Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα μήνα περίπου. Αφορμή για εκείνο το πρώτο άρθρο είχε σταθεί ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται, που μου είχε κοινοποιήσει ένας φίλος.
Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».
Κι έτσι έγραψα το προηγούμενο άρθρο, που έπιασε τις 15 πρώτες από τις (περίπου) 30 εκφράσεις. Σήμερα θα βάλω το δεύτερο μέρος, με τις υπόλοιπες εκφράσεις.
Ο τίτλος που βάζω, «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι», μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.
Παραθέτω λοιπόν το δεύτερο μέρος του άρθρου του dinfo.gr, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες.
Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):
1. Μάλλιασε η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, οπως είναι τα μαλλια.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]
2. Μου έφυγε το καφάσι
Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.
[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά -και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]
3. Τουμπεκί
«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».
Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.
Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
[Η εξήγηση της δεύτερης παραγράφου στέκει περισσότερο. Όσο για το «ψιλοκομμένο» λειτουργεί επιτατικά -πρβλ. «δεν μου έμεινε δεκάρα τσακιστή»]
[Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τη φράση για το ξύλο της χρονιάς, που την ανέφερε ήδη στο πρώτο μισό του άρθρου, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]
4. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα
Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
[Δεν είναι εξήγηση αυτό! Δεν μας λέει γιατί η φράση σημαίνει «κάτι ύποπτο συμβαίνει». Θα θυμάστε ίσως ότι πέρυσι συζητήσαμε την έκφραση αυτή, χωρίς όμως να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τον σχηματισμό της].