Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.
Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.
Το σημερινό άρθρο είναι το όγδοο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.
Θα δούμε σήμερα ένα κείμενο γραμμένο από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μια επιστολή προς τον Ομέρ Βρυώνη. Σε αυτήν, ο Μαυροκορδάτος συνεχίζει έναν διάλογο που φαίνεται να τον άρχισε ο Αλβανός στρατηγός (μέσω του Καραϊσκάκη), για ενδεχόμενη συμμαχία ανάμεσα σε επαναστατημένους Έλληνες και σε μουσουλμάνους Αλβανούς.
Ο Μαυροκορδάτος ξεκινάει επαινώντας τον Ομέρ Βρυώνη -που τον συγκρίνει ευνοϊκά με τον Αλήπασα- και στη συνέχεια δηλώνει ότι οι Έλληνες δεν έχουν πόλεμο με τους Αρβανίτες (εννοεί Αλβανούς) ούτε έχει κάποια σημασία η διαφορά της θρησκείας. Προτείνει λοιπόν να συναντηθούν για να συνάψουν συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας απέναντι στον κοινό εχθρό, τους Οθωμανούς.
Στο πρώτο άρθρο της σειράς αυτής είχαμε δει ένα κείμενο που αναφερόταν στη (θνησιγενή τελικά) ελληνοαλβανική συμμαχία, που διάρκεσε για λίγους μήνες το 1821. Η διαφορά με τούτο εδώ το κείμενο είναι ότι τούτο εδώ γράφεται αρκετά αργότερα, το 1823, από έναν ανώτατο πολιτικό παράγοντα και απευθύνεται επίσης προς έναν πολύ σημαντικό παράγοντα της άλλης πλευράς.
Το κείμενο το πήρα από το Ιστορικό Αρχείο Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τόμ. 3 που έχει τα έγγραφα του 1823. Είναι αχρονολόγητο και είναι το σχέδιο της επιστολής, γραμμένο από το χέρι του Μαυροκορδάτου. Δεν ξέρουμε (ή μάλλον δεν ξέρω) αν η επιστολή όντως στάλθηκε ή όχι -πάντως η συμμαχία δεν προχώρησε. Άλλωστε μετά το 1823 ο Ομέρ Βρυώνης παύει να έχει άμεση ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα -θυμίζω ότι του έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.
Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Στο τέλος του κειμένου βάζω κάποια λεξιλογικά. Βλέπουμε και πάλι ότι ο Μαυροκορδάτος γράφει σε «επιφανειακή καθαρεύουσα», σαφώς απλούστερη από τη γλωσσική ποικιλία που επικράτησε στο νεοελληνικό κράτος, και ότι δεν αποφεύγει ξένες λέξεις.
Υψηλότατε,
Ο στρατηγός Καραϊσκάκης μ’ επληροφόρησεν όσα η υψηλότης σας τον εκάμετε χαμπέρι, και δεν στοχάζομαι άλλο, παρά πώς τω όντι δεν εγελάσθηκα όσες φορές έβαλα με τον νουν μου και είπα εις πολλούς ότι, αν από την αρχήν ο Ομέρ πασάς ήτον εις τον τόπον του Αλή πασά, τα πράγματα ήθελαν τρέξει διαφορετικά, και όχι μόνον το όνομά του ήθελε μείνει αθάνατον, αλλά και η Αρβανιτιά ήθελεν έχει και την δόξαν οπού της πρέπει, και την ελευθερίαν, και την ευτυχίαν της. Αν ο Αλή πασάς ήθελε να δεθή με τους Έλληνας όχι με τα ψεύματα και με ταξίματα, τα οποία ημπορούσεν ύστερον και να μη βαστάξη, αλλά με τα σωστά και με την αλήθειαν, χωρίζοντας τα σύνορά μας και τα σύνορά του, και δίδοντας κάθε σιγουριτά εις ημάς, καθώς και ημείς εις αυτόν, και αυτός ήθελε δοξασθή, και οι εδικοί μας τόποι δεν ήθελαν χαλασθούν, και οι εδικοί του ήθελαν βασταχθή ελεύθεροι και αχάλαστοι. Ωστόσο αυτό έτζι ήτον προωρισμένον από τον Θεόν να γένη, και εκείνο που δεν έκαμεν ο Αλή πασάς, μ’ όλον που εφαίνετο τόσον μεγάλος άνθρωπος, έμελλε να γενή εις τες ήμερες και εις το όνομα της υψηλότητός σας.
Ημείς, υψηλότατε, δεν έχομεν πόλεμον με τους Αρβανίτας, και αν δεν ήρχοντο να μας φορτωθούν, ποτέ δεν ηθέλαμε τους φορτωθή· δεν μας πειράζει τελείως αν ο ένας πιστεύη τον Μωάμεθ και ο άλλος τον Χριστόν· αυτό ας το εξετάση ο Θεός, εις τον οποίον όλοι μας θε να δώσωμεν την ψυχήν. Εις αυτόν τον κόσμον θέλομεν να είμεθα ελεύθεροι και να ζούμε από κάτω από τους νόμους μας, καθώς και όλα τα άλλα ελεύθερα έθνη ζουν από κάτω από τους εδικούς των, και όχι να είμεθα σκλάβοι, επειδή ούτε οι πρόγονοί μας ήτον σκλάβοι κανενός. Όταν έχωμεν αυτά, με όλους όσοι θέλουν την φιλίαν μας, είμεθα φίλοι, και φίλοι πιστοί και αχώριστοι, διότι κανενός κακόν δεν θέλομεν και μάλιστα, όταν ημπορούμεν, έχομεν ευχαρίστησιν να βοηθούμεν όσους κατατρέχονται άδικα.
Η υψηλότης σας προβάλλετε, αν σας κατατρέξη το δεβλέτι σας, να ευρήτε βοήθειαν από ημάς και, αν πάλιν ημπορέσετε να συμβιβαστητε, να χωρίσωμεν τα σύνορά μας, μέσα εις τα οποία να μην εμβήτε πλέον διά να μας πειράξετε. Όταν είστε κατατρεγμένος (καθώς εγώ δεν αμφιβάλλω και, αν αμφιβάλλετε η υψηλότης σας, με φαίνεται ότι απατάσθε), η εδική μας η βοήθεια είναι σίγουρη, επειδή και διά ξηράς με αρκετά στρατεύματα ημπορούμε να σας προφθάσωμε, και διά θαλάσσης τα καράβιά μας εις ολίγες ημέρες είναι εις την θάλασσαν της Πρέβεζας και Αρβανιτιάς, ώστε το όφελος διά την υψηλότητά σας είναι φανερόν· εκ του εναντίου, αν συμβιβασθητε (εις τον οποίον συμβιβασμόν δεν εννοώ ποίον θεμέλιον ημπορείτε να βάλετε), πρέπει και ημείς να έχωμε τα σύνορα εκείνα οπού καταλαμβάνομεν ότι μας ωφελούν· επειδή διαφορετικά αι συμφωνίαι μας θε να είναι προς όφελος του ενός μέρους μόνον, δηλαδή τής υψηλότητός σας, και όχι και των δύο μερών· και ποτέ αι συμφωνίαι δεν είναι στερεαί, όταν δεν είναι ωφέλιμοι και διά τα δύο μέρη.
Αν η υψηλότης σας λοιπόν καταλαμβάνετε οπού ημπορούν να γενούν μεταξύ μας τέτοιαι συμφωνίαι, οπού να μη γίνεται αδικία εις κανένα από τα δύο μέρη, και τες οποίες ημπορούμε να βεβαιώσωμε και με σιτάρτια και με ρεχέμια, τότε, ει μεν θέλετε και ημπορείτε, κάμνετε τον κόπον και ορίζετε έως εις τα σύνορα της Άρτας, έρχομαι και εγώ εις την Λαγκάδαν και ανταμωνόμεθα και κουβεντιάζομε· αν πάλιν δεν το ευρίσκετε έτζι εύλογον, στέλνετε δύο ανθρώπους, τους πλέον πιστούς σας, όποιους θέλετε, στέλνω και εγώ άλλους δύο, με όλην την πληρεξουσιότητα οπού χρειάζονται να έχουν και ανταμώνονται.
Στοχάζομαι ότι από το γράμμα μου γνωρίζετε πώς σας γράφω με όλην την αληθοσύνην και ειλικρίνειαν. Την ίδιαν αληθοσύνην ελπίζω να ευρώ και από το μέρος σας, και επειδή έφθασε να κινήσουν τα στρατεύματά μας εναντίον της Άρτας, διά τούτο στέλνω το παρόν μου με ατζελέν, και πάλιν με ατζελέν πρέπει να φθάση η απόκρισίς σας, διά να έλθη με τον καιρόν.
Λέξεις του κειμένου
* δεβλέτι: Ή δοβλέτι, το κράτος. Στα κείμενα της εποχής ο όρος αναφέρεται πάντοτε στο οθωμανικό κράτος, στην κεντρική σουλτανική εξουσία. Από τουρκ. devlet. Η λέξη έχει επιβιώσει ως δοβλέτι, με ειρωνική συχνά χροιά.
* σιτάρτια: Εδώ πρέπει να υπάρχει λάθος στη μεταγραφή. Κατά πάσα πιθανότητα ο Μαυροκορδάτος γράφει «σιάρτια», όπου σιάρτι ή σάρτι είναι η συνθήκη (από τουρκ. sart).
* ρεχέμια: Οι όμηροι. Εννοείται εδώ η ανταλλαγή ομήρων που ήταν ένας συνηθισμένος τρόπος για να διασφαλίζεται η τήρηση των συνθηκών. Από το τουρκ. rehin, επίσης ρεέμι ή ρεχένι.
* ορίζετε: εννοεί έρχεστε
* με ατζελέν: γρήγορα, με βιασύνη. Από το τουρκ. acele.