Κάπως «κόντρα στην επικαιρότητα», αρχίζω από σήμερα να δημοσιεύω, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Ήδη δημοσιεύσαμε το πρώτο διήγημα του βιβλίου, τη νουβέλα «Χθόνια Οδύσσεια» (εδώ η τελευταία συνέχεια). Τούτο το δεύτερο διήγημα είναι μικρότερο, λογαριάζω πως θα χρειαστεί 5 συνέχειες περίπου.
Η σημερινή πρώτη συνέχεια, που είναι όλο το πρώτο κεφάλαιο, έχει έντονο αυτοβιογραφικό χρώμα -τέτοια ήταν τα επαγγελματικά ταξίδια που έκανε ο πατέρας μου με την ομάδα των «απόβλητων», των μηχανικών της Αγροτικής Τράπεζας, ενώ και τα ονόματα των δυο συναδέλφων του είναι τα πραγματικά -άλλωστε αφιερώνει το διήγημα στη μνήμη του ενός, του Γιάννη Δαλέζιου. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985.
Το ξέρω βέβαια ότι άλλον καημό δεν είχαμε από το να διαβάζουμε για συναδελφικά καλαμπούρια και παρατσούκλια, αλλά ίσως η αφήγηση αυτή μας περισπάσει από τη ζοφερήν επικαιρότητα -που άλλωστε θα την ξαναβρούμε αμέσως μετά, και στη ζωή μας και στο ιστολόγιο.
ΝΥΧΤΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ
Στη μνήμη του Γιάννη Δαλέζιου
1
Εμένα, τον Γιάννη και τον Ουμβέρτο, στην Τράπεζα που δουλεύαμε μας έλεγαν «απόβλητους», όχι για κανέναν υποτιμητικό λόγο, αλλά γιατί αποτελούσαμε ομάδα εργασίας για την επεξεργασία των αποβλήτων των γεωργικών βιομηχανιών. Mας άρεσε πολύ η δουλειά που κάναμε και στάθηκε αφορμή να δεθούμε με κάτι περισσότερο από συναδελφικότητα, με αληθινή φιλία, μ’ όλο που και οι τρεις μας διαφέραμε τελείως, σχεδόν σε όλα: στον χαρακτήρα, στα γούστα, στη νοοτροπία και στην πολιτική τοποθέτηση. Εκεί που ταιριάζαμε ήταν στο ενδιαφέρον που είχαμε για τη δουλειά μας, καθώς συνδύαζε την έρευνα με την εφαρμογή. Μπορούσαμε να δούμε πολύ σύντομα τα αποτελέσματα των σχεδιασμών μας και επί πλέον μας έδινε την ευκαιρία να κάνουμε πολλά ταξίδια.
Στα τρία χρόνια που είχαμε συγκροτήσει αυτή την ομάδα, αλωνίσαμε την Ελλάδα. Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχε η δουλειά μας, και για το οποίο μας ζήλευαν οι άλλοι συνάδελφοί, ήταν η απόλυτη ελευθερία μας στον προγραμματισμό και την οργάνωση των υπηρεσιακών μεταβάσεών μας. Αφού συνεννοούμασταν με τη Βιομηχανία ή τον Συνεταιρισμό ή την Ένωση Συνεταιρισμών, που παρουσίαζαν σχετικό πρόβλημα, είχαμε το ελεύθερο να πράξουμε ό,τι κρίναμε απαραίτητο, ενημερώνοντας απλώς τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Τεχνικών Έργων της Τράπεζας, για το πού θα πηγαίναμε και πόσο θα λείπαμε.