζώνη σου και να μου το φέρεις πίσω», μου λέει δίνοντάς μου το.

«Και κράτα το ραβδί. Τι θαρρείς; Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και πορπατείς χωρίς ραβδί; Στο δρόμο θα περάσεις από μαντριά. Να προσέχεις τα τσομπανόσκυλα. Μην τ’ αφήσεις να σε κοντέψουν. Δαγκάνουνε χωρίς προειδοποίηση.»

«Αν συναντήσω χωροφύλακες, τι να κάνω τα χαρτιά;»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , | 33 Σχόλια »

Ένας άσκοπος συναγερμός (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 6 Νοεμβρίου, 2012

Tο σημερινό είναι το εικοστό πρώτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) και ο πατέρας μου έχουν καταφύγει στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα ας πούμε της ελεύθερης Λέσβου, δηλαδή του κομματιού του νησιού που δεν το έλεγχαν πια οι Γερμανοί.  Πάντοτε καλοκαίρι του 1944.

Τέλη Αυγούστου, μια βδομάδα μετά την εκτέλεση, είχαμε επιδρομή των Γερμανών στο χωριό. Φτάσανε με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι από τους σκοπούς, αδειάσαμε έγκαιρα το χωριό.

Συγκεντρωμένοι στους γύρω ελαιώνες και στα υψώματα, ακούγαμε πυκνές ριπές, αλλά δεν ξέραμε ποιον πυροβολούσαν. Τελικά μετά από δυο ώρες, οι ανιχνευτές εξακρίβωσαν πως οι Γερμανοί έφυγαν και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν τη λήξη του συναγερμού. Γυρίσαμε πίσω και τότε μάθαμε πως δύο χωριάτες καθυστέρησαν και τους πέτυχαν οι Γερμανοί. Χωρίς προειδοποίηση άρχισαν να τους πυροβολούν. Σκότωσαν τον ένα, ο άλλος όμως (αυτός που μας αφηγήθηκε τα συμβάντα) πρόφτασε και κατέβηκε στο πηγάδι του χτήματός του και γλύτωσε.

Η κηδεία του μοναδικού σκοτωμένου ήταν πάνδημη και, για τα μέτρα του χωριού, μεγαλοπρεπής. Ο Μάκιστος (ψευδώνυμο του λογοτέχνη – και αξιωματικού τού ΕΛΑΣ – Κώστα Παπαχαραλάμπους) έβγαλε εμπνευσμένο λόγο και η χορωδία μας τραγούδησε το Πένθιμο εμβατήριο, πρωτάκουστο τότε στον κόσμο, που έκανε πολλούς να δακρύσουν. Το βράδυ για να εμψυχωθεί ο κόσμος, έγινε παρέλαση των επονιτών του χωριού που πέρασαν από τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας.

Από εκείνη τη μέρα, πάντως, καταργήθηκαν τα όποια προσχήματα ετηρούντο ακόμα. Τώρα τις ειδήσεις δεν τις ανακοίνωναν σε ιδιαίτερες συγκεντρώσεις, αλλά τις διαλαλούσαν από το μπαλκόνι της Λέσχης στους συγκεντρωμένους στην πλατεία, με το χωνί. Αυτό έδινε ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο στον κόσμο, γιατί η εξέλιξη του πολέμου ήταν ευνοϊκή και ραγδαία. Οι Σοβιετικοί είχαν εισχωρήσει βαθιά στην Πολωνία και είχαν φτάσει στα σύνορα της Ρουμανίας, ενώ οι Σύμμαχοι στην Ιταλία είχαν πάρει τη Ρώμη και στη Γαλλία πέρασαν το Σηκουάνα. Το Παρίσι απελευθερώθηκε μόνο του, με εξέγερση των κατοίκων του. Μαθαίναμε επίσης για τις μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, για τη θυσία των επονιτών στην οδό Μπιζανίου, στην Καλλιθέα, για το «κάστρο του Υμηττού», αλλά και για τις μάχες των ανταρτών στα βουνά. Όλα δείχνανε πως η Λευτεριά ερχόταν.

Μετά από την επιδρομή, η Οργάνωση αποφάσισε να εντείνει ακόμα περισσότερο την επαγρύπνηση και την περιφρούρηση του χωριού. Οι σκοπιές πολλαπλασιάστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε δυο ομόκεντρους κύκλους σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό. Ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ μάς μάζεψε και μας ρώτησε ποιοι θέλανε να ενταχθούν σε μια βοηθητική υπηρεσία τού ΕΛΑΣ. Όλοι σηκώσαμε το χέρι. Φαντάστηκα πως θα μας έδιναν όπλα και θα μας εκπαιδεύανε στο χειρισμό τους, αλλά όταν το είπα, ο υπεύθυνος, ο συναγωνιστής Θουκυδίδης, γέλασε.

«Εδώ δεν έχουμε να δώσουμε όπλα σε μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές της Αλβανίας, και θα δώσουμε σε νιάνιαρα;»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 38 Σχόλια »

Στην ελεύθερη Αγία Παρασκευή (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2012

Tο σημερινό είναι το εικοστό απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) και ο πατέρας μου έχουν καταφύγει στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα ας πούμε της ελεύθερης Λέσβου, δηλαδή του κομματιού του νησιού που δεν το έλεγχαν πια οι Γερμανοί.  Πάντοτε καλοκαίρι του 1944.

Την επομένη κατεβήκαμε στην πλατεία του χωριού. Ο πατέρας μου πήγε στο Γυμνάσιο, όπου φαίνεται πως ήταν η έδρα της Οργάνωσης, κι εγώ στη Λέσχη, που βρισκόταν στον όροφο ενός γωνιακού κτηρίου λίγο πιο πάνω από την πλατεία, όπου ήξερα πως θα συναντούσα το μοναδικό γνωστό μου στο χωριό, τον Τάκη το Μεταξά, τον επιλεγόμενο Αλκιδάμα και προσεπιλεγόμενο Μπασακλάσα. […]

Ο Τάκης μού γνώρισε κι άλλους νεαρούς της ηλικίας μας, που σύχναζαν στη Λέσχη. Ήταν όλοι τους ΕΠΟΝίτες και έτσι συνδέθηκα με την Οργάνωση. Το ίδιο απόγεμα με πήραν στη χορωδία τους και εκεί έμαθα τα πρώτα τραγούδια του αγώνα: το «Βροντάει ο Όλυμπος» και τον ύμνο τής ΕΠΟΝ: «πρωτοπόροι στον Αγώνα».

Τα τραγούδια αυτά τα τραγουδούσαμε με δυνατή φωνή και με ανοιχτά τα παράθυρα της αίθουσας όπου μαζευόταν η χορωδία. Στο χωριό μιλούσαν όλοι ανοιχτά και η «Ελεύθερη Λέσβος» διαβαζόταν φανερά στα καφενεία.

Εκείνη τη βδομάδα μάς ήρθε και η δικιά μας εφημερίδα, ο «Αντιφασίστας», όργανο του Νομαρχιακού Συμβουλίου τής ΕΠΟΝ.

Σιγά – σιγά άρχισαν να μου αναθέτουν διάφορα καθήκοντα και κυρίως την εκλαΐκευση του δελτίου ειδήσεων. Οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού δεν καταλαβαίναν τις ειδήσεις και κυρίως δεν είχαν ιδέα για τα μέρη όπου γίνονταν οι μάχες. Έπρεπε να τους τα εξηγούμε και στο σημείο αυτό αποδείχτηκα ειδικός, αργότερα δε, μπήκα στο συνεργείο που συνέτασσε το δελτίο ειδήσεων με τα νέα που ακούγαμε από το Λονδίνο, το Κάιρο και τη Μόσχα.

[…] Την άλλη μέρα, Κυριακή, στην πλατεία του χωριού συνεδρίασε το Λαϊκό Δικαστήριο. Είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι για να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση. Πήγαμε κι εμείς οικογενειακώς. Δικάζανε τρεις χωριανοί και ο δημόσιος κατήγορος ήταν κι αυτός από το χωριό. Όλες οι υποθέσεις που παρακολουθήσαμε ήταν αγροζημίες, εκτός από μία που αφορούσε την κλοπή ενός προβάτου. Μας έκανε εντύπωση η σοβαρότητα με την οποία δικάζανε αυτοί οι απλοί και μάλλον αμόρφωτοι άνθρωποι και πόσο προσεχτικά παρακολουθούσε το ακροατήριο. Κάπου – κάπου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτούσε:

«Τι λέει πάνω σ’ αυτό η κοινή γνώμη;»,
και από το ακροατήριο βγαίναν διάφοροι άνθρωποι και λέγανε ποιος κατά τη γνώμη τους είχε δίκιο.

Στην υπόθεση της κλοπής του προβάτου, ο εναγόμενος παραδέχτηκε την ενοχή του, υποσχέθηκε να επιστρέψει αμέσως το κλεμμένο και ζήτησε συγγνώμη από τον ιδιοκτήτη του. Αυτός πρόθυμα τον συγχώρησε και, με προτροπή του προέδρου, οι αντίδικοι δώσανε τα χέρια και συμφιλιώθηκαν.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, συζητούσαμε για πολλήν ώρα για το λαϊκό δικαστήριο. Ο πατέρας μου ήταν ενθουσιασμένος:

«Αυτή είναι η λαϊκή εξουσία. Ο λαός δε διοικεί μονάχα, αλλά και διαπαιδαγωγείται.»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εθνική αντίσταση, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 27 Σχόλια »

Ο Δημόκριτος κι ο αραμπάς (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2012

Για τη σημερινή επίσκεψη δεν θέλω να γράψω, και ευτυχώς η ρουτίνα του ιστολογίου (σήμερα είναι μέρα που βάζω κομμάτια από το βιβλίο του πατέρα μου) με απαλλάσσει από την όποια υποχρέωση. Πάντως, αν θέλετε να δείτε ορισμένα λεξιλογικά του θέματος, έχω ένα παλιό άρθρο.

Tο σημερινό είναι το δέκατο ένατο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Επειδή έχω παραλείψει μερικά ενδιάμεσα, να πω ότι βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) παίρνει εντολή από την Οργάνωση να φύγει στην Αγία Παρασκευή, στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού, για να αποφύγει τη σύλληψη. Οπότε, πατέρας και γιος ξεκινάνε, φυσικά με τα πόδια. Πάντοτε καλοκαίρι του 1944.

Όταν μας ειδοποίησε η Οργάνωση, ήμασταν κιόλας έτοιμοι. Η μητέρα μου μας είχε βάλει σ’ ένα είδος σάκου δυο αλλαξιές ασπρόρουχα, ένα παγούρι με νερό και μια καστάνια με λίγο φαΐ. Έτσι, και ελαφροί θα ήμαστε και δε θα κινούσαμε τις υποψίες της γειτονιάς, όπως αν ξεκινούσαμε με βαλίτσα. Ξέραμε πως πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες δεκάδες μάτια παρακολουθούσαν άγρυπνα κάθε κίνηση στο δρομάκο μας.

Ξεκινήσαμε ένα ζεστό σούρουπο του Ιούνη και τραβήξαμε από παράδρομους στη Λαγκάδα, στην έξοδο της πόλης. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε πάει εννέα και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η κυκλοφορία το καλοκαίρι απαγορευόταν από τις 11 τη νύχτα ως τις 7 το πρωί. Είχαμε λοιπόν καιρό να απομακρυνθούμε από την πόλη.

Αφήσαμε πίσω τις Φυλακές και τα Νταμάρια κι ανηφορίσαμε. Στο διάσελο πιάσαμε να κατηφορίζουμε, προς τον Κόλπο. Σε μισή ώρα περπατούσαμε σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, από την οποία μάς χώριζαν λίγα χωράφια. Δεν την βλέπαμε, αλλά ακούγαμε τον αδιάκοπο ρόχθο της. Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά, και στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας ξεχώριζε αμυδρά η αχνή ασπράδα της δημοσιάς. Δεν υπήρχε φεγγάρι, αλλά μια εκπληκτική αστροφεγγιά. Στην πόλη δεν έβλεπα τα άστρα τόσο καθαρά όσο εδώ. Ήταν απίστευτο πόσο πολλά ήταν. Το νυχτερινό ουρανό τον διέτρεχε λοξά, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, ένα φωτεινό ποτάμι: ο Γαλαξίας.

«Ο Δημόκριτος ήταν ο πρώτος που κατανόησε τη φύση του Γαλαξία», μου λέει ο πατέρας μου όταν είδε να κοιτάζω τον έναστρο ουρανό.

Παρατήρησα πως τώρα που βρισκόμασταν έξω από τα έσχατα όρια της ζώνης στην οποία τη νύχτα κυκλοφορούσαν περίπολα της χωροφυλακής ή των Γερμανών, είχε πάψει να είναι σφιγμένος και σιωπηλός.

«Σύγκειται εκ πλήθους αστέρων συμφωτιζομένων διά την απόστασιν», απάγγειλε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαίοι, Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Κατοχή, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , | 49 Σχόλια »