Κυκλοφόρησε πέρυσι ο τελευταίος τόμος των Ημερολογίων του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες Θ’) που πιάνει τα ημερολόγια της περιόδου από 1 Φεβρουαρίου 1964 έως 11 Μαΐου 1971 -είναι η τελευταία εγγραφή, αν και ο ποιητής πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα.
Μπορεί να γράψω και άλλο άρθρο για το σημαντικό αυτό βιβλίο, αλλά προς το παρόν θέλω να εστιαστώ σε μία μόνο εγγραφή, που με έχει προβληματίσει. Είναι σχετικά γνωστή, με την έννοια ότι αναδημοσιεύτηκε σε διάφορους ιστότοπους πέρυσι, οπότε ίσως να την ξέρετε, αλλά θαρρώ πως αξίζει να τη συζητήσουμε.
Eίναι η εγγραφή της 21.3.1965, η εξής:
Χτές είδαμε το Ζορμπά, το φίλμ του Κακογιάννη-Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη τη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να’ χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας – ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο· ποιος δεν ήταν βάρβαρος κάποτε –όλα μπορεί να τα πει κανείς– αλλά σ’ ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πώς εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε.
Πρόκειται για την πασίγνωστη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν στον ρόλο του Ζορμπά. Η ταινία όπως βρίσκω στη Βικιπαίδεια) έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 14 Δεκεμβρίου 1964, δηλαδή όταν την είδε ο Σεφέρης είχε ήδη τρεις μηνες που προβαλλόταν στις αίθουσες.
Ο Σεφέρης δεν συμπαθούσε τον Καζαντζάκη. Σαν συγγραφείς και σαν άνθρωποι είναι τα δυο άκρα αντίθετα. Στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων του Καζαντζάκη βρίσκουμε το εξής: